Εγκληματικό σύστημα

Απρίλης 1990, εξέγερση των φυλακών Strangeways

Η εξέγερση των φυλακών τον περασμένο μήνα, η μεγαλύτερη όλων των εποχών, δεν άφησε καμία αμφιβολία ότι οι Βρετανικές φυλακές είναι όνειδος. Την τελευταία δεκαετία οι συνθήκες για τους κρατούμενους έχουν γίνει χειρότερες απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη αναπτυγμένη χώρα της Ευρώπης. Αλλά γιατί υπάρχει τόση εξαχρείωση στα τέλη του 20ου αιώνα; Ο Ντάνκαν Μπλάκι εξηγεί.

ΤΙΜΩΡΙΑ - ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ
Το κελί του ήταν 13,5 πόδια (4,12μ) απ' το καγκελωτό παράθυρο ως την αμπαρωμένη πόρτα, 7,5 πόδια (2,37μ) από τοίχο σε τοίχο, 9 πόδια (2,74μ) απ' το δάπεδο ως το ταβάνι. Το περιεχόμενό του ήταν έξτρα: ένα τραπέζι, μια καρέκλα, ένας πάγκος αποδυτηρίου, μια αιώρα, μια σκούπα, ένας κάδος, ένα ράφι στη γωνία. Στο ράφι υπήρχε μια τσίγκινη κούπα, μία μπάρα σαπούνι, μια πετσέτα και η Βίβλος. Εκτός απ' τη γυμναστική και τον εκκλησιασμό, κάθε λεπτό της μέρας ξοδεύονταν σ' αυτό το χώρο ανάμεσα σ' αυτά τα αντικείμενα.
Οικείο; Όχι, δεν είναι το Strangeways ή το Dartmoor του 1990, αλλά μια περιγραφή της φυλακής Πέντονβιλ λίγο αφότου άνοιξε, το 1842. Το καθεστώς σόκαρε και τους ανθρώπους της εποχής εκείνης.

Το γεγονός ότι πολλοί από τους σημερινούς κατάδικους κρατούνται σε φυλακές που χτίστηκαν κατά τη βικτωριανή εποχή ή και νωρίτερα -το Dartmoor χτίστηκε το 1806- είναι πασίγνωστο.

Αλλά γιατί πρέπει μετά από σχεδόν δύο αιώνες, όταν πραγματικά όλες οι άλλες κοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά, το σωφρονιστικό σύστημα να παραμένει ουσιαστικά το ίδιο βάρβαρο;

Η βασική αιτία είναι απλή. Οι κρατούμενοι βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος της καταστολής, στερούμενοι την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους "Σε Ευχαρίστηση της Αυτής Μεγαλειότητας".

Διάφορα μέσα χρησιμοποιούνται για να προστατεύουν τον καπιταλισμό και την ατομική ιδιοκτησία. Η αστυνομία σπάει τις πικετοφορίες υπερασπιζόμενη τα κέρδη των αφεντικών. Αλλά το ίδιο φανατικά εργάζεται και για την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας των πλουσίων από τους πιο φτωχούς.

Κι όταν όλα τα άλλα μέσα αποτυγχάνουν, τότε το κράτος είναι έτοιμο να χρησιμοποιήσει τα πιο αυταρχικά μέσα για να προστατέψει τον εαυτό του -αυτό σήμερα σημαίνει την κάθειρξη τουλάχιστον κάποιων απ' αυτούς που παραβαίνουν τους νόμους του. Έτσι η μεγάλη πλειοψηφία των έγκλειστων είναι μέσα για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, και όχι εναντίον άλλων ανθρώπων. Το σωφρονιστικό σύστημα είναι βασικό κομμάτι της ταξικής κυριαρχίας, και η εξέλιξη του παρόντος συστήματος δείχνει πώς είναι φτιαγμένο για να ταιριάζει στις ανάγκες του καπιταλισμού.


Η τιμωρία του κυφωνισμού

 
Πριν την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού η φυλάκιση ήταν πολύ σπάνια περίπτωση. Κάποιοι ελάχιστοι "εχθροί του κράτους" μπορεί να κλείνονταν στον Πύργο του Λονδίνου και οι πολιτικοί και θρησκευτικοί αντιφρονούντες κρατούνταν σε τοπικές φυλακές, αλλά ουσιαστικά κανένας "κοινός εγκληματίας" δεν τιμωρούνταν με κάθειρξη. Μεταξύ 1770 και 1774 μόνο το 2,3% των ποινών που εκδικάστηκαν στο Ολντ Μπέιλι αφορούσαν φυλάκιση.

