Η Μαρξιστική θεωρία για τον Ιμπεριαλισμό




Ιμπεριαλισμός είναι η δυνατότητα των δυνατών κρατών να καθορίζουν την τύχη των πιο αδύνατων ή η δυνατότητα των Μεγάλων Δυνάμεων, από την περίοδο του τέλους του 19ου αιώνα, να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στις μικρότερες χώρες.

Τη μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού σαν φαινόμενο των αρχών του αιώνα τη χρωστάμε στους επαναστάτες που συγκρούστηκαν με τη Δεύτερη Διεθνή πάνω στα προβλήματα αντιμετώπισης του αυξανόμενου μιλιταρισμού και του επερχόμενου τότε Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Το δρόμο είχε ανοίξει η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη διαμάχη της με τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία. Από κει ξεκινάει η παράδοση της ανάλυσης του ιμπεριαλισμού σαν δυναμική της συσσώρευσης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα. Οι πόλεμοι, οι κατακτήσεις, οι εξοπλισμοί δεν ήταν ένα τυχαίο φαινόμενο ή μια πολιτική δυστροπία όπως υποστήριζε η σοσιαλδημοκρατία στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού που περιγράφει ο Λένιν στο κλασικό του βιβλίο Ιμπεριαλισμός το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού είναι τα εξής:
 
1. Συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή.
2. Συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του "χρηματιστικού κεφαλαίου".
3. Εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων.
4. Συγκρούονται οι διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο.
5. Έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Ο ιμπεριαλισμός λοιπόν, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, είναι το αποτέλεσμα μιας από τις βασικές τάσεις του καπιταλισμού που περιγράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, της τάσης για συσσώρευση και  συγκεντροποίηση. Κι αυτό γιατί η δυναμική της συγκέντρωσης δεν οδηγεί μόνο στο να απορροφηθούν τα πιο καθυστερημένα κομμάτια του κεφαλαίου από τα πιο μεγάλα και τα πιο σύγχρονα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί και την ανάγκη να επεκταθούν σε άλλες χώρες είτε σαν εμπορεύματα (εξαγωγές) είτε σαν κεφάλαια (επενδύσεις).

Σε σχέση με τη σημασία των αποικιών, ο Λένιν -αυτός που κατεξοχήν έχει κακοποιηθεί από τους "αντιιμπεριαλιστές" επιγόνους στην πολεμική του με τον Κάουτσκι- διευκρινίζει ότι είναι λάθος ο ιμπεριαλισμός να εμφανίζεται σαν τάση για προσαρτήσεις, ιδιαίτερα δε μόνο αγροτικών περιοχών.

Ο Μπουχάριν στο βιβλίο του για Τα ζητήματα μετάβασης στο σοσιαλισμό περιγράφει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις βασικές τάσεις του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού.
Η τάση προς τη μεγαλύτερη οργάνωση που αγκαλιάζει όλο και περισσότερους κλάδους της "εθνικής οικονομίας" μέσα από τη συγκέντρωση επιχειρήσεων και μέσα από τον οργανωτικό ρόλο των τραπεζών έχει οδηγήσει στη μετατροπή κάθε αναπτυγμένου καπιταλιστικού "εθνικού συστήματος" σε "κρατικοκαπιταλιστικό" τραστ. Από την άλλη μεριά, η διαδικασία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σπρώχνει αυτά τα "εθνικά" συστήματα στις πιο οξείες συγκρούσεις μέσα στην ανταγωνιστική τους μάχη για την παγκόσμια αγορά.
Στο κέντρο πια του ορίζοντα του κάθε κεφαλαίου, δεν είναι η χώρα του, αλλά η διεθνής αγορά, η οποία υπάρχει, λειτουργεί και επιβάλλει τους νόμους της σαν ξεχωριστή ενότητα και όχι απλά σαν άθροισμα των επιμέρους εθνικών οικονομιών.

