Τι εννοούμε Γενική Απεργία


Η ιδέα της γενικής απεργίας είναι εξίσου παλιά με το εργατικό κίνημα.


Αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1830, στη Βρετανία, από τον Ουίλιαμ Μπένμποου, που συνδέονταν με την πτέρυγα του "φυσικά δυνάμει" Χαρτισμού. Προπαγάνδιζε την ιδέα για μία "πανεθνική αργία" - μια διακοπή της εργασίας απ' όλη την εργατική τάξη που, όπως υποστήριζε, θα πετύχαινε μια γρήγορη νίκη για το εργατικό κίνημα. Και η πρώτη εμπειρία μιας τέτοιας γενικής απεργίας ήρθε λίγο αργότερα, "οι ταραχές για τη συνωμοσία των βυσμάτων" ('Plug Plot Riots') στο Λάνκασιρ και στο Γιόρκσαϊρ το 1842.


Δεν υπήρξε άλλη εμπειρία γενικής απεργίας για μισό αιώνα μέχρι τη Βέλγικη γενική απεργία για το δικαίωμα ψήφου το 1894.


Αλλά το ζήτημα της γενικής απεργίας ερχόταν στο προσκήνιο κυριολεκτικά σε κάθε μεγάλη έκρηξη της ταξικής πάλης τον 20ο αιώνα. Είχαμε λοιπόν τις γενικές απεργίες στην Αγ. Πετρούπολη τον Οκτώβρη του 1905, στο Μπέλφαστ το 1907, στην Ισπανία το 1917. Τη "χρονιά της επανάστασης", το 1919, είχαμε ένα μπαράζ απεργιών - στην Κεντρική Γερμανία, το Βερολίνο και τη Βαυαρία, το Σιάτλ, το Βανκούβερ και το Γουίνιπεγκ, τη Βαρκελόνη και το Μπέλφαστ.


Ακολούθησαν κι άλλες απεργίες στη Γερμανία το 1920, στο Βερολίνο το 1923, στο Χονγκ-Γκονγκ και τη Σαγκάη στα μέσα της δεκαετίας του 1920, στη Βρετανία το 1926, στη Γαλλία το 1936, στην υπό Γερμανική κατοχή Ιταλία το 1944, στην Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956, στο Βέλγιο το 1961, στη Γαλλία το 1968.


Οι συζητήσεις των πρώτων μαρξιστών


Η αντίθεση ανάμεσα στο 19ο και τον 20ο αιώνα δεν είναι τυχαία. Η γενική απεργία είναι μια τυπική μορφή της ταξικής πάλης στη σύγχρονη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας.


Έρχεται στο προσκήνιο όταν η ανάπτυξη της ταξικής πάλης φτάνει σε ένα σημείο όπου η δράση της μιας βιομηχανίας έχει άμεσο αντίκτυπο σε κάθε άλλη βιομηχανία και στο ίδιο το κράτος. Η ταξική πάλη σε μια τέτοια κατάσταση δεν μπορεί να περιοριστεί σε μεμονωμένες μάχες με τον ένα ή τον άλλο εργοδότη, αλλά χρειάζεται να έρθει αντιμέτωπη με τη γενικευμένη δύναμη της τάξης των εργοδοτών. Κι αυτό σημαίνει ότι η γενική απεργία έρχεται στο προσκήνιο στη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στον καπιταλισμό του "ελεύθερου ανταγωνισμού" και τον μονοπωλιακό, κρατικό καπιταλισμό.


Γι' αυτή η πρώτη μαζική Μαρξιστική συζήτηση για τη μαζική απεργία άνοιξε με τη θαυμάσια μπροσούρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα, που γράφτηκε το 1906.


Μέχρι τότε οι Μαρξιστές έτειναν να θεωρούν τη μαζική απεργιακή δράση σαν κάτι παραπάνω από μια μορφή εκπαίδευσης που θα μάθαινε στους εργάτες τις αρετές της πολιτικής δράσης.


