Η αγία οικογένεια



Πάβελ Φιλόνοφ, "Οικογένεια χωρικού (Αγία Οικογένεια)" (1914)

 

Τα τελευταία δύο χρόνια έχουν δημοσιευτεί στο International Socialism ορισμένα άρθρα της Τζόαν Σμιθ με θέμα την οικογένεια και τη γυναικεία καταπίεση και, πέρα από ένα σύντομο κριτικό άρθρο της Ιρέν Μπρούγκελ, το έργο της έχει ερήμην γίνει αποδεκτό σαν θεωρία του SWP πάνω σ' αυτό το ζήτημα. 

Γι' αυτό το λόγο πρέπει να γίνει μια επανεκτίμηση. Αυτό το καθήκον είναι ακόμα πιο σημαντικό από τη στιγμή που τα πολιτικά συμπεράσματα τα όποια μπορούμε (και θα έπρεπε) να αντλούμε από τα άρθρα έχουν πολύ σημαντικές συνέπειες για την οργάνωση της δουλειάς γύρω από αυτά τα ζητήματα που επηρεάζουν ιδιαίτερα τις γυναίκες. 

Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να δείξει ότι η Τζόαν Σμιθ παρήγαγε μια θεωρία που δε βασίζεται στη Μαρξιστική κατανόηση της σύνδεσης μεταξύ των δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής και της συγκεκριμένης ιστορικής ανάπτυξης των κοινωνικών θεσμών, αλλά απεναντίας βασίζεται σε μια ανιστορική αντίληψη της οικογένειας. Υπάρχουν τρεις γραμμές στο επιχείρημα που αναπτύσσει η Τζόαν Σμιθ, που η κάθε μια τους συνδέεται με τις άλλες: η ανάλυση του τρόπου αναπαραγωγής, το επιχείρημα της 'ελεύθερης μισθωτής εργασίας' και το επιχείρημα της 'συνείδησης'. Κάθε μια θα απαντηθεί με τη σειρά της.

Η ανάλυση του τρόπου αναπαραγωγής

Η Τζόαν Σμιθ χρησιμοποιεί τη διάκριση ανάμεσα στον 'τρόπο παραγωγής' και τον 'τρόπο αναπαραγωγής' για να χαρακτηρίσει την οικογένεια ως το συγκεκριμένο μέσο διά του οποίου οι ταξικές κοινωνίες αναπαράγουν τον εαυτό τους. Αυτό γίνεται με έναν ορισμό: "Οι διαφορετικές μορφές της οικογένειας είναι ο διαφορετικός τρόπος αναπαραγωγής σε όλες τις ταξικές κοινωνίες". 

Γι' αυτήν ο τρόπος αναπαραγωγής συνεπάγεται ουσιαστικά δυο πράγματα: την αναπαραγωγή της νέας γενιάς και την κανονικοποίηση των σχέσεων μεταξύ των φύλων. Στη συνέχεια, χαρακτηρίζει την εργασία και την οικογένεια σαν 'δυο μορφές παραγωγής' και ισχυρίζεται ότι αυτή η διάκριση στηρίζεται σε ένα απόσπασμα του Ένγκελς που παραθέτει. Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει αυτή τη διάκριση για να εξετάσει τη σχέση του τρόπου παραγωγής και της οικογένειας.  

Όμως αυτοί οι 'δύο τρόποι παραγωγής' είναι μια απολύτως λανθασμένη ερμηνεία του Ένγκελς. Στην πραγματικότητα κάνει μια γενική διατύπωση των προτάσεων του ιστορικού υλισμού, υποδεικνύοντας ότι σε τελευταία ανάλυση οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη κάθε κοινωνικού θεσμού είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή της υλικής ζωής. Λέει ότι η παραγωγή και η αναπαραγωγή της υλικής ζωής "έχουν διττό χαρακτήρα. Από τη μια μεριά η παραγωγή των μέσων συντήρησης, φαγητού, ρουχισμού και στέγασης, και των απαραίτητων για την παραγωγή εργαλείων. Κι από την άλλη, η παραγωγή των ίδιων των ανθρώπινων όντων, η διάδοση του είδους. Οι κοινωνικοί θεσμοί κάτω από τους οποίους ζουν οι άνθρωποι μιας  συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και μιας συγκεκριμένης χώρας, εξαρτώνται και από τα δύο είδη παραγωγής, τόσο από το στάδιο ανάπτυξης της εργασίας όσο και από την οικογένεια". 

