Μαρξισμός και φεμινισμός σήμερα

Judith Orr, International Socialism, Issue 127



Σύμφωνα με τον Κύριο Στιούαρτ Ρόουζ, τον απερχόμενο διευθύνοντα σύμβουλο της Marks & Spencer, οι γυναίκες (ή τα "κορίτσια" όπως λέει) "ποτέ δεν ήταν καλύτερα".

Πέρα από το γεγονός ότι έχετε πιο πολλή ισότητα απ' όση θα μπορούσατε ποτέ να διαχειριστείτε, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι έχετε πραγματική δημοκρατία, δεν υπάρχουν πια γυάλινα τείχη στη δουλειά, παρότι συνεχώς γκρινιάζετε γι' αυτά... έχετε γυναίκες αστροναύτες, γυναίκες οδοντιάτρους, γυναίκες γιατρούς, γυναίκες σε διευθυντικά πόστα. Τι άλλο θέλετε;

Λοιπόν, Στιούαρτ, ίση αμοιβή, αυθεντική πολιτική εκπροσώπηση, δικαιοσύνη για τα θύματα των βιασμών, τέλος στα σεξιστικά στερεότυπα... είναι μακρύς ο κατάλογος.

Είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες κέρδισαν πολλές μάχες από το 1970, όταν έγινε το πρώτο συνέδριο για την απελευθέρωση των γυναικών στη Σχολή Ράσκιν της Οξφόρδης. Δουλειές μη προσβάσιμες διά νόμου ή από παράδοση είναι τώρα ανοιχτές στις γυναίκες. Σήμερα η πλειοψηφία των ενήλικων γυναικών στη Βρετανία (το 71%) δουλεύουν έξω απ' το σπίτι -ακόμα και αφότου αποκτήσουν παιδιά ένα 68% δουλεύει -και το ποσοστό ανεβαίνει όσο τα παιδιά μεγαλώνουν. Οι γυναίκες είναι περίπου το 50% του εργατικού δυναμικού στη Βρετανία. Στις ΗΠΑ το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται κοντεύει να σπάσει το φράγμα του 50%. Για να υπογραμμίσει το γεγονός το περιοδικό Economist είχε εξώφυλλο το Δεκέμβρη του 2009 με τίτλο "Τα καταφέραμε!" πλαισιωμένο από την εικόνα της εμβληματικής "Ρόζι που καρφώνει".

Έχουν επίσης συμβεί σημαντικές αλλαγές στην προσωπική ζωή των γυναικών χάρη σε κατακτήσεις όπως το αντισυλληπτικό χάπι, το δικαίωμα στην έκτρωση, η πρόσβαση στο διαζύγιο και οι αλλαγές στη συμπεριφορά απέναντι στο σεξ και την εγκυμοσύνη εκτός γάμου. Σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία οι καταγεγραμμένοι γάμοι σε Αγγλία και Ουαλία το 2008 ήταν 232.990. Είναι ο χαμηλότερος αριθμός γάμων που έχει καταγραφεί στην Αγγλία και την Ουαλία από το 1895 (228.204). Οι γάμοι έχουν μειωθεί κατά 25% σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αλλά οι συστηματικές διακρίσεις κατά των γυναικών εξακολουθούν να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι γυναίκες μπορεί να αποτελούν το 50% των εργαζόμενων αλλά δεν είναι ισότιμο κομμάτι της εργατικής δύναμης. "Γυναίκες είναι μόλις το 2% των αφεντικών των 500 πλουσιότερων επιχειρήσεων (Fortune 500) και το 5% των 100 μεγαλύτερων χρηματιστηριακών εταιρειών (FTSE 100), ενώ το ποσοστό των γυναικών διευθυντικών στελεχών στις ΗΠΑ δεν ξεπερνά το 13%.

Πρόσφατα η Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιώματων (EHRC) με τους τρέχοντες ρυθμούς θα πάρει 73 χρόνια στις Βρετανίδες γυναίκες για να αποκτήσουν ίση εκπροσώπηση στο στελεχιακό δυναμικό των FTSE 100.

Η πολιτική εκπροσώπηση είναι μεγαλύτερη από ποτέ, αλλά οι γυναίκες βουλεύτριες είναι ακόμα μειοψηφία στο κοινοβούλιο. Τα αποτελέσματα των γενικών εκλογών του Μάη (του 2010) αύξησαν τον αριθμό των γυναικών στη βουλή από 126 σε 142 (από το 18% στο 22%). Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η προσοχή των ΜΜΕ ήταν στραμμένη περισσότερο στις ενδυματολογικές επιλογές των συζύγων των ανδρών πολιτικών παρά στις γυναίκες υποψήφιες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της EHRC, με τους σημερινούς ρυθμούς, "ένα σαλιγκάρι μπορεί να διασχίσει όλο το μήκος του Σινικού Τείχους σε 212 χρόνια, διάστημα λίγο μικρότερο από τα 200 χρόνια που θα χρειαστούν οι γυναίκες για να αποκτήσουν ισότιμη εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο".

Η τεράστια πλειοψηφία των γυναικών όμως, βρίσκεται πολύ μακριά απ' το γυάλινο τοίχο. Αυτό που τις ανησυχεί περισσότερο είναι το "ολισθηρό πάτωμα". Τα δύο τρίτα των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν με το βασικό μισθό είναι γυναίκες και το μέσο μισθολογικό χάσμα ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες είναι ένα 18% στις δουλειές πλήρους απασχόλησης κι ένα εντυπωσιακό 36,6% στις δουλειές μερικής απασχόλησης, στις οποίες οι γυναίκες είναι η πλειοψηφία.

Έχουν σημειωθεί πρόοδοι σε σχέση με τη βία κατά των γυναικών και το βιασμό, όπως το ότι ο βιασμός μέσα στο γάμο αναγνωρίστηκε επιτέλους σαν έγκλημα το 1991 (η μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε το 1994). Αλλά παρότι οι καταγγελίες για βιασμό έχουν αυξηθεί, καταδικαστικές αποφάσεις έχουν μειωθεί στο 6,1%. Πέρσι το BBC ανακάλυψε, μετά από αίτημα ελευθερίας της πληροφόρησης, ότι η Βρετανική αστυνομία αποτυγχάνει να καταγράψει το 40% των αναφερόμενων υποθέσεων βιασμού. Η πραγματική έκταση του εγκλήματος του βιασμού είναι αδύνατο να προσδιοριστεί.

Τόσα πολλά έχουν κατακτηθεί, παραμένουν ωστόσο πολλά για τα οποία θα χρειαστεί να παλέψουμε. Αλλά σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να αποτιμήσει τη γενική θέση των γυναικών στην κοινωνία σήμερα, αλλά περισσότερο, αλλά να εστιάσει σε μια συγκεκριμένη πτυχή του προβλήματος -την ανάδυση αυτού που αποκαλούμε "νέο σεξισμό" και τον πολιτικό της αντίκτυπο. Αυτός ο σεξισμός βέβαια δεν είναι και τόσο νέος. Έγραφα τον Ιούλη του 2003 παραπονούμενη για το γεγονός ότι "ο νέος σεξισμός θεωρείται 'ειρωνικός' και πνευματώδης, και όχι υποτιμητικός και προσβλητικός, γιατί οι γυναίκες θεωρείται ότι έχουν κερδίσει την ισότητα".

Η θεματολογία -σεξιστικές απεικονίσεις, οι επιπτώσεις του πορνό, η εμπορευματοποίηση των γυναικείων σωμάτων- δεν είναι καινούργια. Πολλές γυναίκες που έχουν παλέψει στο παρελθόν για δεκαετίες μένουν εμβρόντητες μπροστά στο γεγονός ότι πολλές από τις κατακτήσεις μας μοιάζουν να καταρρέουν μπροστά σε μια στροφή της λαϊκής κουλτούρας στην οποία η αντικειμενοποίηση των γυναικείων σωμάτων σπάει τα παλιά όρια.

Η εμπειρία του νέου σεξισμού είναι ασύμμετρη αλλά ο αντίκτυπός της στις νεαρές γυναίκες ιδιαίτερα είναι χαρακτηριστικός. Παρόλο που το πρόβλημα μπορεί να φαίνεται οικείο, λαμβάνει χώρα σ' ένα διαφορετικό περιβάλλον απ' αυτό της δεκαετίας του 1970 ή του 1980 και γι' αυτό απαιτεί διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις.

Η δημοσιογράφος Νατάσα Γουόλτερ λέει ότι οδηγήθηκε στη συγγραφή του βιβλίου της, "Ζωντανές Κούκλες", επειδή η κατάσταση των γυναικών σήμερα την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι έκανε λάθος όταν το 1988 έγραφε ότι οι γυναίκες μπορούν πλέον να ζήσουν ελεύθερα, να ντύνονται και να συμπεριφέρονται όπως θέλουν: "[Οι ΗΠΑ] συχνά φαίνεται να βουλιάζουν σε μια παλιομοδίτικη σεξιστική κουλτούρα που έχει πεθάνει στη Βρετανία".

Δεν θα μπορούσε να είναι πιο λάθος. Όχι μόνο ο "παλιομοδίτικός" σεξισμός ζει και βασιλεύει αλλά σε μερικές περιπτώσεις παίρνει τη μορφή ενός πολύ πιο ακατέργαστου και απερίφραστου σεξισμού γνωστού και ως "κουλτούρα της προστυχιάς", "υπερσεξουαλικοποίηση" ή "εκπόρνευση" της κουλτούρας.

Η ανάδυση αυτού του νέου σεξισμού δεν έμεινε αναπάντητη κι έχει οδηγήσει στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος γύρω από την ιδέα της γυναικείας απελευθέρωσης. Συζητήσεις για την πατριαρχία, για τη βία κατά των γυναικών, τη σεξουαλικότητα, τη σχέση μεταξύ εκμετάλλευσης και καταπίεσης και τις ιδέες του φεμινισμού διεξάγονται μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους σε όλη τη χώρα.

Στο Λονδίνο πραγματοποιήθηκαν δύο συνέδρια του Φεμινιστικού Δικτύου Λονδίνου -πέρσι το Conway Hall γέμισε ασφυκτικά με πάνω από 200 γυναίκες. Οι διαδηλώσεις Ανάκτησης της Νύχτας οργανώνονται τώρα ξανά κάθε χρόνο με πάνω από χίλιες γυναίκες να συμμετέχουν στις πορείες, νεαρές στην πλειοψηφία τους. Νέες γυναικείες και φεμινιστικές ομάδες ξεφυτρώνουν και οργανώνουν εκδηλώσεις και δραστηριότητες σε όλη τη χώρα. Για παράδειγμα, μίλησα στην πρώτη συνάντηση της Φεμινιστικής Κοινότητας του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ. Η συνάντηση μάζεψε πάνω από εκατό φοιτητές, γυναίκες και άνδρες, στριμωγμένους σ' ένα αμφιθέατρο και η συζήτηση επεκτάθηκε απ' το γιατί οι γυναίκες δε γίνονται μηχανικοί και το ρόλο των ανδρών, ως την εμπορευματοποίηση και το γιατί χρειαζόμαστε το σοσιαλισμό για να απαλλαχθούμε από τη γυναικεία καταπίεση.

Οι φοιτητικές ομάδες του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος έχουν διεξάγει καμπάνιες ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση και συνδιοργάνωσαν εκδηλώσεις και φόρα με γυναικείες ομάδες και φεμινιστικές κοινότητες. Οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλίστριες βρέθηκαν στο κέντρο της συζήτησης για το πώς παλεύεται ο σεξισμός.

Αυτό το Μάρτη το BBC-4 πρόβαλε μια σειρά τριών ντοκιμαντέρ με τον τίτλο Γυναίκες. Μια επισκόπηση των γυναικών συγγραφέων και οργανωτριών από τη δεκαετία του 1960, όπου τονίζονταν ότι η συζήτηση για την πάλη για τα δικαιώματα των γυναικών έχει ξαναφουντώσει.

Γινόμαστε άραγε μάρτυρες ενός νέου κύματος του φεμινισμού; Σε ποιες ιδέες στηρίζεται ο φεμινισμός σήμερα και πώς αυτές συνδέονται με τα γυναικεία κινήματα του παρελθόντος; Οι ιστορικοί αναφέρουν τα προηγούμενα γυναικεία κινήματα ως πρώτο και δεύτερο κύμα, κάτι που υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ των δυο περιόδων. Πρόκειται για μία υπεραπλούστευση, που μολαταύτα συνιστά ένα χρήσιμο θεωρητικό πλαίσιο.




Οι σουφραζέτες και η Ρώσικη Επανάσταση

Στη στροφή του 20ου αιώνα οι γυναίκες γνώριζαν την άρνηση των βασικών δικαιωμάτων τους μεταξύ άλλων και του δικαιώματος της ψήφου, που στη Βρετανία περιορίζονταν σε μια μειοψηφία πολύ πλούσιων γυναικών. Το πρώτο κύμα φεμινιστικών αγώνων προσδιορίζεται στην πάλη για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών την περίοδο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών (WSPU) που έμεινε στην ιστορία με το όνομα Σουφραζέτες, ήταν η κορυφαία οργάνωση του κινήματος για το δικαίωμα ψήφου. Περιελάμβανε τόσο γυναίκες εργάτριες σε βιομηχανίες όπως η κλωστοϋφαντουργία όσο και πλούσιες γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων με πιο γνωστές τις Έμελιν και Κρίσταμπελ Πάνκχερστ. Ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος και εξελίχθηκε σε μια δραστήρια και αγωνιστική δύναμη πανεθνικής εμβέλειας. Οι γυναίκες οργάνωναν συναντήσεις και μαζικές πορείες και παρενέβαιναν σε πολιτικές συγκεντρώσεις για να ακουστεί η φωνή τους. Μια διαδήλωση στο Hyde Park του Λονδίνου συγκέντρωσε 250-500.000 ανθρώπους. Όταν η κυβέρνηση δεν έδειχνε να υποχωρεί οι γυναίκες επιδόθηκαν σε εμπρησμούς και σπασίματα γραφείων πολιτικών που είχαν εκφραστεί δημόσια κατά του δικαιώματος ψήφου των γυναικών. Το κράτος απάντησε με συλλήψεις και πολλές γυναίκες προχώρησαν σε απεργία πείνας στις φυλακές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ακόμα πιο βάρβαρη μεταχείρισή τους καθώς οι δεσμοφύλακες τις έχωναν σωλήνες στο λαιμό για να τις ταΐσουν.

Όταν η Έμελιν και η Κρίσταμπελ οδήγησαν το WSPU σε ρήξη με τις Εργατικές του ρίζες, η μικρότερη αδελφή Πάνκχερστ, η Σύλβια, που είχε ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά περισσότερο μέσα από τον αγώνα πήγε να δουλέψει μαζί με τις φτωχές και τις εργάτριες της Ομοσπονδίας του Ανατολικού Λονδίνου. Για πολλές γυναίκες εργάτριες η πάλη για το δικαίωμα ψήφου ήταν μόνο ένα κομμάτι του αγώνα ενάντια στη φτώχεια και τις άθλιες συνθήκες των παραγκουπόλεων. Πολλές απ' αυτές υποστήριζαν ότι και να κερδίσουν οι γυναίκες το δικαίωμα ψήφου στην ίδια βάση με τους άνδρες, αυτό θα άφηνε και πάλι πολλούς άνδρες και γυναίκες χωρίς χωρίς δικαιώματα. Η Σύλβια τελικά άλλαξε την ονομασία του περιοδικού που έκδιδε από Θωρηκτό των Γυναικών σε Θωρηκτό των Εργατών. Εμπνευσμένη από τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917 και τα επιτεύγματά της, υπήρξε για ένα διάστημα μέλος του νεοσύστατου Κομμουνιστικού Κόμματος. Μια μειοψηφία γυναικών -όσες ήταν πάνω από 30 ή είχαν ατομική ιδιοκτησία- κατέκτησαν το δικαίωμα της ψήφου όταν τελείωσε ο πόλεμος το 1918. Αλλά το πλήρες δικαίωμα ψήφου για όλες τις γυναίκες και τους άνδρες άνω των 21 δεν κατακτήθηκε παρά δέκα χρόνια μετά, το 1928.

