Η μάχη του Σιάτλ και η αρχή ενός νέου αντικαπιταλισμού


Το Νοέμβρη του 1999 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) θα έκανε την τρίτη σύνοδο κορυφής του στο Σιάτλ των ΗΠΑ. Επιφανειακά, η ατμόσφαιρα ήταν πανηγυρική. Συμμετείχαν αντιπρόσωποι 135 κυβερνήσεων, με τις ευλογίες της κυβέρνησης των ΗΠΑ, της Ε.Ε και όλων των μεγάλων πολυεθνικών. Το Σιάτλ είναι η έδρα των συμβόλων αυτού που ονομαζόταν διθυραμβικά παγκοσμιοποίηση και «νέα οικονομία», μεγάλων αμερικάνικων πολυεθνικών γιγάντων με παγκόσμια παρουσία όπως η Boeing, η Microsoft, η Amazon αλλά και της πιο άγνωστης και «πεζής» Weyerhaeuser (ξυλεία).


Τελικά, όμως η σύνοδος έμεινε στην ιστορία σαν η Μάχη του Σιάτλ, το σύμβολο ενός νέου, παγκόσμιου αντικαπιταλιστικού κινήματος. «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» Η πανηγυρική έναρξη της συνόδου είχε προγραμματιστεί για την 1η Δεκέμβρη. Εκείνη τη μέρα ο διοικητής της αστυνομίας του Σιάτλ ανακοίνωνε περίλυπος: «Εκείνοι που δήλωναν ότι σκοπεύουν να κλείσουν τον ΠΟΕ, τελικά τα κατάφεραν».


Οι πρώτες διαδηλώσεις έγιναν την Παρασκευή 26 και το Σάββατο 27 Νοέμβρη. Την Κυριακή, ενώ κατέφταναν οι επίσημες αντιπροσωπείες της συνόδου έγιναν δυο μεγαλύτερες διαδηλώσεις παράλληλα με πολλές εκδηλώσεις και συζητήσεις. Η επόμενη μέρα, 30 Νοέμβρη, ήταν σημαδιακή. Σε μια διαδήλωση περιβαλλοντικών οργανώσεων και πρωτοβουλιών έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους τα «χελωνόπαιδα», διαδηλωτές ντυμένοι με κοστούμια χελωνών. Άλλοι, διαδήλωσαν έξω από την δεξίωση που γινόταν για τους «επισήμους».

Περίπου 40 χιλιάδες συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή και μαχητική. Μια φοιτήτρια που είχε ταξιδέψει από την Αλαμπάμα (τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα!) δήλωνε στην εφημερίδα Socialist Worker του Λονδίνου: «Θέλω απλά να πω στον ΠΟΕ να κατεβάσει τα ξερά του από τον πλανήτη μας. Θέλω οι άνθρωποι να είναι πάνω από τα κέρδη». Αυτό το σύνθημα έγινε η σημαία του νέου κινήματος παγκόσμια. Ένας Αφρικανός διαδηλωτής έκανε σκόνη τον ισχυρισμό ότι η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση εξασφάλιζε ένα «ανοιχτό γήπεδο» για όλους: «Πώς μπορεί να υπάρχει ένα κοινό γήπεδο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Μπουρκίνα Φάσο στην Αφρική; Εκεί, το 86% του πληθυσμού εξαρτάται από τη γεωργία αλλά υπάρχουν λιγότερα από 200 τρακτέρ σε όλη τη χώρα και το 87% του αγροτικού πληθυσμού είναι αναλφάβητοι».


