Αναδυόμενη Αφρική; Η οικονομική ιστορία της Υποσαχάριας Αφρικής

Africa rising? The economic history of sub-Saharan Africa, Issue: 146, , Biodun Olamosu and Andy Wynne


Η Υποσαχάρια Αφρική είναι τεράστια. Είναι μια περιοχή πιο μεγάλη από την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ινδία μαζί ή πέντε φορές μεγαλύτερη από τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι 48 χώρες της περιοχής ποικίλουν επίσης σε πολύ μεγάλο βαθμό, τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς την οικονομική τους ιστορία, από τις πολλές μικρές χώρες μέχρι τους γίγαντες όπως η Νιγηρία. Αυτό το άρθρο επιχειρεί να συνοψίσει την ιστορία της Υποσαχάριας Αφρικής από την Ανεξαρτησία (που για τις περισσότερες χώρες προσδιορίζεται γύρω στο 1960).

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Υποσαχάρια Αφρική ήταν "μια εξαιρετικά εύφορη περιοχή που χαρακτηρίζονταν από ελλείψεις εργατικής δύναμης και κεφαλαίου, χάρη στις, απροσδόκητα ενδεχομένως, εκτεταμένες εγχώριες εμπορικές δραστηριότητες και τα χαμηλά στις περισσότερες περιπτώσεις επίπεδα του πολιτικού συγκεντρωτισμού". Αυτή η έλλειψη εργατικής δύναμης οφειλόταν κυρίως στο δουλεμπόριο. Στα 200 χρόνια πριν το 1850 ο πληθυσμός της Αφρικής δεν γνώρισε ιδιαίτερη αύξηση. Αντίθετα, ο πληθυσμός της Ευρώπης το ίδιο διάστημα υπερτετραπλασιάστηκε. Αλλά η Υποσαχάρια Αφρική επίσης ρημάχτηκε σαν συνέπεια της αποικιοκρατίας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα υπέφερε για περίπου 60 χρόνια από την αποικιοκρατική λεηλασία που διαμόρφωσε "μια ήπειρο βασισμένη στην αγροτική οικονομία, με πολύ περιορισμένο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, βιομηχανοποιημένη αγροτική παραγωγή για εξαγωγές (επιβαλλόμενη από την αποικιοκρατία) και μεταλλευτική δραστηριότητα και με μια βιομηχανία που υποτίθεται ότι θα αναπτυσσόταν αργότερα".

Η σχετική υπανάπτυξη της Αφρικανικής οικονομίας μπορεί επομένως να εντοπιστεί σε πλήθος παραγόντων. Σαν αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας πολλές από τις εθνικές της οικονομίες έγιναν στην ουσία εξαγωγείς μονοκαλλιέργειας (ορυκτών ή εμπορευμάτων). Είναι επίσης εξαρτημένες από εισαγωγές εξοπλισμού, κεφαλαιακών αγαθών, του όγκου των καταναλωτικών προϊόντων, τεχνογνωσίας και τεχνολογίας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά μόνο πέντε χώρες (Μπενίν, Σιέρα Λεόνε, Μαρόκο, Σενεγάλη, Ζιμπάμπουε) κατάφεραν να διαφοροποιήσουν την παραγωγική τους βάση.

Η πρωτογενής παραγωγή ακόμα κυριαρχεί στον εξαγωγικό τομέα των χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής. Οι οικονομίες πολλών Αφρικανικών χωρών είναι βαριά εξαρτημένες από τις εξαγωγές ενός ή δύο εμπορευμάτων. Και άρα είναι πιο ευάλωτες στις διακυμάνσεις των τιμών στην παγκόσμια αγορά και σε άλλους εξωτερικούς κραδασμούς απ' ότι οι πιο διαφοροποιημένες οικονομίες. Το αποτέλεσμα τέτοιων δυσάρεστων κραδασμών από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 με τη συνεπακόλουθη εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ήταν η περαιτέρω ανάπτυξη της απίστευτης ανισότητας που επικρατεί στο εσωτερικό της Αφρικής. Ενώ τα δύο τρίτα των Αφρικανών ακόμα επιβιώνουν με λιγότερα από 2 δολάρια τη μέρα, την ίδια στιγμή υπάρχουν και Αφρικανοί που κατατάσσονται στους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Ο Αλίκο Νταγκότε από τη Νιγηρία, με καθαρά κέρδη 14.9 δισεκατομμύρια δολάρια, είναι πλουσιότερος από οποιοδήποτε Βρετανό κάτοικο. Ο Νίκι Οπενχάιμερ και ο Γιόχαν Ρούπερτ από τη Νότιο Αφρική είναι 'φτωχότεροι' μόνο από τους τρεις πλουσιότερους Βρετανούς.

Υπάρχει, φυσικά, και μια κατάφωρη ανισότητα ανάμεσα στην Αφρική και το βιομηχανικό κόσμο. Αυτή η ανισότητα έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις τα τελευταία διακόσια χρόνια. Ως παράδειγμα συγκρισιμότητας της οικονομικής ανάπτυξης των Αφρικανικών χωρών στα τέλη του 19ου αιώνα είναι ότι κάποιες απ' αυτές μπορούσαν συχνά να αναχαιτίζουν τις επιθέσεις Ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Έτσι πχ, μια λαϊκή εξέγερση οδήγησε στο θάνατο του Τσαρλς Γκόρντον, γενικού κυβερνήτη του Σουδάν το 1885 και στην αποχώρηση των Βρετανών από τη χώρα. Ομοίως, στη γειτονική Αιθιοπία, ένας Ιταλικός στρατός 20.000 γνώρισε τη συντριβή στη Μάχη της Αντβα το 1896. Στη Δυτική Αφρική οι ένοπλες δυνάμεις του Βασιλείου των Ασάντι νίκησαν τις Βρετανικές δυνάμεις και σκότωσαν το διοικητή τους, τον κυβερνήτη της Χρυσής Ακτής (νυν Γκάνας) το 1824. Οι Ασάντι ξαναεπιτέθηκαν στην παράκτια περιοχή της Χρυσής Ακτής μεταξύ 1869 και 1872 ώσπου ηττήθηκαν τελικά το 1874. 

Ενώ το 1820 ο μέσος Ευρωπαίος εργάτης κέρδιζε 3 φορές περισσότερα από το μέσο Αφρικανό τώρα ο μέσος Ευρωπαίος κερδίζει 20 φορές περισσότερα. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλη ανισότητα μεταξύ των ίδιων των χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής. Οικονομικά, όλη η ήπειρος κυριαρχείται από τη Νιγηρία και τη Νότια Αφρική: οι αυτές χώρες μαζί καλύπτουν τα δύο τρίτα του ΑΕΠ της περιοχής. Οι επιχειρήσεις τους είναι πολύ δραστήριες σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της Υποσαχάριας Αφρικής και οι κυβερνήσεις τους συμπεριφέρονται σαν υποϊμπεριαλιστικές δυνάμεις, φτάνοντας ακόμη στο να απλώνουν χείρα βοηθείας στις Δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το 2013, για παράδειγμα, Νιγηριανά στρατεύματα προσφέρθηκαν να αντικαταστήσουν τα Γαλλικά στρατεύματα στο βόρειο Μάλι και δεκατρείς Νοτιοαφρικάνοι παραστρατιωτικοί σκοτώθηκαν στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της ανατροπής του πρώην προέδρου της.

Παρά την ποικιλομορφία των εθνικών οικονομικών εμπειριών, η οικονομική ιστορία της Υποσαχάριας Αφρικής μπορεί χονδρικά να χωριστεί σε τέσσερις υποπεριόδους:
  • 1960-1980, όταν η ανάπτυξη πολλών Αφρικανικών οικονομιών ήταν σχεδόν ισοδύναμη με την ανάπτυξη στις περισσότερες περιοχές του κόσμου -ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 4,8%.
  • 1980-2000, όταν η οικονομική ανάπτυξη κατέρρευσε σε πολλές Αφρικανικές χώρες σαν αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων, όπως η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, που οδήγησε σε πτώση των εμπορικών συναλλαγών και αύξηση των πραγματικών επιτοκίων -ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 2,1%.
  • 2000-2007, όταν πολλές Αφρικανικές οικονομίες σημείωσαν μια εύλογη οικονομική ανάπτυξη κυρίως χάρη στη σημαντική αύξηση στις τιμές των πρωτογενών προϊόντων - ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 3,9%.  
  • 2008-σήμερα, όταν η οικονομική αβεβαιότητα επανήλθε μαζί με μια μείωση στη ζήτηση πρώτων υλών με την επιβράδυνση στις Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές αγορές και τη μειωμένη ανάπτυξη της Κινεζικής οικονομίας.
Οι γενικές τάσεις της οικονομικής ανάπτυξης στην Υποσαχάρια Αφρική (και στην Αφρική συνολικά) τον τελευταίο μισό αιώνα φαίνονται στο σχεδιάγραμμα 1. Η πιο πρόσφατη οικονομική ευημερία, γνωστή ως "Αφρικανική ανάκαμψη", σε μεγάλο βαθμό λεηλατήθηκε από την οικονομική ελίτ. Θα χρειαστεί πιο διαρκής αγώνας της ανερχόμενης εργατικής τάξης για να δει μια σημαντική μείωση της φτώχειας τις επόμενες δεκαετίες. Αλλά οι τεράστιες μάχες, κυρίως στη Νότια Αφρική και τη Νιγηρία, έχουν δείξει ότι αυτή είναι μια μακρινή πιθανότητα.