Ο Ένγκελς συνεχίζει περιγράφοντας πώς η σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής έχει σαν αποτέλεσμα τον εκτοπισμό της οικογένειας ως οργανωτή της παραγωγής: οι γενεαλογικοί δεσμοί αντικαθίστανται από τις εδαφικές ομάδες. Χρησιμοποιεί έτσι τις αρχές του ιστορικού υλισμού για να εξηγήσει τις ιστορικές αλλαγές στην πρωτόγονη οικογένεια. 

Είναι απολύτως σαφές ότι η παραχώρηση στην οικογένεια της ιδιότητας του 'τρόπου αναπαραγωγής' που κάνει η Τζόαν Σμιθ δεν έχει τίποτα κοινό με τον Ένγκελς. Για τον Ένγκελς, η οικογένεια είναι ένας ιστορικά προσδιορισμένος θεσμός όπως και πολλοί άλλοι. Χρησιμοποιεί την ιδέα του τρόπου παραγωγής με την έννοια της συσχέτισης των δυνάμεων παραγωγής με τις σχέσεις παραγωγής. Το αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης είναι ο τρόπος παραγωγής. Όταν ορίζει κανείς κάτι ως τρόπο αναπαραγωγής που είναι ξεχωριστό από τον τρόπο παραγωγής παραβιάζει το σύνολο της ανάλυσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνει εντελώς αυτό που είναι κεντρικής σημασίας για το σύστημα -σ' αυτό θα χρειαστεί να επιστρέψουμε. 

Ο τρόπος παραγωγής δεν είναι απλά ένας όρος που περιγράφει το αντιφατικό αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των αναπτυσσόμενων δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Είναι ακριβώς το γεγονός ότι η αναπαραγωγή της κοινωνίας δεν είναι παρά μια όψη του τρόπου παραγωγής που δίνει στον ιστορικό υλισμό τη δυνατότητα της ανάλυσης των συγκεκριμένων θεσμών. Ο καπιταλισμός αφομοιώνει όλες τις σχέσεις του εποικοδομήματος έτσι ώστε να διατηρεί την οργάνωση της παραγωγής. Αλλά το σημαντικό σημείο είναι ότι οι θεσμοί που είναι αποτέλεσμα αυτής της αντιφατικής εξέλιξης είναι κι οι ίδιοι τους αντιφατικοί -είναι κατάρα και ευλογία για τον καπιταλισμό. 

Όταν η Τζόαν Σμιθ χαρακτηρίζει την οικογένεια ως 'τρόπο αναπαραγωγήςοι ίδιες οι ιστορικές λεπτομέρειες που θα έκαναν εφικτή μια συγκεκριμένη μελέτη απαλείφονται. Αυτό που απομένει είναι μια αφηρημένη γενικολογία. 

Αυτό δεν είναι καθόλου βοηθητικό. Δεν μας παρέχει καμία κατεύθυνση για το τι ακριβώς είναι αυτό που αλλάζει, ούτε γιατί και τι περιμένουμε να βγει απ' αυτές τις αλλαγές. Στην πραγματικότητα μάς φέρνει σε μια δυσκολία στην προσπάθειά μας να ισχυριστούμε ότι η οικογένεια είναι απαραίτητη στον καπιταλισμό, γιατί έχοντας επιτρέψει τη διαφοροποίηση όλων των συγκεκριμένων παραγόντων από τάξη σε τάξη, από εποχή σε εποχή, το μόνο που μας απομένει σαν απαραίτητο για τον καπιταλισμό είναι στην ουσία του κάτι μεταφυσικό.

