Ο κόκκινος Δεκέμβρης

"Μια Αριστερά που θα είχε ξεκάθαρη αντιμετώπιση για τον «συμμαχικό» ιμπεριαλισμό, όχι μόνο δεν θα υποδεχόταν σαν «ελευθερωτές» τον βρετανικό στρατό, αλλά θα είχε αποφύγει όλες τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που έστρωσαν το δρόμο στον Σκόμπι". 
Γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης


Στα τέλη Δεκέμβρη του 1944 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, πρωθυπουργός της Βρετανίας, έλεγε σε μια συνεδρίαση του Πολεμικού Συμβουλίου: «αν οι υποθέσεις στην Ελλάδα εξελιχθούν όπως ελπίζουμε, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι να σταματήσει ένα τεράστιο κύμα αναρχίας στην Ευρώπη και να αποθαρρύνει παρόμοια ξεσπάσματα σε άλλες χώρες». 

Οι «υποθέσεις» που εξελίσσονταν ήταν η Μάχη της Αθήνας, που μετρούσε, την στιγμή που ο Τσόρτσιλ έκανε αυτή τη δήλωση, 25 μέρες. Ο ίδιος είχε καταφτάσει στην πόλη τα Χριστούγεννα σε μια επίσκεψη-αστραπή κατά την οποία έδωσε τελεσίγραφο στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ να αποδεχτεί τους όρους του στρατηγού Σκόμπι. Την προηγούμενη βδομάδα, ο βρετανικός στρατός είχε αρχίσει τη μεγάλη του επίθεση για να συντρίψει τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. 

Στα τέλη του 1944 τα κινήματα της Αντίστασης πανηγύριζαν την Απελευθέρωση που είχαν πληρώσει με ποτάμια αίματος. Οι ελπίδες για μια άλλη κοινωνία που θα έφερναν αυτές οι θυσίες ήταν στα ουράνια. Όμως, οι ιμπεριαλιστές και οι άρχουσες τάξεις δεν σκόπευαν να χαρίσουν την απελευθέρωση στους «από κάτω». 

Ματωμένη Κυριακή

Η σπίθα που έφερε τον Κόκκινο Δεκέμβρη ήταν η σφαγή των διαδηλωτών στο Σύνταγμα το πρωί της 3 Δεκέμβρη. Την προηγούμενη μέρα, οι υπουργοί της Αριστεράς (του ΕΑΜ και του ΚΚΕ) είχαν παραιτηθεί από την κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου όταν οι διαπραγματεύσεις για τη σύνθεση του νέου στρατού είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Οι Βρετανοί ήθελαν ένα στρατό πλήρως ελεγχόμενο από τη μοναρχική δεξιά. 

Όταν οι φάλαγγες των διαδηλωτών από τις συνοικίες έμπαιναν στην πλατεία Συντάγματος τα αστυνομικά αποσπάσματα που είχαν ακροβολιστεί στο Αρχηγείο της Αστυνομίας (στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Β. Σοφίας) άνοιξαν πυρ. 

Την εντολή έδωσε ο Άγγελος Έβερτ, διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων και πατέρας του μετέπειτα πρόεδρου της ΝΔ Μιλτιάδη Έβερτ. Ήταν σφαγή αόπλων. 23 νεκροί και 140 τραυματίες είναι η επικρατέστερη εκτίμηση σήμερα. 

Την επόμενη μέρα ξεκίνησε Γενική Απεργία. Η πόλη παρέλυσε, το ηλεκτρικό, οι συγκοινωνίες, τα πάντα νέκρωσαν. Ακόμα και οι εργαζόμενοι στο ξενοδοχείο Μ. Βρετάνια (εκεί που ήταν εγκατεστημένες οι συμμαχικές στρατιωτικές αποστολές) το εγκατέλειψαν γιατί όπως έγραφε αργότερα ένας Βρετανός αξιωματικός: «Η ευγνωμοσύνη στους απελευθερωτές ερχόταν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην υποστήριξη του ΕΑΜ». Η τεράστια διαδήλωση που συνόδευε την κηδεία των δολοφονημένων της Ματωμένης Κυριακής χτυπήθηκε και αυτή από δωσίλογους μέλη «εθνικών οργανώσεων» που στεγάζονταν σε ξενοδοχεία του κέντρου με δεκάδες νεκρούς. 

Από το πρωί εκείνης της μέρας τα τμήματα του ΕΛΑΣ της Αθήνας είχαν ξεκινήσει τις επιχειρήσεις με στόχο τα αστυνομικά τμήματα και τη σφηκοφωλιά της οργάνωσης Χ του Γρίβα στο Θησείο. Τις επόμενες μέρες η σύγκρουση θα κλιμακωνόταν. 