Τα μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα της παγκόσμιας Μεγάλης Ύφεσης στην Αφρική δεν φαίνονται ακόμα καθαρά και η οικονομία αντιμετωπίζει ένα σημαντικό αριθμό βασικών κινδύνων. Αρχικά υπήρξε μια αξιοσημείωτη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά τώρα υπάρχει μια κάποια οικονομική ανάκαμψη, παρότι οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης βρίσκονται σε μέτρια επίπεδα.

 Μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Πηγή: Artadi and Sala-i-Martin (2003)

Το 1970 σχεδόν το 48% του πληθυσμού της Υποσαχάριας Αφρικής ζούσε με λιγότερο από 1 δολάριο τη μέρα. Το 1995 το αντίστοιχο ποσοστό ανέβηκε στο 60%. Παρά την οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι σχεδόν ένας στους δύο ανθρώπους στην Υποσαχάρια Αφρική ζει ακόμα με λιγότερο από 1.25 δολάρια τη μέρα και ο αριθμός αυτός αυξάνεται συνεχώς (λόγω της ανισομερούς οικονομικής ανάπτυξης). Επιπρόσθετα, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 10% λιγότερο από το αντίστοιχο του 1974 που ήταν το μέγιστο.

Οι μεγάλες προσδοκίες της ανεξαρτησίας

Όπως σημειώνουν οι Τζον Σολ και Κόλιν Λέις
Με την ανεξαρτησία -ανάμεσα στο 1935 και το 1965- η δομικές αδυναμίες της θέσης της Αφρικής στην οικονομία αναγνωρίζονταν γενικά και όλες οι πλευρές υπέθετε η ενεργή παρέμβαση του κράτους θα ήταν απαραίτητη για να ξεπεραστούν. Παρότι η Αφρική αναμένονταν ότι θα συνέχιζε να παίζει τον παραδοσιακό της ρόλο του εξαγωγέα πρώτων υλών το "κράτος της ανάπτυξης" σήμανε τη συσσώρευση υπεραξίας από τον αγροτικό τομέα για επενδύσεις στις υποδομές και σε όλα τα απαραίτητα για την ανάπτυξη μιας βιομηχανοποίησης που θα υποκαθιστούσε τις εισαγωγές.
Δέκα Αφρικανικές χώρες πέτυχαν συνεχή άνοδο του ΑΕΠ 6% το χρόνο μεταξύ 1967 και 1980, ενώ κάποιες απ' αυτές κατάφερναν να πιάσουν ρυθμούς ανάπτυξης αντίστοιχους με αυτούς των χωρών της Ανατολικής Ασίας. Για παράδειγμα, αυτή την περίοδο η Κενυάτικη οικονομία είχε μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από τη Μαλαισία και η Ακτή Ελεφαντοστού μεγαλύτερους απ' την Ινδονησία. Ο Τζιοβάνι Αρίγκι υπογραμμίζει ότι "μέχρι το 1975, οι επιδόσεις της Αφρικανικής οικονομίας δεν ήταν πολύ χειρότερες απ' τον παγκόσμιο μέσο όρο και καλύτερες από της Νότιας Ασίας, αλλά ακόμα και από των πλουσιότερων περιοχών του Πρώτου Κόσμου (Βόρεια Αμερική). 

Οι ρίζες της κρίσης χρέους 

Ο Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (OPEC) κατάφερε να αυξήσει σημαντικά την τιμή του αργού πετρελαίου με το εμπάργκο του 1973. Αυτή η κίνηση παρείχε τεράστια επιπλέον κέρδη για τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ). Παραταύτα, όπως εξηγεί ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, οι ΗΠΑ ήταν διατεθειμένες να αποδεχθούν τις αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου μόνο αν τα κέρδη διοχετεύονταν σε Αμερικάνικες επενδυτικές τράπεζες. Άρα, ίσως εν μέρει σαν αποτέλεσμα της απειλής στρατιωτικής επέμβασης από τις ΗΠΑ, οι τράπεζες βρέθηκαν μπροστά στο φάσμα της υπερχρηματοδότησης που τις υποχρέωνε να βρουν νέες επικερδείς αγορές. Καθώς οι επιστροφές των επενδύσεων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη έπεφταν, "οι κυβερνήσεις φαινόταν ότι ήταν το πιο σίγουρο στοίχημα, γιατί όπως είχε πει κι ο Γουόλτερ Ρίστον, επικεφαλής της Citybank, 'οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να μεταφερθούν ή να εξαφανιστούν'". 

Εκείνη την εποχή ήταν ευρύτερα αποδεκτό ότι οι κυβερνήσεις έπρεπε να δανείζονται για να επενδύουν στις δημόσιες υποδομές και να ανταποκρίνονται σε άλλες υποχρεώσεις που δεν μπορούσαν να καλύψουν λόγω της σχετικής μείωσης των τιμών των εμπορευματικών προϊόντων (βλέπε παρακάτω). Ήτανε κάτι που ενθαρρύνονταν και από την Παγκόσμια Τράπεζα και από πολλούς άλλους. "Καθοδηγούσαν και παρότρυναν" πολλές Αφρικανικές κυβερνήσεις, που ήταν "αναξιόπιστοι δανειολήπτες".

Η εμπειρία των ΗΠΑ και της Βρετανίας στα αμέσως επόμενα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε δείξει ότι ο εκτεταμένος δανεισμός από τη μεριά των κυβερνήσεων μπορούσε να διευκολύνει την οικονομική ανάπτυξη (κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις). Στις ΗΠΑ το ομοσπονδιακό χρέος μόνο (χωρίς να υπολογίσουμε το κρατικό χρέος ή το χρέος των τοπικών κυβερνήσεων) έφτανε το 120% του ΑΕΠ και πάνω το 1946 και το Βρετανικό κρατικό χρέος έφτανε το μέγιστο, περίπου στο 250% του ΑΕΠ, την ίδια περίοδο. Στις συνθήκες της μακράς οικονομικής άνθησης των δεκαετιών του 1950 και του 1960, αυτά τα επίπεδα δημόσιου χρέους αποδεικνύονταν βιώσιμα και πράγματι μπορεί να διευκόλυναν τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη εκείνων των χρόνων.

Παρ' όλα αυτά, πολλές Αφρικανικές κυβερνήσεις δεν στάθηκαν τόσο τυχερές. Πολλές προχώρησαν σε υπερδανεισμούς (όχι τόσο όσο οι ΗΠΑ και η Βρετανία μεταπολεμικά), αλλά οι οικονομίες υπέστησαν πολλαπλούς εξωτερικούς τριγμούς και οι κυβερνήσεις δεν κατάφερναν να εξοφλήσουν αυτά τα δάνεια. Οι επικεφαλής των Αφρικανικών κυβερνήσεων διατύπωσαν τις θέσεις τους στο Σχέδιο Δράσης του Λάγος του 1980. Έριχναν το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης για τις πενιχρές επιδόσεις των οικονομιών της Υποσαχάριας Αφρικής σε παράγοντες που ξέφευγαν από τον έλεγχο των κυβερνήσεων -και συγκεκριμένα στη φαινομενικά διαρκή πτωτική πορεία των πραγματικών τιμών των εμπορευμάτων, στην παγκόσμια ύφεση, στην άνοδο των διεθνών επιτοκίων, στο ίδιο το χρέος και στις παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας που οι ήδη οικονομικά κατεστραμμένες κυβερνήσεις δυσκολεύονταν ακόμα περισσότερο να αντιμετωπίσουν.

Δυσχερέστεροι όροι συναλλαγής 

Η ραγδαία αύξηση των διεθνών επιτοκίων στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (βλέπε παρακάτω) σε συνδυασμό με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου μέσα στην ύφεση. Σαν αποτέλεσμα, οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετώπισαν  μια μειωμένη ζήτηση στις εξαγωγές τους έχοντας να πληρώσουν πολύ μεγαλύτερα επιτόκια επί των χρεών τους (και υψηλότερες τιμές πετρελαίου στην περιπτώσεις των χωρών που εισήγαν πετρέλαιο). Η μειωμένη ζήτηση για προϊόντα του πρωτογενούς τομέα και η σχετική μείωση των τιμών τους συνεχίστηκε από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας. Όπως αναφέρει η Σύνοδος του ΟΗΕ για το εμπόριο και την ανάπτυξη (UNCTAD): "Είχαμε μια μακροχρόνια καθοδική τάση στις εκτός καυσίμων τιμές των εμπορευματικών προϊόντων από το 1960... η ύφεση των τιμών των εμπορευμάτων της δεκαετίας του 1980 ήταν ακόμα πιο σοβαρή και αρκετά πιο παρατεταμένη, από αυτήν της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930".