Το πρόβλημα μ' αυτή την ανάλυση ξεκινάει από έναν ορισμό, μια υπόθεση. Έχοντας υποστηρίξει ότι η οικογένεια είναι ένας βασικός τρόπος αναπαραγωγής όλων των ταξικών κοινωνιών, η Τζόαν Σμιθ καθιστά αδύνατη, μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, τη σύλληψη μιας ταξικής κοινωνίας στην οποία η οικογένεια δεν θα ήταν απαραίτητη. Και αν αντιλαμβανόμαστε την οικογένεια ως απαραίτητη, όλες οι λειτουργίες τείνουν να αποκτήσουν μια όψη ουσιοκρατική. Αυτό είναι αρκετά φυσικό αφού ο καπιταλισμός επωφελείται σχεδόν απόλυτα από την ύπαρξη της οικογένειας -για παράδειγμα από την αναπαραγωγή της κατανάλωσης σε οικογενειακές μονάδες. 

Αλλά το ξεγλίστρημα από τη δυναμική του καπιταλισμού στη μελέτη των υπερδομικών σχέσεων της οικογένειας είναι ένα πράγμα, είναι όμως άλλο να φανταζόμαστε ότι εκεί βρίσκεται η καρδιά του συστήματος. Αν η οικογένεια είναι απαραίτητη για τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του καπιταλισμού, τότε μια πετυχημένη επίθεση στο θεσμό της οικογένειας θα είναι ένα θανάσιμο χτύπημα για το σύστημα - αυτή δεν είναι μια Μαρξιστική, αλλά μια ριζοσπαστική φεμινιστική λύση απέναντι στον καπιταλισμό.

Το επιχείρημα της ελεύθερης μισθωτής εργασίας

Η Τζόαν Σμιθ αποφεύγει αυτή τη χοντροκομμένη κατάληξη καταφεύγοντας σε μια άλλη αφαίρεση για να στηρίξει την κεντρικότητα της οικογένειας. Το επιχείρημά της είναι ότι η οικογένεια είναι απαραίτητη στον καπιταλισμό επειδή είναι το μόνο μέσο διά του οποίου η ελεύθερη μισθωτή εργασία μπορεί να διαμορφωθεί. Αλλά αυτός ο ισχυρισμός έχει πολλές προεκτάσεις τις οποίες δεν καταφέρνει να φωτίσει στα άρθρα της.

Με τον όρο ελεύθερη μισθωτή εργασία ο Μαρξ εννοούσε ελεύθερη με μια διπλή έννοια, δηλαδή το να μην έχει κανείς/καμιά ούτε ατομική ιδιοκτησία ούτε κάτοχο (και άρα αναγκάζεται να πουλά την εργατική του/της δύναμη στην αγορά). Άρα είναι αυτή η επιβεβλημένη σχέση της αγοράς που βρίσκεται στη ρίζα της ιδιοποίησης της υπεραξίας, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε καμία συσσώρευση της υπεραξίας. Και αν η οικογένεια είναι απαραίτητη προκειμένου αυτή να λάβει χώρα, τότε όντως έχουμε να κάνουμε με ένα βασικό θεσμό του καπιταλισμού. Αλλά το επιχείρημά της περί αυτού είναι πολύ αδύναμο: θεωρεί οποιαδήποτε εναλλακτική απέναντι στην οικογένεια αδιανόητη.
Αν η αναπαραγωγή του είδους περιέλθει στην πραγματικότητα κάτω από τον άμεσο έλεγχο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μού φαίνεται απίθανο αυτή η τάξη των ελεύθερων μισθωτών εργατών να συνεχίσει να υπάρχει. Με ποιο τρόπο δομείται η ευρύτερη κοινωνία εντός της οποία βρίσκει εφαρμογή ο τρόπος παραγωγής; Χωρίς την οικογένεια εξακολουθούμε να έχουμε να κάνουμε με ελεύθερους ανθρώπους;