Επειδή όμως αυτή η διαδικασία δεν καταλήγει σε μια γραμμική ανάπτυξη, αλλά σε κρίσεις, καταστροφές και σκληρότερους ανταγωνισμούς, γι' αυτό και τα διάφορα κεφάλαια ξαναγυρίζουν στο κράτος-ορμητήριο απ' όπου ξεκίνησαν για να ζητήσουν προστασία (έλεγχος της εσωτερικής αγοράς, προϋποθέσεις για εξάπλωση σε νέες αγορές προϊόντων ή πρώτων υλών, δάνεια για επενδύσεις, κλπ). Αυτή η τάση οδηγεί στο δυνάμωμα του κράτους, όχι μόνο σαν προστάτη, αλλά και σαν καπιταλιστή που αναλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι της παραγωγής. Αυτό είναι που ο Μπουχάριν ονόμασε σαν τάση για "κρατικό καπιταλισμό".

Σε τελική ανάλυση, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κεφάλαια την περίοδο του ιμπεριαλισμού μετατρέπεται σε ανταγωνισμούς εξοπλισμών ανάμεσα στα διάφορα κράτη. Γι' αυτό και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, υποστήριζε ο Μπουχάριν, είναι οργανικά δεμένοι με το χαρακτήρα του καπιταλισμού στη φάση της διεθνοποίησής του.

Οι φάσεις του ιμπεριαλισμού

Πόσο αυτή η ανάλυση είναι ικανή για να περιγράψει τις διάφορες φάσεις που έχει περάσει ο ιμπεριαλισμός από την εμφάνισή του στα τέλη του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα;

Η πρώτη φάση του κλασικού ιμπεριαλισμού από το 1875 έως το 1945 έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράφουν στα βιβλία τους ο Λένιν κι ο Μπουχάριν.

Από τη μια, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα εμφανίζονται κι άλλες αναπτυγμένες χώρες που ανταγωνίζονται τη μέχρι τότε κυρίαρχη Βρετανία. Το ποια χώρα θα έχει το ισχυρότερο ναυτικό, το ποια θα έβγαινε κερδισμένη από τη διάλυση των αυτοκρατοριών ήταν στο κέντρο των αντιπαραθέσεων και των οικονομικών πολέμων αναμεταξύ τους.

Οι αποικίες, επειδή έπαιζαν ένα βασικό οικονομικό ρόλο εκείνη την περίοδο, ήταν ένα από τα καυτά πεδία του οικονομικού και στρατιωτικού ανταγωνισμού. Η Βρετανία και η Γερμανία -σαν οι δυο πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες- εισήγαν από τις αποικίες πρώτες ύλες και τρόφιμα. Το ποια από τις μεγάλες δυνάμεις θα έλεγχε το δρόμο προς τις αποικίες, αποκλείοντας ταυτόχρονα την άλλη, ήταν η αιτία των συγκρούσεων που οδήγησαν και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η σημασία των αποικιών για τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς ήρθε ξανά στην επιφάνεια το 1930, την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης.

Για τη Γαλλία και τη Βρετανία οι αποικίες έπαιξαν σωτήριο ρόλο για να αποφύγουν τις συνέπειες της μεγάλης κρίσης, ενώ αντίθετα η έλλειψη αποικιών για τη Γερμανία και τις ΗΠΑ τις άφησε εκτεθειμένες στην παγκόσμια κρίση. Όμως, και για τις δύο, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος πρόσφερε μια διέξοδο.

Ο ιμπεριαλισμός των υπερδυνάμεων (1945-1990)

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες άλλαξαν ριζικά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Η Ευρώπη χωρίστηκε στα δύο και τα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη μπήκαν σε ένα από τα δύο στρατιωτικά μπλοκ που ήταν κάτω από τον έλεγχο των δύο υπερδυνάμεων.