Σύνθετος δείκτης τιμών βασικών εμπορευμάτων (1948-82)
Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα

Η Christian Aid επίσης ανέφερε: "Οι τιμές που εισπράττουν οι χώρες του Τρίτου Κόσμου για πολλές από τις παραδοσιακές εξαγωγές τους, απ' τον καφέ και το κακάο, μέχρι το ρύζι, τη ζάχαρη και το βαμβάκι, συνεχίζουν να πέφτουν. Η σχετική αξία των εξαγωγών τους έχει πέσει ακόμα περισσότερο -για παράδειγμα, το 1975 ένα καινούριο τρακτέρ κόστιζε περίπου όσο 8 τόνοι Αφρικανικού καφέ, αλλά το 1990 το ίδιο τρακτέρ κόστιζε όσο 40 τόνοι". Η μείωση των τιμών των εμπορευμάτων φαίνεται στο παραπάνω σχεδιάγραμμα.

Οι όροι εμπορίου των Αφρικανικών χωρών με χαμηλό εισόδημα έπεσαν πάνω από 15% την τριετία 1973-1976 και σχεδόν 14% την τριετία 1979-1982. Όμως, οι επίσημες προβλέψεις για εκείνα τα χρόνια της Παγκόσμιας Τράπεζας, αλλά και πολλών άλλων, επέμεναν ότι οι τιμές των εξαγώγιμων πρώτων υλών των χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής θα βελτιωνόταν πολύ σύντομα, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των Αφρικανικών κυβερνήσεων ότι η πτώση των τιμών των εξαγώγιμων προϊόντνων θα είναι προσωρινή. Σαν συνέπεια: "Πολλές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν το πρόβλημα με βραχυπρόθεσμα δάνεια, δημιουργώντας ένα μακροπρόθεσμο επαχθές χρέος".

Αυτή η ύφεση των όρων εμπορίου, δεν ήταν φυσικό φαινόμενο, αλλά οφείλονταν, τουλάχιστον εν μέρει, στις ακατάλληλες πολιτικές που υιοθετούσε τότε η Παγκόσμια Τράπεζα. Όπως σχολίαζε ο Μάικλ Μπάρατ Μπράουν, οι τιμές όλων σχεδόν των βασικών προϊόντων εμφάνισαν μια "σταθερά πτωτική τάση από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο λόγος πρέπει τουλάχιστον εν μέρει να είναι ότι η [Παγκόσμια] Τράπεζα ενθάρρυνε όλους τους παραγωγούς βασικών εμπορευμάτων να πληρώνουν τα χρέη τους αυξάνοντας τις εξαγωγές τους". Επιπλέον, η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα έλεγε:
Μεταξύ 1980 και 1986 οι πραγματικές τιμές των βασικών εμπορευμάτων έπεσαν κάθετα... Πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν. Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης στις βιομηχανικές χώρες έριξαν τη ζήτηση. Προοδευτικά, οι τεχνολογικές εξελίξεις συνέχιζαν να μειώνουν τη ζήτηση πρώτων υλών. Ταυτόχρονα, οι διαθέσιμες πηγές αυξήθηκαν. Οι αυξανόμενες επιδοτήσεις και ο εμπορικός προστατευτισμός, όπως για παράδειγμα η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης- προκάλεσαν υπερπαραγωγή στις βιομηχανικές χώρες. Η παραγωγή επίσης επεκτάθηκε στις αναπτυσσόμενες χώρες σαν ανταπόκριση στις υψηλές τιμές των αρχών της δεκαετίας του 1970. Οι προηγούμενες επενδύσεις σε υποδομές, νέες τεχνικές και βελτίωση των εγχώριων πολιτικών επίσης συνετέλεσαν.
Μερικοί σχολιαστές, για παράδειγμα οι υποστηριχτές της θεωρίας της εξάρτησης όπως ο Σαμίρ Αμίν, υποστήριξαν ότι η πτώση των εμπορικών όρων, γνωστή θεωρητικά ως ανισομέρεια συναλλαγών, προέρχεται από τις διαφορές στις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στις "κεντρικές" και τις "περιφερειακές" χώρες. Όμως, αυτό δεν εξηγεί τη σημαντική βελτίωση στους εμπορικούς όρους πολλών Αφρικανικών χώρων για πάνω από 15 χρόνια (βλέπε παρακάτω) ή τους βελτιωμένους εμπορικούς όρους της Αφρικής το 1940-50. Επίσης, η προσέγγιση της εξάρτησης μπορεί να μπορεί να πέφτει στην παγίδα να βλέπει την εκμετάλλευση σαν κάτι που συμβαίνει μεταξύ χωρών, αντί να βλέπει την εκμετάλλευση των εργατών της κάθε χώρας από τα αφεντικά τους. Αν αυτή ήταν η περίπτωση, τότε οι απαντήσεις των Αφρικανών εθνικιστών θα ήταν πιο κατάλληλες από τις απεργίες και τις άλλες μορφές ταξικής πάλης που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στις Αφρικανικές χώρες.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι αλλαγές στους εμπορικούς όρους κόστισαν στα μη πετρελαιοπαραγωγά κράτη της Αφρικής (εκτός της Νότιας Αφρικής) συνολικά ένα 119 του ετήσιου ΑΕΠ τους μεταξύ 1970 και 1997, ενώ το εξωτερικό τους χρέος αυξήθηκε 106% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Έτσι όλα τα εξωτερικά χρέη των Αφρικανικών χωρών προς το τέλος του 20ου αιώνα μπορούν να εξηγηθούν βάσεις της πτώσης των τιμών των εξαγωγών τους και της ανόδου των τιμών των εξαγωγών τους -και οι δύο αλλαγές πάνω στις οποίες οι κυβερνήσεις δεν είχαν σχεδόν κανέναν έλεγχο. Το κόστος του χρέους αυξήθηκε επίσης λόγω της απότομης ανόδου των διεθνών επιτοκίων.

Η άνοδος των διεθνών επιτοκίων

Τον Οκτώβρη του 1979 η κυβέρνηση των ΗΠΑ αύξησε σημαντικά τα επιτόκια, που έφτασαν σχεδόν το 20% μέχρι τον Ιούλη του 1981. Σε μια προσπάθεια να στραγγαλίσει τον επίμονο πληθωρισμό της. Αυτό το "Volcker shock" οδήγησε άμεσα σε μια τεράστια άνοδο των διεθνών επιτοκίων. Το πραγματικό (προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό) επιτόκιο που πλήρωναν οι κυβερνήσεις του Νότου αυξήθηκε από 4% το 1975 σε πάνω από 10% μια δεκαετία αργότερα, όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα:
  
Προσαρμοσμένα στον προϋπολογισμό (πραγματικά) επιτόκια εξωτερικού δανεισμού των αναπτυσσόμενων χωρών από το 1976 μέχρι το 1985 (σε ποσοστιαίες μονάδες)
Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα, 1988

Σαν συνέπεια αυτής της αύξησης των επιτοκίων και των επαναλαμβανόμενων υποτιμήσεων το ποσό που η Αφρική έπρεπε να πληρώσει για να εξυπηρετήσει το χρέος της αυξήθηκε από περίπου 2 δις δολάρια το 1975 σε 8 δις το 1982. "Απ' τη στιγμή που η Μεξικάνικη χρεοκοπία του 1982 αποκάλυψε δραματικά πόσο μη βιώσιμο ήταν το προηγούμενο σχέδιο, η 'πλημμυρίδα' του κεφαλαίου που αγκάλιαζε τις χώρες του Τρίτου Κόσμου (και ιδιαίτερα τη Λατινική Αμερική και την Αφρική) τη δεκαετία του 1970 είχε παραχωρήσει τη θέση της στην ξαφνική 'άμπωτη' της δεκαετίας του 1980".

Έτσι η οικονομία της Υποσαχάριας Αφρικής είχε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 να αντιμετωπίσει ένα τριπλό πρόβλημα: την ύφεση των όρων εμπορίου, τα αυξημένα επιτόκια επί των χρεών και την απουσία πρόσβασης σε επιπλέον δανεισμό.

