Ο φανταστικός κόσμος συνεχίζεται

Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη οι χρηματιστηριακοί δείκτες βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Το ίδιο και οι τιμές των ομολόγων. Οι επενδύσεις σε μετοχές και ομόλογα φέρνουν τεράστια κέρδη σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις.
Μάικλ Ρόμπερτς 


Από την άλλη, στην "πραγματική" οικονομία και ειδικά στους παραγωγικούς τομείς της βιομηχανίας και των μεταφορών η εικόνα είναι ζοφερή. Η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται σε σοβαρή ύφεση. Οι μαζικές απολύσεις εργατών βρίσκονται στην ατζέντα των περισσότερων αυτοκινητοβιομηχανιών. Οι τομείς μεταποίησης των πιο σημαντικών οικονομιών συρρικνώνονται. Σύμφωνα με τις μετρήσεις του περιβόητου Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI), δηλαδή με βάση τις ίδιες τις έρευνες των διευθυντών των επιχειρήσεων, ακόμα και οι μεγάλοι τομείς υπηρεσιών (λιανεμπόριο, τράπεζες, ξενοδοχεία, real estate, κλπ) βρίσκονται σε επιβράδυνση ή στασιμότητα.


Παγκόσμιοι δείκτες PMI και ΑΕΠ


Η τελευταία εκτίμηση για το πραγματικό ΑΕΠ των ΗΠΑ στο τρίτο τρίμηνο του έτους (από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο) μιλάνε για ετήσια αύξηση (με πραγματικούς όρους, δηλαδή κατόπιν αφαίρεσης της επίδρασης του πληθωρισμού) 2,1% έναντι 2,3% το περασμένο τρίμηνο. Παρότι πρόκειται για ένα μέτριο ιστορικά ποσοστό ανάπτυξης, η αλήθεια είναι ότι η αμερικανική οικονομία πάει καλύτερα σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες. Το ποσοστό ανάπτυξης στον Καναδά βρίσκεται στο 1.6%, στην Ιαπωνία στο 1,3%, στην Ευρωζώνη στο 1,2% και στη Βρετανία μόλις στο 1%.

Καμιά από τις μεγαλύτερες αναδυόμενες υποτίθεται οικονομίες (Βραζιλία, Νότια Αφρική, Ρωσία, Μεξικό, Τουρκία και Αργεντινή) δεν ξεπερνάει το 1%, ενώ κάποιες βρίσκονται ακόμα και σε ύφεση. Η Κίνα και η Ινδία επίσης καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών. Η συνολική παγκόσμια ετήσια ανάπτυξη εκτιμάται περίπου στο 2,5%. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό μετά τη μεγάλη ύφεση του 2009.

Και οι επιβραδυνόμενες καπιταλιστικές οικονομίες έχουν ελάχιστες δυνατότητες διαφυγής από την ασθενή εγχώρια ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών. Απεναντίας, η παγκόσμια αγορά συρρικνώνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου του Παγκόσμιου Εμπορίου του CPB (Central Planbureau), το Σεπτέμβριο το παγκόσμιο εμπόριο γνώρισε ύφεση κατά 1,1% σε σχέση με πέρσι την ίδια περίοδο, βαίνοντας κατά τέταρτη συνεχή χρονιά συρρικνούμενο. Πρόκειται επίσης για τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ύφεση του παγκόσμιου εμπορίου από την περίοδο της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2009.


Το παγκόσμιο εμπόριο συρρικνώθηκε


Είναι αλήθεια, από την άλλη, ότι τα ποσοστά ανεργίας στις μεγάλες οικονομίες έχουν κατρακυλήσει στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 20 ετών πράγμα που βοηθάει στη συγκράτηση ως ένα βαθμό των καταναλωτικών δαπανών.

Τα ποσοστά ανεργίας των G7 πέφτουν σε ιστορικά χαμηλά

Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι η παραγωγικότητα (που μετριέται από το πηλίκο των παραγόμενων προϊόντων προς το συνολικό αριθμό των απασχολούμενων) βρίσκεται σε στασιμότητα για το λόγο ότι η αύξηση τις απασχόλησης καλύπτει και κάποιες υπερκαλύπτει την αύξηση των παραγόμενων προϊόντων. Οι επιχειρήσεις προσλαμβάνουν εργαζόμενους με τον ίδιο μισθό αντί να επενδύουν σε τεχνολογία που εξοικονομεί εργατική δύναμη και τονώνει την παραγωγικότητα. 

