Ισραήλ: ένα κράτος όπως όλα τα άλλα;

Ο πόλεμος στο Λίβανο έφερε στο προσκήνιο ένα βασικό ερώτημα. Τι είδους κράτος είναι το Ισραήλ, ένα κράτος που μπορεί να υποστηρίζει πως σε αντίποινα για την αιχμαλωσία ενός στρατιώτη του μπορεί να ισοπεδώνει μια ολόκληρη χώρα; 

Παράλληλα με τις "ασύμμετρες απαντήσεις" του Ισραήλ στο Λίβανο συνεχιζόταν η βάρβαρη απομόνωση της Λωρίδας της Γάζας, όπου οι άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να γυρίσουν στη λίθινη εποχή. Οι εικόνες των ισραηλινών μαθητών να ζωγραφίζουν χαμογελώντας πάνω σε πυραύλους που σε λίγα δευτερόλεπτα μπορεί να ισοπέδωναν ένα λιβανέζικο σχολείο, ενώ την ίδια στιγμή οι διαφημισμένοι ως ισραηλινοί ειρηνιστές έκαναν δηλώσεις υπέρ του πολέμου οδήγησαν πολλούς να αναρωτηθούν για τη φύση αυτού του κράτους.

Κάποιοι ενοχλήθηκαν που άνοιξε αυτή η επτασφράγιστη συζήτηση. Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Άννα Φραγκουδάκη έγραψε στα ΝΕΑ θυμωμένη για τα συμπεράσματα που μπορούν να βγάλουν "τα παιδιά μας" από τον πόλεμο του Λιβάνου. Ανησυχεί μήπως βγάλουν το συμπέρασμα πως το Ισραήλ δεν έχει δικαίωμα να υπάρχει.

Η Φραγκουδάκη επιτέθηκε στο Χρήστο Χατζηιωσήφ, ο οποίος είχε γράψει στην Αυγή ένα οργισμένο άρθρο στη διάρκεια του πολέμου, το οποίο έκλεινε με μια έκκληση να σταματήσει το μακελειό. Του άρθρου της Φραγκουδάκη είχε προηγηθεί αντίστοιχη επίθεση στο Χατζηιωσήφ από τη Ρίκα Μπενβενίστε, η οποία υποστήριξε πως "αν η ύπαρξη [του Ισραήλ] δεν θεωρείται απροϋπόθετη, και ο Χατζηιωσήφ δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται γι' αυτό, τότε όλοι οι δρόμοι για την ειρήνη είναι κλειστοί".

Δυστυχώς, αυτή την αντίληψη ότι η ύπαρξη του Ισραήλ είναι απροϋπόθετη, έκανε την εμφάνιση της και σε ανάλυση του ΚΚΕ, το οποίο δεν ανήκει σε αυτούς που κράτησαν ίσες αποστάσεις για τον πόλεμο στο Λίβανο. Ο Μάκης Μαΐλης χαρακτήρισε λάθος την άποψη της Χαμάς και της Χεζμπολάχ που ζητάνε να εξαφανιστεί το Ισραήλ από το χάρτη.
 
Το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ανήκουν σε μια παράδοση που υποστήριζε πάντα τη διάλυση του κράτους του Ισραήλ. Υποστηρίζουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση μέσω της ίδρυσης ενός μικρού παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ και ότι ένα τέτοιο κράτος θα ήταν πάντα καταδικασμένο να επιβιώνει ως "κρατίδιο" στη σκιά και υπό την απειλή του Ισραήλ. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν λύση αλλά μάντρωμα των Παλαιστίνιων και ξεπέρασμα της κρίσης προς όφελος του Ισραήλ. Η διάλυση του Ισραήλ και η αντικατάσταση του από ένα ενιαίο παλαιστινιακό κράτος, του οποίου όλοι οι πολίτες θα είναι ισότιμοι, ανεξάρτητα από θρησκεία και καταγωγή, είναι προϋπόθεση για την ειρήνη στην περιοχή.

Μαζί με την άγνοια όσων επιτίθενται σ' αυτήν την άποψη έρχεται συχνά και η προβοκάτσια. Γι' αυτό χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι ο στόχος της διάλυσης του κράτους του Ισραήλ δεν έχει καμία σχέση με διωγμό των κατοίκων του. Άραβες και Εβραίοι ζούσαν μαζί στην Παλαιστίνη για αιώνες χωρίς την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ. Τα κράτη στην ιστορία έρχονται και φεύγουν, φτιάχνονται και διαλύονται. Μερικοί σχολικοί χάρτες -ελλείψει χρηματοδότησης- ακόμη αναφέρουν τη Γιουγκοσλαβία στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας. Αυτό το κράτος δεν υπάρχει πια, όπως δεν υπάρχει η Τσεχοσλοβακία, η Σοβιετική Ένωση, η Ανατολική Γερμανία. Σήμερα υπάρχει ένα προτεκτοράτο που λέγεται Κόσοβο, υπάρχει Μαυροβούνιο. Δεν υπάρχει Ινδοκίνα, αλλά υπάρχει Βιετνάμ. Κάποτε υπήρχαν Ολλανδικές Ινδίες, σήμερα υπάρχει Ινδονησία. Ή για να έρθουμε σε παραδείγματα πιο χρήσιμα για το επιχείρημά μας, η Αφρική μέχρι τον 20 αιώνα ήταν χωρισμένη σε κράτη αποικίες των αυτοκρατοριών. 

