Η ανδρική βία δεν υπήρχε από πάντα

Η βία κατά των γυναικών είναι ένα πολιτικό ζήτημα που επανέρχεται κατά διαστήματα στο προσκήνιο τα τελευταία 15 χρόνια. Αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους. Πρώτον, είναι αντανάκλαση του σεξισμού που όλες οι γυναίκες βιώνουν καθημερινά και της βίας και του βιασμού που μια μειοψηφία των γυναικών έχει υποστεί. Δεύτερον, είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης ενασχόλησης του γυναικείου κινήματος με την ανδρική βία. Τέλος, όμως, είναι αντανάκλαση των αλλαγών στη σεξουαλικότητα και της θέσης των γυναικών στην ύστερη καπιταλιστική κοινωνία.

Το αίτημα των γυναικών να έχουν τον έλεγχο της σεξουαλικότητάς τους αναδείχθηκε δίπλα στον όλο και πιο κεντρικό οικονομικό τους ρόλο ως μισθωτές εργαζόμενες. Η δυσαρέσκεια πολλών γυναικών με την κακομεταχείριση των σωμάτων τους -είτε με τη διαφήμιση και την πορνογραφία είτε με τη σεξουαλική παρενόχληση και το βιασμό- έρχεται σε αντίφαση με την προσδοκία της κοινωνίας ότι θα φορτώνονται με προθυμία τα βάρη της οικογένειας ως σύζυγοι, ερωμένες και μητέρες κατώτερες των συζύγων ή των εραστών τους. Αυτή η δυσαρέσκεια έρχεται επίσης σε αντίφαση με μια κοινωνία που μετρά τους πετυχημένους διαπροσωπικούς δεσμούς μεταξύ ανδρών και γυναικών με όρους σεξουαλικούς. Τέλος, έρχεται σε αντίφαση με μια κοινωνία στην οποία η σεξουαλικότητα αγοράζεται και πουλιέται σαν εμπόρευμα ή χρησιμοποιείται για να αγοράσεις ή να πουλήσεις άλλα εμπορεύματα.

Το 1975 η Σούζαν Μπραουνμίλερ έγραψε το Ενάντια στη Θέλησή μας, ένα βιβλίο που άσκησε βαθιά επιρροή μεταξύ των φεμινιστριών. Με διάφορους τρόπους αυτό το βιβλίο έθεσε τους όρους της συζήτησης για το βιασμό και τη βία κατά των γυναικών. Αντανακλούσε τη δύναμη του ριζοσπαστικού φεμινισμού στο αμερικάνικο γυναικείο κίνημα, ένα ρεύμα που θεωρητικοποιούσε την καταπίεση των γυναικών με όρους διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών, και με μεγάλη έμφαση στην ανδρική βία κατά των γυναικών. Τέτοιες ιδέες συχνά βασίστηκαν σε ισχυρισμούς σχετικά με την ανθρώπινη βιολογία. Η Μπραουνμίλερ επιχειρηματολογεί ότι η ίδια η σεξουαλική πράξη είναι το κλειδί για την κατανόηση της ανδρικής κυριαρχίας:

Η ανατομική ικανότητα του άνδρα να βιάζει και η αντίστοιχη ανατομική αδυναμία της γυναίκας είναι τόσο θεμελιώδεις για τη φυσιολογία και των δύο φύλων όσο και η ίδια η αρχέγονη σεξουαλική πράξη.

Η Μπραουνμίλερ πιστεύει ότι:
Η ανακάλυψη του άνδρα ότι τα γεννητικά του όργανα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν όπλο που γεννά το φόβο είναι μια από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις των προϊστορικών χρόνων, μαζί με τη χρήση της φωτιάς και του πρώτου ακατέργαστου πέλεκυ.