Το αυξανόμενο πρόβλημα του κυβερνητικού χρέους 

Το UNCTAD περιγράφει το αποτέλεσμα: "Από 11 δις το 1970, η Αφρική είχε συσσωρεύσει πάνω από 120 δις εξωτερικό χρέος εν μέσω του εξωτερικού σοκ των αρχών της δεκαετίας του 1980. Το συνολικό εξωτερικό χρέος τότε χειροτέρευσε σημαντικά κατά τη διάρκεια της περιόδου της δομικής αναπροσαρμογής τη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, χτυπώντας το ταβάνι των 340 δις το 1995". Το παρακάτω γράφημα δείχνει ακριβώς αυτό:

Συνολικό εξωτερικό χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Elbadawi, Ghura and Uwujaren, 1992 

Οι συνέπειες των επιδεινούμενων οικονομικών συνθηκών, της ανόδου των επιτοκίων και της επιβολής ποινών για την αποτυχία έγκαιρης αποπληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών σήμανε τη διόγκωση του Αφρικανικού χρέους, παρά τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν για την αποπληρωμή του. Σύμφωνα με μετρήσεις του UNCTAD, μεταξύ 1970 και 2002 η Υποσαχάρια Αφρική έλαβε 294 δις σε δάνεια και ξόδεψε 268 δις για την εξυπηρέτηση του χρέους, το χρέος της όμως παρέμεινε στα 210 δις. Στην περίπτωση της κυβέρνησης της Νιγηρίας, για παράδειγμα, το ποσό που είχε δανειστεί αρχικά ήταν 15 δις δολάρια. Ωστόσο, έχοντας πληρώσει 15 δις για την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους, το κράτος εξακολουθούσε να χρωστάει 26 δις το 2005.

Σαν συνέπεια, πολλές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να αποπληρώσουν το χρέος ή τα επιτόκια και 14 χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής προχώρησαν σε αναδιάρθρωση του χρέους το 1984-85 και 11 Αφρικανικές χώρες χρεοκόπησαν κατά τη δεκαετία του 1980. 

Έτσι η οικονομία της Υποσαχάριας Αφρικής αντιμετώπισε ένα τριπλό χτύπημα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 των πτωτικών όρων εμπορίου, των αυξανόμενων επιτοκίων πάνω στο υπάρχον χρέος και της έλλειψης πρόσβασης σε παραπέρα δανεισμό.

Η δομική αναπροσαρμογή έκανε τα πράγματα χειρότερα

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το μεγαλύτερο κυβερνητικό χρέος της Υποσαχάριας Αφρικής οφείλονταν την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Αυτό έδωσε σ' αυτούς τους θεσμούς τη μόχλευση που χρειαζόταν για να επιβάλλουν τις νεοεισηγμένες πολιτικές της απελευθέρωσης της αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων μέσω των αποκαλούμενων Δομικών Προγραμμάτων Αναπροσαρμογής (SAPs). Αυτά περιλάμβαναν σχεδόν χωρίς εξαίρεση τα παρακάτω στοιχεία αυτού που τώρα αποκαλείται νεοφιλελευθερισμός:
  • μείωση κρατικών δαπανών και μεγαλύτερη δημοσιονομική πειθαρχία για έλεγχο του πληθωρισμού
  • άρση ελέγχων στις εισαγωγές και περιορισμών στις ξένες επενδύσεις
  • ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων
  • νομισματική υποτίμηση
  • ρύθμιση συναλλαγματικής ισοτιμίας, επιτοκίων και τιμών εμπορευμάτων από την αγορά
  • επιβολή μιας πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας μέσω μείωσης της νομικής προστασίας, της επιδότησης τροφίμων και του κατώτατου μισθού
Τα SAPs αναπαράχθηκαν στις περισσότερες χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής την αμέσως επόμενη δεκαετία με άθλια αποτελέσματα. Η οικονομική ανάπτυξη έπεσε από άνω του 3% που ήταν το 1985-90 σε κάτω από 1,5% το 1991-5. Ακόμα και η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα χαρακτήρισε τα αποτελέσματα απογοητευτικά. Το 1992 μια έρευνα ανακάλυψε ότι: "τα αναπτυξιακά δάνεια της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν επηρέασαν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη και συνέβαλαν σε μια στατιστικά σημαντική πτώση του ποσοστού επενδύσεων".

Σε μια έρευνα που καλύπτει 220 προγράμματα μεταρρυθμίσεων χρηματοδοτούμενων από την Παγκόσμια Τράπεζα πάνω από το ένα τρίτο κρίθηκαν αποτυχημένα από τον ίδιο τον Τομέα Επιχειρήσεων και Αξιολόγησης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όπως συμπεραίνει η Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Αφρική:
Τα SAPs επιδείνωσαν την κρίση του κράτους στην Αφρική. Οι περιορισμένες δυνατότητες των κρατών από τη γέννησή τους εξασθένισαν, καθώς ο δημόσιος τομέας και η κρατική γραφειοκρατία βρέθηκαν στο στόχαστρο των περικοπών των κρατικών δαπανών, που ήταν σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένες από τα SAPs. Το παράδοξο με τα SAPs είναι ότι ενώ το κράτος αναμένονταν να διεκπεραιώσει τη διαδικασία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, της σταθεροποίησης και της αναδιάρθρωσης, οι δυνατότητές του διαμελίζονταν και καθίστατο ανίκανο να ακολουθήσει αποτελεσματικά τα μεταρρυθμιστικά μέτρα. Τα SAPs συχνά συγκρατούσαν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο, καταργώντας τις δομές του σκληρού πυρήνα των κρατών.
Άμεσο αποτέλεσμα ήταν οι "εξεγέρσεις του ΔΝΤ" σε πολλές χώρες (που προκλήθηκαν από τις αυξήσεις τιμών στα τρόφιμα λόγω της κατάργησης των κρατικών επιδοτήσεων που απαιτούσε το ΔΝΤ). Οι εξεγέρσεις ανέτρεψαν τις κυβερνήσεις της Λιβερίας, του Σουδάν και της Ζάμπια και άρχισαν να απειλούν πολλές ακόμη. Καθώς η οικονομική κάμψη συνεχίζονταν, τα λαϊκά κινήματα διαμαρτυρίας και οι απεργίες ανέτρεψαν πάνω από τριάντα Αφρικανικά καθεστώτα μεταξύ 1990 και 1994.

Αυτά τα κινήματα τα ξεσήκωνε η αντίσταση στη δομική προσαρμογή και τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση, αλλά και από τις δημοκρατικές επαναστάσεις σε όλη την Ανατολική Ευρώπη.

Οικονομικές εξελίξεις

Ο αντίκτυπος της δομικής προσαρμογής στη γενική οικονομία των περισσότερων Αφρικανικών χωρών ήταν καταστρεπτικός. Η απελευθέρωση της αγοράς και το άνοιγμα των οικονομιών στην παγκόσμια αγορά δεν έφεραν σημαντική ανάπτυξη στην βιομηχανία. Για παράδειγμα, η κλωστοϋφαντουργία της Νιγηρίας αποδεκατίστηκε. Ο δείκτης παραγωγής υφάσματος (1972=100) της Νιγηρίας μειώθηκε από 482,1 το 1982 στο 171,1 το 1984. Όταν η Νιγηρία μπήκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) η βιομηχανία υφασμάτων υπέφερε από φθηνές εισαγωγές ετοίμων υφασμάτων από την Ινδία και την Κίνα και μεταχειρισμένων ειδών ρουχισμού από την Ευρώπη. Στην ακμή της υπήρχαν 250 εργοστάσια που απασχολούσαν περίπου μισό εκατομμύριο εργάτες, αλλά τώρα έχουν απομείνει λιγότερα από 25. Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD) εξηγούσε ότι:
Η βασική αιτία της αποβιομηχάνισης σε μεγάλο αριθμό αναπτυσσόμενων χωρών τη δεκαετία του 1970 και του 1980 βρίσκεται στις επιλογές των μακροοικονομικών και χρηματοπιστωτικών τους πολιτικών στον απόηχο των κρίσεων χρέους των αρχών της δεκαετίας του 1980. Στο περιβάλλον των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν με τη στήριξη των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ανέλαβαν τη χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση παράλληλα με τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, που συνοδεύονταν από υψηλά επιτόκια με σκοπό τον περιορισμό του πληθωρισμού ή την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Συχνά αυτό οδήγησε στην υποτίμηση του νομίσματος, στην απώλεια ανταγωνιστικότητας των εγχώριων παραγωγών και στην πτώση της βιομηχανικής παραγωγής και στη στασιμότητα των επενδύσεων ακόμα και όταν οι εγχώριοι παραγωγοί προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις πιέσεις με συμπίεση μισθών ή με απολύσεις.
Το 1989 ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι: "συνολικά ο πληθυσμός της Αφρικανικής ηπείρου είναι σήμερα το ίδιο φτωχός με πριν 30 χρόνια". Από το 1980 ως το 1987 το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα στην Υποσαχάρια Αφρική έπεσε κατά 1/4. Οχτώ Αφρικανικές χώρες (το Τσαντ, η Γκάνα, η Λιβερία, η Μαδαγασκάρη, ο Νίγηρας, η Ουγκάντα, το Ζαίρ και η Ζάμπια) βίωσαν σοβαρές μειώσεις του πραγματικού κατά κεφαλή εισοδήματος πάνω από 20% τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.