Έτσι ο Ένγκελς για παράδειγμα, ήταν πολύ καυστικός στην κριτική τους στους Μπακουνινιστές που προωθούσαν το σύνθημα της γενικής απεργίας στην Ισπανία στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Έλεγε ότι καλούσαν τους εργάτες να κάτσουν με σταυρωμένα τα χέρια, ενώ το κρίσιμο ζήτημα ήταν αυτό της άμεσης εξεγερτικής δραστηριότητας για την εγκαθίδρυση μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας.


Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ο Ένγκελς επανήλθε στο ζήτημα. Έκανε κριτική στο Γάλλο Μαρξιστή Ζυλ Γκεντ για την υιοθέτηση του συνθήματος της γενικής απεργίας, και επανέλαβε τα επιχειρήματά του δυο χρόνια αργότερα σε ένα γράμμα του στον Κάουτσκι, τον ηγέτη του γερμανικού σοσιαλιστικού κινήματος. Επέμενε ότι η γενική απεργία ήτανε μια πανάκεια που προτείνονταν από ανθρώπους που δεν ήτανε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουνε τα άμεσα καθήκοντα της εργατικής τάξης. Αντί να μιλάνε για τη συγκεκριμένη δράση που ήταν αναγκαία, σπέρνανε απλά την αυταπάτη ότι το μόνο που χρειαζόταν να κάνει κανείς ήταν να περιμένει μέχρι το σύνολο της εργατικής τάξης να πεισθεί να σταματήσει τη δουλειά ταυτόχρονα. Τότε ο ταξικός εχθρός θα κατέρρεε αμαχητί.


Τα επιχειρήματα του Ένγκελς δεν έρχονταν από το πουθενά. Ήταν το απόσταγμα της μέχρι τότε ιστορικής εμπειρίας κάποιου που είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι την πάλη της αγγλικής εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1840 και τον επαναστατικό ξεσηκωμό του 1848. Αυτή η εμπειρία τού δίδαξε ότι το πιο κρίσιμο ζητούμενο σε κάθε μεγάλη έκρηξη του εργατικού κινήματος ήταν να ξέρεις πώς να περνάς από την ανιαρή, καθημερινή αγκιτάτσια στην αντιμετώπιση του ζητήματος της κρατικής εξουσίας.


Ως προς αυτό τα επιχειρήματά του δεν ήταν πολύ διαφορετικά απ' αυτά του Λένιν το 1902 και το 1903 όταν επέμενε ότι η βασική διαίρεση στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος ήταν ανάμεσα σ' αυτούς που έβαζαν σαν στόχο μια πανρωσική εξέγερση, και σ' αυτούς που απέφευγαν αυτό το πολιτικό ζήτημα.


Αλλά σε κάποια από τα μεταγενέστερα γραπτά του Ένγκελς υπήρχε μια τάση που κυριάρχησε στο Μαρξιστικό κίνημα από τη δεκαετία του 1890 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1900 στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Αυτή η τάση ήταν ότι πολιτική δράση εννοούμε την εκλογική δραστηριότητα. Τα "ορθόδοξα" Μαρξιστικά κόμματα -το SPD στη Γερμανία, ο Γκεντ στη Γαλλία, το SDF στη Βρετανία, το PSI στην Ιταλία, το PSOE στην Ισπανία- όλα έβλεπαν την πολιτική σαν ένα μίγμα προπαγάνδας και ψηφοθηρίας, ουσιαστικά αγνοώντας τους αγώνες στους εργατικούς χώρους.


Η Ρώσικη Επανάσταση του 1905 έδειξε στην πράξη πώς οι αγώνες στη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία μπορούν να εξελιχθούν σε άμεσα πολιτικούς αγώνες. Οι οικονομικοί αγώνες από μεμονωμένα κομμάτια εργατών έδωσαν νέα αυτοπεποίθηση σε άλλα κομμάτια εργατών, μέχρι που ο λαός ένιωσε αρκετά δυνατός ώστε να εγείρει πολιτικές διεκδικήσεις. Και η μαζική γενική απεργιακή δράση πάνω σ' αυτές τις πολιτικές διεκδικήσεις έδωσε με τη σειρά της σε ακόμα περισσότερα κομμάτια των εργατών την αυτοπεποίθηση να παλέψουν για οικονομικά αιτήματα. Το οικονομικό έγινε πολιτικό και το πολιτικό οικονομικό. Και επικεφαλής του οικονομικο-πολιτικού αγώνα αναδείχθηκε μια νέα μορφή οργάνωσης, το σοβιέτ ή εργατικό συμβούλιο, που έδειχνε πώς το ζήτημα της εξουσίας μπορούσε να τεθεί μ' ένα νέο τρόπο (παρότι κανείς δεν έβλεπε την πλήρη σημασία του για τα επόμενα 12 χρόνια).