Από τη στιγμή που μπήκαν τα σημεία αναφοράς, τα Συμβουλευτικά Κέντρα Υποστήριξης Θυμάτων Βιασμών έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν την ανάλυση της Μπραουνμίλερ. Το πρώτο Συμβουλευτικό Κέντρο συστάθηκε στη Βρετανία το 1975. Μέχρι το 1981 υπήρχαν 16. Οι γυναίκες που ανέφεραν περιστατικά σ' αυτά τα κέντρα έκαναν σαφές ότι ο βιασμός ήταν κάτι πολύ πιο σύνηθες απ' ότι παρουσίαζαν οι στατιστικές της εγκληματικότητας. Οι γυναίκες που πέφτουν θύματα βιασμού, για διάφορους λόγους, δεν το καταγγέλλουν στην αστυνομία. Αυτά τα στοιχεία οδήγησαν πολλές φεμινίστριες στο συμπέρασμα ότι όλοι οι άνδρες είναι δυνητικά βιαστές. Το παρακάτω απόσπασμα, από αναφορά του Συμβουλευτικού Κέντρου Υποστήριξης Θυμάτων Βιασμών του Λονδίνου το 1984, είναι χαρακτηριστικό των συμπερασμάτων που έβγαζαν:
Ο μεγαλύτερος μύθος είναι αυτός που λέει ότι ο βιασμός είναι μια παρέκκλιση ξέχωρα από τον τρόπο που οι άνδρες συνδέονται με γυναίκες συναισθηματικά, σωματικά και σεξουαλικά. Οι εμπειρίες μας τα τελευταία οχτώ χρόνια έχουν δείξει ότι είναι η ακραία και λογική κατάληξη αυτού του δεσμού.

Απ' τη σωστή ιδέα ότι ο βιασμός είναι αποτέλεσμα της δομής των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών, πολλές φεμινίστριες οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η ανδρική συμπεριφορά είναι ισοδύναμο του βιασμού. Στην ίδια αναφορά υπάρχει μια επικίνδυνη τάση κάθε είδους σεξιστική συμπεριφορά να ορίζεται ως βιασμός:
Ο βιασμός δεν περιορίζεται στη διά της βίας διείσδυση στο γυναικείο κόλπο του ανδρικού πέους. Περιλαμβάνει κάθε σεξουαλική επίθεση, λεκτική ή σωματική, που όλες υφιστάμεθα στην καθημερινή μας επαφή με άνδρες. Ποικίλλει από ένα απλό "άγγιγμα" ή "πείραγμα" μέχρι τη βάναυση σεξουαλική παρενόχληση με αντικείμενα. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου χρησιμοποιούμε τη λέξη "βιασμός" για να περιγράψουμε μια οποιασδήποτε μορφής σεξουαλική επίθεση.

Απ' αυτή την άποψη, όλοι οι άνδρες πρέπει να είναι βιαστές γιατί δύσκολα μπορεί να βρει κανείς έναν άνδρα που να μην έχει πειράξει μια γυναίκα σε κάποια στιγμή της ζωής του. Δυστυχώς σ' αυτό το ολίσθημα της συμπερίληψης όλων των μορφών ανδρικής συμπεριφοράς στην έννοια του βιασμού πέφτουν και πολλοί σοσιαλιστές. Ο Κεν Λίβινγκστοουν, για παράδειγμα, είπε πρόσφατα, "Όλες οι έγκυρες μελέτες που έχουν γίνει τελευταία για την ψυχολογία δείχνουν ότι δεν υπάρχει μετρήσιμη διαφορά ανάμεσα στους βιαστές και τους άνδρες γενικά". Άλλο είναι να λέμε ότι ο βιασμός είναι επακόλουθο ενός συγκεκριμένου είδους κοινωνικοποίησης και άλλο να λέμε ότι κάθε ανδρική συμπεριφορά ισοδυναμεί με βιασμό. Αυτή η τάση είναι επικίνδυνη γιατί αφαιρεί το βιασμό από τη συγκεκριμενότητά του και γιατί, παρόλο που ο βιασμός είναι πιο διαδεδομένος απ' ότι μαρτυρούν οι στατιστικές της εγκληματικότητας, εξακολουθεί όμως να είναι ένα βίωμα της μειοψηφίας των γυναικών. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανδρών δεν βιάζουν όπως ένα μεγάλο εύρος ερευνών έχει δείξει.

Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να δείξει ότι ο βιασμός και η σεξουαλική βία δεν υπήρχαν ανέκαθεν στην ανθρώπινη ιστορία και ότι είναι δυνατόν να εξηγηθεί το μοτίβο της σεξουαλικής βίας σήμερα στη βάση της εξέλιξης της ύστερης καπιταλιστικής κοινωνίας. 

