Η επικαιρότητα του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου


Ο Γ.Κορδάτος είναι ο πρώτος και πιο γνωστός μαρξιστής ιστορικός στην Ελλάδα. Σήμερα το έργο του αποσιωπάται και πολλές φορές θάβεται. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο. Το έργο του Κορδάτου ανατρέπει μια σειρά από εθνικιστικούς μύθους που οι αστοί ιστορικοί μάς πλασάρουν σαν «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους».

Ο Κορδάτος γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου το 1891 και από τα φοιτητικά του χρόνια έρχεται σε επαφή με κύκλους δημοτικιστών και σοσιαλιστών. Η μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917 τον συγκλονίζει. Προσχωρεί σχεδόν αμέσως στο μόλις ιδρυμένο ΣΕΚΕ που αργότερα θα μετονομαστεί σε ΚΚΕ. Θα είναι μέλος της ηγεσίας του από το 1920 ως το 1924.

Τότε διαφωνεί με σειρά θέσεων του κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ήταν η περίοδος που άρχισε να εδραιώνεται η κυριαρχία του σταλινισμού, και αποχωρεί, χωρίς ποτέ να αρνηθεί το μαρξισμό και τη στράτευσή του στο εργατικό και αριστερό κίνημα.

Ταυτόχρονα με την πολιτική και οργανωτική δουλειά του, δημιουργεί και ένα ιστορικό έργο για να δώσει θεωρητικά εφόδια και πολιτικά επιχειρήματα στο εργατικό κίνημα της Ελλάδας, που κάνει ορμητικά την εμφάνισή του μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας» μετά τη μικρασιατική καταστροφή, για να αντιπαλέψει τις ιδέες της αστικής τάξης και κύρια τον εθνικισμό.

Το 1922 δημοσιεύει το πρώτο του βιβλίο «Η Κοινωνική Σημασία της Επανάστασης του 1821» που προκάλεσε πάταγο. Απορρίπτει την άποψη για την «τρισχιλιόχρονη ιστορία του ελληνικού έθνους» και υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ελληνικό έθνος παρά μόνο από το 17ο-18ο αιώνα, όταν εμφανίζεται και στην Ελλάδα μια αστική τάξη που, για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της, ζητά την ανεξαρτησία από το Σουλτάνο και το σχηματισμό του δικού της κράτους. Ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση τής δίνουν την έμπνευση και τα θεωρητικά εφόδια και διαμορφώνουν τους πνευματικούς και πολιτικούς τους εκπροσώπους με κορυφαίο το Ρήγα, που σχεδιάζει την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής ομοσπονδίας όλων των λαών της Βαλκανικής μετά από μια κοινή εξέγερση, αλλά και τον Κοραή και αργότερα τη Φιλική Εταιρεία.

Ξεσκεπάζει επίσης το παραμύθι της "εθνικής ενότητας" που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Αποκαλύπτει ότι όλοι οι Έλληνες δεν ήταν ενωμένοι. Εκκλησία, Κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες πάλεψαν λυσσασμένα να υπερασπίσουν τα προνόμιά τους, ενάντια σε κάθε απελευθερωτική προσπάθεια, σε κάθε προσπάθεια διαφωτισμού.

Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κορδάτος: «Οι Φαναριώτες και οι Δεσποτάδες δεν ήταν μονάχα εκμεταλλευτές και γδύτες μα και φωτοσβέστες». Ξεσκεπάζει το μύθο του «κρυφού σχολειού».

