Φρόνηση



Τον Ιούλιο του 1873, ο Βερλαίν, μεθυσμένος πυροβόλησε δυο φορές το Ρεμπώ, τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Για την πράξη του αυτή, αλλά και με την κατηγορία της σοδομίας, καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση, κατά τη διάρκεια της οποίας, μετανιωμένος, στράφηκε στο θεό. Αυτή η μεταστροφή, τον ενέπνευσε να γράψει μεγάλο αριθμό ποιημάτων θρησκευτικών αποχρώσεων, που αρχικά συγκέντρωσε κάτω από τον τίτλο Κυτταρικά, και που εκδόθηκαν το 1881 κάτω απ' τον τίτλο Φρόνηση.


ΦΡΟΝΗΣΗ



Στη μνήμη της μητέρας μου
Π.Β.
Μάιος 1889

Ι


Ι


Αγαθέ που ιππεύεις στη σιωπή μασκοφόρε ιππότη,
Όλεθρος κέντησε τη γριά μου καρδιά με τη λόγχη.

Το αίμα της γριάς καρδιάς μου έκανε ένα ρόδινο πήδο,
Μετά ξατμίστη πάνω απ' τα λουλούδια, στον ήλιο.

Ο ίσκιος μού'σβυσε τα μάτια μια κραυγή μού'ρθε στο στόμα
Και η καρδιά μου έπεσε νεκρή τρεμοπηδώντας.

Τότε ο ιππότης Όλεθρος πλησίασε,
Έβαλε πόδι στη γη και με το χέρι του με πείραξε.

Το δάχτυλο από σίδερο μού'χωσε στην πληγή
Ενόσω επιβεβαίωνε την ισχύ του με σκληρή φωνή.

Και να που με την επαφή του παγερού σιδερένιου δακτύλου
Μία καρδιά μού αναγεννήθη, καρδιά αγέρωχη κι αγνή εξολοκλήρου.

Και να που διάπυρος μια θεϊκή αθωότητα,
Ναι, μια καρδιά όμορφη και νέα στο ρουθούνι μου χτυπιόταν!

Έτσι καθόμουν τρέμοντας, θολός, σαν κάπως άπιστος,
Από οράματα Θεού σαν τυφλωμένος άνθρωπος.

Μα ο καλός ιππότης, που στο ζώο ανέβη πάλι
Μακραίνοντας, μού ένευσε με το κεφάλι

Και φώναξε (εκείνη τη φωνή ακόμα έχω στ' αυτιά):
«Προ πάντων, φρόνηση! Ας είναι πρώτη και στερνή φορά.»

 

ΙΙ
  
Πονούσα σαν το Σίσυφο
Και σαν τον Ηρακλή εργαζόμουν
Ενάντια στη σάρκα που ενίστατο.

Επάλευα, χτυπιόμουν,
Έσχιζα βουνά με τις γροθιές,
Και σαν τον Αχιλλέα μαινόμουν.

Άγριε φίλε μου και συνοδέ,
Το ξέρεις, άσεμνο το θάρρος,
Αν επιδείξαμε καθόλου, στις εξοχές,

Αν τίποτα μάς ξέφυγε από λάθος
Σ' αυτό τον πόλεμο τον εξαντλητικό,
Αν εργαστήκαμε με πάθος!

Όλα στα μάταια: ο γίγαντας σκληρός
Τους ελιγμούς και την προσπάθεια μου όλη
Έπνιγε στο λαβίδι του το δολερό,

Και πάντα ένας δειλός τρυπώνει
Στις νουθεσίες μου που αγκαλιάζει
Και παραδίνει τα κλειδιά της πόλης.

Η τύχη σε καλό ή κακό κι αν βγάζει,
Πάντοτε της καρδιάς μου ένα μέρος
Το φύλλο στη Γοργόνα ξεσκεπάζει,

Πάντα ο εχθρός πέραν των εσκαμμένων
Ήξερε σε μια κόλλα να τυλίγει
Ομού τη νίκη και το κλέος!

Ήμουν ο νικημένος που πολιορκείται,
Έτοιμος να πουλήσει το αίμα του ακριβά,
Όταν, λευκή, με τη χιονένια εσθήτα,

Πανέμορφη με την περήφανη και ταπεινή κοψιά,
Ήλθε μία Κυρά επάνω στη νεφέλη,
Και μ' ένα νεύμα τη σάρκα σκορπά.