Σύμφωνα με την ιδιωτική εταιρεία οικονομικών ερευνών US Conference Board, η αύξηση της παραγωγικότητας ανά εργάτη, παγκόσμια, έπεσε στο 1,9% το 2018 από 2% το 2017 για επανέλθει στα ίδια επίπεδα το 2019. Οι τελευταίες εκτιμήσεις δίνουν μια ευρύτερη εικόνα της καθοδικής τάσης από 2,9% μέσο ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας τη δεκαετία 2000-2007 σε 2,3% για το διάστημα 2010-2017. "Τα πολυαναμενόμενα αποτελέσματα του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι ακόμα πολύ μικρά για να φανούν δια γυμνού οφθαλμού. Μια ανάκαμψη της παραγωγικότητας είναι αυτό που χρειαζόμαστε για να αποτρέψουμε την ολίσθηση της οικονομίας προς μία σημαντικά επιβραδυμένη ανάπτυξη σε σχέση μ' αυτό που είχαμε τα τελευταία χρόνια".

Η US Conference Board συνοψίζει: "Σε γενικές γραμμές έχουμε φτάσει σε ένα κόσμο στάσιμης ανάπτυξης. Κι ενώ καμία εκτεταμένη παγκόσμια ύφεση δεν έχει συμβεί την τελευταία δεκαετία, η παγκόσμια ανάπτυξη τώρα έχει πέσει κάτω από τη μακροπρόθεσμη τάση της περίπου στο 2,7%. Το γεγονός ότι η αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ δεν ελαττώθηκε τα τελευταία χρόνια οφείλεται κυρίως στις σταθερές καταναλωτικές δαπάνες και στις ισχυρές αγορές εργασίας των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου".

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD) φτάνει σε παρόμοια συμπεράσματα: "Το παγκόσμιο εμπόριο βρίσκεται σε στασιμότητα και τραβάει προς τα κάτω την οικονομική δραστηριότητα σχεδόν σε όλες τις μεγάλες οικονομίες. Η πολιτική αβεβαιότητα υπονομεύει τις επενδύσεις και τις μελλοντικές δουλειές και εισοδήματα. Οι κίνδυνοι που μπορούν να οδηγήσουν σε μια ακόμα ασθενέστερη ανάπτυξη παραμένουν υψηλή, συμπεριλαμβανομένης της κλιμάκωσης των εμπορικών πολέμων, των γεωπολιτικών εντάσεων, της πιθανότητας μίας σφοδρότερης από το αναμενόμενο επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας και της κλιματικής αλλαγής".

Ο λόγος για τα χαμηλά ΑΕΠ και τη χαμηλή παραγωγικότητα βρίσκεται στις ισχνές επενδύσεις στον παραγωγικό τομέα σε σύγκριση με τις επενδύσεις ή την κερδοσκοπία σε οικονομικούς πόρους (σ' αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε "πλασματικό κεφάλαιο" επειδή οι μετοχές και τα ομόλογα είναι απλά τίτλοι ιδιοκτησίας οποιουδήποτε κέρδους (μερίσματος) ή τόκου που απαλλοτριώνεται από την παραγωγική επένδυση σε "πραγματικό" κεφάλαιο). Οι επιχειρηματικές επενδύσεις παντού είναι ισχνές. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι επενδύσεις στις μεγάλες οικονομίες έχουν πέσει 25-30% σε σχέση με πριν τη Μεγάλη Ύφεση.

Γιατί είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις τόσο ισχνές; Πρώτα απ' όλα είναι σαφές ότι οι τεράστιες ενέσεις ρευστού/πίστωσης από τις κεντρικές τράπεζες και η μείωση των επιτοκίων στο μηδέν -οι λεγόμενες αντισυμβατικές νομισματικές πολιτικές- απέτυχαν να τονώσουν τις επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες. Στις ΗΠΑ, η ζήτηση για επενδυτικές πιστώσεις πέφτει, δεν ανεβαίνει.


