Ο Λένιν είχε δίκιο




Το Μάρτη συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς. Η δημιουργία της ήταν αποτέλεσμα τεράστιων εξελίξεων και ανακατατάξεων μέσα στην πρώτη εικοσαετία του εικοστού αιώνα.

Ο πιο άμεσος παράγοντας ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η εμπλοκή σε αυτόν του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας αλλά και των άλλων κομμάτων που συμμετείχαν στη Δεύτερη Διεθνή. Το SPD ήταν το κόμμα που πρωτοστάτησε για να δημιουργηθεί η Δεύτερη Διεθνής το 1889 και το γεγονός ότι τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό της άρχουσας τάξης στη Γερμανία και στήριξε την πολεμική εκστρατεία ήταν καθοριστικό για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όλης της Ευρώπης.

Η πρώτη αντίδραση των ομάδων και τάσεων που διαφωνούσαν με τη συμμετοχή στον πόλεμο ήταν η δημιουργία της πρωτοβουλίας του Τσίμερβαλντ που αγωνιζόταν για την ειρήνη. Αριστερή πτέρυγα αυτής της πρωτοβουλίας ήταν οι Μπολσεβίκοι που είχαν τη θέση για μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο. Με άλλα λόγια, υποστήριζαν ότι η ειρήνη μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο αν το προλεταριάτο ξεσηκωθεί μέσα στη χώρα του και συγκρουστεί με την πολεμοκάπηλη κυρίαρχη τάξη.

Αυτή η πτέρυγα αποτέλεσε τη μαγιά για την ανασυγκρότηση της αριστεράς στη συνέχεια. Πρώτα απ’ όλα με την επανάσταση στη Ρωσία το 1917 και τον ρόλο των Μπολσεβίκων στη νίκη του Οκτώβρη και την επικράτηση της πρώτης εργατικής δημοκρατίας στον κόσμο. Αλλά και με το κύμα των επαναστάσεων που ακολούθησαν, τη Γερμανική που έβαλε τέλος στον πόλεμο το 1918 και όλες τις άλλες που ξέσπασαν στο επόμενο διάστημα.

Το τέλος του πολέμου προκάλεσε τεράστια κρίση στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και σε όλη τη Δεύτερη Διεθνή με συνεχείς διασπάσεις και δημιουργία νέων επαναστατικών κομμάτων. Όχι μόνο λόγω της θέσης που είχαν πάρει μέσα στον ίδιο τον πόλεμο αλλά και για τις μεταπολεμικές επιλογές τους. Οι ιμπεριαλιστικοί στρατοί που περικύκλωναν τη Ρωσία με στόχο να τσακίσουν τη νικηφόρα εργατική επανάσταση είχαν στις περισσότερες περιπτώσεις την ανοχή και σε πολλές την εμπλοκή της σοσιαλδημοκρατίας.

Όπως θύμιζε στο ιδρυτικό Μανιφέστο της η νέα Τρίτη Διεθνής:
Στο συνέδριο που έγινε δυο χρόνια πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, στη Βασιλεία, οι υπεύθυνοι σοσιαλιστές ηγέτες από κάθε χώρα καταδίκαζαν τον ιμπεριαλισμό ως αιτία για τον επερχόμενο πόλεμο. Απειλούσαν να προχωρήσουν στη σοσιαλιστική επανάσταση ενάντια στους αστούς. …(αλλά) Οι οπορτουνιστές πριν από τον Α΄Π.Π. ζητούσαν από τους εργάτες μετριοπάθεια για να επιτύχουν μια σταδιακή μετάβαση στον σοσιαλισμό. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ζητούσαν ταξική συνεργασία για την άμυνα της χώρας τους. Και τώρα ζητάνε από το προλεταριάτο ξανά θυσίες για την ανόρθωση από τις πολεμικές καταστροφές.

Στο ιδρυτικό συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς συμμετείχαν 34 αντιπρόσωποι με δικαίωμα ψήφου για τις αποφάσεις και 18 αντιπρόσωποι με ψήφο συμβουλευτική. Η διάκριση είχε να κάνει ανάλογα με το αν κόμματα και οργανώσεις έστειλαν αντιπροσώπους με αποφάσεις των οργάνων τους. Την τελευταία μέρα του συνεδρίου, στις 6 Μάρτη 1919, οι εφημερίδες της Μόσχας ανακοίνωναν την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το βράδυ εκείνης της μέρας οργανώθηκε μεγάλη συγκέντρωση στο θέατρο Μπολσόι για να γιορταστεί το γεγονός.