Μέσα σε θύελλα αγνωσμένη
Απ' την οργή και τους ολοφυρμούς,
Και ξέσκιζε τον κόρφο γυμνωμένη,

Το Τέρας ξανακολουθά τις ατροπούς
Στα δάση τα γεμάτα αγάπης φρίκες,
Και η Κυρά, με συναφή χειρών:

«Σού δράμει ένα στέργος θεϊκό
Που σίγουρ' από 'μένα θα κατευναστεί
Για το δικό σου χαίρε, εν τέλει πιθανό!»

-«Ω Κυρά μου η ακριβή σας φωνή
Που ενθαρρύνει πληγή που ζηλεύει
Βλέποντας να τελειών' η μάχ' η φοβερή,

«Σας που η λαλιά σας τόσο γαληνεύει
Γνωρίζοντάς μου όμορφα σημεία
Κυρά μου, ποια είστ' εν τέλει;»

-«Γεννήθηκα πριν από κάθ' αιτία
Και θα δω το σκοπό που διέπει
Ρόδα, αστέρια και παντία.

«Την ίδια ώρα, εγώ, καλή σας στέγη,
Αδύναμοι άνδρες κι άμοιρες γυνές,
Κλαίω, κι η τρέλα σας λέω περισσεύει!

«Και κλαίω πάνω απ' τις θλιμμένες σας ψυχές,
Τον ίδιο αυτό έχω φόβο, την ίδι' αυτή
Αγάπη και τις ανήθικες ευχές!

«Ω η ευτυχία δεν είν' αυτή.
Ξυπνήστε, Κάποιος το είχε πει πως αγαπώ,
Ξυπνήστε, ω δειλία Υπερβατική!

«Ξυπνήστε, ω δειλία των Συντελειών!
Ποια είμαι, ρωτούσες να δεις.
Τ' όνομά μου υπέρτερο των αγγέλων αυτών,

«Είμ' η καρδιά της αρετής,
Είμ' η ψυχή της σοφίας,
Τ' όνομά μου την κόλαση καίει της επιμονής,

«Είμ' η ανόρθωση της πραϋνείας,
Όλους τους αγαπώ, δε μέμφομαι κανένα,
Είμ' η μοναδική περίπτωση ξενίας,

«Τ' όνομά μου ονομάζεται, μόνον υπεσχημένα,
Μιλώ στο Βασιλέα τη γλώσσα του φωτός
Για ροδαλό πρωί και μέλαχρην εσπέρα,

«Είμ' η ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΈΝΗ, κι ενεχυρασμός
Είναι το ελαττωμά σου να ξεφορτωθείς.
Μ' έναν όρο: «Να είσαι σοφός»
-«Μα ναι, Κυρά μου, μάρτυράς μου εσείς!»


ΙΙΙ  

Ταξιδιώτη, τι λες, για πόλεις και σταθμούς;
Τουλάχιστο έχεις δρέψει την ανία, μιας κι ώριμή 'ναι,
Για νά 'σαι δω φουμάροντας δυσάρεστους καπνούς,
Μαύρος, και ρίχνοντας μι' αλλόκοτη σκιά στον τοίχο;

Τα μάτια σου είν' εξίσου πεθαμέν' από καιρό,
Το ύφος σου παρόμοιο και το πένθος σου είναι το ίδιο:
Τέτοια η σελήνη φαίνεται εν μέσω καταρτιών,
Τέτοια η γριά η θάλασσα κάτω απ' το νέον ήλιο,

Τέτοιο και το παλιό νεκροταφείο με τους νέους τύμβους
Μα βλέπουμε, και πες μας τις πρόοπτες αφηγήσεις,
Τις απογοητεύσεις που θρηνούν των ποταμών οι κοίτες,
Τις αηδίες όσο σχεδόν γι' ανούσιες γεννήσεις.

Τις γυναίκες! Πες το αέριο, και τη φρίκη καθαυτή
Του άσχημου πάντα, του κακού παντού στους δρόμους,
Και πες τον Έρωτα και πες ακόμα την Πολιτική
Με άτιμο αίμ' από μελάνη στα χέρια κι οι δυο τους.

Κι ύστερα προπαντός εσένα δεν ξεχνάνε,
Χαζεύοντας το ίσχνος σου και την απονηριά
Παντού όπου μάχονται, παντού όπου αγαπάνε,
Με τρόπο τόσο θλιβερό και θεότρελο, πραγματικά!

