Για το Σουρεαλισμό και το Μαρξισμό



1924-1929: Το Πρώτο και το Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού του Μπρετόν

Στον πρόλογο του Πρώτου Σουρεαλιστικού Μανιφέστου του 1924 ο Αντρέ Μπρετόν περιγράφει τον απόλυτο χαρακτήρα της σύγχρονης καθημερινότητας ως προσεγγίζοντα την απόλυτη έννοια της αλλοτρίωσης, ως προς τη σχέση των ατόμων τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τον κόσμο. Για τον Μπρετόν, η Ευρώπη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ιδιαίτερα τις επιπτώσεις του στις επαναστατικές παραδόσεις της Γαλλίας, έδινε μόνο μια υπόσχεση: ότι αυτή η σύγχρονη συνθήκη της καθημερινής ζωής, οι κόσμοι τους, και οι ευκαιρίες που πρόσφεραν αυτές οι συνθήκες και αυτοί οι κόσμοι για την εξάσκηση της επαναστατικής φαντασίας, που πάει τόσο πίσω όσο η Γαλλική Επανάσταση, φαίνονταν να προδίδουν όλο και περισσότερο τις ελπίδες των ατόμων για την κοινωνική αλλαγή. Όπως σημειώνει ο Σάιμον Μπέικερ στο βιβλίο του Σουρεαλισμός, Ιστορία και Επανάσταση:
Αυτό που είναι αναντίρρητο όμως, είναι ότι το έργο ξεκίνησε το 1789 και τελείωσε το 1924 όταν 'εξερράγη' η σουρεαλιστική Επανάσταση. Οι σουρεαλιστές μπορεί να ονειρευόταν μια νέα διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όμως τα ‘Κάμελοτ του Βασιλιά’, η σκληρή μοναρχική πτέρυγα της Action Française) μπορούσαν να μαζεύουν αρκετά μεγάλες δυνάμεις στους δρόμους της πρωτεύουσας. Η 'παράδοση των νεκρών γενιών' του Μαρξ, είχε ζυμωθεί με ένα ριζοσπαστικό εκπαιδευτικό σύστημα, και προκάλεσε την 'ιερή' ένωση κράτους και εκκλησίας, που επέβαλε τη μαζική σφαγή μιας ολόκληρης γενιάς νεαρών Γάλλων στα χαρακώματα...
Σ' αυτό το φόντο δεν αποτελεί έκπληξη που υπάρχουν λίγα πράγματα στον κόσμο στα οποία αξίζει να εντρυφήσεις με την ελπίδα και το σθένος που συνεπάγονται απ' αυτή τη μακρά παράδοση, και την ακόμα μακρύτερη προσμονή, της επανάστασης. Όπως γράφει ο Μπρετόν:
Τέτοια είναι η πίστη στη ζωή, στις πιο επισφαλείς όψεις της ζωής, στις οποίες νοείται η αληθινή ζωή, που στο τέλος η πίστη χάνεται. Ο άνθρωπος, εκείνος ο αμετανόητος ονειροπόλος όλο και πιο πολύ, μέρα με τη μέρα δυσαρεστημένος με τη μοίρα του, με δυσκολία περιστρέφεται γύρω από τα πράγματα που αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί, εκείνα που του πρόσφερε η αδιαφορία, ή οι δικοί του κόποι, σχεδόν πάντα οι κόποι του, αφ' ης ώρας συναίνεσε στην εργασία, τουλάχιστο δεν έδειξε καμιά απέχθεια στο να δοκιμάσει την τύχη του (αυτό που εκείνος ονομάζει τύχη!). Μια απέραντη μετριοφροσύνη είναι τώρα ο κλήρος του.
Ο Μπρετόν συνεχίζει αναπτύσσοντας αυτό που θα αποκαλούσαμε 'θεωρία της φαντασίας' ή το λιγότερο αναπτύσσοντας μια κατανόηση της φαντασίας και του ρόλου της στην κοινωνική ζωή απέναντι στη νεωτερικότητα ως αλλοτριωμένη, υποβληθείσα στις πρακτικές αναγκαιότητες, και υποσχόμενη, στο τέλος, ότι το μόνο πράγμα που μπορούμε να πιστέψουμε είναι ότι τα πιστεύω μας ολοένα χάνουν το έδαφος κάτω απ' τα πόδια τους, κάθε λόγο να υπάρχουν. Έτσι, στο Πρώτο Μανιφέστο του είναι ξεκάθαρο το αντικείμενο της απέχθειας του σουρεαλισμού: η εξημέρωση των δυνάμεων της φαντασίας δυνάμει της αποκλειστικής εφαρμογής τους στην επικράτεια της εργασίας και της ανάγκης. Κι αυτή η κατάσταση ήταν απεχθέστατη χάρη στην πίστη του Μπρετόν στις αλλοτριωμένες επί του παρόντος νοητικές δυνάμεις της φαντασίας μας που περικλείουν σημαντικές και ασύνειδες αλήθειες που αφορούν τον εαυτό, τον άλλο, τον κόσμο και ακόμα σπουδαιότερα τα αναγκαία μέσα για τη συνειδητοποίηση των ειδάλλως αγνοούμενων όψεων της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Σ' ένα κόσμο που βαθαίνει μονάχα στην αλλοτρίωση από τον εαυτό του, λέει ο Μπρετόν, η φαντασία εμφανίζεται ως η τοποθεσία της πιθανής απο-αλλοτρίωσης και της δημιουργικής/καλλιτεχνικής δραστηριότητας των απελευθερωμένων από την ανάγκη και τη μισθωτή εργασία ατόμων.