Η ανδρική βία υπήρχε από πάντα;

Υπάρχει μια πλατιά διαδεδομένη άποψη ότι η ανδρική βία υπήρχε από πάντα. Είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της άποψης των ριζοσπαστικών φεμινιστριών για την καταπίεση των γυναικών. Η 
Αντρέα Ντβόρκιν, συγγραφέας πολλών βιβλίων με θέμα τη βία κατά των γυναικών, γράφει:
Όσον αφορά τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα μέσα του εικοστού αιώνα δεν διαφέρουν από κανέναν άλλο προηγούμενο. Υπάρχουν μονάχα οι παλιές αξίες, η γυναίκα κατακτιέται, τα μέσα για την κατάκτησή της καθορίζονται απ' τον άνδρα. Είναι αρχέγονο είναι και μοντέρνο, και του ανθρώπου των σπηλαίων και του αστροναύτη, και του χωραφιού και του εργοστάσιου, και της πόλης και του χωριού. Για τους άνδρες το δικαίωμα να κακομεταχειρίζονται τις γυναίκες είναι θεμελιώδες, είναι αξίωμα, χωρίς ιστορική αφετηρία, εκτός αν θέλει κάποιος στην αναζήτηση της προέλευσής του να φτάσει μέχρι το Θεό, αλλά κι εκεί δεν πρόκειται να βγάλει άκρη λογικά.

Η ιδέα ότι η ανθρώπινη φύση είναι και βίαιη και αμετάβλητη είναι κομμάτι της δεξιάς "κοινής λογικής", αλλά κάτω από την επίδραση του γυναικείου κινήματος, έχει αρχίσει να εξαπλώνεται και στην αριστερά. Όλη η καμπάνια ενάντια στη στάθμευση πυραύλων cruise στο Greenham Common στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ηγήθηκε από γυναίκες επειδή, όπως πολλές υποστήριζαν, οι άνδρες είναι βίαιοι και πολεμοχαρείς. Ένα από τα βασικά συνθήματα της καμπάνιας ήταν «Πάρτε τα παιχνίδια απ' τ' αγόρια». Είναι σημαντικό λοιπόν να δείξουμε ότι η βία δεν είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση, ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες δεν κυβερνιόταν πάντα από τη βία και την ανισότητα και ότι είναι υποκείμενες στην κοινωνική αλλαγή. 

Η αφετηρία των Μαρξ και Ένγκελς στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τη φύση των ανθρώπινων κοινωνιών ήταν να εξετάσουν την οργάνωση της παραγωγής και της αναπαραγωγής της ανθρώπινης ζωής. Οι παλιότερες μορφές της ανθρώπινης κοινωνίας ήταν σχετικά μικρές ομάδες που επιβίωναν μέσα από ένα συνδυασμό κυνηγιού και συλλογής καρπών και ριζών. Από την απαρχή της ύπαρξής τους οι άνθρωποι εξαρτιόταν από την κοινωνική οργάνωση -τη συνεργασία με άλλους ανθρώπους για την εξασφάλιση επαρκούς τροφής, στέγης και τα λοιπά. Με άλλα λόγια, από τα γεννοφάσκια τους οι άνθρωποι υπήρξαν κοινωνικά όντα, όχι αυτόνομα υποκείμενα που σε κάποιο στάδιο συναντήθηκαν και άρχισαν να χτίζουν την ανθρώπινη κοινωνία.

Όλη η ανθρώπινη ανάπτυξη μπορεί να εντοπιστεί στην εξέταση των μεθόδων, των εργαλείων, των τεχνικών που οι άνδρες και οι γυναίκες χρησιμοποίησαν για να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους. Τα μέσα με τα οποία οι άνδρες και οι γυναίκες εξασφαλίζουν την ύπαρξή τους διαμορφώνουν την ανάπτυξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και την ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο Ένγκελς, βασιζόμενος στα ανθρωπολογικά ευρήματα της εποχής του, έγραψε την Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, στην οποία περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους η ανθρώπινη κοινωνία μετασχηματίστηκε μέσα από σημαντικές αλλαγές στην τεχνική της παραγωγής. Ο Ένγκελς υποστήριζε ότι μόνο όταν έγινε δυνατή η παραγωγή υπερπλεονάσματος τροφής έγινε ικανή η κοινωνία να συντηρεί μια μειοψηφία ανθρώπων απελευθερωμένων από το μόχθο της καθημερινής παραγωγικής εργασίας. Αυτό δημιούργησε τη δυνατότητα (και την αναγκαιότητα) ανάδυσης μιας ταξικής κοινωνίας, βασισμένης στην υποδούλωση της πλειοψηφίας σε μια μειοψηφία.

