Η πολιτική οικονομία της τεχνολογίας πληροφοριών

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα μεγάλο κύμα ενθουσιασμού για τους υπολογιστές, και ιδιαίτερα για το διαδίκτυο. Στη Βρετανία σχεδόν το ένα τρίτο των νοικοκυριών έχουν υπολογιστή. Οι υπολογιστές διαφημίζονται ως απαραίτητοι για την εκπαίδευση των παιδιών. Εμφανίζονται σε ταινίες, από το Jurassic Park μέχρι την Επιχείρηση Χρυσή Ματιά. Κι αυτό, λένε, είναι μόνο η αρχή. Η βιομηχανία υπολογιστών Olivetti διακηρύσσει ότι μέσα στα επόμενα 20 χρόνια οι υπολογιστές θα εισβάλουν σχεδόν σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, από το χειρισμό της ηλεκτρικής σκούπας με λέιζερ μέχρι την υποκατάσταση των ιατρικών επισκέψεων: 'Μπορεί να μην ξαναχρειαστεί να πάτε ποτέ στο γιατρό'. Θα μπορούσατε απλά να εξεταστείτε από απόσταση με τη χρήση αισθητήρων για τη μετάδοση ζωτικών πληροφοριών'. Ο Μπίλι Γκέιτς, ο πολυεκατομμυριούχος Διευθύνων Σύμβουλος της Microsoft, προβλέπει ότι πολύ σύντομα θα είναι διαθέσιμος ένας υπολογιστής τόσο μικρός που θα χωράει στην τσέπη σας:
Θα εμφανίζει μηνύματα και χρονοδιαγράμματα και θα σας επιτρέπει να στέλνετε ηλεκτρονικά μηνύματα και fax, να παρακολουθείτε τον καιρό και το χρηματιστήριο, και να παίζετε απλά και εξελιγμένα παιχνίδια. Σε μια συνάντηση θα μπορείτε να κρατάτε σημειώσεις, να τσεκάρετε τα ραντεβού σας, να περιηγείστε σε πληροφορίες αν βαριέστε, ή να επιλέγετε από τις εύκολα προσβάσιμες φωτογραφίες των παιδιών σας.
Ένας μικροσκοπικός υπολογιστής θα μπορεί να αντικαταστήσει επίσης τα χρήματα και τα κλειδιά, και θα μπορεί να παράσχει έγκυρες πληροφορίες για την κυκλοφορία.


Δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι οι εταιρίες υπολογιστών λένε μεγάλα λόγια για τα προϊόντα τους. Αλλά ο περισσότερος κόσμος τα πιστεύει. Ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί, για παράδειγμα, μέχρι το 2000 θα έχουν συστήματα πλοήγησης ελεγχόμενα από υπολογιστή, και ότι θα μπορείς να βλέπεις οποιοδήποτε τηλεοπτικό πρόγραμμα θέλεις οποιαδήποτε στιγμή και ότι μέχρι το 2005, τα μετρητά θα είναι ξεπερασμένα και ότι οι οικιακές συσκευές θα ανταποκρίνονται σε προφορικές εντολές. Πράγματι, καμιά δήλωση σχετικά με τη σπουδαιότητα των υπολογιστών δεν μοιάζει πολύ ακραία. Η περίληψη κάποιας ακαδημαϊκής μελέτης για το ίντερνετ, π.χ., ξεκινάει έτσι:
Τα πολυμέσα, η υπερλεωφόρος πληροφοριών έχουν κάνει τον κόσμο μας σχεδόν αγνώριστο. Τα ηλεκτρονικά δίκτυα έχουν φέρει επανάσταση στη σχέση του ανθρώπου με το χώρο και το χρόνο και έχουν σχεδόν καταργήσει τα εθνικά σύνορα.

Οι πολιτικοί και της δεξιάς και της αριστεράς αποδέχονται την ιδέα ότι οι υπολογιστές αλλάζουν τις ζωές μας ριζικά. Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Μάικλ Χέζελταϊν υποστηρίζει ότι η κοινωνία:
...βρίσκεται στα πρόθυρα μιας εξαιρετικά συναρπαστικής επανάστασης, μιας βασικά τεχνολογικής επανάστασης, αυτής των υπερλεωφόρων... Οι άνθρωποι σήμερα δεν έχουν συλλάβει πλήρως τις συνέπειες που θα έχει στη ζωή τους, οι οποίες είναι, κατά τη γνώμη μου, ανυπολόγιστες... Οι άνθρωποι θα έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και περισσότερο πλούτο... όλα αυτά είναι πολύ συναρπαστικά, πολύ θετικά...

Η πολιτική σε σχέση με την Τεχνολογία Πληροφοριών του Εργατικού Κόμματος στηρίζεται επίσης στη βεβαιότητα ότι επίκειται μια μεγάλης κλίμακας αλλαγή:
Οι νέες τεχνολογίες... θα φέρουν ριζικές αλλαγές στις ζωές όλων μας. 
Ο τρόπος που κάνουμε τις δοσοληψίες μας, που μελετάμε, που απολαμβάνουμε ψυχαγωγικά προγράμματα ή υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, ο τρόπος που ψωνίζουμε και που εξυπηρετούμαστε από τις δημόσιες υπηρεσίες, προβλέπεται να μεταμορφωθεί μέσα από μια σειρά καινοτόμους τρόπους.

Οι μεγάλες πολιτικές αλλαγές έχουν σίγουρα πολιτικές συνέπειες. Οι πολιτικοί όλων των πολιτικών αποχρώσεων συμφωνούν ότι ζούμε μια 'επανάσταση στο χώρο των πληροφοριών'. Όπως ακριβώς η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε ριζικά τον κόσμο φέρνοντας τη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, έτσι και η πληροφορική επανάσταση θα παράξει μια νέα κοινωνία των πληροφοριών. Για τη δεξιά όλα αυτά είναι μια θριαμβευτική επιβεβαίωση του καπιταλισμού. Η τεχνολογία αλλάζει συνεχώς, γίνεται όλο και πιο προηγμένη χωρίς να υπάρχει άνοδος των τιμών. Οι υπολογιστές θα συμβάλουν στη δημιουργία αυτού που ο Μπίλι Γκέιτς περιγράφει ως 'καπιταλισμό χωρίς τριβή': 
Ο καπιταλισμός, αποδεδειγμένα το πιο μεγαλειώδες κοινωνικό σύστημα που έχει φτιαχτεί, απέδειξε ξεκάθαρα κατά την τελευταία δεκαετία τα πλεονεκτήματά του σε σχέση με τα εναλλακτικά κοινωνικά συστήματα. Η υπερλεωφόρος πληροφοριών πρόκειται να μεγιστοποιήσει αυτά τα πλεονεκτήματα. Θα επιτρέψει σ' αυτούς που παράγουν προϊόντα να βλέπουν, πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή, τι θέλουν οι αγοραστές, και θα επιτρέψει στους πιθανούς καταναλωτές να αγοράζουν αυτά τα προϊόντα με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Αυτό θα έκανε τον Άνταμ Σμιθ πολύ χαρούμενο. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι όλα αυτά βαίνουν προς όφελος των καταναλωτών.

Οι υπολογιστές μπορούν, προφανώς, να λύσουν και τα κοινωνικά προβλήματα του καπιταλισμού. Στη δεύτερη μέρα της θητείας του ως ειδικός αγορητής στη Βουλή των Αντιπρόσωπων των ΗΠΑ, ο δεξιός Ρεπουμπλικανός Νιούτ Τζίνγκριτς διατύπωσε την πρόταση να χορηγούνται στους φτωχούς, συμπεριλαμβανομένων των άστεγων, φορολογικές πιστώσεις ώστε να μπορούν να αγοράζουν υπολογιστές κι έτσι να αυξάνουν τις δεξιότητές τους και τις πιθανότητες επαγγελματικής τους αποκατάστασης. Στην αριστερά οι περισσότερες αναλύσεις για την τεχνολογία πληροφοριών παίρνουν σαν αφετηρία μια ευρύτερη 'μεταφορντική' οπτική της κοινωνίας, όπως αυτή που εισηγήθηκε το περιοδικό Marxism Today τη δεκαετία του 1980, που βασίζεται στον ισχυρισμό ότι ζούμε σε 'Νέους Καιρούς':
Αν η Αριστερά δεν καταφέρει να προσαρμοστεί σ' αυτούς τους 'Νέους Καιρούς', θα πρέπει να ζήσει στο περιθώριο... Στην καρδιά της Νέας Υόρκης λαμβάνει χώρα η μετάβαση από την παλιά Φορντική οικονομία μαζικής παραγωγής σε μια νέα, πιο ελαστική, μεταφορντική τάξη πραγμάτων βασισμένη στους υπολογιστές, την τεχνολογία πληροφοριών και τη ρομποτική. Όμως οι Νέα Καιροί είναι κάτι παραπάνω από μια οικονομική αλλαγή. Ο κόσμος μας ξαναφτιάχνεται. Η μαζική παραγωγή, ο μαζικός καταναλωτής, η μεγάλη πόλη, το κράτος του μεγάλου αδελφού, η οικιστική ανάπτυξη και το έθνος-κράτος αρχίζουν να παρακμάζουν...

Ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο βαθιά μέσα από την τεχνολογία των πληροφοριών, συνεχίζει αυτό το επιχείρημα, που δε ζούμε πια στο είδος της βιομηχανικής κοινωνίας που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη τον προηγούμενο αιώνα. Συνεπώς μια πολιτική θεωρία όπως ο Μαρξισμός, που έβαζε σαν σκοπό την ανάλυση και την αλλαγή εκείνης της κοινωνίας, δεν μπορεί να βρει πια εφαρμογή στο σύγχρονο κόσμο. Ο Μαρξισμός θα μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να έχει κάτι να πει για τον κόσμο των καπνοβιομηχανιών και των ανθρακωρύχων -αλλά δεν έχει καμιά ελπίδα να εξηγήσει το ίντερνετ και τη δουλειά των προγραμματιστών ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο Μαρξισμός είναι ξεπερασμένος και αυτό δεν είναι πουθενά αλλού πιο ξεκάθαρο απ' ότι στο πεδίο της τεχνολογίας πληροφοριών.

Οι συγγραφείς που σχετίζονταν μ' αυτό το περιοδικό και οι μεταφορντικές ιδέες τους έχουν επανειλημμένα βρεθεί στο στόχαστρο της κριτικής μας και δεν είναι στις προθέσεις αυτού του άρθρου να επαναλάβει τα επιχειρήματά μας. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι να εξετάσουμε αν αληθεύει ο ισχυρισμός ότι η τεχνολογία πληροφοριών ειδικά υπερβαίνει τις δυνατότητες της Μαρξιστικής ανάλυσης. Σε ποιο βαθμό έχουν οι υπολογιστές αλλάξει ριζικά τον κόσμο; Είναι η βιομηχανία υπολογιστών πραγματικά διαφορετική από τις καπιταλιστικές βιομηχανίες των προηγούμενων περιόδων; Είναι ο Μαρξισμός σε θέση να κατανοήσει τον τεχνολογικά προηγμένο κόσμο του τέλους του 20ου αιώνα και να διαμορφώσει χρήσιμες πολιτικές στρατηγικές βασισμένες σ' αυτή την κατανόηση;

Έχουν αλλάξει οι υπολογιστές ολοκληρωτικά τη ζωή μας;

Η επέκταση της βιομηχανίας ηλεκτρονικών υπολογιστών τα τελευταία 50 χρόνια είναι πράγματι τεράστια. Το 1947 ένας μηχανικός υπολογιστών έκανε την πρόβλεψη ότι ολόκληρες οι ΗΠΑ δεν θα χρειαζότανε παραπάνω από έξι υπολογιστές. Στην πραγματικότητα μέχρι το 1994 περίπου 82 εκατομμύρια υπολογιστές υπήρχαν στις ΗΠΑ και 200 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Η κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών και τσιπ έχει πια εξελιχθεί σε μια από μια τεράστια βιομηχανία. Για πολλούς υπαλλήλους των αναπτυγμένων χωρών ο υπολογιστής έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της του εξοπλισμού γραφείου τους, όπως το τηλέφωνο και το φωτοτυπικό. Η τάση αναμένεται να συνεχιστεί με την παγκόσμια αγορά των προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών (
PC) να αυξάνεται με βάση τα επίσημα στοιχεία 30% κάθε χρόνο. Οι επικοινωνίες ανάμεσα στους υπολογιστές είναι από τα πιο γρήγορα αναπτυσσόμενα πεδία -ο αριθμός των υπολογιστών που συνδέονται μέσω του παγκόσμιου διαδικτυακού δικτύου (Worldwide Internet), για παράδειγμα, κάθε χρόνο διπλασιάζεται.

Εκτός από περισσότεροι, οι υπολογιστές έχουν γίνει και πιο προσβάσιμοι. Οι πρώτοι υπολογιστές ήταν τεράστιες μηχανές που έπιαναν ολόκληρα δωμάτια, κι ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθούν χωρίς γνώσεις υψηλής εξειδίκευσης. Τη δεκαετία του 1960 και του 1970 οι υπολογιστές έγιναν λίγο πιο πλατιά διαδεδομένη, αλλά εξακολουθούσαν να είναι τεράστιοι σε μέγεθος και πανάκριβοι σε σχέση με τους σημερινούς. Αυτά τα μηχανήματα συχνά χρειαζόταν να εγκαθίστανται σε ειδικά δωμάτια, και η επαφή μ' αυτούς ήταν μόνο δυνατή διά μέσου μιας ελίτ προγραμματιστών και διαχειριστών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αυτό άλλαξε δραματικά με την εισαγωγή μικρών μηχανών, όπως ο προσωπικός υπολογιστής της IBM -πρόγονος των PC που χρησιμοποιούμε σήμερα- και τον Apple της Macintosh, που πωλούνταν για μερικές χιλιάδες δολάρια. Καθώς οι μηχανές γινόταν μικρότερες και φθηνότερες γίνονταν επίσης και πιο ισχυρές, κι αυτό σήμαινε ότι μπορούσαν να τρέχουν λογισμικό που ήταν πολύ πιο εύκολο στη χρήση.

Υπάρχει, άρα, μια πραγματική βάση στους ισχυρισμούς που κάνουν λόγο για μια 'επανάσταση της πληροφορίας'. Αλλά παρ' όλα αυτά, η τεχνολογία της πληροφορίας είναι διαθέσιμη σε μια μικρή μειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι περισσότεροι άνθρωποι του πλανήτη μένουν ακόμα σε σπίτια χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Σύμφωνα με την πολιτική της 'υπερλεωφόρου πληροφοριών' του Εργατικού Κόμματος, 'οι μισοί άνθρωποι του πλανήτη δεν έχουν κάνει ακόμα ούτε ένα τηλέφωνο'. Τα στοιχεία για τη διαθεσιμότητα του τηλεφώνου αξίζει να εξεταστούν με περισσότερη λεπτομέρεια, από τη στιγμή που οι περισσότεροι άνθρωποι έξω από τα πανεπιστήμια και τις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση στο ίντερνετ, την έχουν μέσα από την τηλεφωνική συσκευή τους. Τα νούμερα για τους 'ιντερνετικούς οικοδεσποτές' -τους μεγάλους υπολογιστές που είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα- είναι τα ίδια περίπου με αυτών που έχουν πρόσβαση σε τηλέφωνο.

ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΚΑΙ ΙΝΤΕΡΝΕΤΙΚΟΙ ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΕΣ ΑΝΑ ΧΩΡΑ
Αναπτυγμένες     Χώρες

Τηλεφωνικές Συσκευές ανά 1.000 κατοίκους

Ιντερνετικοί οικοδεσπότες
Αυστραλία
481
   309,562
Βέλγιο
469
     30,535
Δανία
869
     51,827
Γερμανία
545
   452,997
Ιταλία
440
     73,364
Ιαπωνία
512
   269,327
Βρετανία
519
   451,750
ΗΠΑ
483
6,053,402
'Τίγρεις' του Ειρηνικού

Χονγκ Κονγκ

541

     17,693
Σιγκαπούρη
388
     22,769
Νότια Κορέα
294
     29,306
Ταϊβάν
366
     25,273
Ανατολική Ευρώπη

Πολωνία

  93

     24,945
Ρουμανία
  99
          954
Ρωσία
163
     14,320
Λατινική Αμερική

Βραζιλία

  62

     20,113
Χιλή
  55
       9,027
Μεξικό
  70
     13,787
Αφρική και Ασία

Αγκόλα

    4

              0
Μπαγκλαντές
    2
              0
Κίνα
    9
       2,146
Κογκό
    7
              0
Αίγυπτος
  10
          591
Γκάνα
    5
              6
Ινδία
    9
          788
Κένυα
    9
            17
Μαρόκο
  10
          234
Πακιστάν
περίπου 7 ...’
            17

Μόνο καμιά εικοσαριά χώρες -όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και κάποια κράτη της ΕΕ- έχουν πραγματικά πρόσβαση σ' αυτές τις τεχνολογίες. Σε άλλες, όπως στις 'Τίγρεις του Ειρηνικού', την Ανατολική Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, υπάρχει κάποια πρόσβαση. Αλλά στις Αφρικανικές και Ασιατικές χώρες, όπου ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι του πλανήτη, οι τηλεφωνικές συσκευές είναι σπάνιες -για να μην πούμε για τους υπολογιστές και το ίντερνετ. Ο αποκλεισμός της Αφρικής και της Ασίας από τις νέες τεχνολογίες είναι αντιπροσωπευτικός του καπιταλισμού του τελευταίου αιώνα -το 1912, για παράδειγμα, το 67% των τηλεφωνικών συσκευών του κόσμου βρίσκονταν στις ΗΠΑ, το 26% στην Ευρώπη, το 1,3% στην Ασία και το 0,3% στην Αφρική.

Η πρόσβαση στην τεχνολογία πληροφοριών δεν παρέχεται όχι μόνο σε πολλές χώρες και σε πολλούς ανθρώπους των πλούσιων χωρών. Περίπου το 43% των Αμερικάνων δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ υπολογιστή, και μόνο το 31% του πληθυσμού διαθέτει δικό του. Υπολογίζεται ότι 15,7 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ είχαν πρόσβαση στο ίντερνετ μέχρι το 1996 -μόνο το 7% του πληθυσμού, στη χώρα που έχει περισσότερους υπολογιστές από οποιαδήποτε άλλη. Η χρήση υπολογιστή κυριαρχείται από τη μεσαία τάξη. Ακριβώς οι μισοί Αμερικανοί χρήστες ίντερνετ, σύμφωνα με μία μελέτη, έχουν έσοδα πάνω από 50.000 δολάρια. Μια άλλη μελέτη σχετικά με τους χρήστες του παγκόσμιου ιστού (www), μιας από τις πιο δημοφιλείς υπηρεσίες του διαδικτύου, βρήκε ότι: 
  • Το 25% των χρηστών www κερδίζουν εισόδημα πάνω από 80.000 δολάρια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ και του Καναδά είναι μόλις 10%. 
  • Το 50% των χρηστών www θεωρούν ότι κατέχουν ειδικευμένες ή διευθυντικές θέσεις. Το ίδιο συμβαίνει μόνο για το 27% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ και Καναδά.
  • Το 64% των χρηστών www είναι τουλάχιστον πτυχιούχοι κολεγίων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε ΗΠΑ και Καναδά είναι 19%.
Η τάξη δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει τη χρήση υπολογιστών από τους ανθρώπους. Ενώ το 57% των Αμερικανών έχει χρησιμοποιήσει υπολογιστή, για παράδειγμα, το αντίστοιχο ποσοστό για τους συνταξιούχους είναι μόνο 16%. Οι άνδρες είναι δυο φορές πιθανότερο να είναι χρήστες του παγκόσμιου ιστού απ' ότι οι γυναίκες και αυτό αντανακλά το σεξισμό που επικρατεί σε όλους τους τομείς της πληροφορικής. Παρ' όλα αυτά, η τάξη είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας με την απλή έννοια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να αγοράσουν υπολογιστή. Στην ερώτηση γιατί δεν αγοράζουν υπολογιστή, το 72% απάντησε λόγω του υψηλού κόστους. Στην ερώτηση αν θα μάθαιναν να χρησιμοποιούν υπολογιστή αν τους τον έκαναν δώρο, το 92% απάντησε ναι.

Οι υπολογιστές χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως εκπαιδευτικές πηγές -η πρώτη σε κυκλοφορία εγκυκλοπαίδεια στον κόσμο, για παράδειγμα, είναι η 
Encarta της Microsoft. Η Microsoft υποστηρίζει ότι η Encarta πουλάει πέντε φορές περισσότερο από οποιαδήποτε έντυπη εγκυκλοπαίδεια, και είναι πολύ πιο φθηνή. Όμως, αυτές οι πηγές πρακτικά δεν είναι προσβάσιμες στα παιδιά των γονιών που δεν διαθέτουν και δεν μπορούν να αγοράσουν υπολογιστή. Τα παιδιά που δεν διαθέτουν υπολογιστή στο σπίτι πρέπει να βασίζονται στην παροχή τους από το σχολείο -και οι στατιστικές της κυβέρνησης δείχνουν ότι υπάρχει ένας υπολογιστής για κάθε 18 παιδιά στα δημοτικά σχολεία της Βρετανίας και ένας για κάθε δέκα μαθητές γυμνασίου. Πάνω από τους μισούς υπολογιστές χρησιμοποιούνται εδώ και πάνω από έξι, και άρα, είναι μάλλον απαρχαιωμένοι. Πρακτικά λοιπόν υπάρχει μόνο ένας υπολογιστής ανά τάξη.

Το Εργατικό Κόμμα, αν γίνει κυβέρνηση "ελπίζει να ενθαρρύνει τις εταιρείες να δωρίσουν ή να χρηματοδοτήσουν τον εξοπλισμό". Μια από τις κορυφαίες στιγμές του συνεδρίου των Εργατικών το 1995 ήταν όταν ο Τόνι Μπλερ ανακοίνωσε τη συμφωνία με την 
British Telecom. Σε αντάλλαγμα για την πρόσβαση στην κερδοφόρα αγορά βίντεο κατά παραγγελία, η BT θα προσφέρει σύνδεση σε κάθε σχολείο. Αλλά δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η επιχείρηση θα δωρίσει τους εκατομμύρια υπολογιστές που είναι απαραίτητοι για να δοθεί πρόσβαση σε κάθε παιδί. Ακόμη και αν κάθε σχολείο συνδέονταν σε δίκτυα υπολογιστών δωρεάν, θα χρειαζόταν ακόμα χρηματοδότηση για τις τηλεφωνικές κλήσεις που θα πραγματοποιούσαν κατά τη νέα τους δικτύωση όταν συνδεόταν με συστήματα υπολογιστών. Οι εκπαιδευτικοί χρειάζονταν επίσης κατάρτιση. Οι προτάσεις των Εργατικών δεν θα αλλάξουν τη βασική θέση ότι πολύ λίγα παιδιά της εργατικής τάξης έχουν πραγματική πρόσβαση στους υπολογιστές.Συνολικά, πολύ μακριά από τη ρήξη με μια κοινωνία που διαιρείται ταξικά, όπου οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν μικρή πρόσβαση στην τεχνολογία και οι εργαζόμενοι στον ανεπτυγμένο κόσμο έχουν πολύ λιγότερη πρόσβαση από τη μεσαία τάξη, οι υπολογιστές διατηρούν αυτές τις τάσεις που είναι εγγενείς στον καπιταλισμό. Πράγματι σε κάθε φάση της ανάπτυξής τους οι υπολογιστές αντανακλούσαν την καπιταλιστική κοινωνία που τους γέννησε και την αδυναμία της αγοράς να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ανθρώπων.

Η ιστορία των υπολογιστών, της αγοράς και του κράτους

Η γενική αρχή ότι η τεχνολογία των υπολογιστών μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στο πλαίσιο του καπιταλισμού, και ότι η αγορά αποτρέπει την πλήρη ανάπτυξη αυτής της τεχνολογίας, φτάνει πίσω στο 19ο αιώνα και την προϊστορία των υπολογιστών, όταν ο 
Τσαρλς Μπάμπατζ προσπάθησε να αναπτύξει τη "Διαφορική Μηχανή" και την "Αναλυτική Μηχανή". Οι ρίζες της δουλειάς του Μπάμπατζ βρίσκονταν στις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και στην οικονομική ανάπτυξη της Βρετανίας μετά την εκβιομηχάνιση. Ήταν πιθανόν το 1819 που, σε ηλικία 28 ετών, ο Μπάμπατζ ταξίδεψε στο Παρίσι και είδε τους μαθηματικούς πίνακες του Γκασπάρ ντε Προνί, που έμελε να έχουν τεράστια επίδραση πάνω του. Ο ντε Προνί είχε προσληφθεί κατά την περίοδο της Δημοκρατίας για να ετοιμάσει ένα γιγαντιαίο σύνολο μαθηματικών πινάκων για να τιμήσει το μετρικό σύστημα και κατά συνέπεια την ορθολογιστική φύση της νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων. Οι πίνακες ήταν οι μεγαλύτεροι που είχαν ποτέ κατασκευαστεί και αρχικά φαινόταν ότι θα ήταν αδύνατο να συμπληρωθούν αφού πολλοί λίγοι άνθρωποι ήταν διαθέσιμοι να αφιερώσουν τη ζωή τους στο να κάνουν τους απαραίτητους υπολογισμούς. Παρ' όλα αυτά, έπεσε κατά τύχη στα χέρια του ντε Προνί ο Πλούτος των Εθνών του Άνταμ Σμιθ. Ο Σμιθ υποστηρίζει ότι ο καταμερισμός εργασίας είναι κεντρικής σημασίας σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα στη βιομηχανική παραγωγή. Δίνει το παράδειγμα ενός εργοστάσιο παραγωγής ειδών συρματουργίας -αν ένας άνθρωπος εκτελέσει όλες τις διεργασίες που σχετίζονται με τη συρματουργία, υποστηρίζει, το εργοστάσιο είναι πολύ λιγότερο παραγωγικό απ' ότι αν η κάθε διεργασία ανατίθεται σε ξεχωριστούς εργάτες, άλλος να ισιώνει το σύρμα, άλλος να το κόβει, και πάει λέγοντας. Ο ντε Προνί βάσισε την παραγωγή πινάκων σε έναν τέτοιο "καταμερισμό εργασίας". Συγκρότησε τρεις ομάδες: η πρώτη, που αποτελούνταν από 6 από τους καλύτερους μαθηματικούς της Γαλλίας, έστησε το γενικό πλάνο του σχεδίου και τη γενική μορφή των μετρήσεων που θα χρησιμοποιούνταν. Αυτές οι φόρμουλες πέρασαν στα χέρια μιας δεύτερης ομάδας από 7 ή 8 ικανούς μαθηματικούς που μετέτρεψαν τις γενικές φόρμουλες σε υπολογισμούς με πραγματικούς αριθμούς. Αυτοί οι υπολογισμοί πέρασαν με τη σειρά τους σε μια ομάδα 60 με 80 ανθρώπων, που στην πλειοψηφία τους δεν γνώριζαν περισσότερα μαθηματικά από πρόσθεση και αφαίρεση. Η τρίτη ομάδα έκανε τους υπολογισμούς που της έδωσε η δεύτερη ομάδα, και μ' αυτό τον τρόπο οι πίνακες συμπληρώθηκαν. Ο ντε Προνί είχε δείξει ότι η πνευματική εργασία μπορούσε να αυτοματοποιηθεί όπως κάθε άλλο είδος εργασίας.

Η δημιουργία μαθηματικών πινάκων ήταν ένα σημαντικό ζήτημα για το Βρετανικό καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Η ανάπτυξη του εμπορίου και του τραπεζικού τομέα, έκανε απαραίτητους εκατομμύρια υπολογισμούς. Λόγω του ότι δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί η αριθμομηχανή, οι άνθρωποι έπρεπε να κάνουν τους υπολογισμούς είτε με το μυαλό τους, είτε χρησιμοποιώντας σύνολα πινάκων. Πιο συγκεκριμένα, η ανάπτυξη του Βρετανικού εμπορίου με τον υπόλοιπο κόσμο έκανε τη χρήση πινάκων ζωτικής σημασίας για τον υπολογισμό και τη χάραξη πορείας. Αλλά επειδή οι υπάρχοντες πίνακες είχαν ανακρίβειες, κάποια πλοία βούλιαζαν και κάποιες εμπορικές σχέσεις δεν υπολογίζονταν σωστά. Ο Μπάμπατζ διαβεβαίωνε, για παράδειγμα, ότι η Βρετανική κυβέρνηση είχε χάσει 2 με 3 εκατομμύρια λίρες εξαιτίας λαθών στους πίνακες που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση των ετήσιων επιδομάτων. Ο Μπάμπατζ σχεδίασε την κατασκευή ενός μηχανήματος, της Διαφορικής Μηχανής, που θα κατασκεύαζε αυτόματα πίνακες, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα λάθους, και το 1823 έλαβε χρηματοδότηση από την κυβέρνηση γι' αυτό το εγχείρημα. Τα επόμενα έντεκα χρόνια η κυβέρνηση θα ξόδευε πάνω από 17.000 λίρες για την κατασκευή της Διαφορικής Μηχανής -μακράν η ως τότε μεγαλύτερη χρηματοδότηση ερευνητικού προγράμματος από την κυβέρνηση. Ένα τμήμα της Διαφορικής Μηχανής ολοκληρώθηκε και λειτούργησε άψογα, αλλά η κατασκευή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (θα συμπεριλάμβανε πάνω από 25.000 κομμάτια μετάλλου που ζύγιζαν αρκετούς τόνους. Το 1840 ο Μπάμπατζ άρχισε τη θεωρητική εργασία του για την Αναλυτική Μηχανή που συνέχισε να την αναπτύσσει στο χαρτί μέχρι το θάνατό του, το 1871. Παρότι κι αυτή περιείχε μεταλλικά κομμάτια, η Αναλυτική Μηχανή είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους σύγχρονους υπολογιστές. Διάτρητες κάρτες θα χρησιμοποιούνταν για εισαγωγή δεδομένων και προγραμμάτων -μια τεχνολογία δανεισμένη από τον 
αργαλειό του Ζακάρ, όπου οι διάτρητες κάρτες χρησιμοποιούνταν σαν οδηγοί στα σχέδια που υφαίνονταν στο ρούχο. Με τα λόγια της Άντα Λάβλεϊς, συνεργάτιδας του Μπάμπατζ και ενός από τους ανθρώπους που έφτιαξαν προγράμματα υπολογιστών, "Η Αναλυτική Μηχανή υφαίνει αλγεβρικά σχέδια ακριβώς όπως ο αργαλειός του Ζακάρ υφαίνει λουλούδια και φύλλα".