Ακόμα και στην επικράτεια της πολιτισμικής παραγωγής, ο Μπρετόν βρίσκει την ιδιότητα της φαντασίας να αξιοποιείται με τους πιο κοινότοπους και προσβλητικούς τρόπους: "Τροφοδοτεί τις στήλες των εφημερίδων και πισωγυρνά την επιστήμη και την τέχνη, ενώ επιδίδεται στην κολακεία του χείριστου γούστου των αναγνωστών της. Σαφήνεια που φτάνει τα όρια της βλακείας, ζωή που καταντάει σκυλίσια". Όχι τόσο τονίζοντας τη διάκριση ανάμεσα στην υψηλή και την ευτελή τέχνη (στο κάτω-κάτω ο σουρεαλισμός είχε να κάνει με μια προσπάθεια δημιουργίας αισθητικών και πολιτισμικών πρακτικών που υπάρχουν πέρα απ' αυτή τη διάκριση), αλλά μάλλον αρνούμενος τη 'σκυλίσια ζωή', ο Μπρετόν αναγνώριζε την ηγεμονία του ρεαλισμού/θετικισμού πάνω στο άτομο, που την εντόπιζε στον Ακινάτη και τον Ανατόλ Φρανς: "Η ρεαλιστική θέση... εμπνευσμένη από το θετικισμό, από το Θωμά Ακινάτη ως τον Ανατόλ Φρανς, μου φαίνεται ως απόλυτα εχθρική προς κάθε διανοητική ή ηθική πρόοδο". Με την επικράτηση αυτής της 'κουλτούρας του θετικισμού της καθημερινότητας' όχι απλώς εξασθένισε η ποιότητα των καλλιτεχνικών προϊόντων στα μάτια του σουρεαλιστή. Επιπλέον, για τον Μπρετόν, όλες αυτές οι πρακτικές που έχουν καταλήξει να είναι τυποποιημένες, και που διαμεσολαβούνται από τους κοινωνικούς θεσμούς, πρέπει να αναγνωριστούν και αντιμετωπιστούν σαν κάτι που πρέπει να εξοβελιστεί από την κοινωνική ζωή: "Με το πρόσχημα του πολιτισμού και της προόδου, έχουμε καταφέρει να ξορκίσουμε απ' το πνεύμα οτιδήποτε θα μπορούσε ορθά ή λαθεμένα να θεωρηθεί προκατάληψη, κέφι, απαγορεύοντας την όποιου είδους διερεύνηση της αλήθειας δε συμμορφώνεται στην αποδεκτή πρακτική".