Ο Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στους δύο νικητές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθόρισε και τη μορφή που πήραν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί. Οι στρατιωτικοί και εδαφικοί ανταγωνισμοί πήραν διπολικό χαρακτήρα. Ενώ μέχρι τότε οι συγκρούσεις που υπήρχαν ήταν ανάμεσα σε μια πληθώρα μεγάλων δυνάμεων, τώρα οι συμμαχίες που διαμορφώθηκαν ήταν πολύ καθορισμένες. Από τη μια, το ΝΑΤΟ, το στρατιωτικό σύμφωνο των Δυτικών, και από την άλλη, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, που περιελάμβανε όλα τα κράτη του ανατολικού μπλοκ.

Αυτό άλλαξε και το χαρακτήρα που πήραν οι πόλεμοι την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Αντί για γενικευμένο πόλεμο ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις, οι πόλεμοι ήταν περιφερειακοί. Ήταν πόλεμοι που ξεσπούσαν από την παρέμβαση μιας υπερδύναμης για να εμποδίσει την επέκταση της επιρροής της άλλης. Τέτοιος ήταν ο πόλεμος στην Κορέα το 1951, στο Βιετνάμ το 1967 και στο Αφγανιστάν το 1979.

Επίσης, οι ανταγωνισμοί που διαμορφώθηκαν μέσα στο κάθε μπλοκ ήταν διαφορετικοί από πριν.

Η Αμερική μετά τον πόλεμο ήταν όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και οικονομικά ισχυρότερη. Αυτό της έδωσε τη δυνατότητα να δέσει στη σφαίρα επιρροής της χώρες από την Ευρώπη μέχρι την Ασία, όχι μόνο με στρατιωτικές επεμβάσεις, αλλά και μέσα από οικονομικές συναλλαγές. Η κατεστραμμένη Ευρώπη χτίζεται από τα αμερικάνικα κεφάλαια και το γνωστό σχέδιο Μάρσαλ εξασφαλίζει την οικονομική της ανασυγκρότηση. Η Διεθνής Τράπεζα χρηματοδοτεί κρατικά έργα και επενδύσεις στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναλαμβάνει να εξασφαλίσει την κυριαρχία του δολαρίου σαν νόμισμα των διεθνών συναλλαγών.

Το αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης ήταν η φανταστική σε έκταση διεθνοποίηση και αλληλοδιείσδυση του κεφαλαίου ανάμεσα στις κύριες καπιταλιστικές χώρες. Σε αντίθεση με μια προηγούμενη περίοδο όπου η κίνηση των επενδύσεων πήγαινε από τη "μητρόπολη" στην "περιφέρεια", τώρα η αγορά των ίδιων των ανεπτυγμένων χωρών ήταν ο στόχος αυτής της κίνησης.

Οι συναλλαγές ανάμεσα στις βιομηχανικές χώρες αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του διεθνούς εμπορίου και την κυριότερη αιχμή της μεταπολεμικής έκρηξής του. Στη δεκαετία του '50 ο όγκος των βιομηχανικών προϊόντων αυξάνονταν με ρυθμό 9,5%, ενώ στη δεκαετία του '60 με 13,5%. Την ίδια περίοδο, το μερίδιο των φτωχών ή υπανάπτυκτων χωρών στις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξάνονταν με ετήσιο ρυθμό 2% που αργότερα ανέβηκε στο 9%. Αυτό δηλαδή που βλέπουμε είναι πως όχι μόνο η καρδιά των καινούριων επενδύσεων βρισκόταν στις βασικές καπιταλιστικές χώρες (στο τέλος του 1970 μόνο το 1/4 των επενδύσεων των βιομηχανικών κρατών προς άλλες χώρες πήγαινε προς τον Τρίτο Κόσμο, ενώ τα υπόλοιπα 3/4 κατευθύνονταν προς άλλα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη), αλλά και το μεγαλύτερο κομμάτι του διεθνούς εμπορίου ήταν περιορισμένο ανάμεσά τους.