Η Σίλα Ρόουμποθαμ δίνει μια φανταστική περιγραφή και μια νέα εικόνα των συζητήσεων των οργανώσεων και των εκδόσεων που άνθησαν στη Βρετανία και τις ΗΠΑ αυτή την περίοδο στο καινούργιο της βιβλίο Οραματίστριες μιας Νέας Εποχής. Όμως, οι περισσότερες αναφορές στο πρώτο κύμα του φεμινισμού δεν ασχολούνται με τη συζήτηση που είχαν ανοίξει οι επαναστάτριες σοσιαλίστριες όπως η Κλάρα Τσέτκιν και η Αλεξάνδρα Κολοντάι με τις φεμινίστριες και τις σοσιαλίστριες σε όλη την Ευρώπη για το πώς παλεύεται η γυναικεία καταπίεση πολλά χρόνια πριν τη Ρώσικη Επανάσταση.

Η ίδια η επανάσταση ήταν η απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να παλέψουμε για τη γυναικεία απελευθέρωση. Είχε μία βαθιά επίδραση στις ζωές εκατομμυρίων γυναικών που ζούσαν στις πιο άθλιες συνθήκες, κι όπως ο Λένιν περήφανα δήλωνε:

Στα δύο πρώτα χρόνια σοβιετικής εξουσίας σε μια από τις πιο καθυστερημένες χώρες της Ευρώπης έγιναν περισσότερα για τη χειραφέτηση των γυναικών και για να εξισωθεί η θέση τους με του "δυνατού" φύλου απ' ότι σε όλες τις ανεπτυγμένες, πεφωτισμένες και "δημοκρατικές" χώρες του κόσμου τα τελευταία 130 χρόνια.
Διαφώτιση, κουλτούρα, πολιτισμός, ελευθερία -σε όλες τις καπιταλιστικές, αστικές δημοκρατίες του κόσμου όλα αυτά τα ωραία λόγια συνοδεύονται από εξαιρετικά άθλιους, αηδιαστικά βρωμερούς και βάρβαρα άξεστους νόμους με βάση τους οποίους η γυναίκα αντιμετωπίζεται σαν κατώτερο ον, από νόμους σχετικά με το δικαίωμα στο γάμο και το διαζύγιο, που αναγνωρίζουν την κατώτερη θέση των παιδιών που γεννήθηκαν εκτός γάμου σε σχέση με τα "νόμιμα τέκνα", από νόμους που παραχωρούν προνόμια στους άνδρες, από νόμους ταπεινωτικούς και προσβλητικούς για τις γυναίκες. Οι γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επανάσταση. Ο πορεία της Παγκόσμιας Μέρας των Γυναικών ήταν ο πυροκροτητής της Επανάστασης του Φλεβάρη του 1917. Αλλά οι Μπολσεβίκοι είχαν αντιληφθεί την κληρονομιά της καταπίεσης στις πιο πενιχρές και οπισθοδρομικές συνθήκες που επικρατούσαν σ' αυτή την αχανή χώρα. Οι γυναίκες έπρεπε να ξεπεράσουν όχι μόνο τη φτώχεια και τον αναλφαβητισμό, αλλά και το τρομακτικό φορτίο της δουλειάς του σπιτιού. Οι Μπολσεβίκοι ήξεραν ότι για να πετύχει η επανάσταση έπρεπε να φτάσουν σ' αυτές τις γυναίκες και να τις παράσχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας γι' αυτό και ίδρυσαν έναν ιδιαίτερο τομέα για την αγκιτάτσια μεταξύ των γυναικών -τη Ζενοτντέλ:

Οι εθελόντριες της Ζενοτντέλ ταξίδευαν χιλιάδες μίλια απ' τις εστίες τους σε εργοστάσια και χωριά στις καμπάνιες τους για την επανάσταση. Χρησιμοποιούσαν ειδικά τρένα και ειδικά πλοία για την αγκιτάτσια, όπως ο Ερυθρός Αστέρας, που ταξίδευε πάνω-κάτω τον ποταμό Βόλγα, φτάνοντας στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Ταξίδευαν με καλλιτεχνικές αφίσες, χορωδίες και καλλιτεχνικά συγκροτήματα. Οργάνωναν εκδηλώσεις πρόβαλλαν ταινίες κι ανέβαζαν θεατρικές παραστάσεις και έστηναν "αναγνωστήρια" όπου δίδασκαν γραφή και ανάγνωση. Ιδρύθηκαν πάνω από 125.000 σχολεία. Η Ζενοτντέλ παρήγε εκδόσεις για τα πάντα, από την κοινωνικοποίηση της φροντίδας του παιδιού μέχρι σχέδια Σοβιετικών αρχιτεκτόνων για τα καινούργια σπίτια για να ληφθούν υπόψη στα πλάνα για τις κοινοτικές εγκαταστάσεις. Τα όνειρα της Ρώσικης Επανάστασης συντρίφτηκαν από την ήττα την επανάστασης κάτω από το Σταλινισμό που σήμαινε πισωγύρισμα στα δικαιώματα σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής. Ο Τρότσκι έγραφε ότι κομμάτι της μεγάλης ήττας που ο Στάλιν επέφερε στην επανάσταση ήταν ορατό σ' αυτό που συνέβη στις γυναίκες. Καθώς η συλλογική μέριμνα κατέρρευσε ή απέτυχε να δώσει εναλλακτική οι γυναίκες ξανασπρώχτηκαν πίσω στο σπίτι: στη διαβόητη οικογενειακή εστία -αυτό τον αρχαϊκό, αποπνικτικό και λιμνάζοντα θεσμό, όπου οι γυναίκες των εργατικών τάξεων δουλεύουν σαν σκλάβες από τα παιδικά τους χρόνια μέχρι το θάνατο".

Αυτή η ήττα σήμανε πως όταν τα γυναικεία κινήματα του δευτέρου κύματος ξέσπασαν τη δεκαετία του 1960, οι κατακτήσεις της επανάστασης είχαν σβηστεί από τη λαϊκή μνήμη.




Το δεύτερο κύμα φεμινισμού

Όταν οι άνθρωποι μιλούν σήμερα για φεμινισμό συνήθως αναφέρονται στις ιδέες που προέρχονται από το Γυναικείο Απελευθερωτικό Κίνημα (WLM) που ξεσηκώθηκε πρώτα στις ΗΠΑ και μετά στη Βρετανία, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Η μεταπολεμική άνθηση οδήγησε ολοένα και περισσότερες γυναίκες στο να απορροφηθούν στην επεκτεινόμενη ανώτερη εκπαίδευση και την αναπτυσσόμενη αγορά εργασίας. Αυτό είχε ραγδαίες συνέπειες στις ζωές των γυναικών. Τη δεκαετία του 1950 πολλές γυναίκες θα ζούσαν στο σπίτι των γονιών τους μέχρι το γάμο οπότε πολύ γρήγορα θα έφτιαχναν το δική τους οικογένεια. Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να αγοράσουν τίποτα ή να πάρουν κάτι με δόσεις χωρίς την υπογραφή του συζύγου τους και πολλές δουλειές απαγορεύονταν στις παντρεμένες γυναίκες.

Το ποσοστό γεννήσεων είχε αρχίσει ήδη να πέφτει από τη δεκαετία του 1950 αλλά η έλευση του αντισυλληπτικού χαπιού επαναστατικοποίησε τη δυνατότητα των γυναικών να ελέγχουν με ασφάλεια το πότε θα μένουν έγκυες. Η νομιμοποίηση της έκτρωσης στη Βρετανία το 1967, και στις ΗΠΑ μετά τη δίκη Ρόου εναντίο Γουέιτ το 1973 που άνοιξε τη δυνατότητα για πρώτη φορά στις γυναίκες να δίνουν νόμιμα και με ασφάλεια ένα τέλος στις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες.

Η ταχύτητα των αλλαγών ήταν δραματική. Ανάμεσα στο 1960 και στο 1965 επιτεύχθηκε 57% αύξηση στις αμοιβές των γυναικών (το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες ήταν 25%). Το ποσοστό των γυναικών που ζούσαν μόνες ανέβηκε κατά 50% τη δεκαετία του 1960, και 109% στις ηλικίες 20-34.

Αυτές οι υλικές αλλαγές είχαν επιπτώσεις στους στόχους και τις προσδοκίες των γυναικών, οι οποίες με τη σειρά τους έδωσαν μορφή στους αγώνες και τις διεκδικήσεις τους. Η βελτίωση των υλικών συνθηκών των γυναικών απλά άνοιγαν το δρόμο για μεγαλύτερες απαιτήσεις και προοπτικές. Όποιος έχει παρακολουθήσει την τηλεοπτική σειρά Τρελοί άνδρες θα έχει παρατηρήσει τα σημάδια αυτής της περιόδου των αλλαγών σε μια δυναμική απεικόνιση. Πολλές γυναίκες είχαν αρχίσει να υψώνουν το ανάστημά τους πέρα από τα πρότυπα της ενσυνείδητης νοικοκυράς και της υπάκουης γραμματέα.

Το WLM ξεπήδησε μέσα από τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 μιας γενιάς που πολιτικοποιήθηκε στους μνημειώδεις αντιιμπεριαλιστικούς και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες που ξέσπασαν ανά την υφήλιο. Στις ΗΠΑ το τεράστιο κίνημα ενάντια στον Πόλεμο του Βιετνάμ και ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων συντάραξαν όλη την κοινωνία.

Το Αμερικάνικο αντιπολεμικό κίνημα γεννήθηκε μέσα στον αναπτυσσόμενο φοιτητόκοσμο. Η "νέα αριστερά", όπως ονομάστηκε, δεν έβλεπε τον εαυτό της σαν συνεχιστή του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ ή κάποιας σοσιαλιστικής παράδοσης που πολύ καιρό πριν αντιλαμβάνονταν την αναγκαιότητα της γυναικείας απελευθέρωσης, παρά τις διαστρεβλώσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό σήμαινε πως όταν ξέσπασαν για πολιτικά δικαιώματα και ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960 δεν υπήρχε καμία συναίσθηση της γυναικείας καταπίεσης σαν ζήτημα που χρειαζόταν να αναδειχθεί.

Παρότι πολλές θαρραλέες και εύγλωττες γυναίκες ακτιβίστριες βρέθηκαν στην ηγεσία των αγώνων στις αρχές της δεκαετίας του 1960 βίωσαν την εμπειρία της υποτίμησης και των διακρίσεων σε βάρος τους από την ευρύτερη κοινωνία όπως αντικατοπτρίζονταν μέσα στο κίνημα. Το 1964 σε μια Φοιτητική Μη Βίαιη Συντονιστική Επιτροπή (SNCC) του Μισισίπι, κάποιες γυναίκες προώθησαν ένα κείμενο θέσεων που καταδείκνυε ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν μ' έναν εντελώς σεξιστικό τρόπο μέσα στο κίνημα. Ο Στόουκλι Καρμάικλ, ένα από τα ηγετικά μέλη του Κινήματος των Μαύρων Πανθήρων, απάντησε λέγοντας: "Η μόνη θέση των γυναικών της SNCC είναι μπρούμυτα".

Το 1965 οι γυναίκες που μίλησαν στο συνέδριο των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS) λοιδορήθηκαν από το σώμα της συνέλευσης. Σε μια ομιλήτρια είπαν ότι "αυτό που της χρειάζεται είναι ένα καλό γαμήσι" και στο επόμενο μάζεμά τους οι γυναίκες τους πετούσαν ντομάτες. Μια παμφλέτα του πρώιμου κινήματος περιέγραφε τις αρετές των γυναικών μέσα στο κίνημα ως "εργατριών και συζύγων" -παρείχαν στους οργανωτές υπηρεσίες δακτυλογράφησης και γραμματέα καθώς και οικιακές και σεξουαλικές υπηρεσίες.

Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια ενός κομματιού των ακτιβιστριών γυναικών οδήγησε μια ομάδα στην απόφαση να οργανώσει το δικό της απελευθερωτικό αγώνα στα πρότυπα του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Αλλά στην πραγματικότητα η κλωστή που έδενε αυτό το κίνημα με τις πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες δεν είχε κοπεί εντελώς. Η Σάρα Έβανς επισημαίνει στη θαυμάσια περιγραφή της καταγωγής του απελευθερωτικού κινήματος των γυναικών στις ΗΠΑ, Προσωπικές Πολιτικές, ότι πολλές απ' αυτές τις πολύ σημαντικές γυναίκες που ίδρυσαν το WLM ήταν στην πραγματικότητα παιδιά σοσιαλιστών, συνδικαλιστικών ηγετών και Κομμουνιστών -κόκκινες από κούνια:

Έχει σημασία να σημειωθεί ότι στη μελέτη μου δεν έψαξα επί τούτου για "κόκκινα μώρα". Περισσότερο έψαξα για τις γυναίκες και τους άνδρες που πήραν μέρος σε συγκεκριμένες δράσεις της νέας αριστεράς και ιδιαίτερα τις γυναίκες που αποτέλεσαν το σύνδεσμο ανάμεσα στη νέα αριστερά και την ηγεσία των πρώτων χρόνων του γυναικείου απελευθερωτικού κινήματος. Ξανά και ξανά εξεπλάγην ανακαλύπτοντας το ριζοσπαστικό οικογενειακό τους υπόβαθρο. Απ' αυτή τη δράκα των γυναικών αναπτύχθηκε ένα κίνημα που απλώθηκε σε όλη την Αμερική και ενέπνευσε παρόμοια κινήματα στην Ευρώπη. Υπήρχαν οι ομάδες "ενδυνάμωσης συνείδησης" του WLM, διαμαρτυρίες, και μια έκρηξη εκδόσεων βιβλίων, παμφλετών και γραπτών προς συζήτηση πάνω στη φύση της γυναικείας καταπίεση και τι είδους πολιτικές ιδέες και δράσεις χρειάζεται να αναληφθούν εναντίον της. Η θεωρία της πατριαρχίας κέρδισε την ηγεμονία. Η πατριαρχία σήμαινε διαφορετικά πράγματα για κάθε συγγραφέα αλλά στην ουσία του σήμαινε ένα σύστημα ελέγχου και κυριαρχίας προϋπάρχον, παράλληλο και διακριτό από τον καπιταλισμό, μέσω του οποίου όλοι οι άνδρες ήταν συνεργοί στην καταπίεση των γυναικών.

Παρ' όλα αυτά, ο φεμινισμός ποτέ δεν ορίστηκε ως μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Αντίθετα, πάντα περιελάμβανε πολλαπλά και ρευστά νοήματα, που συχνά έρχονταν σε οξεία αντιπαράθεση. Αμφισβητούσε τους έμφυλους ρόλους στην οικογένεια, πάλευε για τα δικαιώματα των γυναικών να ελέγχουν τη γονιμότητά τους και απαιτούσε ίση αμοιβή με τους άνδρες. Τα τέσσερα κορυφαία αιτήματα του WLM ήταν: ισότητα στην αμοιβή, την εκπαίδευση, τις εργασιακές ευκαιρίες, ελεύθερη αντισύλληψη και έκτρωση αν και όταν ζητηθεί και ελεύθεροι 24ωροι βρεφονηπιακοί σταθμοί.

Στις ΗΠΑ το κίνημα αντανακλούσε την ταξική βάση των κατά κύριο λόγο προερχόμενων από τα μεσοαστικά στρώματα ιδρυτριών του που είχαν τελειώσει τις σπουδές τους και δεν ήθελαν τα νεοαποκτημένες ευκαιρίες τους να ανατραπούν από την προκατάληψη και τη μισαλλοδοξία. Στη Βρετανία το υπόβαθρο για του πολύ μικρότερου και πιο βραχύβιου κινήματος ήταν διαφορετικό. Εδώ το κίνημα διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση μιας πιο δυνατής αριστεράς κι ενός καλύτερα ριζωμένου εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, που επηρέασε τις συζητήσεις γύρω από το ρόλο της τάξης και τον αυτονομισμό. Οι ιδέες του αντανακλούσαν τα αιτήματα και τις ανάγκες των γυναικών εργατριών και πολλές φεμινίστριες πήραν μέρος σαν ένδειξη αλληλεγγύης στους αγώνες των γυναικών εργατριών εκείνης της περιόδου.