Γι' αυτό το λόγο, μέχρι τώρα οι φοροελαφρύνσεις των επιχειρήσεων από τον Τραμπ, η ενίσχυση των δημοσιονομικών δαπανών και η αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων απέτυχε να αποκαταστήσει τις επενδύσεις.



Στις ΗΠΑ, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες των S&P 500 ανέβηκαν στο τρίτο τρίμηνο του 2019 μόλις 0,8%, ή 1.38 δις δολάρια κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο σύμφωνα με τα στοιχεία της S&P Dow Jones Indices (SPDJI). Αλλά ακόμα κι αυτή η μέτρια άνοδος μπορεί να αποδοθεί βασικά σε λίγους μεγάλους επενδυτές: Μόνο η Amazon.com Inc. Apple Inc. ανέβασαν τις κεφαλαιουχικές δαπάνες τους κατά 1,9 δις δολάρια μόνο αυτό το τρίμηνο. Αν δεν ήταν αυτές, οι συνολικές δαπάνες των άλλων 438 επιχειρήσεων που έχουν κάνει τον απολογισμό τους αυτό το τρίμηνο θα σημείωναν μια ελαφρά συρρίκνωση. Και οι συνολικές δαπάνες θα είχαν συρρικνωθεί κατά 2,2% αν δεν υπήρχαν οι αυξήσεις άλλων τριών επιχειρήσεων: της Intel Corp., της Berkshire Hathaway Inc. και της NextEra Energy Inc. Μαζί οι 5 αυτές εταιρείες αύξησαν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους κατά 4,7 δις δολάρια, ή κατά 30% από το δεύτερο ως και το τρίτο τρίμηνο του 2019 και πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία της SPDJI.

Η κυρίαρχη/κεϋνσιανή για τα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων εκφράστηκε πάλι σ' ένα άρθρο της Financial Times: "γιατί οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου πέφτουν; Μια απάντηση, θα τολμούσαμε να προτείνουμε, είναι η έλλειψη ζήτησης. Αν δεν υπάρχει ζήτηση για αυξημένες παροχές γιατί μια εταιρεία να επενδύσει σε ένα νέο εργοστάσιο κατάστημα ή παράρτημα, όταν οι επιστροφές από την εξαγορά μετοχών ή τη διανομή μερισμάτων είναι και γνωστή και υψηλότερη;"

Αυτή η εξήγηση όμως είναι μία ταυτολογία στην καλύτερη περίπτωση, λάθος στη χειρότερη. Πρώτον, σε ποια περιοχή της ζήτησης υπάρχει έλλειψη; Η καταναλωτική ζήτηση και δαπάνες κρατιούνται σε υψηλά επίπεδα στις περισσότερες μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες, δεδομένης της πληρέστερης απασχόλησης και σε μερικές περιπτώσεις των αυξήσεων στους μισθούς κατά το τελευταίο έτος. Αυτή που έχει κολλήσει είναι η ζήτηση σε επενδύσεις. Αλλά το να πούμε ότι οι επενδύσεις είναι ισχνές επειδή η "ζήτηση" για επενδύσεις είναι αδύναμη είναι μία ταυτολογία που δε σημαίνει απολύτως τίποτα.

Τότε η κεϋνσιανή θεωρία έχει να προσφέρει μία διευκρινιστική απάντηση. Ο λόγος που η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και οι φοροαπαλλαγές απέτυχαν να τονώσουν τις επενδύσεις "απλά συμπυκνώνεται στην έννοια της ανάληψης κινδύνων". Είναι η κλασική εξήγηση περί "ζωωδών ενστίκτων" του Κέυνς. Οι καπιταλιστές απλά έχουν χάσει την "εμπιστοσύνη" τους στις επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες. Γιατί όμως; Το προηγούμενο απόσπασμα της FT προδίδει το γιατί: "γιατί μια εταιρεία να επενδύσει σε ένα νέο εργοστάσιο κατάστημα ή παράρτημα, όταν οι επιστροφές από την εξαγορά μετοχών ή τη διανομή μερισμάτων είναι και γνωστή και υψηλότερη;" Μα οι επιστροφές (κερδοφορία) των επενδύσεων σε πλασματικό κεφάλαιο είναι μεγαλύτερες γιατί η κερδοφορία των επενδύσεων σε μέσα παραγωγής είναι πολύ χαμηλή. Το έχω εξηγήσει αυτό επανειλημμένα σε προηγούμενα άρθρα και εργασίες μου μαζί με εμπειρικά στοιχεία που το τεκμηριώνουν.