Για όσους θεωρούσαν ότι το ανατολικό στρατόπεδο ήταν σοσιαλιστικό, ή έστω αντιιμπεριαλιστικό, υπήρχε πλήρης αδυναμία να εξηγήσουν τι συνέβαινε όχι μόνο στην ανατολή (την υποταγή της εργατικής τάξης σε ξέφρενους ρυθμούς συσσώρευσης και εξοπλισμών), αλλά και στη δύση. Ο δυτικός καπιταλισμός έμοιαζε να ταιριάζει πιο πολύ με έναν ενιαίο υπεριμπεριαλισμό (τη θεωρία του Κάουτσκι) παρά με την ανάλυση του Λένιν. Μόνο με τη βοήθεια της ανάλυσης του Κλιφ για τα καθεστώτα της Ρωσίας και του Συμφώνου της Βαρσοβίας σαν κρατικούς καπιταλισμούς μπορούσε να γίνει κατανοητή η νέα εικόνα του συστήματος μεταπολεμικά και να ξανασυνδεθεί με την ανάλυση του Λένιν.

Ο αγώνας δρόμου των εξοπλισμών ΗΠΑ-ΕΣΣΔ ήταν η κυρίαρχη μορφή ανταγωνισμού και η πολεμική βιομηχανία αναδείχθηκε σε ηγεμονικό κλάδο της οικονομίας και στις δύο υπερδυνάμεις σε βαθμό που δεν είχε υπάρξει ποτέ στο παρελθόν σε καιρό ειρήνης. Η "οικονομία των εξοπλισμών" ήταν το κλειδί της καπιταλιστικής ανάκαμψης που σημάδεψε τις μεταπολεμικές δεκαετίες μέχρι το 1973-74.

Έτσι, όμως, κι αν η αμερικάνικη πολεμική βιομηχανία ήταν η "ατμομηχανή" που έβαλε σε κίνηση όλη αυτή την καπιταλιστική ανάπτυξη και έστω κι αν οι εξαγωγές κεφαλαίων και εμπορευμάτων συγκεντρώθηκαν σε μεγάλα ποσοστά στην αλληλοδιείσδυση στις ίδιες τις μητροπόλεις του καπιταλισμού, αυτό δε σήμαινε ότι έβγαιναν όλες το ίδιο κερδισμένες.

Υπήρξε μεγάλη διαφορά ρυθμών ανάπτυξης ΗΠΑ-Γερμανίας-Ιαπωνίας. Η διαφορά Βρετανίας-Ιαπωνίας ήταν ακόμα πιο μεγάλη. Μέσα στο δυτικό στρατόπεδο η "άνθηση" προχωρούσε με διαφορετικές ταχύτητες ξανανοίγοντας έτσι τους ανταγωνισμούς που είχε γεφυρώσει γεφυρώσει η αμερικάνικη ηγεμονία και αλληλοδιείσδυση. Οι χώρες που για ιστορικούς λόγους διέθεταν λιγότερη στρατιωτική δύναμη (Γερμανία, Ιαπωνία, οι ηττημένοι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου) κατάφερναν να αποσπάσουν τα μεγαλύτερα οφέλη σε σύγκριση με τις χώρες που σήκωναν τα βάρη του πυρηνικού οπλοστασίου της Δύσης (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία). Από μια στιγμή και πέρα, αυτές οι ανισορροπίες μέσα στο δυτικό μπλοκ παίρνουν τις διαστάσεις μιας κρίσης της αμερικάνικης ηγεμονίας.

Παράλληλα, η εμφάνιση των Νέων Βιομηχανικών Χωρών, όπως ονομάστηκαν, έδειξε ότι τα κέντρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης έχουν απλωθεί και πέρα από τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όχι μόνο σαν παραγωγή εξαρτημάτων και προϊόντων κατανάλωσης, αλλά και με επενδύσεις σε βιομηχανίες αιχμής, όπως ηλεκτρονικά, αυτοκίνητα, χημικά, κλπ. Αυτή η εξέλιξη αρχίζει να κάνει το σκηνικό του καπιταλισμού ακόμα πιο πολύπλοκο.