Ο μεγάλος όγκος των τιμωριών περιελάμβανε απευθείας σωματικές βλάβες -με πιο ακραία τον απαγχονισμό, αλλά επίσης μεταχειριζόταν το μαστίγωμα, το στιγματισμό με πυρακτωμένο σίδερο, τον "κυφωνισμό" ακόμη και για τα πιο ασήμαντα αδικήματα. 

Η εδραίωση της ανερχόμενης αστικής τάξης οδήγησε στην ανάπτυξη ενός ποινικού πλαισίου, γνωστού ως "
Αιματηροί Κώδικες", και σε μια σταθερή αριθμητική αύξηση των καταδικαστικών αποφάσεων. Ο αριθμός των καταδικών για κακουργήματα αυξήθηκε από 50 το 1688 σε 160 περίπου το 1765 και αργότερα σε πάνω από 200 προς το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Οι περισσότερες είχαν πολιτική σκοπιμότητα -την εξασφάλιση της συγκέντρωσης όλης της κοινωνικής εξουσίας στα χέρια της αστικής τάξης.

Ο
Μαύρος Νόμος του 1723, για παράδειγμα, κατασκεύασε νέα αδικήματα από οτιδήποτε μπορούσε να θεωρηθεί ότι επιβράδυνε την επέκταση της καπιταλιστικής γεωργίας που καταλήστευε ανελέητα τη γη των αγροτών. Τα δύο τρίτα όσων καταδικάστηκαν για πλαστογραφία εκτελέστηκαν καθώς αυτό το έγκλημα θεωρούνταν ότι έβαζε σε θανάσιμο κίνδυνο την ανάπτυξη του εμπορίου. Άλλα κακουργήματα ήταν η κλοπή αγαθών αξίας μεγαλύτερης από σαράντα σελίνια και το να βάφει κανείς το πρόσωπο του μαύρο.

Το ξεκίνημα της βιομηχανικής επανάστασης έβαλε το σύστημα σε κρίση. Η άνοδος του βιομηχανικού συστήματος σήμαινε ότι οι εργάτες δεν μπορούσαν να κυβερνώνται μόνο με την ωμή βία.Επιπλέον, η αναπτυσσόμενη αστικοποίηση έφερε τεράστιες συγκεντρώσεις ανθρώπων δυνητικά ακυβέρνητων. Έκανε επίσης και τις μορφές τιμωρίας που βασίζονταν στην ταπείνωση του παραβάτη στα μάτια της κοινότητας, όπως η διαπόμπευση για παράδειγμα, πολύ λιγότερο αποτελεσματικές.

Οι διαπομπεύσεις υποτίθεται ότι ήταν περιπτώσεις όπου ο πληθυσμός καλούνται να συμμετάσχει στο διασυρμό ενός εγκληματία, αλλά στις πόλεις θα μπορούσαν εύκολα να μετατραπούν σε μαζικές συγκεντρώσεις ανυπακοής στις αρχές. Όταν ο ριζοσπάστης τυπογράφος Ντάνιελ Άιζαακ Ίτον τιμωρήθηκε με κυφωνισμό έξω από τις φυλακές του Νιούγκεϊτ το 1813 έβαλαν ένα στεφάνι γύρω από το λαιμό του και το πλήθος προπηλάκισε τους παρευρισκόμενους δικαστές αντί γι' αυτόν.

Ο τεράστιος αριθμός ανθρώπων που πήγαινε να παρακολουθήσει τους δημόσιους απαγχονισμούς εξηγείται συνήθως σήμερα από την υποτιθέμενη δίψα του πλήθους για αίμα. Στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές πήγαιναν για να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις των αρχών.