Ήταν μια σύγκρουση που δεν την είχε επιλέξει η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Αντίθετα, καθ’ όλη τη διάρκεια του 1944 είχε δείξει έμπρακτα ότι ο στόχος της ήταν η «ομαλή εξέλιξη». Η απελευθέρωση θα έφερνε εκλογές και οι εκλογές θα έδιναν την κυβέρνηση στο ΕΑΜ ή έστω ένα ηγεμονικό ρόλο σε αυτή. Έτσι η ηγεσία αποδέχτηκε τη Συμφωνία του Λιβάνου (έγινε τον Μάη ’44) που έβαλε τις βάσεις για την κυβέρνηση «Εθνικής Ενώσεως» και αποκήρυξε το κίνημα των φαντάρων και των ναυτών στη Μέση Ανατολή ως έργο προβοκατόρων. Υπέγραψε τη Συμφωνία της Καζέρτας που απαγόρευε στον ΕΛΑΣ του βουνού να μπει στην Αθήνα, μπήκε τελικά με έξι θέσεις στην κυβέρνηση Παπανδρέου και όταν ήρθε η Απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβρη τήρησε «υποδειγματική τάξη» μέχρι να έρθει η κυβέρνηση και τα πρώτα βρετανικά τμήματα. 

Ταξική ανακωχή

Το διάστημα, από τον Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη μπορεί να συνοψιστεί από τον τίτλο της εργασίας του Δ. Μαριόλη, “Η Αδύνατη Ταξική Ανακωχή”. Αυτό που εκτυλίσσεται είναι ένα «καθεστώς ακήρυκτου κοινωνικού εμφυλίου» όπου οι εργατικές διεκδικήσεις για μισθούς, δουλειά και δικαιώματα αλληλοτροφοδοτούνται με την οργή από το ξέπλυμα των ταγματασφαλιτών και κάθε λογής δωσιλόγων από την κυβέρνηση και τους Βρετανούς «συμμάχους». 

Εν τω μεταξύ, οι υπουργοί του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εφάρμοζαν μια πολιτική που έριχνε κουβάδες κρύου νερού στη βάση του κινήματος, που θεωρούσε ότι η απελευθέρωση από τους ναζί ήταν η πρώτη πράξη της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης ήταν ο Αλ. Σβώλος, που πριν λίγους μήνες ήταν πρόεδρος της ΠΕΕΑ, της Κυβέρνησης του Βουνού. Υφυπουργός ο Αγγ. Αγγελόπουλος, μέλος του ΕΑΜ κι αυτός. Στις 9 Νοέμβρη ο Σβώλος ανακοίνωσε το νόμο «περί νομισματικής διαρρυθμίσεως». Η νέα δραχμή θα ήταν δεμένη με τη χάρτινη βρετανική λίρα. Βρετανοί «ειδικοί», έλληνες «εμπειρογνώμονες» και οι υπουργοί της Αριστεράς, συμφωνούσαν ότι για να πετύχει η σταθεροποίηση, χρειαζόταν «ισοσκελισμένος προϋπολογισμός», περιορισμός των δημοσίων δαπανών και λιτότητα. 

Η «ισοσκέλιση» του προϋπολογισμού θα γινόταν με τις θυσίες της εργατικής τάξης. Οι βιομήχανοι, οι έμποροι, οι τραπεζίτες δεν θα πλήρωναν τίποτα και αφέθηκαν ελεύθεροι να κερδοσκοπούν με το χρυσό, με συνέπεια ο πληθωρισμός να ξαναπάρει την πάνω βόλτα. 
Το άλλο καυτό μέτωπο ήταν η ανεργία. Οι εργάτες απαιτούσαν την κρατικοποίηση και την επαναλειτουργία των κλειστών εργοστασίων. Σε κάποιες περιπτώσεις το πέτυχαν, όπως στα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας, την «Εριουργική». Όμως, στις 11 Νοέμβρη δημοσιεύτηκε ο νόμος που άφηνε τους καπιταλιστές ελεύθερους να θέτουν σε διαθεσιμότητα το «πλεονάζον» προσωπικό. Αυτός ο νόμος έφερε την υπογραφή του Μ. Πορφυρογέννη, υπουργού Εργασίας, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ.

Η δυσαρέσκεια από αυτή την πολιτική ήταν μεγάλη. Μπορεί η ηγεσία να κατόρθωνε να φρενάρει την πάλη, αυτό όμως καθόλου δεν σήμαινε ότι καθησύχαζε τη δυσαρέσκεια του κόσμου της, που έβλεπε τους βρικόλακες της Κατοχής να συνεχίζουν να πλουτίζουν από την πείνα και τη δυστυχία των φτωχών. Ταυτόχρονα, η ανασύνταξη, γύρω από τον «πυρήνα της αντεπανάστασης», των ταγματασφαλιτών, των δωσιλόγων και των φασιστών της κατοχής, προξενούσε ακόμα μεγαλύτερες ανησυχίες.