Ουσιαστικά το δεύτερο κύμα του φεμινισμού συντρίφτηκε στα βράχια των πολλαπλών ταυτοτήτων της φυλής, της σεξουαλικότητας, των πολιτικών πεποιθήσεων που διέσπασαν και κατακερμάτισαν το κίνημα. Οι αυτονομίστριες φεμινίστριες κατηγορούσαν τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες ότι "κοιμότανε με τον εχθρό" και κάποιες γυναίκες έφτασαν να αυτοαποκαλούνται "πολιτικά" λεσβίες, που απέρριπταν τους άνδρες από θέση αρχής. Οι φεμινίστριες που υποστήριζαν το Ισραήλ διέρρηξαν κάθε δεσμό με τις γυναίκες που στέκονταν στο πλευρό του αγώνα των Παλαιστινίων και οι μαύρες και Ασιάτισσες γυναίκες υποστήριζαν ότι το κίνημα κυριαρχούνταν από λευκές γυναίκες που δεν συνεκτιμούσαν την εμπειρία του ρατσισμού. Αυτή η διαδικασία κατακερματισμού δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη γενικότερη παρακμή της ανταρσίας της δεκαετίας του 1960 που επικρατούσε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970.

Είναι εύκολο να δυσφημίσουμε και να περιγελάσουμε κάποιες από τις ακραίες θέσεις της ριζοσπαστικής και αυτονομιστικής πτέρυγας του γυναικείου κινήματος, είναι όμως σημαντικό να αντιληφθούμε ότι αυτά τα φαινόμενα οφείλονταν στις συγκεκριμένες περιστάσεις της βαθιά μισογυνικής και σεξιστικής κουλτούρας που οδήγησε τις γυναίκες, παρότι ήταν μειοψηφία, να πιστεύουν ότι έπρεπε να οργανώνονται ανεξάρτητα από τους άνδρες. Όταν θεωρείς ότι όλοι οι άνδρες είναι υπόλογοι για τη γυναικεία καταπίεση, ο ακραίος σεχταρισμός έρχεται σαν λογική συνέπεια αυτού του επιχειρήματος.

Οι κατακτήσεις του γυναικείου κινήματος αυτής της περιόδου ήταν αξιόλογες. Ο νόμος περί ίσης πληρωμής, το δικαίωμα στην έκτρωση, τα περισσότερα δικαιώματα στο διαζύγιο, η διεύρυνση των εργασιακών και εκπαιδευτικών ευκαιριών και το δικαίωμα στην πολιτική εκπροσώπηση. Η αμφισβήτηση της αποπνικτικής ηθικής της δεκαετίας του 1950 ήταν συγκλονιστική, παρότι οι αλλαγές πήραν πολλά χρόνια μέχρι να διαπεράσουν ολόκληρη την κοινωνία.

Υπήρχε ένα στρώμα κυρίως μεσοαστών πολύ μορφωμένων γυναικών που έσπασαν το γυάλινο τοίχο και έγιναν δικηγόροι, χειρούργοι, πολιτικοί και τραπεζίτες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι σήμερα σχεδόν το 60% των πτυχιούχων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι γυναίκες, όπως και το 59% των μεταπτυχιακών και το 50% των διδακτορικών στις ΗΠΑ.

Κάποιες απ' αυτές τις γυναίκες έχουν προνόμια που τις προσδένουν στο σύστημα, που η Αμερικανίδα ακαδημαϊκός Χέστερ Αϊζενστάιν εξετάζει λεπτομερώς στο βιβλίο της Αποπλανημένος Φεμινισμός. Γράφει πώς το σύστημα θα μπορούσε να απορροφήσει τουλάχιστον κάποιες από τις ιδέες του φεμινισμού ώστε να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά: "Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι... ο φεμινισμός στις οργανωμένες μορφές του έχει γίνει απολύτως συμβατός με την αυξανόμενη αδικία και επικινδυνότητα του εταιρικού καπιταλιστικού συστήματος.

Σε μια μελέτη των Νέων Εργατικών για την ίση πληρωμή των γυναικών στη Βρετανία επιχειρήθηκε να πειστούν τα αφεντικά να συμμορφωθούν με την ίση αμοιβή για τις γυναίκες διαβεβαιώνοντας τους ότι "η έμφυλη ισότητα κάνει καλό στο επιχειρείν". Η Αϊζενστάιν αναφέρει ένα Αμερικάνικο δημοσίευμα που υποστηρίζει ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι βάσιμος: "Το Catalyst, το ίδρυμα ερευνών που παρακολουθεί τις γυναίκες στην εργασία ανέφερε ότι το 2004 ότι οι 500 πλουσιότερες επιχειρήσεις με τις περισσότερες γυναίκες στην κορυφή της ιεραρχίας είχαν, κατά μέσο όρο, 35% υψηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) από τις υπόλοιπες".

Πολλές τέτοιες γυναίκες πήραν θέσεις στις γυναικείες επιτροπές της τοπικής αυτοδιοίκησης και γεμίζουν τους εκλογικούς καταλόγους για να γίνουν βουλεύτριες. Κάποιες απ' αυτές τις γυναίκες στελέχωσαν την Νέα Εργατική κυβέρνηση για πάνω από 13 χρόνια και βρέθηκαν στα υπουργικά συμβούλια και συνεχίζουν να παριστάνουν ότι μιλούν και δρουν εξ ονόματος του φεμινισμού.




Το τρίτο κύμα φεμινισμού

Ο όρος τρίτο κύμα του φεμινισμού επινοήθηκε τη δεκαετία του 1990. Μερικές φορές χρησιμοποιείται απλά για τις νεότερες φεμινίστριες -παιδιά της γενιάς του 1960. Αλλά πιο συχνά χρησιμοποιείται σε διάκριση από το μεταφεμινισμό κι από το δεύτερο κύμα του φεμινισμού. Οι ιδέες του μεταφεμινισμού αντανακλούσαν τη θεώρηση που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1990 ότι οι γυναίκες είχαν κερδίσει την ισότητα, ότι οι μάχες είχαν τελειώσει κι ότι δεν χρειάζεται πια να αντιμετωπίζονται σαν "ειδική περίπτωση". Οι γυναίκες που αυτοπροσδιορίζονται σαν φεμινίστριες του "τρίτου κύματος" (από τη στιγμή που δεν υπάρχει μαζικό κίνημα δεν πρόκειται για "κύμα" με την ίδια έννοια όπως το πρώτο και το δεύτερο) αμφισβητούν την ιδέα ότι η ισότητα έχει επιτευχθεί.

Θεωρούν τις εαυτές τους συνεχίστριες του αγώνα αλλά είναι κριτικές απέναντι στο φεμινισμό που εμφανίστηκε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ως κυρίαρχα συνδεδεμένο με τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης, των Δυτικών λευκών γυναικών. Το τρίτο κύμα του φεμινισμού είναι πλουραλιστικό, δεν υποστηρίζει τη μονοθεματικότητα, και αυτοανακηρύσσεται ως λιγότερο κανονιστικό από το δεύτερο κύμα δηλαδή, σύμφωνα με τη Γουόλτερ, "απέναντι στο μίσος των ανδρών και μ' ένα μάλλον μουντό είδος πολιτικής ορθότητας ή Πουριτανισμού... το κίνημα εμφανίζει μια δυσανεξία".

Υπάρχουν πολλοί τρόποι που οι γυναίκες εξεγείρονται ενάντια στα στερεότυπα, με τα οποία υποτίθεται ότι συμμορφώνονται σήμερα. Στην Ατλάντα και τη Νέα Ορλεάνη, για παράδειγμα, υπάρχει μια μεγάλη πολιτιστική σκηνή νεαρών, κυρίως μαύρων, λεσβιών που φοράνε τα μοντέρνα ανδρικά χιπχοπάδικα ρούχα -φαρδιά τζιν, σπορτέξ και κοσμήματα. Άλλες, όπως οι “riot grrls” [sic] -ένα underground φεμινιστικό punk κίνημα- χρησιμοποιούν την κουλτούρα, την τέχνη και τη μουσική, για να εκφράσουν την απόρριψή τους απέναντι στους νέους κανόνες ντυσίματος και συμπεριφοράς των γυναικών.

Η Τζέσικα Βαλέντι, συγγραφέας του Ολομέτωπου Φεμινισμού και ιδρύτρια του Αμερικάνικου ιστότοπου feministing.com, λέει, "αυτό που γουστάρω στο τρίτο κύμα είναι ότι μάθαμε να βρίσκουμε το φεμινισμό στα πάντα -και να τα κάνουμε δικά μας". Ο νέος φεμινισμός πουλιέται για σέξι και ευχάριστος, προφανώς για να κρατήσει τις αποστάσεις από τις αξύριστες γυναίκες που φορούσαν τη σαλοπέτα τη δεκαετία του 1970. "Υπάρχει κάτι κακό στο να είσαι άσχημη, χοντρή ή τριχωτή; Όχι φυσικά. Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς. Κανείς δε θέλει να παραπέμπει σε κάτι που δεν θεωρείται ούτε ελκυστικό ούτε κουλ".

Αυτός ο φεμινισμός του όλα επιτρέπονται σημαίνει ότι μπορεί να είσαι μια φεμινίστρια που γυρνάει πορνοταινίες ή μια που διαμαρτύρεται εναντίον τους. Μπορεί να αποδέχεσαι ότι η βιολογία καθορίζει τα χαρακτηριστικά του φύλου μας ή να πιστεύεις ότι η κοινωνικοποίηση παίζει κυρίαρχο ρόλο. Ακόμα χειρότερα, οι φεμινιστικές ιδέες έχουν χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τις διώξεις των γυναικών που φοράνε μαντίλα ή μπούργκα. Η Νίνα Πάουερ, συγγραφέας της Μονοδιάστατης Γυναίκας σχολιάζει ότι "μια από τις πιο βαθιές και πιο ανησυχητικές πρόσφατες αλλαγές στη συζήτηση για τη γεωπολιτική είναι η ενσωμάτωση της γλώσσας του φεμινισμού από φιγούρες που πριν από 10 ή 15 χρόνια αντιτάσσονταν με τον πιο δυναμικό τρόπο στις αρχές του φεμινισμού". Η Αϊζενστάιν το αποκαλεί αυτό φεμινισμό της "Μαντλίν Ολμπράιτ", επισημαίνοντας την απόσταση που χωρίζει αυτό το είδος "φεμινισμού" από το μαχητικό κίνημα ενάντια στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό από το οποίο προήλθε.

Αλλά για πολλές γυναίκες, και ιδιαίτερα για τις νεότερες, το αυξανόμενο ενδιαφέρον τους για τη γυναικεία απελευθέρωση και το φεμινισμό δεν είναι προϊόν ενασχόλησης με τα ιστορικά ζητήματα, αλλά μια ενστικτώδης αντίδραση απέναντι στον ορυμαγδό του σιχαμερού σεξισμού που έγινε σήμερα κοινός τόπος.





Τι είναι ο νέος σεξισμός

Το πρώτο βιβλίο για να εξετάσουμε πραγματικά το μέγεθος του προβλήματος είναι τα Γυναικεία Σοβινιστικά Γουρούνια της Αριέλ Λίβι, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 2005. Η Λίβι εξετάζει την ανάπτυξη αυτού που αποκαλεί κουλτούρα της προστυχιάς:

Μόλις τριάντα χρόνια πριν (όσα και τα χρόνια μου) "καίγαμε σουτιέν" και διαδηλώναμε ενάντια στο Playboy και ξαφνικά βάζουμε σιλικόνη στο στήθος και φοράμε το λογότυπο με το κουνελάκι σαν υποτιθέμενα σύμβολα απελευθέρωσης. Πώς μεταλλάχτηκε η κουλτούρα τόσο δραματικά μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Περιγράφει το πώς η αυτοεικόνα των νεαρών γυναικών και ανδρών και οι σχέσεις μεταξύ τους έχουν διαμορφωθεί από την κυριαρχία των απεικονίσεων και των κλισέ του πορνό. Υπήρξε όμως μια καινούργια διαστρέβλωση: η κουλτούρα της προστυχιάς αυτοπλασάρονταν ως "ενδυνάμωση", μια λέξη που έχει αποκλίνει τόσο πολύ από τον αρχικό ορισμό της που έχει χάσει το νόημά της.

Αυτή είναι η διαφορά του νέου σεξισμού από τον παλιό. Αντανακλά και έχει απορροφήσει την ιστορία και τη γλώσσα των γυναικείων αγώνων για το δικαίωμα να διεκδικούν τις σεξουαλικές ανάγκες κι επιθυμίες τους, να είναι κάτι περισσότερο από αντικείμενα της ευχαρίστησης των άλλων, κι ακόμα χειρότερα, θέλει να παρουσιάζεται σαν η συνέχεια αυτής της διαδικασίας. Η κουλτούρα της προστυχιάς μάς σερβίρεται σαν ένας απελευθερωμένος τρόπος έκφρασης της σεξουαλικότητάς μας, κι έτσι, κατά παράδοξο τρόπο, μας έχει πείσει να αποδεχτούμε την αντικειμενοποίηση στην πιο ωμή και προσβλητική της μορφή. Έχει οδηγήσει σε μια ανελέητη εισροή αξιών, εικόνων, συμπεριφορών και τρόπων ντυσίματος από τον κόσμο του αγοραίου σεξ που πουλιέται σαν εμπόρευμα στην κυρίαρχη κουλτούρα και ιδεολογία.

Στριπτιτζάδικα άρχισαν να ανοίγουν στη Βρετανία από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αλλά το άνοιγμα του πρώτου Βρετανικού παραρτήματος της πολυεθνικής αλυσίδας lap dancing κλαμπ Spearmint Rhino το 2000 σηματοδότησε τη μεταφορά του στριπτίζ από τα στενοσόκακα στους πολυσύχναστους δρόμους. Αυτά τα κλαμπ πλασάρονταν σαν μια διασκέδαση για ακριβά γούστα, χώροι ψυχαγωγίας για τα στελέχη των επιχειρήσεων. Οι κακόγουστες αφίσες τους και τα φιμέ τζάμια τους δεν έλειπαν από καμιά πόλη -μικρή ή μεγάλη. Η απροκάλυπτη πώληση των γυναικείων σωμάτων έγινε μια τεράστια μπίζνα με τζίρο πολλά εκατομμύρια λίρες. Ενώ οι χορεύτριες πλήρωναν 80 λίρες για να έχουν το "προνόμιο" να χορεύουν σ' αυτά τα κλαμπ, έχοντας συμφωνήσει να λάβουν ένα ποσοστό επί των κερδών, ο διευθύνων σύμβουλος Τζον Γκρέι ήταν αυτός που τα τσέπωνε όλα.

Οι εργάτες των πόλεων συνέρρεαν στα κλαμπ. Ένας οικονομικός διευθυντής αποκαλύφθηκε ότι είχε ξοδέψει 104.000 λίρες με πιστωτική κάρτα της εταιρείας σ' αυτή την αλυσίδα. Βασικά το 86% των κλαμπ του Λονδίνου παρέχουν "διακριτικές αποδείξεις" όπου δεν αναφέρεται το όνομα της επιχείρησης. Αυτό επιτρέπει σε κάποιους υπαλλήλους να δικαιολογούν έξοδα στους εργοδότες τους χωρίς να φαίνεται ότι τα χρήματα έχουν ξοδευτεί σε τέτοια κλαμπ.

Στην πραγματικότητα, η αλλαγή κουλτούρας έχει σημάνει ότι σπάνια απαιτείται αυτή η εχεμύθεια. Η επιτυχία σ' αυτή την αναζήτηση της αποδοχής αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το Σεπτέμβρη του 2007 στους συνέδρους του Συντηρητικού Κόμματος είχαν δοθεί δωρεάν εισιτήρια αξίας 10 λιρών για το Rocket Club, μια αίθουσα lap dancing στο Μπέρμιγχαμ, μαζί με την επίσημη κάρτα εισόδου τους στο Συνέδριο. Το Spearmint Rhino κέρδισε ακόμη και τη βασιλική σφραγίδα έγκρισης όταν ο πρίγκιπας Χάρι επισκέφτηκε ένα κατάστημα της αλυσίδας για να γιορτάσει το τέλος της στρατιωτικής του θητείας.

Ίσως να μην προκαλεί και τόσο μεγάλη έκπληξη ότι οι Τόρηδες και οι τραπεζίτες είναι ένθερμοι καταναλωτές του lap dancing και του νέου σεξισμού. Η ενσωμάτωσή τους όμως στη λαϊκή κουλτούρα και ιδιαίτερα στους χώρους του πανεπιστημίου είναι.