Οι υπαίθριες κρεμάλες έξω από τις φυλακές του Νιούγκεϊτ χρειάστηκε να αναστείλουν τη λειτουργία τους το 1783, επειδή, σύμφωνα με τους αρχηγούς της αστυνομίας:
Έγινε από καιρό αντικείμενο διαμαρτυριών ότι οι πομπές μας στο Τίμπουρν συνιστούν παρωδία της εκτέλεσης του νόμου κι ότι οι απαγχονισμοί έχουν πάψει να προκαλούν τον τρόμο κι ότι απέχουν πολύ από το να λειτουργούν αποτρεπτικά για τους θεατές, αλλά μάλλον ενθαρρύνουν τη ροπή προς την ανηθικότητα... Και σύντομα πυκνώνουν οι γραμμές του Πλήθους των ακόλουθων κι ύστερα ακούγονται απίστευτες βρισιές, καθώς το πλήθος συρρέει, και εκτοξεύονται όλο και περισσότερες αισχρότητες καθώς πλησιάζουν στο Μοιραίο Δέντρο, το Γήπεδο γίνεται μία Εξεγερμένη Μάζα και η Ελευθεροστομία τους ξεσπά σε αισχρά Αστεία, Βωμολοχίες και Βλασφημίες.
Ακόμα ένας παράγοντας που όξυνε την κρίση ήταν η αναστολή του εξορισμού των κατάδικων στις Αμερικανικές αποικίες το 1775. Αυτό ήταν ένα σημαντικό όπλο στα χέρια του Βρετανικού κράτους.

Πολλοί εξορίζονταν για πολιτικά παραπτώματα, όπως το κίνημα Captain Swing, οι Λουδίτες, οι Χαρτιστές, συνδικαλιστές και Ιρλανδοί αντάρτες. Αλλά στα μέσα του 18ου αιώνα οι περισσότερες μικροκλοπές μπορεί να κατέληγαν σε εξορία σε κάποια αποικία. Ένα πιο σοβαρό έγκλημα, όμως, αν διαπράττονταν από κάποιον που είχε άμεση χρησιμότητα για την άρχουσα τάξη, όπως ένας υπηρέτης ή ένας μαθητευόμενος, τιμωρούνταν τις περισσότερες φορές με μαστίγωμα.

Όταν επανήλθε η ποινή της εξορίας στα τέλη της δεκαετίας του 1780, αυτή τη φορά στην Αυστραλία, ποτέ δεν ανάκτησε την προηγούμενη σημασία της γιατί θεωρούνταν πλέον αναποτελεσματική. Γιατί, όπως έλεγαν, "Παρότι ένας εξόριστος κατάδικος υποφέρει κατά την έκτιση της ποινής του, τα βάσανά του δεν τα βλέπει κανείς".

Οι αρχές τον πρώτο καιρό αντιστάθμιζαν την αναποτελεσματικότητα των παλιών μορφών τιμωρίας με βραχυπρόθεσμα μέτρα. Προσλήφθηκαν τραμπούκοι στις φυλακές σαν "προσωρινή λύση", παρότι χρησιμοποιήθηκαν για δεκαετίες. Ξαλάφρωσαν τον υπερπληθυσμό των φυλακών απλά στήνοντας περισσότερες κρεμάλες - αυξήθηκαν κατά 50% απ' τις αρχές της δεκαετίας του 1770 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1780.

Παρ' όλα αυτά, οι φυλακές γέμιζαν ασφυκτικά. Ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 73% μεταξύ 1776 και 1786, φτάνοντας το σύστημα στα όριά του. Το 1784 μια εξέγερση στις φυλακές του Wood Street Compter, κάτω από την ηγεσία ενός κρατούμενου που σύμφωνα με τις περιγραφές ήταν "ένα θηρίο σαν το Βελζεβούλ", κατεστάλη μόνο με τη βοήθεια ενός ιδιωτικού σώματος στρατού. 

Οι φυλακές που υπήρχαν απλά δεν επαρκούσαν. Το Νιούγκεϊτ θεωρούνταν από τους μεταρρυθμιστές σαν το καλύτερο επιχείρημα για τη μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος, καθώς οι καθημερινές επιχειρήσεις ήταν κυριολεκτικά ανεξάρτητες από το υπόλοιπο κράτος. Η εξουσία μέσα στις φυλακές μοιράζονταν μεταξύ του αρχιφύλακα και μιας ιεραρχίας κρατούμενων. 