Είναι απορίας άξιο τι το τόσο αδιανόητο υπάρχει σε ένα εντελώς ομοιόμορφο σύστημα βασικής εκπαίδευσης ελεγχόμενο από το κράτος που θα παράγει εργατική δύναμη (προς εκμετάλλευση στην αγορά εργασίας, κλπ) μιας επαρκούς ποιότητας και ποσότητας για χρήση της καπιταλιστικής παραγωγής. Ασφαλώς οι μονογονεϊκές οικογένειες, τα ορφανοτροφεία, κλπ παράγουν ελεύθερους μισθωτούς εργάτες. Μήπως τελικά είναι αυτά ο θεσμός που η Τζόαν Σμιθ δεν μπορεί να διανοηθεί; 

Αλλά το να αναδεικνύεις τις εναλλακτικές που υπάρχουν στον καπιταλισμό απέχει πολύ από το να υποστηρίζεις ότι η οικογένεια θα μπορούσε να αντικατασταθεί εδώ κι εκεί από τους συγκεκριμένους θεσμούς. Η Τζόαν Σμιθ έχει κάποιο δίκιο όταν τονίζει ότι μια τέτοια αλλαγή θα ήτανε καταστροφική για τον καπιταλισμό σήμερα. Αλλά το ζήτημα είναι ότι σίγουρα ο καπιταλισμός εξελίσσεται κι ότι αυτή είναι μία σαφής κατεύθυνση προς την οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί -η κοινωνικοποίηση των παραγόντων που ελέγχουν την ποιότητα και την παροχή της εργατικής δύναμης. Αν δούμε το ζήτημα στη δυναμική του δεν υπάρχει καμία αντίρρηση πάνω σ' αυτό. Αν το δούμε στατικά, τότε γίνεται 'αδιανόητο'.

Αν κανείς προσπαθήσει να συνδέσει τα δύο σαφώς διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης μεταξύ τους, η ανάλυση απαραίτητα μοιάζει τραβηγμένη απ' τα μαλλιά. Η οικογένεια, εδώ κι εκεί, και η ελεύθερη μισθωτή εργασία με την έννοια που την ορίζει ο Μαρξ στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου, βρίσκονται ξεκάθαρα μίλια μακριά. Ο Μαρξ αφαιρεί επιμελώς όλα τα στοιχεία του εποικοδομήματος, τα επιφαινόμενα του καπιταλισμού, προκειμένου να εξετάσει τις θεμελιώδεις σχέσεις στη δουλειά.

Αλλά η οικογένεια είναι ακριβώς μία από τις όψεις του καπιταλισμού που ο Μαρξ απομακρύνει από την ανάλυσή του. Για να το επανεισαγάγει, ο Μαρξ έπρεπε να επανεισάγει όλους τους παράγοντες που έκαναν την ανάλυση συγκεκριμένη. Η Τζόαν Σμιθ κόβει δρόμο ορίζοντας την οικογένεια σ' ένα παρόμοιο επίπεδο αφαίρεσης και επαναφέροντάς την στην αρχική υπόθεση περί ουσιώδους φύσης της οικογένειας. Δεν υπάρχει κανένα πραγματικό επιχείρημα εδώ.