Το βρετανικό Ρατζ στην Ινδία, είχε τη δομή κράτους με τη δική του σημαία και διοίκηση. Το κράτος των λευκών στη Ροδεσία διαλύθηκε και ιδρύθηκε η Ζιμπάμπουε, η βόρεια Ροδεσία έγινε Ζάμπια, όπως και η η Νοτιοαφρικανική Ένωση του Απαρτχάιντ έδωσε τη θέση της στη Νότια Αφρική το 1994.

Η άποψη για "ένα κράτος στην Παλαιστίνη" ήταν η παραδοσιακή θέση του παλαιστινιακού κινήματος και της οργάνωσης Φατάχ του Γιάσερ Αραφάτ. Οι Παλαιστίνιοι διεκδικούσαν ότι το Ισραήλ ως αποικιοκρατικό κατασκεύασμα, ένα κράτος που παραβίασε άμεσα στον πόλεμο του 1948 τα σύνορα που του χάριζε ο ΟΗΕ και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής Παλαιστίνης, ένα κράτος που έδινε το δικαίωμα σε οποιονδήποτε με εβραϊκό θρήσκευμα από όλο τον κόσμο να γίνει σε μία μέρα πολίτης του, αλλά δεν επέτρεπε στους Άραβες πρόσφυγες να επιστρέψουν σπίτι τους, πρέπει να δώσει τη θέση του σε ένα ενιαίο δημοκρατικό κοσμικό κράτος.

Η υποχώρηση από αυτήν τη θέση του ενός κράτους υπέρ κάποιου είδους παλαιστινιακού κρατιδίου ήταν αποτέλεσμα της ήττας του παλαιστινιακού κινήματος, αλλά και της γενικότερης υποχώρησης της Αριστεράς και των αδιεξόδων όλων των "τριτοκοσμικών κινημάτων" τη δεκαετία του '80. Άρχισε να θεωρείται δεδομένο ότι η λύση θα έρθει όχι μέσα από τον αγώνα ενάντια στο Ισραήλ αλλά μέσα από κάποιου είδους συμβιβασμό που θα αποδώσει δύο κράτη. Αυτή η στάση απέκτησε και τον ιδεολογικό της αντίκτυπο στην Αριστερά που ανακάλυψε πως υπάρχουν "δικαιώματα αυτοδιάθεσης" για τους Ισραηλινούς όπως αντίστοιχα υπάρχουν και για τους Παλαιστίνιους. 

Η θέση αυτή απέκτησε πρακτικό νόημα μετά το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα το 1987. Μετά την κατάληψη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας από το Ισραήλ το 1967, το παλαιστινιακό κίνημα είχε μετατραπεί από ένα κίνημα προσφύγων σε κίνημα ενός λαού υπό κατοχή. Η γενιά της 1ης Ιντιφάντα ήταν η πρώτη γενιά που είχε γεννηθεί υπό κατοχή. Οι ιμπεριαλιστές αναγκάστηκαν να ξαναθυμηθούν την ηγεσία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης που είχε εξοριστεί από το '82 και να ανοίξουν το ζήτημα ενός "παλαιστινιακού κράτους", το οποίο θα βρισκόταν κατά προσέγγιση στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Κατάληξη ήταν οι συμφωνίες του Όσλο το '93 οι οποίες έφτιαξαν αυτό που σήμερα ξέρουμε ως Παλαιστινιακή Αρχή. Η Παλαιστινιακή Αρχή ήταν και είναι ένα μη-κράτος, χωρίς κυριαρχία, χωρίς συγκεκριμένα εδάφη που συνεχώς δέχεται τις επιθέσεις, τις εισβολές και τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες συνέχισαν να μην έχουν το δικαίωμα επιστροφής στη γη τους. 

Μετά το 1993, οι ισραηλινοί εποικισμοί στο εσωτερικό της Δυτικής Όχθης αυξήθηκαν κατακόρυφα. Όλοι παραδέχονται σήμερα ότι η προοπτική ίδρυσης ενός παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Όχθη βρίσκεται μακρύτερα από το 1993.
Αυτές οι εξελίξεις άρχισαν να ξαναφέρνουν στη συζήτηση την "ξεχασμένη" λύση του ενός κράτους. 

Το ξέσπασμα της Δεύτερης Ιντιφάντα που σφράγισε το τέλος των συμφωνιών του Όσλο, η άνοδος του Αριέλ Σαρόν στην πρωθυπουργία, η νέα εισβολή στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, η πολιορκία του αρχηγείου της Παλαιστινιακής Αρχής και του Αραφάτ στη Ραμάλα επιτάχυναν αυτή τη συζήτηση, και στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη αλλά και σε διανοούμενους και αναλυτές σε όλο τον κόσμο.

