Η παύση του Ένγκελς και η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία

Στις 15 Μαρτίου 1845, ο Φρίντριχ Ένγκελς δημοσίευσε την αριστουργηματική του κοινωνική ανάλυση Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία. Φέτος κλείνουν 200 χρόνια από τη γέννηση του Ένγκελς. Ακολουθεί σύντομο (πρόχειρο) απόσπασμα από το καινούριο βιβλίο μου για τη συμβολή του Ένγκελς στη μαρξική πολιτική οικονομία.

Ο Ένγκελς ήταν μόλις 24 ετών όταν έγραψε την Κατάσταση. Είχε ήδη αναπτύξει αριστερές ιδέες όταν στάλθηκε στην Αγγλία στα τέλη του 1842 για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση Έρμεν και Ένγκελς, ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στο Μάντσεστερ. Έφτασε στην Αγγλία μόλις δυο βδομάδες μετά τη γενική απεργία των Χαρτιστών το 1842 που, παρά την τελική της αποτυχία, είχε δείξει τη δυναμική της εργατικής τάξης. Το επίκεντρο της απεργίας ήταν το Μάντσεστερ και οι γύρω περιοχές του Λάνκασαϊρ και του Τσέσαϊρ, περιοχές όπου ανθούσε η παραγωγή υφασμάτων. Η Αγγλία ήταν τότε μακράν η αναπτυγμένη βιομηχανική οικονομία του κόσμου, το σημείο απ' όπου ξεκίνησε η Βιομηχανική Επανάσταση. Ήταν ήδη πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή βάμβακος, άνθρακα και σιδήρου. Η εργατική τάξη της ήταν επίσης η πιο προχωρημένη του κόσμου, οργανωμένη κιόλας στο κίνημα των Χαρτιστών.

Ο Ένγκελς είχε τρομάξει από τη φτώχεια και τη μιζέρια που είδε στο Μάντσεστερ. Η πόλη είχε αναπτυχθεί γύρω από τη βαμβακοβιομηχανία και ήταν μια μάζα από θεοβρώμικες παραγκουπόλεις. Η παιδική θνησιμότητα, οι επιδημίες και ο υπερπληθυσμός ήταν όλα αναπόσπαστο κομμάτι της σκληρής πραγματικότητας. Σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης ήταν Ιρλανδοί μετανάστες, που οδηγήθηκαν εκεί από τις ακόμα χειρότερες συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα τους. Η φτώχεια προϋπήρχε στις παλιές πόλεις και στις αγροτικές περιοχές -όπως και στη Γερμανία- αλλά η ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων επιδείνωσε και έκανε πιο φανερές αυτές τις συνθήκες. Η εργατική τάξη σύντομα άρχισε να μαζικοποιείται, καθώς οι καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής κατέστρεψαν τις παλιές "μεσαίες" τάξεις των μαστόρων, μετατρέποντας τους ίδιους ή τα παιδιά τους σε εργάτες. Οι ανάγκες της κατασκευαστικής βιομηχανίας οδήγησαν στο χτίσιμο εργοστασίων και παραγωγικών μονάδων και σε μία ραγδαία αστικοποίηση. Οι βιομηχανικές πόλεις τότε εξελίχθηκαν στις μεγαλουπόλεις που ο Ένγκελς παρατήρησε όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αγγλία.

Τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα όταν δεν δούλευε στην επιχείρηση του πατέρα του, ο Ένγκελς πήγαινε με την αγαπημένη του και βιομηχανική εργάτρια, Μέρι Μπερνς, σε διάφορες γειτονιές της εργατικής τάξης. Στο βιβλίο, περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια τους όρους ζωής σ' αυτές τις πόλεις, χρησιμοποιώντας διάφορα δημοσιεύματα της εποχής, επίσημες μελέτες, ακόμα και σχεδιαγράμματα των σπιτιών που στριμώχνονταν στις φτωχογειτονιές του πρώιμου Μάντσεστερ. Ο Ένγκελς συνόψισε την κατάσταση των φτωχότερων στρωμάτων. "Η Αγγλία και η Ουαλία του 1842, μετρούσαν 1.430.000 φτωχούς, από τους οποίους οι 222.000 ζούσαν φυλακισμένοι στους χώρους δουλειάς -Βαστίλες του Αγγλικού Νόμου για τους φτωχούς τις αποκαλούσαν.- Χάρη στην ανθρωπιά των Ουίγων! Η Σκωτία δεν έχει νόμο για τους φτωχούς, αλλά έχει φτωχούς το σωρό. Η Ιρλανδία, παρεμπιπτόντως, έχει να καυχιέται για τον τεράστιο αριθμό των 2.300.000 φτωχών της."