Πέρα από την εργασία του πάνω στη Διαφορική Μηχανή, ο Μπάμπατζ είχε γράψει εκτενώς για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Βρετανία. Έκανε μια αποτυχημένη καμπάνια για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στο χώρο των επιστημών, υποστηρίζοντας ότι το κράτος έπρεπε να ενθαρρύνει την επιστημονική έρευνα αν ήθελε η Βρετανική οικονομία να μη μείνει πίσω σε σχέση με άλλες χώρες που οι κυβερνήσεις τους εφαρμόζουν μια πιο παρεμβατική πολιτική, όπως η Γερμανία. Η εμπειρία του Μπάμπατζ δείχνει τις δύο όψεις της ανάπτυξης της τεχνολογίας στον καπιταλισμό. Κατ' αρχάς, ο καπιταλισμός έκανε πιθανές τεχνολογικές προόδους που ήταν προηγούμενα πέρα από κάθε φαντασία, όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν σημειώσει το 1848 στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ίδια η εργασία του Μπάμπατζ είναι μια απόδειξη της δυναμικής του καπιταλισμού -το ότι προσπάθησε, με κάποια επιτυχία- να φτιάξει μηχανές που έμοιαζαν με υπολογιστές σε μια εποχή που ο πιο πολύπλοκος μηχανισμός που οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν υπόψη τους ήταν το ρολόι.

Αλλά η εργασία του Μπάμπατζ καταδεικνύει επίσης ότι η αγορά δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις προοπτικές για νέες τεχνολογίες που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Όσο και αν οι μηχανές του Μπάμπατζ θα αύξαναν την κερδοφορία του Βρετανικού καπιταλισμού συνολικά δεν μπήκε ποτέ το ζήτημα της χρηματοδότησής του από τους βιομήχανους που θα μπορούσαν να αντλήσουν τα πιο μεγάλα κέρδη σε μικρό χρονικό διάστημα από την κλωστοϋφαντουργία μέχρι τους σιδηρόδρομους. Ελλείψει αυτής της χρηματοδότησης είχε στραφεί στο κράτος.

Οι συντηρητικοί πολιτικοί υποστηρίζουν τα τελευταία είκοσι χρόνια ότι το κράτος πρέπει να έχει το μικρότερο δυνατό ρόλο στην οικονομία αν θέλουμε να έρθουν καλύτερες μέρες. Οι εθνικοποιημένες βιομηχανίες ξεπουλήθηκαν προκειμένου να απαλλαγούν από το υποτιθέμενο νεκρό βάρος της κρατικής γραφειοκρατίας, και να αναδειχθούν σε αποδοτικές και κερδοφόρες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στην αγορά. Αυτές οι ιδέες έχουνε πλέον γίνει αποδεκτές από ένα κομμάτι της αριστεράς. Παρ' όλα αυτά, η ιδέα ότι το κράτος έχει μόνο ελάσσονα ρόλο να παίξει στην οικονομία δεν ταιριάζει καθόλου με την ιστορία. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού έφερε μεγάλη αλλαγή στη φύση του κράτους σε κάθε χώρα -συμπεριλαμβανομένης της επανάστασης στη Βρετανία και τη Γαλλία. Τα νομικά συστήματα επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό για να παρέχουν το απαραίτητο πλαίσιο για τις επιχειρήσεις, αλλά και συμβόλαια, πατέντες και αποκλειστικά δικαιώματα (copyrights). Δημιουργήθηκαν μόνιμες ένοπλες δυνάμεις. Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία λάβαινε χώρα σε τοπικό και εθνικό επίπεδο -η τοπική κυβέρνηση του Μάντσεστερ, για παράδειγμα, ήταν αυστηρά προσηλωμένη στο ελεύθερο εμπόριο και στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά το 1905 η τοπική κυβέρνηση είχε επενδύσει 7,4 εκατομμύρια στο νερό, 2,6 εκατομμύρια στο αέριο, 2,3 εκατομμύρια στην ηλεκτρική ενέργεια, 2 εκατομμύρια σε γραμμές του τραμ και 5 εκατομμύρια για την κατασκευή του Καναλιού του Μάντσεστερ. Οι εθνικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο παρενέβαιναν για την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων -όπως σχολιάζει ο Έρικ Χομπσμπάουμ:
Χωρίς εξαίρεση τα νέα σιδηροδρομικά συστήματα σχεδιάστηκαν από τις κυβερνήσεις και, αν συνέβη να μη φτιάχτηκαν από τις ίδιες, πάντως ενθαρρύνθηκαν με την παραχώρηση ευνοϊκών ρυθμίσεων και εγγύησης επενδύσεων. Πράγματι, μέχρι σήμερα η Βρετανία είναι η μόνη χώρα της οποίας το σιδηροδρομικό σύστημα κατασκευάστηκε εξολοκλήρου από υψηλού ρίσκου κερδοσκοπικές ιδιωτικές εταιρίες.

Η εργασία του Μπάμπατζ αντανακλά συνεπώς τρία στοιχεία του καπιταλισμού: τη γιγαντιαία επιτάχυνση της τεχνολογικής ανάπτυξης, την ανικανότητα της αγοράς να αξιοποιήσει αυτή την ανάπτυξη και την παρέμβαση του κράτους προς υποστήριξη των νέων τεχνολογιών. Αυτά τα τρία στοιχεία χαρακτήρισαν την ιστορία της τεχνολογίας πληροφοριών από την εποχή του Μπάμπατζ μέχρι σήμερα.

Η γέννηση των υπολογιστών 

Αντί να δώσουν ερέθισμα για νέες εργασίες, οι ιδέες του Μπάμπατζ πνίγηκαν στο σκοτάδι μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, μετά την ανακάλυψη του υπολογιστή στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν διάφορες μηχανές αναπτύχθηκαν ανταποκρινόμενες στις ανάγκες του στρατού. Στη Βρετανία μια μηχανή που ονομάστηκε 
Κολοσσός σχεδιάστηκε για την αποκρυπτογράφηση κωδικοποιημένων Γερμανικών μηνυμάτων. Μετά τον πόλεμο κατασκευάστηκε ο Mark One, από τεχνικής άποψης ο πρώτος υπολογιστής του κόσμου, που τέθηκε σε λειτουργία στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ τον Ιούνιο του 1948. Κεντρικό ρόλο στην κατασκευή και των δύο μηχανών έπαιξε ο μαθηματικός Άλαν Τούρινγκ. Ο Τούρινγκ ήταν ευφυέστατος, εκκεντρικός, ειλικρινής σε βαθμό αφέλειας και ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Οι αρχές ήταν πρόθυμες να παραβλέψουν τη σεξουαλικότητά του κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά το 1952, ο Τούρινγκ καταδικάστηκε για προσβολή δημοσίας αιδούς. Τιμωρήθηκε σε ένα χρόνο χημικό ευνουχισμό -του παρείχαν θηλυκές ορμόνες που τον καθιστούσαν ανίκανο και του προκαλούσαν γυναικομαστία. Το 1954 ο Τούρινγκ αυτοκτόνησε. 

Ο Mark One κατασκευάστηκε σαν το πρωτότυπο μιας μηχανής που θα μπορούσε να παραχθεί μαζί από την εταιρία ηλεκτρονικών Feranti. Αλλά η Βρετανική βιομηχανία υπολογιστών ποτέ δεν στάθηκε αποτελεσματικά ανταγωνιστική με την Αμερικάνικη. Ο ENIAC, ο πρόδρομος του πρώτου Αμερικάνικου υπολογιστή, ολοκληρώθηκε το 1945. Είχε σχεδιαστεί για τη μέτρηση πινάκων εμβέλειας και τροχιάς βαλλιστικών πυραύλων και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για μετρήσεις της πρώτης βόμβας υδρογόνου. Απ' τις αρχές της δεκαετίας του 1950, διάφοροι υπολογιστές είχαν τεθεί σε λειτουργία.

Τότε ήταν που η IBM άρχισε να φτιάχνει υπολογιστές. Η εταιρία εξελίχθηκε από την Tabulating Machine Company που πουλούσε υπολογιστικές μηχανές  στο Αμερικανικό Γραφείο Απογραφών. Τώρα το Γραφείο Απογραφών είχε αρχίσει να αγοράζει υπολογιστές από τους ανταγωνιστές της στη Remington Rand. Οι πιο διορατικοί διευθύνοντες σύμβουλοι της IBM συνειδητοποίησαν ότι η εταιρία θα ήταν καταδικασμένη αν συνέχιζε να αγνοεί τους υπολογιστές. Παρ' όλα αυτά, ο Τόμας Γουότσον, που διοικούσε την εταιρία από το 1914, ήτανε δύσπιστος και συμφωνούσε η IBM να φτιάχνει υπολογιστές μόνο κατά παραγγελία της Αμερικανικής κυβέρνησης στη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας. Τα επόμενα 20 χρόνια μεγάλο κομμάτι της ανάπτυξης των ηλεκτρονικών υπολογιστών χρηματοδοτήθηκε από το Αμερικάνικο κράτος, που είχε ανάγκη από όλο και μικρότερες, όλο και ισχυρότερες μηχανές. Για να ελέγχει την τροχιά των πυραύλων, για παράδειγμα, και για να διευθύνει διαστημόπλοια όπως αυτό του διαστημικού προγράμματος Απόλλων. Η Αμερικάνικη κυβέρνηση επένδυσε 400 εκατομμύρια δολάρια στην IBM, για παράδειγμα, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα κρατά τα ηνία της τεχνολογικής κούρσας των εξοπλισμών. Τα πρώτα 20 χρόνια της πληροφορικής, συνεπώς, δεν προσφέρουν καμία συνηγορία στην ιδέα ότι η αγορά λειτουργεί καλύτερα χωρίς κρατική παρέμβαση. Τα επόμενα 20 χρόνια, τη δεκαετία του 1970 και του 1980, δείχνουν ότι η αγορά, όχι μόνο δεν κάνει τις καλύτερες τεχνολογίες σύντομα διαθέσιμες, αλλά φέρνει το χάος σε κάθε στροφή.

Η πτώση της IBM και η άνοδος της Microsoft

H ΙΒΜ γενικά θεωρούνταν μια από τις πιο σταθερές και κερδοφόρες επιχειρήσεις του κόσμου όταν ανακοίνωσε το 1992 ότι είχε έλλειμμα 5 δισεκατομμύρια δολάρια -το μεγαλύτερο στην ιστορία του εμπορίου. Μόνο στο πρώτο μισό του 1993, η IBM έχασε επιπλέον 8,3 δις. Η εταιρία επέστρεψε επιτέλους στην κερδοφορία το 1994 -προς το τέλος εκείνου του χρόνου είχε προχωρήσει σε 35.000 απολύσεις. Η πτώση της IBM συνέπεσε με την άνοδο της εταιρίας λογισμικού Microsoft. Ιδρύθηκε το 1975, και τα επόμενα χρόνια κυριάρχησε στη βιομηχανία ανάπτυξης λογισμικού, κάνοντας τον ιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλό της Μπίλ Γκέιτς τον πιο πλούσιο άνθρωπο του κόσμου. Πώς έγινε όμως μια τέτοια μεταστροφή;

Στον κολοφώνα της επιτυχίας της IBM πάνω από το 70% των υπολογιστικών εγκαταστάσεων βασίζονταν σε δικό της εξοπλισμό. Η εταιρία είχε επενδύσει 5 δις στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στην ανάπτυξη μιας γκάμας υπολογιστών που ονομάζονταν 360. Η γκάμα 360 ήταν τεχνικά προηγμένη και διέθετε μηχανές διαφόρων μεγεθών -μια εταιρία μπορούσε να ξεκινήσει από μία μικρή μηχανή κι ύστερα εύκολα να προχωρήσει σε αναβάθμιση. Η ανάπτυξη της 360 ήταν ρίσκο, αφού η τεχνολογία μπορεί να μην περπατούσε, και η 360 έκανε να μοιάζει ξεπερασμένη κάθε προηγούμενη μηχανή της IBM. Αλλά το ρίσκο απέδωσε και η IBM έγινε μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, τα κέρδη της IBM χρηματοδοτούσαν μία τεράστια γραφειοκρατία.

Το 1989, ο Κρις Χάρμαν έγραφε, τσιτάροντας τη Wall Street Journal ότι η IBM ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ:
ένα γιγάντιο, απολιθωμένο ίδρυμα που έχει απεγνωσμένα ανάγκη από δομικό εκσυγχρονισμό... Ακόμα και μετά τις περικοπές στο εργατικό του δυναμικό αυτός ο κολοσσός μία από τις πιο πολυτελείς και δυσκίνητες γραφειοκρατίες του κόσμου... Οι σχεδιαστές προϋπολογισμού συντάσσουν αναφορές για τις επόμενες αναφορές.

Ο συντηρητισμός και η γραφειοκρατία της IBM ήρθε κι έδεσε όταν έβγαλε στην παραγωγή τον πρώτο της προσωπικό υπολογιστή (PC) το 1981. Η IBM προσπαθούσε αρκετά χρόνια να φτιάξει έναν πετυχημένο μικρό υπολογιστή. Τελικά το πέτυχε μαζεύοντας μια ομάδα αντισυμβατικών προγραμματιστών και δίνοντάς τους ένα χρόνο διορία για να κατασκευάσουν τη μηχανή -ένα σχετικά πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με τα δυσκίνητα πρότυπα της IBM. Οι κατασκευαστές του PC εντός του χρονοδιαγράμματος αγοράζοντας πολλά από τα εξαρτήματα της μηχανής από εξωτερικούς προμηθευτές, αντί να τα φτιάξουν οι ίδιοι για λογαριασμό της IBM. Στην αρχή το PC σημείωσε τεράστια επιτυχία -τους πρώτους 4 μήνες τα έσοδα από πωλήσεις έφτασαν τα 40 εκατομμύρια δολάρια. Όμως, άλλοι κατασκευαστές μπορούσαν να αγοράσουν τα κομμάτια από τα οποία ήταν φτιαγμένο το PC από τους ίδιους προμηθευτές που τα αγόρασε και η IBM και αυτό έκαναν, παράγοντας 'κλώνους' -μηχανές που δούλευαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, αλλά κόστιζαν λιγότερο. Για ένα διάστημα και η IBM και οι κατασκευαστικοί κλώνοι είχαν εντυπωσιακά κέρδη, που ενίσχυσαν περαιτέρω τον εφησυχασμό της IBM ότι θα παρέμενε για πάντα κυρίαρχη της βιομηχανίας υπολογιστών.