Για παράδειγμα το άρθρο του Tonyjudt τον Σεπτέμβρη του 2003 στο οποίο αποκαλούσε το Ισραήλ "αναχρονισμό" και εξηγούσε ότι η λογική ίδρυσης του Ισραήλ ήταν η αποικιοκρατία του 19ου αιώνα, προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Daniel Lazare στο αμερικανικό περιοδικό The Nation, αρχές Νοέμβρη 2003, το οποίο παρότι αριστερό δε φημίζεται για τη φιλο-παλαιστινιακή του στάση, έγραψε το άρθρο "Η λύση του ενός κράτους", τονίζοντας πως "Ένα μακρόχρονο ταμπού τελικά αρχίζει να πέφτει. [...] Δεν ξέρουμε πώς θα τελειώσει. Αλλά εκεί που ήταν σχεδόν αδύνατο να κάνουμε μια ειλικρινή συζήτηση για το σιωνισμό, τώρα γίνεται αδύνατον να μην κάνουμε".

Ακόμη πιο "σημαδιακό" για τη στροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη ήταν το τεύχος 231 του περιοδικού Middle East Report, το καλοκαίρι του 2004. Ίσως το πιο γνωστό παγκόσμια περιοδικό για τη Μέση Ανατολή, κυκλοφόρησε με τίτλο στο εξώφυλλο "Two state dis/solution" (Η διά/λυση των δύο κρατών). Στο εισαγωγικό άρθρο το περιοδικό εξηγούσε πως "Όταν αυτό το περιοδικό ιδρύθηκε το 1971, οι εκδότες του υποστήριζαν ένα κοσμικό, δημοκρατικό κράτος για μουσουλμάνους, χριστιανούς και εβραίους σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, από τον Ιορδάνη ως τη Μεσόγειο". Τότε το περιοδικό αποδεχόταν αυτή τη λύση "ενός κράτους" ως τμήμα της υποστήριξης του όχι μόνο για τον παλαιστινιακό αγώνα αλλά και για τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του "Τρίτου Κόσμου", ως προάγγελους της κοινωνικής αλλαγής. Στις αρχές της δεκαετίας του 80, οι εκδότες άρχισαν να στρέφονται σε μια μετριοπαθή υποστήριξη της "λύσης των δύο κρατών".

Όπως παρατηρεί εύστοχα όμως το άρθρο, όσο η άποψη των "δύο κρατών" γινόταν κοινός τόπος τη δεκαετία του '80 τόσο περισσότερο έφερνε μαζί της τρία παρεπόμενα: "Οι οπαδοί των δύο κρατών γίνονταν όλο και πιο πρόθυμοι να αγνοήσουν το δικαίωμα των Παλαιστίνιων προσφύγων του 1948 να γυρίσουν σπίτι τους", "Ένα αυτοκαθορισμένο σιωνιστικό κράτος στο Ισραήλ, από τη φύση του, θα έκανε διακρίσεις απέναντι στους μη Εβραίους πολίτες του" και το Ισραήλ ένιωθε όλο και πιο νομιμοποιημένο να διεκδικεί κι άλλα εδάφη πέρα από εκείνα τα οποία κατείχε.

Το πιο πρόσφατο επεισόδιο αυτής της συζήτησης εξελίχθηκε με το βιβλίο της Virginia Ti I ley, "Η λύση του ενός κράτους". Η Ti I ley είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή άρθρων με τον ισραηλινό καθηγητή Υοan Peled, ο οποίος έκανε κριτική στο βιβλίο της, στις στήλες του περιοδικού New Left Review. Η Ti I ley στηρίζει το επιχείρημα της υπέρ της λύσης του ενός κράτους αποδεικνύοντας ότι δεν είναι πλέον εφικτή η λύση των δύο κρατών. Η τεράστια ανάπτυξη των ισραηλινών εποικισμών βαθειά μέσα στη Δυτική Όχθη σημαίνει πως ακόμη και αν το Ισραήλ αποδεχόταν την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Όχθη θα χρειαζόταν να μετακινηθούν άμεσα 200 χιλιάδες Ισραηλινοί έποικοι, να γίνουν τεράστιες ανακατατάξεις στα οδικά δίκτυα και στην οικονομία, τέτοια ώστε το κόστος θα είναι τεράστιο και έτσι απαντάει σε όσους κατηγορούν τη λύση του ενός κράτους ως "ανέφικτη" ότι η δική τους λύση είναι πολύ πιο ανέφικτη.

Ο Υοan Peled απαντώντας στην Tilley προσφέρει κάποια σωστά επιχειρήματα. Μια σωστή κριτική που της ασκεί για παράδειγμα είναι ότι δεν αρκεί να επιχειρηματολογήσεις για το πόσο αδύνατη είναι η λύση των δύο κρατών. Μας προειδοποιεί ότι το Ισραήλ μπορεί να αποδεχθεί κάποτε τη "λύση" ενός Παλαιστινιακού κράτους μπαντουστάν, μια μικρή αποθήκη ανθρώπων που δεν θα είναι παρά ένα μικρό ποσοστό της Δυτικής Όχθης, πέρα από το τείχος που έχει χτίσει, πολύ κοντά στον ποταμό Ιορδάνη.
 