Αξίζει να σημειωθεί ότι με το Πρώτο Μανιφέστο, ο Μπρετόν ασχολήθηκε κυρίως με ζητήματα που περιστρέφονταν γύρω από τα σουρεαλιστικά έργα τέχνης. Τόσο πολύ που πράγματι ισχυρίζεται αφιέρωσε τις μελέτες που συνδέονται με το Μανιφέστο ολοκληρωτικά στον ποιητικό σουρεαλισμό. Με την έκδοση το 1930 του Δεύτερου Μανιφέστου του Σουρεαλισμού όμως, η άποψη του Μπρετόν για το σουρεαλισμό γίνεται πιο αιχμηρή και προτείνει ένα αποφασιστικά πολιτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε τις σουρεαλιστικές παρεμβάσεις και στην τέχνη και στην κοινωνική ζωή (αυτές οι διορθώσεις οφείλονται, εν μέρει, στους αξιοσημείωτους τσακωμούς μεταξύ των μελών της ομάδας του Μπρετόν που θεωρούσε μέλη του σουρεαλιστικού κινήματος και εκείνων που, όταν έγραφε το δεύτερο μανιφέστο, θεωρήθηκαν προδότες ή απολογητές της κοινωνικής τάξης που ο σουρεαλισμός καυτηρίαζε. Ενώ στο Πρώτο Μανιφέστο ο σουρεαλισμός είχε σαν κύριο σκοπό του να ανακτήσει την απώλεια και/ή την αλλοτρίωση της φαντασίας εντός του ατόμου και της κοινωνικής ζωής, το Δεύτερο Μανιφέστο βάζει στο στόχαστρο ολόκληρη την κοινωνία. Δηλαδή, στο Δεύτερο Μανιφέστο του ο σουρεαλισμός μετατρέπεται σε μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων. Και είναι ακριβώς αυτή η εκδοχή του σουρεαλισμού που στοχοποιεί και εχθρεύεται την κοινωνική ολότητα ως τέτοια που οδήγησε στις πιο αξιόλογες διακηρύξεις σχετικά με την αφοσίωση του σουρεαλισμού στις αρχές της γενικής εξέγερσης, του ασυμβίβαστου με την τρέχουσα κατάσταση της κοινωνίας και τη διαβεβαίωση ότι το μόνο που έχει κανείς να περιμένει από τον κόσμο είναι η βία και η ανταπόδοση της βίας:

Ο Σουρεαλισμός δεν φοβήθηκε να επιφυλάξει στον εαυτό του το δόγμα της ολοκληρωτικής εξέγερσης, της απόλυτης ανυπακοής, της δολιοφθοράς σύμφωνα με τον κανόνα και... εντούτοις να μην προσδοκά τίποτα το ασφαλές από τη βία. Η απλούστατη Σουρεαλιστική πράξη περιλαμβάνει το να τρέχεις στο δρόμο, μ' ένα πιστόλι στο χέρι, και να πυροβολείς τυφλά, όσο πιο γρήγορα μπορείς να τραβήξεις τη σκανδάλη, στο πλήθος. Όποιος, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, δεν έχει ονειρευτεί να βάλει ένα τέλος στο ανούσιο σύστημα του εξευτελισμού και της αποχαύνωσης παίρνει με την αξία του μια θέση στο πλήθος, με την κοιλιά του στο ύψος της κάννης.
Μια τόσο θαρραλέα δήλωση είναι άξια σχολιασμού. Το πρώτο που πρέπει να ειπωθεί ότι το παραπάνω κείμενο πρέπει να εκληφθεί μεταφορικά ή αλληγορικά, απ' τη στιγμή που τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι σουρεαλιστές για να παρακάμπτουν τις στερεότυπες φράσεις και για να τεκμηριώσουν τις συμπεριφορές που καταλόγιζαν στον κόσμο γύρω τους ήταν η εξάσκηση της αυτόματης γραφής, ενός είδους γραφής που υποτίθεται ότι διευκόλυνε τις σουρεαλιστικές συνθέσεις, αφού σε βοηθούσε "να ξεχνάς την ευφυΐα σου, τα ταλέντα σου, κι αυτά των άλλων". Είναι μια εξάσκηση που ξεκινάει από ένα άτομο που λέει στον εαυτό του ότι "η λογοτεχνία είναι ένας από τους πιο θλιβερούς δρόμους που οδηγούν οπουδήποτε. Γράφε γρήγορα χωρίς προκαθορισμένο αντικείμενο, αρκετά γρήγορα ώστε να μη συγκρατείς, και να μην μπαίνεις στον πειρασμό να ξαναδιαβάσεις". Τα έργα που δημιουργήθηκαν μ' αυτή τη μέθοδο ήταν για να επιτρέψουν την έκφραση κάθε τι παράλογου, πέρα από τη λογική, και κάθε τι που παρέμενε αλλοτριωμένο και πνιγμένο από τη μοντέρνα εξημέρωση της φαντασίας. Και κατά μια έννοια, έχουμε δίκιο να θεωρούμε το κάλεσμα του Μπρετόν να πυροβολήσουμε αδιακρίτως στο πλήθος σαν μια χυδαία πρόκληση, αλλά ουσιαστικά σαν μια επανανοηματοδότηση του αρχικού παραδείγματος της αυτόματης γραφής από το Πρώτο Μανιφέστο. Κι όμως...

Αν, αντίθετα, έπαιρνε κανείς την πρόταση του Μπρετόν κυριολεκτικά, και πάλι θα είχε δίκιο. Για να το κάνει όμως αυτό θα έπρεπε να δώσει την πρέπουσα προσοχή στην αμέσως επόμενη φράση αυτής που χαρακτηρίζει την απλούστατη των σουρεαλιστικών πράξεων, αφού εκεί είναι που ξεκαθαρίζει τις προϋποθέσεις για να ανήκει κανείς στο πλήθος. Για τον Μπρετόν, το πλήθος είναι εκείνοι που δεν έχουν ούτε μια φορά ονειρευτεί να βάλουν "τέλος στο ανούσιο σύστημα του εξευτελισμού και της αποχαύνωσης". Το να μην έχει κανείς ούτε καν ονειρευτεί την επανάσταση είναι, λοιπόν, ένα σύμπτωμα του γεγονότος ότι ανήκει στην τάξη της κοινωνίας που ωφελείται από τον εξευτελισμό και την αποχαύνωση της καθημερινής ζωής. Έτσι, αυτοί που δεν έχουν ποτέ ονειρευτεί είναι αυτοί στους οποίους στρέφεται το όπλο του σουρεαλιστή "με την κοιλιά τους στο ύψος της κάννης". Έτσι μόνο μπορεί να πάρει κανείς το κάλεσμα του Μπρετόν στα όπλα κυριολεκτικά, αφού πρώτα αναγνωρίσει το γεγονός ότι το κάλεσμα βασίζεται χαρακτηρίζεται από μια ταξική ανάλυση και μια ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών ιεραρχιών που προσδιορίζουν την παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Μπορεί ο σουρεαλισμός να ξεκίνησε ως διάγνωση της σοβαρότητας της αλλοτρίωσης στην κοινωνική ζωή, που η λύση της βρισκόταν στην απελευθέρωση της δύναμης της φαντασίας, τελικά όμως έγινε επιδίωξη μιας συνολικής χειραφέτησης διαμέσου της ανυπακοής, της δολιοφθοράς και της ολοκληρωτικής εξέγερσης ενάντια στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις.


Jose Rosales Of Surrealism & Marxism

Σχόλια