Αλλά το βιβλίο του Ένγκελς είναι κάτι πολύ παραπάνω από μία ανταπόκριση των τρομακτικών συνθηκών στις οποίες ζούσαν οι εργάτες. Παράλληλα, είναι μια οικονομική ανάλυση του καπιταλισμού την οποία ο Μαρξ και ο Ένγκελς αργότερα ανέπτυξαν, αλλά που ακόμα και σ' αυτό το στάδιο ήταν κεντρικής σημασίας. Ο Ένγκελς ξεκινάει εξετάζοντας το πώς η βιομηχανική επανάσταση μεταμόρφωσε τις παλιές μεθόδους εργασίας σε τέτοιο βαθμό που δημιούργησε μια ολόκληρη τάξη μισθωτών εργατών, το προλεταριάτο. Η εισαγωγή των μηχανημάτων στην παραγωγή υφασμάτων, άνθρακα και σιδήρου, κατέστησε τη Βρετανική οικονομία στην πιο δυναμική του κόσμου, δημιουργώντας έναν όγκο δικτύων επικοινωνίας -σιδερένιες γέφυρες, σιδηροδρομικούς σταθμούς, κανάλια- που, με τη σειρά τους, οδήγησαν σε μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη.

Ο Ένγκελς περιγράφει την ιδιαίτερη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους καπιταλιστές, τους οδηγεί στο να πληρώνουν τους εργάτες τους όσο το δυνατόν λιγότερο, και ταυτόχρονα στο να τους ξεζουμίζουν όσο μπορούν περισσότερο: "Αν ένας βιομήχανος μπορεί να αναγκάσει εννιά χέρια να δουλεύουν μια ώρα παραπάνω την ημέρα για τον ίδιο μισθό, απειλώντας τους με απόλυση όταν η ζήτηση για χέρια δεν είναι πολύ μεγάλη, τότε απολύει τον δέκατο και εξοικονομεί έναν ολόκληρο μισθό. Αυτό οδηγεί, με τη σειρά του, στον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζόμενων για τις θέσεις εργασίας και στη δημιουργία μιας δεξαμενής ανέργων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργατική δύναμη όταν ανθούν οι επιχειρήσεις κι ύστερα να απολυθούν ξανά όταν η 'δουλειά χαλαρώσει'."

Ο Ένγκελς ανέπτυξε μια θεωρία των μισθών. Ο ενδοταξικός ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών ήταν "το πιο αιχμηρό εργαλείο εναντίον του προλεταριάτου στα χέρια της μπουρζουαζίας", πράγμα που εξηγεί "την προσπάθεια των εργατών να εκμηδενίσουν αυτό τον ανταγωνισμό μέσα από τις ενώσεις τους". Χωρίς την πίεση των συνδικάτων προς την αντίθετη κατεύθυνση, το πλεονέκτημα το έχει η τάξη των εργοδοτών, που "έχει κατακτήσει το μονοπώλιο όλων των μέσων επιβίωσης" και "που προστατεύει το μονοπώλιό της αυτό με την εξουσία του κράτους". Το ότι η δημιουργία των συνδικάτων βοηθάει στη διατήρηση του επιπέδου του πραγματικού μισθού και του μεριδίου της εργασίας στην παραγωγή έχει έκτοτε επιβεβαιωθεί από πολλές μελέτες.

Και, πριν από το Μαρξ, ο Ένγκελς άρχισε να εξηγεί πώς οι εργάτες γινόταν αντικείμενα εκμετάλλευσης παρά το "δίκαιο μισθό για δίκαιη εργάσιμη ημέρα" που έπαιρναν. Έγραφε: "Η αστική τάξη προσφέρει [στον προλετάριο] τα μέσα διαβίωσης, αλλά μόνο σαν ένα 'ισοδύναμο' για την εργασία του" και "τον αφήνει ακόμα με την εντύπωση ότι δρα από ελεύθερη επιλογή, ότι συνάπτει ένα συμβόλαιο με την ελεύθερη, αβίαστη συναίνεσή του, ως υπεύθυνος παράγοντας που έχει πετύχει την κυριότητα του εαυτού του", παρότι είναι "με βάση το νόμο και την ίδια την πραγματικότητα, δούλος της αστικής τάξης". Έτσι, "ο σημερινός εργάτης μοιάζει να είναι ελεύθερος γιατί δεν πουλιέται μια και καλή, αλλά κομμάτι κομμάτι με τη μέρα, τη βδομάδα, το χρόνο, και γιατί κανένας ιδιοκτήτης δεν τον πουλάει σε άλλον, αλλά αναγκάζεται ο ίδιος να πουλιέται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι δούλος κανενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά ολόκληρης της ιδιοκτήτριας τάξης". Αργότερα ο Μαρξ θα ανέπτυσσε πλήρως αυτή την ιδέα μέσα από την κατηγορία της 'εργατικής δύναμης' ως ενός αντικειμένου που αγοράζεται από την εργοδοσία.