Κάναμε όλη αυτήν την αναφορά στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη, για να τονίσουμε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η αρθρογραφία που αναπτύσσεται από στελέχη του ΣΥΝ και του ΚΚΕ σήμερα γίνεται με όρους της περασμένης τουλάχιστον δεκαετίας. Δεύτερον πόσο λίγο εξυπηρετούν παρεμβάσεις όπως αυτή της Άννας Φραγκουδάκη. Την ώρα που η συζήτηση ανοίγει, κάποιοι γράφουν άρθρα για να την κλείσουν, χρησιμοποιώντας φτωχά επιχειρήματα κατηγορώντας όποιον ανοίγει θέματα ενός κράτους ως αντισημίτη. Επειδή το ΣΑΚ είναι ένα περιοδικό που βρίσκεται αναμφισβήτητα στο στρατόπεδο αυτών που πολεμάνε τον αντισημιτισμό, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζουμε τη λύση του ενός κράτους στην Παλαιστίνη, θεωρούμε καθήκον μας να ανοίξουμε τη συζήτηση.

Υπάρχουν δύο ζητήματα που θίγονται μόνο ακροθιγώς στη συζήτηση ακόμη και μεταξύ Ti I ley και Peled. Το πρώτο ζήτημα είναι η φύση του ισραηλινού κράτους και το δεύτερο είναι ότι το Ισραήλ υπάρχει επειδή παίζει έναν συγκεκριμένο ρόλο στη Μέση Ανατολή, το ρόλο του "κράτους μαντρόσκυλου". Για να παίζει το ρόλο αυτό εξαρτάται απόλυτα από την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ. Υποστηρίζουμε πως το Ισραήλ δεν έχει "απροϋπόθετο" δικαίωμα στην ύπαρξη του, διότι δεν είναι ένα κράτος όπως όλα τα άλλα. Το Ισραήλ είναι ένα κράτος εποίκων. 

Δεν είναι το μοναδικό, ανήκει στην κατηγορία των κρατών που φτιάχτηκαν από ευρωπαίους εποίκους μαζί με την εξάπλωση των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Στηρίχτηκε σε μια πολιτική μαζικού εποικισμού με σκοπό να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί η πλειοψηφία του εβραϊκού πληθυσμού στην Παλαιστίνη. Άρα η σύγκριση που κάνει η Φραγκουδάκη με τα βαλκανικά κράτη είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Ισχυρίζεται ότι παντού η ίδρυση κρατών στηρίχθηκε σε αντίστοιχους εθνικούς μύθους και χρησιμοποιήθηκε αντίστοιχη βία με το Ισραήλ. Ο εθνικός μύθος του Ισραήλ δε στηρίχθηκε στους Εβραίους της Παλαιστίνης, οι οποίοι ζούσαν ειρηνικά μαζί με τους Αραβες συμπατριώτες τους. Ο εθνικισμός συνοδεύει τον καπιταλισμό από τη γέννηση του, αλλά ο σιωνισμός δεν είναι απλά ένας εθνικισμός. Στηρίχθηκε σε μια αποικιακή ιδεολογία και ένα σχέδιο που έλεγε ότι χρειάζεται να χτιστεί ένα "ευρωπαϊκό" προγεφύρωμα στο εσωτερικό της Ανατολής, σε μια "γη χωρίς ανθρώπους".
 
Πέρα όμως από την ιστορική ανακρίβεια να μπερδεύει κανείς τους βαλκανικούς εθνικισμούς με τις αποικιακές πολιτικές των αυτοκρατοριών, χάνεται ένα βασικό ζήτημα. Οι αλληλοσφαζόμενοι λαοί στα Βαλκάνια δεν είχαν κανένα συμφέρον από τον πόλεμο. Γι' αυτό και από τα τέλη του 19ου αιώνα μαζί με τον εθνικισμό έκανε την εμφάνιση του και το αντίθετο του. Έκαναν την εμφάνιση τους οι διεθνιστικές ιδέες, η διεθνιστική πολιτική που έγινε με τη σειρά της κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία Αριστεράς, κομμουνιστικών κομμάτων, συνδικαλισμού και αντιπολεμικών κινημάτων. Οι έποικοι αντίθετα είχαν πραγματικά υλικά συμφέροντα από την καταπίεση και τη σφαγή των ιθαγενών πληθυσμών.

Ποτέ στις αποικιακές κοινωνίες δεν εμφανίστηκε πραγματικό κίνημα συναδέλφωσης των "Ευρωπαίων" με τους ιθαγενείς. Πέρα από τη θεωρητική αξία του να κατηγοριοποιήσουμε το Ισραήλ στα κράτη εποίκων, το πολιτικό συμπέρασμα έχει επαληθευθεί 58 χρόνια από την ίδρυση του. Ποτέ δεν εμφανίστηκε πολιτική δύναμη μέσα στο Ισραήλ (παρότι είναι "ανοιχτή" κοινοβουλευτική δημοκρατία) που να αντιπαλέψει την ουσία του σιωνισμού.

Χρειάζεται να κάνουμε όμως μια ακόμη διάκριση μεταξύ του Ισραήλ και των άλλων αποικιακών κρατών. Στην περίπτωση της Αυστραλίας και της Βόρειας Αμερικής, οι ευρωπαίοι έποικοι εξολόθρευσαν τους ιθαγενείς. Μέσα στα πρώτα εκατό χρόνια "επαφής" των αγγλόφωνων εποίκων της Αμερικής με τους Ινδιάνους του Ατλαντικού, το 90% των ιθαγενών είχε εξαφανιστεί. Όταν αργότερα ιδρύθηκαν οι ΗΠΑ, ήταν τόσο απομονωμένες οι κοινότητες των Ινδιάνων που δεν έπαιξαν ρόλο στη φύση του αμερικάνικου κράτους. Αντίστοιχα σήμερα στην Αυστραλία, οι Αβορίγινες, οι ιθαγενείς που ζούσαν στο νησί πριν από την άφιξη Ευρωπαίων το 1788, αποτελούν μόλις το 2%. Σίγουρα το Ισραήλ δεν τα "κατάφερε" τόσο καλά και δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε σαν ένα κράτος για το οποίο η αποικιοποίηση ανήκει στο παρελθόν. Ποτέ δεν κατάφερε να διώξει όλους τους Παλαιστίνιους από τα αρχικά του εδάφη και από το 1967 κατέλαβε νέες παλαιστινιακές περιοχές. Ο πόλεμος ενάντια στους Παλαιστίνιους παραμένει στην καρδιά της ισραηλινής πολιτικής.