Η μετάβαση σε μια κοινωνία βασισμένη στην ταξική εκμετάλλευση συνεπάγονταν μεγάλες αλλαγές στους προηγούμενους εξισωτικούς τρόπους ζωής. Η μειοψηφία μπορούσε να διατηρεί την υπεροχή της μόνο μέσα από τον έλεγχο της παραγωγής του πλεονάσματος. Αυτό απαιτούσε μια ένοπλη δύναμη -το κράτος- και κληρονομικό δικαίωμα μέσω της οικογένειας. Αυτό το κληρονομικό δικαίωμα σήμαινε μονογαμία και εντατικοποίηση της προσπάθειας για τη φροντίδα των παιδιών. Κι αυτά με τη σειρά τους σήμαναν την καθυπόταξη της γυναίκας.

Από την εποχή του Ένγκελς πλήθος μαρξιστών και φεμινιστών ανθρωπολόγων χρησιμοποίησαν σύγχρονες μελέτες τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών προκειμένου να τεκμηριώσουν τα βασικά σημεία του επιχειρήματός του. Από τέτοιες μελέτες είναι δυνατό να συμπεράνουμε πως υπάρχει ένα πλήθος σημαντικών χαρακτηριστικών των παλιότερων μορφών των ανθρώπινων κοινωνιών που αποδεικνύουν ότι η πεποίθηση των Μπραουνμίλερ και Ντβόρκιν περί αιώνιας ύπαρξης της ανδρικής βίας μάλλον είναι λάθος. Καταρχάς, οι κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες βασίζονταν σε έναν έμφυλο καταμερισμό εργασίας στον οποίο άνδρες και γυναίκες συνεργάζονταν για να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους. Ο έμφυλος καταμερισμός εργασίας ήταν ισότιμος, καθορίζονταν από την αναγκαιότητα και ποίκιλλε ανάλογα με το περιβάλλον. Δεν υπαγορεύονταν από την ανδρική εξουσία. Η εργασία και των γυναικών και των ανδρών ήταν απαραίτητη καθημερινή τροφή που χρειάζονταν για την επιβίωσή τους.

Για παράδειγμα, μεταξύ των Κουνγκ, στην έρημο Καλαχάρι υπήρχε αυστηρός καταμερισμός εργασίας σε σχέση με την προμήθεια της τροφής -μόνο οι άνδρες κυνηγούσαν και μόνο οι γυναίκες σύλλεγαν τροφή. Αλλά οι γυναίκες απαιτούνταν να ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις και να μένουν μακριά από την ομάδα στην ίδια βάση όπως και οι άνδρες. Οι γυναίκες παρείχαν όχι μόνο την απαραίτητη τροφή αλλά και τις αποφασιστικής σημασίας πληροφορίες για τη μετακίνηση του ανδρικού πληθυσμού. Άνδρες και γυναίκες συνεργάζονταν στο κυνήγι της κοινότητας.

Η επιβίωση της κυνηγετικής-τροφοσυλλεκτικής ομάδας εξαρτάται από τη συνεισφορά του καθενός και της καθεμιάς στο σύνολο, έτσι οι αποφάσεις που αφορούν την ομάδα παίρνονται συλλογικά. Αν βαραίνει περισσότερο η άποψη ορισμένων ανθρώπων αυτό είναι προϊόν της μεγαλύτερης εμπειρίας, ικανότητας ή, όπως στην περίπτωση των Μπούτι, της εικαζόμενης μεγαλύτερης σοφίας τους λόγω ηλικίας. 

Άλλα χαρακτηριστικά τέτοιων ομάδων είναι το μικρό τους μέγεθος, έτσι που να γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους στην ομάδα. Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα, έτσι που κάθε επαφή μεταξύ των ανθρώπων συμβαίνει μέσα στο ακουστικό και οπτικό εύρος όλων των μελών της ομάδας. Αυτά τα χαρακτηριστικά των κυνηγετικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων εξυπηρετούν στην προώθηση της κοινωνικοποίησης των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών σε εξισωτικές, συνεργατικές αρχές ελεύθερες από διαπροσωπική βία.