Οι συνθήκες ήταν τρομακτικές. Το 1750 δύο κρατούμενοι με τύφο κλήθηκαν από το Δικαστήριο του Ολντ Μπέιλι, απ' όπου "σαν κυνηγημένοι από τα κύματα μιας ξαφνικής απόφραξης", έφυγαν τρέχοντας περισσότεροι από 50 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο δικαστής, οι ένορκοι και οι δικηγόροι.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ


Τα κάτεργα των Αγγλικών φυλακών


Με αυτό το υπόβαθρο των αντιπαραθέσεων, του χάους και των ασθενειών τα επιχειρήματα των "ποινικών μεταρρυθμιστών", για ένα νέο σύστημα ποινών που και θα τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό και θα ταίριαζαν γάντι στις ανάγκες του νέου βιομηχανικού καπιταλισμού, άρχισαν να βρίσκουν "ευήκοα ώτα".

Η Κατάσταση των Φυλακών του Τζον Χάουαρντ, που δημοσιεύτηκε το 1777, πρότεινε "συγκεκριμένο ωράριο όσον αφορά το εγερτήριο, την ανάγνωση της Βίβλου, την προσευχή, τα γεύματα, την εργασία, κτλ".

Τα κηρύγματά του είχαν έναν πεφωτισμένο τόνο: "Η αντίληψη ότι οι κατάδικοι δεν μπορούν να κυβερνηθούν είναι σίγουρα εσφαλμένη. Υπάρχει ένας τρόπος διοίκησης ακόμα και των πιο απελπισμένων που και εσάς διευκολύνει και εκείνους βοηθάει. Δείξτε τους ότι έχετε ανθρωπιά, κι ότι σκοπός σας είναι να τους κάνετε χρήσιμα μέλη της κοινωνίας", υποστήριζε ο Τζον Χάουρντ.

Άλλοι, όπως ο Τζον Μπρούστερ προσπάθησαν να πιάσουν το νέο επιστημονικό πνεύμα της εποχής και θέλοντας να απαλείψει κάθε ίχνος τυχαιότητας από τα χτυπήματα, εκπόνησε μια μηχανή μαστιγώματος με κόπανους από βίτσες και μπανέλες.  

Αλλά πίσω από όλες αυτές τις προσπάθειες ο πραγματικός σκοπός ήταν να επαναφέρουν την αξιοπιστία του νομικού συστήματος εντελώς απαξιωμένο από τους Αιματηρούς Κώδικες.

Βασικό σημείο όλων των μεταρρυθμιστικών προτάσεων ήταν  η ιδέα ότι οι φυλακές μπορούσαν να εκπληρώσουν δύο λειτουργίες. Πρώτον, μπορούσαν να συμβάλουν στην καταστροφή κάθε μέσου επιβίωσης έξω από τον τον έλεγχο της αστικής τάξης. Στο στόχαστρο έμπαινε ένα τμήμα της φτωχολογιάς των πόλεων που τα κουτσοβόλευε με μικροκλοπές.

Δεύτερον, οι φυλακές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να εμποτίσουν αυτούς τους ανθρώπους με τη νέα εργασιακή ηθική της εποχής. Αυτό θα επιτυγχάνονταν μέσα από ένα δίκτυο "κάτεργων", με βάση το Σωφρονιστικό Νόμο του 1779, "με υπευθυνότητα, καθαριότητα και ιατρική φροντίδα, μ' έναν κανονικό κύκλο εργασιών, με απομόνωση κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων της δουλειάς και με προβλεπόμενη θρησκευτική διδασκαλία... προκειμένου να εξοικειωθούν με τις συνήθειες της βιομηχανίας, να προφυλαχθούν από τις βλαβερές παρέες, να εντρυφήσουν στο σοβαρό στοχασμό και να διδαχθούν τις αρχές και τις μεθόδους κάθε Χριστιανικής και ηθικής υποχρέωσης".

Πολλοί από τους πιο αξιοσημείωτους μεταρρυθμιστές ήταν Κουάκεροι που συνδύαζαν ένα ενδιαφέρον για την τιμωρία μ' ένα συμφέρον για την εγκαθίδρυση ενός ορθολογικού θεσμού για την επέκταση του κεφαλαίου. Συνέταξαν σχέδια για "Πανοπτικά" -κτίρια στα οποία ένας επιτηρητής θα μπορούσε να βλέπει όλα όσα συμβαίνουν από ένα πλεονεκτικό σημείο- πράγμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στις φυλακές και στα εργοστάσια. Πολλές βιομηχανικές μονάδες φτιάχτηκαν πάνω στα ίδια βασικά σχέδια μ' αυτά των φυλακών. 