Ο Λένιν άνοιξε τη συγκέντρωση λέγοντας:
Τέσσερις μήνες πιο πριν ήταν αδύνατο να πούμε ότι η σοβιετική κυβέρνηση, το σοβιετικό κράτος ήταν μια διεθνής κατάκτηση. Όμως η επανάσταση στη Γερμανία επιβεβαιώνει την εικόνα για το τι μπορεί να δημιουργήσει η σοσιαλιστική επανάσταση. Μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα που έρχεται μετά από μια αρκετά καθυστερημένη δείχνει σε όλο τον κόσμο μέσα σε εκατό μόνο μέρες όχι μόνο τις ίδιες βασικές επαναστατικές δυνάμεις και τη βασική κατεύθυνση της επανάστασης αλλά και την ίδια βασική μορφή οργάνωσης της νέας προλεταριακής δημοκρατίας, τα σοβιέτ.

Ο Άρθουρ Ράνσομ, ένας άγγλος δημοσιογράφος περιγράφει την ατμόσφαιρα μέσα κι έξω από το θέατρο:
Έφτασα στο θέατρο γύρω στις πέντε και είχα πολύ μεγάλη δυσκολία να μπω μέσα παρ’ όλο που είχα ειδική πρόσκληση σαν ανταποκριτής. Υπήρχαν τεράστιες ουρές σε όλες τις εισόδους του θεάτρου. Το Σοβιέτ της Μόσχας ήταν εκεί, η Εκτελεστική Επιτροπή, αντιπρόσωποι από τα συνδικάτα και τις εργοστασιακές επιτροπές και άλλοι. Σε αυτό το τεράστιο θέατρο η πλατεία ήταν κατάμεστη με όρθιο κόσμο στα πλάγια, κόσμο στα θεωρεία και στη σκηνή. Ο Κάμενεφ άνοιξε τη συγκέντρωση ανακοινώνοντας την ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς και η αίθουσα σείστηκε από τα χειροκροτήματα καθώς όλοι μαζί σηκώθηκαν όρθιοι για να τραγουδήσουν τη Διεθνή. (...)

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Λένιν που ήταν πολύ δύσκολο να ξεκινήσει την ομιλία του. Μια ομάδα από εργάτριες που ήταν κοντά μου έκαναν τεράστια προσπάθεια να τον δουν, φώναζαν δυνατά για να τις ακούσει ο Λένιν.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, στο πρώτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν καταφέραμε να έρθουν αντιπρόσωποι από όλες τις χώρες που αυτή η οργάνωση έχει πιστούς φίλους και υπάρχουν εργάτες που οι  συμπάθειές τους είναι με μας’, ήταν τα λόγια του Λένιν.

Πραγματικά στο δεύτερο συνέδριο που έγινε το καλοκαίρι του 1920 οι αντιπρόσωποι ήταν 217 από 67 οργανώσεις και 40 χώρες.

Ο ενθουσιασμός εκείνων των ημερών δεν μπορούσε να σκεπάσει το βάθος των συζητήσεων που γίνονταν εκείνη την περίοδο μέσα σε όλη την αριστερά και στις καινούργιες επαναστατικές οργανώσεις για τον χαρακτήρα του κόμματος της εργατικής τάξης. Το ιδρυτικό συνέδριο έγινε ενάμιση μήνα μετά τη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ στη Γερμανία. Στην συγκέντρωση στο θέατρο Μπολσόι το πλήθος τραγούδησε το «Πέσατε θύματα» τιμώντας τη μνήμη τους.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας (KPD) είχε δημιουργηθεί την 1 Γενάρη 1919, μετά από μια μεγάλη περίοδο όπου οι επαναστάτες λειτουργούσαν μέσα στο SPD. Η προηγούμενη οργάνωσή τους, ο Σπάρτακος, έφυγε από το SPD το 1916 αλλά δεν είχε προχωρήσει στην ίδρυση επαναστατικού κόμματος μέχρι που ξέσπασε η επανάσταση τον Νοέμβρη του 1918. Εκείνες οι επιλογές βάρυναν πάνω στην πορεία της επανάστασης και έφεραν στην επιφάνεια τις διαφωνίες που υπήρχαν για το κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας όπως το υποστήριζε ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία.

Η συζήτηση για το κόμμα


Ο Λένιν είχε προχωρήσει στην δημιουργία των Μπολσεβίκων στηριγμένος στην άποψη ότι ο κόσμος μπαίνει σε επαναστατική περίοδο. Η ανάλυσή του για τον καπιταλισμό στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο εκτιμούσε ότι οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι δημιουργούν συνθήκες κρίσεων, εκρήξεων και εξεγέρσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η εκτίμηση ήταν η ρίζα των διαφωνιών με τους Μενσεβίκους από την αρχή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Ρωσία.