Επίσης αν η οικογένεια είναι ουσιώδης όσον αφορά την ύπαρξη της εκμετάλλευσης, τότε ο Μαρξ έκανε λάθος σε ένα πολύ βασικό σημείο - η κυριαρχία των σχέσεων παραγωγής πάνω στη μορφή και τη λειτουργία των θεσμών κάτω απ' τον καπιταλισμό (και κάτω από οποιοδήποτε άλλο τρόπο παραγωγής για τον ίδιο λόγο). Αν η Τζόαν έχει δίκιο, τότε ο Μαρξ κάνει λάθος. Γιατί είναι αδύνατο και η οικογένεια να είναι ο βασικός θεσμός για την παραγωγή της ελεύθερης μισθωτής εργασίας και ταυτόχρονα οι σχέσεις παραγωγής να είναι ο πρωταρχικός καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη της οικογένειας. Δεν γίνεται να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. Αν έχει δίκιο η Τζόαν Σμιθ τότε η οικογένεια πρέπει να εξασκεί αποφασιστική επιρροή πάνω στη μορφή της απασχολούμενης εργατικής δύναμης, την τιμή της αμοιβής της, τις συνθήκες, κλπ. Αυτό είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με την ανάλυση του Μαρξ, αλλά είναι το επιχείρημα που χρησιμοποιεί η Τζόαν Σμιθ.
Η καταπίεση των γυναικών στον καπιταλισμό προέρχεται από το γεγονός ότι η αναπαραγωγή αυτής της κοινωνίας παίρνει τη μορφή της οικογένειας.
Είναι μόνο μέσα από την ανάλυση του ρόλου της οικογένειας στην αναπαραγωγή που μπορούμε να αντιληφθούμε το ρόλο των ανδρών, των γυναικών και της νεολαίας στο εργατικό δυναμικό.
Είναι αδύνατο να εξηγήσουμε πού δουλεύουν οι γυναίκες και πόσο πληρώνονται χωρίς αναφορά στην οικογένεια και στην ιδιωτική μορφή αναπαραγωγής της κοινωνίας μας.

Έτσι όχι απλά η οικογένεια είναι κρίσιμη για την παραγωγή της ελεύθερης μισθωτής εργασίας, αλλά με την ίδια έννοια προσδιορίζει ακόμα και τη διανομή και τις αποδοχές της. Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της κεντρικότητας είναι προφανείς: το πεδίο της διαπάλης απομακρύνεται απ' το χώρο δουλειάς. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν η Τζόαν φτάνει να προτείνει τον τρόπο οργάνωσης των γυναικών.

Το επιχείρημα της συνείδησης 

Η Τζόαν Σμιθ υποστηρίζει ότι η οικογένεια είναι απολύτως κεντρική όσον αφορά την ανάπτυξη της συνείδησης των γυναικών, και στην πραγματικότητα ότι η καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες "προσδιορίζει" την εκμετάλλευσή τους. Απ' τη στιγμή που η οικογένεια είναι κεντρικής σημασίας για την εκμετάλλευση των γυναικών μέσω της καταπίεσης, καθίσταται επιτακτικό για τους επαναστάτες να εστιάσουν πρώτα και κύρια στην οικογένεια αν θέλουν να έχουν οποιαδήποτε οργανωτική πρόσβαση στις γυναίκες. Επιχειρηματολογεί ότι είναι πιθανό να στρατολογήσουμε γυναίκες στη βάση της καταπίεσης και ότι το κύριο πρόβλημα είναι να βρούμε μια μορφή οργάνωσης που να απαντά στην καταπίεση.
Μπορούμε να οργανώσουμε, να κερδίσουμε και να στρατολογήσουμε γυναίκες στη βάση της καταπίεσης άλλα και της εκμετάλλευσής τους... αλλά για να το κάνουμε αυτό χρειαζόμαστε μια οργάνωση γυναικών πιο πλατιά από το επαναστατικό κόμμα που να ασχολείται με κάθε ζήτημα της γυναικείας καταπίεσης και της γυναικείας εκμετάλλευσης - μια οργάνωση που να περιλαμβάνει γυναίκες μέλη του επαναστατικού κόμματος και γυναίκες μη μέλη. Γιατί η καταπίεση των γυναικών καθορίζει τη μορφή εκμετάλλευσης, γιατί δεν παύουν να είναι καταπιεσμένες όταν περνούν τις πύλες του εργοστάσιου, είναι μάταιο να υποστηρίζουμε ότι η συμμετοχή των γυναικών στις γενικές συνελεύσεις των συνδικάτων μπορεί να καλύψει αυτό το ρόλο. Είναι απαραίτητο να χτίσουμε ένα γυναικείο κίνημα με τη δική του εφημερίδα που να μπορεί να ενώσει όλες τις γυναίκες, τις εργαζόμενες στο δημόσιο τομέα, τις εργάτριες στα εργοστάσια, τις γυναίκες στο σπίτι. Επειδή ο καπιταλισμός καταπιέζει όλες τις γυναίκες, η υλική βάση για μια τέτοια οργάνωση υπάρχει, επειδή η καπιταλιστική εκμετάλλευση μπερδεύεται με την καπιταλιστική καταπίεση αυτή η υλική βάση ταιριάζει με τη συνολική επαναστατική στρατηγική ενός εργατικού κόμματος.