Η μπροσούρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ ήταν μια πρώτη προσπάθεια να μεταδώσει αυτά τα μαθήματα από την Ανατολική Ευρώπη στη Δυτική Ευρώπη. Η συζήτηση που προκάλεσε στο εσωτερικό του γερμανικού εργατικού κινήματος προμήνυε τη μεγάλη διάσπαση που θα λάβαινε χώρα στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου -ανάμεσα σ' αυτούς που ήταν υπέρ της χρησιμοποίησης των υπαρκτών θεσμών της καπιταλιστικής κοινωνίας για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και σ' αυτούς που ήταν υπέρ ενός συνδυασμού βιομηχανικού και επαναστατικού πολιτικού αγώνα για την ανατροπή των υπαρκτών θεσμών. (Η ίδια η Ρόζα, παρ' όλα αυτά, δεν έβλεπε την ανάγκη το 1906 να βγάλει τα οργανωτικά συμπεράσματα της διαίρεσης πάνω σ' αυτό το ζήτημα, σε σύγκριση με το Λένιν που έβλεπε την ανάγκη μιας τέτοιας διαίρεσης στη Ρωσία, όχι όμως αλλού, πάνω στο ζήτημα της προετοιμασίας για την εξέγερση).


Συγκεκριμένο αίτημα


Αυτή η διάσπαση βρήκε την οργανωτική της έκφραση σε παγκόσμια κλίμακα με το σχηματισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ως "Διεθνούς της επαναστατικής δράσης" το 1919. Οι θέσεις, οι αποφάσεις και οι διακηρύξεις των πρώτων της πέντε συνδιασκέψεων, από το 1919 ως το 1922, χαρακτηρίζονταν από μια κατανόηση του πώς οι πολιτικές και οικονομικές μορφές αγώνα συγχωνεύονται σε μια επαναστατική έκρηξη της τάξης.


Παρ' όλα αυτά, και η Ρόζα και οι ηγέτες της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα πρώτα της χρόνια ακολούθησαν τα βήματα του Ένγκελς σ' ένα σημαντικό θέμα. Δεν έβαζαν το σύνθημα της γενικής απεργίας κάθε στιγμή και σε κάθε περίσταση. Αντίθετα, το αντιμετώπιζαν σαν ένα συγκεκριμένο αίτημα που μπαίνει σε πολύ συγκεκριμένες στιγμές του αγώνα.


Για παράδειγμα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ μπορούσε να γράφει σ' ένα γράμμα από τη Βαρσοβία το Γενάρη του 1906:

Παντού υπάρχει μια διάθεση αβεβαιότητας και αναμονής. Η αιτία όλου αυτού είναι το απλό γεγονός ότι η γενική απεργία από μόνη της έχει εξαντλήσει το ρόλο της. Τώρα, μόνο ένα άμεσο, συμπεριληπτικό κίνημα στους δρόμους μπορεί να φέρει μια λύση...
Δέκα μέρες μετά, σ' ένα άλλο γράμμα της, το έκανε πιο λιανά: "Η επόμενη φάση του αγώνα θα είναι αυτή της ένοπλης σύρραξης" -το είδος της εξέγερσης που είχε ήδη δοκιμαστεί από τους Μπολσεβίκους στη Μόσχα.

Η ίδια η κατανόηση του ρόλου της μαζικής απεργίας και η άρνηση της φετιχοποίησης του συγκεκριμένου συνθήματος της γενικής απεργίας χαρακτήριζε και τη πρώιμη Κομμουνιστική Διεθνή. Με αποτέλεσμα σχεδόν να μην υπάρχει καμία αναφορά στο σύνθημα της "γενικής απεργίας" στα ντοκουμέντα της.