Η αντιστροφή της οικονομικής ανάπτυξης κατά τη διάρκεια της "χαμένης δεκαετίας" της Υποσαχάριας Αφρικής αποτυπώνεται με δραματικό τρόπο στον πίνακα 5 (θα συζητήσουμε αργότερα τη μερική ανάκαμψη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, που βασίστηκε κυρίως στην καλυτέρευση των όρων εμπορίου).

Κατά κεφαλήν ΑΕΠ των φτωχών Υποσαχάριων Αφρικανικών χωρών 1980-2005 (σε δολάρια ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης -PPP- σταθμισμένο με το μέσο ΑΕΠ 2001-5)
Πηγή: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, 2007

Ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου εξηγούσε το 1990 τι σήμαινε αυτό για τους Αφρικανικούς μισθούς: "μια κατακόρυφη πτώση στους μισθούς... μια μέση μείωση 30% κατά το διάστημα 1980-6... σε κάποιες χώρες οι μέσες απολαβές ποσοστό σημείωνε πτώση 10% κάθε χρόνο από το 1980...".

Όμοια, η δήλωση της Συνόδου των Ηνωμένων Εθνών στο Χαρτούμ το 1988 κατέληγε: "Δυστυχώς, την τελευταία δεκαετία οι συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης των Αφρικανών έχουν επιδεινωθεί σε βαθμό καταστροφικό. Το πραγματικό εισόδημα των περισσότερων νοικοκυριών και οικογενειών έχει πέσει κατακόρυφα. Υπάρχει μια μεγάλη αύξηση του υποσιτισμού και η παραγωγή τροφίμων έχει μειωθεί σε σχέση με τον πληθυσμό, η ποιότητα και η ποσότητα των εκπαιδευτικών και υγειονομικών υπηρεσιών έχει χειροτερεύσει".

Παρότι οι λεπτομέρειες διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, η συνολική εικόνα ήταν η ίδια. Οι απολογισμοί των μεμονωμένων χωρών μπορεί να υπονοούσαν ότι επρόκειτο για προβλήματα που είχαν να κάνουν με τις εσωτερικές πολιτικές, τη συμπεριφορά των κυβερνήσεων και των κρατικών λειτουργών τους. Αλλά από τη στιγμή που η χρονικότητα της αναστροφής του πολιτικού κλίματος παρουσιάζει τόσες ομοιότητες σε τόσο πολλές χώρες, αυτό συνεπάγεται ότι τα οικονομικά προβλήματα οφείλονταν κυρίως σε κοινά εξωτερικά γεγονότα παρά σε συγκεκριμένες τοπικές προσεγγίσεις των συγκεκριμένων κυβερνήσεων.

Είναι αλήθεια ότι, όπως υποστηρίζουν οι Σολ και Λέις, "το 'αναπτυξιακό κράτος' έγινε ένα πεδίο δράσης οπορτουνιστικών στοιχείων με ληστρικές διαθέσεις και τάσεις προσκόλλησης στην εξουσία". Όμως αυτή η διαφθορά ήταν (και είναι) συνώνυμο των οικονομικών προβλημάτων της Αφρικής και της συνακόλουθης τεράστιας οικονομικής ανισότητας, όχι η κύρια αιτία της, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και πολλοί άλλοι θα ήθελαν να μας πείσουν.

Η χαμένη δεκαετία για την Αφρική συνεχίζεται

Η χαμένη δεκαετία της οικονομικής κρίσης παρατάθηκε και στη δεκαετία του 1990 καθώς οι όροι εμπορίου συνέχισαν να φθίνουν και η διαφυγή κεφαλαίου, η "διαρροή εγκεφάλων" (brain drain) και οι καταστρεπτικές συνέπειες του HIV/AIDS έκαναν τα πράγματα ακόμα χειρότερα.

Διαφυγή κεφαλαίου

Ο Λεόνς Ντικουμανά και ο Τζέιμς Μπόις έδειξαν ότι κατά την περίοδο 1970-2008 η Υποσαχάρια Αφρική υπήρξε ένας σημαντικός εξαγωγέας κεφαλαίου προς τον υπόλοιπο κόσμο. Η συνολική διαφυγή κεφαλαίου αυτή την περίοδο έφτανε τα 735 δις δολάρια, ποσό τεράστιο αν συγκριθεί με το συνολικό εξωτερικό χρέος αυτών των χωρών που δεν ξεπερνούσε τα 177 δις δολάρια. "Σύμφωνα με τη μελέτη της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD) η Αφρική εισέπραξε 540 δις δολάρια σε δάνεια μεταξύ 1970 και 2002 και εξόφλησε 550 δις δολάρια. Παρ' όλα αυτά, το 2002 η ήπειρος χρωστούσε ακόμα 295 δις δολάρια λόγω της επιβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, κυρώσεων και επιτοκίων". Για κάθε δολάριο εξωτερικού δανεισμού της Αφρικής 50 σεντς έφευγαν στο εξωτερικό μέσα στο ίδιο έτος με τη μορφή της διαφυγής κεφαλαίου. Οι άνθρωποι που επωφελήθηκαν από τη διαφυγή κεφαλαίου ήταν οι τοπικές ελίτ που, σε συνεργασία με τις πολυεθνικές εταιρείες, επιδίδονταν σε υπερτιμολογήσεις/υποτιμολογήσεις εισαγωγών/εξαγωγών, παρακάμπτοντας όσους εγχώριους κανονισμούς εξαγωγής κεφαλαίου δεν είχαν αρθεί βάσει των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Η "απελευθέρωση" και ο τερματισμός των ελέγχων στις εξαγωγές κεφαλαίου ως κομμάτι των νεοφιλελεύθερων πολιτικών διευκολύνουν τη διαφυγή κεφαλαίων και δυσχεραίνουν τον έλεγχο των τοπικών κυβερνήσεων.

"Διαρροή εγκεφάλων"

Η διαφυγή κεφαλαίων παίρνει επίσης τη μορφή της "διαρροής εγκεφάλων". Η Αφρική δεν παρέχει μόνο χρηματιστικό κεφάλαιο για την ανάπτυξη του υπόλοιπου κόσμου, αλλά παρέχει επίσης και "διανοητικό κεφάλαιο". Εκτιμάται, για παράδειγμα, ότι πάνω από το ένα τέταρτο των πτυχιούχων (ιδιαίτερα μηχανικών, επιστημόνων και γιατρών) έχουν μεταναστεύσει από τη Δυτική Αφρική και περίπου το ένα πέμπτο από την Ανατολική Αφρική. Σαν αποτέλεσμα, οι φόροι των Αφρικανικών κρατών που δαπανώνται για την πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση μιας μειοψηφίας του πληθυσμού "δεν πιάνουν τόπο", αφού από αυτή την τεχνογνωσία επωφελούνται οι οικονομίες και οι εταιρείες και οι οικονομίες των βιομηχανικών χωρών.

Αντίθετα, μεγάλο κομμάτι της "αναπτυξιακής βοήθειας" που στέλνεται στην Αφρική "επαναπατρίζεται" άμεσα στις βιομηχανικές χώρες με τη μορφή πληρωμών προς τους δανειστές. Η απώλεια κρίσιμων επαγγελματικών πεδίων λόγω της μετανάστευσης από την Αφρική οδήγησε στη χρησιμοποίηση ξένων συμβούλων, των οποίων το μεροκάματο πολλές φορές ισοδυναμεί με το μηνιαίο μισθό των δημόσιων υπάλληλων της χώρας. Το 1995 υπολογίζονταν ότι 100.000 εμπειρογνώμονες από το εξωτερικό εργάζονταν στην Αφρική με κόστος 4 δις. Το 2005 η Παγκόσμια Τράπεζα παραδέχθηκε ότι τα 20 από τα 50 δις του προϋπολογισμού παγκόσμιας βοήθειας ξοδεύτηκαν για συμβούλους.

Το AIDS

Η πανδημία του σύνδρομου επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS) αναγνωρίστηκε πρώτα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Από κει εξαπλώθηκε στην Ουγκάντα, την Τανζανία και την Κένυα, αλλά και νοτιότερα από τη Ζάμπια ως την Μποτσουάνα και τη Νότια Αφρική. Μέχρι το 2005 25 εκατομμύρια Αφρικανοί ήταν φορείς του AIDS/HIV και πάνω από 13 εκατομμύρια είχαν πεθάνει: "Η ανεπάρκεια των συστημάτων υγείας της Αφρικής, ειδικά μετά τη διάλυσή τους από τα προγράμματα δομικής προσαρμογής, όχι μόνο επιβράδυνε την αρχική αναγνώριση της νόσου, αλλά επιδείνωσε και την ταλαιπωρία των οροθετικών ατόμων και καθυστέρησε την υιοθέτηση των αντιρετροϊκών φαρμάκων". Αυτό είχε καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία, ειδικά στη νότια Αφρική, όπου σε κάποιες χώρες, για παράδειγμα, είχαμε περισσότερους θανάτους δασκάλων παρά αποφοιτήσεις από τα παιδαγωγικά τμήματα των πανεπιστημίων. 