Από τη στιγμή που υποστηρίζεται ότι το επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί να οργανώνει γυναίκες στη βάση της δικής τους καταπίεσης, μια άλλη οργάνωση απαιτείται που με έναν τρόπο να ταιριάζει καλύτερα με τη συνείδηση που γεννά η καπιταλιστική καταπίεση στις γυναίκες. Τώρα έχω να κάνω μια άμεση παρατήρηση -υποστηρίζεται ότι μια τέτοια οργάνωση θα είναι ικανή να συνδεθεί με όλες τις γυναίκες, γιατί όλες οι γυναίκες καταπιέζονται. Αλλά την ίδια στιγμή αυτή η οργάνωση θα ταιριάζει θαυμάσια με τη 'συνολική επαναστατική στρατηγική'  ενός εργατικού κόμματος. Φαίνεται ότι της Τζόαν της διαφεύγει ότι το καταλυτικό στοιχείο της συνείδησης είναι η τάξη και ότι αυτό το στοιχείο θα διασπούσε ένα τέτοιο κίνημα από την πρώτη στιγμή που θα αναλάμβανε δράση ενάντια στον καπιταλισμό.

Τώρα ας εξετάσουμε το ζήτημα γιατί το επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί να συνδεθεί με την καταπίεση που βιώνουν οι γυναίκες. Η Τζόαν Σμιθ δεν δίνει καμιά πιθανή εξήγηση! Αυτό το επιχείρημα πετιέται σαν μία υπόθεση που βασίζεται πιθανότατα στην έννοια του κόμματος που πρέπει σώνει και καλά να αντιπροσωπεύει μία πολύ δογματική αντίληψη της οργάνωσης. Είναι σαφές ότι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η ίδια το κόμμα είναι σαν μια οργάνωση που η βασική της λειτουργία είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων συνείδησης που υπάρχουν στο εσωτερικό της τάξης, και το ανέβασμα από το χαμηλότερο στο υψηλότερο επίπεδο. Υπάρχουν οι γυναίκες που έχουν συνείδηση της καταπίεσής τους και υπάρχουν κι αυτές που αποδέχονται ότι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούν απ' αυτήν είναι η ανατροπή του καπιταλισμού. Ο ρόλος του κόμματος είναι να μετασχηματίσει την πρώτη στην τελευταία, να μετατρέψει τις συνειδητές καταπιεσμένες σε συνειδητές επαναστάτριες.

Αλλά ακόμη κι αν αποδεχθούμε ότι η υπόθεση πως το επαναστατικό κόμμα δεν είναι ικανό να 'καλύψει' αυτό το κενό συνείδησης έχει μια βάση (που δεν είμαστε καθόλου υποχρεωμένοι) τότε τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι μια άλλη οργάνωση θα έκανε καλύτερα αυτή τη δουλειά; Μια τέτοια εκτίμηση ουσιαστικά πέφτει στο επίπεδο της ψυχολογίας. Οι γυναίκες νιώθουν καταπιεσμένες και άρα μπορούν να στρατευτούν στην επαναστατική πολιτική. Η ενότητα που συνέχει ένα καταπιεσμένο κομμάτι της κοινωνίας εκλαμβάνεται ως η υλική βάση μίας οργάνωσης. Αλλά εδώ είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ένα σημείο που οι περισσότεροι επαναστάτες θεωρούν δεδομένο: το βασικό γεγονός ότι η εργατική τάξη πουλάει συλλογικά την εργατική της δύναμη στις εργοδότριες τάξεις της παρέχει μια ενότητα πολύ πιο ουσιαστικής φύσης από τις διαιρέσεις μεταξύ κομματιών της τάξης μεταξύ ανδρών/γυναικών, μαύρων/λευκών ή ό,τι άλλο. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα υπήρχε καμία αντικειμενική βάση για να είναι μια τάξη δυνάμει επαναστατική.