Αντλώντας από την εμπειρία αυτών των πρώτων χρόνων ο Τρότσκι, σ' ένα κείμενό του του Σεπτέμβρη του 1934, επέμενε ότι "η παγκόσμια εμπειρία του αγώνα κατά τα τελευταία 40 χρόνια ουσιαστικά επιβεβαίωσε αυτό που έλεγε ο Ένγκελς για τη γενική απεργία". Ο Τρότσκι μετά συνέχισε λέγοντας ότι η αποτελεσματικότητα της γενικής απεργίας εξαρτιόταν από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Αν η κυβέρνηση ήταν αδύναμη, μπορεί "να τρόμαζε στην αρχή" της απεργίας και να "έκανε μόνο τέτοιους συμβιβασμούς που να μην άγγιζαν τη βάση της εξουσίας της".


Αλλά:

Αν ο στρατός είναι αρκετά αξιόπιστος και η κυβέρνηση αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της κι αν η πολιτική απεργία έχει προκηρυχθεί από τα πάνω, κι είναι υπολογισμένη όχι για να δώσει αποφασιστικές μάχες, αλλά για να 'τρομάξει τον εχθρό', τότε μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε μια απλή περιπέτεια και να αποκαλυφθεί η πλήρης ανικανότητά της.
Ο Τρότσκι περιγράφει πώς οργανώνονται τέτοιες γραφειοκρατικές μαζικές απεργίες:
Οι βουλευτές και οι συνδικαλιστές αντιλαμβάνονται σε μια δεδομένη στιγμή την ανάγκη να δώσουν μία διέξοδο στη συσσωρευμένη οργή των μαζών ή αναγκάζονται να προλάβουν το κίνημα που έχει προλάβει να φουντώσει πάνω από τα κεφάλια τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις έρχονται τρέχοντας από τα παρασκήνια της κυβέρνησης και παίρνουν την άδεια να τεθούν επικεφαλής της γενικής απεργίας, με την υποχρέωση να την τερματίσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Τελικά, ο Τρότσκι λέει, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Ένγκελς, ότι υπάρχει "η γενική απεργία που οδηγεί στην εξέγερση". Αλλά προσθέτει ότι "μια απεργία αυτού του είδους μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα είτε την τελική νίκη είτε την ολοκληρωτική ήττα". Ο πιο σημαντικός παράγοντας που το καθορίζει είναι το αν υπάρχει "σωστή επαναστατική ηγεσία, σαφής κατανόηση των συνθηκών και μεθόδων της γενικής απεργίας και της μετάβασης σε ανοιχτή επαναστατική πάλη".

Αν η πάλη φτάσει σε τέτοιο στάδιο εγείρει το ζήτημα της εξουσίας. Κι αν δεν είναι ικανή η ηγεσία να βάλει σωστά το ζήτημα της εξουσίας -να ηγηθεί μιας επίθεσης της εργατικής τάξης στους θεσμούς του κράτους- τότε η γενική απεργία γυρίζει μπούμερανγκ και η τάξη υφίσταται μια αποφασιστική ήττα.


Άρα το σύνθημα της γενικής απεργίας ταιριάζει σ' ένα συγκεκριμένο σημείο της πάλης των εργατών. Αλλά είναι λάθος να μπαίνει σαν πανάκεια πριν φτάσουμε σ' αυτό το σημείο. Αυτό απλά θα σήμαινε το να αποφεύγει κανείς να αντιμετωπίσει τις πραγματικές ανάγκες του κινήματος. Κι απ' τη στιγμή που αυτό το σημείο που το σύνθημα της γενικής απεργίας είναι σωστό έχει φτάσει, πρέπει τότε να είσαι έτοιμος να το ενισχύσεις με άλλα συνθήματα που αρχίζουν να θίγουν το ζήτημα της εξουσίας -αιτήματα για το πώς οργανώνεται η απεργία (απεργιακές επιτροπές, εργατικά συμβούλια), πώς υπερασπίζεται τον εαυτό της (πικετοφορίες αλληλεγγύης, μαζικές πικετοφορίες, απεργιακές φρουρές) και πώς περνάει στην επίθεση ενάντια στο κράτος (με την οργάνωση μέσα στο στρατό και την αστυνομία).