Παρότι η πανδημία του AIDS βρίσκεται τώρα υπό έλεγχο στις περισσότερες Αφρικανικές χώρες "σχεδόν το 9% των κατοίκων της Υποσαχάριας Αφρικής ηλικίας 19 με 45 ετών είναι φορείς του HIV/AIDS". Περίπου τα 2/3 των φορέων του ιού παγκόσμια ζουν στην Αφρική και οι μισοί απ' αυτούς σε 10 χώρες: Ανγκόλα, Μποτσουάνα, Λεσότο, Μαλάουι, Μοζαμβίκη, Ναμίμπια, Νότια Αφρική, Σουαζιλάνδη, Ζάμπια και Ζιμπάμπουε. Το 2009 περίπου 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από αιτίες που σχετίζονται με το AIDS (τα 3/4 των θανάτων παγκόσμια). Στη Μοζαμβίκη, για παράδειγμα ζούσαν το 2009 γύρω στους 1,4 εκατομμύρια φορείς του AIDS και μόνο λίγο πάνω από το 10% λάμβαναν αντιρετροϊκά φάρμακα.

Νέα προσέγγιση ή λίγο πολύ η ίδια;

Το πρόβλημα του χρέους συνεχίστηκε και ο αντίκτυπος που είχε στα οικονομικά των κυβερνήσεων συνέχισε να είναι καταστροφικός. Το 1999 υπολογίζονταν ότι "οι φτωχές υπερχρεωμένες χώρες (HIPC) ξόδευαν το ένα τρίτο των φορολογικών τους εσόδων στην εξυπηρέτηση του χρέους. Σε κάποιες χώρες, όπως η Ανγκόλα (84%), η Ακτή Ελεφαντοστού (62%), η Γουιάνα (48%) και η Σιέρα Λεόνε (50%), το ποσοστό ήταν πολύ μεγαλύτερο". Μέχρι το 2000 οι κυβερνήσεις της Υποσαχάριας Αφρικής ξόδευαν ακόμη τουλάχιστον τα διπλάσια για την εξυπηρέτηση του χρέους παρά για το δημόσιο σύστημα υγείας και σχεδόν το ίδιο για χρέος και εκπαίδευση.

Το 1999 το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα συμφώνησαν για μια "νέα" προσέγγιση. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος που ήθελαν οικονομική βοήθεια ή ελάφρυνση του χρέους καλούνταν μέσω της Πρωτοβουλίας HIPC να αναπτύξουν "στρατηγικές μείωσης της φτώχειας". Όμως αυτές περιελάμβαναν πολλές από τις γνωστές νεοφιλελεύθερες συνταγές και επιπλέον έπρεπε να συνυπογράφονται από τους αξιολογητές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Μια περιορισμένη ελάφρυνση του χρέους έγινε επιτέλους διαθέσιμη για κάποιες κυβερνήσεις που δέχθηκαν αυτούς τους επιπλέον όρους. Αλλά ήταν σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει ώστε την αποπληρωμή των χρεών παρά να βοηθάει την οικονομική ανάπτυξη.

Η Πρωτοβουλία HIPC δεν παρείχε σημαντική μείωση του χρέους κάτω από το οποίο πραγματικά υπέφεραν πολλές χώρες της Αφρικής. Η ετήσια μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους  το 2003-5 για τις 20 χώρες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα δεν ήταν πολύ πάνω από το 1/20 της ξένης βοήθειας που λάβαιναν αυτές οι χώρες το 2000.

Η οικονομική ανάπτυξη επιστρέφει στον 21ο αιώνα

Οι οικονομίες της Υποσαχάριας Αφρικής τελικά κατάφεραν να πετύχουν μια ικανοποιητική οικονομική ανάπτυξη τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα με πραγματική κατά κεφαλήν ανάπτυξη πάνω από 2,5% το χρόνο από το 2002 μέχρι το 2008. Πράγματι, "από τις 15 ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου, οι 10 ήταν Αφρικανικές". Όμως αυτό κυρίως βασίστηκε στην αύξηση των τιμών των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα. "Από την ανεξαρτησία, η Αφρικανική ανάπτυξη βασίζονταν στην πρωτογενή παραγωγή και των εξαγωγών και σε μια πολύ περιορισμένη οικονομική μεταρρύθμιση, στο φόντο της υψηλής ανεργίας και της αυξανόμενης φτώχειας".

Πάνω από το 50% της οικονομικής ανάπτυξης της Υποσαχάριας Αφρικής τον 21ο αιώνα οφείλονταν στα αυξημένα εμπορικά έσοδα χάρη στην υψηλότερη ζήτηση ειδικά από αναδυόμενες οικονομίες όπως η Ινδία και η Κίνα. Τις χώρες προς τις οποίες οι εξαγωγές των χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής επεκτάθηκαν. Το ποσοστό των εξαγωγών που κατευθύνονταν προς τις BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) αυξήθηκε από λιγότερο από 10% το 2002 σε περισσότερο από 33% το 2012. Είναι τώρα συγκρίσιμο με το ποσοστό των εξαγωγών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ μαζί. Η Κίνα είναι τώρα ο μεγαλύτερος προορισμός των Αφρικανικών εξαγωγών καταλαμβάνοντας περίπου το 1/4 του συνόλου (γνωρίζοντας τεράστια αύξηση από το περίπου 5% το 2000). Η Κίνα εξελίχθηκε επίσης στον μεγαλύτερο μεμονωμένο εμπορικό εταίρο της περιοχής, επενδυτή και πάροχο οικονομικής βοήθειας.

Άλλοι σημαντικοί παράγοντες της Υποσαχάριας ανάπτυξης περιλαμβάνουν τις τεράστιες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων κυρίως στην εξορυκτική βιομηχανία, η αναπτυξιακή βοήθεια και τα αυξημένα εμβάσματα από τους μετανάστες εργάτες. Τα εμβάσματα των Αφρικανών που δουλεύουν εκτός Αφρικής ξεπέρασαν τις άμεσες ξένες επενδύσεις το 2007 και την αναπτυξιακή βοήθεια το 2010.

Παρ' όλα αυτά, οι τιμές των εξαγωγικών προϊόντων παραμένουν ασταθείς, κι αυτό θέτει το μέλλον της οικονομικής ανάπτυξης σε σημαντικό κίνδυνο. Συνεπώς, η ανάπτυξη στην Αφρική ακολουθήθηκε από μια επιστροφή στην αβεβαιότητα τα τελευταία χρόνια (πίνακας 6). Ο ρυθμός ανάπτυξης άρχισε να μειώνεται μετά το 2007 (παρότι ήταν ακόμη 3,9% το 2013 και προβλέπονταν να είναι 4,8% το 2014) κι έγινε πιο απρόβλεπτος σαν αποτέλεσμα των συνεπειών της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης και των συρρικνούμενων ποσοστών κέρδους της Κίνας Οι τιμές των εμπορευμάτων παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα παρότι έπεσαν το 2013. Οι παγκόσμιες τιμές των αγροτικών προϊόντων, των ορυκτών και των μετάλλων έπεσαν σχεδόν 10% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2013 σε σχέση με το προηγούμενο έτος και τουλάχιστον το ενδεχόμενο μιας πιο μακροπρόθεσμης εξασθένισης παραμένει.

Ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ (2000-12)
Πηγή: Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης-ΟΟΣΑ, 2014

Αυτός ο κίνδυνος γίνεται ακόμα μεγαλύτερος καθώς οι περισσότερες χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής εξαρτώνται από την εξαγωγή μόνο ελάχιστων ειδών. Όπως επισημάναμε πριν, τα 3/4 αυτών των χωρών εξαρτώνται από τρία ή λιγότερα προϊόντα για το 50% ή παραπάνω των εξαγωγικών τους εσόδων.

Όλη τη δεκαετία του 2000 και μέχρι το 2012 ο μέσος όρος του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας ήταν πάνω από 10%. Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης μετριάστηκε σε κάτω από 8% το 2012 και το 2013, με τους βραδύτερους ρυθμούς ανάπτυξης να μεταφράζονται σε χαμηλότερες τιμές βιομηχανικών μεταλλευμάτων. Για παράδειγμα, η τιμή του χαλκού, ενός σημαντικού εξαγωγικού προϊόντος για αρκετές χώρες της Αφρικής μεταξύ των οποίων η Ζάμπια, μειώθηκαν περισσότερο από 1/3 σε σχέση με το 2011 που είχαν πιάσει "ταβάνι".

Γενικά, τα κινέζικα οικονομικά συμφέροντα στην Υποσαχάρια Αφρική εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση μ' αυτά των ΗΠΑ και των πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων, της Βρετανίας και της Γαλλίας. Αυτές οι τρεις χώρες από κοινού κατέχουν σχεδόν τα 2/3 των άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI) και η αξία των διαθέσιμων κάθε μιας απ' αυτές τις χώρες είναι περίπου διπλάσια απ' αυτή των κινεζικών εταιρειών.