Για το Λένιν, το κόμμα συσπειρώνει τα πιο συνειδητά μέλη του προλεταριάτου σε μια συγκεντρωτική οργάνωση και είναι καθοριστικός ο ρόλος του στην ταξική πάλη σε μια επαναστατική περίοδο. Η δραστηριότητά του στηρίζεται σε αυτή την ιστορική κατανόηση.
Το κόμμα χρειάζεται να προετοιμάσει την επανάσταση προσπαθώντας από τη μια μεριά να επιταχύνει την ωρίμανση των συνθηκών με τη δράση του και από την άλλη βοηθώντας το προλεταριάτο ιδεολογικά, τακτικά, υλικά και οργανωτικά για την αντιμετώπιση των επαναστατικών συνθηκών. Μια τέτοια προσέγγιση αποτελούσε και αποτελεί διαλεκτική υπέρβαση του διλήμματος αν το επαναστατικό κόμμα είναι προϋπόθεση της επανάστασης ή καρπός της.

Ο Κάουτσκι ήταν ο θεωρητικός του παθητικού ρόλου. Γι’ αυτόν, το SPD ήταν επαναστατικό κόμμα επειδή είχε τον σοσιαλισμό στο πρόγραμμά του, αλλά δεν θα οργάνωνε την επανάσταση: «Το σοσιαλιστικό κόμμα είναι ένα επαναστατικό κόμμα αλλά δεν είναι κόμμα που κάνει την επανάσταση. Ξέρουμε ότι οι στόχοι μας μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσα από την επανάσταση. Αλλά ξέρουμε επίσης ότι περνάει τόσο λίγο από το χέρι μας να δημιουργήσουμε αυτή την επανάσταση όσο περνάει από το χέρι των αντιπάλων μας να την αποτρέψουν». Σημασία για τον βασικό θεωρητικό της σοσιαλδημοκρατίας έχει τι γράφει το καταστατικό σου, όχι το τι κάνεις.

Η Ρόζα ήταν στον αντίποδα του Κάουτσκι. Πίστευε ότι το προλεταριάτο μπορούσε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο, ακόμη και την ίδια την ηγεσία του κόμματος και τις συντηρητικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις που κουβαλούσε στο SPD. Υπήρξαν φορές που η Ρόζα συμφώνησε με τον Λένιν για την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κόμμα και τις μάζες αλλά δεν έφτασε έγκαιρα στο συμπέρασμα της ρήξης με το SPD και έχασε την ευκαιρία. Αγνόησε τον προετοιμαστικό ρόλο του επαναστατικού κόμματος που υποστήριζε ο Λένιν και αυτό φάνηκε στην Γερμανική επανάσταση από την αρχή. Όσο κι αν προσπάθησε να το διορθώσει με τη δημιουργία του KPD και την ομιλία της στο ιδρυτικό συνέδριό του, ήταν πια πολύ αργά. Οι ίδιοι οι σύντροφοί της στην ίδρυση του KPD ήταν τόσο απροετοίμαστοι για τα καθήκοντα που πήγαιναν να αναλάβουν ώστε αγνόησαν τις συμβουλές της από τα πρώτα βήματά τους.

Ο Λένιν ήταν ξεκάθαρος για τα προβλήματα που θα είχε να αντιμετωπίσει ένα επαναστατικό κόμμα. Μέσα στην κρίση του καπιταλισμού, στις εξεγέρσεις και τις πολιτικές εκρήξεις δεν παίρνει μέρος μόνο η εργατική τάξη. Ο ορισμός που είχε δώσει για την επαναστατική κατάσταση, δηλαδή ότι οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως παλιά και οι από κάτω δεν θέλουν να συνεχίσουν όπως παλιά, υπογραμμίζει ότι σε τέτοιες στιγμές κινητοποιούνται τάξεις, στρώματα και τμήματα της κοινωνίας που δεν ανήκουν όλα στην εργατική τάξη.

Αντλούσε εμπειρία από το παράδειγμα της Ιρλανδίας το 1916 όπου είχε τονίσει πόσο λαθεμένη είναι μια εικόνα που λέει ότι συγκρούονται για τη νίκη δυο καθαρά παραταγμένοι στρατοί, από τη μια το προλεταριάτο και από την άλλη οι καπιταλιστές. Και στην Ιρλανδία και στη Ρώσικη επανάσταση ήταν αδύνατο για τους επαναστάτες να κλείνουν τα μάτια στη συμμετοχή και τη δράση π.χ. των αγροτών.

Καταπιεσμένοι και εργατική τάξη


Όσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική κρίση, τόσο ανοίγει περισσότερο η προοπτική της επανάστασης. Αλλά ταυτόχρονα όσο πιο βαθιά γίνεται η κρίση, οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά, τόσο μπαίνουν σε κίνηση περισσότερα κοινωνικά στρώματα, τόσο περισσότερο υπάρχουν μπερδεμένες απόψεις και επιρροές και αυτό επηρεάζει και τη σύγκρουση ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις, τους στόχους τους και τις προοπτικές τους.