Άλλη μια λαμπρή ιδέα του Ένγκελς θα γινόταν ο προάγγελος της του γενικού νόμου της συσσώρευσης και της διπλής της φύσης που διατυπώθηκε από το Μαρξ. Από τη μία, η παραγωγή νέων μηχανών και τεχνολογίας οδηγεί στην απώλεια θέσεων εργασίας για τους εργάτες που χρησιμοποιούν ξεπερασμένη τεχνολογία. Από την άλλη, οι νέες βιομηχανίες και τεχνικές δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Κι αυτή είναι μια συζήτηση που είναι και πάλι επίκαιρη με την έλευση των ρομπότ και της τεχνητής νοημοσύνης.

Ο Ένγκελς περιγράφει την περιστροφή και συνύφανση κάτω από τις συνθήκες "συνεχούς αύξησης της ζήτησης στην εγχώρια αγορά που συμβαδίζει με τη χαμηλή αύξηση του πληθυσμού". Η "νίκη της εργασίας των μηχανών πάνω στη χειρωνακτική εργασία" -που αντανακλά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των νέων τεχνολογιών- συνεπάγονταν "μια ραγδαία πτώση των τιμών των βιομηχανικών εμπορευμάτων, την ευημερία του εμπορίου και της βιομηχανικής παραγωγής, την κατάκτηση σχεδόν όλων των απροστάτευτων ξένων αγορών, τον ξαφνικό πολλαπλασιασμό του κεφαλαίου και του εθνικού πλούτου", και επίσης, "έναν ακόμη πιο ραγδαίο πολλαπλασιασμό του προλεταριάτου" και "την καταστροφή κάθε είδους ιδιοκτησίας και κάθε είδους εργασιακής ασφάλειας για την εργατική τάξη". Άρα η βιομηχανοποίηση και η εισαγωγή μηχανών καταστρέφουν τις μικρές επιχειρήσεις και την αυτοαπασχόληση και οδηγούν τους ανθρώπους σε μεγάλους χώρους δουλειάς όπου ανοίγουν δουλειές καθώς οι εταιρείες που διαθέτουν καλύτερη τεχνολογία και μικρότερο κόστος παραγωγής μπορούν να κερδίζουν μερίδια τόσο στην εγχώρια όσο και στην ξένη αγορά.


Αν η τεχνολογία αντικαταστήσει το εργατικό δυναμικό στους υπάρχοντες τομείς, τότε οι μισθοί και το μερίδιο του συσσωρευμένου εθνικού εισοδήματος πέφτουν. Αν αντίθετα, η τεχνολογική αλλαγή αυξήσει το εργατικό δυναμικό, αυτό θα κάνει τους εργάτες πιο παραγωγικούς στους υπάρχοντες τομείς ή θα δημιουργήσει δραστηριότητες μιας νέας έντασης εργασίας, αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση για εργατικό δυναμικό.

Η απόκλιση μεταξύ απόδοσης και μισθών, με άλλα λόγια, συνάδει με το ότι αυτή ήταν μια περίοδος όπου η τεχνολογία αντικαθιστούσε ως επί το πλείστον το εργατικό δυναμικό. Οι εργάτες τεχνίτες του συστήματος οικιακής παραγωγής αντικαταστάθηκαν από μηχανές που συχνά χειρίζονταν μικρά παιδιά, που είχαν ελάχιστες δυνατότητες παζαρέματος της εργατικής τους δύναμης και πολλές φορές δούλευαν χωρίς να πληρώνονται.

Το αυξανόμενο μερίδιο εισοδήματος του κεφαλαίου σήμαινε ότι τα κέρδη από την τεχνολογική πρόοδο μοιράζονταν πολύ ανισότιμα: τα κέρδη των εταιρειών πήγαιναν στις τσέπες των βιομηχάνων που τα επανεπενδύανε σε εργοστάσια και μηχανές.