Υπήρξε μια ακόμη κατηγορία αποικιακών κρατών. Οι Γάλλοι έποικοι της Αλγερίας και οι άλλοι Ευρωπαίοι έποικοι της νότιας Αφρικής (καθεστώς απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, λευκή κυριαρχία στη Ροδεσία), δεν προσπάθησαν να εξολοθρεύσουν τους μαύρους, αλλά να τους χρησιμοποιήσουν ως φτηνό εργατικό δυναμικό. Σ' αυτές τις περιπτώσεις διαμορφώθηκε ένας αρκετά καθαρός διαχωρισμός ανάμεσα στην ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη και στην ντόπια εργατική τάξη. Το Ισραήλ δεν διάλεξε ούτε αυτόν το δρόμο. Αντίθετα η πολιτική του σιωνισμού υπαγόρευε ότι οι Παλαιστίνιοι θα πεταχτούν τελείως έξω από την εβραϊκή οικονομία. Οι Άραβες δεν έπρεπε να είναι ούτε αφεντικά, ούτε εργάτες. Για να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο χρειαζόταν μια πολύ οργανωμένη πολιτική, η οποία ξεκίνησε από τα πρώτα βήματα της σιωνιστικής παρουσίας στην Παλαιστίνη αλλά έγινε ασύγκριτα πιο συστηματική με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948.

Γι' αυτό το λόγο, το συνδικαλιστικό κίνημα του Ισραήλ, με επικεφαλής τη Γενική Συνομοσπονδία, Χισταντρούτ, έγιναν από την πρώτη στιγμή πολύ βασικό τμήμα του σιωνιστικού μηχανισμού. Το επίσημο όνομα της ήταν "Γενική Οργάνωση Εβραίων Εργατών στο Ισραήλ" και οργάνωνε απεργίες ενάντια στην πρόσληψη Αράβων. Οι "ένοπλες φρουρές" έπαιζαν τον ίδιο ρόλο με τις ακροδεξιές σιωνιστικές συμμορίες. Ο σιωνισμός και η ρατσιστική αντίληψη απέναντι στους Άραβες διαπέρασε από τη γέννηση του τον συνδικαλισμό των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Αυτοί που καταλάβαιναν και έζησαν πολύ έντονα από μέσα αυτή την πορεία ήταν οι Εβραίοι αριστεροί που γεννήθηκαν στην Παλαιστίνη ή βρέθηκαν εκεί πριν από την κλιμάκωση της σιωνιστικής επιθετικότητας. Ένας από αυτούς ήταν ο Τόνι Κλιφ, ο οποίος γεννήθηκε στην Παλαιστίνη το 1917 με το όνομα Ύγκαλ Γκλουκστάιν.

Η αυτοβιογραφία του είναι μια πλούσια πηγή για αυτήν την περίοδο: "θυμάμαι το 1945 μια καφετέρια στο Τελ Αβίβ δέχτηκε επίθεση και σχεδόν ισοπεδώθηκε επειδή υπήρχε φήμη πως ένας άραβας εργάτης έπλενε πιάτα στην κουζίνα, θυμάμαι επίσης, όταν ήμουν στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, μεταξύ 1936-1939, επαναλαμβανόμενες διαδηλώσεις ενάντια στον αντιπρύτανη, δρ. Μάγκνες. Ήταν πλούσιος αμερικάνος Εβραίος και φιλελεύθερος, και το έγκλημά του ήταν πως ήταν νοικάρης ενός άραβα ιδιοκτήτη."