Εάν το προλεταριάτο θέλει να νικήσει σε αυτή τη μάχη, θα χρειαστεί να ενισχύσει κάθε τάση που συμβάλει στη διάλυση της αστικής ηγεμονίας και να τραβήξει κάθε εξεγερμένο -όσο μπερδεμένος κι αν είναι- πίσω από την επαναστατική προοπτική. Αυτό σημαίνει ότι το επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι οργανωμένο έτσι ώστε σε τέτοιες στιγμές να έχει ξεκάθαρη την προοπτική της εργατικής τάξης και να μπορεί να την κάνει ηγετική. Τα άλλα εξεγερμένα στρώματα (αγρότες, μικροαστοί, διανοούμενοι) δεν έχουν τους ίδιους στόχους με το προλεταριάτο, αλλά μπορούν να κερδηθούν στην προοπτική του σοσιαλισμού. Αν, όμως, το κόμμα που είναι ο μαχητικός εκφραστής της συνείδησης του προλεταριάτου είναι αβέβαιο για την κατεύθυνση του αγώνα και την προοπτική, τότε τα άλλα στρώματα θα τραβήξουν σε διάφορες κατευθύνσεις.

Η ιστορία μετά τη Ρώσικη επανάσταση είναι γεμάτη από επαναστάσεις που ο χαρακτήρας τους δεν ήταν καθαρός από την αρχή. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις χαμένες επαναστάσεις στις δεκαετίες του 1920, του ’30 και του ’40. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η περίοδος είναι γεμάτη από επαναστάσεις αντιιμπεριαλιστικές, εθνικοαπελευθερωτικές με συμμετοχή εργατών, αγροτών, μικροαστών που μπορεί να φτάνουν να κερδίσουν τη μάχη της ανεξαρτησίας αλλά δεν καταφέρνουν να προχωρήσουν σε εργατική εξουσία. Αυτό που έλλειπε δεν ήταν το μέγεθος της εργατικής τάξης -η εργατική τάξη στη Ρωσία του 1917 δεν ήταν μεγαλύτερη από την εργατική τάξη στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική ή ακόμη και στα βάθη της Ασίας. Αυτό που έλλειπε ήταν η στρατηγική της νίκης που είχε επεξεργαστεί η Τρίτη Διεθνής τον καιρό του Λένιν.

Στα τέσσερα πρώτα συνέδρια ο Λένιν είχε πρωταγωνιστήσει στην προσπάθεια για να αναδείξει το ρόλο της εργατικής τάξης ως της δύναμης που παλεύει όχι μόνο για τη δική της απελευθέρωση αλλά για την απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων. Άλλωστε η Ρώσικη επανάσταση είχε δείξει το δρόμο με τη στάση της απέναντι στα καταπιεσμένα έθνη που ζούσαν μέσα στην Τσαρική αυτοκρατορία. Η ίδια προσπάθεια έπρεπε να γίνει ενάντια σε όλες τις μορφές καταπίεσης. Αρχίζοντας από το μισό της εργατικής τάξης που είναι οι γυναίκες.

Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι ήταν η βασική ομιλήτρια στη συζήτηση που έγινε στο ιδρυτικό συνέδριο για τις γυναίκες. «Αντί οι γυναίκες να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού, θα μπορούσαν να παίζουν έναν τεράστιο ρόλο στο να οργανώνουν την κοινωνία. Αντί να μορφώνουν την οικογένεια, οι γυναίκες θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην ενίσχυση και την ανάπτυξη της καινούργιας σοσιαλιστικής δημόσιας Παιδείας. Η νέα Κομμουνιστική Διεθνής πρέπει να βάλει στον εαυτό της το καθήκον να αξιοποιήσει τις γυναίκες προλετάριες για να τραβήξουμε και να κερδίσουμε όλες τις εργαζόμενες στο στόχο για ένα καινούργιο τρόπο ζωής, να αναπτύξουμε μια νέα στάση, μια νέα σχέση ανάμεσα στα φύλα.

Γι’ αυτό φέτος η Παγκόσμια μέρα των εργαζόμενων γυναικών, η 8 Μάρτη δεν θα είναι μόνο μια μέρα που θα γιορτάσουμε τις μέχρι τώρα πολύ σημαντικές κατακτήσεις, την κατάκτηση της πλήρους ισότητας στα πολιτικά δικαιώματα, αλλά μια μέρα που θα βάλουμε τα νέα καθήκοντα για την κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση των γυναικών μέσα από τις προσπάθειες της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Σύντροφοι δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι χωρίς την ενεργή συμμετοχή των εργαζόμενων γυναικών η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να είναι  ούτε σταθερή ούτε ολοκληρωμένη».