Ο σκηνοθέτης Μάικλ Μουρ συνόψισε ως εξής εκείνη την συγκλονιστική μέρα: «Το πρωί της 30ης Νοέμβρη του 1999, καθώς εκπρόσωποι από 135 χώρες σχεδίαζαν να συναντηθούν στη μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικών στελεχών που είχε γίvει ποτέ, δεκάδες χιλιάδες “καθημερινοί” Αμερικάνοι εργαζόμενοι πολιόρκησαν το Σιάτλ και εμπόδισαν την “ιστορική” επίσημη συγχώνευση της πολιτικής και οικονομικής ελίτ του πλανήτη… Όλοι στεκόμασταν στους δρόμους ανάμεσα σε φορτηγατζήδες και οικολόγους, παππούδες και υπαλλήλους, άστεγους και χειριστές υπολογιστών, μαθητές και ιθαγενείς απ' την Αλάσκα, καλόγριες και τον Τζiμυ Χόφα Τζούνιορ (ο πρόεδρος των συνδικάτων των φορτηγατζήδων), μηχανικούς αεροπλάνων και καφεϊνομανείς ‘δούλους’ της Microsoft. Μερικοί ήταν έμπειροι διαδηλωτές, αλλά η πλειοψηφία ήταν κόσμος που πρώτη φορά συμμετείχε σε μια διαδήλωση. Σημειώστε τη, αυτή τη μέρα του 20ού αιώνα -30 Νοέμβρη 1999- η μάχη του Σιάτλ, η μέρα που οι άνθρωποι κουράστηκαν να δουλεύουν σε δυο δουλειές, απώθησαν βίαια τους μεσάζοντες και αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα η πίτα να μοιραστεί στους ανθρώπους που την έψησαν».


Η καθοριστική στιγμή ήρθε το χάραμα της Τρίτης 1 Δεκέμβρη, όταν οι διαδηλωτές έπιασαν στον ύπνο την αστυνομία και ακύρωσαν τη σύνοδο του ΠΟΕ. Το επιτελείο των μπάτσων υπολόγιζε ότι τα μπλόκα για την σύνοδο θα ξεκινούσαν από τις 8πμ και μετά. Έτσι παρέταξε τις δυνάμεις του στις 7.30πμ. Όμως οι διαδηλωτές είχαν ήδη λάβει θέσεις σε όλες τις διασταυρώσεις που οδηγούσαν στο συνεδριακό κέντρο. Η απάντηση της αστυνομίας ήταν ένας καταιγισμός δακρυγόνων βομβών κρότου-λάμψης και επιθέσεων με σπρέι πιπεριού. Όμως, εκείνες τις κρίσιμες ώρες, έκανε την εμφάνισή της μια δύναμη που έγειρε την πλάστιγγα της αναμέτρησης: οι συνδικαλισμένοι εργάτες.

Η AFL-CIO, η κεντρική συνδικαλιστική συνομοσπονδία, είχε αναγκαστεί να καλέσει στις κινητοποιήσεις. Κάστρο της πιο
συντηρητικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στον κόσμο, η AFL-CIO πρόβαλε ένα «πλαίσιο» που ζητούσε απ’ τον πρόεδρο Κλίντον να φροντίσει για τις «αμερικάνικες θέσεις εργασίας».

Όμως, αυτό που μετρούσε ήταν το γεγονός ότι χιλιάδες εργάτες και εργάτριες από το λιμάνι, τα εργοστάσια και τα κέντρα μεταφοράς του Σιάτλ είχαν μπει σε κίνηση, και οι συμπάθειές τους ήταν με τα «παιδιά» που φώναζαν «οι άνθρωποι πάνω απ’ τα κέρδη». Έτσι, η διαδήλωση των συνδικάτων κινήθηκε προς το κέντρο της πόλης, το συνεδριακό κέντρο.


«Δεν πάει άλλο»

Ένας συνδικαλιστής περιέγραψε αργότερα πως έγινε αυτό: «Οι μπάτσοι τους είπαν να κάτσουν κάτω, τους έριξαν δακρυγόνα και κρότου-λάμψης και μετά έφεραν λεωφορεία από πίσω και άρχισαν να τους φορτώνουν. Τότε είναι που είπαμε, δεν πάει άλλο, θα διαδηλώσουμε μαζί τους, θα κατέβουμε στο κέντρο».