«Η παράδοση λέει πως υπήρχαν κρυφά σχολειά. Αυτή η παράδοση είναι φτιαγμένη από τους δασκάλους μας. Κρυφό σχολειό δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα. Εδώ και κει, στα μεγάλα κέντρα όπου τύχαινε μερικοί ιερωμένοι να ξέρουν λίγα γράμματα, μάθαιναν τα αρχοντόπαιδα γραφή και προπάντων ανάγνωση. Τα μαθήματα αυτά γίνονταν όχι βέβαια σε ξεχωριστά κτήρια -τέτοια οι Κοτζαμπάσηδες δεν έχτιζαν- αλλά στο νάρθηκα ή τα κελιά των εκκλησιών. Η τούρκικη εξουσία δεν εμπόδιζε τα σχολεία για να είναι κρυφά. Τα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν πολλά και σπουδαία, αφού μπορούσαν οι ραγιάδες να έχουν απόλυτη διοίκηση. Την ανάγκη να ιδρυθούν σχολεία μόνο η αστική τάξη ένιωσε και αυτή γέμισε την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και τις κοινότητες τις ελληνικές του εξωτερικού με κατώτερα και ανώτερα σχολειά».

Τέλος, για τον Κορδάτο, η Επανάσταση του 1821 ήταν κοινωνική επανάσταση ανεξάρτητα από τα σύμβολα που χρησιμοποίησε. Στο βιβλίο του περιγράφεται πολύ ζωντανά ο λαϊκός ξεσηκωμός των φτωχών αγροτών και της φτωχολογιάς ενάντια και στο Σουλτάνο, αλλά και στην καταπίεση των Ελλήνων εκμεταλλευτών.

Να τι συνέβη στην Άνδρο όταν οι προεστοί προσπάθησαν να καλέσουν σε βοήθεια τον Τούρκο ναύαρχο και οι αγρότες ξεσηκώθηκαν:

«Το φεουδαρχικό αυτό κίνημα απέτυχε, διότι ώσπου να έρθει ο Τούρκος ναύαρχος εις τον οποίον έστειλαν πράκτοράν των, καλώντας τον να στείλει φρουράν εις την Άνδρον, εξηγέρθη η αγροτιά και έπιασεν τον Ντελαγραμμάτικα και τον Πέτα και τους άλλους φεουδάρχους, τους οποίους ερεζίλευσαν και εδιαπόμπευσαν. Τους έβαλαν καβάλα ανάποδα εις έναν γάιδαρον, τους περιέφεραν εις τα χωρία γιουχαΐζοντάς τους, φτύνοντάς τους και πετόντας τους σαπιολέμονα. Τα χωρία της Άνδρου πήραν ξαφνικά επαναστατικήν όψιν και παντού ακούγονταν η κραυγή κάτω οι προδότες, θάνατος στους σκυλάρχοντες».

Στη δεκαετία που ακολουθεί ο Κορδάτος δημοσιεύει μια σειρά από σημαντικά έργα: Η «Εισαγωγή εις την ιστορίαν της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας», για παράδειγμα, που δημοσιεύεται το 1930, δίνει μια σύντομη και απλογραμμένη εικόνα της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της αστικής τάξης από το 17ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου.

Και μ' αυτό το βιβλίο προκαλεί τη λύσσα των αστών γιατί ξεσκεπάζει τα «εθνικά οράματα» της αμέσως προηγούμενης περιόδου σαν αυτό που πραγματικά ήταν: «Η Μεγάλη Ιδέα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ιμπεριαλισμός του ελληνικού καπιταλισμού, από την αναγνώριση του μικρού ελληνικού βασιλείου και δώθε καλλιεργείται συστηματικά και επίμονα από το σχολείο, εκκλησία, κοινοβούλιο, τύπο και γίνεται το μεγάλο σύνθημα της ελληνικής μπουρζουαζίας από το 1834 έως τα 1922».

Περιγράφει ζωντανά την περίοδο της ορμητικής ανάπτυξης -βιομηχανικής, εμπορικής, ναυτιλιακής- του ελληνικού καπιταλισμού από το 1880 μέχρι το 1914. Αυτή η εικόνα, βέβαια, καθόλου δεν ταίριαζε με την εικόνα της «ψωροκώσταινας» και των «φεουδαρχικών υπολειμμάτων» που πρόβαλλε ο σταλινισμός λίγα χρόνια αργότερα για να δικαιολογήσει τις συμμαχίες με κομμάτια της αστικής τάξης. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό το βιβλίο θάφτηκε αργότερα από την επίσημη αριστερά.