Μετά το 1985, αυτός ο εφησυχασμός οδήγησε στην καταστροφή. Η IBM, που έβγαζε δισεκατομμύρια από τις μισθώσεις μεγάλων υπολογιστών από μεγάλες εταιρίες, ποτέ δεν εκτίμησε ότι η πώληση μικρών υπολογιστών θα μπορούσε μια μέρα να εξελιχθεί στην πιο σημαντική αγορά. Είχε συνηθίσει στα χρόνια της αργής ανάπτυξης που ταίριαζε στις παλιές μεγάλες κεντρικές μονάδες επεξεργασίας, και δεν εκσυγχρόνιζε το PC της σύμφωνα με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Αντ' αυτού, προσπάθησε να αλλάξει την τεχνολογία που οι κατασκευαστικοί κλώνοι είχαν αντιγράψει -λανσάροντας ένα νέο υπολογιστή που ονομάζονταν PS/2 που δούλευε διαφορετικά και σταμάτησε να πουλάει το PC που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές. Μ' αυτό τον τρόπο έλπιζε να πετάξει από την αγορά τους κλώνους για να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Αλλά ο νέος υπολογιστής δεν είχε καλύτερες επιδόσεις απ' τους παλιότερους. Όπως έλεγε ένα πρώην στέλεχος της IBM για τους διευθυντές της: "Δεν είχαν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι ζούσαν σ' έναν κόσμο ανταγωνιστικό. Πίστευαν ότι μπορούσαμε να κάνουμε τους πελάτες μας να τα καταπιούν όλα". Στο μεταξύ οι κατασκευαστές κλώνων σύντομα βελτίωσαν τις μηχανές τους συμβαδίζοντας με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Όταν ο νέος υπολογιστής της IBM απέτυχε, αναγκάστηκε να επιστρέψει στα PC. Αλλά τώρα, όπως αναφέρει ένας απολογισμός της παρακμής της, "Η IBM ήταν μια ακόμα εταιρία που έφτιαχνε κλώνους, και μάλιστα αυτή με τις μεγαλύτερες βλέψεις, τις μεγαλύτερες έμμεσες δαπάνες, τις υψηλότερες τιμές και το ταχύτερα μειούμενο μερίδιο αγοράς". Το μερίδιο της IBM στην τεράστια πλέον αγορά PC έπεσε από το 50% το 1984 στο 8% το 1995, και μαζί μ' αυτό έπεσαν και τα κέρδη της.

Εκ των υστέρων, φαίνεται σαν αφέλεια από μέρους της IBM το γεγονός ότι δεν αναγνώρισε την αξία των προσωπικών υπολογιστών. Αλλά υπάρχουν πολλές νέες τεχνολογίες που αποτυγχάνουν στη δοκιμασία της αγοράς, από τα οκταζωνικά (8-track) κασετόφωνα μέχρι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γνωρίζουμε εκ των προτέρων την σημασία τους. Η τεχνολογική ανωτερότητα δεν αποτελεί εχέγγυο επιτυχίας. Τα Betamax  ήταν τεχνικά καλύτερα βίντεο συστήματα από τα VHS και τα δορυφορικά συστήματα της BSB καλύτερα απ' τα δορυφορικά πιάτα του Sky. Ο μόνος τρόπος να δεις τι θα δουλέψει είναι να ρισκάρεις -η IBM το έκανε με επιτυχία στην περίπτωση του 360 και του PC, αλλά αποτυγχάνοντας στην περίπτωση του PS/2. Σ' αυτές τις συνθήκες δεν εκπλήσσει που η IBM είχε την τάση να προσκολλάται σε προϊόντα πουν ήταν αποδεδειγμένα κερδοφόρα παρά να το ρίχνει στην καινοτομία. Η αγορά δεν της έδωσε κανένα κίνητρο να το κάνει αυτό.

Όσο τα αποθεματικά της IBM έπεφταν, τόσο αυτά της Microsoft και του Μπιλ Γκέιτς εκτοξεύονταν. Αυτό μπορεί να μοιάζει σαν το καπιταλιστικό όνειρο που έγινε πραγματικότητα -ότι ο οποιοσδήποτε με μυαλό και σκληρή δουλειά μπορεί να γίνει πλούσιος- αλλά η πραγματικότητα ήταν κάπως διαφορετική. Ο Γκέιτς ασχολήθηκε πρώτη φορά με τους υπολογιστές στα 13 του χρόνια. Γόνος μιας οικογένειας της ανώτερης μεσαίας τάξης, σπούδασε σε μια σχολή αρκετά πλούσια ώστε να διαθέτει υπολογιστές για τους σπουδαστές της, πράγμα σπάνιο εν έτει 1968. Ο Γκέιτς εγκατέλειψε τις σπουδές του για να δουλέψει πάνω στους υπολογιστές με το συμφοιτητή του Πολ Άλεν. Μια δημοφιλής ιστορία αναφέρει τα εξής:
Όπως και στο Βούδα, η επιφοίτηση του Γκέιτς ήρθε μέσα από μια έκλαμψη. Περπατώντας στην αυλή του Χάρβαρντ, την στιγμή που ο Πολ Άλεν έχωνε στα μούτρα του το τεύχος του Ιανουαρίου 1975 του περιοδικού Popular Electronics, όπου αναγγέλλονταν το μοντέλο μικροκομπιούτερ Altair 8800 της MITS, είδαν και οι δύο την ίδια στιγμή τη δυνατότητα ύπαρξης μιας βιομηχανίας προσωπικών υπολογιστών και ότι αυτή η βιομηχανία θα χρειάζονταν γλώσσες προγραμματισμού. Και παρότι δεν υπήρχαν ακόμα εταιρίες λογισμικού μικροκομπιούτερ, η πρώτη ανησυχία του 19χρονου Μπιλ ήταν μήπως είχαν ήδη αργήσει. "Συνειδητοποιήσαμε ότι η επανάσταση μπορούσε να γίνει χωρίς εμάς", είπε ο Γκέιτς. "Αφού είδαμε αυτό το άρθρο δεν μας έμενε πλέον καμιά αμφιβολία για το πού θα πρέπει να εστιάσουμε στη ζωή μας".

Καλούμαστε να πιστέψουμε ότι ο Γκέιτς έγινε πλούσιος γιατί αφιέρωσε τη ζωή του στο λογισμικό υπολογιστών και μάλιστα σαν αποτέλεσμα μιας ιδιοφυούς ιδέας που τού 'ρθε ξαφνικά σαν κεραυνός. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο πολύπλοκη και πολύ πιο βρώμικη. Η επιτυχία της Microsoft βασίστηκε τα τελευταία 15 χρόνια στο λογισμικό MS-DOS, που περιλαμβάνονταν στο PC της IBM, και σε όλους τους κλώνους που φτιάχτηκαν από τότε. Το MS-DOS είναι ένα 
'λειτουργικό σύστημα' λογισμικού που επιτρέπει διαφορετικά τμήματα του υπολογιστή όπως η οθόνη και το πληκτρολόγιο να συλλειτουργούν. Η IBM σκόπευε αρχικά να αγοράσει ένα λειτουργικό σύστημα από τους ανταγωνιστές της Microsoft, την Digital Research. Όμως ο επικεφαλής της Digital Research Γκάρι Κίλνταλ, δεν θέλησε ούτε να συναντηθεί με την IBM απ' τη στιγμή που γνώριζε ότι οι μικροί υπολογιστές που είχαν φτιάξει μέχρι τότε είχαν αποτύχει, και δεν έβλεπε το λόγο το PC να ήταν μια άλλη ιστορία. Η γυναίκα και συνεταίρος του ήτανε δικηγόρος και είχε τρομοκρατηθεί από τους νομικούς περιορισμούς που ήθελε να βάλει η IBM στο συμβόλαιό της με την Digital Research. Έτσι η IBM απευθύνθηκε στη Microsoft, που συμφώνησε να της πουλήσει ένα λειτουργικό σύστημα παρότι δεν είχε τίποτα έτοιμο. Αντ' αυτού συμφώνησαν με μια όμορη εταιρία να χρησιμοποιήσουν ένα λειτουργικό που ονομάζονταν QDOS, το οποίο και μετονόμασαν σε MS-DOS αγοράζοντας τα αποκλειστικά δικαιώματα. Το QDOS δεν ήταν τίποτε άλλο από αντιγραφή ενός τρίτου λειτουργικού συστήματος, που λεγότανε CP/M και ο δημιουργός του δεν ήταν άλλος από τον Γκάρι Κίλνταλ της Digital Research. Η επιτυχία του MS-DOS ξεκινάει από μια μεγάλη ευκαιρία και μια ύποπτη επιχειρηματική συμφωνία, και όχι με εξυπνάδα και σκληρή δουλειά.

Καθώς προχωρούσε η ιστορία του MS-DOS, ο Γκέιτς συνέχισε να είναι τυχερός. Η IBM και ο κάθε κατασκευαστικός κλώνος πλήρωναν χρέωση για κάθε υπολογιστή που πουλούσαν με MS-DOS, έτσι οι εντυπωσιακές πωλήσεις των PC και των κλώνων τους σήμαιναν μεγάλα κέρδη. Η IBM φυσικά δεν χαιρότανε να πληρώνει τη Microsoft για ένα προϊόν που πουλούσε και στους ανταγωνιστές της. Ήθελαν να πάρουν πίσω τον έλεγχο του λειτουργικού συστήματος κι έτσι να "σκοτώσουν" τους κλώνους. Με τον PS/2, η IBM εισήγαγε ένα νέο λειτουργικό σύστημα, το OS/2. Η Microsoft μπορούσε μόνο να πουλάει μια κατώτερη έκδοση του OS/2 στους κατασκευαστικούς κλώνους. Η πλήρης έκδοση θα πωλούνταν μόνο στην IBM και θα δουλεύονταν μόνο σε υπολογιστές της IBM. Αλλά το PS/2 πάτωσε και μαζί του πάτωσε και το OS/2, και η Microsoft συνέχιζε να πουλάει το MS-DOS στους κατασκευαστικούς κλώνους με υψηλά κέρδη.

Η επιτυχία του Γκέιτς βασίστηκε στην αρχική του εκτίμηση ότι τα PC θα σημείωναν ιδιαίτερη επιτυχία και στις αναμφισβήτητες ικανότητες και τη σκληρή δουλειά του. Αλλά βασίστηκε επίσης σε μια ολωσδιόλου απίθανη σειρά συμπτώσεων -ότι η IBM θα έδινε άδεια στο λειτουργικό σύστημα της Microsoft για το PC, ότι το PC θα είχε επιτυχία, κι ότι στη συνέχεια θα μπορούσε να πουλήσει και στους ανταγωνιστές της. Στο κάτω-κάτω, αν το PC δεν πουλούσε, δεν θα πουλούσε και το MS-DOS. Αν το PS/2 πουλούσε, το MS-DOS θα γινότανε περιττό. Η επιτυχία της Microsoft τη δεκαετία του 1980 δεν βασίζονταν καθόλου στις ικανότητες του Μπιλ Γκέιτς -ούτε στην υψηλή ποιότητα του MS-DOS, αλλά σε μια σειρά ευτυχείς συμπτώσεις. Και όλα αυτά βρίσκονται πολύ μακριά από τη θεωρία της αυτορυθμιζόμενης αγοράς που εξασφαλίζει τα καλύτερα προϊόντα στις χαμηλότερες τιμές.

Η αγορά και το ποντίκι

Το δεύτερο είδος λογισμικού που έχει κεντρικό ρόλο στην κερδοφορία της Microsoft είναι τα Windows. Τα Windows έκαναν τους υπολογιστές ευκολότερους στη χρήση. Οι προηγούμενες οθόνες υπολογιστών ήταν μαύρες με λευκούς χαρακτήρες - με τα Windows η οθόνη ήταν λευκή με μαύρο γράμματα, όπως το χαρτί. Αντί να πληκτρολογείς εντολές, μετακινούσες ένα δείκτη πάνω με την οθόνη με μια συσκευή που ονομάζεται 'ποντίκι'. Χρησιμοποιούσες το ποντίκι για να επιλέξεις τι ήθελες να κάνεις από λίστες που ονομάζονται 'μενού', που εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν όταν τις χρειαζόσουν ή όταν τελείωνες τη δουλειά σου μαζί τους ή επέλεγες από μικρές εικόνες που ονομάζονταν 'εικονίδια'. Τα Windows ήταν ένα από τα πιο πετυχημένα είδη λογισμικού που πωλήθηκαν ποτέ. Μπορεί να φαντάζεστε ότι, όταν ήρθε στην αγορά το 1990, η Microsoft τα είχε μόλις εφεύρει. Ωστόσο, το ποντίκι εφευρέθηκε στη δεκαετία του 1960 και όλα τα άλλα που έκαναν τα Windows ξεχωριστά υπήρχαν από το 1973.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχε μια έντονη συζήτηση για τους υπολογιστές που θα δημιουργούσαν ένα "γραφείο χωρίς χαρτιά" - τα έγγραφα θα δημιουργούνταν σε υπολογιστές, θα επεξεργάζονταν και θα αποθηκεύονταν σε υπολογιστές και θα αποστέλλονταν στον υπολογιστή ενός ατόμου για να διαβαστούν. Σε καμία φάση το έγγραφο δεν θα περνούσε στο χαρτί. Αυτή η ιδέα ανησυχούσε την Xerox, που εμπορεύονταν φωτοαντιγραφικά, και που γνώριζε ότι οι πατέντες της σχετικά με τη διαδικασία φωτοαντιγραφής θα έπεφταν μια μέρα σε αχρηστία. Δημιούργησε ένα ερευνητικό ίδρυμα που ονομάζονταν PARC για να κάνει έρευνα γύρω απ' τους υπολογιστές. Μέχρι το 1973, η PARC είχε δημιουργήσει την Alto. Η Alto είχε μια ασπρόμαυρη οθόνη, είχε εικονίδια και μενού, και είχε κι ένα ποντίκι. Οι Altos μπορούσαν να συνδεθούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας μια τεχνολογία που ονομάζονταν Ethernet, η οποία χρησιμοποιείται ακόμα σήμερα, και τύπωνε έγγραφα χρησιμοποιώντας τους πρώτους εκτυπωτές λέιζερ παγκοσμίως - και πάλι, μια τεχνολογία που χρησιμοποιείται ακόμα σήμερα. Στην πραγματικότητα, η Alto περιλάμβανε όλες τις τεχνολογίες που θα κυκλοφορούσαν στην αγορά με τόσο μεγάλη επιτυχία από τη Microsoft 17 χρόνια αργότερα. Εντούτοις, η Xerox ενδιαφερόταν τόσο λίγο για την Alto, που δεν εξασφάλισε ούτε διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τις σχετικές τεχνολογίες. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια μηχανή δεν θα ήταν επικερδής στην παραγωγή και την έβαλε στην άκρη.