Η πορεία ξεκίνησε, αλλά η συνδικαλιστική ηγεσία ήθελε τουλάχιστον να την κρατήσει μακριά από το συνεδριακό κέντρο. Η «περιφρούρηση» υποδείκνυε στα μπλοκ να κάνουν μια μεγάλη παράκαμψη. Το πρώτο ακολούθησε τις εντολές. Το επόμενο όμως ήταν οι λιμενεργάτες του Σιάτλ, το λιμάνι υπολειτουργούσε καθώς περίπου χίλιοι έκαναν απεργία διαμαρτυρίας ενάντια στον ΠΟΕ (η απεργία είχε φτάσει στο Σαν Φρανσίσκο, και στο μεγαλύτερο λιμάνι της Δυτικής Ακτής, του Λος Αντζελες-Λονγκ Μπιτς). «Θα βοηθήσουμε τα χελωνόπαιδα» ήταν η απόφασή τους.

Η «περιφρούρηση» υποχώρησε και η πορεία πήγε στο συνεδριακό κέντρο. Ο δήμαρχος του Σιάτλ και ο κυβερνήτης της Πολιτείας της Ουάσιγκτον βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα. Να διατάξουν συνέχιση των εφόδων της αστυνομίας αυτή τη φορά ενάντια στα συμπαγή μπλοκ των λιμενεργατών, των οδηγών φορτηγών (τίμστερς) και των εργατών μετάλλου; Παρά τις ήττες των προηγούμενων δεκαετιών, το εργατικό κίνημα παρέμενε ισχυρό -και με πολιτικό βάρος- στο Σιάτλ. Οπότε η αστυνομία σταμάτησε τις επιθέσεις της για τις δυο ώρες που κράτησε η πορεία των συνδικάτων γύρω από το συνεδριακό κέντρο. Αυτό ήταν αρκετό για να ανασυνταχθούν όλες οι διαδηλώσεις.

Η εναρκτήρια συνεδρίαση ακυρώθηκε. Οι μπάτσοι ξέσπασαν αργότερα σε όσους συνέχιζαν τις διαδηλώσεις με ένα όργιο βίας και συλλήψεων. Αλλά το μήνυμα είχε σταλεί. Μια νεαρή διαδηλώτρια έκφρασε επιγραμματικά την αλλαγή που έφερε το Σιάτλ: «Ήρθα εδώ για να διαμαρτυρηθώ ενάντια στη θανάτωση των χελωνών. Γυρίζω πίσω στο τόπο μου, αποφασισμένη να παλέψω για να φέρω όλο τον κόσμο τα κάτω - πάνω». Το ίδιο έκανε ένας εργαζόμενος στη Boeing: «Ήρθαμε εδώ για να απαιτήσουμε να ακούγονται οι απλοί άνθρωποι, όχι οι μεγάλες επιχειρήσεις. Δουλεύω στο εργοστάσιο της Boeing στο Σιάτλ. Είναι ένα τεράστιο εργοστάσιο, με 80.000 εργάτες. Δεν εμπιστεύομαι όσους μας φέρονται άσχημα στο εργοστάσιο, να ορίζουν τη μοίρα του πλανήτη. Αν θέλουμε ένα καθαρό περιβάλλον, ένα μέλλον για όλα τα ανθρώπινα όντα στον πλανήτη, τότε είναι καιρός να πάρουμε τις ζωές μας στα δικά μας χέρια. Σήμερα κάναμε μια μεγάλη αρχή».




Η Μάχη του Σιάτλ ήταν ένα σημείο καμπής. Η σημασία του δεν περιοριζόταν στην εντυπωσιακή αλλά συμβολική νίκη της ακύρωσης μιας παγκόσμιας φιέστας των καπιταλιστών. Το Σιάτλ συμπύκνωνε και έκφραζε την ανάδυση μιας νέας αντικαπιταλιστικής συνείδησης, την κατανόηση από χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες ότι όλα -από την καταστροφή του περιβάλλοντος μέχρι το χρέος του παγκόσμιου νότου- είχαν μια κοινή ρίζα, το σύστημα του κέρδους. Μόλις μια δεκαετία είχε κυλήσει από τις θριαμβολογίες για το «τέλος της ιστορίας» μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού στην ανατολική Ευρώπη.