Φοιτητική Κουλτούρα

Η μετάλλαξη της κουλτούρας στους πανεπιστημιακούς χώρους τα τελευταία χρόνια είναι δραματική. Απ' τον καιρό που οι σεξιστικές αφίσες θα καταγγέλλονταν ως απαράδεκτες ή θα κατεβάζονταν, οι εικόνες και η γλώσσα που χρησιμοποιούν πολλές φοιτητικές ομάδες, εκδηλώσεις και κοινότητες στις αφίσες τους είναι ακραία σεξιστικές. Τα πάρτι για "νταβατζήδες και ξεκωλιάρες" αφθονούν. Γιορτάζονται κάποιες από τις πιο οπισθοδρομικές ιδέες. Στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ γίνονται "σκλαβοπάζαρα" όπου οι γυναίκες ντύνονται σαν κουνελάκια του Playboy και δημοπρατούνται για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού σε κάτι τυπάδες, κι όλα αυτά στο όνομα της οικονομικής ενίσχυσης.

Προωθείται επίσης όλο και περισσότερο ο χορός στην μπάρα σαν ένας θαυμάσιος τρόπος άσκησης για τις γυναίκες. Πολλοί σύλλογοι φοιτητών έχουν τους δικούς τους κύκλους μαθημάτων χορού στην μπάρα. Το κολέγιο του Σάουθ Ντέβον στο Πέιντον προσκάλεσε μια εταιρεία ερωτικού καμπαρέ και χορού στην μπάρα για να παρουσιάσει μια έκθεση χορού στην μπάρα σε χίλιους μαθητές 14-19 ετών σε μια εκδήλωση που έγινε στο πλαίσιο της Βδομάδας για την Υγιεινή Ζωή. Ένα από τα σλόγκαν αυτής της εταιρείας ήταν το "Ειδικοί στη γυναικεία ενδυνάμωση".

Τα καλλιστεία έχουν γίνει επίσης κομμάτι της φοιτητικής ζωής. Ο διοργανωτής του Miss University, Κριστιάν Εμίλ, υποστηρίζει ότι δεν είναι σεξιστικό γιατί οι γυναίκες δε φορούν μαγιό και κρίνονται με βάση την προσωπικότητά τους και όχι μόνο την εμφάνιση, δηλαδή τα ίδια που λένε και για τη Μις Κόσμος χρόνια τώρα: "Οι γυναίκες φοράνε νυχτερινά φορέματα δικής τους επιλογής και τους γίνεται μια σειρά ερωτήσεις που έχουν σκοπό να αναδείξουν τα χαρίσματα και την προσωπικότητά τους... Δε νομίζω ότι αυτό αντικειμενοποιεί τις γυναίκες. Αν ρωτήσεις οποιαδήποτε από τις διαγωνιζόμενες θα σου απαντήσει απεναντίας ότι αυτό λειτουργεί ενισχυτικά. Κερδίζουν μία στιγμή δημοσιότητας, και γενικά έχει πλάκα".

Στο Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ μια φοιτήτρια, επιστρέφοντας από τη βιβλιοθήκη ένα βράδυ, βρέθηκε περικυκλωμένη από μια ομάδα μεθυσμένων και γυμνών παιχτών του ράγκμπι, που άρχισαν να τη χουφτώνουν. Όταν ξεκίνησε μια καμπάνια που απαιτούσε τη διαγραφή τους από το φοιτητικό σύλλογο, ο σύλλογος αρνήθηκε επικαλούμενη την κρισιμότητα των επόμενων αγώνων για την ομάδα.

Τα Freshers Fayres των φοιτητών του Μάντσεστερ βρέθηκαν στο στόχαστρο των lap dancing κλαμπ της περιοχής γιατί παρείχαν δωρεάν και μειωμένα εισιτήρια σε φοιτητές. Στο Μπρίστολ ένα τοπικό περιοδικό λαϊκής κουλτούρας στη διαφημιστική του καμπάνια για την προώθηση των φοιτητικών αγώνων προσπάθησε να δελεάσει τις φοιτήτριες να ασχοληθούν με το lap dancing παρέχοντάς τους ευκολίες πληρωμής του φοιτητικού τους δανείου.

Όταν μια φοιτήτρια προσπάθησε σε μια συνέλευση του φοιτητικού συλλόγου της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου να βάλει το ζήτημα της πώλησης "ανδρικών περιοδικών" στο κυλικείο του πανεπιστημίου, βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν ανεξέλεγκτο όχλο φοιτητών, κυρίως μελών αθλητικών συλλόγων. Κραδαίνοντας τη σελίδα 3 της εφημερίδας Sun την έπνιξαν σε σφυρίγματα αποδοκιμασίας και κραυγές όπως "Λεσβία" και άλλες "βρισιές". Μόνο ένας απ' αυτούς αποβλήθηκε από την αίθουσα όταν της πέταξε μια σαΐτα.

Ακόμα ένα παράδειγμα του πόσο έχουν ξεφύγει τα όρια του αποδεκτού στο πλαίσιο της κουλτούρας των πανεπιστημίων είναι τα λεγόμενα ενός αντιπρύτανη για τις "λυσσάρες" φοιτήτριες:

Τα κανονικά κορίτσια -που πιο πολύ ενδιαφέρονται για κοιλιακούς παρά για εργαστήρια, για θωρακικούς μύες παρά για τεχνικές προδιαγραφές, για τρικέφαλους παρά για εξεταστικές- μπορεί να αρνούνται τους καθηγητές τους για τη συντροφιά των συνομηλίκων τους, όμως οι πιο πολλοί καθηγητές ξέρουν ότι, στα περισσότερα έτη, υπάρχει ένα κορίτσι στην τάξη που δεν τους κρύβει το θαυμασμό του και τους ζητά συμβουλές για τις εργασίες του. Τι να κάνεις;

Απόλαυσε την! Είναι ένα εξτραδάκι. Δεν θα ξέρει ακόμα ότι είσαι ό,τι ο Καζομπόν για τη Δωροθέα του, ό,τι ο Χάουαρντ Κιρκ για τη Φελίσιτι Φι του και θα σου επιδεικνύει τις καμπύλες της. Που κάθε μέρα θα τις θαυμάζεις προς τέρψη του φύλου σου και τη νύχτα θα είσαι με τη γυναίκα σου. Φοβάμαι πως δεν έχεις άλλη επιλογή. Όπως στους Στριγκφέλοου, μπορείς να κοιτάς αλλά όχι ν' αγγίζεις. Ο Τέρενς Κίλι είναι το αφεντικό του Πανεπιστημίου του Μπάκιγχαμ, του μόνου ιδιωτικού πανεπιστημίου της Βρετανίας μοιάζουν να βγαίνουν από τον οχετό ενός κόσμου, όπου η ιδέα της γυναικείας απελευθέρωσης δεν έχει ακουμπήσει.




Αισθητικές παρεμβάσεις

Άλλο ένα σύμπτωμα της διείσδυσης της βιομηχανίας του αγοραίου σεξ στην κυρίαρχη ιδεολογία είναι η καταγεγραμμένη άνοδος του ποσοστού των γυναικών που καταφεύγουν στην αισθητική χειρουργική. Η ανόρθωση στήθους μπορεί να είναι η πιο δημοφιλής χειρουργική επέμβαση, αλλά πλέον επίσης παρέχονται επιβράχυνση δακτύλων και εμφυτεύματα πτερνών (για τη διευκόλυνση της βάδισης με ψηλοτάκουνα). Υπάρχει επίσης μια τρομακτική αύξηση στην αισθητική χειρουργική χειλέων του αιδοίου. Ένα Αμερικάνικο σάιτ προώθησης τέτοιου είδους επεμβάσεων μιλάει για τόνωση της σεξουαλικότητας και της αυτοπεποίθησης και αποκαλύπτει την προέλευση της ζήτησης αυτού του είδους των επεμβάσεων:

Πριν λίγο καιρό, η χειλεοπλαστική επιλέγονταν κυρίως από μία συγκεκριμένη ομάδα διασκεδαστριών και καλλιτέχνιδων -από γυναίκες όπως μοντέλα για μαγιό, ή γενικά από το χώρο της μόδας. Σήμερα όμως με την παρουσία περισσότερων χαλαρών σεξουαλικά περιοδικών/βίντεο, ρούχων και συμπεριφορών, η σημασία του γυναικείου αιδοίου είναι πολύ πιο αναβαθμισμένη. Συχνότερα, οι γυναίκες καταφεύγουν στη χειλεοπλαστική για δύο λόγους... ιατρικούς... και αισθητικούς. Τα ζητήματα αυτοεκτίμησης των γυναικών τείνουν τώρα να λύνονται μέσω της επεμβατικής χειρουργικής που μας κάνει τις πορνοστάρ που μας ενθαρρύνουν να συναγωνιστούμε.




Οι φεμινιστικές απαντήσεις

Το ενδιαφέρον για το φεμινισμό δεν αποτελεί έκπληξη. Σε κάποιες περιπτώσεις αντιπροσωπεύει μια λογική πολιτική απάντηση των γυναικών, αν και οι γυναίκες σήμερα προσεγγίζουν το φεμινισμό μέσα από ένα διαφορετικό πλέγμα εμπειριών από τις προκάτοχές τους του WLM.

Υπάρχει όμως και μια αμφιθυμία. Κάποιες γυναίκες λεν ότι δε χρειάζονται το φεμινισμό κι ότι δε θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως φεμινίστριες, ότι είναι ξεπερασμένο, ότι αισθάνονται ίσες και ότι ο φεμινισμός ταιριάζει μόνο σ' εκείνες που βλέπουν τις εαυτές τους σαν θύματα. Συνάμα, η επί χρόνια καλλιεργούμενη καρικατούρα των φεμινιστριών ως ντούρων μισανδριστριών και εχθρών του τρόπου ζωής των γυναικών βρίσκει ακόμα απήχηση. Αλλά η ανάκαμψη του ενδιαφέροντος για τις γυναικείες ομάδες και τις φεμινιστικές κοινότητες δείχνει ότι οι άνθρωποι αναζητούν το δρόμο της αντίστασης και της αμφισβήτησης αυτής της κατάστασης.

Ωστόσο, πέρα από την ιδιότητα του φεμινισμού ως πολιτικής απάντησης στο σεξισμό, υπάρχει μια αξιοθρήνητη έλλειψη πολιτικής θεωρίας υποστηρικτικής αυτών των ιδεών. Η πρόσφατη έκδοση πλήθους βιβλίων για τις γυναίκες και για την πολιτική της γυναικείας απελευθέρωσης αποτελεί και σύμπτωμα και γνώρισμα της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για τις πολιτικές του φεμινισμού και της γυναικείας καταπίεσης. Στις Ζωντανές Κούκλες η δημοσιογράφος Νατάσα Γουόλτερ, καταγράφει την έξαρση της κουλτούρας της προστυχιάς και τις διαβρωτικές της συνέπειες μέσα από συνεντεύξεις με γυναίκες, από φοιτήτριες μέχρι χορεύτριες της μπάρας. Εξετάζει την αναθέρμανση των ιδεών του βιολογικού ντετερμινισμού που βλέπουν τα χαρακτηριστικά του φύλου σαν αμετάβλητα και ανεπίδεκτα αλλαγής στοιχεία της γενετικής μας σύνθεσης.

Η Νίνα Πάουερ στη Μονοδιάστατη Γυναίκα εξετάζει το πώς η ιδέα του φεμινισμού σήμερα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, έχει αρχίσει να προσδιορίζεται από μεταφυσικές έννοιες όπως η αυταρέσκεια, ο καταναλωτισμός και η υπέρμετρη επιθυμία να αποδείξουμε ότι ο φεμινισμός είναι σέξι κι ευχάριστος. Σε μια σειρά σύντομων πολεμικών δοκιμίων με τίτλους όπως "Από το Σεξοαριστερισμό στην Αποπληθωριστική Αποδοχή" ή "Ο Κράχτης: Πορνογραφία και Καπιταλισμός" παραθέτει τον αντίκτυπο της κουλτούρας της προστυχιάς. Η Πάουερ υποστηρίζει ότι αυτό που παρατηρούμε είναι η "θηλυκοποίηση της εργασίας", όπου όλη η δουλειά βασίζεται στις επικοινωνιακές ικανότητες και την ευελιξία. Εξηγεί επίσης τους λόγους που το ρετρό πόρνο ήταν, σε αντίθεση με ό,τι κυκλοφορεί σήμερα, ευχάριστο και αθώο.

Η Αυταπάτη της Ισότητας της Κατ Μπάνιαρντ (που συμμετείχε μέχρι πρόσφατα στην καμπάνια της Fawcett Society) προσπαθεί να δώσει έναν απολογισμό της θέσης της γυναίκας σήμερα, τόσο στη Βρετανία όσο και παγκόσμια, σε ένα δύσκολο εγχείρημα 240 σελίδων. Βασισμένη σε 100 συνεντεύξεις γυναικών, η Μπάνιαρντ εξετάζει την εμπειρία της ισότητας των γυναικών σήμερα σε κεφάλαια που παίρνουν όλα σαν αφετηρία τη συγκεκριμένη ιστορία μιας γυναίκας. Εξετάζει τη βία κατά των γυναικών, τη βιομηχανία του σεξ και την εμπειρία των κοριτσιών από το καθεστώς διακρίσεων στα σχολεία και καταλήγει σε ένα κεφάλαιο για τον ακτιβισμό και τις διάφορες ομάδες και καμπάνιες όπου μπορούν οι γυναίκες να ενταχθούν.

Το Επανακτώντας τη λέξη από Γ της Κάθριν Ρέντφερν (ιδρύτριας του δημοφιλούς σάιτ F-Word) προσπαθεί να δώσει μια συνεκτική επισκόπηση του "νέου φεμινιστικού κινήματος". Κι αυτό βασίζεται σε συνεντεύξεις και σε μια σφυγμομέτρηση πάνω από χιλίων γυναικών που έχουν εμπλακεί μ' ένα τρόπο με τη φεμινιστική πολιτική τα τελευταία δέκα χρόνια. Δεν πρόκειται για μια πολεμική που κινείται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ανάλυσης. Αντίθετα, αντιπροσωπεύονται εξίσου γυναίκες που θέλουν να δουν μια κοινωνία απαλλαγμένη από την πορνεία και γυναίκες που βλέπουν την πορνεία σαν ένα ακόμα επάγγελμα που χρειάζεται όμως να οργανωθεί με έναν καλύτερο τρόπο.

Ακαδημαϊκοί τίτλοι σε θέματα φεμινιστικής θεωρίας εκδίδονται κάθε χρόνο, αλλά αυτό που σημαδεύει τις εκδόσεις των τελευταίων χρόνων είναι ότι απευθύνονται σε πολύ ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Αντιπροσωπεύουν προσπάθειες θεωρητικοποίησης της νέας κατάστασης και της φύσης του φεμινισμού σήμερα. Μια απ' αυτές τις εκδόσεις είναι ο Αποπλανημένος Φεμινισμός της Χέστερ Αϊζενστάιν που αυτοπροσδιορίζεται ως Μαρξίστρια φεμινίστρια και υποστηρίζει ένα νέο πάντρεμα του Μαρξισμού με το φεμινισμό. Αυτό το βιβλίο είναι από άλλο καλούπι σε σχέση με τα προηγούμενα. Ασχολείται αποκλειστικά με το φεμινισμό στις ΗΠΑ και απευθύνεται σ' ένα πιο ακαδημαϊκό κοινό. Και κυρίως, συνιστά μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη και αποχρώσα πολεμική για τη φύση του φεμινισμού στον 21ο αιώνα και την πολιτική του πορεία από την κορύφωσή του με το WLM τη δεκαετία του 1960 και μετά. Αμφισβητεί την "εξίσωση του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού με τη χειραφέτηση των γυναικών", ιδιαίτερα όταν αυτό συμβαίνει για να πετύχει τη στράτευση του φεμινισμού στην υποστήριξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.

Είναι εκπληκτικό ότι όλες αυτές οι εκδόσεις κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Εκδόσεις που επιδέχονται πολλών σχολίων και ιδιαίτερα γιατί συγκεντρώνουν πλήθος στοιχείων που τεκμηριώνουν τη καταστροφική επιρροή του νέου σεξισμού. Ωστόσο, σπάνια προχωρούν παραπέρα από την καταγραφή του προβλήματος και προσφέρουν πολύ λίγα στην ευρύτερη κατανόηση της γυναικείας καταπίεσης, από πού αντλεί τις ρίζες της και πώς παλεύεται: "Σε κάποιο σημείο της ανθρώπινης ιστορίας η έννοια της γυναικείας κατωτερότητας συνυφάνθηκε με την ίδια τη δομή μέσα από την οποία βλέπουμε τον εαυτό μας, συμπεριφερόμαστε στους άλλους και οργανώνουμε την κοινωνία".