Ένα βήμα μπροστά


Η Τρίτη Διεθνής αντιμετώπιζε σοβαρά αυτή την προσπάθεια. Οι 21 όροι που τέθηκαν ως προϋπόθεση για την ένταξη ενός κόμματος στη Διεθνή δεν ήταν κάποιος καταναγκασμός από την πλευρά των Μπολσεβίκων πάνω στα άλλα κόμματα αλλά ένας αγώνας για να μην ξαναγυρίσει η Κομιντέρν σε μια οργάνωση σαν της Δεύτερης Διεθνούς, σε μια χαλαρή ομοσπονδία εθνικών κομμάτων.
Η Κομμουνιστική Διεθνής είναι αποφασιστικά αντίθετη στις απόψεις ότι το προλεταριάτο μπορεί να νικήσει στην επανάσταση χωρίς να είναι οργανωμένο σε ένα δικό του επαναστατικό κόμμα. Κάθε ταξικός αγώνας είναι μια πολιτική μάχη. Ο στόχος μιας τέτοιας μάχης που αναπόφευκτα θα μετατραπεί σε εμφύλιο πόλεμο είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Το προλεταριάτο δεν μπορεί να πάρει την εξουσία, να την οργανώσει και να  την κάνει να λειτουργήσει εάν δεν είναι οργανωμένο σε πολιτικό κόμμα.

Αυτό το κόμμα χρειαζόταν να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τις μάζες δείχνοντας το δρόμο. Να είναι κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας στηριγμένο στα πιο προχωρημένα και συνειδητά κομμάτια της τάξης. Στο ιδρυτικό συνέδριο των Μπολσεβίκων η μεγάλη διαμάχη με τους Μενσεβίκους ήταν πάνω στο ζήτημα του ποιος είναι μέλος. Αρκεί για να θεωρείται μέλος κάποιος  να στηρίζει το κόμμα ή χρειάζεται να συμμετέχει στη δράση του και να αποδέχεται την κομματική πειθαρχία;

Οι μάζες μαθαίνουν μέσα από τη δράση τους, καταλαβαίνουν τα συμφέροντά τους παλεύοντας. Το κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας συντελεί σε αυτή τη διαδικασία όντας ένα βήμα μπροστά και δείχνοντας το δρόμο, αλλά μόνο ένα βήμα μπροστά για να είναι πραγματική ηγεσία στις μάχες μαζί με τις μάζες. Χρειάζεται να είναι ανοιχτό σε όλο τον κόσμο που παλεύει. Ένα κόμμα που διαθέτει θεωρητική καθαρότητα ώστε να παίρνει πρωτοβουλίες στη δράση, αλλά ταυτόχρονα να έχει την ευελιξία να μαθαίνει από τον αγώνα των μαζών.

Ο Λένιν υποστήριζε ότι κάθε δογματισμός στη θεωρία και κάθε οργανωτική σκλήρυνση μπορούν να αποδειχθούν καταστροφικά. Όπως το διατύπωσε ο Λούκατς:
Κάθε νέα μορφή αγώνα που εγκυμονεί κινδύνους και θυσίες αναπόφευκτα ‘αποδιοργανώνει’ μια οργάνωση που είναι ανέτοιμη για τις νέες μάχες.

Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ως οργανωτικός οδηγός δεν ήταν μια έτοιμη συνταγή, ήταν ο απαραίτητος προσανατολισμός για τη σχέση της εργατικής πρωτοπορίας με την τάξη μέσα στον αγώνα της να ξεπεράσει τις επιρροές από αντίπαλες δυνάμεις.
Το επαναστατικό κόμμα δεν λειτουργεί μόνο του 
μέσα στον καπιταλισμό. Στα αριστερά των βασικών κομμάτων της κυρίαρχης τάξης εμφανίζονται κόμματα που έχουν ένα διπλό χαρακτηριστικό -να είναι ταυτόχρονα εργατικά αλλά και αστικά κόμματα. Εργατικά καθώς αναφέρονται σε αιτήματα και αγώνες της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα αστικά καθώς αποδέχονται τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τη συνέχεια του αστικού κράτους.