Κάποιοι απ' αυτούς μάλιστα συνδύαζαν πιο άμεσα τη βιομηχανική παραγωγή με την τιμωρία, χτίζοντας φυλακές που είχαν ειδικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

Όπως πρότεινε ο Τζέρεμι Μπένθαμ, ένας από τους πιο περίφημους μεταρρυθμιστές:
Τι έλεγχο μπορεί να έχει ένας άλλος κατασκευαστής πάνω στους εργάτες του που  να συγκριθεί με τον έλεγχο που έχει ο δικός μου κατασκευαστής πάνω στους δικούς του; Ποιο άλλο αφεντικό μπορεί να τιμωρήσει τους τεμπέληδες εργάτες του σχεδόν με λιμοκτονία χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο ότι θα πάνε αλλού; Ποιανού άλλου αφεντικού οι εργάτες δεν πρόκειται ποτέ να είναι μεθυσμένοι εκτός αν το θέλει το ίδιο το αφεντικό. Και ποιοι άλλοι εργάτες, πολύ μακριά απ' το να είναι ικανοί να πετυχαίνουν ταυτόχρονη αύξηση των μισθών τους, υποχρεώνονται να δεχθούν ότι τ' αφεντικό αν θέλει κιόλας τους πληρώνει πενταροδεκάρες;
Όπως αποδείχθηκε αργότερα, η "ελεύθερη εργασία" μπορούσε εξίσου αδίστακτα κι ακόμα πιο αποτελεσματικά να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης απ' ότι η εργασία των φυλακών, αλλά πολλές από τις πειθαρχικές τεχνικές που προτάθηκαν από τον Μπένθαμ κι από άλλους υιοθετήθηκαν όταν κατασκευάστηκαν οι τεράστιες νέες εγκαταστάσεις που απαιτήθηκαν για να αντιμετωπιστούν οι αποκλίνουσες συμπεριφορές;

Η αντίθεση στα νέα σωφρονιστικά καταστήματα δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της. Οι Ιακωβίνοι έβγαλαν μια παμφλέτα με τίτλο 'Gloucester Bastille', όπου έκαναν επίθεση στους "θλιβερές ιδιορρυθμίες της καταδίκης ενός φτωχού παιδιού σε εφτά χρόνια απομόνωση στις φυλακές του Γκλάουστερ". Οι "μαζικές αποδράσεις από τις φυλακές" έγιναν κοινός τόπος τη δεκαετία του 1780. Και μέχρι την επόμενη δεκαετία τα σωφρονιστικά καταστήματα είχαν επιστρέψει στην ίδια άναρχη κατάσταση με πριν.

Ακολούθησαν κι άλλες κρίσεις μετά το 1815, με την αποστράτευση μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους όταν ο πληθυσμός των έγκλειστων είχε υπερτριπλασιαστεί. Μέχρι το 1818 13.057 άνθρωποι βρισκόταν στα διάφορα ιδρύματα ενώ η χωριτικότητά τους δεν ξεπερνούσε τους 8.545.

Το 1818 έλαβε χώρα μια ανταρσία για τη μερίδα του ψωμιού στο πρώτο εθνικό σωφρονιστικό κατάστημα στο Μίλιμπανκ του Λονδίνου. Τόσο άσχημα είχαν γίνει τα πράγματα που το αίτημα των εξεγερμένων των φυλακών ήταν η επιστροφή στους τραμπούκους για να γλιτώσουν από την ασφυκτική πειθαρχία του νέου συστήματος!

Ήταν σαφές ότι χρειαζότανε μια νέα μεταρρύθμιση που να βελτιώνει τους μηχανισμούς καταπίεσης σε εργαλεία σύγχρονης ταξικής κυριαρχίας. Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν οι πρώτες σύγχρονες αστυνομικές δυνάμεις. Το σκεπτικό των δυνάμεων, που ήταν να αντικαταστήσουν το στρατό στον καθημερινό έλεγχο των κοινοτήτων της εργατικής τάξης, ήταν παρόμοιο μ' αυτό των νέων φυλακών. Η ωμή βία από μόνη της δεν επαρκούσε για να κατευνάσει την εξεγερτική διάθεση των εργατών. Πραγματικά, η παρουσία του στρατού συχνά οδηγούσε στην αύξηση του επίπεδου απείθειας.