Το Δεκέμβριο του 1979, η Xerox αγόρασε μετοχές αξίας 1 εκατομμυρίου δολαρίων σε μια νέα εταιρεία υπολογιστών που ονομάζονταν Apple. Στο πλαίσιο της συμφωνίας, μια ομάδα της Apple ξεναγήθηκε στο PARC. Το αφεντικό της Apple, Steve Jobs, έμεινε έκπληκτο από το γεγονός ότι η Xerox δεν εκμεταλλευόταν την τεχνολογία που είχε αναπτύξει: "Γιατί δεν κάνετε τίποτα με αυτό;", ρώτησε. "Αυτό είναι πολύ μεγάλο πράγμα! Αυτό είναι κάτι το επαναστατικό! " 

Η Apple αποφάσισε να κατασκευάσει ένα μηχάνημα που δούλευε με παρόμοιο τρόπο με την Alto και ονομάζονταν Macintosh. Μετά από χρόνια ανάπτυξης (το πρόγραμμα ακυρώθηκε επανειλημμένα), ο Macintosh κυκλοφόρησε στην αγορά το 1984. Οι πρώτες πωλήσεις ήταν απογοητευτικές, αλλά το 1985 κυκλοφόρησε νέο λογισμικό και μια εκδοχή "εκτυπωτή λέιζερ" της Apple, μιας καινοτομίας της Xerox PARC. Αυτά έκαναν το Macintosh ικανό να φτιάχνει 'προγράμματα ηλεκτρονικής σχεδίασης' (DTP) - άτομα χωρίς καμιά εξειδίκευση θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους υπολογιστές τους για να κάνουν στοιχειοθεσία και γραφιστική. Ο Macintosh δημιούργησε μια θέση στην αγορά την οποία έχει κρατήσει από τότε. 

Η Apple είχε προσεγγίσει τη Microsoft το 1981 για την παραγωγή λογισμικού για το Macintosh. Αφού άρχισαν να δουλεύουν με την Apple, η Microsoft παρήγαγε τα Windows, τη δική της έκδοση του συστήματος της Alto. Ο Μπιλ Γκέιτς θέλησε, σύμφωνα με τα λόγια ενός διαχειριστή της Microsoft, ένα Mac σε έναν υπολογιστή - στην πραγματικότητα, τα Windows έμοιαζαν με το λογισμικό Macintosh σε τέτοιο βαθμό ώστε η Apple μήνυσε τη Microsoft για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων το 1988, τελικά χάνοντας την υπόθεση το 1992. Ίσως η πιο ακριβής περίληψη της σχέσης μεταξύ των Windows, του Macintosh και της Alto είναι ένα σχόλιο που έκανε ο Μπιλ Γκέιτς στο Στιβ Τζομπς το 1983: "Είναι ... σαν να έχουμε κι οι δυο έναν πλούσιο γείτονα που ονομάζεται Xerox, και εσείς μπήκατε για να κλέψετε την τηλεόραση, και ανακαλύψατε ότι ήμουν εκεί πρώτος και είπατε, 'Ε, αυτό δεν είναι δίκαιο! Εγώ ήθελα να κλέψω την τηλεόραση! '. Μακριά από το να είναι αυτή που έμπασε νέες τεχνολογίες στην αγορά, η Microsoft ήταν αυτή που έκανε τεράστια κέρδη από τεχνολογίες που ήταν 17 ετών, πολλές από τις οποίες είχαν αναπτυχθεί από άλλες εταιρείες.

Από την πάλη ενάντια στο σύστημα στην πάλη για ένα μερίδιο στην αγορά

Η πτώση της IBM και η άνοδος της Microsoft και της Apple δεν είναι κάτι καινούριο, είναι κομμάτι της λειτουργίας του καπιταλισμού. Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραφαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο για τη "Συνεχή επαναστατικοποίηση της παραγωγής, τον αδιάκοπο συγκλονισμό όλων των κοινωνικών καταστάσεων, την παντοτινή αβεβαιότητα και αναταραχή που διακρίνει την αστική εποχή απ' όλες τις προηγούμενες". Εταιρίες και ολόκληρες βιομηχανίες αναπτύσσονται και παρακμάζουν σαν κομμάτι της αναζήτησης του κέρδους. Εντούτοις, οι πρωσικοί υπολογιστές άρχισαν να αναπτύσσονται μετά τη ριζοσπαστικοποίηση της δεκαετίας του 1960. Οι πρώτες τέτοιες μηχανές αναπτύχθηκαν από ανθρώπους που τις έφτιαξαν σαν χόμπι, που συναντιόταν και μοιράζονταν τις ιδέες τους ελεύθερα. Άνθρωποι που δρούσαν σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν εύκολο να μπερδέψουν την πολιτική πάλη ενάντια στην IBM και την αμφισβήτηση του καπιταλισμού ως σύστημα, με την πάλη ενάντια στην IBM στο πεδίο της αγοράς. Αυτή η σύγχυση διευκολύνονταν και από το γεγονός ότι ο τρόπος λειτουργίας των παλιών και νέων εταιριών ήταν πολύ διαφορετικός. Τα στελέχη της IBM φορούσαν όλα τους μπλε κοστούμια. Οι υπάλληλοι της Microsoft κοιμότανε στα γραφεία τους όταν ένα πρότζεκτ έπρεπε να τελειώνει. Προσαρμόζονταν στις συνθήκες εξάντλησης μαθαίνοντας να κοιμούνται στο μέρος που βρισκόταν. Οι κατασκευαστές ενός μέρους του Macintosh σε κάποια φάση "έμεναν ξύπνιοι 58 ώρες σερί ακούγοντας Dead Kennedys και χλαπακιάζοντας βιταμινές C σαν ποπ κορν". Κάποιοι για να ξεσπάσουν έπαιζαν video games, ενώ κάποιοι άλλοι "απλά καθότανε και ούρλιαζαν με όλοι τη δύναμη της φωνής τους".

Ο ιδρυτής της Apple Στιβ Τζομπς ενθάρρυνε το προσωπικό του να πιστεύει ότι όλα αυτά είχαν να κάνουν με ενός είδους εξέγερση ενάντια στο σύστημα:
Ένα από τα σλόγκαν του Τζομπς ήτανε, "ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΕΙΡΑΤΗΣ, ΠΑΡΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ". Ξεχνώντας ότι ήταν υπάλληλοι ενός οργανισμού με κέρδη δισεκατομμυρίων, η ομάδα της Mac νόμιζε ότι ήταν μια συμμορία άγριων κουρσάρων, που δεν υπάκουαν σε κανέναν παρά μόνο στον Καπετάνιο τους!
Καθώς η κληρονομιά του '60 είχε ξεθωριάσει δεν είχε να κάνει πλέον με συλλογικούς αγώνες, αλλά με την προσωπική εκπλήρωση και αυτοέκφραση. Αυτό ταίριαζε με την ιδέα ότι οι καινούριες εταιρίες ήταν πετυχήμενες γιατί στρατολογούσαν τόσο έξυπνους, καίτοι εκκεντρικούς, ανθρώπους. Σίγουρα είναι αλήθεια ότι η δουλειά στη Microsoft ή στην Apple ήταν πολύ διαφορετική από τις περισσότερες δουλειές στον καπιταλισμό -η εξαιρετική κερδοφορία των εταιριών σήμαινε ότι η ταξική πάλη σχεδόν εξανεμίζονταν. Πολλοί υπάλληλοι της Microsoft, που πληρώνονταν εν μέρει με ποσοστά, έγιναν εκατομμυριούχοι μέσα από την εξέλιξη της εταιρίας. Τα αξιοσημείωτα επίπεδα ταύτισης με την εργοδοσία ήταν η κανονικότητα -ένας πρώην διευθυντής της Apple θυμάται ότι, "Όταν έφυγα απ' τη δουλειά, επί ένα μήνα έκλαιγα απαρηγόρητος ώσπου να με πάρει ο ύπνος". Αυτή η κατάσταση ενισχύονταν από το γεγονός ότι πολλοί εργαζόμενοι προσλαμβάνονταν κατευθείαν με την αποφοίτησή τους από το πανεπιστήμιο -χωρίς καμία εμπειρία εργασίας ή δέσμευση σε σχέση με το χώρο, ήταν πολύ χαρούμενοι με το να δουλεύουν σε βαθμό τρέλας με κίνητρο να βγάλουν πολλά λεφτά. Κι αν έβγαζαν πάρα πολλά, μπορούσαν να πουλήσουν το μερίδιό τους στα 30 και να φύγουν.
Για κάποιους εργαζόμενους, οι νέες φίρμες υπολογιστών ήταν κομμάτι ενός ιδεαλιστικού, ρεφορμιστικού σχεδίου -να δώσουν στους ανθρώπους εξουσία ενάντια στις μεγάλες εταιρίες κάνοντας διαθέσιμους στην αγορά μικρούς, φθηνούς και πανίσχυρους υπολογιστές. Με τα λόγια ενός μέλους του προσωπικού της Apple:
Πολλοί λίγοι από μας είχαν καν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους... Αισθανόμασταν σαν να μην είχαμε προφτάσει το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Στην εποχή μας δεν είχαμε Βιετνάμ. Αυτό που είχαμε ήταν το Macintosh.

Μέσα στην αίγλη των υψηλών κερδών η ιδέα του να αλλάξεις τον κόσμο μετατράπηκε στο να φτιάξεις μια ευχάριστη γωνιά στον κόσμο -με τους υπολογιστές σαν εργαλεία αυτοέκφρασης -αυτός ήταν ο τελικός σκοπός της ζωής της νέας μεσαίας τάξης των διευθυντών και ειδικών στην οποία πολλοί πρώην φοιτητές είχαν ενταχθεί. 

Η ανάπτυξη του διαδικτύου

Το διαδίκτυο όχι μόνο δεν σήμανε το τέλος του καπιταλισμού και του κράτους, αλλά βρίσκεται πάντα σε πλήρη εξάρτηση απ' αυτά. Το 1957 η Σοβιετική Ένωση εκτόξευσε τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο Sputnik. Αυτό σήμανε έναν συναγερμό στην άρχουσα τάξη των ΗΠΑ που είχε ανάγκη από μια σταθερά καλύτερη τεχνολογία για κρατηθεί επικεφαλής του ανταγωνισμού των εξοπλισμών. Η αμερικανική κυβέρνηση ίδρυσε την ARPA, ένα πρακτορείο που ανέλαβε την αποστολή να εξασφαλίσει στον αμερικανικό στρατό την υψηλότερη δυνατή τεχνολογία. Ένα πρόβλημα που απασχολούσε την ARPA ήταν η διατήρηση των συστημάτων επικοινωνίας σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου. Ανησυχούσαν ότι η καταστροφή ενός μικρού μόνο αριθμού πόλεων μπορούσε να ακινητοποιήσει τις επικοινωνίες εξαιτίας της ανεπαρκούς ευελιξίας του συστήματος. Αν οι τηλεφωνικές γραμμές, για παράδειγμα, από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον ανατινάσσονταν, δεν υπήρχε κανένας τρόπος επικοινωνίας μ' αυτές τις πόλεις. Αν η Νέα Υόρκη καταστρέφονταν, όλα τα επικοινωνιακά συστήματα που είχαν σαν κέντρο αυτή την πόλη θα αχρηστεύονταν. Το 1969 η ARPA δημιούργησε ένα δίκτυο υπολογιστών, το ARPANET, για την αντιμετώπιση αυτού του είδους των προβλημάτων. Τα μηνύματα στέλνονταν γύρω από ένα δίκτυο υπολογιστών που αδιάλειπτα αντάλλασσαν μεταξύ τους πληροφορίες για την κατάσταση του δικτύου. Αν ένα μέρος του δικτύου εξαφανίζονταν, οι υπολογιστές ενημερώνονταν, και τα μηνύματά τους ανταλλάσσονταν από δρόμους που παρέμεναν ανέπαφοι.

 Το ARPANET, που χρησιμοποιούνταν απ' το στρατό και από ακαδημαϊκά ιδρύματα, αναπτύχθηκε φτάνοντας να συνδέει 562 συστήματα υπολογιστών μέχρι το 1983, τη χρονιά που ο στρατός ξεκίνησε να στήνει το δικό του δίκτυο. Τον επόμενο χρόνο το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ πήρε τον έλεγχο του συστήματος που είναι τώρα γνωστό ως διαδίκτυο (
Internet), και τον κράτησε μέχρι την ιδιωτικοποίησή του ο 1994 -ως τότε 2 εκατομμύρια συστήματα υπολογιστών βρισκόταν ήδη σε διασύνδεση. Όπως συνέβαινε με όλα τα πεδία της πληροφορικής, τότε, το διαδίκτυο εισέπραξε αρχικά τεράστια χρηματοδότηση από το κράτος και ιδιαίτερα από το στρατό. Η αγορά δεν είχε ως τότε εμπλακεί με κανένα τρόπο- στην πραγματικότητα, στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του διαδικτύου, η εμπορική δραστηριότητα είχε αποκλειστεί από το ίδιο το σύστημα.

Οι υπολογιστές σήμερα -η αγορά

Η ιστορία των υπολογιστών δεν επιβεβαιώνει την ιδέα ότι η ελεύθερη αγορά παρέχει την επιλογή ή την απόδοση. Στην πραγματικότητα, μακράν του να έχουν αναπτυχθεί σε βαθμό που να ξεπερνάει τη μαρξιστική ανάλυση, οι υπολογιστές δείχνουν πολλά από τα χαρακτηριστικά τα οποία οι μαρξιστές είχαν ήδη επισημάνει στον καπιταλισμό ως ουσιώδη. Από την εποχή ακόμα του Μαρξ οι καπιταλιστικές οικονομίες  είχαν την τάση να περνούν από φάσεις ανάπτυξης και ύφεσης. Η κερδοφορία μιας συγκεκριμένης σφαίρας της οικονομίας ενθαρρύνει τους καπιταλιστές να επενδύσουν σ' αυτήν ακόμα περισσότερο. Μετά από ένα συγκεκριμένο σημείο, παράγονται περισσότερα εμπορεύματα απ' αυτά που μπορούν να πουληθούν. Η τιμή του εμπορεύματος πέφτει, ρίχνοντας τα κέρδη και πετώντας έξω από την αγορά τους πιο αδύναμους καπιταλιστές. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε ελλείψεις στο συγκεκριμένο εμπόρευμα και σε μια εκ νέου άνοδο της τιμής του, όποτε ο ίδιος κύκλος ξεκινά και πάλι. Η κατασκευή ημιαγωγών, των τσιπ που ελέγχουν τους υπολογιστές καθώς και τα CD player και πολλές ακόμη ηλεκτρικές εφαρμογές, ακολούθησε αυτό το μοτίβο. Το 1995 η παγκόσμια αγορά ημιαγωγών παρουσίαζε ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης 30%. Τα καθαρά κέρδη άγγιζαν το 50%. Σαν αποτέλεσμα, σχεδιάζονταν το άνοιγμα 50 εργοστάσιων ημιαγωγών σε όλο τον κόσμο, που το καθένα θα κόστιζε περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Αλλά τον Αύγουστο του 1995 η Financial Times έγραψαν ότι οι θεσμικοί επενδυτές εξέφρασαν κάποιες επιφυλάξεις όταν η Κορεάτικη εταιρία ηλεκτρονικών Tatung σχεδίαζε να χτίσει ένα τέτοιο εργοστάσιο: "Υπάρχει κίνδυνος οι προγραμματισμένες επενδύσεις σε ημιαγωγούς να έρχονται σε λάθος χρόνο, καθώς έρχονται σ' ένα σημείο που ο κλάδος, διαβόητος για τους βασανιστικούς κύκλους διακυμάνσεων της κερδοφορίας του, μπήκε σε τροχιά ύφεσης".