Οι ρεφορμιστές και η Γ’ Διεθνής


Το σχίσμα ανάμεσα στους επαναστάτες και τους ρεφορμιστές μεγάλωσε στην περίοδο του Α’ ΠΠ. Η πτέρυγα που στήριξε τον πόλεμο συμμάχησε και στη συνέχεια με τις επιλογές των κυρίαρχων τάξεων στη χώρα τους. Οι μαρξιστές προχώρησαν σε αντίθετη κατεύθυνση, από τη μια στηρίζοντας τις μάχες των εργατών και από την άλλη οργανώνοντας την επαναστατική σύγκρουση. Στις αρχές του 1917 είχαν ξεκινήσει οι μεγάλες διασπάσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και η δημιουργία επαναστατικών οργανώσεων. Ο ρόλος του Λένιν και των Μπολσεβίκων σ’ αυτή την εξέλιξη ήταν καθοριστικός. Ήταν επίμονος και με επιχειρήματα από πολύ νωρίς γιατί η αριστερή πτέρυγα του SPD έπρεπε να φύγει και να δημιουργήσει ένα νέο επαναστατικό κόμμα.
Η αριστερά του SPD φοβάται τη διάσπαση και αρνείται να ακολουθήσει την ανάλυση της και τα επαναστατικά συνθήματα που βάζει. Μπορεί να παλεύει ενάντια στους δικούς της σωβινιστές και οπορτουνιστές με  αποφασιστικότητα και σοβαρότητα, αυτό είναι θετικό αλλά δεν φτάνει. Αυτή η τακτική είναι σαν να πιστεύουν ακόμα ότι μπορούν να αλλάξουν αυτό το κόμμα από τα μέσα.

Το ιδρυτικό συνέδριο του KPD στη Γερμανία έγινε πολύ αργά, μέσα σε συνθήκες που από τη μια επικεφαλής της κυβέρνησης ήταν το SPD και από την άλλη οι εργάτες φτιάχνανε σοβιέτ. Οι ηγέτες του SPD όχι μόνο πίεζαν για εκλογές που θα νομιμοποιούσαν τον έλεγχο της εξουσίας από τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους και όχι από τα σοβιέτ, αλλά είχαν και την υποστήριξη της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων μέσα στα σοβιέτ. Στο Βερολίνο το συνέδριο των σοβιέτ εργατών και φαντάρων ψήφιζε 344 υπέρ με 98 κατά να γίνουν εκλογές για καινούργια εθνοσυνέλευση.

Στο συνέδριο του KPD, η Ρόζα Λούξεμπουργκ υποστήριξε ότι οι επαναστάτες δεν θα έπρεπε να απέχουν αλλά να χρησιμοποιήσουν τις εκλογές για να τραβήξουν τους εργάτες προς την επαναστατική προοπτική. Έβαλε την πρόταση για συμμετοχή στις εκλογές για εθνοσυνέλευση και την έχασε: 62 αντιπρόσωποι ψήφισαν για αποχή και 23 για συμμετοχή. Η διαφωνία δεν σταμάτησε εκεί. Στις 5 Γενάρη τα μέλη του KPD σε συμμαχία με άλλα τμήματα της Αριστεράς προχώρησαν σε εξέγερση για να πάρουν τον έλεγχο του Βερολίνου. Η Ρόζα ήταν αντίθετη γιατί έβλεπε ότι η εξέγερση ήταν πρόωρη, αλλά δεν μπόρεσε να την σταματήσει. Το κόστος ήταν τεράστιο: δολοφονία της Ρόζας, του Λήμπκνεχτ και πολλών ακόμη επαναστατών.

Μέσα σε τέτοιες δραματικές εξελίξεις η καινούργια διεθνής είχε να λύσει δυο βασικά ζητήματα ταυτόχρονα. Το πρώτο, τη δημιουργία ξεχωριστών επαναστατικών κομμάτων παντού, κι αυτό σήμαινε σύγκρουση και ρήξη με τα κόμματα της Β’ Διεθνούς και ταυτόχρονα τη διαμόρφωση τακτικής των επαναστατών απέναντι σ’ αυτά τα κόμματα.

Πριν από το δεύτερο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς (Ιούλης-Αύγουστος 1920) ο Λένιν έγραψε το βιβλίο με τίτλο «Αριστερισμός – η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο με το καινούργιο KPD στη Γερμανία, αλλά με μια σειρά από οργανώσεις που είχαν σπάσει από τα ρεφορμιστικά κόμματα, ή είχαν δημιουργηθεί σε σύγκρουση με αυτά, και που είχαν μια στάση απομόνωσης. Γράφει ο Λένιν:
Όσο καιρό το ζήτημα ήταν (και είναι ακόμα) να τραβήξουμε το προλεταριάτο με το μέρος του κομμουνισμού, στην πρώτη θέση έμπαινε η προπαγάνδα…. Όταν πρόκειται για την πρακτική δράση των μαζών, για την κατανομή – ας μου επιτραπεί η έκφραση – στρατών με εκατομμύρια ανθρώπους, για τη διάταξη όλων των ταξικών δυνάμεων μιας δοσμένης κοινωνίας, τότε με μόνη την επανάληψη των αληθειών του καθαρού κομμουνισμού τίποτα δεν κάνεις.