Μια ακόμη περιγραφή του Τόνι Κλιφ τονίζει το πόσο παγιδευμένη ήταν η σιωνιστική αριστερά, μέσα στη σύγχυση της ότι μπορεί να συμβιβαστεί ο σιωνισμός με το σοσιαλισμό. Το 1934 το κόμμα Μαπάι οργάνωσε στη Χάιφα συγκέντρωση αλληλεγγύης στην εξέγερση των εργατών της Βιέννης ενάντια στους Φασίστες. Μια ωραία ομιλία έκλεισε με τη φράση: "Μόνο στην Παρισινή Κομμούνα ξαναϋπήρξε τέτοιος ηρωισμός. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ενότητα των εργατών". Ο 17χρονος Τόνι Κλιφ τόλμησε να συμπληρώσει "διεθνής ενότητα", κάτι που σήμαινε ξεκάθαρα ενότητα με τους Αραβες. "Τρεις υπεύθυνοι της συγκέντρωσης με πλησίασαν, οι δύο μου έπιασαν τα χέρια και ο τρίτος μου έστριψε γύρω γύρω το δάχτυλο μου ώσπου το έσπασε. Η Παρισινή Κομμούνα είναι εντάξει, αλλά οι Άραβες εργάτες δεν είναι". Ο σιωνιστικός σοσιαλισμός, με τα λόγια του Τόνι Κλιφ, κρατούσε στο ένα χέρι το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και στο άλλο το τουφέκι του αποικιοκράτη.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το ποσοστό της γης της Παλαιστίνης που βρισκόταν σε εβραϊκή ιδιοκτησία ήταν 2,5%. Το 1948 είχε φτάσει το 5,7% και σήμερα είναι πάνω από 95% εντός των επίσημων συνόρων του Ισραήλ. Η γη περνούσε από τα χέρια των αράβων γαιοκτημόνων στα χέρια εβραίων καπιταλιστών με τη βοήθεια αγγλικών νόμων, μιας και μετά το 1917 η περιοχή ήταν υπό την "Εντολή" της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στη δεκαετία του '30 η εβραϊκή γη άρχισε να περνάει από τους ιδιώτες στα χέρια του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου, ενός οργάνου της Διεθνούς Σιωνιστικής Ομοσπονδίας. Υπήρχαν όμως συγκεκριμένοι όροι για να παραχωρηθεί η γη σε έναν εβραίο έποικο, "Πρέπει να θεωρηθεί ζήτημα αρχής ότι θα απασχολείται μόνο εβραϊκή εργασία" και πιο συγκεκριμένα η γη "θα χρησιμοποιείται από τον έποικο ή με τη βοήθεια της οικογένειας του, αν και όταν αναγκαστεί να προσλάβει βοήθεια, θα προσλάβει μόνο εβραίους εργάτες". Δεν ήταν κούφια λόγια. Οι ακροδεξιές εβραϊκές συμμορίες αναλάμβαναν να τιμωρούν, όχι μόνο με οικονομικούς αλλά και με βίαιους τρόπους, όποιον εβραίο καταστηματάρχη, γαιοκτήμονα ή επιχειρηματία τολμούσε να προσλάβει άραβες εργάτες. Φυσικά το κάθε αφεντικό ξεχωριστά είχε συμφέρον να προσλάβει παλαιστίνιους, καθώς θα πλήρωνε μικρότερο μεροκάματο. Όμως ο σιωνισμός ήταν ένα αντιδραστικό κίνημα που ξεπερνούσε αυτά τα ατομικά συμφέροντα. Οι σιωνιστές ήξεραν πως για να σταθεροποιήσουν την παρουσία τους έπρεπε να πληρώσουν το οικονομικό κόστος.

Η αρχή της "προστασίας της εβραϊκής εργασίας" εκτοξεύθηκε σε νέα ύψη με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Καταρχάς μέσω του διωγμού σχεδόν ενός εκατομμυρίου Παλαιστίνιων από το Ισραήλ. 

Όσοι Παλαιστίνιοι παρέμειναν μέσα στο Ισραήλ, ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα χωρικοί και έτσι δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη νέα ανερχόμενη οικονομία του Ισραήλ. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες μετακινήθηκαν προς τις πόλεις, γιατί η εβραϊκή μετανάστευση αυξήθηκε έντονα και υπήρχε ζήτηση για γη. Οι Παλαιστίνιοι ακόμη και αν "προλεταριοποιήθηκαν" δεν έγιναν το προλεταριάτο του Ισραήλ. Δημιουργήθηκε ένας ξεχωριστός θύλακας παλαιστινιακής οικονομίας με κατεύθυνση την παραγωγή προϊόντων για εσωτερική παλαιστινιακή κατανάλωση και έτσι δεν ανταγωνίζονταν την εβραϊκή εργασία. Το καθεστώς ζωής τους είχε χαρακτηριστικά αντίστοιχα με το απαρτχάιντ της νότιας Αφρικής, αλλά ήταν χειρότερο καθώς το Ισραήλ δεν εξαρτιόταν από την παλαιστινιακή εργασία.

Η οικονομία του Ισραήλ ήταν αναγκασμένη να δημιουργήσει μια εβραϊκή εργατική τάξη, αλλά ακόμη και αυτή είχε συμφέρον από τη διαιώνιση του σιωνιστικού, αντιπαλαιστινιακού χαρακτήρα του κράτους. Χρειάζεται να τονιστεί η λέξη συμφέρον για να διευκρινιστεί ότι δεν ήταν απλά ο ιδεολογικός ρόλος του σιωνισμού που ωθούσε στην υποστήριξη του ισραηλινού κράτους. Μάλιστα σε μεγάλο βαθμό για τους Εβραίους που έφτασαν μετά το 1948, η ιδεολογία αυτή έλειπε τελείως.

Οι Ισραηλινοί εργάτες είναι θύματα εκμετάλλευσης από τους ισραηλινούς καπιταλιστές. Υπάρχει φτώχεια και ανάμεσα στους Ισραηλινούς. Υπάρχουν πολλοί εργατικοί αγώνες και μάχες ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τις περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες. Όμως αυτοί οι αγώνες ποτέ δεν έχουν βάλει και ούτε μπορούν να βάλουν σε αμφισβήτηση τη σιωνιστική πολιτική. Οι ισραηλινοί εργάτες ξέρουν ότι μπορεί τώρα να είναι φτωχοί, αλλά αν τα αφεντικά τους σταματήσουν το σφιχταγκάλιασμα με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, θα γίνουν πολύ φτωχότεροι. Το βιοτικό επίπεδο του Ισραήλ είναι αντίστοιχο με μια ευρωπαϊκή χώρα και όχι με αραβική χώρα. Το Ισραήλ διαμορφώθηκε ως κοινωνία προνομιούχων.