Ο ιμπεριαλισμός μετά τον Ψυχρό Πόλεμο

Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η εικόνα του κόσμου έχει αλλάξει. Έχουμε ξαναγυρίσει πίσω σ' ένα καπιταλιστικό σύστημα που το χαρακτηριστικό του είναι η αστάθεια.

Τώρα πια έχουν ξαναβγεί στην επιφάνεια ανταγωνισμοί οικονομικοί και πολιτικοί που την προηγούμενη περίοδο ήταν κάτω από τον έλεγχο των δύο υπερδυνάμεων. Οι επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη σήμαναν τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την προσπάθεια διαφόρων κρατών να συμμαχήσουν με τη Δύση.

Μια δημοφιλής ερμηνεία αυτής της εξέλιξης είναι ότι οι ΗΠΑ μπορούν τώρα να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη υπεροχή απ' ότι μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με την επέμβαση στο Ιράκ το 1991.

Όμως η εικόνα της "μιας υπερδύναμης" διαψεύδεται από τα ίδια τα γεγονότα. 

 Η ώρα της αλήθειας και των προβλημάτων του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ φάνηκε από τον πόλεμο του Βιετνάμ το 1968. Το οικονομικό κόστος του να κρατηθεί αυτός ο πόλεμος γενίκευσε μια φανταστική αντίσταση μέσα στις ΗΠΑ. Η αντίδραση απέναντι στον πόλεμο άρχισε να απλώνεται από τους φοιτητικούς κύκλους σε ολόκληρα κομμάτια της νεολαίας και των μαύρων των γκέτο. Σ' αυτό τον πόλεμο ηττήθηκαν οι ΗΠΑ, όχι γιατί είχαν σαν αντίπαλο τους την ΕΣΣΔ ή την Κίνα (που δεν τις είχαν), αλλά γιατί αντιμετώπισαν εσωτερικά ένα φανταστικό αντιπολεμικό κίνημα που δεν μπορούσαν να το σταματήσουν.

Σήμερα είναι ακόμα πιο δύσκολο για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να κυριαρχήσει στον κόσμο. Η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε ύφεση και αντιμετωπίζει σκληρούς ανταγωνιστές, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία. Το κόστος των ΗΠΑ να κρατάει την πρώτη θέση στους εξοπλισμούς, λειτουργεί σαν βάρος για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους οικονομικούς ανταγωνιστές της.

Η επέμβαση στο Ιράκ έμοιαζε επιτυχής μόνο γιατί ήταν γρήγορη. Αντίθετα, ο κίνδυνος να εμπλακούν σ' ένα μακροχρόνιο πόλεμο είτε στη Γιουγκοσλαβία είτε ακόμα και στη Σομαλία τούς φοβίζει. Οικονομικά θα οξύνει την κρίση, ενώ πολιτικά ο κίνδυνος ενός νέου αντιπολεμικού κινήματος μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ είναι πλέον αρκετά ορατός.

Ο δεύτερος λόγος είναι η όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις διάφορες δυτικές δυνάμεις είτε γιατί οι άλλες, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, δεν θέλουν να μοιραστούν το οικονομικό κόστος αυτών των επεμβάσεων, όπως πχ στον πόλεμο του Κόλπου, είτε γιατί βλέπουν την ευκαιρία για δικά τους ανεξάρτητα ανοίγματα και σφαίρες επιρροής.

Η τρίτη δυσκολία είναι η κρίση των χωρών που την προηγούμενη περίοδο στήριζαν τις ΗΠΑ για τον έλεγχο ολόκληρων περιοχών, πχ Αφρική, Μέση Ανατολή.