Πράγματι το 1996 παράχθηκαν περισσότερα τσιπάκια απ' όσα μπορούσε να αντέξει η αγορά και οι τιμές έπεσαν -ένα τσιπάκι που πουλιόταν 46 δολάρια στην αρχή της χρονιάς έφτασε το Σεπτέμβρη να πουλιέται 11 δολάρια. Οι επενδύσεις στην κατασκευή νέων βιομηχανικών μονάδων πάγωσαν λόγω της μείωσης των κερδών. 

Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού υποστηρίζουν ότι η αγορά οδηγεί στην καινοτομία και στην ελεύθερη επιλογή. Αλλά στην πραγματικότητα η οικονομία κυριαρχείται όλο και περισσότερο από ένα μικρό αριθμό επιχειρήσεων.

Για παράδειγμα, η αεροπορική βιομηχανία κυριαρχείται από τρεις εταιρίες, τη Boeing, τη McDonnell Douglas και τη Lockheed, και κάθως γραφόταν αυτό το άρθρο, οι δύο πρώτες ανακοίνωσαν τη συγχώνευσή τους. Και ελάχιστες αλυσίδες σουπερμάρκετ πουλάνε τα φαγώσιμα που αγοράζονται σε όλη τη Βρετανία. Στους υπολογιστές δεν συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Όπως έχουμε ήδη δει, η βιομηχανία τη δεκαετία του 1960 βρισκόταν κάτω από την απόλυτη κυριαρχία της IBM. Το 1995, 6 εταιρίες κατασκεύαζαν το 46% των προς πώληση προσωπικών υπολογιστών, και η κυριαρχία τους στην αγορά προβλέπονταν να αυξηθεί το 1996, φτάνοντας ίσως το 75% στο τέλος της δεκαετίας. Οι περισσότεροι απ' αυτούς τους υπολογιστές χρησιμοποιούν τσιπάκια που κατασκευάζονται από την Intel, που έχει ένα μερίδιο αγοράς 80% σ' αυτό τον τομέα. Το λογισμικό των περισσότερων απ' αυτές τις μηχανές το φτιάχνει η Microsoft, που ελέγχει απόλυτα την αγορά λειτουργικών συστημάτων με τα MS-DOS και τα Windows. Η Microsoft τροφοδοτεί επίσης την πλειοψηφία των προσωπικών υπολογιστών με εφαρμογές επιχειρησιακού λογισμικού (
business software) -βάσεις δεδομένων, εξελόφυλλα (spreadsheets), και επεξεργαστές εγγράφων (word processing). Ο πλησιέστερος ανταγωνιστής της είναι η Lotus, που πρόσφατα έγινε θυγατρική της IBM. Ακόμα και αγορές που αναπτύχθηκαν σχετικά πρόσφατα κυριαρχούνται από μία μόνο εταιρία. Για τη χρήση του συστήματος world wide web χρειάζεσαι ένα λογισμικό που λέγεται 'browser'. To 74% των χρηστών του web γίνεται μέσω του πιο δημοφιλούς browser, της Netscape. Ο πιο κοντινός ανταγωνιστής της έχει το 8%. 

Οι σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες εταιρίες που κυριαρχούν στη βιομηχανία υπολογιστών είναι κάθε άλλο παρά οι ευθέως ανταγωνιστικές που οι θιασώτες της αγοράς θα περίμεναν. Έχουμε ήδη παρατηρήσει τη μεταστροφή από τη συνεργασία στον ανταγωνισμό από τη δεκαετία του 1980 ανάμεσα στην IBM, τη Microsoft και την Apple. Το 1995 η Toshiba και η IBM σχεδίαζαν να ανοίξουν από κοινού ένα εργοστάσιο παραγωγής ημιαγωγών στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα συνεργάζονταν με τη Siemens για την ανάπτυξη της τεχνολογίας τσιπ στη Γερμανία, όπου η Philips και η IBM επίσης σχεδίαζαν να ανοίξουν από κοινού εργοστάσιο. Οι Γιαπωνέζοι κατασκευαστές τσιπ θεωρούσαν ότι η συνεργασία σε κάποια πρότζεκτ είχε προτεραιότητα σε σχέση με τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Αυτό το δίκτυο μερικής συνεργασίας συνοδεύεται από ένα πολύπλοκο μοτίβο ιδιοκτησίας ανάμεσα στις μεγάλες εταιρίες υπολογιστών. Η Motorolla, η France Telecom και η NEC, για παράδειγμα, κατέχουν από 17% της Groupe Bull. Η NEC και η Groupe Bull κατέχουν από 19,99% της Packard Bell. Το 1995 η ICL -που το 84% των μετοχών της ανήκε στη Fujitsu- απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της πέμπτης μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρίας υπολογιστών, ενώ η Amstrad αγόρασε την Jarfalla, μια σουηδική εταιρία ιδιοκτησίας της IBM. Όλες αυτές οι πρόσκαιρες συμμαχίες και τα τζαρτζαρίσματα για μια θέση δεν έχουν καμιά σχέση με τον "αυστηρό ανταγωνισμό" που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει την αγορά.

Δισεκατομμύρια έχουν ξοδευτεί στην τεχνολογία πληροφοριών και μόνο με την υπόθεση ότι μπορεί να φέρει αύξηση της παραγωγικότητας. Αλλά υπάρχουν εντυπωσιακά λίγα παραδείγματα όπου τα λεφτά έπιασαν τόπο. Μια έρευνα του 1995 από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, για παράδειγμα, βρήκε ότι μόνο το 28% θεωρεί ότι η τεχνολογία πληροφοριών είχε την απαιτούμενη ανταποδοτικότητα, το 34% απάντησαν ότι δεν ξέρουν, ενώ το 38% πιστεύουν ότι ήταν ασύμφορη. Οι αμερικανοί οικονομολόγοι Στίβεν Όλιβερ και Ντάνιελ Σίτσελ υποστήριξαν ότι μεταξύ 1970 και 1992 τα κομπιούτερ πρόσθεσαν μόνο 0,3% στην οικονομική ανάπτυξη. Φαίνεται αξιοπερίεργο ότι οι καπιταλιστές επενδύουν τεράστια ποσά σε τεχνολογία, που μπορεί στην πραγματικότητα να τους κάνει να χάσουν λεφτά, αλλά είναι η ίδια η αγορά που καθιστά κάτι τέτοιο αναπόφευκτο. Το Μάρτη του 1995, για παράδειγμα, η τράπεζα Chase Manhatan ξόδεψε πάνω από 100 εκατομμύρια σε νέες τεχνολογίες μηχανογράφησης επενδυτικών δραστηριοτήτων. Ήταν μάλλον απίθανο η νέα τεχνολογία να βγάλει τα λεφτά της, όπως σχολίαζε η Financial Times, αλλά η επένδυση ήταν απαραίτητα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της Chase Manhatan με τις άλλες τράπεζες, που επενδύουν ακόμα περισσότερα στην τεχνολογία πληροφοριών. Μία παρόμοια λογική βρίσκεται πίσω από την προώθηση του διαδικτύου. Έτσι προσεγγίζει το ζήτημα και μια διαφήμιση για τον παγκόσμιο ιστό της Apple:
Ας δούμε κατάματα την πραγματικότητα. Η εξάπλωση του ίντερνετ είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να αγνοηθεί χωρίς κίνδυνο. Χιλιάδες επιχειρηματικοί όμιλοι βρίσκονται ήδη στον παγκόσμιο ιστό, από νεοφυείς επιχειρήσεις μέχρι τις πολυεθνικές εταιρίες -και το πιθανότερο είναι οι ανταγωνιστές σας να βρίσκονται ήδη εκεί.
Το ερώτημα είναι, αν δεν βρίσκεστε σήμερα στον ιστό, πού θα βρίσκεται αύριο η επιχείρησή σας;

Έχουμε πει ήδη ότι ένας μικρός αριθμός ανθρώπων έχει πρόσβαση στο ίντερνετ. Για κάποιες εταιρίες το κόστος του να βρίσκονται στο web, υπερβαίνει σίγουρα τα κέρδη. Κι όμως, αυτές οι εταιρίες πρέπει να μπούνε στο χορό από φόβο ότι οι ανταγωνιστές τους θα τους φάνε τη δουλειά. Ο ανταγωνισμός της αγοράς στην πραγματικότητα χαμηλώνει τα επίπεδα κερδοφορίας.

Το κράτος

Εκτός από τους ισχυρισμούς των οπαδών της ελεύθερης αγοράς ότι το κράτος δεν έχει κανένα χρήσιμο οικονομικά ρόλο να παίξει, η δεκαετία του 1990 γνώρισε την ανάπτυξη των θεωριών της 'παγκοσμιοποίησης'. Σύμφωνα μ' αυτές, το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύχθηκε στο επίπεδο που οι πολυεθνικές εταιρίες μπορούν να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους σε όποια χώρα του πλανήτη τους συμφέρει. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν οι κυβερνήσεις επιβάλλουν βαριά φορολογία επί των κερδών, οι επιχειρήσεις αυτές να μεταφέρονται απλά σε άλλη χώρα όπου οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές. Το κράτος είναι ανυπεράσπιστο απέναντι στις δυνάμεις της αγοράς.

Η βιομηχανία υπολογιστών φαίνεται ότι είναι η πιο ευπρόσβλητη από την παγκοσμιοποίηση. Χιλιάδες τσιπάκια που είναι τόσο μικρά ώστε μπορούν να φορτωθούν σε ένα αεροπλάνο και να κάνουν το γύρο του κόσμου με πολύ μικρό κόστος -αλλά σίγουρα οι εταιρίες μπορούν να τα κατασκευάσουν όπου τους αρέσει; Με τους μισθούς των μηχανικών λογισμικού να είναι στην Ινδία τέσσερις φορές μικρότεροι απ' ότι στη Γερμανία γιατί οι εταιρίες λογισμικού να μην κάνουν όλη τη δουλειά στις πιο φτωχές χώρες, εξοικονομώντας λεφτά; Γιατί μόνο αυτό δε γίνεται. Όσον αφορά του πού βρίσκονται τα εργοστάσια ημιαγωγών, οι Financial Times εξηγούν:
Οι βασικές απαιτήσεις συμπεριλαμβάνουν επάρκεια εργατικού δυναμικού, αξιόπιστες εγκαταστάσεις, καθαρό αέρα και άφθονη παροχή νερού. Οι κατασκευαστές τσιπ ψάχνουν επίσης για περιοχές με εύκολη πρόσβαση στους προμηθευτές χημικών και εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ημιαγωγών... οι κατασκευαστές ημιαγωγών δεν δελεάζονται από το χαμηλό κόστος της εργατικής δύναμης. Τυπικά, η εργατική δύναμη καλύπτει λιγότερο από 10% του συνολικού κόστους παραγωγής -με την απόσβεση του εργοστασίου να είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας.

Σύμφωνα μ' ένα διευθυντικό στέλεχος της Intel, μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρίας τσιπ:
Η πολιτική και τα άλλα οικονομικά κίνητρα είναι πολύ πιο σημαντικά από τη μισθολογική δομή. Αν απολαμβάνεις φοροελαφρύνσεις... ή επιχορηγήσεις επιταγών επαγγελματικής κατάρτισης (training grants) ή επιχορηγήσεις κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (capital equipment grants), αυτά είναι πολύ πιο σημαντικά από τους μισθούς.
 Για παράδειγμα, το 1995 η Siemens ανακοίνωσε ότι θα επένδυε 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε ένα εργοστάσιο τσιπ στο Τάινσαϊντ. Η Siemens επέλεξε να κατασκευάσει το εργοστάσιο στη Βρετανία για να χτυπήσει τον ανταγωνισμό από την Ιρλανδία και την Αυστρία "μετά από έντονες πολιτικές πιέσεις του Μάικλ Χέζελταϊν... και προσωπική παρέμβαση του κυρίου Τζόν Μέιτζορ", όπως έλεγε το ρεπορτάζ. Και οι τρεις κυβερνήσεις είχαν προσφέρει πακέτα κινήτρων. Το Βρετανικό πακέτο άξιζε περίπου 50 εκατομμύρια λίρες... Σύμφωνα με τη Siemens, οι λόγοι που επέλεξε τη Βρετανία συμπεριελάμβαναν τη "διαθεσιμότητα ενός ελαστικού εργατικού δυναμικού, μιας καλής υποδομής, μιας αποδεδειγμένα λαμπρής παράδοσης στη βιομηχανία και μιας καθόλου αμελητέας εγχώριας αγοράς ημιαγωγών"...

Παράγοντες όπως οι αξιόπιστες υποδομές, η εμπειρία στην παραγωγή ημιαγωγών και η μεγάλη εγχώρια αγορά είναι διαθέσιμοι σε λίγες χώρες. Γι' αυτό το λόγο οι ΗΠΑ κατέχουν το 33% της παγκόσμιας αγοράς των ημιαγωγών, κι ακολουθούν η Ιαπωνία με 29% και, αμέσως μετά, η Νότια Κορέα, η Γερμανία και η Βρετανία. Οι κατασκευαστές πράγματι σχεδιάζουν να επεκταθούν σε άλλες χώρες -το φθινόπωρο του 1995, για παράδειγμα, υπήρχαν στα σκαριά εφτά κατασκευαστικές βιομηχανίες τσιπ στην Κίνα. Όχι όμως εξαιτίας των χαμηλών μισθών, αλλά λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς σε μια χώρα όπου 700.000 PC πουλήθηκαν το 1994 και η αγορά επεκτείνεται περίπου κατά 30% το χρόνο. Η Compaq, η μεγαλύτερη εταιρία κατασκευής υπολογιστών του κόσμου, ακολουθεί την ίδια λογική -έχει εργοστάσια στο Τέξας, τη Σκωτία και τη Σιγκαπούρη, και σχεδιάζει νέα εργοστάσια στην Κίνα και τη Βραζιλία "προετοιμάζοντας τον εαυτό της για την αναμενόμενη ταχεία ανάπτυξη των ανερχόμενων αγορών PC".