Μια πρωτοποριακή ανάλυση για τη φύση αυτής της κοινωνίας έγινε το 1971 στο περιοδικό New Left Review, από τρεις ισραηλινούς μαρξιστές, τον Haim Hanegbi, τον Moshe Machover και τον Akiva Orr. Έγραφαν χαρακτηριστικά: "Η ισραηλινή κοινωνία δεν είναι μόνο κοινωνία εποίκων που διαμορφώθηκε μέσω μιας διαδικασίας εποικισμού μιας ήδη κατοικημένης χώρας, είναι και μια κοινωνία που ευεργετείται από μοναδικά προνόμια. Απολαμβάνει μια εισροή υλικών πόρων από το εξωτερικό σε μια ποσότητα και ποιότητα χωρίς προηγούμενο... Το Ισραήλ είναι μια μοναδική περίπτωση στη Μέση Ανατολή. Χρηματοδοτείται από τον ιμπεριαλισμό χωρίς να γίνεται θύμα οικονομικής εκμετάλλευσης από τον ιμπεριαλισμό. Πάντα έτσι γινόταν: ο ιμπεριαλισμός χρησιμοποιούσε το Ισραήλ για τους πολιτικούς του στόχους και πλήρωνε γι' αυτή τη δουλειά με οικονομική υποστήριξη [...] Αυτό που είναι μοναδικό σ' αυτή τη διαδικασία ανάπτυξης... είναι ο παράγοντας της εισροής κεφαλαίου... Κατά τη διάρκεια των 17 χρόνων 1949-65 το Ισραήλ δέχθηκε 6 δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα σε εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών απ' ότι εξήγαγε. Για τα 21 χρόνια 1948-1968 το πλεόνασμα εισαγωγών ήταν 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει πλεόνασμα 2.650 δολάρια για κάθε άτομο που ζούσε στο Ισραήλ (στα σύνορα πριν το '67), στη διάρκεια αυτών των χρόνων."

Εδώ βρίσκεται το δεύτερο ζήτημα που λείπει από τη συζήτηση ακόμη και μεταξύ Ti I ley και Peled. Αντιμετωπίζουν το παλαιστινιακό ζήτημα μόνο στα στενά όρια της Παλαιστίνης. Αυτό που προειδοποιούσαν ήδη από το 1971 οι Hanegbi, Machover & Orr είναι ότι αν εξετάσεις το ζήτημα τόσο στενά δεν μπορείς να εξηγήσεις γιατί έρχεται όλη αυτή η οικονομική στήριξη από τις ΗΠΑ, η οποία κατ' επέκταση δημιουργεί την εξαγορασμένη ισραηλινή εργατική τάξη. Το Ισραήλ δέχεται τη μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια διότι είναι ένα απαραίτητο αμερικανικό στρατόπεδο στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Η στρατιωτική δύναμη του Ισραήλ, ικανή να καθυποτάξει οποιοδήποτε από τα γειτονικά κράτη είναι απαραίτητο στοιχείο για τη διατήρηση της αμερικάνικης κυριαρχίας στην περιοχή και συνολικά της ιμπεριαλιστικής "σταθερότητας".

Για αυτό το λόγο, για την ισραηλινή ελίτ, πάντα οι πολιτικοί στόχοι έμπαιναν πρώτα από τους οικονομικούς. Πρώτα και κύρια το Ισραήλ θέλει να αποδεικνύει ότι μπορεί να ελέγχει για λογαριασμό των ιμπεριαλιστών, γνωρίζοντας ότι ο λογαριασμός στο τέλος θα βρεθεί τρόπος να πληρωθεί.

Όποιος υποστηρίζει την "απροϋπόθετη" ύπαρξη του Ισραήλ, υποστηρίζει το δικαίωμα να υπάρχει ένα κράτος που λειτουργεί ως μακρύ χέρι του ιμπεριαλισμού και απειλεί διαρκώς όλες τις γειτονικές χώρες. Κατ' επέκταση εμποδίζει τη ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή στον αραβικό κόσμο, διότι τα καταπιεστικά καθεστώτα της περιοχής κατάφεραν να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους χάρη και στον εκβιασμό που άσκησαν στον κόσμο "Ή θα κάνουμε συμβιβασμούς με τον ιμπεριαλισμό ή θα καταντήσουμε σαν τους Παλαιστίνιους".