Ο αντίκτυπος έφτανε μέχρι την ηγεσία. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι του Άρη Βελουχιώτη. Στις 17-18 Νοέμβρη κάλεσε μια σύσκεψη καπετάνιων των μεγάλων μονάδων του ΕΛΑΣ στη Λαμία, όλοι τους μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, στην οποία πρότεινε μέτρα προετοιμασίας του ΕΛΑΣ για μια πιθανή σύγκρουση με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές. Ο φόβος που γινόταν μεγαλύτερος κάθε μέρα που περνούσε, ήταν ότι η αντίδραση με την στήριξη και παραίνεση των Άγγλων θα προχωρούσε σε πραξικόπημα για να εμποδίσει την επικράτηση της Αριστεράς σε εκλογές.

Σύγκρουση

Η έκρηξη οργής που ανάβλυζε από την ριζοσπαστικοποίηση της Κατοχής και την πολιτική και ταξική πόλωση της Απελευθέρωσης υποχρέωσε την ηγεσία να ανταποκριθεί. Όχι για να πάρει την εξουσία αλλά για να κάνει μια ένοπλη διαπραγμάτευση. 

Ο ιστορικός Μιχ. Λυμπεράτος υπογραμμίζει σε κείμενό του στο συλλογικό τόμο “Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά” ότι: “Έτσι και με σαφή συνείδηση ότι μια παρατεταμένη σύγκρουση με τους Βρετανούς δεν είχε προοπτική, η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν είχε άλλη επιλογή από την εμπλοκή σε έναν αμυντικό πόλεμο, παρακαλώντας στις προκηρύξεις τους να μην στραφούν σύμμαχοι εναντίον συμμάχων”.

Αλλά όπως γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του “Ο Κόκκινος Δεκέμβρης το Ζήτημα της Επαναστατικής Βίας”: “Η απόπειρα της κομμουνιστικής ηγεσίας για μια ελεγχόμενη εξάλειψη των ενόπλων δυναμικών ερεισμάτων της ‘αντίδρασης’ προκειμένου στη συνέχεια να επιβάλει από θέση ισχύος ένα καλύτερο συμβιβασμό με τους Βρετανούς…εκτροχιάστηκε από την υπόγεια κοινωνική δυναμική του αθηναϊκού ΕΑΜ σε αυθεντικό επαναστατικό ξέσπασμα”. 

Πράγματι ο «κόκκινος Δεκέμβρης» απέκτησε χαρακτηριστικά ένοπλης ταξικής σύγκρουσης. Οι εργατογειτονιές και οι προσφυγικοί συνοικισμοί έγιναν ο στόχος των ανηλεών βομβαρδισμών της RAF και του αγγλικού στόλου. Μόνο το Περιστέρι δέχτηκε 5.000 βόμβες και όλμους στην τελευταία φάση των μαχών. 

Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο ο ΕΛΑΣ μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας αναμέτρησης με εμπειροπόλεμες και άρτια εξοπλισμένες μονάδες, όπως η Ορεινή Ταξιαρχία ή οι βρετανοί αλεξιπτωτιστές και τα τεθωρακισμένα Sherman που έριξε στη μάχη ο Σκόμπι. Στις παραμονές της σύγκρουσης, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας διέθετε οπλισμό για 6.300 περίπου μαχητές, με πολύ λίγα πυρομαχικά και καθόλου βαρύ οπλισμό. 

Κι όμως, οι δυνάμεις της κυβέρνησης και οι ίδιοι οι Βρετανοί πέρασαν πολύ δύσκολες ώρες στην Αθήνα, μέχρι τις αρχές του δεύτερου δεκαήμερου του Δεκέμβρη. Όταν στις 11 Δεκέμβρη ήρθαν στην Αθήνα ο στρατάρχης Αλεξάντερ και ο υπουργός Μέσης Ανατολής Μακμίλαν για να εκτιμήσουν την κατάσταση, ο πρώτος ομολόγησε ότι: «υποτιμήσαμε την στρατιωτική επιδεξιότητα, την αποφασιστικότητα και την ισχύ των επαναστατών». 

Όμως, είναι λάθος να μπαίνουν τα ερωτήματα για τον Δεκέμβρη του 1944 με ένα στενό «τεχνικό» τρόπο που στην ουσία αποφεύγει τα πολιτικά ζητήματα. Μια Αριστερά που θα είχε ξεκάθαρη αντιμετώπιση για τον «συμμαχικό» ιμπεριαλισμό, όχι μόνο δεν θα υποδεχόταν σαν «ελευθερωτές» τον βρετανικό στρατό, αλλά θα είχε αποφύγει όλες τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που έστρωσαν το δρόμο στον Σκόμπι. 

Σχόλια