Παρόμοιες θέσεις σε σχέση με την κοινωνικοποίηση των ανδρών, των γυναικών, των παιδιών αναπτύσσει και η Έλεανορ Λίκοκ στους 
Μύθους της Ανδρικής Κυριαρχίας, αλλά και ο Κόλιν Τέρνμπουλ στο Wayward Servants. Η αναγνώριση του δικαιώματος των παιδιών να υιοθετούν τον έμφυλο ρόλο του αντίθετου φύλλου φαίνεται να ήταν παγιωμένη μεταξύ των Ινδιάνικων φυλών της Βόρειας Αμερικής.

Ο λόγος που περιγράφουμε τον τρόπο ζωής των πρόσφατων κυνηγετικών-τροφοσυλλεντικών κοινωνιών δεν είναι για να τις δοξάσουμε ως χαμένους παραδείσους για μας τους υπόλοιπους. Είναι για να δείξουμε ότι τα μέσα με τα οποία οι άνθρωποι εξασφαλίζουν την τροφή τους -η οικονομική οργάνωση της κοινωνίας- διαμορφώνει τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, κι αυτές με τη σειρά τους, διαμορφώνουν την κοινωνική συμπεριφορά όλων. Αυτές οι ομάδες δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, και άρα ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, είναι πιθανή και δεμένη με την αυτόνομη, αλλά εξίσου σημαντική, συνεισφορά και των δύο φύλων στην οικονομία της ομάδας. Δείχνει επίσης ότι η οικονομική συνεργασία προωθεί την κοινωνική συνεργασία, κι αυτό αποκλείει τη διαπροσωπική βία ανάμεσα σε ενήλικες και ανάμεσα σε παιδιά και ενήλικες. 

Η μετάβαση από τις σχετικά εξισωτικές κοινωνίες στις πλήρως αναπτυγμένες ταξικές κοινωνίες δείχνει πώς η καθυπόταξη των γυναικών είναι δεμένη με την καθυπόταξη της πλειοψηφίας. Στο άρθρο της 
Ο σχηματισμός του Κράτους στους Σουμέριους και η Υποδούλωση της Γυναίκας, η Ρούμπι Ρόρλιτς υποστηρίζει ότι η ώθηση για την πόλη των Σουμέριων να εγκαθιδρύσει μια αυτοκρατορία δόθηκε από τον ανταγωνισμό μεταξύ των πόλεων για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων και των μακρινών πηγών προμήθειας.

Η σημαντικότερη καμπή ήταν η εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας και η εδραίωση μιας άρχουσας τάξης που κατέστρεψε όλες τις προηγούμενες εξισωτικές δομές συγγένειας, οδήγησε τις γυναίκες έξω από τις αξιοσέβαστες ασχολίες τους και θεσμοθέτησε ένα συγκεντρωτικό κράτος με κωδικοποιημένους νόμους και με το θεσμό της πατριαρχικής οικογένειας. Το κλειδί για την ανδρική κυριαρχία ήταν η στρατιωτική δύναμη. Μόνο όταν ο πόλεμος γίνεται συστηματικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας, η αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών γίνεται μειονέκτημα.

Ο παλιότερος γνωστός σ' εμάς νομικός κώδικας είναι ο κώδικας του Ουρουκαγκίνα που κέρδισε τη στρατιωτική αντιπαράθεση για τη συγγένεια. Τα διατάγματά του προστάτευαν την ιδιοκτησία της κυρίαρχης ελίτ, ρύθμιζαν το κοινωνικό κύρος και τη συμπεριφορά στη βάση ταξικών και έμφυλων ιεραρχιών, όριζε τη μονογαμία για τις γυναίκες και έκανε τη μοιχεία των γυναικών έγκλημα που τιμωρούνταν με θάνατο. Οποιαδήποτε αντίσταση των γυναικών σ' αυτή την απώλεια αυτονομίας αντιμετωπίζονταν με σωματικό ακρωτηριασμό: «Της γυναίκας που πιάστηκε να λέει σ' έναν άνδρα κάτι που δεν έπρεπε να πει θα πρέπει να τις σπάσουνε τα δόντια με πυρότουβλα γιατί με αυτά έχει διαπράξει την ένοχη πράξη της». Μέσα σε λίγες γενιές αυτό παγιώθηκε ακόμα περισσότερο με τον κώδικα του Χαμπουραμπί που «έτεινε να επιβάλλει ισχυρότερες ποινές για ορισμένα παραπτώματα, ειδικά για παραπτώματα ενάντια στην ιερότητα του οικογενειακού δεσμού». Η ύπαρξη διατάξεων για την τιμωρία των γυναικών δείχνει και ότι οι γυναίκες αντιστάθηκαν στην καθυπόταξή τους και ότι η εξουσία χρειαζόταν για να καμφθεί αυτή η αντίσταση. Αν οι γυναίκες ήταν πάντα υποταγμένες στους άνδρες, οι κυρώσεις αυτές δεν θα ήταν καθόλου απαραίτητες.