Την τιμωρήσαν αρκετά τη βαριά τούτη απλότητα;
Εσύ τι λες; Ο άνδρας είναι σκληρός, μα η γυναίκα; Και το δάκρυ,
Ποιος τ' απολήγει; Και ποια ψυχή που τ' απογράφει
Παρηγορεί αυτό που θά 'λεγε κανείς αντιξοότητα;

Αχ, οι άλλοι, αχ εσύ! Που εύπιστος στο θωπτικό,
εσύ που ονειρευόσουν (ήταν πολύ υπερβολικό, στο μεταξύ)
Δε γνωρίζω ποιο θάνατο ελαφρύ και κομψό!
Αχ εσύ, το είδος του αγγέλου με την ταραγμένη ευχή!

Μα προς στιγμήν τα σχέδια, οι σκοποί; Είσ' εντάξει;
Ή μήπως το πολύ το κλάμα σού 'χει διαλύσει την καρδιά;
Το δέντρο είναι τρυφερό άμα κανείς το φλοιό αντιτάξει,
Κι οι απόψεις σου δεν είν' ενός που ξέρει να νικά.

Τόσο στραβά πια! Και με την επιδείνωση του όντος
Μια γενιά για την ώρα ειδυλλιακά ναρκωμένη
Που επιτηρεί τον ουρανό χαζό από τα παράθυρά τους
Για τα πανούργα μάτια ανοιχτό του δαίμονα το μεσημέρι.

Τόσο ίδιος και σ' αυτό το έσχατο κατάντημα!
Επιτέλους! -Αλλά στη θέση σου κανείς με λογικό
Πληρώνοντας βιολιά, χορό να σύρει θά 'θελε,
Δονούμενος να θορυβεί κανά περαστικό.

Δεν είσαι, αναδιφώντας της ψυχής τ' απόκρυφα,
Ωραίο ελάττωμα για να τραβήξει την άμμο προς το ήλιο.
Ελάττωμα χαρούμενο, αναίσχυντο, φλεγόμενο
Και πάλλον, κι ακτίνα ρόδινη στο πορφυρούν ουράνιο προσωπείο;

Ένα ή πολλά; Αν ναι, πιο καλά! Και γρήγορα πάνε
Στον πόλεμο, και χτύπα τη ρομφαία κι απ' την κόψη, αδιακρίτως
Προπαντός, και βάλ' τη μάσκα της αμάθειας που υποθάλπει
Το συνάμα ακόρεστο και χορτασμένο μίσος...

Πρέπει να μην είσαι κορόιδο στο γελοίο αυτό κόσμο,
Που η ευτυχία δεν είναι κάτι το έκτακτο και δελεαστικό
Αν δε σπαρταρά εκεί μια διαστροφή, κάτι όχι τόσο κόσμιο,
Και για μην είσαι σκληρός, κάνε το μοχθηρό.

-Σοφία των ανθρώπων, αχ έχω άλλες βλέψεις,
Κι ανάμεσα στο παρελθόν, που η φωνή του διαγράφει
Την ανία, ως τις πιο βλοσυρές παραινέσεις,
Δε θυμάμαι άλλο τώρα απ' το κακό πού 'χω κάνει.

Σε όλες τις αλλόκοτες κινήσεις της ζωής μου,
Απ' τα «δεινά» μου, κατά τόπους και καιρούς,
Δικά μου και των άλλων, στην ειλημμένη μου πορεία,
Δεν έχω τίποτ' άλλο συγκρατήσει παρά τη χάρη του Θεού.

Αν ένιωσα την τιμωρία, είναι που την αξίζω,
Ούτ' η γυνή ούτ' ο άνδρας για τίποτα δεν είν' εδώ.
Μα έχω τη στέρεη ελπίδα ότι μια μέρα θα γνωρίσω
Την άφεση και την ειρήνη ταγμένη για τον κάθε Χριστιανό.

Καλό να μην είσαι αφελής σ' αυτό τον κόσμο που διαβαίνει,
Μα για να μην είσαι στου αιώνιου την απεραντοσύνη,
Αυτό που πρέπει σίγουρα να επικρατεί και να επιμένει,
Δεν είναι κάτι μοχθηρό, είναι η καλοσύνη.