Αξίζει να σημειωθεί εν παρόδω η τραγική ειρωνεία ότι δυο πρόσφατα βιβλία για το νέο φεμινισμό (ο Ολομέτωπος φεμινισμός και ο Νέος σεξισμός) έχουν γυμνά γυναικεία κορμιά στα εξώφυλλά τους. Οι συγγραφείς ενδέχεται να είχαν περιορισμένο ή καθόλου έλεγχο στο σχέδιο του εξώφυλλου αλλά αυτό δείχνει ότι ακόμα και όταν δημοσιεύονται κριτικές πάνω στην εμπορευματοποίηση των γυναικείων σωμάτων κάποιος κάπου κρίνει απαραίτητο να κάνει ακριβώς αυτό με σκοπό να πουλήσει περισσότερα βιβλία.

Πολλά συνηθισμένα επιχειρήματα επαναλαμβάνονται από τις συγγραφείς, για παράδειγμα η έμφαση στην προσωπική εμπειρία της γυναίκας σαν άτομο και η παράλειψη του ολοκληρωμένου φάσματος των συμπεριφορών από τη σεξουαλική παρενόχληση στο βιασμό ως εκφάνσεις της "αρρενωπής βίας". Η Μπάνιαρντ εκθέτει τον τρόπο που πλασάρεται στους άνδρες η ιδέα ότι πρέπει να εκπληρώσουν την εικόνα μιας αρρενωπότητας, διαπράττει όμως ένα επικίνδυνο λογικό άλμα. Αναφερόμενη στη διαφήμιση του αποσμητικού Lynx για τον άνδρα -Lynx Bullet- όπου περιγράφεται σαν "το όπλο που κρύβεις στην τσέπη σου" (κατά κυριολεξία η έκφραση pocket pulling σημαίνει να τραβάς μαλακία με τα χέρια στις τσέπες), γράφει:

Με το Lynx Bullet, η Unilever προσφέρει στον άνδρα πολεμοφόδια για σεξουαλικές κατακτήσεις. Είναι σεξουαλικά ανάλγητο και σίγουρα θα πουλήσει με το τσουβάλι. Πραγματικά δε θέλει και πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς πώς η κουλτούρα της υπεραρρενωπότητας στρώνει το έδαφος στη βία κατά των γυναικών. Ειλικρινά πιστεύω ότι χρειάζεται να διαθέτει κανείς καλπάζουσα φαντασία για να πηδάει από το Lynx στην υπεραρρενωπότητα κι απ' την υπεραρρενωπότητα στην αρρενωπή βία. Αν όντως είχε ένα αποσμητικό την ιδιότητα να αλλάζει τις συμπεριφορές των ανδρών αυτό θα έκανε ακόμα και τους κατασκευαστές του να κοκκινίζουν. Συνεχίζει όμως το ίδιο τροπάριο στην επόμενη σελίδα:

Ένας άνδρας που επιλέγει να σφυρίξει, να κράξει ή να βαρέσει κόρνα σε μια γυναίκα που περνάει από μπροστά του δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένει ότι θα βγει και ραντεβού μαζί της -και το ξέρει. Εκείνη μπορεί και να τρομάξει μ' αυτή την επιδεικτική και δημόσια δήλωση ότι αποτελεί σεξουαλικό αντικείμενο, όμως αυτός θα έχει αποδείξει την αρρενωπότητά του στους φίλους του και στους συναδέλφους του που θα είναι παρόντες στο σκηνικό. Μέσα σε μια κοινωνία άνισων έμφυλων σχέσεων και με την κουλτούρα της αρρενωπότητας, τα θλιβερά ποσοστά βίας κατά των γυναικών δε μου φαίνονται παράλογα. Η σεξουαλική και οικιακή βία είναι πολύ υπαρκτά προβλήματα και είναι πολύ προσβλητικό για τις γυναίκες που έχουν υποστεί τέτοιες επιθέσεις, αυτές να εξισώνονται και να μπαίνουν στο ίδιο συνεχές που ξεκινάει από το σφύριγμα στο δρόμο. Αλλά οι τέτοιου τύπου γενικεύσεις αφθονούν. Για παράδειγμα, "η αλήθεια είναι πως όλες μας λίγο πολύ μ' ένα τρόπο έχουμε εμπλακεί στην πανταχού παρούσα βιομηχανία του σεξ: είτε σαν αυτές που χρησιμοποιούν την πορνογραφία, είτε μέσα από την παρακολούθηση μαθημάτων χορού στην μπάρα, είτε βγαίνοντας για διασκέδαση σε κάποιο lap dancing κλαμπ, είτε απλά με τη σιωπή μας την ώρα που η βιομηχανία του σεξ υψώνει όλο και περισσότερο τη φωνή της και κυριαρχεί".

Άρα οι άνδρες που αγοράζουν το αποσμητικό Lynx επειδή οι διαφημιστές ανακάλυψαν ότι μπορούν να εκμεταλλευτούν την έλλειψη αυτοπεποίθησης που έχουν στο να προσελκύσουν μια γυναίκα) είναι ο επικίνδυνος εχθρός και στην πραγματικότητα είμαστε όλοι ένοχοι μ' έναν τρόπο. Και οι γυναίκες θεωρούνται ανίσχυρα θύματα ούτως ή άλλως. Οι περιγραφές που εισάγουν κάθε κεφάλαιο υποτίθεται ότι δίνουν μια ιδέα για τη ζωή μιας συγκεκριμένης και για τον ιδιαίτερο τρόπο που αυτή έχει βιώσει την καταπίεση. Μοιάζουν όμως με τους δακρύβρεχτους τίτλους των περιοδικών που κρέμονται στα περίπτερα. "Είναι 25 κιλά κι όμως νιώθει χοντρή", "Στα δόκανα ενός άνδρα που τη χτυπά". Αυτή δεν είναι μια σοβαρή ανάλυση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες σήμερα και δε βοηθά τη συζήτηση για το πώς προχωράμε.




Βάζοντας την τάξη στην άκρη

Άλλο ένα συνηθισμένο θέμα είναι και η επικέντρωση στις γυναίκες χωρίς καμία αναφορά στην τάξη. Η ανισότητα κι η φτώχεια πάντα λαμβάνονται υπόψη σ' αυτές τις συζητήσεις, αλλά συχνά θεωρούνται ως μια απ' τις πολλές πτυχές του καθεστώτος διακρίσεων κι απλά ως ένα επιπλέον βάρος απ' το οποίο πρέπει να απαλλαγεί το άτυχο θύμα. "Ο σεξισμός δε λειτουργεί στο κενό, αλλά μάλλον αλληλεπιδρά με μια πολλαπλότητα άλλων δυνάμεων που καθορίζουν τη ζωή μας, όπως η φυλή, η τάξη, η ηλικία, η αναπηρία και η σεξουαλικότητα".

Όμως η τάξη δεν είναι απλά μια κατηγορία στη λίστα των διακρίσεων, ούτε μπορεί να υποβαθμιστεί στο ζήτημα της φτώχειας. Είναι ο θεμελιώδης διαχωρισμός που καθορίζει όλη την υπόλοιπη κοινωνία. Η Μαρξιστική θεώρηση της τάξης δεν εξαρτάται από το τι νομίζουν οι άνθρωποι για την ταξική τους θέση. Δεν προσδιορίζεται από το εισόδημά τους ή ακόμα και από το ιδιαίτερο αντικείμενο της δουλειάς τους. Οι σοσιαλιστές αντιλαμβάνονται την τάξη σαν μια αντικειμενική και δυναμική κοινωνική σχέση. Κάτω απ' τον καπιταλισμό μια μειοψηφική τάξη κατέχει και ελέγχει τα μέσα παραγωγής και συσσώρευσης του πλούτου. Η εργατική τάξη υπάρχει μόνο και μόνο για να είναι το αντικείμενο εκμετάλλευσης αυτής της τάξης. Οι ίδιοι οι καπιταλιστές εξαρτώνται από τους εργάτες που πωλούν την εργατική τους δύναμη σ' αυτούς και δημιουργούν ένα πλεόνασμα από το οποίο μπορούν να ζουν, να επενδύουν στη μελλοντική παραγωγή, κλπ. Η εκμεταλλεύτρια τάξη έχει συμφέρον την πιο αποτελεσματική εκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης, ανεξαρτήτως φύλου. Οι επιφανειακές παγιδεύσεις της τάξης, για παράδειγμα σε τι σπίτια ζούμε, τι φοράμε, πού πάμε διακοπές, όλες πηγάζουν απ' αυτή τη θεμελιώδη σχέση, κι αλλάζουν με το χρόνο.

Ο Μαρξ περιέγραψε πώς ο καπιταλισμός συγκεντρώνοντας την εργατική τάξη σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς για τη συλλογική παραγωγή πλούτου, είχε γεννήσει το νεκροθάφτη του. Είναι μία κοινωνική δύναμη με τεράστιες δυνατότητες οικονομικής εξουσίας που όταν κινητοποιείται μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση ολόκληρη τη λειτουργία του συστήματος.

Όμως, ο καπιταλισμός μάς διαιρεί κιόλας. Παράγει φυλετικές, έμφυλες, σεξουαλικές και θρησκευτικές διακρίσεις, που κάθε μια τους αδυνατίζει τη δυνατότητα των εργατών να τα βάλουν με τ' αφεντικά τους. Άρα υπάρχει μια αντίφαση: ο καπιταλισμός μάς ενώνει σε μια κοινωνική δύναμη που μπορεί δυνητικά να ανατρέψει το σύστημα, αλλά ταυτόχρονα, διαιρεί τους εργάτες, ενθαρρύνοντάς τους να ρίχνουν το φταίξιμο στους μετανάστες εργάτες, στους Μουσουλμάνους ή τις γυναίκες για τα προβλήματα της κοινωνίας. Αλλά ακόμα και το κυνήγι της ικανοποίησης των καθημερινών ζητημάτων οδηγεί τους εργάτες στο συνεργάζονται και να οργανώνουν μαζί, όποιες κι αν είναι οι ιδέες που έχουν στο κεφάλι τους. Μ' άλλα λόγια, το παλιό σλόγκαν των συνδικαλιστών: "Ενωμένοι θα σταθούμε, διαιρεμένοι θα πέσουμε".

Υπάρχει μια χοντροκομμένη κριτική στα κείμενα του νέου φεμινισμού απέναντι στον ισχυρισμό ότι η τάξη προέχει. Σύμφωνα μ' αυτή οι σοσιαλιστές αρνούνται τον τεράστιο αντίκτυπο που έχει η εμπειρία της καταπίεσης πάνω στους ανθρώπους και τις ζωές τους, καθώς και το γεγονός ότι άνθρωποι όλων των τάξεων μπορούν να υφίστανται καταπίεση. Όμως η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να αντιληφθείς συνολικά την επίδραση της καταπίεσης αν προσπαθείς να τη δεις ξεκομμένα από την τάξη.

Φυσικά, η καταπίεση δεν είναι απλά ταξικό ζήτημα. Γυναίκες όλων των τάξεων μπορεί να υφίστανται διακρίσεις απλά και μόνο επειδή είναι γυναίκες. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι ας πούμε ο τρόπος που τα ΜΜΕ μεταχειρίστηκαν τις γυναίκες υπουργούς του Εργατικού Κόμματος. Ενδεικτικά, ο Ροντ Λιντλ έγραψε στο περιοδικό Spectator:

Να, η Χάριετ Χάρμαν, ας πούμε. Θα πήγαινες μαζί της; Μετά από μερικές μπίρες εννοείται. Όχι νηφάλιος. Θα πήγαινες; Δε νομίζω. Πιστεύω ότι έχεις έναν αυτοσεβασμό, μια αυτοεκτίμηση, που δεν θα σου επέτρεπε κάτι τέτοιο, όσο πιωμένος και νά 'σουν. Θα ζήταγες ευγενικά συγγνώμη και θα τη σκαπούλαρες... Θαρρώ πως θά 'κανες το ίδιο και για όλα τα μωρά που βρίσκονταν κάποτε, ή που βρίσκονται τώρα σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις.

Αυτό είναι το πρόβλημα με τη δήλωση της Καρολάιν Φλιντ ότι στους Εργατικούς οι περισσότερες γηραιές κυρίες χρησιμοποιήθηκαν από τον πρωθυπουργό σαν "γλάστρες". Όχι πείτε μου, θα στόλιζες το παράθυρό σου με Τζάκι Σμιθ ή με Ρουθ Κέλι ή με Χάριετ; Αν είχες παράθυρο. Κάλλιο να έβαζες την ίδια την Κάρολ Φλιντ, που, τι να λέμε τώρα, έχει κι ένα κορμί σαν το χασαπόσκυλο. Υπήρξε και η αντίδραση των ΜΜΕ στην πρώτη ομιλία της Τζάκι Σμιθ ως υπουργού εσωτερικών, της πρώτης γυναίκας υπουργού εσωτερικών, που εστίασαν στο γεγονός ότι φαινόταν το μπούστο της. Η εφημερίδα Sun με την ευκαιρία αφιέρωσε το ένα από τα δέκα μέρη της σειράς για τις γυναίκες βουλεύτριες στο μέγεθος του στήθους τους, με τίτλο "οι καλύτερες του breastminster".

Αυτός ο μισογυνισμός δεν περιορίζεται στο χώρο της πολιτικής, αλλά διεισδύει και στον επιχειρηματικό κόσμο. Τον περασμένο χρόνο η Σύνθια Κάρολ, διευθύνων σύμβουλος της Anglo American έγινε αντικείμενο σεξιστικού κακοποιητικού λόγου από τον πρώην αντιπρόεδρο της Anglo Γκέιαμ Μπουστρέντ, 84, που δήλωσε στην εφημερίδα Business Day της Νότιας Αφρικής ότι είναι δύσκολο να βρεθούν γυναίκες αφεντικίνες "γιατί οι περισσότερες γυναίκες είναι σεξουαλικά αποτυχημένες, ενώ οι άνδρες δεν είναι γιατί μπορούν να στραφούν σε συνοδούς. Αν έχεις μια διευθύνοντα σύμβουλο που είναι σεξουαλικά αποτυχημένη, δεν μπορεί να φερθεί καταλλήλως".

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτού του είδους η αντιμετώπιση είναι σεξιστική ή ότι το χάσμα των αμοιβών μεταξύ των φύλων στους υψηλόμισθους τραπεζικούς είναι ένα εκπληκτικό 44% ή ότι οι γυναίκες της ανώτερης τάξης υποβαθμίζονται ως γυναίκες-τρόπαια ή σαν παραγωγικές μονάδες για "διάδοχους και κληρονόμους". Όλα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η καταπίεση υπερβαίνει τα ταξικά όρια. Αλλά η τάξη διαμορφώνει τις πολύ πραγματικές υλικές διαφορές ανάμεσα στην εμπειρία της καταπίεσης που υφίσταται κάποια σαν τη Σύνθια Κάρολ και τα εκατομμύρια των γυναικών της εργατικής τάξης. Δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική ανισότητα που επικρατεί, παρότι σχετίζεται μ' αυτήν.

Κυριότερα, η αντίφαση που χάνουν απ' τα μάτια τους οι περισσότερες φεμινίστριες είναι ότι οι γυναίκες εργάτριες υφίστανται την καταπίεση και την εκμετάλλευση, αλλά είναι επίσης κομμάτι της κοινωνικής δύναμης που τις δίνει δυνητικά την εξουσία να αμφισβητήσουν τη θέση τους.

Οι φεμινίστριες μπορεί να χάνουν αυτό το στοιχείο επειδή αποδέχονται δύο λάθος παραδοχές: ότι η εργατική τάξη δεν διαθέτει οργανωμένη δύναμη, ακόμη κι αν διέθετε στο παρελθόν, και ότι οι γυναίκες εξαιρούνται ούτως ή άλλως από τους βασικούς τομείς της εργατικής τάξης και συνεπώς δεν έχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής οργάνωσης.