Οι αναπτυσσόμενοι οικονομικοί δεσμοί με την Κίνα εγκυμονούν επίσης κάποιους σχετικούς κινδύνους, καθώς η Κίνα παραμένει σχετικά ανεξάρτητη απ' αυτούς τους δεσμούς. Οι επενδύσεις και οι εμπορικές συναλλαγές της Κίνας με την Αφρική αντιπροσωπεύει μόλις το 3% και 5% των παγκόσμιων επενδύσεων και εμπορικών συναλλαγών της αντίστοιχα. Επιπλέον, οι κινέζικες επενδύσεις επικεντρώνονται σε λίγες χώρες. Στη Νότια Αφρική αντιστοιχεί κοντά το 1/3 των επενδύσεων και στη Νιγηρία, τη Ζάμπια και την Αλγερία περίπου το άλλο μισό.

Η εμπειρία της δεκαετίας του 1980 οδήγησε πολλές Αφρικανικές κυβερνήσεις στο να είναι επιφυλακτικές σε σχέση με το χρέος και να δείχνουν υπευθυνότητα στις σφιχτές οικονομικές και νομισματικές πολιτικές. Εν μέρει σαν αποτέλεσμα αυτής της τάσης, ο πληθωρισμός γενικά έχει μετριαστεί, στο 5-10% περίπου για την Υποσαχάρια Αφρική από το 2005. Ανέβηκε όμως στο 20% περίπου στην ανατολική Αφρική το 2011-12.

Ο άλλος μεγάλος κίνδυνος είναι η άνοδος των παγκόσμιων επιτοκίων που μπορεί να προκληθεί από τη συγκράτηση του Αμερικάνικου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να πληρώνουν περισσότερα για το δημόσιο χρέος. Ο αριθμός των κυβερνήσεων που είτε είναι υπερχρεωμένες είτε διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο υπερχρέωσης έπεσε από τις 17 στις 7 μεταξύ 2006 και 2012, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει αν υπάρξει μια σημαντική αύξηση των παγκόσμιων επιτοκίων. Ένα πιο σοβαρό πρόβλημα θα μπορούσε να προκύψει από τη σχετική μείωση των άμεσων ξένων επενδύσεων που εν μέρει πυροδοτήθηκαν από τα χαμηλά παγκόσμια επιτόκια: "η αναζήτηση αποδόσεων από τους επενδυτές έφερε μαζικές εισροές κεφαλαίων στις αναπτυσσόμενες χώρες τα τελευταία χρόνια, ανάμεσά τους και στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής". Ο αντίκτυπος αυτού του κινδύνου θα είναι αυξημένος αν συνδυαστεί με μείωση των τιμών των ακατέργαστων προϊόντων.

Οι χρηματικές ροές προς την Αφρική κινήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ και το 2011 και το 2012 λόγω των ξένων επενδύσεων και των εμβασμάτων των εργαζόμενων που δουλεύουν στο εξωτερικό. Παρ' όλα αυτά, αυτές οι οικονομικές ροές συγκεντρώνονται σε λίγες χώρες, με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη Νιγηρία και τη Νότια Αφρική να προσελκύουν ίσως και τις μισές. Επιπρόσθετα, η συνολική καθαρή θέση της Υποσαχάριας Αφρικής είναι ότι συνέχισε να είναι καθαρός εισφορέας κεφαλαίου προς τον υπόλοιπο κόσμο τουλάχιστον κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα (χάρη κυρίως στη συνεχιζόμενη διαφυγή κεφαλαίου). 

Η μεγάλη ύφεση  οδήγησε σε μείωση της παροχής διεθνούς βοήθειας στην Υποσαχάρια Αφρική, παρότι αυτή ξεπερνούσε και πάλι τις άμεσες ξένες επενδύσεις το 2009. Η παροχή διεθνούς βοήθειας δεν προβλέπεται να αυξηθεί μεσοπρόθεσμα και η μίση απ' αυτήν παρέχεται σε 6 χώρες που συνολικά συγκεντρώνουν το 1/3 του πληθυσμού. Απ' αυτές οι δύο μεγαλύτερες είναι η Νότια Αφρική και η Νιγηρία.

Η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι δίκαιη

Σε αντίθεση με την περίοδο 1960-1980, η οικονομική ανάπτυξη των πρώτων χρόνων του 21ου αιώνα δεν ωφέλησε την πλειοψηφία του πληθυσμού: "Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Αφρικής δε μεταφράστηκαν σε υψηλά επίπεδα απασχόλησης και σε μείωση της φτώχειας. Είναι επίσης εξαιρετικά ασταθής, κυρίως στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής".

Τα υψηλότερα επίπεδα ανισότητας που προκλήθηκαν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ιδιωτικοποίησης, της απορρύθμισης (deregulation) κι ενός πιο φθίνοντος φορολογικού συστήματος -οι οποίες συνδέονται με την αύξηση της διαφθοράς- σημαίνει ότι η ελίτ των πλουσίων είναι αυτή που επωφελήθηκε από την άνοδο των τιμών των ακατέργαστων προϊόντων. Ένα σύμπτωμα αυτής της τάσης είναι η τεράστια "έκρηξη ιδιοκτησίας" στην Άκρα της Γκάνας, στην Νταρ ες Σαλάμ της Τανζανίας και σε άλλες πόλεις της Αφρικανικής ηπείρου. Ένα άλλο είναι η ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας στην Αφρική. Η ζήτηση για επιβατικά αεροσκάφη στην Αφρική αναμένεται να αυξηθεί από τα 600 που υπάρχουν στα 1.500 μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Περίπου 40.000 νέα δωμάτια σχεδιάζονται από διεθνείς κατασκευαστικές εταιρείες ξενοδοχεία για τα επόμενα χρόνια.

Ο πίνακας 7 δείχνει την ξεκάθαρη αύξηση του Συντελεστή Τζίνι (του χρησιμοποιούμενου μέτρου της οικονομικής ανισότητας) σε όλη την Υποσαχάρια Αφρική από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τουλάχιστον τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η ανισότητα συνέχισε να αυξάνεται σε πολλές χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής και μέσα στον 21ο αιώνα. η Νότια Αφρική, για παράδειγμα, τώρα θεωρείται η χώρα με τη μεγαλύτερη οικονομική ανισότητα στον κόσμο με το Συντελεστή Τζίνι της να αυξάνεται τουλάχιστον μέχρι το 2009 και το ποσοστό του ΑΕΠ που πηγαίνει στους μισθούς να πέφτει από το 50% το 1995 σε λιγότερο από 45% το 2010. Από τις 10 πρώτες χώρες σε οικονομική ανισότητα οι 6 είναι χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής.

Εισοδηματική ανισότητα στην Αφρική (Συντελεστής Τζίνι)
Πηγή: Artadi και Sala-i-Martin

Σ' αυτή την κατάσταση υπάρχουν αυξημένες για αναδιανομή καθώς και για οικονομική ανάπτυξη για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανισότητας και για πιο στοχευμένη κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία και για επιστροφή στο αναπτυξιακό κράτος της πρώιμης περιόδου της Ανεξαρτησίας.

Ο ρόλος της ανισότητας στην επιβράδυνση της μείωσης της φτώχειας στην Αφρική γίνεται τώρα ευρέως αποδεκτός. Ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνει ότι η επιδότηση του βασικού εισοδήματος (BIG) τουλάχιστον στις χώρες με πλούσιους φυσικούς πόρους, θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στη μείωση της φτώχειας. Αυτό συμβαίνει δεδομένου ότι σε όλη την Υποσαχάρια Αφρική ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ζει με λιγότερα από 1,25 δολάρια τη μέρα, ποσό που αυξήθηκε περίπου 10% την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. 

Το ζήτημα της παραγωγής τροφίμων είναι κρίσιμο για την περιοχή με το 60% της εργατικής δύναμης να απασχολείται ακόμα στις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Οι Αφρικανοί ενθαρρύνθηκαν στην καλλιέργεια εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων, ιδιαίτερα τα τελευταία 50 χρόνια. Επιπλέον, η χαλάρωση του ελέγχου των εισαγωγών σήμανε ότι ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των τροφίμων καλύπτεται από εισαγωγές συχνά σε τιμές φθηνότερες από των προϊόντων της εγχώριας παραγωγής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ντόπιοι αγρότες να μειώσουν την παραγωγή καλλιεργειών συντήρησης κι έτσι οι τιμές των τροφίμων, σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενες από τις εισαγωγές, έγιναν επιρρεπείς στις διακυμάνσεις του παγκόσμιου εμπορίου, του καιρού και της κλιματικής αλλαγής.