Η περιγραφή της Ρόρλιτς δείχνει πώς η εδραίωση της ταξικής κοινωνίας είχε ταυτόχρονα ως προϋπόθεση το σχηματισμό του κράτους, την υποταγή της γυναίκας μέσω της οικογένειας και την επιβολή της μέσω του νόμου. Άρα, σύμφωνα μ' αυτή την περιγραφή, η ιστορική διαδικασία που είχε σαν αποτέλεσμα την καταπίεση των γυναικών βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με την περιγραφή της Μπραουνμίλερ που χρησιμοποιεί τον κώδικα του Χαμουραμπί για να υποστηρίξει ότι η καταπίεση των γυναικών υπήρχε από πάντα. Αφού λοιπόν μπορούμε να αποδείξουμε ότι έχουν υπάρξει κοινωνίες χωρίς βιασμό και βία κατά των γυναικών, είμαστε σε θέση να απορρίψουμε κατηγορηματικά την απαισιόδοξη άποψη που προωθούν οι Ντβόρκιν, Μπραουνμίλερ και άλλοι πως, ό,τι άλλο και ν' αλλάξει, οι σχέσεις μεταξύ των φύλων θα μείνουν οι ίδιες.

Η Πέγκυ Σάντεϊ, που ανέλαβε την επισκόπηση 150 διαφορετικών κοινωνιών από τον 6ο αιώνα μέχρι σήμερα, βασισμένη σε εθνογραφικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στις ΗΠΑ, κατέληξε στο συμπέρασμα:
Τα σχέδια που διαρθρώνουν τις σχέσεις μεταξύ των φύλων μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής: είτε τα φύλα ενώνονται είτε διαχωρίζονται. Η εξουσία για τη λήψη αποφάσεων είτε κατοχυρώνεται και για τα δύο φύλα είτε κυριαρχείται από το ένα φύλο. Το σχέδιο του σεξουαλικού ρόλου είναι πολιτισμικό, όχι βιολογικό. Αυτό σημαίνει ότι δεν προέρχεται από την ανθρώπινη γενετική, αλλά από ιστορικές και πολιτικές περιστάσεις στις οποίες βρίσκονται όταν αναγκάζονται να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους και στον εαυτό τους ως κοινωνική μονάδα. Αν το σχέδιο του σεξουαλικού ρόλου προέρχονταν από την ανθρώπινη βιολογική δομή, δεν θα υπήρχε αυτή η ποικιλία σχεδίων.