Η «κοινή λογική» που αναπαρήγαγαν με κάθε στερεότυπο ΜΜΕ, ακαδημαϊκοί και πολιτικοί έλεγε ότι η εποχή της αμφισβήτησης του συστήματος είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτό ήταν και το μοτίβο των σχολιασμών και αφιερωμάτων που είχαν γίνει την προηγούμενη χρονιά, στα τριάντα χρόνια από το Μάη του ’68. Κι όμως, ο αιώνας έκλεινε με ένα γεγονός που το γερμανικό περιοδικό Spiegel περιέγραφε σαν «εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό». Στην πραγματικότητα το Σιάτλ μπόρεσε να αποκτήσει αυτή τη διάσταση γιατί επικοινωνούσε με τις αγωνιστικές και πολιτικές εμπειρίες εκατομμυρίων σε όλον τον κόσμο.

Στις ίδιες τις ΗΠΑ τα προηγούμενα χρόνια είχαν σημαδευτεί από αγώνες, τόσο ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, ενάντια στο ρατσισμό και από απεργίες όπως στην UPS το 1997 και στην General Motors το 1998. Το Σιάτλ δεν οργανώθηκε «διαδικτυακά» -μια εικόνα που αναπαράγεται και για τα σημερινά κινήματα και εξεγέρσεις. Στην ίδια την πόλη οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει μήνες πριν, με «δουλειά μυρμηγκιού» στα συνδικάτα, στις γειτονιές, στις σχολές, ακόμα και σε εκκλησίες.

Μια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης εκδηλωνόταν και στην Ευρώπη. Το Δεκέμβρη του 1995 η γενική απεργία ενάντια στην «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού παρέλυσε για δυο βδομάδες το δημόσιο τομέα της Γαλλίας και άρχισε να επεκτείνεται και στον ιδιωτικό τομέα. Ήταν και αυτό ένα σημείο καμπής: η εργατική τάξη κινούταν, μετά από καιρό, προς τ’ αριστερά και στην Ευρώπη. Η ανάδειξη μιας σειράς σοσιαλδημοκρατικών (ή της «πληθυντικής αριστεράς») κυβερνήσεων ήταν ένα πρώτο αποτέλεσμα. Αλλά τα πράγματα δεν έμειναν εκεί.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν γίνει μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις. Για χιλιάδες, νέους αλλά και εργάτες, οι αναζητήσεις πήγαιναν πιο βαθιά. Αυτό είναι το υπόβαθρο που εξασφάλισε ότι το «κίνημα του Σιάτλ» θα είχε και μέλλον. Μετά το Σιάτλ το κίνημα συνέχισε να αναπτύσσεται ορμητικά, με κινητοποιήσεις που στρέφονταν ενάντια σε μια σειρά διεθνείς συναντήσεις των «από πάνω». Στην Ευρώπη ήρθε το καλοκαίρι του 2000 με τη διαδήλωση ενάντια στην Σύνοδο της ΕΕ στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας και ακόμα πιο εντυπωσιακά με τη διεθνή κινητοποίηση που σταμάτησε την Σύνοδο του ΔΝΤ στην Πράγα τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς.

Το αποκορύφωμα ήταν οι διαδηλώσεις ενάντια στη σύνοδο των G8 στη Γένοβα, τον Ιούλη του 2001. Όταν η αστυνομία του Μπερλουσκόνι δολοφόνησε τον Κάρλο Τζουλιάνι, περισσότεροι από 300.000 διαδηλωτές πλημμύρισαν την πόλη. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη 2001 στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον έσπασαν εκείνο τον κύκλο των κινητοποιήσεων. Αλλά το φθινόπωρο του 2001 πολλά από τα αντικαπιταλιστικά δίκτυα που είχαν πρωταγωνιστήσει στη Γένοβα, πρωτοστάτησαν και στο ξεκίνημα του αντιπολεμικού κινήματος.

