Η πραγματική μου ζωή

Ο τελευταίος μονόλογος της Ροζάουρα, κεντρικής ηρωίδας -σε τρεις καταστάσεις- του θεατρικού έργου Καλντερόν (1973) του Πιέρ Πάολο Παζολίνι.  
Η πραγματική μου ζωή δεν εκτυλίσσεται ούτε σε παλάτι, ούτε σε πύργο, ούτε σε μικροαστικό σπίτι. Η αληθινή μου ζωή εκτυλίσσεται πραγματικά σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε μια παγερή σκοτεινιά. Στο θάλαμο που είμαι κλεισμένη, μπαίνει λίγος ήλιος, καθώς αντανακλάται πάνω στο χιόνι. Έξω γαυγίζουν τα σκυλιά. Οι SS ακούνε γραμμόφωνα. Πάνω στους πύργους που σχηματίζουν τα σιδερένια κρεβάτια, στη γραμμή, βρίσκονται ξαπλωμένοι οι καταδικασμένοι. Είναι άσπροι σαν κιμωλία, πάνω στις γκρίζες, από την παγωμένη σκόνη, κουβέρτες. Έχουν τα μπράτσα τους, τα ξυλιασμένα μπρατσάκια τους, έξω από τα σκεπάσματα, αφημένα. Δεν μπορούν να σηκώσουν τα ογκώδη, αποστεωμένα κεφάλια τους και κοιτάζουν σαν σκύλοι που δεν ξέρουν γιατί δεν μπορούν να κινηθούν. Κοιτάζουν όλοι προς ένα σημείο, από όπου ίσως μπορεί να εμφανιστεί κάποιος που θα μπορεί να τους κοιτάζει δυνατός και ελεύθερος. Στο προτεταμένο τόξο που σχηματίζουν τα δόντια τους, πλανιέται κάτι το απροσδιόριστο: ένα χαμόγελο. Βρίσκομαι κι εγώ εκεί. Ένας λευκός σκελετός στη φωλιά μου, χωρίς σχεδόν πια μαλλιά, έχω τα πόδια μου ξεσκέπαστα, λεπτά σαν πόδια εμβρύου, που μόνο στα γόνατα είναι διογκωμένα. Έχω ακουμπισμένο το άσαρκο μάγουλό μου πάνω στο μαξιλάρι, όπου τόσοι άλλοι ξάπλωσαν και είναι νεκροί πια. Κρατάω σφιχτά σαν θησαυρό τα λίγα αντικείμενα που μου ανήκουν, κάτι κουρέλια, μια φωτογραφία... Χαμογελάω κι εγώ με τα λευκά οστά του κρανίου μου. Δεν είμαστε πια άνθρωποι. Δεν έχουμε ούτε το απρόβλεπτο της ζωής των ζώων. Είμαστε πράγματα που μόνον οι άλλοι μεταχειρίζονται. Θα πρέπει να προκαλούμε αποστροφή, για μπορούν αυτοί που το θέλουν, να μας χρησιμοποιούν καλύτερα. Γιατί μια ελευθερία μάς απομένει. Η ελευθερία του καταδότη. Πράγματι, ο καθένας μας κλώθει, με την ελεφριά μπόχα της αρρώστιας στα σπλάχνα, την επιθυμία να καταδώσει επιτέλους με μια κίνηση του ματιού στους αφέντες του που έρχονται για να τον καταδικάσουν. Θέλουμε να είμαστε οι πρώτοι που θα βοηθήσουν τους δολοφόνους μας. Δολοφόνους που έχουν ανακαλύψει πολύπλοκους μηχανισμούς, για να μας εξοντώνουν μαζικά. Πρέπει λοιπόν να είμαστε γρήγοροι κι επιδέξιοι καθώς προχωρούμε στη σειρά, γυμνοί, ανάμεσα στα σύρματα, προς το θάλαμο όπου έχουν εγκαταστήσει τα κρεματόρια. Πρέπει να μπαίνουμε στη γραμμή, αποφεύγοντας τα στριμώγματα. Πρέπει να είμαστε ευκίνητοι και ακριβείς, όσο βέβαια τα βασανισμένα κορμάκια μας το επιτρέπουν. Είναι η ώρα που περιμένουμε. Ο ήλιος όπως οποιαδήποτε μέρα ζεσταίνει για λίγο το θάλαμό μας. Ένα ολόκληρο απόγευμα και μια νύχτα ολάκερη να ζήσουμε! Είναι πολύ κι ετοιμαζόμαστε να τα χαρούμε χωρίς να μιλάμε μεταξύ μας, γιατί ο πραγματικός συνομιλητής μας είναι ο αφέντης που αποφάσισε το θάνατό μας, ενώ ο κάθε ένας από μας είναι σίγουρος ότι θα είναι ο τελευταίος που θα πεθάνει. Σε λίγο, από ένα μακρινό χωριό, χτυπούν καμπάνες. Ύστερα ξαναπέφτει σιωπή. Από τον ήλιο μένει ένα τελευταίο χαμένο ίχνος πάνω στους σκουριασμένους τοίχους. Παράξενο, αλλά η σιωπή παρατείνεται όταν -αυτή την ώρα, συνήθως- οι στρατιώτες αρχίζουν, αθώοι, τα τραγούδια τους. Η σιωπή συνεχίζει να παρατείνεται για μισή ώρα, μια ώρα. Ύστερα, ενώ ακόμα δεν έχει διαλυθεί εντελώς το τελευταίο ίχνος φωτός, να που αρχίζει να ακούγεται ένα τραγούδι. Είναι όμως ένα τραγούδι διαφορετικό. Δεν είναι εκείνο των δολοφόνων, των αγγέλων των αφεντικών... Είναι το τραγούδι που ακούγαμε παιδιά, όταν η Ισπανία ήταν ελεύθερη και στα δημόσια κτίρια κυμάτιζαν κόκκινες σημαίες. Το τραγούδι αυτό πλησιάζει. Γίνεται όλο και πιο καθαρό. Ένα απέραντο πλήθος το τραγουδάει. Μοιάζει παλίρροια που φουσκώνει και πλημμυρίζει σιγά-σιγά το στρατόπεδο. Ορίστε, αντιβουίζει κάτω από τους τοίχους του θαλάμου μας. Ορίστε, ανοίγουν διάπλατα οι πόρτες και, τραγουδώντας, μπαίνουν οι εργάτες. Κρατούν σφιχτά στις γροθιές τους κόκκινες σημαίες με σφυροδρέπανα. Έχουν παραμάσχαλα πολυβόλα. Κόκκινα μαντίλια δεμένα, μέσα από το λερωμένο γιακά της φόρμας, στο λαιμό τους. Μας φέρνουν ρούχα, παλτά, φαγητά. Ορίστε, έρχονται κοντά μας, μας αγκαλιάζουν, φιλούν τα άσαρκα πρόσωπά μας, τις σάπιες σάρκες μας. Μας σηκώνουν, μας στηρίζουν σαν αδέρφια, μας δίνουν τα ρούχα, μας βοηθούν να ντυθούμε. Μας προσφέρουν φαγητό. Χύνουν στα τσίγγινα κύπελλά μας κρασί. Πίνουν μαζί μας, τσουγκρίζοντας. Κι όταν μας πιάνουν τα κλάματα, κλαίνε κι αυτοί από χαρά, αγκαλιάζοντάς μας πάλι. "Είστε ελεύθεροι!" -μας επαναλαμβάνουν, σαν να μην είμαστε πια σε θέση να καταλάβουμε αυτά τα λόγια- "Είστε ελεύθεροι!".
 

Σχόλια