Η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία



Ενώ στην αριστερά συνεχιζόταν η αντιπαράθεση για τις αιτίες αποτυχίας των καταλήψεων των εργοστασίων, οι βιομήχανοι και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες περνούσαν στη δράση. Είχαν νιώσει την άβυσσο της εργατικής επανάστασης και τρομοκρατήθηκαν. Έχοντας ως δεδομένη την ανικανότητα της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής πολιτικής να προστατεύσει τα συμφέροντά τους, άρχισαν να στρέφονται σε πιο ακραίες λύσεις. Η υπάρχουσα κυβέρνηση δεν μπορούσε να αναχαιτίσει ούτε τον πληθωρισμό, ούτε την οικονομική κατάρρευση, ούτε το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Και στα προβλήματά τους προστέθηκε και η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Ιανουάριο του 1921.

Ο Μουσολίνι και το φασιστικό του κίνημα, που δημιουργήθηκε από μια συγκέντρωση 118 ατόμων στο Μιλάνο στις 23 Μάρτη του 1919, ορκίστηκε να βάλει τέλος στην «απουσία του νόμου και της τάξης». Ο Μουσολίνι υποσχόταν μια ισχυρή κυβέρνηση και την ανάκτηση της ιταλικής εθνικής υπερηφάνειας. Παρ' όλα αυτά, στην ιδρυτική συνάντηση του κινήματος, το πρόγραμμα το οποίο συμφωνήθηκε ζητούσε την εφαρμογή της καθολικής ψηφοφορίας με ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα, ψήφο στις γυναίκες, κατάργηση της Γερουσίας, οκτάωρη εργασία, κατώτατο μισθό και σύνταξη στα 55. Ένα επιπρόσθετο συμπλήρωμα στο πρόγραμμα που ανακοινώθηκε τον Ιούνιο ζητούσε επίσης δήμευση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, προοδευτική φορολόγηση του κεφαλαίου, ένα φόρο 85% στα κέρδη από τον πόλεμο, εθνικοποίηση των εργοστασίων παραγωγής πυρομαχικών και συμμετοχή των εργατών στη διοίκηση των επιχειρήσεων.

Δεν εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός ότι μερικοί από τους πρώτους φασίστες προέρχονταν από την εργατική τάξη. Αλλά πολλοί ήταν πρώην στρατιώτες και ιδιαίτερα αξιωματικοί. Είχαν δυσανασχετήσει με την οργανωμένη εργατική τάξη στα εργοστάσια που έμεινε έξω από τα πολεμικά μέτωπα και που τώρα απεργούσε για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας, τη στιγμή που πολλοί πρώην στρατιώτες ήταν άνεργοι. Ήταν επίσης εξοργισμένοι με τους βιομήχανους που είχαν κάνει τεράστια κέρδη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Μουσολίνι γρήγορα αισθάνθηκε τη δυσαρέσκειά τους και σαν κομμάτι μιας βαθύτερης πολιτικής στροφής, στις 1 Αυγούστου του 1918, άλλαξε τον υπότιτλο της καθημερινής του εφημερίδας Il popolo d' Italia από «Σοσιαλιστική Εφημερίδα» σε «Εφημερίδα των βετεράνων και των παραγωγών». Το στρατιωτικό επιτελείο διευκόλυνε ακόμα και τη διακίνηση της εφημερίδας μέσα στο στρατό.

Ο πρώτος ίσως υποστηριχτής του φασιστικού κινήματος του Μουσολίνι ήταν η βρετανική κυβέρνηση. Το 1917 ο Σάμιουελ Χορ, που έμελλε να γίνει υπουργός Εξωτερικών τη δεκαετία του 1930, ήταν πράκτορας της βρετανικής αντικατασκοπίας στη Βόρεια Ιταλία. Όταν κατάλαβε τι αντιπροσώπευε ο Μουσολίνι, ζήτησε από τον αρχηγό της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στο Υπουργείο Εξωτερικών του Λονδίνου να υποστηρίξει το φασιστικό κίνημα:

Συμφώνησε και μου έδωσε τα μέσα για την επιχορήγηση του κινήματος. «Άφησέ το πάνω μου», ήταν η απάντηση που έστειλε ο Μουσολίνι μέσω του συνδέσμου μου. Θα κινητοποιήσω τους mutilati [τους στρατιώτες ανάπηρους πολέμου] στο Μιλάνο και θα σπάσουν τα κεφάλια κάθε ενός ειρηνιστή που θέλει να βγάλει αντιπολεμικές διαδηλώσεις στους δρόμους». Έλεγε αλήθεια. Το φάσιο των
mutilati, το πρωτότυπο των Φασιστών που παρέλασαν αργότερα στη Ρώμη, ξεμπέρδεψε στα γρήγορα με τους Μιλανέζους ειρηνιστές.
Παρόλο που οι φασίστες είχαν την ισχυρότερη βάση τους μέσα στην πόλη, στο Μιλάνο, στις εκλογές του Νοέμβρη του 1919 ο Μουσολίνι κέρδισε μόνο 4.000 ψήφους, σε σύγκριση με τις 180.000 του ρεφορμιστή σοσιαλιστή Φίλιππο Τουράτι. Στην πραγματικότητα οι φασίστες δεν έβγαλαν ούτε ένα βουλευτή. Δεν προκαλεί έκπληξη που ο εκδότης της Avanti! έγραφε: «Υπάρχει ένα πτώμα σε κατάσταση σήψης που το ξέβρασε το κανάλι. Μιλάμε για τον Μπενίτο Μουσολίνι». Οι Σοσιαλιστές οργάνωσαν ακόμα μια ψεύτικη κηδεία έξω από το σπίτι του, κρατώντας ένα φέρετρο - ένα ανατριχιαστικό παράδειγμα του πόσο γρήγορα μπορεί να ανέβει ο φασισμός: τρία χρόνια αργότερα αυτό το πτώμα θα γινόταν πρωθυπουργός και αργότερα δικτάτορας της Ιταλίας.

Προς το παρόν, οι Σοσιαλιστές θριάμβευαν. Στο οχυρό τους, στην περιφέρεια της Εμίλια Ρομάνια, το PSI κέρδισε 223 από τα 280 δημοτικά συμβούλια. Αλλά παρά τις νίκες αυτές η ηγεσία του PSI δεν είχε καμιά ανάλυση για το πώς θα προχωρήσει, πώς θα φτάσει αποτελεσματικά στο «σοσιαλισμό». Αυτός ήταν και ένας άλλος λόγος για την αναπόφευκτη διάσπαση μεταξύ επαναστατών και ρεφορμιστών.

Ο Μουσολίνι αντιλήφθηκε γρήγορα ότι παρά την πρόσκαιρη δύναμή του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα μπορούσε να ηττηθεί. Γράφοντας μόλις τρεις μήνες μετά τη συντριπτική νίκη του PSI, στις εκλογές του Νοέμβρη του 1919, σχολίαζε:

Είναι ανίκανοι τόσο σαν μεταρρυθμιστές όσο και σαν επαναστάτες. Δεν έχουν καμία δράση ούτε στο κοινοβούλιο ούτε στους δρόμους. Η εικόνα της φθοράς ενός κόμματος που μετά από μια μεγάλη νίκη ψάχνει μάταια να βρει κάτι για να διοχετεύσει τη δύναμή του και είναι απρόθυμο να προχωρήσει είτε σε μεταρρύθμιση είτε σε επανάσταση, μας διασκεδάζει. Αυτή είναι η δική μας εκδίκηση και ήρθε νωρίτερα απ' ότι ελπίζαμε.




Tom Behan
Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο

Σχόλια