Από την άλλη, η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να αφήσει την ιδιοκτησία της αφύλακτη, άρα χρειαζόταν μια πιο διακριτική δύναμη -την αστυνομία για να επιτηρεί τις πλουσιότερες περιοχές της πόλης. Παρ' όλα αυτά, η αστυνομία αναγκάστηκε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις της στις συνοικίες των εργατών, όχι για να προστατεύει τους φτωχούς, αλλά για να αποκτήσει μια γνώση και μια πρόσβαση στις κοινότητες της εργατικής τάξης, απ' όπου απλωνόταν ο κίνδυνος για την ιδιοκτησία. Οι νέες φυλακές θα επιχειρούσαν να απομονώσουν τους παραβάτες από τον έξω κόσμο, σε αντίθεση με την παλιότερη συνήθεια οι φυλακές να είναι μισοανοιχτές στην υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό εξυπηρετούσε στην εξατομικοποίηση των ίδιων των φυλακισμένων και στην καλλιέργεια της εικόνας του φυλακισμένου ως ενός αδιόρατου, ξένου εχθρού. Η υπόλοιπη κοινωνία ενθαρρύνονταν να βλέπει τους φυλακισμένους σαν κάπως ξεχωριστό κομμάτι από τη μάζα του πληθυσμού.

Οι φυλακισμένοι απομονώθηκαν περαιτέρω εντός των φυλακών μέσα από το σύστημα των κελιών. Οι φυλακές του Πέντονβιλ ήταν το νέο "πρότυπο" όταν άνοιξαν το 1842, με την απόλυτη απομόνωση για τους φυλακισμένους τους πρώτους 18 μήνες. Ακόμα και το εκκλησάκι χωρίζονταν σε δύο επί μέρους διαμερίσματα. Κάθε κελί είχε ξεχωριστό χώρο άθλησης, αλλά ακόμα κι έτσι ήταν υποχρεωτικό να φοράει κανείς τη μάσκα του για μην αναγνωρίζεται. Άλλες δέκα τέτοιες φυλακές χτίστηκαν μέχρι το 1850. Ένας φύλακας του Πέντονβιλ είπε το 1856, απαντώντας στο ερώτημα αν η κατάργηση των συσκευών σύνθλιψης αντίχειρα περιόριζε τον έλεγχο που είχαν πάνω στους κρατούμενους.
Νομίζω ότι έχουμε τώρα μεγαλύτερη εξουσία πάνω τους, κύριε. Γιατί τώρα, όπως βλέπεις, στερούμε το δικαίωμα της αλληλογραφίας, το επισκεπτήριο κι αυτό είναι κάτι που πονάει περισσότερο από όσα βασανιστήρια θα μπορούσαμε να του κάνουμε.
Οι Βικτωριανοί, που ακολούθησαν, προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το σύστημα των φυλακών για να απομονώσουν τα πιο απειθάρχητα και αλλοτριωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης. Μια "επικίνδυνη" τάξη κωδικοποιήθηκε ως ένας υποτιθέμενα περιορισμένος και προσδιορίσιμος εχθρός που θα μπορούσε να απομονωθεί από την εργατική τάξη σαν σύνολο.

Σε κάποιες περιόδους, όπως της μεγάλης οικονομικής επέκτασης από τα μέσα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και ξανά κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960, αποδείχθηκε πιθανό να δημιουργήσεις μια απόσταση ανάμεσα στα φτωχά και τα εξειδικευμένα τμήματα της εργατικής τάξης. Αλλά στα τέλη του 19ου αιώνα με την οικονομική κρίση, την οικοδόμηση μαζικών συνδικάτων και τελικά τη Μεγάλη Αναταραχή στις αρχές του 20ου αιώνα μπήκε τέλος σ' αυτή την κατάσταση. 

Οι προσπάθειες να περιγραφεί το σύστημα των φυλακών σαν μια απαραίτητη άμυνα του πληθυσμού απέναντι σε μια μειοψηφία "εγκληματικών στοιχείων" επιμένουν ακόμα μέχρι σήμερα. Η πραγματικότητα των φυλακών -ως εργαλείων καταπίεσης που κατεξοχήν στοχεύουν στα πιο ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού- παραμένει επίσης γεγονός. 
 





Socialist Worker Review Issue 131 May 1990

Σχόλια