Οι φτωχοί αστικοί πληθυσμοί υποφέρουν ιδιαίτερα από την άνοδο των τιμών των τροφίμων που αναμένεται να συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα σαν αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη (που επιφέρει τη μείωση της σοδειάς στην Υποσαχάρια Αφρική).  την παραγωγή εμπορευματικών καλλιεργειών αντί καλλιεργειών συντήρησης και άλλων παραγόντων. Αυτή η κατάσταση δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο με τις υψηλές τιμές των τροφίμων και την ανάπτυξη των αγροκαυσίμων που οδηγεί σ' ένα νέο "κυνήγι" Αφρικανικών γαιών από τις πολυεθνικές αγροτικές επιχειρήσεις.

Η ανεργία επίσης παραμένει υψηλή με τις επίσημες εκτιμήσεις να κυμαίνονται περίπου στο 25% για τη Νιγηρία και τη Νότια Αφρική. Σε κάθε περίπτωση το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερο και ειδικά οι νέοι βρίσκουν πολύ δύσκολα δουλειά, κι αυτός είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας σε μία ήπειρο όπου ο μισός πληθυσμός είναι κάτω των 25. Σαν να μην έφτανε αυτό, εκεί που οι άνθρωποι βρίσκουν θέσεις εργασίας, αυτές είναι ως επί το πλείστον στον ανεπίσημο τομέα. Ακόμα και στη Νότια Αφρική όπου ο ανεπίσημος τομέας είναι πολύ μικρότερος, η εργολαβία και η μεσιτεία εργασίας έχει μειώσει τον αριθμό των μονίμων. Στη βιομηχανία εξόρυξης, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι ένας στους τρεις εργάτες έχει προσληφθεί από εργολάβο ή υπεργολάβο αντί απευθείας απ' τους ιδιοκτήτες του ορυχείου.

Στη Νότια Αφρική το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο τη μέρα έπεσε από το 11% στο 5% του πληθυσμού από το 1994 ως το 2010. Παρ' όλα αυτά, σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού αναγκάζεται να επιβιώνει με 2 δολάρια τη μέρα ή λιγότερα. Το 2012 ο υπουργός Πληροφοριών της Νιγηρίας υποστήριξε ότι η χώρα ήταν τρίτη σε ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο. Κι όμως, το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν στα όρια της φτώχειας  αυξήθηκαν από 54% το 2004 στο 72% το 2011 και περίπου τα 2/3 του πληθυσμού της Νιγηρίας ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάρια τη μέρα. Στο μεταξύ, το μισό σχεδόν του συνολικού εισοδήματος καταναλώνεται από το 10% του πληθυσμού.

Αυξανόμενη αστικοποίηση, οργάνωση στα συνδικάτα και μαζική διαμαρτυρία

Τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών δείχνουν ότι το 1950 περίπου το 15% του Αφρικανικού πληθυσμού ήταν κάτοικοι αστικών περιοχών.  Το ποσοστό αναμένεται να ανέλθει στο 50% μέχρι το 2030. Αυτή η αστικοποίηση συνδέεται με την τεράστια αύξηση σε μέγεθος της Αφρικανικής εργατικής τάξης. Στον Αφρικανικό Περιφερειακό Οργανισμό της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας (ITUC-AF) υπάγονται τώρα 94 οργανώσεις από 48 Αφρικανικές χώρες με συνολικά 16 εκατομμύρια μέλη. Η εργατική τάξη της Αφρικής παίζει τώρα έναν όλο και σημαντικότερο ρόλο σε όλη την ήπειρο με μεγάλα απεργιακά κύματα πρόσφατα στη Νότια Αφρική και σε διάφορες άλλες χώρες.

Το 2014 οι εργάτες στα ορυχεία πλατίνας στη Νότια Αφρική πραγματοποίησαν μια 5μηνη καθολική απεργία, κερδίζοντας σημαντικές αυξήσεις πάνω απ' τον πληθωρισμό για τα επόμενα 3 χρόνια. Κάποιοι απ' αυτούς τους μεταλλωρύχους είχαν πάρει μέρος και στην απεργία του Αυγούστου 2012, όπου 34 συνάδελφοί τους δολοφονήθηκαν στη σφαγή της Μαρικάνα. Τον Ιούλιο του 2014, η NUMSA, το μεγαλύτερο συνδικάτο της Νότιας Αφρικής, κέρδισε αυξήσεις 10% για τα χαμηλόμισθα και αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό για τα υπόλοιπα μέλη της για τα επόμενα 3 χρόνια μετά από απεργία διαρκείας 4 εβδομάδων.

Στη Νιγηρία, οι δικαστικοί υπάλληλοι απεργούσαν σε πολλές πολιτείες από τις αρχές της χρονιάς (2015) την ανεξαρτησία των εργαζόμενων στη δικαιοσύνη και την υγεία έληξε με σχετική επιτυχία στις αρχές Φλεβάρη. Τον περασμένο χρόνο, μια 10μηνη απεργία των καθηγητών στα τεχνολογικά ιδρύματα, εμπνευσμένη από μία εξίσου μεγάλης διάρκειας απεργία των καθηγητών πανεπιστημίου, έληξε τον Ιούλιο. Οι γιατροί του δημόσιου τομέα απέργησαν για 2 μήνες (υποχρεώθηκαν όμως σε συμβιβασμό λόγω της έλλειψης ενότητας με τους άλλους εργαζόμενους στην Υγεία). Οι δικαστικοί υπάλληλοι απεργήσαν και πέρσι για 3 βδομάδες, συμπίπτοντας με μια σειρά τοπικές απεργίες, όπως η πενθήμερη γενική απεργία στην Πολιτεία της Μπενουέ. Το 2013 είχαμε πάλι μεγάλες απεργίες από τους υγειονομικούς και τους πανεπιστημιακούς, κάποιες απ' τις οποίες κράτησαν μήνες. Στις αρχές του 2012 ξέσπασε μια γενική απεργία ενάντια στις επιδοτήσεις της αγοράς καυσίμων που έμοιαζε με εξέγερση. Αυτή κατάφερε τουλάχιστον να κρατήσει σε ένα επίπεδο τις επιδοτήσεις -που είναι απαραίτητες για τα έξοδα μετακίνησης πολλών εργαζόμενων σε όλη τη Νιγηρία.

Η μέση κατά κεφαλήν ανάπτυξη σε όλη την Υποσαχάρια Αφρική τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει αρχίσει να αντισταθμίζει τη σημαντική ύφεση των δύο προηγούμενων. Παρ' όλα αυτά, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις των ιδιωτικοποιήσεων και των απορρυθμίσεων σημαίνει ότι οι πλούσιοι εισπράττουν τώρα τα μεγαλύτερα οφέλη αυτής της ανάπτυξης. Κι αυτό σε μια κατάσταση όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 10% χαμηλότερο από το μέγιστο της δεκαετίας του 1970. Σημαντική αναδιανομή του πλούτου και των εισοδημάτων θα χρειαστεί, μαζί με τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη, αν πραγματικά θέλουμε ο αριθμός των Αφρικανών που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας να μειωθεί τις επόμενες δεκαετίες.

Η πολιτική κατάρρευση και οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Μάλι και το Νότιο Σουδάν και οι συνεχιζόμενες ένοπλες εξεγέρσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και τη Βόρεια Νιγηρία, για παράδειγμα, δείχνουν τη βαρβαρότητα που μπορεί να επικρατήσει εκεί που οι σοσιαλιστές και η οργανωμένη εργατική τάξη δεν καταφέρνουν να δώσουν αποτελεσματική ηγεσία. Τέτοιο κίνδυνοι είναι πιθανό να εκδηλωθούν και με αφορμή τις προεδρικές εκλογές φέτος (το 2015) στη Νιγηρία. Η μετεκλογική βία μεταξύ των αντίπαλων εθνοτικών πολιτικών κομμάτων δεν μπορεί να αποκλειστεί ως αποτέλεσμα αυτών των εκλογών. Όποιος από τους βασικούς υποψήφιους κι αν επικρατήσει, η εφαρμογή μέτρων λιτότητας, σαν κομμάτι των τρεχουσών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αναμένεται να συνεχιστεί και, εκτός αν τα συνδικάτα μπορούν να ηγηθούν μιας πραγματικής αντεπίθεσης, και θα κάνει τις ζωές εκατομμυρίων εργατών και φτωχών ακόμα χειρότερες.

Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της εργάζονται τώρα σε πολλά σημεία της περιοχής για να ανακτήσουν τη δύναμή τους κι έτσι να μειώσουν τα αυξημένα επίπεδα ανισότητας και φτώχειας που βασανίζουν τους λαούς από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Ένα μεγάλο κύμα απεργιών και άλλων διαδηλώσεων βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στη Νότια Αφρική, τη Νιγηρία, την Κένυα και σε άλλες χώρες της Αφρικής. Αυτές παρέχουν εξαιρετικές συνθήκες για την οικοδόμηση σοσιαλιστικών οργανώσεων και ανεξάρτητων δυνάμεων της εργατικής τάξης που με τη σειρά τους θα είναι ικανές να ηγηθούν των ακόμα μεγαλύτερων αγώνων που θα χρειαστούν για μια ριζική αλλαγή.

Σχόλια