IV

Δυστυχισμένε! Όλα τα δώρα, η δόξα με το βάπτισμα,
Η χριστιανική σου παιδεία, το μητρικό αγκάλιασμα,
Η δύναμη επιτέλους, που διαγράφεται στον πίνακα
του παρελθόντος του πιο καθαρού κι απ' την παλίρροια,
Λεηλατείς τα πάντα, χάνεσαι σε φαύλ' ακκίσματα
Μέχρι τις έσχατες δυνάμεις του πνεύματός σου, οιμί!
Αυτή η κατάρα ότι ποτέ δεν έχεις κουραστεί
Ακολουθεί το βήμα σου στον κόσμο που σε σέρνει απ' την άκρη του,
Το σπάταλο παιδί με τις κινήσεις σάτυρου!
Καμιά ειδοποίηση, επώδυνη ή χλευαστική,
Δεν υπερέχει μπροστά στη μοιραία της καρδιάς σου ορμή.
Γυρνάς μέσα σε κίνδυνο και κοροϊδία,
Με την ανεύθυνη του Ηρακλή ευτολμία
Που οι δουλειές του θά 'τανε τρελές, απαραιτήτως.
Η φιλία -κυρά!- σε σένα η συγκαταβατική μομφή της,
Κι η σεμνή, και χωρίς άλλη ελπίδα απ' την εσχάτη,
Προσευχήσου, σ' ενός ετοιμοθάνατου που βρίζει το κρεβάτι.
Η χαμένη παρτίδα είναι σκληρή για το φριχτό παιδί,
Κι ο κόσμος πέριξ ανεγείρει θανάτους κλαδιών.
Χρέος σου τώρα να περάσεις προ των πυλών,
Επισπεύδων το βήμ' από φόβο πως δεν το σκάμ' απ' τα σκυλιά,
Κι αν δεν ακούς κανένα γέλιο, πάλι καλά.
Δυστυχισμένε, Γάλλε συ, και Χριστιανέ, τι λυπηρό!
Όμως πας, ένα είδωλο στη σκέψη σκοτεινό
Μιας ευτυχίας που άμεση σού πρέπει, όντας
Άθεος (με τον όχλο) και τη στιγμή φθονώντας,
Κάθε όρεξη μέσα σ' αυτές τις άγριες ορέξεις,
Κυριευμένος απ' την προφανή βλακεία, γάμους, λέξεις
Και συμπόσια, την «Επιστήμη» και το «πνεύμα του Παρισιού»,
Πας δοξάζοντας αυτό το αίτιο του χαμού,
Ηλίθιε! Και αρνητή του ήλιου που σε καταφώσκει!
Όλο εκείνο το θηρίο των καιρών μυκά και βόσκει
Στο μυαλό σου, όπως ένα κοπάδι σ' ένα κτήμα,
Και τα ενάντια όλου του κόσμου αποδημήσαν
Στο αίμα σου όπου ο σίδηρος αδρανώς ωχριά.
Δεν είσαι πια καλός σε τίποτα της προκοπής, είναι νεκρά
Τα λόγια σου αφού χλευάζεις και κοινοτοπείς,
Κι απ' το να αναμασάς τις μπούρδες της στιγμής.
Η μνήμη σου, η τόσο αφάνταστα χυδαία,
Δε θά 'ξερε ν' αποδεχθεί την πιο μικρή ιδέα,
Και πελαγώνει μες τον περιρρέοντα εγωισμό
Ψάχνοντας να μην πει κανείς τι άξεστο μηδενικό!
Μόνη, μέσα σε θρύψαλα που εκθέτουν την καταστροφή σου,
Η υπεροψία, που φλογίζει το μέτωπο του ποιητίσκου
Και δίνει στον εγκληματία μιαν αίγλη κατάπτυστη,
Μόνη, η υπεροψία ζωντανή, χορεύει στα μάτια σου,
Βλέπει το λάθος και γελά περιχαρής.
-Θεέ των ταπεινών, σώσον το τέκνον τούτο της οργής!




Κάλλος των γυναικών, αδυναμία τους, κι αυτά τα χέρια τα χλωμά
Που ευεργετούν συχνά και για κάθε κακό είναι ικανά,
Κι αυτά τα μάτια, όπου πια τίποτα δε μένει ζωικό
Παρ' αρκετό δίκιο να πουν: «αρκετά!» στον ανδρικό θυμό!

Και πάντα, μητρική κατευνάστρα των ρεγχασμών,
Ίδια όταν ψεύδεται, αυτή η φωνή! Πρωινό
Κάλεσμα ή ολόγλυκος ψαλμός του εσπερινού, ή σημάδι νωπό,
Ή όμορφος λυγμός που θα πεθάνει στο πτύχωμα των εσαρπών!..