Με την «Ιστορία του εργατικού κινήματος», που δημοσιεύεται ένα χρόνο αργότερα, φέρνει στο φως την άγνωστη ακόμα και μέχρι σήμερα ιστορία των πρώτων εργατικών αγώνων και σοσιαλιστικών ομάδων στην Ελλάδα.

Εκεί περιγράφονται με μεγάλη ζωντάνια πολλές εργατικές κινητοποιήσεις, από τις πρώτες αιματηρές απεργίες των μεταλλωρύχων του Λαυρίου το 1885 μέχρι τις δυναμικές απεργίες των σιδηροδρομικών στην Αθήνα το 1914, η την εξέγερση των εργατών στη Σέριφο το 1916. Στα χρόνια αυτά και οι σοσιαλιστικές ομάδες αλλάζουν χαρακτήρα και σύνθεση. Από τον ουτοπικό μισοχριστιανικό σοσιαλισμό του Π. Δρακούλη περνάμε στη Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης με τους δυνατούς δεσμούς με το σοσιαλιστικό κίνημα της Ευρώπης και με τις εκατοντάδες μέλη που ήταν εργάτες απ' όλες τις εθνικότητες της πόλης. Όλες αυτές οι προσπάθειες και οι αγώνες κορυφώνονται και παίρνουν μαζικό χαρακτήρα κάτω από την επίδραση της ρώσικης επανάστασης και οδηγούν στην ίδρυση του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ το 1918.

Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και σήμερα γιατί μας δείχνει μια άλλη ιστορία που δεν διδάσκεται στα σχολεία. Την ιστορία των ταξικών αγώνων της πάλης των εργατών, πέρα από την επίσημη ιστορία των «εθνικών αγώνων».

Ο όγκος του έργου του Κορδάτου είναι τεράστιος. Συγκρούστηκε με τον εθνικισμό και την αστική ιδεολογία, όχι μόνο με τα βιβλία που αναφέρονται παραπάνω, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς. Πάλεψε υπέρ της δημοτικής ενάντια στην καθαρεύουσα που τη θεωρούσε σαν ένα ακόμα όπλο στην υπηρεσία της «Μεγάλης Ιδέας» του ελληνικού εθνικισμού. Γράφει το «Λογιωτατισμός και Δημοτικισμός» το 1927 και σε ξαναδουλεμένη μορφή την «Ιστορία του Γλωσσικού μας Ζητήματος» το 1943. Εκεί γράφει συγκεκριμένα για τους καθαρευουσιάνους: «Η δημοτική, ή χυδαία, όπως τη λένε, άμα επικρατήσει στο γραπτό λόγο, θα φέρει διάσπαση της εθνικής ενότητας και της ιστορικής παράδοσης της φυλής. Στο βάθος όμως όλη η φασαρία γινόταν για τον εξελληνισμό της Μακεδονίας τα χρόνια εκείνα». Ο Κορδάτος άπλωσε τη μαρξιστική μελέτη στην αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και σε πολλές άλλες πτυχές της ελληνικής ιστορίας. Το έργο του έκανε τρομερή εντύπωση και απέσπασε το τιμητικό μίσος των αστών και την οργή των παπάδων και της δεξιάς γιατί απέδειξε ότι η «ενότητα» και η «συνέχεια» του έθνους και της φυλής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψέματα που χρησιμεύουν στην εξασφάλιση της κυριαρχίας τους. Και γιατί έδειξε ότι οι καταπιεσμένοι με τη δουλειά τους και τους αγώνες τους είναι αυτοί που πραγματικά κάνουν ιστορία.

Γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους το έργο του διατηρεί και σήμερα την επικαιρότητά του, είναι ένα ανεκτίμητο όπλο στα χέρια του κάθε αγωνιστή που θέλει να συγκρουστεί με τον εθνικισμό, που παλεύει για το σοσιαλισμό.




Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, Ν.7, Σεπτ.-Οκτ.1993

Σχόλια