Το Νοέμβρη του 2002 το πρώτο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ στη Φλωρεντία ήταν η αποθέωση αυτού του πνεύματος. Το 1ο ΕΚΦ ολοκληρώθηκε με μια αντιπολεμική πορεία 1.000.000 διαδηλωτών και με την έκκληση για μια διεθνή μέρα δράσης ενάντια στον επερχόμενο πόλεμο στο Ιράκ στις 15 Φλεβάρη 2003. Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ υιοθέτησε αυτό το κάλεσμα τον Γενάρη.



Οι διαδηλώσεις της 15 Φλεβάρη και το κύμα των αντιπολεμικών διαδηλώσεων που συνεχίστηκαν μέχρι τον Μάρτη του 2003, αποτέλεσαν ένα ορόσημο στην ιστορία των μαζικών κινημάτων. Σύμφωνα με μια ακαδημαϊκή μελέτη, 35,5 εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν σε 2.978 διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ ανάμεσα στις 3 Γενάρη και τις 12 Απρίλη 2003.

Αριστερά

Το κίνημα του Σιάτλ άλλαξε και την Αριστερά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΚΚΕ. Ξεκίνησε από καταγγελίες για το «θολό περιεχόμενο των κινητοποιήσεων στο Σιάτλ», αλλά προχώρησε για να στείλει μια μαζική αντιπροσωπεία στη διαδήλωση της Γένοβα και να συμμετέχει με ομιλητές στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Φλωρεντίας. Παράλληλα, η ριζοσπαστικοποίηση που εκφράστηκε με το Σιάτλ και τη Γένοβα ήταν το έναυσμα μιας πολιτικής αντιπαράθεσης μέσα σε αυτό το κίνημα. Το βασικό δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» επανερχόταν και έπαιρνε συγκεκριμένη έκφραση σε κάθε καμπή του κινήματος, σε όλες τις προκλήσεις που έπρεπε να απαντήσει.

Κομβικό σημείο της αντιπαράθεσης ήταν ποια ήταν η δυναμική και τα όρια αυτού του κινήματος. Αντινεοφιλελεύθερη, δηλαδή να φτάσει μέχρι την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης του συστήματος με μια αριστερή κυβέρνηση, ή αντικαπιταλιστική, δηλαδή να φτάσει στην πάλη για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτή η αντίθεση διαπέρασε το κίνημα σε όλες του τις φάσεις: Από την ίδια τη Γένοβα, στα Ευρωπαϊκά Φόρουμ της Φλωρεντίας, του Παρισιού, του Λονδίνου και της Αθήνας. Και από το αντιπολεμικό κίνημα της δεκαετίας του 2000 στο κίνημα ενάντια στα μνημόνια μέσα στη δεκαετία που διανύουμε. Κομμάτια της σοσιαλδημοκρατίας και γενικότερα της ρεφορμιστικής αριστεράς είχαν σπεύσει να συμμετάσχουν στο νέο κίνημα. Αρχικά προσπαθώντας να καλύψουν κομμάτι της βάσης τους, εργαζομένων, νέων, συνδικαλιστών, που απογοητευμένο από τις διαχειρίσεις των Σρέντερ, Μπλερ, Ζοσπέν και Σημίτηδων αναζητούσε μια διέξοδο. Και στη συνέχεια βλέποντας ότι μέσα από αυτό το κίνημα ανοίγονται πολιτικές ευκαιρίες. Κάτω από την πίεση του κινήματος, ο Συνασπισμός που στην αρχή έβλεπε το νέο κίνημα σαν μια συνέχεια των -πλήρως ελεγχόμενων από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία- «ευρω-πορειών», άρχισε να στρίβει αριστερά.