Επειδή ο χαρακτήρας του Ισραήλ είναι τόσο εξαρτημένος από τη γενική κατάσταση στη Μέση Ανατολή, η λύση μπορεί να προσεγγιστεί μόνο μέσα σ' αυτή τη γενική εικόνα. Το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ πρέπει να διαλυθεί. Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως πρέπει να χάσει την ικανότητα του να σταθεροποιεί την περιοχή. Οι Παλαιστίνιοι μόνοι τους δεν μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο. Όπως εξηγήσαμε πριν, οι Παλαιστίνιοι εντός του Ισραήλ είναι αποκομμένοι από την ισραηλινή οικονομία, οι απεργίες τους είναι αδύναμο όπλο. Ο δρόμος που ακολούθησε το νοτιοαφρικάνικο εργατικό κίνημα είναι πολύ στενός γι' αυτήν την περίπτωση. Οι Παλαιστίνιοι της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας κατάφεραν πολλές φορές να προκαλέσουν πρόβλημα στο Ισραήλ από την εποχή του αντάρτικου ως τη 2η Ιντιφάντα. Όμως αυτοί οι αγώνες αγγίζουν ελάχιστα το Ισραήλ, διότι στρατιωτικά δεν υπάρχει σύγκριση.

Αναγκαστικά η αποδυνάμωση του Ισραήλ πρέπει να περάσει μέσα από μια μεγάλη στρατιωτική ήττα. Η πρόσφατη νίκη της λιβανέζικης Αντίστασης ήταν μία μικρή πρόγευση για το τι μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια εξέλιξη. Το ζήτημα είναι ότι κανένα από τα υπάρχοντα γειτονικά κράτη δεν μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια ήττα, διότι οι ηγεσίες τους, όσο και αν ανάλογα με τις περιστάσεις κρατάνε ή δεν κρατάνε αποστάσεις από τον ιμπεριαλισμό, δεν είναι διατεθειμένες να συγκρουστούν κατά μέτωπον. Η εξουσία όλων, από τον Μουμπάρακ ως τον Μπασάρ αλ-Ασαντ, εξαρτάται από τη θέση τους στην ισορροπία καθεστώτων όλης της περιοχής. Ξέρουν ότι μια αναδιάταξη δυνάμεων στην περιοχή μπορεί να φέρει τέτοιες αλλαγές ώστε να λείπουν και οι ίδιοι από τη νέα κατάσταση.

Εξάλλου, σε στρατιωτικό επίπεδο, η επιτυχία της Χεζμπολάχ έδειξε ότι μια στρατιωτική νίκη απέναντι στο Ισραήλ χρειάζεται μαζική κινητοποίηση του πληθυσμού, δίκτυα αντίστασης και συμπαράστασης σε χωριά και πόλεις, ανεξάρτητες οργανώσεις του κόσμου που θέλει να παλέψει. Τα καθεστώτα της περιοχής δεν μπορούν να κάνουν κάτι αντίστοιχο. Ο στρατός και ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός είναι αυστηρά διαχωρισμένος από τον πληθυσμό που καταπιέζουν. Ξέρουν ότι η ανεξάρτητη δράση του κόσμου μπορεί να στραφεί πρώτα και κύρια ενάντια στα ίδια τα καθεστώτα.

Γι' αυτό και η διάλυση του κράτους του Ισραήλ δεν μπορεί να απεξαρτηθεί από τη σοσιαλιστική επανάσταση σε κάποια από τις γειτονικές αραβικές χώρες. Η επανάσταση στη Μέση Ανατολή και η διάλυση του κράτους του Ισραήλ είναι μια ενιαία διαδικασία. Ο παλαιστινιακός αγώνας δε χάνει τον κομβικό του χαρακτήρα σε αυτή τη διαδικασία. Ίσα ίσα, οι Παλαιστίνιοι ανάβουν το φιτίλι της κρίσης όλων των καθεστώτων. Ο αγώνας για δημοκρατία και δικαιώματα, οι οικονομικοί αγώνες των εργατών και των αγροτών, μαζί με τον αγώνα ενάντια στην ανικανότητα των καθεστώτων να τα βάλουν με το Ισραήλ σε όλες τις αραβικές χώρες πάνε μαζί.
 
Αυτά τα ζητήματα είναι σημαντικά για την Αριστερά εδώ, στο Δυτικό κόσμο. Αυτό που είναι "απροϋπόθετο" για εμάς δεν είναι το κράτος του Ισραήλ αλλά η υποστήριξή μας στην αντίσταση ενάντια στο Ισραήλ. Υποστηρίζουμε κάθε κίνημα που παλεύει πραγματικά ενάντια στο Ισραήλ, χωρίς όρους. Ξέρουμε ότι η αντι-ισραηλινή ρητορεία των καθεστώτων έχει όρια γι' αυτό δεν την εμπιστευόμαστε. Ακόμη και αυτή η ρητορεία όμως μπορεί να αξιοποιηθεί από τα κινήματα όταν απαιτούν να γίνουν πράξη τα λόγια. Απαιτούμε από τις κυβερνήσεις μας να διακόψουν κάθε σχέση, διπλωματική και οικονομική με το Ισραήλ, όπως είχαν διακόψει με το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής.

Το να συμφωνεί κανείς σε αυτή την προοπτική της διάλυσης του κράτους του Ισραήλ δεν είναι προϋπόθεση για να οργανώνει την αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους και να συμμετέχει στο αντιπολεμικό κίνημα. Αντίθετα, μέσα σε ολόκληρο το μεγάλο ρεύμα ανθρώπων που αισθάνονται αλληλέγγυοι με τον παλαιστινιακό αγώνα αποκτάει ενδιαφέρον η συζήτηση και η αντιπαράθεση για το ποια είναι πραγματικά η λύση.

Σχόλια