Μύθοι

Η γυναικεία εργασία δεν παίρνεται στα σοβαρά από τις νέες φεμινίστριες ως περιθωριακή, επουσιώδης ή απλά συμπλήρωμα των ανδρικών μισθών. Κατά μία εκδοχή η αύξηση της γυναικείας εργασίας εκτός σπιτιού λέγεται ότι "οφείλεται στην ακρίβεια που γεννά την ανάγκη να υπάρχουν δύο εισοδήματα". Αυτή είναι μια εντυπωσιακή και λαθεμένη γενίκευση μιας και η δραματική αύξηση των γυναικών που δουλεύουν εκτός σπιτιού άρχισε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αγνοεί επίσης το γεγονός ότι οι γυναίκες κυριαρχούν σε κάποια επαγγέλματα εδώ και πολλές δεκαετίες. Στη Βρετανική βιομηχανία υφασμάτων του 19ου αιώνα, για παράδειγμα, οι γυναίκες αποτελούσαν ένα σημαντικό ποσοστό της εργατικής δύναμης, σε μερικές περιπτώσεις πάνω από το 50%.

Η Γουόλτερ έγραφε το 1998, "Ναι, οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο. Αλλά συχνά δουλεύουν στις παρυφές της οικονομίας -σε άτυπες δουλειές. Άτυπη δουλειά σημαίνει μερική, εποχική απασχόληση, βοήθεια σε συγγενείς, οικιακή εργασία, και παράνομη απασχόληση". Μπορεί όμως σχεδόν το μισό εργατικό δυναμικό να θεωρηθεί άτυπο;

Όταν η Πάουερ υποστηρίζει ότι η εργασία έχει θηλυκοποιηθεί, ότι η υποτιθέμενη επισφαλής εργασία με την οποία οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες στον κόσμο της δουλειάς τώρα επηρεάζει όλους τους εργάτες, φαίνεται να αποδέχεται ότι ο ρόλος της γυναίκας στον κόσμο της δουλειάς υπήρξε πάντα εύθραυστος και προσωρινός. Οι Ρέντφερν και Ον προβάλλουν ένα παρόμοιο επιχείρημα όταν υποστηρίζουν ότι "τα πλούσια έθνη έχουν γίνει μεταβιομηχανικά, έχουν αναθέσει τη βιομηχανική και την αγροτική παραγωγή στις πιο φτωχές χώρες". Φυσικά οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης έχουν σημάνει ότι οι άνθρωποι βιώνουν μεγαλύτερη ανασφάλεια για τις δουλειές και το μέλλον τους, όμως είναι ένα επικίνδυνο λογικό άλμα το να διατείνεται τότε κανείς ότι η εργατική τάξη δεν έχει πλέον καμία δύναμη.

Ποια είναι η πραγματικότητα πίσω απ' τους μύθους; Οι γυναίκες δεν βρίσκονται στο περιθώριο της εργατικής δύναμης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι τάσεις του γενικού ποσοστού απασχόλησης των γυναικών είναι αυξητικές από το 1972 και μετά. Το γενικό ποσοστό απασχόληση των ανδρών που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία έχει πέσει από το 92% το 1971 στο 79% το 2008, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών έχει ανέβει απ' το 56% στο 70% την ίδια περίοδο.

Ούτε οι αμοιβές των γυναικών είναι απλά συμπληρωματικές. Οι μονογονεϊκές οικογένειες αποτελούν το ένα τέταρτο όλων των οικογενειών και το 90% των μονογονέων είναι γυναίκες. Ακόμα και στις οικογένειες με δύο εργαζόμενους γονείς, το γυναικείο εισόδημα είναι σημαντικό. Το γυναικείο εισόδημα αντιπροσωπεύει πάνω από το μισό του οικογενειακού εισοδήματος στο 21% όλων των εργαζόμενων ζευγαριών. Ακόμα και όταν οι γυναίκες έχουν παιδιά δεν πετιούνται αυτόματα στη δίνη της ασταθούς και περιθωριακής εργασίας. Μια πρόσφατη έρευνα εργατικού δυναμικού δείχνει ότι για γυναίκες με παιδιά κάτω του ενός, ο μέσος χρόνος απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη είναι πάνω από έξι χρόνια.

Μία ακόμη έρευνα του Υπουργείου Εργασίας δείχνει ότι από το 2002 υπάρχει μια δραματική αύξηση του ποσοστού των γυναικών που επιστρέφουν στο ίδιο εργοδότη μετά το πέρας της άδειας μητρότητας. Το 2002 το 41% άλλαζε εργοδότη, ενώ το 2007 το ποσοστό αυτών των περιπτώσεων έπεσε στο 14%. Η παραμονή στον ίδιο εργοδότη σημαίνει ότι διατηρείσαι στα ίδια επίπεδα δεξιοτήτων και αποδοχών απ' τα οποία πολλές γυναίκες αναγκάζονται να παραιτηθούν μετά τη γέννηση ενός παιδιού. Είναι αλήθεια ότι η πλειοψηφία των μερικά απασχολούμενων εργαζόμενων είναι γυναίκες, αλλά δεν έπεται αυτόματα ότι αυτές οι δουλειές μερικής απασχόλησης είναι επισφαλείς.

Μπορούμε και πρέπει να διαμαρτυρόμαστε για κάποιες σεξιστικές διαφημίσεις αεροπορικών εταιριών που κυριολεκτικά υπονοούν ότι το γυναικείο πλήρωμα θα βρίσκεται στις σεξουαλικές υπηρεσίες επιχειρηματιών για όσο κρατάει μια πτήση. Δεν είναι όμως σημαντικό, πως όποια κι αν είναι τα διαφημιστικά κλισέ αυτών των εταιριών, η αλήθεια είναι ότι οι ίδιες αυτές γυναίκες έχουν τη δύναμη να γονατίσουν μια αεροπορική εταιρία όπως η British Airways όταν αποφασίζουν να απεργήσουν μαζί με τους άνδρες συναδέλφους τους; Και είναι γυναίκες για τις οποίες η μίμηση των σεξιστικών στερεοτύπων της δεκαετίας του 1950 και το να φοράν ψηλά τακούνια και μέικαπ είναι κομμάτι της δουλειάς τους.

Οι απεργιακές μάχες στα BA και PCS από το πολιτικό προσωπικό και άλλους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα δείχνουν ότι οι γυναίκες είναι και μπορούν να είναι οργανωμένες και να παίζουν ηγετικό ρόλο:

Οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερη συνδικαλιστική πυκνότητα το 2009 από τους άνδρες σε όλα τα επαγγέλματα εκτός από τις διοικητικές, τις υπαλληλικές, τις εξειδικευμένες, τις λειτουργικές και τις βασικές θέσεις απασχόλησης... Οι άνδρες μέλη συνδικάτων μειώθηκαν κατά 157.000 το 2009 σε σχέση με το 2008, ενώ οι γυναίκες μόνο κατά 6.000 την ίδια περίοδο. Η Άιζενσταιν εκθέτει τις αντίστοιχες τάσεις που υπάρχουν στις ΗΠΑ, παρά το πολύ μικρότερο ποσοστό συνδικαλισμένων εργατών: "Παρότι το πανεθνικό ποσοστό συνδικαλισμένων εργατών έχει μειωθεί, το ποσοστό των γυναικών έχει το ίδιο διάστημα αυξηθεί ραγδαία. Το 2004, το 43% των συνδικαλιστών της χώρας ήταν γυναίκες, ποσοστό ρεκόρ". Όπως υποστηρίζει μια συγγραφέας αυτά τα νούμερα σημαίνουν ότι "με 7 εκατομμύρια γυναίκες καλυμμένες συνδικαλιστικά, η οργανωμένη εργατική τάξη είναι αναμφίβολα το μεγαλύτερο γυναικείο εργατικό κίνημα στη χώρα".





Μαρξισμός και φεμινισμός

Κάθε έκρηξη της πάλης ενάντια στη γυναικεία καταπίεση συνοδεύτηκε από μια έντονη συζήτηση ανάμεσα στο μαρξισμό και το φεμινισμό. Ερωτήματα για τη σχέση ανάμεσα στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, την τάξη και το φύλο, και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος οργάνωσης στον αγώνα για τη γυναικεία απελευθέρωση επανέρχονται ξανά και ξανά από το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Η Γερμανίδα επαναστάτρια σοσιαλίστρια Κλάρα Τσέτκιν αναμίχθηκε σε πολλές αιχμηρές δημόσιες συζητήσεις με τις φεμινίστριες της μεσαίας τάξης από τα τέλη του 19ου αιώνα που πάλευαν για τα δικαιώματά τους στο όνομα της γυναικείας ισότητας. Ξανά και ξανά η Τσέτκιν ξεκαθάριζε ότι υπήρχε μια διαφορά ανάμεσα στην ισότητα που αποζητούσαν οι γυναίκες της μεσαίας τάξης και στην πιο θεμελιακή αλλαγή που οι γυναίκες εργάτριες θα χρειαζόταν για να πετύχουν την απελευθέρωση.

Η απόρριψη των ξεχωριστών διαταξικών γυναικείων οργανώσεων από την Τσέτκιν δεν σήμαινε ότι υποτιμούσε τις συνέπειες της καταπίεσης στη δυνατότητα των γυναικών να παλέψουν. Πρότεινε τον ετήσιο εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας ακριβώς για να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση και τη μαχητικότητα των γυναικών εργατριών και να υψώσει τη σημαία του σοσιαλισμού και της απελευθέρωσης. Η δύναμη των γραπτών και των ομιλιών της αντηχεί ακόμα στ' αυτιά μας. Σε μια ομιλία της το 1896 η Κλάρα Τσέτκιν έλεγε:

Ο απελευθερωτικός αγώνας των προλετάριων γυναικών δεν έχει καμία ομοιότητα με τον αγώνα των αστών γυναικών ενάντια στους άνδρες της τάξης τους. Αντίθετα, πρέπει να είναι ένας αγώνας που να τις ενώνει με τους άνδρες της τάξης τους ενάντια σ' ολόκληρη την τάξη των καπιταλιστών. Δεν χρειάζεται να παλέψουν ενάντια στους άνδρες της τάξης τους για να γκρεμίσουν τα εμπόδια που υψώνονται για ενάντια στη συμμετοχή τους στον ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς... Ο τελικός τους σκοπός δεν είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός τους με τους άνδρες, αλλά η επίτευξη της πολιτικής ηγεμονίας του προλεταριάτου. Οι προλετάριες γυναίκες παλεύουν χέρι με χέρι με τους άνδρες της τάξης τους ενάντια στην καπιταλιστική κοινωνία. Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι επανέρχονταν στο ίδιο ζήτημα στα χρόνια της πολιτικής ζύμωσης που οδήγησε το 1917 στη Ρώσικη Επανάσταση όταν το το 1913 έγραφε για τις αστές φεμινίστριες που έμοιαζε να πασχίζουν μόνο για την ισότητα με τους άνδρες της τάξης τους:

Σκοπός τους είναι να κερδίσουν τα ίδια πλεονεκτήματα, την ίδια εξουσία, τα ίδια δικαιώματα εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας μ' αυτά που έχουν τώρα οι άνδρες, οι πατεράδες και τ' αδέρφια τους. Και ποιος είναι ο σκοπός των γυναικών εργατριών; Σκοπός τους είναι να καταργήσουν κάθε προνόμιο προερχόμενο από τη γέννηση ή τον πλούτο. Για τη γυναίκα εργάτρια είναι αδιάφορο ποιος είναι ο "αφέντης", αν είναι άνδρας ή γυναίκα. Από κοινού με ολόκληρη την τάξη της μπορεί να βελτιώσει τη θέση της σαν εργάτρια. Αυτές δεν ήταν αφηρημένες συζητήσεις. Συνέβαιναν σε μια περίοδο που η επανάσταση γινόταν ένα ζήτημα χειροπιαστό σε όλη την Ευρώπη και εκατομμύρια γυναίκες και άνδρες έπαιρναν μέρος σε κοσμοϊστορικούς αγώνες ενάντια στον πόλεμο, την εκμετάλλευση και την καταπίεση.

Οι ίδιες συζητήσεις αναβίωσαν μετά τα μεγάλα κινήματα και τους αγώνες της δεκαετίας του 1960. Η δεινή θέση της γυναίκας στη Σοβιετική Ένωση, ένα κράτος που υποστήριζε ότι ήταν σοσιαλιστικό, οδήγησε κάποιες φεμινίστριες να συμπεράνουν ότι ο σοσιαλισμός δεν ήταν εγγύηση για τη γυναικεία απελευθέρωση. Πρότειναν δύο παράλληλους αγώνες, έναν ενάντια στην εκμετάλλευση κι έναν ενάντια στην καταπίεση και την πατριαρχία.

Σε απάντηση οι Μαρξιστές άντλησαν από την πλούσια παράδοση που άφησαν σαν παρακαταθήκη οι προηγούμενες γενιές των επαναστατών. Για παράδειγμα, οι σελίδες αυτού του περιοδικού είναι γεμάτες με φλογερές συζητήσεις για τις ιδέες της Τσέτκιν και της Κολλοντάι, την εμπειρία της Ρώσικης Επανάστασης και τη θεωρία του Ένγκελς για τις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης. Η θεωρία της πατριαρχίας αμφισβητήθηκε και μια νέα γενιά επαναστατών μαθήτευσε στις ιδέες του ιστορικού υλισμού και της επανάστασης της εργατικής τάξης.

Οι ιδέες της πατριαρχίας ήταν κραταιές γιατί φαινόταν να ταιριάζουν με την πραγματικότητα. Η καθημερινή εμπειρία της καταπίεσης δεν επιβάλλεται αφηρημένα από "το σύστημα". Αρθρώνεται μέσα από τις πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των ατόμων. Κάποιες φεμινίστριες, επηρεασμένες από το Μαρξισμό, επιχείρησαν να συγχωνεύσουν την υλιστική προσέγγιση με την υπεράσπιση της ιδέας της πατριαρχίας. Παρέθεταν την εξαίρεση διά νόμου των γυναικών από κάποιους τομείς της παραγωγής κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης σαν απόδειξη ότι η κυρίαρχη τάξη και η ανδρική εργατική τάξη είχαν συνωμοτήσει, γιατί είχαν κοινό συμφέρον τον εξοβελισμό των γυναικών από την εργατική δύναμη.

Αυτή η ερμηνεία αγνοούσε το γεγονός ότι πολλές γυναίκες καλωσόριζαν την απόδρασή τους από το εργοστάσιο όπου είχαν εξαναγκαστεί να εργάζονται μέχρι τη γέννηση των παιδιών τους πριν επιστρέψουν στη δουλειά με τα μωρά στο στήθος τους. Τα επίπεδα της βρεφικής και μητρικής θνησιμότητας ήταν υψηλά και για κάποιες οι αλλαγές σήμαναν την ανακούφιση από το διπλό βάρος της μισθωτής και της οικιακής σκλαβιάς. Όσο για τους άνδρες, πράγματι, μερικά συνδικάτα υποστήριζαν αυτές τις κινήσεις γιατί οι χαμηλότεροι μισθοί των γυναικών έμοιαζαν να υπονομεύουν τους μισθούς των ανδρών. Αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι πολλές γυναίκες παρέμεναν στη δουλειά και οι περισσότεροι άνδρες δεν λάβαιναν αυξήσεις μισθών αντίστοιχες του ως τότε οικογενειακού εισοδήματος ή αντίστοιχες των οικογενειακών αναγκών.

Η χαμηλή αμοιβή των γυναικών και η άρνηση παροχής προσιτών βρεφονηπιακών δομών κατεβάζουν το κόστος για τους εργοδότες και κάνουν ολόκληρη την εργατική τάξη φτωχότερη. Οι άνδρες δεν ωφελούνται από τη χρησιμοποίηση του γυναικείου μισθού για τη συμπίεση του δικού τους προς τα κάτω ούτε από το μικρότερο εισόδημα που σημαίνει αυτό για την οικογένεια.

Κάποιες η λογική της πατριαρχίας τις οδηγούσε στο να οργανωθούν ξεχωριστά από τους άνδρες. Αν οι άνδρες ήταν το πρόβλημα δεν μπορούσαν να είναι μέρος της λύσης. Οι σοσιαλιστές ξεκινούν από τη θέση της υπεράσπισης του δικαιώματος των καταπιεσμένων να οργανώνονται και να παλεύουν με όποιο τρόπο επιλέγουν. Αλλά δεν πιστεύουμε ότι η απελευθέρωση των γυναικών θα κερδηθεί από τους απομονωμένους αγώνες των γυναικών. Ο διαχωρισμός του ζητήματος της γυναικείας καταπίεσης από τον ευρύτερο αγώνα αμφισβήτησης του συστήματος αδυνατίζει τη δυνατότητά μας να νικήσουμε.