Αντίστοιχα, στη Φλωρεντία το 2002, ο Μπερτινότι, ηγέτης της ιταλικής Κομμουνιστικής Επανίδρυσης που πρωτοστάτησε στη Γένοβα έβγαζε ο ίδιος πύρινες ομιλίες όπου ταυτόχρονα υποστήριζε ότι τα «παλιά διλήμματα» και οι αντιπαραθέσεις για την στρατηγική ήταν ξεπερασμένες. Όμως η αντίθεση «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» συνέχισε να παραμένει για όλους ανεξαιρέτως -ακόμα και για εκείνους που αρνούνταν να τη δουν, όπως πολλοί από τους ακτιβιστές, που απογοητευμένοι από την κρίση της αριστεράς και των κομμάτων τις προηγούμενες δεκαετίες, στράφηκαν στην αυτονομία, δίνοντας σημασία στα άμεσα κινηματικά καθήκοντα και καταγγέλλοντας γενικά τα κόμματα.

Στην Ιταλία, πολύ γρήγορα η «άλλη» διαχείριση του συστήματος που υποσχόταν ο Μπερτινότι κατέληξε στην κεντροαριστερή κυβέρνηση του 2006-7 που επέβαλε λιτότητα και υποστήριξε τη συνέχιση της συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Στην Ελλάδα, ο ΣΥΝ μαζί με τις οργανώσεις που συγκολλήθηκαν μαζί του στην «Ελληνική Επιτροπή για τη Γένοβα», έδωσαν, το 2006 στο ΕΚΦ της Αθήνας, σκληρή μάχη για να υπερισχύσει ο αντι-νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός σε βάρος του αντικαπιταλιστικού, φτάνοντας μάλιστα και σε προσπάθεια επιβολής δια της βίας της κυριαρχίας του πρώτου πάνω στο δεύτερο μπλοκ στην μεγάλη πορεία του ΕΚΦ στο κέντρο της Αθήνας.

Λίγους μήνες αργότερα πάνω σε αυτήν την αντινεοφιλελεύθερη βάση έφτιαξαν το ΣΥΡΙΖΑ. Την συνέχεια την γνωρίζουμε. Το ΣΕΚ ακολούθησε τον άλλο δρόμο. Ήταν το κομμάτι της Αριστεράς που αγκάλιασε πρώτο και χωρίς «ναι μεν αλλά» το κίνημα του Σιάτλ και το έφερε στην Ελλάδα. Μπήκε μπροστά στην οργάνωση της συμμετοχής στη διαδήλωση της Πράγας και στην ίδρυση της Πρωτοβουλίας Γένοβα 2001, που έστειλε τη μεγαλύτερη αντιπροσωπεία σε εκείνη τη συγκλονιστική διαδήλωση. Οι αγωνιστές της, με κέντρο πάλι τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του ΣΕΚ πρωτοστάτησαν στην ίδρυση της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο στα τέλη του 2002, που σημάδεψε τη μεγάλη αντιπολεμική έκρηξη της επόμενης χρονιάς.

Ταυτόχρονα με την ενωτική δράση το ΣΕΚ επέμενε ότι ο ορίζοντας των αγώνων είναι ο αντικαπιταλισμός όχι η διαχείριση του συστήματος, κι ότι ο «ιστορικός νεκροθάφτης» που μπορεί να δώσει σάρκα και οστά σε αυτή την προοπτική συνεχίζει να υπάρχει, και είναι η εργατική τάξη. Αυτή δεν ήταν μια προπαγανδιστική άποψη. Σήμαινε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, για το δυνάμωμα της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς.

Είκοσι χρόνια μετά το πνεύμα του Σιάτλ ζει στους αγώνες και τα πολιτικά προχωρήματα της τάξης μας που παλεύει από τις ΗΠΑ μέχρι το ΧονγκΚονγκ και από τη Χιλή μέχρι τη Βαγδάτη. Ο αντικαπιταλισμός είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.

Σχόλια