Ένας βασικός παράγοντας που ενισχύει την αστάθεια είναι η εμφάνιση των υποϊμπεριαλισμών μέσα στην τελευταία εικοσαετία. Διάφορες χώρες του Τρίτου Κόσμου, της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής που γνώρισαν οικονομική ανάπτυξη, άρχισαν να παίζουν κι ένα ρόλο στρατιωτικής δύναμης σε σχέση με την περιοχή τους. Αυτό ήταν χρήσιμο για τις ΗΠΑ, που έτσι μπορούσαν να ελέγχουν ολόκληρες περιοχές όχι με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά με κάποιες στρατιωτικές βάσεις και συνεργασία με τα διάφορα κράτη που λειτουργούσαν σαν κεφαλοχώρια.

Ένα τέτοιο ρόλο υποϊμπεριαλιστικής δύναμης ήθελε πάντα να παίζει η Ελλάδα στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Έτσι μπορούν να εξηγηθούν οι ανταγωνισμοί της με την Τουρκία και όχι με το μύθο της ψωροκώσταινας που υποστήριζε χρόνια η αριστερά μέσα στην Ελλάδα.

Όμως οι εξελίξεις, η κρίση, η κατάρρευση των κρατικών καπιταλισμών, δεν άφησε ανέπαφα και αυτά τα καθεστώτα. Από τις εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία μέχρι το τι συμβαίνει αυτή την περίοδο στη Μέση Ανατολή. Από την Αλγερία μέχρι την Αίγυπτο η κατάσταση είναι εκρηκτική. Ακόμα και η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει προβλήματα. Αυτές οι εξελίξεις, όχι μόνο τα μετατρέπουν σε ασταθή στηρίγματα των ΗΠΑ, αλλά προκαλεί και συγκρούσεις.

Ο Πόλεμος του Κόλπου το 1990 ξεκίνησε από το ότι τα χρέη του Ιράκ -μετά το δεκαετή πόλεμο Ιράκ-Ιράν- το οδήγησαν να μπει στο Κουβέιτ. Το Κουβέιτ μπορεί να είναι μικρό κράτος, όμως είναι κλειδί των ιμπεριαλιστών στον έλεγχο του πετρελαίου στην περιοχή και στενός συνεργάτης των τραπεζών που ήταν χρεωμένο το Ιράκ.

Αυτές οι εξελίξεις σημαίνουν μεγαλύτερες πιέσεις στις ΗΠΑ για συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις επειδή αναγκάζονται να πάρουνε πάνω τους το ρόλο που παίζουν οι τοπικοί χωροφύλακες.

Κι αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι -από τη μια, είναι επίδειξη δύναμης, από την άλλη όμως, πολλαπλασιάζει τα προβλήματα του αμερικάνικου καπιταλισμού. Και σ' αυτά τα προβλήματα δεν υπάρχει πάντοτε η συνεργασία από τις άλλες δυνάμεις.

Άρα η εικόνα του ιμπεριαλισμού σήμερα δεν είναι ούτε λιγότερο βάρβαρη ούτε λιγότερο απάνθρωπη απ' ότι στο παρελθόν. Οι "έξυπνες βόμβες" στο Ιράκ και οι εκτελεστές εκατοντάδων αμάχων στο δρόμο για τη Βασόρα και στο Μογκαντίσου το επιβεβαιώνουν.

Κι αυτά τα εγκλήματα δεν γίνονται πάντοτε στο όνομα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αλλά και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του ΟΗΕ. Άρα δεν μπορεί να υπάρχει καμία ψευδαίσθηση μέσα στην αριστερά για συμμαχία, επιρροή ή ακόμα και εκδημοκρατισμό αυτών των διεθνών οργανισμών. Ιμπεριαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει.

Όμως η αδυναμία των ιμπεριαλιστών να επιβάλλουν εύκολα την κυριαρχία τους δείχνει και τα αξεπέραστα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Απέναντι σ' αυτή την κατάσταση, είναι λάθος να ψάχνει κανένας για κάποιο νέο αντιιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και αντιιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Η δύναμη που μπορεί να τους ανατρέψει είναι μία και μόνη, η ίδια η εργατική τάξη.

Σχόλια