Πολλές αποκλειστικά γυναικείες πορείες και περιπολίες οργανώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 για να αποκρουστούν οι επιθέσεις εναντίον του δικαιώματος στην έκτρωση. Αλλά οι μεγαλύτερες και πιο αποφασιστικές ήταν όταν η οργανωμένη εργατική τάξη, άνδρες και γυναίκες, βγήκαν στο δρόμο σε μια διαδήλωση 150.000 ανθρώπων που οργανώθηκε από την εργατική συνομοσπονδία TUC. Το δικαίωμα στην έκτρωση δεν θεωρήθηκε σαν ένα "γυναικείο ζήτημα" που μπορούσε να κινητοποιήσει μόνο τις γυναίκες. Θεωρήθηκε, και σωστά, ταξικό ζήτημα και σ' αυτή τη βάση τσακίσαμε τους μισαλλόδοξους που καταφέρονταν ενάντια στο δικαίωμα στην έκτρωση σχεδόν για τρεις δεκαετίες.

Το να θεωρείς την εργατική τάξη ικανή να αμφισβητήσει τον καπιταλισμό δεν σημαίνει να μην πιστεύεις σε κάποια άλλη δύναμη που θα έρθει στη θέση της και θα απελευθερώσει τις γυναίκες. Οι γυναίκες βρίσκονται στην καρδιά της εργατικής τάξης. Η πραγματική ουσία της επανάστασης της εργατικής τάξης είναι να οδηγεί στην αυτοαπλευθέρωση τη μάζα της ανθρωπότητας. Όπως το διατύπωσαν και οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο:

Όλα τα προηγούμενα ιστορικά κινήματα ήταν κινήματα μειοψηφιών, ή προς το συμφέρον μειοψηφιών. Το προλεταριακό κίνημα είναι το αυτοτελές κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας προς όφελος της τεράστιας πλειοψηφίας. Το προλεταριάτο, το κατώτερο στρώμα της σημερινής κοινωνίας, δεν μπορεί να σηκωθεί, δεν μπορεί ν' ανυψωθεί χωρίς να τιναχτεί στον αέρα όλο το εποικοδόμημα των στρωμάτων που αποτελούν την επίσημη κοινωνία. Αντίθετα, η εμπειρία της καταπίεσης δεν οδηγεί αυτόματα στην αντίσταση, ή ακόμα στην ενότητα με άλλες καταπιεσμένες ομάδες. Μπορεί να οδηγήσει στην απομόνωση και στην παραίτηση.





Ιδεαλισμός, υλισμός και ο Ένγκελς

Η Μαρξιστική εξήγηση των ριζών της γυναικείας καταπίεσης βασίζεται στην κατανόηση ότι είναι ο υλικός κόσμος αυτός που διαμορφώνει τις ιδέες που υπάρχουν στα κεφάλια μας, και όχι το ανάποδο. Το δουλεμπόριο δεν αναπτύχθηκε επειδή οι λευκοί ήταν ρατσιστές: ο ρατσισμός αναπτύχθηκε σαν δικαιολόγηση της δουλείας, σαν μια περιγραφή των μαύρων ως λιγότερο ανθρώπινων. Μόνο ο Μαρξισμός έχει μια συνεκτική εξήγηση για τις ρίζες της καταπίεσης της γυναίκας που δεν πατά πάνω στο φυλετικό βιολογικό ντετερμινισμό ή στον ιδεαλισμό. Η Γουόλτερ κατάφερε πολύ πετυχημένα να ξεσκεπάσει το μύθο οι ανδρικές και γυναικείες συμπεριφορές και ικανότητες περιορίζονται και προσδιορίζονται με βάση τη γενετική τους σύνθεση. Αυτός ο φυλετικός ντετερμινισμός -που υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι στις γυναίκες αρέσει το ροζ γιατί έπρεπε να ψάχνουν για ώριμα μούρα στις κυνηγετικές, τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες- που υπερασπίζονται από καιρό φανατισμένα ο καθεστωτικός τύπος και η δεξιά, καταρρίπτεται εύκολα. Αλλά κάποιες φεμινίστριες βρίσκουν επίσης διέξοδο σ' ένα είδος βιολογικού ντετερμινισμού που λέει ότι οι γυναίκες είναι εξ ορισμού πιο προστατευτικές και οι άνδρες πιο ευέξαπτοι. Για παράδειγμα, υπήρχε ένα συνηθισμένο επιχείρημα όταν κατέρρευσε η χρηματιστηριακή αγορά που έλεγε ότι οι ανδρικές ορμόνες ήταν υπεύθυνες για τα όλο και μεγαλύτερα ρίσκα των στοιχημάτων στην αγορά μετοχών και ότι, αν οι γυναίκες είχαν τον έλεγχο, τέτοιες κρίσεις θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί:

Ο οικονομικός συντάκτης του Observer, Ρουθ Σάντερλαντ, αναφέρθηκε στο "μάτσο, στο με νύχια και με δόντια είδος του καπιταλισμού που προκάλεσε τη χρηματοπιστωτική κρίση σε πρώτη φάση". Ο υπαινιγμός είναι σαφής: ότι υπάρχει ένας εναλλακτικός, ευγενικός, γυναικείος καπιταλισμός που θα έφερνε την αρμονία και τον πλούτο παντού. Αυτό θα ήταν γελοίο αν δεν λαμβάνοταν τόσο σοβαρά. Στην Ισλανδία οι δύο τράπεζες που καταρρεύσαν και η κυβέρνηση κι έχουν γυναίκες επικεφαλής χαιρετίστηκε ως "το τέλος της εποχής της τεστοστερόνης"... Ο Δρ. Ντος Άλτμαν δήλωσε ότι μία από τις αιτίες της κρίσης ήταν "το πλεόνασμα ανδρισμού... δεν υπήρχε το συνεργατικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τα γυναικεία περιβάλλοντα... γιατί υπάρχει η φυσική ροπή σε μια γυναίκα να πει, 'Ας δούμε τι ισχύει μακροπρόθεσμα'."... Οι γυναίκες έχουν μια στοργική νοοτροπία, μια προστατευτική νοοτροπία που λέει ας ανησυχήσουμε για το μέλλον". Ακόμα και όταν ο βιολογικός ντετερμινισμός απορρίπτεται υπάρχει πολύ λίγο υλικό για να τον αντικαταστήσει στην πρόσφατη φεμινιστική βιβλιογραφία. Στη θέση της υπάρχει ένα κυκλικό επιχείρημα: οι ιδέες και οι προσδοκίες για τους ρόλους και τις συμπεριφορές των γυναικών και των ανδρών καθορίζουν τις ιδέες και τις προσδοκίες και τις συμπεριφορές μας. Γι' αυτό στα κορίτσια αρέσει το ροζ και στα αγόρια τα φορτηγά, κλπ. Φυσικά οι ιδέες και οι προσδοκίες έχουν πολύ βαθιά επίδραση στη συμπεριφορά μας και πρέπει να αμφισβητούμε τις ιδέες που βολεύουν, δικαιολογούν και συντηρούν την ανισότητα και την καταπίεση. Αλλά πάντα πρέπει να επιστρέφουμε και να απαντάμε στο ερώτημα: από πού προέρχονται αυτές οι ιδέες σε πρώτη φάση;

Η πρωτοπόρα εργασία του Φρίντριχ Ένγκελς πάνω στη γυναικεία καταπίεση και την οικογένεια έθεσε αυτό ακριβώς το ερώτημα και έβαλε τις βάσεις για την κατανόηση αυτού του ζητήματος. Αυτή η ανάλυση εστιάζει στην υλιστική εξήγηση των σεξιστικών ιδεών. Δεν τις κατεβάζουν οι μανάδες μαζί με το πρώτο τους γάλα. Αντίθετα πηγάζουν από μια διαδικασία κοινωνικοποίησης που διαμορφώνεται από τον τρόπο που η κοινωνία είναι δομημένη, και συγκεκριμένα από το ρόλο που παίζει η οικογένεια. Ενώ η Πάουερ αναφέρεται στις θεωρίες του Μαρξ και του Ένγκελς, τα περισσότερα κείμενα των νέων φεμινιστριών αποτυγχάνουν αποτυγχάνουν να ασχοληθούν στα σοβαρά με τις τομές τους ή να εξετάσουν με κάποια εγκυρότητα τα επιχειρήματά τους.

Η διδασκαλία του Ένγκελς μάς δίνει μια κατανόηση του πώς η ταξικοί διαχωρισμοί δεν υπήρχαν στο μεγαλύτερο διάστημα της ανθρώπινης ιστορίας και επισημαίνει τη σημασία της μετάβασης στις πρώτες ταξικές κοινωνίες. Περιέγραψε αυτές τις αλλαγές σαν "κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου". Αυτή η "ήττα" έχει τις ρίζες της στην ανάπτυξη της μονογαμικής οικογενειακής δομής στην οποία οι γυναίκες έγιναν υπεύθυνες για την ιδιωτική αναπαραγωγή της νέας γενιάς και οι άνδρες έγιναν κυρίαρχοι στη σφαίρα της κοινωνικοποιημένης παραγωγής. Αυτό συνέβη στο έδαφος μιας μετάβασης από τη ζωή σε μικρές ομάδες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών στο σχηματισμό πιο μόνιμων κοινοτήτων βασισμένων στην κηπουρική και τη γεωργία.

Η ανάπτυξη της χρήσης του αρότρου, της άρδευσης και των φραγμάτων, πάντα ανάλογα με το κλίμα και τα εδάφη, επέφεραν όλα σημαντικές διαφορές στην ανθρώπινη παραγωγικότητα. Αυτές οι νέες τεχνικές είχαν σημαντικό αντίκτυπο σε σχέση με το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία: η χρήση βαρέος εξοπλισμού, το ξεκίνημα των ανταλλαγών του πλεονάσματος και της επικοινωνίας, πολλές φορές εχθρικής, με τους εκτός των ορίων της ομάδας. Από την περίοδο που η γυναικεία εργασία παρήγε τουλάχιστον τόση τροφή όση και η ανδρική, και σε πολλές περιπτώσεις περισσότερη, το κομμάτι της δουλειάς που είχαν αναλάβει οι άνδρες έγινε σταδιακά πιο παραγωγικό και πιο κεντρικό για την επιβίωση.

Αυτοί που παρήγαν το πλεόνασμα έλεγχαν και τη χρήση του κι αυτό με τη σειρά του έδωσε σε κάποιους άνδρες εξουσία πάνω στην ομάδα. Η ανατροφή των παιδιών δεν μπορούσε εύκολα να συνδυαστεί με το να βρίσκεται κανείς στο κέντρο της παραγωγής κι εκεί αναπτύχθηκε ένας διαχωρισμός ανάμεσα στον όλο και πιο ιδιωτικό και ολοένα πιο επαναλαμβανόμενο ρόλο της αναπαραγωγής (οι στατικές κηπευτικές και αγροτικές κοινωνίες χρειάζονταν και μπορούσαν να συντηρούν περισσότερα χέρια για να δουλεύουν τη γη) που έπαιζαν οι γυναίκες και η κοινωνικοποιημένη παραγωγή σταδιακά περιήλθε στα χέρια των ανδρών.

Δεν έλεγχαν ή παρήγαν πλεόνασμα όλοι οι άνδρες. Συγκεκριμένες συνθήκες ευνοούσαν κάποιους σε βάρος άλλων με αποτέλεσμα οι άνδρες να παράγεται σιγά-σιγά ένας διαχωρισμός και μεταξύ των ανδρών. Οι ιεραρχίες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κι αυτές είχαν επιπτώσεις. Αν κατέχεις κάτι που οι άλλοι δεν κατέχουν και θέλεις να το κρατήσεις και να το μεταβιβάσεις, η κληρονομιά αποκτά σημασία. Ένας τρόπος να αναγνωρίσεις τους νόμιμους κληρονόμους σου είναι να εξασφαλίσεις τη μονογαμία. Όλες αυτές οι διεργασίες είχαν τεράστιες συνέπειες για τη θέση της γυναίκας σ' αυτές τις κοινωνίες.

Αναδεικνύοντας ότι η γυναικεία καταπίεση έχει τις ρίζες της στο πώς η δομή της οικογένειας αναπτύχθηκε με την ανάδειξη της ταξικής κοινωνίας κι ότι δεν αποτελούσε γνώρισμα των προηγούμενων κοινωνιών είναι καθοριστικό στην ανάλυσή μας για το πώς πρέπει να παλεύουμε. Μπορεί να είναι ένα δύσκολο σημείο, γιατί δεν είναι κάτι αναμενόμενο. Είναι πιο εύκολο να αποδεχθεί κανείς ότι ο τρόπος που δουλεύουμε, ζούμε και οργανώνουμε τις προσωπικές μας ζωές, αυτός είναι και ο τρόπος που πάντα γινόταν τα πράματα και μπορούμε μόνο να κάνουμε κάποιες μικροαλλαγές. Για παράδειγμα, οι Ρέντφερν και Ον προτείνουν ότι "οι άνδρες χρειάζεται να είναι πρόθυμοι να αφήσουν κάποιες ώρες πληρωμένης εργασίας για να αναλάβουν τη φροντίδα των οικογενειών τους, και οι χώροι δουλειάς πρέπει να προσαρμοστούν στις ελαστικές ώρες εργασίας". Αλλά αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από μοίρασμα του βάρους γύρω τριγύρω και, φυσικά, ούτε λόγος για τις γυναίκες που είναι μονογονείς.

Άρα ακόμα και για τις φεμινίστριες που ξέρουν το ρόλο που παίζει η τάξη, που αποδέχονται ότι ο καπιταλισμός είναι πρόβλημα και που βλέπουν ένα ρόλο για την εργατική τάξη, η αποτυχία τους να αντιληφθούν τις υλικές ρίζες της γυναικείας καταπίεσης τις οδηγεί σε μια προσέγγιση δυο κατευθύνσεων: μια πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση και μια άλλη ενάντια στην καταπίεση και την πατριαρχία. Σήμερα, όμως, η πατριαρχία σπάνια απαντάται στην πλήρη θεωρητική της μορφή και πολύ συχνά απλά χρησιμοποιείται σαν περιγραφή μιας κατάστασης όπου οι γυναίκες υφίστανται αρνητικές διακρίσεις.

Στις σημειώσεις του στο τέλος του κλασικού του άρθρου "Γυναικεία Απελευθέρωση και Επαναστατικός Σοσιαλισμός", ο Κρις Χάρμαν έγραφε πως ο ισχυρισμός ότι οι επαναστάτες σοσιαλιστές "δεν πιστεύουν στη γυναικεία καταπίεση είναι κάτι που υπήρχε από πάντα είτε εξαιτίας των βιολογικών διαφορών ανάμεσα στα φύλα είτε εξαιτίας κάποιου εγγενούς στοιχείου της ανδρικής ψυχής... προκάλεσε περισσότερες διαφωνίες μεταξύ αυτών που διάβασαν το προσχέδιο του άρθρου από οτιδήποτε άλλο πραγματικά".

Ο Χάρμαν διατρέχει μελέτες και ανθρωπολογικά δεδομένα με λεπτομέρεια. Εξετάζει τις ατέλειες, μεταξύ των οποίων τα κίνητρα και το ταξικό υπόβαθρο των (επί το πλείστον) ανδρών που διεξήγαγαν τις πρώιμες ανθρωπολογικές μελέτες. Αλλά το αδιαμφισβήτητο γεγονός παραμένει ότι οι άνθρωποι έχουν ζήσει σε κοινότητες που ήταν οργανωμένες με μύριους τρόπους.

Υπήρξαν κοινωνίες όπου οι άνθρωποι δεν ζούσαν σε πυρηνικές οικογένειες, οι γυναίκες δεν ήταν δεύτερης κατηγορίας πολίτες, το ομοφυλοφιλικό σεξ δεν θεωρούνταν ανώμαλο, το χρώμα του ανθρώπινου δέρματος δεν θεωρούνταν σημαντικό και τα εθνικά σύνορα δεν υπήρχαν. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα κοινωνιών όπου η γυναικεία καταπίεση -οι συστηματικές διακρίσεις κατά των γυναικών- δεν παρατηρούνται. Υπήρξαν κοινωνίες όπου οι γυναίκες είχαν περισσότερη εξουσία από τους άνδρες και άλλες όπου οι διαφορές των φύλων έπαιζαν ελάχιστο ή και κανένα ρόλο. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι οι γυναίκες και οι άνδρες έχουν ζήσει με διαφορετικούς τρόπους στο παρελθόν κι έτσι μπορούν δυνητικά να ζήσουν με διαφορετικούς τρόπους και στο μέλλον.