Στο τρίτο τρίμηνο του 2019 τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων έπεσαν 0,8% σε σχέση με του προηγούμενου έτους ενώ τα περιθώρια κέρδους (ανά μονάδα προϊόντος) παραμένουν συμπιεσμένα στο 9,7% του ΑΕΠ -εμφανίζοντας μια σχεδόν διαρκή πτώση τα τελευταία 5 χρόνια.



Όμως, φυσικά, η αποτυχία αναγνώρισης ή αποδοχής του ρόλου της κερδοφορίας στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας είναι κοινή τόσο στην κυρίαρχη νεοκλασική όσο και στην κεϋνσιανή θεωρία και στα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν.

Η χαμηλή κερδοφορία στους παραγωγικούς τομείς των περισσοτέρων οικονομιών είναι αυτή που ώθησε τις εταιρείες στη μετατροπή των κερδών και χρηματικών ροών σε χρηματοοικονομική κερδοσκοπία. Η κύρια μέθοδος επένδυσης σε πλασματικό κεφάλαιο που χρησιμοποιούν οι εταιρείες είναι η εξαγορά ιδίων μετοχών. Πράγματι, οι εξαγορές έγιναν η μεγαλύτερη κατηγορία επενδύσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα στις ΗΠΑ και εν μέρει και στην Ευρώπη. Οι εξαγορές στις ΗΠΑ έφτασαν το 1 τρις δολάρια το 2018. Αυτό είναι μόλις το 3% της συνολικής αγοραίας αξίας των 500 κορυφαίων σε αποθεματικά επιχειρήσεων των ΗΠΑ, αλλά ανεβάζοντας την τιμή των ιδίων μετοχών, οι επιχειρήσεις αυτές έχουν προσελκύσει άλλους επενδυτές, οι οποίοι σπρώχνουν τους δείκτες του χρηματιστηρίου σε τιμές ρεκόρ.

Όμως όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Οι επιστροφές από επενδύσεις σε πλασματικό κεφάλαιο σε τελική ανάλυση εξαρτιόνται από τα έσοδα που καταγράφουν οι επιχειρήσεις. Κι αυτά είναι πεσμένα τα δύο τελευταία τρίμηνα. Άρα στο τελευταίο μέρος της χρονιάς, οι δαπάνες των εταιρειών σε εξαγορές άρχισαν να πέφτουν. Σύμφωνα με την Goldman Sachs (GS), οι δαπάνες σε εξαγορές επιβραδύνθηκαν κατά 18% σε 161 δις δολάρια κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2019, κι αυτή η επιβράδυνση αναμένεται να συνεχιστεί. Για το 2019, οι συνολικές δαπάνες προβλέπεται να γνωρίσουν πτώση 15% φτάνοντας στα 710 δις δολάρια, ενώ για το 2020 αναμένεται επιπλέον 5% μείωση στα 675 δις, σύμφωνα πάντα με την GS.

Εν πάση περιπτώσει οι εξαγορές είναι ένα γήπεδο που κυριαρχείται από τις μεγάλες επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες είναι κραταιοί τεχνολογικοί γίγαντες. Οι 20 κορυφαίες εξαγορές καταγράφουν το 51,2% του συνόλου του 12μήνου που λήγει το Μάρτιο σύμφωνα με τα στοιχεία της SPDJI. Και πάνω από τις μισές εξαγορές χρηματοδοτούνται τώρα με χρέη. -"κάτι σαν να κάνεις ένα χλιδάτο πάρτι στο υποθηκευμένο σπίτι σου". Αλλά από τη στιγμή που αναπόφευκτα θα σκάσει η ύφεση, το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι και τόσο ωραίο για τις επιχειρήσεις υψηλής μόχλευσης, κι αυτό θα έχει να κάνει και με τις εξαγορές.