Άνδρες σκληροί! Ζωή ωμή και ειδεχθής από δω χάμω!
Αχ! πέρ' απ' τα φιλιά και τους διαπληκτισμούς, αν μη τι άλλο,
Σαν κάτι πάνω απ' το βουνό λίγο να περισσεύει.
Σαν κάτι απ' την καρδιά, την παιδική, την επιτήδεια,
Σεβασμός, καλοσύνη! Αφού, τι πια μάς συνοδεύει,
Κι, όταν ο θάνατος μάς βρει, τι μένει αλήθεια;


VI


Ω σεις, κουτσές και μακρινές, Χαρές και Λύπες,
Εσύ, καρδιά που μάτωνες εχθές και σήμερα φουντώνεις,
Είναι αλήθεια κι ας έχει τελειώσει, κι απ' το μυαλό μας
Ας χάθηκαν, το ίδιο πια σκιές και λείες.

Παλιές χαρές, παλιές λύπες, σαν ένα κοπάδι χήνες
Στο σκονισμένο δρόμο, που τα πόδια σου σηκώνεις,
Καλό ταξίδι! Και Γέλιο, κι εσύ, που πιο πολύ θαμπώνεις,
Ω Θλίψη που βυθίζεσαι στο μαύρο ως τους σπλήνες!

Και τα υπόλοιπα! -Ένα γλυκό κενό, η απόλυτη εγκατάλειψη,
Σαν κάποιος μέσα μας που νιώθει μιαν ανέσωστη ανάπαυση,
Την αθωότητα μιας νειότης απολαυστικής...

Για δέστε! η καρδιά μας που μάτωνε απ' την ωραιοπάθεια,
Πώς φλέγεται απ' αγάπη, πώς βλέπει με συμπάθεια
Τη ζωή, για χάρη μιας αγαπημένης νεκρής!


VII

Οι τάχα όμορφες μέρες φωτίζουν όλη μέρα, φτωχή μου ψυχή,
Και να τες που δονούνται με τα χάλκινα της δύσης.
Κλείσε τα μάτια, φτωχή ψυχή, κι αμέσως να γυρίσεις:
Πειρασμός των χειριστών. Τ' άτιμου αποφυγή.

Φωτίζουν όλη μέρα μ' επίμονο χαλάζι από φωτιά,
Χτυπώντας κάθε τρύγο στο λοφάκι, κλονώντας
Κάθε θέρος της πεδιάδας, και λεηλατώντας
Το γλυκό ουρανό, τον ουρανό τραγουδιστή που σε ζητά.

Ω χλωμές, και φύγε, βαριές ενωμένες γροθιές.
Αν τα ωραία μας αύριο τά 'τρωγαν τα χθες;
Αν η παλιά η τρέλα ήταν ακόμα γεγονός;

Αυτές τις μνήμες, θά 'πρεπε να τις ξεσχίσουν;
Μια οργισμένη έφοδος, η κορυφαία, ασφαλώς!
Ω προσευχήσου ενάντια στη θύελλα, προσευχήσου.


VIII

Η ταπεινή ζωή όλο ανιαρές κι άνετες ασχολίες
Είν' ένα έργο εκλεκτό που αγάπη θέλει ακέρια.
Να μένεις εύθυμος τη μέρα, θλιμμένος, με τη διαδοχή της μέρας,
Να είσαι δυνατός, και να σε φθείρουν οι κακές συγκυρίες,

Να μην αισθάνεσαι, να μην ακούς τους θορύβους στις πλατείες
Μόνο το κάλεσμα, ω Θέ μου, της καμπάνας στο ναό,
Και να κάνεις τέτοιους θορύβους κι εσύ, κι αυτό
Για να εκπληρώσεις παιδικές ματαιοδοξίες,

Να κοιμηθείς με τους αμαρτωλούς μετανιωμένος όντας,
Ν' αγαπάς τη σιωπή κι όμως συνομιλώντας,
Τόσο πολύς χρόνος μες στην πολλή υπομονή,

Η άδολη ευλάβεια των πείσμονων μετανοιών,
Κι όλες αυτές οι φροντίδες των φτωχών αρετών!
-Φευ! Είπε ο φύλακας Άγγελος, φθηνοί εγωισμοί!

Σχόλια