Οι έρευνες της Σάντεϊ την οδήγησαν να συμπεράνει ότι στο 40% των κοινωνιών που μελέτησε υπήρχε αυτό που ορίζει ως μυθική ανδρική κυριαρχία -η ανδρική επιθετικότητα υπάρχει, αλλά οι γυναίκες ασκούν οικονομική και πολιτική εξουσία. Στο 28% υπήρχε ανδρική επιθετικότητα και οι γυναίκες ήταν εντελώς αποκλεισμένες από κάθε μορφή εξουσίας, και στο 33% δεν υπήρχε ανδρική επιθετικότητα και οι γυναίκες ασκούσαν οικονομική και πολιτική εξουσία. Επιπλέον, η μελέτη της Σάντεϊ δείχνει πώς οι κοινωνίες διαρθρώνουν τις σεξουαλικές ταυτότητες και τη συμπεριφορά ανδρών και γυναικών:
Επειδή το σχέδιο που καθοδηγεί τη συμπεριφορά των φύλων στην καθημερινή ζωή είναι θεμελιώδες κομμάτι της ανθρώπινης κουλτούρας από γενιά σε γενιά, είναι ταυτόχρονα και φορέας μετάδοσης των ηθικών αρχών και των έμφυλων ρόλων. Οι άνθρωποι δεν επινοούν νέους δρόμους για τους άνδρες και τις γυναίκες από τη μια γενιά στην άλλη. Αλλά μάλλον αναπόφευκτα οι νέοι άνθρωποι δένονται με το σεξουαλικό τρόπο ζωής των γονιών τους. Όσο δύσκολη και να είναι η προσπάθεια να διαφέρεις, τα νεαρά αρσενικά και θηλυκά τελικά υφίστανται την παλιρροϊκή έλξη της κουλτούρας και της ιστορίας τους. Αυτά τα σχέδια υπόκεινται στην αλλαγή μόνον όταν η παραδοσιακή κουλτούρα των ανθρώπων θρυμματίζεται από περιβαλλοντικές και κοινωνικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Όταν αυτό συμβαίνει, είτε σχηματίζεται ένας νέος κώδικας της ανθρώπινης ταυτότητας είτε οι ίδιοι οι άνθρωποι εξαφανίζονται ως κοινωνική μονάδα.

Υπάρχει μία ακόμα θεωρία του βιασμού που χρειάζεται να ασχοληθούμε μαζί της προτού εξετάσουμε τα πραγματικά αίτια. Υπάρχει μια τάση στην κοινωνιοβιολογία που υποστηρίζει ότι το μόνο μέσο δια του οποίου ένα ποσοστό των ανδρών θα μπορούσε να αναπαραχθεί ήταν μέσω του βιασμού. Ανίκανοι να προσελκύσουν τις γυναίκες, αυτοί οι άνδρες καταφεύγουν στη βία. Υπάρχουν αρκετές ενστάσεις σχετικά. Αυτή η θεωρία δεν εξηγεί τα διαφορετικά είδη βιασμού που ποικίλλουν από το ομαδικό βιασμό, το "δικαίωμα" στην πρώτη νύχτα, τον ενδοοικογενειακό βιασμό (ακόμα και όταν υπάρχουν παιδιά), κλπ. Από τη στιγμή που ελάχιστες γυναίκες μένουν έγκυες από βιασμό μοιάζει επίσης να είναι μια πολύ άστοχη μέθοδος αναπαραγωγής του είδους. Συν τοις άλλοις, οι βιαστές προφανώς πάσχουν από υψηλά επίπεδα δυσλειτουργίας - δυσκολίες στο να έχουν ή κρατήσουν μια στύση, ασπερμία ή πρόωρη εκσπερμάτωση. Η κοινωνιοβιολογική άποψη του βιασμού είναι εντελώς ανιστορική, η αφήγησή της δεν αλλάξει ούτε μέσα στο χρόνο ούτε απ' τη μια κοινωνική μορφή στην άλλη.

Μπορούμε με βεβαιότητα να συμπεράνουμε ότι ο βιασμός και η βία κατά των γυναικών δεν έχουν ούτε παναθρώπινο χαρακτήρα ούτε είναι απλά προϊόν της ανδρικής βιολογίας. Επιπροσθέτως, οι προ-ταξικές κοινωνίες καλύπτουν σχεδόν το 90% της ύπαρξης των ανθρώπινων κοινωνιών, οπότε η εμπειρία της ταξικής εκμετάλλευσης, της ανισότητας και της συστηματικής βίας - συμπεριλαμβανομένης της βίας κατά των γυναικών - είναι μια πολύ πρόσφατη εξέλιξη. Όπως υποστηρίζει ο Κρις Χάρμαν «αν υπάρχει "βιολογικά" ανθρώπινη φύση, τα χαρακτηριστικά πρέπει να έχουν ληφθεί κατά την περίοδο εκείνη», με άλλα λόγια κινείται στο πλαίσιο της συνεργασίας και της μη βίας. Πράγμα που σημαίνει ότι η οποιαδήποτε κατανόηση του βιασμού, της πορνογραφίας και της βίας κατά των γυναικών πρέπει να εστιάζει στην ιστορική ανάλυση συγκεκριμένων κοινωνιών, και όχι να κάνει γενικεύσεις περί ανθρώπινης φύσης.

Sheila McGregor, Rape, pornography and capitalism, International Socialism 2:45, Winter 1989, pp.3-31



Σχόλια