 

Παρ' όλα αυτά, ο Ένγκελς αναφέρεται επίσης και στην άλλη μεριά του νομίσματος. Υπάρχουν "άλλες περιστάσεις" που παίζουν ρόλο, συμπεριλαμβανομένης της επαναπασχόλησης που δημιουργείται από το μειωμένο κόστος σαν αποτέλεσμα της νέας τεχνολογίας: 

Η εισαγωγή των βιομηχανικών δυνάμεων που έχουμε ήδη αναφέρει τη συμβολή τους στην αύξηση της παραγωγής οδηγεί, με την πάροδο του χρόνου, σε μία μείωση των τιμών των παραγόμενων προϊόντων και στη συνεπακόλουθη αύξηση της κατανάλωσης, έτσι ώστε ένα μεγάλο κομμάτι των εκτοπισμένων εργατών τελικά, μετά από πολλά βάσανα, ξαναβρίσκει δουλειά σε νέους κλάδους απασχόλησης.
 
Ο Ένγκελς απέρριπτε μετά βδελυγμίας τη Μαλθουσιανή ερμηνεία. Η πληθυσμιακή αύξηση είναι η απάντηση στις ευκαιρίες απασχόλησης, όχι το ανάποδο: Όμως, αυτό το επιχείρημα δεν είναι απολογητικό για τον καπιταλισμό, γιατί οι νέες δουλειές δεν κρατάνε πολύ:

και πριν ο εργαζόμενος καταφέρει αισθανθεί άνετα στο νέο του κλάδο απασχόλησης, αν τελικά το καταφέρει, τελικά, χάνει κι αυτή τη δουλειά και μαζί της χάνει και το τελευταίο απομεινάρι ασφάλειας που του απέμενε για να κερδίζει το ψωμί του.
Και προσεκτικά σημειώνει τις απόψεις των ίδιων των εργατών:

Οι μισθοί γενικά έχουν μειωθεί με τη βελτίωση των μηχανών είναι η ομόφωνη ετυμηγορία των εργαζόμενων. Ο ισχυρισμός των αστών ότι η κατάσταση της εργατικής τάξης βελτιώθηκε διαψεύδεται οικτρά σε κάθε συνάντηση εργατών στις βιομηχανικές περιοχές.
Είχαν ο Ένγκελς (και οι εργάτες με τους οποίους μιλούσε) δίκιο να λένε ότι οι πραγματικοί μισθοί δεν αυξήθηκαν στην Αγγλία της δεκαετίας του 1840; Οι οικονομικοί ιστορικοί, από τότε μέχρι σήμερα, όλοι ανεξαιρέτως, το επιβεβαιώνουν. Η 'παύση του Ένγκελς' έχει επιβεβαιωθεί. Ενώ το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξάνονταν, οι πραγματικοί μισθοί της Βρετανικής εργατικής τάξης παρέμεναν σχετικά σταθεροί.

Οι δύο σχετικές μελέτες για τους πραγματικούς μισθούς δείχνουν ότι έμειναν λίγο πολύ στάσιμοι από το 1805 ως το 1820 μια περίοδο οικονομικής ύφεσης για την Αγγλία. Υπήρξε μια ανάκαμψη κατά τη δεκαετία του 1830. Αλλά η 'πεινασμένη δεκαετία του '40' όπως έμεινε στην ιστορία σήμανε μια σημαντική μείωση στους πραγματικούς μισθούς, ειδικά λόγω της αύξησης στις τιμές των τροφίμων που δεν αποκαταστάθηκαν παρά μόνο μετά την κατάργηση των 'νόμων του καλαμποκιού' το 1846. Και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1840 υπήρξαν δύο υφέσεις, το 1841 και το 1847. Μέχρι το 1847 οι πραγματικοί μισθοί ήταν στάσιμοι τουλάχιστον για πάνω από 10 χρόνια.


Το συμπέρασμα του Ένγκελς ήταν ότι η βασική αιτία για τους χαμηλούς μισθούς ήταν η εξουσία των εργοδοτών πάνω στους μη συνδικαλισμένους εργάτες, η απειλή των μηχανών και ο βιομηχανικός κύκλος στον καπιταλισμό. Κι αυτό το συμπέρασμα εξακολουθεί να έχει ισχύ 175 χρόνια αργότερα.


Σχόλια