Η σημερινή οικογένεια

Σήμερα, παρόλο που οι περισσότερες γυναίκες δεν είναι αποκλειστικά αφιερωμένες στη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών, ο ρόλος της οικογένειας έχει ακόμα πολλά οικονομικά και ιδεολογικά οφέλη για το σύστημα: οικονομικά γιατί η κάθε μεμονωμένη οικογένεια αναλαμβάνει όλα τα έξοδα ανατροφής της νέας γενιάς και ιδεολογικά γιατί οι οικογένειες ενθαρρύνονται να βλέπουν τον εαυτό τους σαν απομονωμένες, αυτοτελείς μονάδες, όπου αν είσαι φτωχός ή άνεργος κατηγορείς τον εαυτό σου αντί τον κοινωνικό ρατσισμό, την οικονομική κρίση και τις περικοπές στην παιδεία.

Η οικογένεια θεωρείται επίσης από κάποιους σαν ένα καταφύγιο σ' ένα βάρβαρο κόσμο που ειδάλλως μεταχειρίζεται τον καθένα και την καθεμιά μας σαν γρανάζι ενός απρόσωπου συστήματος. Η οικογένεια μπορεί να είναι και το μοναδικό μέρος όπου μπορούμε να περιμένουμε και να δεχόμαστε ανεπιφύλακτη αγάπη και υποστήριξη.

Η οικογενειακή ζωή εξυμνείται στα ΜΜΕ, στη διαφήμιση, στη λαϊκή κουλτούρα. Οι αναφορές στις "σκληρά εργαζόμενες οικογένειες" ήταν το μονότονο τροπάρι όλων των επίσημων κομμάτων κατά τη διάρκεια των γενικών εκλογών.

Ο γάμος ακόμα σκιαγραφείται σαν η απόλυτη φιλοδοξία των γυναικών. Παρότι οι γυναίκες εδώ και πολλές γενιές είναι κομμάτι της εργατικής δύναμης, το σπίτι εξακολουθεί να θεωρείται ότι ανήκει στη σφαίρα της γυναίκας. Είναι αυτή που πρέπει να ξεπετάει τις δουλειές, τα ψώνια, το νοικοκυριό και τη φροντίδα των παιδιών αν θέλει να εκπληρώνει τις κοινωνικές (και πολλές φορές τις δικές της) απαιτήσεις όπως προκύπτουν από το "φυσικό" της ρόλο. Αυτό οδηγεί τις γυναίκες συχνά στο να αποδέχονται χαμηλά αμειβόμενες δουλειές ή μερικής απασχόλησης που να ταιριάζουν με το σχολικό ωράριο ή τις περιόδους των διακοπών, για παράδειγμα.

Κάθε φορά το κράτος υποστηρίζει και ενισχύει αυτή την "παραδοσιακή" άποψη του καταμερισμού των φύλων, με τους άνδρες να αναμένεται να εκπληρώνουν τις απαιτήσεις ενός "κουβαλητή". Οι Συντηρητικοί θέλουν να παρέχουν φοροαπαλλαγές για τα ζευγάρια που παντρεύονται γιατί τους ανησυχεί η τάση των ανθρώπων να αρνούνται να συμμορφωθούν με την παραδοσιακή οικογενειακή μονάδα. Οι γυναίκες κάνουν παιδιά αργότερα από ποτέ. Κάποιες προτιμούν να μείνουν άτεκνες. Από τη δεκαετία του 1970 υπάρχει μείωση του ποσοστού των παιδιών που γεννιούνται από γυναίκες κάτω των 25 στην Αγγλία και την Ουαλία από 47% (369.900 γεννήσεις) το 1971 σε 25% (180.700 γεννήσεις) το 2008.

Ενώ οι παραδοσιακές ιδέες για την οικογένεια δεν ταιριάζουν με την πραγματικότητα της σημερινής κοινωνίας, η ανθεκτικότητά της αντανακλά το γεγονός ότι έχει επιβιώσει ως κυρίαρχη κοινωνική δομή παρά τις πολλές βαθιές αλλαγές στον τρόπο που ζούμε και δουλεύουμε. Εξυπηρετεί ένα σημαντικό σκοπό για τη συντήρηση και τη δικαιολόγηση του status quo. Είναι το υλικό υπόβαθρο των ιδεών για τις γυναίκες που διαποτίζουν ολόκληρη την κοινωνία.





Η πάλη για τη γυναικεία απελευθέρωση τώρα

Οι σοσιαλιστές πρέπει να ξεκινάνε απ' αυτά που μας ενώνουν με τις πρόσφατα πολιτικοποιημένες γυναίκες που θεωρούν τις εαυτές τους φεμινίστριες -απ' την απόρριψη του σεξισμού και την οργή τους για την αδικία και τις διακρίσεις, κι από την προθυμία τους να παλέψουν. Μπορούμε να κερδίσουμε τη νέα γενιά στον επαναστατικό σοσιαλισμό, αλλά όχι κράζοντας το φεμινισμό.

Θα είναι επίσης απ' τη μεριά μας υποτίμηση αυτών των γυναικών αν απλά επιχειρηματολογήσουμε υπέρ ενός άλλου είδους φεμινισμού -ενός σοσιαλιστικού ή Μαρξιστικού φεμινισμού, για παράδειγμα. Η οπτική μας για τον κόσμο και τη θεμελιώδη επαναστατική αλλαγή για την οποία παλεύουμε είναι κάτι περισσότερο από μια ιδιαίτερη προσέγγιση της πάλης για τα δικαιώματα των γυναικών. Παλεύουμε ενάντια στη γυναικεία καταπίεση σε κάθε έκφρασή της αλλά πιστεύουμε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι ο μόνος τρόπος για να πετύχουμε τη γνήσια απελευθέρωση των γυναικών.

Είναι απαραίτητο να εμπλακούμε στις νέες συζητήσεις που ανοίγουν. Κάποιοι ενδεχομένως πιστεύουν ότι δεν έχουμε παρά να αναμασήσουμε τα επιχειρήματα που έχουμε εδώ και δεκαετίες. Αυτό θα ήτανε λάθος. Οι ακτιβίστριες που έφτασαν σ' αυτές τις ιδέες έχουν πολύ διαφορετικές εμπειρίες απ' τις γυναίκες της δεκαετίας του 1960. Υπάρχουν γυναίκες σε πολλά πεδία της ζωής που οχυρώθηκαν πίσω απ' αυτές τις ιδέες πριν από 40 χρόνια. Η σημερινή γενιά έζησε μία περίοδο που την τριβέλιζαν με το ψέμα ότι τα είχε όλα. Είδαν γυναίκες στην κυβέρνηση. Μεγάλωσαν με την ιδέα ότι θα πρέπει να δουλέψουν για να ζήσουν. Είδαν το ίντερνετ να παρέχει πλήρη πρόσβαση στην πορνογραφία. Και είδαν κάποιες από τις κατακτήσεις της δεκαετίας του 1960, την ελευθερία να εκφράζουν τη σεξουαλικότητά τους, να διαστρεβλώνονται, να γίνεται κλισέ και στερεότυπο και να πλασάρεται σαν απελευθέρωση.

Οι Μαρξιστές έχουν συνεισφέρει στο παρελθόν στις συζητήσεις για την πορνογραφία και την πορνεία, την εμπορευματοποίηση και τη σεξουαλική απελευθέρωση και έχουν πολλά να προσφέρουν στις τρέχουσες συζητήσεις. Ο Μαρξ έγραψε για τη διαδικασία της αλλοτρίωσης, την ικανότητα του καπιταλισμού να μετατρέπει εγγενή στοιχεία της ανθρωπιάς μας σε αλλοτριωμένα αντικείμενα προς πώληση, αγορά και κατοχή. Αναγκαζόμαστε να πουλάμε την ικανότητά μας για εργασία αν θέλουμε να επιβιώσουμε. Έτσι ακόμα και η σεξουαλικότητά μας μετατρέπεται σε κάτι ξένο προς εμάς. Η νέα ελευθερία έκφρασης, για την οποία έχουμε παλέψει σκληρά, παραμορφώνεται από την ροπή του συστήματος να μετατρέπει τα πάντα σε πηγή κέρδους. Η απελευθέρωση μετατρέπεται στο αντίθετό της: οι γυναίκες αισθάνεται την πίεση να συμμορφώνονται σε ολοένα πιο υπερβολικές καρικατούρες αυτού που θεωρείται σέξι, ενώ οι άνδρες ενθαρρύνονται να βλέπουν τους εαυτούς τους σαν αβοήθητους φυλακισμένους της τεστοστερόνης τους: σεξουαλικά βίαιους και αχόρταγους.

Άρα όταν μιλάμε για το πώς παλεύουμε το νέο σεξισμό πρέπει να ξεκαθαρίζουμε ότι είμαστε με τη γνήσια σεξουαλική απελευθέρωση, με την ακόμα μεγαλύτερη ανοιχτότητα απέναντι στο σεξ και τη σεξουαλικότητα. Δεν είμαστε με τους Συντηρητικούς και τους άλλους που έχουν μια αντιδραστική ατζέντα για τη σεξουαλικότητα και το ρόλο των γυναικών στην κοινωνία. Πρέπει να πάρουμε αποστάσεις απ' αυτούς που κριτικάρουν το νέο σεξισμό με ιδέες που επιτάσσουν ότι η γυναίκα πρέπει να είναι σεμνή και παθητική όσον αφορά τις σεξουαλικές σχέσεις, ή που θέλουν να βάλουν ένα όριο στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία ή να επιβάλλουν λογοκρισία. Η λογοκρισία επιτρέπει στους δικαστές και τους πολιτικούς της κυρίαρχης τάξης να στέκονται σαν κριτές του τι είναι αποδεκτό να διαβάζουμε, να βλέπουμε, να παράγουμε. Ξεκαθαρίζουμε ότι αυτό στο οποίο είμαστε αντίθετοι είναι η ανάλγητη εμπορευματοποίηση των γυναικείων σωμάτων που θέλει να περνιέται την σεξουαλική αυτοπεποίθηση.

Βρισκόμαστε στη μέγγενη μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που βαφτίστηκε απ' το TUC "κρίση ίσων ευκαιριών". Γιατί οι γυναίκες είναι μεγαλύτερο ποσοστό της εργατικής δύναμης σήμερα από ποτέ άλλοτε. Θα υποστούν ισάριθμες απολύσεις με τους άνδρες συναδέλφους τους. Τα στοιχεία μέχρι τώρα δείχνουν ότι οι άνδρες χάνουν τη δουλειά τους σε μεγαλύτερο ποσοστό απ' τις γυναίκες, αλλά αυτό δεν είναι οριστικό. Όμως τα σχέδια για ολέθριες περικοπές δημοσίων δαπανών της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης θα έχουν επίσης δυσάρεστες συνέπειες. Όταν οι υπηρεσίες για τους ηλικιωμένους, για τους ανθρώπους με αναπηρία, για τα παιδιά και ούτω καθεξής, υποστούν περικοπές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι γυναίκες των εργατικών οικογενειών, που εξαρτώνται απ' αυτές τις υπηρεσίες, θα αναπληρώσουν το κενό.

Είναι ξεκάθαρο ότι θα υπάρξουν πολλοί αγώνες τους επόμενους μήνες. Ποιες είναι οι στρατηγικές που προτείνουν οι νέες φεμινίστριες συγγραφείς; Συνιστούν όντως να δράσουμε. Η Μπάνιαρντ δίνει μια λίστα όλων των προπαγανδιστικών ομάδων που οι γυναίκες μπορούν να ενταχθούν. Οι Ρέντφερν και Ον προτείνουν να στείλουμε επιστολές στο βουλευτή μας, να προκαλέσουμε το αγόρι μας σε συζήτηση, να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας. Για παράδειγμα, σαν απάντηση στο νέο σεξισμό της λαϊκής κουλτούρας: "Άλλαξε τον τρόπο που καταναλώνεις... απόρριψε τα νωθρά στερεότυπα για τους άνδρες και τις γυναίκες που ακούς στην καθημερινότητά σου". Καμιά απ' αυτές τις προτάσεις δεν είναι ούτε κατά διάνοια επαρκείς απαντήσεις στα προβλήματα που και οι ίδιες οι συντάκτριες έχουν περιγράψει.

Γι' αυτό το λόγο πρέπει να κερδίσουμε τις γυναίκες που στρέφονται στην πολιτική με βάση τις εμπειρίες τους από τη γυναικεία καταπίεση σε μια διαφορετική πολιτική παράδοση, μια παράδοση που δεν διαχωρίζει τη γυναίκα από τους ευρύτερους αγώνες της τάξης μας. Κάθε περίοδος μεγάλης εργατικής αντίστασης και εξέγερσης έχει αναδείξει παράλληλα και το γυναικείο ζήτημα. Και δεν είναι παράξενο που τώρα, μετά από μια περίοδο που οι εργατικοί αγώνες δεν έδειξαν τη ικανότητά τους να αμφισβητήσουν το σύστημα, η αλλαγή του προσωπικού τρόπου ζωής, ή η ξεχωριστή οργάνωση των γυναικών, φαντάζουν αρχή σαν οι μόνες επιλογές.

Η ιστορία έχει δείξει ότι όταν οι καταπιεσμένοι οργανώνονται και παλεύουν, μπορούν να εμπνεύσουν μαζικά κινήματα αντίστασης, αν όμως περιοριστούν σε ένα μόνο ζήτημα, σκοντάφτουν πάνω στα όρια του υπάρχοντος συστήματος.

Το γυναικείο κίνημα της δεκαετίας του 1960 διαμορφώθηκε πάνω στη βάση της υπόθεσης ότι το σύστημα βρισκόταν σε περίοδο επέκτασης, προχωρήματος. Υπήρχε ένα αίσθημα ότι κάθε επόμενη γενιά θα είχε καλύτερη ποιότητα ζωής και μεγαλύτερες ευκαιρίες από την προηγούμενη. Και για πολλούς αυτό ήταν πραγματικότητα.

Σήμερα ο καπιταλισμός βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση, με τους βάρβαρους πολέμους να γίνονται μόνιμο στοιχείο και την κλιματική αλλαγή να θέτει υπό απειλή την ίδια την επιβίωση του πλανήτη μας. Εκατομμύρια άνθρωποι στη Βρετανία αισθάνονται ένα βαθύ αίσθημα ανησυχίας και δεν υπάρχει κανένα προαίσθημα ότι αυτό το σύστημα μπορεί να φέρει μια πιο ισότιμη και πιο ολοκληρωμένη ζωή για τους απλούς ανθρώπους. Οι επιπτώσεις της αχαλίνωτης αγοράς στο όνομα του φιλελευθερισμού έχουν τσακίσει τις αυταπάτες ότι μπορούν πλέον να διαφυλαχθούν οι συλλογικές παροχές για τα ευάλωτα κομμάτια της κοινωνίας.

Η θέση ότι χρειάζεται πλέον να συγκρουστούμε με το καπιταλιστικό σύστημα έχει αποκτήσει λαϊκό έρεισμα. Πολλές από τις νέες γυναίκες που αυτοαποκαλούνται φεμινίστριες, που βάζουν αυτοκόλλητα πάνω σε σεξιστικές διαφημίσεις και στήνουνε σελίδες στο ιντέρνετ και φεμινιστικές ομάδες, απέχουν πολύ από το να είναι εχθρικές προς τις σοσιαλιστικές ιδέες.

Πρέπει να ενταχθούμε μαζί μ' αυτές τις γυναίκες στους αγώνες που έχουμε μπροστά μας, είτε είναι ενάντια στις περικοπές στην παιδεία είτε στις πιθανές προσπάθειες των Συντηρητικών να επιτεθούν στο δικαίωμα στην έκτρωση. Χρειάζεται να οργανώσουμε συζητήσεις και διαδηλώσεις για τις σεξιστικές διαφημίσεις και για την πάλη για τη γνήσια σεξουαλική απελευθέρωση. Πρέπει να γίνουμε κομμάτι κάθε αγώνα ενάντια στις εκδηλώσεις της γυναικείας καταπίεσης αλλά κάθε φορά με το όραμα του πώς μπορούμε να κερδίσουμε μια κοινωνία απαλλαγμένη από κάθε μορφή καταπίεσης.

Σχόλια