Η αγοραία τιμή των διαπραγματεύσιμων διεταιρικών δανείων σε αμερικανικά δολάρια (USD) έκλεισε στα 8 τρις δολάρια -υπερτριπλασιάστηκε σε σχέση με το τέλος του 2008. Όμοια, στην Ευρώπη η αγορά επιχειρηματικών ομολόγων τριπλασιάστηκε στα 2,5 τρις ευρώ (2,8 τρις δολάρια) σε σχέση με το 2008. Το διάστημα 2015-2018, πάνω από 800 δις δολάρια μη χρηματοδοτικών υψηλής απόδοσης επιχειρηματικών ομολόγων εκδόθηκαν για τη χρηματοδότηση συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A). Αυτό αποτέλεσε το 29% της συνολικής έκδοσης μη χρηματοδοτικών ομολόγων κάτι που συνετέλεσε στην επιδείνωση της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Και η "πιστοληπτική διαβάθμιση" των διεταιρικών δανείων με ομόλογα χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας που τώρα αγγίζουν το 61% από 49% που ήταν το 2011. Και οι μετοχές των ομολόγων με πιστοληπτική ικανότητα BBB στην ευρωπαϊκή επενδυτική διαβάθμιση αυξήθηκε επίσης από 25% σε 48%.

Και έπεται αυτό που λέμε εταιρείες ζόμπι, δηλαδή εταιρείες που έχουν λιγότερα έσοδα από αυτά που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των δανείων τους και που επιβιώνουν μονάχα λόγω του περαιτέρω δανεισμού. Πρόκειται κυρίως για μικρές εταιρείες. Περίπου το 28% των αμερικανικών εταιρειών με πάγιο κεφάλαιο κάτω από 1 δις δολάρια κερδίζουν λιγότερα από τις αποπληρωμές των επιτοκίων τους, με τη διαφορά να είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ότι πριν την κρίση και μάλιστα με ιστορικά χαμηλά ποσοστά επιτοκίων. Η Bank Of America Merrill Lynch εκτιμά ότι υπάρχουν 548 τέτοιες επιχειρήσεις ζόμπι στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ υπήρχαν 642 πριν το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008.

Με το εταιρικό χρέος να βρίσκεται τώρα σε υψηλότερα επίπεδα ακόμα και σε σχέση με τα εφιαλτικά τέλη του 2008, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Ντάλας Ρόμπερτ Κάπλαν προειδοποιεί ότι οι υπερβολικά μοχλευμένες εταιρείες "ενδέχεται να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τη σοβαρότητα μιας επόμενης ύφεσης".



Παρ' όλα αυτά, η συζήτηση μεταξύ των περισσοτέρων συστημικών οικονομολόγων περιορίζεται στο σενάριο ότι έρχονται καλύτερες μέρες. Και λόγω της επικείμενης εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-Κίνας. Και λόγω του ότι υπάρχουν σημάδια ότι οι παραγωγικοί τομείς στις μεγάλες οικονομίες έχουν αρχίσει να ξαναπαίρνουν μπρος. Αν είναι έτσι τότε κάθε "κίνδυνος εξάπλωσης" στους πιο ακμάζοντες και μεγαλύτερους σε μέγεθος τομείς των υπηρεσιών μπορεί να αποφευχθεί. Η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη μπορεί να βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο επιβράδυνσης από τη Μεγάλη Ύφεση, με τις επενδύσεις των επιχειρήσεων να είναι στην καλύτερη περίπτωση νωθρές, την αύξηση της παραγωγικότητας πεσμένη, την παγκόσμια κερδοφορία αμετάβλητη, αλλά την απασχόληση ισχυρή ακόμα σε πολλές οικονομίες, όπου έχουμε ακόμα και αυξήσεις στους μισθούς.

Επομένως, μακράν του πέσουμε σε μια παγκόσμια ύφεση το 2020, μάλλον θα έχουμε έναν ακόμα χρόνο στην πιο μακρόσυρτη και συνάμα ασθενέστερη παγκόσμια ανάκαμψη του καπιταλισμού. Και ο φανταστικός κόσμος μπορεί να έχει συνέχεια. Θα δούμε.

Σχόλια