Μια νέα οργάνωση του τύπου που προτείνει η Τζόαν Σμιθ, θα πρέπει να συμβιβαστεί με αυτό το γεγονός: ότι το ταξικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο. Η ίδια το αναγνωρίζει αυτό:
Προφανώς ένα τέτοιο κίνημα αντιμετωπίζει το πρόβλημα ότι ενώνει όχι μόνο όλες τις επαναστάτριες φεμινίστριες από διαφορετικούς τομείς αλλά ότι εγκαθιδρύει επίσης μια γυναικεία στρατηγική που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της στρατηγικής του επαναστατικού κόμματος.
Οι γυναίκες στη Βρετανία βρίσκονται σε πολύ πλεονεκτική θέση σε σχέση μ' αυτό. Ένα υψηλότερο ποσοστό γυναικών στη Βρετανία σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΟΚ είναι κομμάτι του εργατικού δυναμικού.

Επομένως, γιατί αυτό το γεγονός να έχει την οποιαδήποτε αξιοπιστία άμα δεχθούμε την υπόθεση της κεντρικότητας της οικογένειας στον προσδιορισμό της γυναικείας συνείδησης μέσα από την καταπίεση; Έρχεται αντιμέτωπη με αυτό το δίλημμα: αν η οικογένεια είναι κεντρικής σημασίας όπως ισχυρίζεται σε προηγούμενο άρθρο της, τότε το γεγονός ότι οι γυναίκες καταλαμβάνουν τόσο σημαντική θέση στο χώρο δουλειάς μπαίνει στο περιθώριο σε σχέση με τη δυνατότητα των επαναστατών να τις οργανώσουν. Αν από την άλλη,ο χώρος δουλειάς είναι τόσο σημαντικός όσο ισχυρίζεται σε επόμενο άρθρο της, τότε ο εναλλακτικός τρόπος οργάνωσης που προτείνει δεν είναι απαραίτητος. Η αιτιολόγηση της ανάγκης ενός νέου τρόπου οργάνωσης δεν υπάρχει καθόλου στο έργο της, και από τη στιγμή που τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν είναι αντιφατικά, είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε στη βάση.

Ξεκινώντας και πάλι από την αρχή 

Όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς, θα πρέπει να τονίσουμε πως οι κοινωνικοί θεσμοί είναι ουσιαστικά προσδιορισμένοι από την ιστορική ανάπτυξη των αντιφάσεων ανάμεσα στις δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Αυτού του είδους οι θεσμοί είναι μεταβλητοί, αλλάζουν μορφή και λειτουργία, μπορούν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται ανάλογα με την παραπάνω αντίφαση. Η οποιαδήποτε μελέτη ενός θεσμού του εποικοδομήματος, όπως η οικογένεια, πρέπει να ξεκινάει από μία ανάλυση των συγκεκριμένων λειτουργιών που επιτελεί στην καπιταλιστική κοινωνία και πρέπει να συνδέει αυτές τις λειτουργίες με τη δυναμική του συστήματος.