Οι κατασκευαστές ακόμα εξαρτώνται από τα κράτη για να τους παρέχουν υποδομές όπως μεταφορές, παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, κίνητρα για να επενδύσουν σε νέα εργοστάσια. Οι κυβερνήσεις, όπως των Βρετανών Τόρηδων, δρουν σε απόλυτη αντίθεση με τη ρητορική τους περί ελεύθερης αγοράς, χρησιμοποιώντας το κράτος σαν χορηγό της βιομηχανίας. Το κράτος έτσι συνεχίζει να παίζει κεντρικό ρόλο στον καπιταλισμό όπως έπαιζε πάντα, και σ' ό,τι αφορά το λογισμικό, ο ρόλος του σε σχέση με την πολιτική των πνευματικών δικαιωμάτων (του 
copyright  και της πατέντας) είναι καθοριστικός. Η αντιγραφή λογισμικού υπολογιστών είναι συνήθως και η αντιγραφή είναι ακριβώς ίδιας ποιότητας με το πρωτότυπο. Η παράνομη αντιγραφή υπολογίζεται ότι κοστίζει στη βιομηχανία υπολογιστών περίπου 400 εκατομμύρια το χρόνο. Η Βρετανική βιομηχανία λογισμικού, για παράδειγμα, απαιτεί από το Βρετανικό και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αναλάβουν δράση προκειμένου να ενισχύσουν το νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων. Η Αμερικανική κυβέρνηση απειλεί με κυρώσεις την Κίνα αν δεν πάρει μέτρα για τον περιορισμό της λογισμικής πειρατείας -υπολογίζεται ότι το 94% του λογισμικού της Κίνας είναι πειρατικό και αυτή που θίγεται είναι η Αμερικάνικη εταιρία Microsoft.

 Η ασυμφωνία ρητορικής και πραγματικότητας του καπιταλισμού όσον αφορά το κράτος, σημαίνει ότι οι υποστηριχτές του συστήματος συχνά καταλήγουν να πέφτουν σε αντιφάσεις. Ο Μπιλ Γκέιτς, για παράδειγμα, αναφέρει με ενθουσιασμό ότι στη Σιγκαπούρη το κράτος αναγκάζει τους οικοδόμους να φτιάχνουν υποδομές για υπολογιστές:
Κάθε εργολάβος θα υποχρεώνεται να εφοδιάζει κάθε νέο σπίτι ή διαμέρισμα με ευρυζωνικά καλώδια κατά τον ίδιο τρόπο που απαιτείται από το νόμο να υπάρχει παροχή νερού, αέριου, ηλεκτρικού και τηλεφώνου. Όταν επισκέφτηκα το Λι Κουάν Γιού, τον 72χρονο πρώην πρωθυπουργό που κυβερνούσε τη Σιγκαπούρη από το 1959 ως το 1990 κατενθουσιάστηκα με το πόσο ενήμερος ήταν γι' αυτή την τεράστια ευκαιρία...
Αλλά μόλις τρεις σελίδες αργότερα, ο Μπιλ Γκέιτς ανησυχεί ότι η κρατική παρέμβαση θα είναι ένα γραφειοκρατικό εμπόδιο στην αποτελεσματικότητα της αγοράς: 
Σε πολλές χώρες σήμερα, κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες κάνουν σχέδια ενθάρρυνσης των highway investments (δηλαδή των επενδύσεων στην υπερλεωφόρο πληροφοριών ή στις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών- στον κόσμο των υπολογιστών, CW). Μια κυβερνητική ώθηση θα μπορούσε, θεωρητικά, να συμβάλει στην κατασκευή της λεωφόρου πληροφοριών μια ώρα αρχύτερα, αλλά η πολύ πραγματική πιθανότητα το αποτέλεσμα να μην είναι και τόσο ελκυστικό πρέπει να ληφθεί σοβαρά. Μια τέτοια χώρα μπορεί να καταλήξει να κάνει μια τρύπα στο νερό, μια βραδυκίνητη λεωφόρο πληροφοριών φτιαγμένη από μηχανικούς που δεν έχουν καμιά επαφή με τους ραγδαίους ρυθμούς της τεχνολογικής ανάπτυξης.
Ο Σκοτ ΜακΝίλι της Sun Microsystems έδωσε στη Financial Times μια ακόμα πιο μπερδεμένη εικόνα του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός:
Η Microsoft διεισδύει σε κάθε είδους μπίζνες...η κυρίαρχη θέση της είναι ανθυγειινή  για την αγορά, λέει ο ΜακΝίλι... Είναι σοκαριστικό το πόσο λίγοι άνθρωποι καταλαβαίνουν την οικονομία της αγοράς... Υπάρχει μία τεράστια ποσότητα άγνοιας... Έχουμε τεράστια εμπειρικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι η επιλογή λειτουργεί... και γι' αυτό το λόγο έχουμε αντιμονοπωλιακές και αμοιβαίες συμφωνίες ελέγχου της αγοράς.
Η ελεύθερη αγορά λειτουργεί μια χαρά από μόνη της, προφανώς, αρκεί να υπάρχει σε τακτά χρονικά διαστήματα κρατική παρέμβαση.

Οι υπολογιστές και η εργατική τάξη

Οι υπολογιστές άλλαξαν σημαντικά το καθεστώς εργασίας των εργαζόμενων στις αναπτυγμένες χώρες. Οι δαπάνες για τεχνολογία πληροφοριών ανά υπάλληλο είναι υψηλότερες στα λευκά κολάρα, δηλαδή στους τραπεζοϋπάλληλους και τους χρηματιστές (6.243 δολάρια το χρόνο), τους ασφαλιστές (5.505 δολάρια το χρόνο), και ακολούθως στα στελέχη των κεντρικών και τοπικών κυβερνήσεων (4.324 και 3.310 αντίστοιχα) -παρότι το ποσό είναι αρκετά υψηλό και στους μηχανικούς (1.598). Πολλοί θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η ανάπτυξη των υπολογιστών μείωσε τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων εργασίας, καθώς και τη δύναμη αυτών που προσπαθούν να υπερασπιστούν τις δουλειές και τις συνθήκες εργασίας τους.

Οι εργαζόμενοι που χειρίζονται υπολογιστές σήμερα παραδοσιακά δεν θεωρούνται κομμάτι της εργατικής τάξης. Πριν από 50 χρόνια, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και τα στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης θεωρούνταν ότι κατείχαν σχετικά προνομιούχες θέσεις. Θεωρούνταν μια "σταθερή δουλειά" με καλό μισθό. Αν οι εργαζόμενοι αυτοί τύχαινε να συνδικαλίζονται, τα σωματεία τους ήταν κάτι σαν ενώσεις διοικητικού προσωπικού που είχαν αγαστές σχέσεις με τη διοίκηση και δεν απεργούσαν σχεδόν ποτέ. Όλα αυτά έχουν αλλάξει. Οι υπαλληλικές δουλειές έγιναν ρουτίνα, η εργασιακή ασφάλεια εξανεμίστηκε, οι μισθοί έπεσαν και τα συνδικάτα τους, η UNISON, η CPSA και η BIFU βρέθηκαν στο επίκεντρο πολλών απεργιακών κινητοποιήσεων. Όσο διαφορετικές και να είναι οι συνθήκες εργασίας τους από άλλα παραδοσιακά κομμάτια όπως οι μεταλλωρύχοι, οι λιμενεργάτες, οι ναυπηγοεπισκευαστές, κατέληξαν κι αυτοί να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους με τη συσπείρωση στα συνδικάτα ενάντια επιθέσεις των διευθυντών. Το γεγονός ότι οι υπάλληλοι συγκροτούν ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης δε σημαίνει, λοιπόν, ότι οι εργάτες έχουν λιγότερη δύναμη.

Σε κάποιες βιομηχανίες, όπως στα τυπογραφεία των ημερήσιων εφημερίδων, η εμφάνιση των υπολογιστών συνέπεσε με την απώλεια θέσεων εργασίας. Αλλά οι δουλειές που χάθηκαν στον τύπο ήταν περισσότερο αποτέλεσμα της αποτυχίας των συνδικάτων να υπερασπιστούν τους εργαζόμενους απέναντι στις επιθέσεις των εργοδοτών, παρά μια άμεση συνέπεια της ίδιας της ψηφιοποίησης. Άλλοι χώροι, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, εισήγαγαν υπολογιστές χωρίς μεγάλες περικοπές προσωπικού. Και αν η πρόοδος της τεχνολογίες κατέστρεψε κάποιες δουλειές, σίγουρα δημιούργησε άλλες -το 1995, για παράδειγμα η κατασκευαστική εταιρία τσιπ Motorola έγινε μεγαλύτερη βιομηχανική εργοδότρια εταιρία της Σκωτίας.

Κάποιοι ανησυχούν ότι οι υπολογιστές θα κάνουν εφικτή μια κοινωνία σαν αυτή που περιγράφει ο Όργουελ στο 1984 όπου το κράτος μπορεί να κατασκοπεύει κάθε σκοπιά της ανθρώπινης ζωής καθιστώντας αδύνατη κάθε μορφή αντίστασης. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι ουσιαστικά όλες οι αγορές σύντομα θα γίνονται με ψηφιοποιημένα συστήματα γραμμοκωδίκων (barcodes) και πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες, έτσι οι υπολογιστές θα συλλέγουν συνεχώς πληροφορίες για το πού βρίσκονται οι άνθρωποι, τι ψωνίζουν και ούτω καθεξής. Φυσικά οι άνθρωποι έχουν δίκιο να ανησυχούν ότι η πληροφορία που δεσμεύεται γι' αυτούς από τους υπολογιστές θα πρέπει να είναι ακριβής, ιδιωτική και πάει λέγοντας. Αλλά ο εφιάλτης του ψηφιοποιημένου αστυνομικού κράτους δεν είναι πιθανό να συμβεί. Έχει ήδη διαπιστωθεί ότι οι υπολογιστές όχι μόνο απέχουν πολύ από το να είναι αποδοτικοί και παντογνώστες, αλλά και είναι και τόσο κακοφτιαγμένοι όσο και οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα παράγεται στον καπιταλισμό. Όσο για το κράτος, το υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλειας ξόδεψε 2,6 δισεκατομμύρια μεταξύ 1984 και 1996 σε υπολογιστές που σχεδιάστηκαν για τη διαχείριση των επιδομάτων πρόνοιας -θεωρητικά για την περικοπή δαπανών μέσω απολύσεων 20.000 υπαλλήλων. Στην πραγματικότητα, το προσωπικό αυξήθηκε κατά 2.000 και οι υπολογιστές χρειάστηκαν δαπάνες ακόμα 750 εκατομμυρίων για να μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά. Στο μεταξύ, το υπουργείο Υγείας ξεκίνησε τη δική του ψηφιοποίηση, κρατώντας ηλεκτρονικά αρχεία ασθενών. Αλλά τα δύο υπουργεία ποτέ δε συνεργάστηκαν,  παρότι μια τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να εξοικονομήσει εκατομμύρια λίρες. Αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τους υπολογιστές ούτε για να την πληρωμή των επιδομάτων ή τη διατήρηση ηλεκτρονικών αρχείων ασθενών, δεν έχει καμία πιθανότητα να τους χρησιμοποιήσει για να μας κατασκοπεύει όλους ταυτόχρονα. Όποιος κατάφερε με επιτυχία να γλιτώσει τη φορολογία ή όποιος έλαβε λάθος ποσό αντί επιδόματος ή και καθόλου "λόγω προβλημάτων με το δίκτυο", έχει μια πολύ καλύτερη εικόνα του επιπέδου τεχνολογίας πληροφοριών που είναι διαθέσιμο στο εθνικό και τοπικό κράτος.

Ούτε αληθεύει το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στις εταιρίες υψηλής τεχνολογίας έχουν λίγη δύναμη. Έχουμε ήδη τονίσει ότι αυτές οι εταιρίες δεν μπορούν έτσι απλά να πάρουν τα εργοστάσιά τους και να τα πάνε σε χώρες με φθηνά μεροκάματα αν οι εργαζόμενοι στον αναπτυγμένο κόσμο παλέψουν για καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας. Πρώτα απ' όλα, αυτές οι χώρες δεν έχουν τις απαραίτητες υποδομές. Δεύτερον, οι εταιρίες που έχουν κάνει πολύ σημαντικές επενδύσεις σε μηχανήματα -ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει τσιπάκια όπως είδαμε μπορεί να κοστίσει και 1 δις δολάρια- δεν μπορούν απλά να τα πάρουν και να σηκωθούν να φύγουν. Πράγματι, τα τεράστια ποσά των επενδύσεων και η ραγδαία απόσβεσή τους, σημαίνουν ότι οι εργαζόμενοι έχουν τεράστια δύναμη. Η ταχύτητα της τεχνολογικής ανάπτυξης σημαίνει ότι οι βιομηχανίες τσιπ μπορούν πολύ άνετα να μείνουν πίσω. Με τα λόγια της διεύθυνσης της Intel "Αν επενδύσεις 2 δις δολάρια σε κεφάλαιο, ο όγκος της κεφαλαιακής επένδυσης αποσβένεται σε τέσσερα χρόνια, και στα 2 δις αυτό σημαίνει 500 εκατομμύρια απόσβεση το χρόνο". Ένα τέτοιο εργοστάσιο λοιπόν πρέπει να βγάζει 9 εκατομμύρια την εβδομάδα μόνο για να πληρώσει τα έξοδα κατασκευής. Αν οι εργάτες απεργήσουν ακόμα και για μικρό διάστημα, προκαλούν τεράστια ζημιά στην εταιρία.

Και άλλοι εργαζόμενοι σε υπολογιστές έχουν παρόμοιες δυνατότητες. Το Φλεβάρη του 1995 η  ασφαλιστική εταιρία Norwich Union απέλυσε 93 εργαζόμενους. Το προσωπικό καλέστηκε σε μία συνάντηση όπου τους ανακοίνωσαν την απόλυσή τους. Τους αφαιρέθηκαν οι ταυτότητές τους και οι σεκιουριτάδες τους συνόδευσαν στα γραφεία τους για να μαζέψουν τα πράγματά τους και ύστερα τους οδήγησαν στην έξοδο. Δεν τους δόθηκε χρόνος να αποχαιρετήσουν τους συναδέλφους τους ή να κάνουν κάποιο τηλεφώνημα. Το περιοδικό  Computer Weekly εξηγεί:
Αυτή η βάρβαρη διαδικασία ήταν ο τρόπος που είχαν καθιερώσει οι εταιρίες για να ξεφορτώνονται οποιονδήποτε λάμβανε γνώση λόγω της θέσης του εμπιστευτικών πληροφοριών. Η ιδέα ήταν να προστατευτεί η επιχείρηση από ένα πιθανό σαμποτάζ, μέσα από την επιτηρούμενη ταχεία έξοδο των εργαζόμενων, για να μην προλάβουν να πειράξουν τους υπολογιστές και να πάρουν εκδίκηση. 

