Τι κρύβεται πίσω από τους φόβους για τον πληθωρισμό;



Άλεξ Καλλίνικος 

Ένα ζήτημα κυριαρχεί στη συζήτηση για τις μεγάλες οικονομίες -ο πληθωρισμός. Αυτό έχει να κάνει τόσο με την πραγματικότητα όσο και με το φόβο.

Η πραγματικότητα -ο ρυθμός αύξησης των τιμών ανεβαίνει. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε στις ΗΠΑ τον Απρίλιο 4,2%.

Στη Βρετανία, υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας το 1,5%. σύμφωνα με τον αγαπημένο τρόπο μέτρησης της δεξιάς κυβέρνησης.

Ο φόβος -σύμφωνα με την ορθόδοξη οικονομική θεωρία, προβλέπεται επιτάχυνση του πληθωρισμού. Ο Μίλτον Φρίντμαν, ο πνευματικός πατέρας του νεοφιλελευθερισμού, έκανε όνομα την εποχή της μεγάλης ύφεσης των δεκαετιών του 1960 και του 1970.

Εξηγώντας την με την ποσοτική θεωρία του χρήματος. Σύμφωνα με τον Φρίντμαν, ο δείκτης του πληθωρισμού εξαρτάται από το ποσό των χρημάτων που ρίχνονται στην οικονομία. Όσο περισσότερα χρήματα ρίχνονται στην οικονομία, τόσο περισσότερο ανεβαίνει ο πληθωρισμός.

Αυτή η θεωρία εξόπλισε τον Φρίντμαν μ' ένα εργαλείο για να επιτεθεί στις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζονταν μετά το 1945 στα πιο προηγμένα καπιταλιστικά κράτη. Οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να πετύχουν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης και χαμηλή ανεργία προσαρμόζοντας τα επίπεδα φορολογίας και δαπανών.

Αυτές οι πολιτικές ήταν άκαρπες, υποστήριζε ο Φρίντμαν. Έλεγε ότι το ποσοστό ανεργίας εξαρτάται από το μισθό που πληρώνονται οι εργάτες και την παραγωγικότητα που επιτυγχάνουν.

Ρίχνοντας πιο πολλά λεφτά στην οικονομία το μόνο που πετυχαίνεις είναι να ανεβάζεις τον πληθωρισμό. Αυτά τα επιχειρήματα έρχονταν να δικαιολογήσουν τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και τις επιθέσεις στην οργανωμένη εργατική τάξη.

Η επακόλουθη αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης στο Βορρά, και η εισροή αγαθών παραγόμενων από χαμηλόμισθους εργάτες στις νέες βιομηχανικές οικονομίες έριξαν τον πληθωρισμό.

Αλλά ο φόβος για την επιστροφή του πληθωρισμού συνεχίζει να στοιχειώνει τις πιο προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.

Οι κεντρικές τράπεζες κράτησαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον αφρό, κόβοντας χρήμα και διοχετεύοντάς το στις τράπεζες, εφαρμόζοντας μια νομισματική πολιτική που ονομάζεται ποσοτική χαλάρωση. Οι οικονομολόγοι της ακραία νεοφιλελεύθερης σχολής της Αυστρίας είχαν προβλέψει από νωρίς εκτόξευση του πληθωρισμού, αλλά μέχρι στιγμής διαψεύστηκαν. Ο λόγος είναι ότι η ποσοτική θεωρία του χρήματος είναι λάθος. Επικεντρώνεται στην προσφορά χρήματος, αλλά, όπως υποστήριζαν τόσο ο Καρλ Μαρξ όσο και ο Μέιναρντ Κέινς, αυτό που έχει σημασία είναι η ζήτηση του χρήματος.

Οικονομικό κίνητρο

Μπορείς να βάζεις χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς -όπως κάνει η Αμερικάνικη κυβέρνηση με την έκδοση επιταγών οικονομικού κινήτρου για τους πολίτες. Όμως εκείνοι μπορούν να τα κρατήσουν αντί να τα ξοδέψουν.

Έτσι η ποσοτική χαλάρωση δεν οδήγησε σε άνοδο των επενδύσεων. Και ο κύριος λόγος είναι το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό κέρδους. Τα στελέχη των επιχειρήσεων προτιμούν να "επενδύσουν" στην επαναγορά μετοχών των εταιρειών τους, κι έτσι έγιναν πιο πλούσιοι.

Η οικονομική στασιμότητα που επήλθε υποχρέωσε τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε πιο ριζοσπαστικές πολιτικές, με πιο πρόσφατη αυτή που αποκαλείται "νομισματική χρηματοδότηση".

Οι κυβερνήσεις αύξησαν σημαντικά τις δαπάνες τους για να συνεχίσουν να επιβιώνουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Και κάλυψαν αυτές τις δαπάνες με δανεισμό, εκδίδοντας περισσότερα κρατικά ομόλογα. Όμως αυτά τα ομόλογα έχουν αγοραστεί κυρίως από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες ουσιαστικά δημιουργούν επιπλέον χρήματα για να ξοδεύουν οι κυβερνήσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια αύξηση της προσφοράς χρήματος.

Σχολιαστές όπως ο Μάρτιν Γουλφ των Financial Times, ο οποίος για καιρό αμφιταλαντεύονταν μεταξύ Κέινς και Φρίντμαν, κρούουν τώρα τον κώδωνα του κινδύνου για τον πληθωρισμό.

Έχουν δίκιο; Τα στοιχεία είναι συγκεχυμένα. Μόνο κάποιες τιμές έχουν αυξηθεί σημαντικά κι αυτές οι αυξήσεις μπορεί να αντικατοπτρίζουν τις βραχυπρόθεσμες ελλείψεις τις οφειλόμενες στα λοκντάουν.

Αυτό που φοβούνται πραγματικά οι συστημικοί οικονομολόγοι είναι αυτό που λένε "σπείρα μισθών-τιμών". Μ' άλλα λόγια, οι εργάτες να αντιδρούν στις αυξήσεις τιμών απαιτώντας αυξήσεις στους μισθούς και τα αφεντικά να προστατεύουν τα κέρδη τους αυξάνοντας περαιτέρω τις τιμές.

Αυτά εκτυλίχθηκαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Δεν υπάρχουν ακόμα εμφανή σημάδια για κάτι τέτοιο στο σήμερα, όμως υπάρχουν αρκετά παράπονα από τους εργοδότες ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανεύρεση εργαζόμενων, παρά τα εκατομμύρια των απολυμένων και των διαθέσιμων.

Περιέργως, ο Μπάιντεν δεν ανησυχεί, καθώς δήλωσε τις προάλλες ότι "Τα κέρδη των επιχειρήσεων βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών, και οι μισθοί των εργαζόμενων είναι οι χαμηλότεροι των τελευταίων 70 χρόνων.

"Έχουμε άφθονα περιθώρια για αυξήσεις στους μισθούς των εργαζόμενων χωρίς αυξήσεις στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων".

Αυτή η δήλωση αντικατοπτρίζει την ατζέντα του Μπάιντεν να επαναφέρει την πολιτική σταθερότητα στις ΗΠΑ, μειώνοντας την ανισότητα. Με την οποία ασφαλώς δε νομίζω ότι υπάρχουν και πολλά αφεντικά που να συμφωνούν.

Socialist Worker

Σχόλια