Αυτό σημαίνει με πραγματικούς όρους να εξετάζει τον τρόπο κατά τον οποίο η οργάνωση της οικογένειας συμβάλλει στη διατήρηση των σχέσεων παραγωγής (πώς, για παράδειγμα, μεταβιβάζονται οι θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές αντιλήψεις της κοινωνίας) και πώς η οικογένεια συνδέεται με το οικονομικό επίπεδο, την κατανάλωση, τον καταμερισμό εργασίας, και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια πρέπει να ξεκινάμε με τη συγκεκριμένη ανάλυση και να προσπαθούμε να συνδέσουμε ό,τι μπορούμε να δούμε ότι συμβαίνει μέσα στην οικογένεια με τη δυναμική της καπιταλιστικής κοινωνίας σαν σύνολο. Η Τζόαν Σμιθ ξεκινούσε από έναν αφηρημένο ορισμό και μετά προσπαθούσε να τον γεμίσει με ξένο περιεχόμενο. Αλλά η αφαίρεση πρέπει να προέρχεται από το συγκεκριμένο, όχι από τη φαντασία μας.

Έχοντας βάλει την οικογένεια σε θέση κεντρική για το σύστημα, έγινε επιρρεπής σε κάθε είδους πολιτικά λάθη. Γιατί αν πάρουμε την οικογένεια σαν ανιστορική κατηγορία, οι ταξικοί προσδιορισμοί μπαίνουν στο περιθώριο και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να επιχειρηματολογεί κανείς υπέρ μιας που θα ήταν πολωμένη στο εσωτερικό της. Η Τζόαν Σμιθ θα συμφωνούσε ότι θα ήταν πολωμένη. Ως επαναστάτρια, υποστηρίζει την επίθεση στον καπιταλισμό. Αλλά η θεωρία της αφήνει την οργάνωση λειψή. Αν είναι να προχωρήσει πρέπει να προέλθει από τις γραμμές της τάξης, αλλά τότε πάει περίπατο η απεύθυνση σε 'όλες τις γυναίκες'. Από την άλλη, η αποτυχία υιοθέτησης μιας τέτοιας προσέγγισης θα είχε σαν αποτέλεσμα μια οργάνωση προορισμένη να έχει μόνο μια επιρροή στα λόγια. Η διέξοδος απ' αυτό το δίλημμα είναι αναγνώριση ότι για να έχει την οποιαδήποτε πιθανότητα μια οργάνωση να βάλει τέλος στην καταπίεση των γυναικών θα πρέπει να βασίζεται στην προσήλωση στην εργατική επανάσταση. Οι γυναίκες μπορούν και πρέπει να οργανωθούν στη βάση της αναγνώρισης της καταπίεσής τους, αλλά οι πολιτικές τέτοιων οργανώσεων δεν πρέπει να αφήνονται αναπτύσσονται ανεξάρτητα από μια ταξική ανάλυση.

Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα ότι οι επαναστάτριες πρέπει να δουλεύω μέσα στο κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών, κλπ, αλλά πρέπει να είναι οργανωτικά και πολιτικά ανεξάρτητες. Η πολιτική τους πρέπει να καθορίζεται από μια ανεξάρτητη ταξική ανάλυση, που να συνδέει πάντα το τι είναι πιθανό σε σχέση με τις ανάγκες της εργατικής τάξης. Πρέπει να τραβάνε κόσμο προς το επαναστατικό κόμμα, υποστηρίζοντας μια γενίκευση του πολιτικού αγώνα σε κάθε είδους νέα πεδία, ενώ παράλληλα παλεύουν σταθερά για τους άμεσους στόχους. 

Το να φτιάξεις μια νέα οργάνωση που να μην είναι σφιχτοδεμένη με την εργατική τάξη είναι μια πολιτική ανοησία. Μια τέτοια οργάνωση θα ήταν ασταθής, αν δεν ήταν ανοιχτά ρεφορμιστική. Και είναι η αδυναμία της Τζόαν Σμιθ να αναγνωρίσει αυτό το γεγονός που εξηγεί την παντελή απουσία αιτιολόγησης για την ανάγκη μιας τέτοιας οργάνωσης. 
   

International SocialismWinter 1980, Bob Lloyd, The Holy Family

Σχόλια