Και παρακάτω:
Οι καλύτερες πρωτοπορίες εκφράζουν τη συνείδηση, τη θέληση, το πάθος, τη φαντασία δεκάδων χιλιάδων, ενώ την επανάσταση την πραγματοποιούν σε στιγμές εξαιρετικής ανόδου και έντασης όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, η συνείδηση, η θέληση, το πάθος, η φαντασία δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που τους κεντρίζει η πιο σκληρή ταξική πάλη.

Στο δεύτερο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς ξεκίνησε η συζήτηση για τη στάση των επαναστατικών κομμάτων απέναντι στις εκλογές (για το Κοινοβούλιο), και απέναντι στα συνδικάτα που στις ηγεσίες ήταν οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες ή ακόμα και μέλη συντηρητικών κομμάτων. Η 
συζήτηση αυτή συνεχίστηκε και στα επόμενα δύο συνέδρια της Διεθνούς, το τρίτο και το τέταρτο. Η κατάσταση διεθνώς είχε αλλάξει και χρειάστηκε όχι μόνο η συζήτηση αλλά και η απόφαση του τρίτου συνεδρίου της Διεθνούς το 1921 για την τακτική του ενιαίου μετώπου:
Το πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κομμουνιστική Διεθνής σήμερα είναι πώς να κερδίσει την κυρίαρχη επιρροή στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης και να φέρει τα πιο αποφασιστικά τμήματα της στις γραμμές του αγώνα. Γιατί είναι αλήθεια ότι παρά την αντικειμενικά επαναστατική κατάσταση… η πλειοψηφία των εργατών δεν βρίσκεται ακόμα κάτω από την επιρροή των κομμουνιστών.

Αυτό το πρόβλημα συνέχισε να βρίσκεται μπροστά στην επαναστατική αριστερά όλο το επόμενο διάστημα.

Η επαναστατική αριστερά


Μετά το τέλος του Β’ Π.Π. τα κόμματα-κληρονόμοι της Β’ Διεθνούς κυριάρχησαν σε όλο το δυτικό μπλοκ. Αντιπολίτευση σ’ αυτά από τα αριστερά ήταν κόμματα που προέρχονταν από την Τρίτη Διεθνή, αλλά που μετά το θάνατο του Λένιν, τη διαγραφή του Τρότσκι, τις εκκαθαρίσεις και τις εκτελέσεις των δικών της Μόσχας, είχαν μετατραπεί σε στηρίγματα του σταλινικού καθεστώτος και εγκατέλειπαν την επαναστατική προοπτική.

Στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο υπήρξε η μοναδικότητα να συνυπάρξουν για μια περίοδο μέσα στο κόμμα της ΕΔΑ, μικρές σοσιαλδημοκρατικές ομάδες που ανήκαν στη Β’ Διεθνή μαζί με το παράνομο Κ.Κ.Ε. Αυτό ήταν μια προσπάθεια να λειτουργήσει όλη μαζί η αριστερά σε νόμιμη μορφή για να αποφύγει διωγμούς, φυλακίσεις, ξερονήσια και εκτελέσεις, όλα τα άγρια μέτρα με τα οποία η κυρίαρχη τάξη προσπαθούσε να εξασφαλίσει τον έλεγχό της.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η κατάρρευση της δικτατορίας και οι τεράστιες κινητοποιήσεις που οργανώθηκαν αμέσως μετά άλλαξαν όλο το σκηνικό. Αντί για την ΕΔΑ άρχισαν να λειτουργούν τρία ρεφορμιστικά κόμματα στην Ελλάδα – το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Για την επαναστατική αριστερά της Μεταπολίτευσης που ήταν κι αυτή όπως και στον υπόλοιπο κόσμο γέννημα του διεθνούς κινήματος του ’68 και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η αναζήτηση τακτικής απέναντι σε αυτά τα τρία κόμματα ήταν κεντρική ανάγκη.

Τα ζητήματα μπήκαν πιο πιεστικά όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του Οκτώβρη του 1981 και σχημάτισε κυβέρνηση. Η αριστερά βρέθηκε μπροστά σε ένα καινούργιο τότε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αντίστοιχο με τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Πορτογαλία και την Ισπανία που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο μετά την κατάρρευση των δικτατοριών. Οι εξελίξεις φούντωσαν τη συζήτηση γύρω από τον χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ.

Η κυρίαρχη αντίληψη μέσα στην αριστερά τότε ήταν ότι πρόκειται για «μικροαστικό» κόμμα που δεν έχει πολύ μέλλον. Τέτοιες απόψεις υποστήριζαν ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα γιατί δεν έχει τους ίδιους δεσμούς με τα συνδικάτα όπως το SPD στη Γερμανία και το Εργατικό κόμμα στη Βρετανία. Από τη μεριά μας επιμέναμε ότι η αντίληψη του Λένιν για «αστικό-εργατικό» κόμμα αποδίδει καλύτερα την πραγματικότητα και τη δύναμη ενός κόμματος που πατάει στις δυο βασικές τάξεις της κοινωνίας αλλά και τις αντιφάσεις του.