Χάρη σ' αυτά τα ακραία μέτρα προφύλαξης οι εργαζόμενοι της Norwich Union δεν είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους, αλλά το Μάρτη του 1996 μια ομάδα δημόσιων υπάλληλων το έκανε. Πάλι σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού Computer Weekly:
Η απεργιακή δράση 11 μόνο εργαζόμενων στους υπολογιστές της Υπηρεσίας Δικαστηρίων της Βόρειας Ιρλανδίας οδήγησε σε 4 εκατομμύρια ανείσπρακτους φόρους και 100.000 ανέκδοτες κλητεύσεις στο μήνα που χρειάστηκε μέχρι να επέλθει συμβιβασμός.
Το προσωπικό του Κέντρο Υπολογιστών της Υπηρεσίας Δικαστηρίων του Νορθάμπτον ξεκίνησε απεργία δύο βδομάδων από Δευτέρα. Διαμαρτύρονταν για το πέρασμα τους από το δημόσιο τομέα σε ιδιώτη εργολάβο... 
 Οι εργαζόμενοι σε υπολογιστές έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν εκτεταμένη αναστάτωση σε επίσημα και οικονομικά συστήματα -σε μια περίοδο συνδικαλιστικής πύκνωσης και διευθυντικών επιθέσεων που κάνει πιθανό να χρησιμοποιήσουν αυτή τους τη δύναμη.

Πώς αντιμετωπίζουν οι σοσιαλιστές την τεχνολογία πληροφοριών;

Ο ισχυρισμός ότι ζούμε σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία της πληροφορίας, στην οποία ανταποκρίνεται η ελεύθερη αγορά και ο Μαρξισμός είναι κάτι ξεπερασμένο, είναι λάθος. Αντίθετα, η ανάπτυξη των υπολογιστών ενισχύει τη Μαρξιστική υπόθεση. Για το Μαρξ, η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής ήταν ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο ακουμπούσε κάθε κοινωνική αλλαγή:
Σ' ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή -αυτό απλά εκφράζει το ίδιο πράγμα με νομικούς όρους- με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στο πλαίσιο των οποίων διευθύνονταν μέχρι πρότινος. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά. Τότε ξεκινάει η εποχή της κοινωνικής επανάστασης. Οι αλλαγές στην οικονομική βάση οδηγούν αργά ή γρήγορα στο μετασχηματισμό ολόκληρου του αχανούς εποικοδομήματος.
Η μετάβαση από το φεουδαλισμό στον καπιταλισμό και οι επαναστατικές αναταραχές που αυτή σήμανε, συνέβησαν όταν κοινωνικές δομές όπως η μεσαιωνική εκκλησία και η απολυταρχία ήρθαν για να εμποδίσουν την ανάπτυξη των δυνάμεων παραγωγής. Αντικαταστάθηκαν από κοινωνικές μορφές όπως η αστική δημοκρατία, η μισθωτή εργασία και η επίσημη ισότητα ενώπιον του νόμου που έκαναν δυνατή την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε ένα επίπεδο ασύλληπτο για τα δεδομένα του φεουδαλισμού. Όμως εκείνες οι κοινωνικές μορφές, οι προοδευτικές στον καιρό τους με τη σειρά τους ξεπεράστηκαν από την πρόοδο των παραγωγικών δυνάμεων. Η ανατροπή του καπιταλισμού τώρα γίνεται απαραίτητη για να υλοποιηθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της ανθρωπότητας.

Για παράδειγμα, δεν υπάρχει σήμερα κανένας τεχνικός λόγος να μην υπάρχει σε κάθε πόλη και χωριό της γης σύνδεση με το παγκόσμιο δίκτυο υπολογιστών. Από το δίκτυο, καθένας θα ήταν ικανός να αποκτά, μέσα σε λίγα λεπτά, το αντίγραφο οποιουδήποτε βιβλίου δημοσιεύτηκε ποτέ, οποιοδήποτε κομματιού μουσικής ηχογραφήθηκε, οποιασδήποτε ταινίες ή τηλεοπτικού προγράμματος προβλήθηκε. Οι εκπαιδευτικές και πολιτισμικές ευκαιρίες που ένα τέτοιο σύστημα θα έφερνε σε δισεκατομμύρια ανθρώπους είναι πέρα από κάθε φαντασία. Κι όμως ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να οικοδομηθεί μόνο σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Μπορείτε να καταλάβετε γιατί αν λάβετε υπόψη πώς ο Μπιλ Γκέιτς εξηγεί τον τρόπο που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ένα δίκτυο υπολογιστών ("τη λεωφόρο") για να κάνουν τέτοιου είδους πράγματα κάτω από τον καπιταλισμό:
Οι δισκογραφικές εταιρίες ή ακόμα και μεμονωμένοι καλλιτέχνες που ηχογραφούν τη δουλειά τους, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ένα νέο τρόπο για να πουλάνε τη μουσική τους. Εσύ, ο καταναλωτής, δεν θα χρειάζεσαι νέους δίσκους, κασέτες, ή οποιοδήποτε άλλο είδους υλικού εξοπλισμού. Η μουσική θα αποθηκεύεται σε bit πληροφορίας σε ένα διακομιστή (server) στη λεωφόρο. Το να "αγοράσεις" ένα τραγούδι ή ένα δίσκο στην πραγματικότητα θα σημαίνει να αγοράζεις το δικαίωμα πρόσβασης στα κατάλληλα bit... Σε κάθε μη εμπορικό περιβάλλον, οπουδήποτε πας, θα έχεις το δικαίωμα να παίζεις το τραγούδι χωρίς επιπλέον πληρωμή στον κάτοχο των πνευματικών δικαιωμάτων. Με τον ίδιο τρόπο, η λεωφόρος πληροφοριών θα παρακολουθεί αν έχεις αγοράσει το δικαίωμα να διαβάσεις ένα συγκεκριμένο βιβλίο ή να δεις μία συγκεκριμένη ταινία.
Οι υπολογιστές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να κάνουν την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά καθολικά διαθέσιμη πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για να αποκλείσουν αυτούς που δεν έχουν πληρώσει συνδρομή. Το σύστημα μπορεί μόνο να υπάρχει αν συμπεριλαμβάνει ένα αχανές υποσύστημα που να τσεκάρει ποιος έχει αγοράσει τι. Το ψηφιοποιημένο ισοδύναμο του να κρατάς λογαριασμό για τη δισκοθήκη όλων των ανθρώπων του κόσμου. Ιδέες όπως η ατομική ιδιοκτησία και τα πνευματικά δικαιώματα, που κάποτε βοήθησαν στην ανάπτυξη της παραγωγής, έχουν τώρα γίνει φραγμός. Αν συγκρίνουμε το όραμα του Γκέιτς για το μέλλον με τα πολιτικά και πολιτιστικά επιτεύγματα του καπιταλισμού της πρώιμης περιόδου, το πιο αξιοσημείωτο είναι η εκπληκτική του κοινοτοπία:
Αν παρακολουθείς την ταινία Top Gun και σκέφτεσαι ότι τα γυαλιά του Τομ Κρουζ είναι πολύ κουλ, μπορείς να κάνεις pause στην ταινία και να μάθεις γι' αυτά τα γυαλιά ή ακόμα και να τα αγοράσεις από εκεί που βρίσκεσαι... Αν ένας/μία σταρ του σινεμά κουβαλάει ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα ή ένα τσαντάκι, η λεωφόρος θα σου επιτρέψει να περιηγηθείς σε ολόκληρη τη σειρά δερμάτινων του κατασκευαστή και είτε να παραγγείλεις ένα είτε να βρεις τη διεύθυνση ενός εξουσιοδοτημένου καταστήματος.   
Τα αιτήματα που ο Γκέιτς υποθέτει ότι μπορεί να έχουμε να υποβάλλουμε σε ένα τέτοιο σύστημα υπολογιστών περιλαμβάνουν, "Φτιάξε μια λίστα όλων των καταστημάτων που έχουν δύο ή περισσότερα είδη σκυλοτροφής και τα φέρνουν πακέτο μέσα σε 60 λεπτά στη διεύθυνσή μου" και "Ποια μεγάλη πόλη έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθούν ροκ βίντεο και διαβάζουν συχνά για το διεθνές εμπόριο;".

Αυτή η ιδεολογική ένδεια δεν έχει να κάνει τόσο με την προσωπικότητα του Γκέιτς αλλά με τη λογική του καπιταλισμού. Απ' το φθινόπωρο του 1996, για παράδειγμα, τέσσερις Βρετανικές αλυσίδες σουπερμάρκετ είχαν εκδώσει συνολικά 19 εκατομμύρια κάρτες πελατών. Για κάθε κάρτα, οι υπολογιστές συνέλεγαν πληροφορίες για κάθε κονσέρβα φασόλια και για κάθε κουτάκι με φακελάκια τσαγιού που αγόραζαν οι πελάτες. Η British Gas που είπε πρόσφατα ότι αν υποχρεωθεί να μειώσει τις τιμές τότε θα πρέπει να προχωρήσει σε απολύσεις, έχει ξοδέψει 150 εκατομμύρια λίρες για ένα νέο σύστημα τιμολόγησης. Η κυβέρνηση ξόδεψε 70 εκατομμύρια λίρες για το νέο ψηφιοποιημένο σύστημα του γραφείου ευρέσεως εργασίας, από ένα κομμάτι των περικοπών στα επιδόματα ανεργίας. Συν τοις άλλοις, τα καθήκοντα διοικητικής ρουτίνας ταιριάζουν ιδανικά στην ψηφιοποίηση -αλλά είναι ταυτόχρονα με την εξάπλωση των υπολογιστών που παρατηρούμε επίσης και μια τεράστια διόγκωση της ρουτίνας της υπαλληλικής εργασίας. Στην Computer Associates, την τρίτη μεγαλύτερη εταιρία λογισμικού στον κόσμο, η διεύθυνση απενεργοποίησε τα e-mail επειδή το μεγαλύτερο διάστημα το προσωπικό αντάλλασσε με πάθος μηνύματα. Ο διευθυντής πωλήσεων σχολίασε, "έρχονταν ένα mail και τα βροντούσαν όλα για να απαντήσουν σ' αυτό", και εξήγησε στους πελάτες ότι, "αν ήθελαν κάτι σημαντικό, ας έπαιρναν τηλέφωνο". Ξανά και ξανά, η τεχνολογία που θα μπορούσε να βελτιώσει τις ζωές των ανθρώπων χρησιμοποιείται με έναν τρόπο που είτε είναι ανούσιος είτε στην πραγματικότητα κάνει τη ζωή μας χειρότερη.

Και τώρα, όπως και στην εποχή του Μαρξ, ο καπιταλισμός είναι ικανός για τεράστια τεχνολογικά προχωρήματα -τα οφέλη των οποίων αρνείται στους πάντες εκτός ελαχίστων. Αλλά η τεχνολογία πληροφοριών κάνει επίσης ξεκάθαρο πώς ο καπιταλισμός έχει θάψει την ικανότητά του να πηγαίνει την ανθρωπότητα μπροστά. Αντίθετα, καθώς οι υπολογιστές και το ίντερνετ αναπτύσσονται, δίνουν μια νέα σημασία στα στον ισχυρισμό των Μαρξ και Ένγκελς ότι:
(μετά) την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης της κοινωνίας από μια κομμουνιστική επανάσταση, η απελευθέρωση του κάθε ατόμου θα επιτευχθεί σε τέτοιο βαθμό που η ιστορία θα μεταμορφωθεί σε παγκόσμια ιστορία... είναι ξεκάθαρο ότι ο πραγματικός διανοητικός πλούτος του ατόμου εξαρτάται αποκλειστικά από τον πλούτο των πραγματικών του συνδέσμων. Μόνο τότε τα ξεχωριστά άτομα θα απελευθερωθούν από τα διάφορα εθνικά και τοπικά σύνορα, για να αποδοθούν σε μία πρακτική σύνδεση με την πνευματική και υλική παραγωγή όλου του κόσμου και να βρεθούν στη θέση να αποκτήσουν την ικανότητα να απολαμβάνουν αυτή την ολόπλευρη παραγωγή ολόκληρης της γης...  




Δείτε ακόμη:

Ο σοσιαλισμός, η ταξική πάλη και το περιβάλλον

Εικόνα
Ντάνκαν Μπλάκι, Το περιβάλλον σε κρίση, Ποια προοπτική;

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


Πολλοί δικαιολογούν την προσήλωσή τους στην οικολογία ισχυριζόμενοι ότι οι Πράσινοι έχουν "υπερβεί" τα όρια του Μαρξισμού. Έτσι, ο Ρούντολφ Μπάρο δηλώνει: «Οι Πράσινοι είναι για το Μαρξ και το Μαρξισμό, ό,τι είναι ο Αϊνστάιν για το Νεύτωνα και τη νευτώνια φυσική, με λίγα λόγια, ένας ποιοτικός μετασχηματισμός ενός συστήματος αξιόλογου, πλην όμως ξεπερασμένου.
Αυτό υποτιμάει το Μαρξισμό. Στα πρώιμα κείμενα του Μαρξ θα διαβάσει κανείς φλογερές κατηγορίες των αθλιοτήτων που επέβαλλε στους ανθρώπους και το περιβάλλον η βιομηχανική επανάσταση.
Ο Ένγκελς έγραφε το 1844, στο βιβλίο του "Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία", για τη μόλυνση των ποταμών και της ατμόσφαιρας στις πόλεις της Βόρειας Αγγλίας. Παρουσίαζε χρονολογικά μέχρι και τη νοθεία των τροφίμων, που γινόταν τότε, όπως και σήμερα, για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η ζάχαρη νοθευόταν με τριμμένο ρύζι, ή ακόμα και με σαπούνι …

Ποιος θα ωφεληθεί από τις τελευταίες ανακαλύψεις της γενετικής;

Εικόνα
Η νέα γονιδιακή διόρθωση προσφέρει στην ανθρωπότητα νέους τρόπους θεραπείας ασθενειών, εξηγεί ο Τζων Πάρινγκτον.


Κάθε τόσο η επιστήμη κάνει ένα τεράστιο άλμα προς τα μπρος. Ένα τέτοιο άλμα φαίνεται να συντελείται τώρα στις βιοϊατρικές επιστήμες με την ανακάλυψη του επαναστατικού νέου τρόπου διόρθωσης γονιδίων κάθε έμβιου οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων.
Μεταξύ των θηλαστικών αυτό ήταν μόνο πιθανό μέχρι στιγμής στα ποντίκια, και πάλι μόνο μέσω ενός πλάγιου δρόμου που αφορούσε την τροποποίηση εμβρυϊκών βλαστοκυττάρων.
Μεταλλάσσοντας τέτοια ποντίκια προσβεβλημένα μ' ένα τρόπο που μιμούνταν ανθρώπινες ασθένειες οδήγησε στη βαθειά γνώση αυτών των ασθενειών, και σε νέα φάρμακα για τη θεραπεία τους.
Δυστυχώς αποδείχτηκε αδύνατη η απομόνωση εμβρυϊκών βλαστοκυττάρων από άλλα είδη θηλαστικών εκτός, περιέργως, των ανθρώπων.
Επιπλέον, η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε για να τροποποιηθεί ο τύπος του ποντικού αποδείχτηκε εξαιρετικά ανεπαρκής.
Αντίθετα, η νέα τεχνολογία γονιδιακής διόρθωσ…

Σχόλια