Υπήρχαν πάντα αυτοί μέσα στο εργατικό κίνημα που αντιμετώπιζαν το σύνθημα της γενικής απεργίας διαφορετικά. Έτσι όταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε την μπροσούρα της για τη μαζική απεργία, ο Ζορζ Σορέλ, ο γάλλος διανοούμενος που συμπαθούσε πολιτικά τους απολίτικους επαναστάτες συνδικαλιστές, έγραφε την Υπεράσπιση της Βίας του.


Εκεί υποστήριζε ότι το σύνθημα των επαναστατών έπρεπε σε κάθε στιγμή να είναι η "γενική απεργία", γιατί ήταν ένας "μύθος" που διαπαιδαγωγούσε τους εργάτες να στέκονται στα πόδια τους και να δοκιμάζουν την επαναστατική τους δυναμική. Για εκείνον η γενική απεργία ήταν η επανάσταση. Αλλά μπορούσε εύκολα να καταστραφεί αν ταυτίζονταν με οποιονδήποτε πολιτικό σκοπό -οπότε στην πραγματικότητα αποκήρυσσε τις γενικές απεργίες που ήταν γεγονός, όπως η απεργία του Βελγίου για δικαίωμα ψήφου ή αυτή της Πετρούπολης το 1905.


Τέτοιες ιδέες συνέχιζαν να έχουν πέραση ακόμα και μετά τη Ρώσικη επανάσταση του 1917 που έδειξε πώς οι εργάτες μπορούν να πάρουν την εξουσία. Για παράδειγμα, ένα από τα χαρακτηριστικά της ακροαριστερής αντιπολίτευσης μέσα στο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1919 ήταν, σύμφωνα με τον ηγέτη του κόμματος εκείνη την περίοδο Πάουλ Λέβι, να έβλεπαν "την επανάσταση σαν μια καθαρά οικονομική διαδικασία", αρνούμενοι "τα πολιτικά μέσα πάλης ως επιζήμια" και θεωρώντας "τη γενική απεργία ως το άλφα και το ωμέγα της επανάστασης".


Αλλά αυτό που έλεγε η άκρα αριστερά και τα μισοαναρχικά στοιχεία από τη μια πλευρά, μπορούσαν να το λένε και οι αριστεροί και οι όχι και τόσο αριστεροί Σοσιαλδημοκράτες. Το 1920, όταν η δεξιά πτέρυγα των μιλιταριστών προχώρησε σε μια απόπειρα πραξικοπήματος στη Γερμανία, ο συνδικαλιστής γραφειοκράτης ηγέτης της χώρας, Λέγκιεν, ετοιμάζονταν να καλέσει γενική απεργία για να σώσει το δικό του κεφάλι και τα κεφάλια των Σοσιαλδημοκρατών ηγετών φίλων του. Αλλά ήταν μια καθαρά "ειρηνική" γενική απεργία, που δεν μπορούσε να κερδίσει το αίτημα της εκκαθάρισης των ενόπλων δυνάμεων γιατί μόνο σε κάποια μέρη της Γερμανίας υπήρχαν επαναστάτες ικανοί να πάρουν την πρωτοβουλία να μετατρέψουν την απεργία σε ένοπλη δράση για τον αφοπλισμό του στρατού.


Τη δεκαετία του 1930 το ζήτημα της γενικής απεργίας ενάντια στον πόλεμο το χρησιμοποίησε το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (ILP). Είχε σπάσει από το Εργατικό Κόμμα, αρνούνταν όμως να στραφεί στα σοβαρά προς μια επαναστατική προοπτική. Επαναστατική προοπτική θα σήμαινε να βλέπει τον οποιοδήποτε πόλεμο σαν ευκαιρία για εντατικοποίηση της επαναστατικής δράσης. Οι ηγέτες του ILP, όμως, δεν ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν την ουσιαστικά κοινοβουλευτική προοπτική τους και έβαζαν το σύνθημα της γενικής απεργίας σαν έναν τρόπο για να αποφύγουνε τη δέσμευση μιας τέτοιας δράσης.



Chris Harman, What do we mean by General Strike?, Jan.1985. From Socialist Worker Review, N.75, April'85, pp8-9.

Σχόλια