Ήμασταν η εξαίρεση, μια μικρή μειοψηφία. Στους ευρύτερους κύκλους επικράτησε κομφούζιο. Την περίοδο της ανόδου του ΠΑΣΟΚ ομάδες της επαναστατικής αριστεράς διασπάστηκαν και βρέθηκαν μέσα σε αυτό, ενώ άλλες που περιχαρακώθηκαν στην βερμπαλιστική καταγγελία επίσης διασπάστηκαν σε χωριστές απομονωμένες σέχτες.

Στη δεκαετία του 1990 με τη δεξιά πορεία του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα στα χρόνια του Σημίτη, οι μεν εισοδιστές εξαφανίστηκαν, οι δε σεχταριστές έχασαν από τα μάτια τους όλες τις ανταρσίες της βάσης του ΠΑΣΟΚ και τις μεγάλες μάχες των εργατών που συγκρούονταν με την κυβέρνηση απογοητευμένοι από τη δεξιά πορεία. Για την ΟΣΕ και για το ΣΕΚ, αντίθετα, ήταν χρόνια ανάπτυξης. Μπορέσαμε να συνδεθούμε με εκείνες τις ανταρσίες και να βγούμε ενισχυμένοι από την κρίση του ΠΑΣΟΚ.

Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται ως ένα βαθμό με τον ΣΥΡΙΖΑ. Κόμμα του «ευρωκομμουνισμού» και με αυτή την έννοια κόμμα που προέρχεται από τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, έχει μια πορεία διαφορετική αλλά και κοινά στοιχεία με τον σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό και τον κατήφορό του. Αυτό καθόρισε τα τμήματα της επαναστατικής και ριζοσπαστικής αριστεράς που είχαν ξεχάσει ή ποτέ δεν έμαθαν τα διδάγματα από την εμπειρία με το ΠΑΣΟΚ. Εισοδισμός και διάλυση για μια σειρά κινήσεις και οργανώσεις, απομόνωση και σεχταρισμός για άλλες.

Η ανοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ με τις διπλές εκλογές του 2012 και την προοπτική για «κυβέρνηση της αριστεράς» καθόρισε την τριετία μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2015 και το δημοψήφισμα της 5 Ιούλη και προκάλεσε τη μεγαλύτερη κρίση μέσα στην αντικαπιταλιστική αριστερά (και στο ΚΚΕ που γύρισε πίσω σε ποσοστά των αρχών του 1990). Αυτή η κρίση δεν έχει τελειώσει παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει κινηθεί τόσο δεξιά όσο και οι κυβερνήσεις του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ. Σήμερα ξανά χρειάζεται επιμονή στην αντίληψη της οικοδόμησης επαναστατικού κόμματος ικανού να αντιμετωπίζει την παρουσία του ρεφορμισμού με βάση τις παραδόσεις της Τρίτης Διεθνούς στα πρώτα συνέδριά της. Το μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται μπροστά στο καθήκον να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση. 


Δείτε επίσης:

Εθνικισμός και Εργατική Τάξη

Εικόνα
Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, τ.5, Μάρτης-Απρίλης 1993



Είναι ο εθνικισμός "λαϊκό ρεύμα"; Ποιος τον προωθεί και ποιος τον πολεμάει και πώς; Στο άρθρο αυτό η Μαρία

Oι επαναστατικές ιδέες του Mάη

Εικόνα
O Mάης ήταν τομή στις ιδέες εκατομμυρίων ανθρώπων. H Mαρία Στύλλου εξηγεί πώς έδεσε ξανά το νήμα με τις παραδόσεις της αλλαγής από τα κάτω.
Στις αρχές του ’60 κυκλοφόρησε στην Ευρώπη το βιβλίο του Χέμπερτ Μαρκούζε «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, η ιδεολογία της βιομηχανικής κοινωνίας» που έγινε το μπεστ-σελερ για κάθε αμφισβητία μέσα και έξω από τα Πανεπιστήμια. Στην Γαλλία μόνο αυτό το βιβλίο πούλησε περισσότερα αντίτυπα από το Μικρό Κόκκινο Bιβλίο του

Η Μαρξιστική θεωρία για τον Ιμπεριαλισμό

Εικόνα
Μαρία Στύλλου, Ο Αιώνας του Ιμπεριαλισμού, ΣΑΚ Νο.7 (Σ-Ο 1999) - Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο

Ιμπεριαλισμός είναι η δυνατότητα των δυνατών κρατών να καθορίζουν την τύχη των πιο αδύνατων ή η δυνατότητα των Μεγάλων Δυνάμεων, από την περίοδο του τέλους του 19ου αιώνα, να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στις μικρότερες χώρες.
Τη μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού

Σχόλια