Το φύλο των τάξεων



Κάποια φεμινιστικά ρεύματα ανέπτυξαν κατά τη δεκαετία του '70 μια αναπαράσταση της γυναικείας καταπίεσης που σχεδιάστηκε με βάση τις ταξικές σχέσεις. Είδαμε να εμφανίζονται οι έννοιες της οικιακής εκμετάλλευσης, του πατριαρχικού τρόπου παραγωγής, της πάλης των φύλων. Ο καθορισμός της «κύριας αντίφασης» μεταξύ δύο πραγματικών ανταγωνισμών (των έμφυλων και των ταξικών) έγινε αντικείμενο πικρών αντιπαραθέσεων. Με κίνδυνο να θεωρηθεί η καταπίεση ως μια σταθερά δομικά αδιάφορη και να υποτιμηθούν οι ιστορικοί μετασχηματισμοί, το ζήτημα της «καταγωγής» της κατέστη κεντρικής σημασίας: η ιστορική παλαιότητα των έμφυλων σχέσεων αρκούσε υποτίθεται για να θεμελιώσει την πρωτοκαθεδρία τους.

Αν και ο έμφυλος καταμερισμός εργασίας διαπερνά τους διαφορετικούς τρόπους παραγωγής, ο καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας δεν αναπαράγει απλά μια χιλιόχρονη καταπίεση. Την επαναπροσδιορίζει, την αναδιαμορφώνει, την αναδιοργανώνει, αποκλείοντας τις γυναίκες από τον υπό σχηματισμό δημόσιο χώρο. Η ανάπτυξη της μανιφακτούρας και της μισθωτής εργασίας συνοδεύεται κατά την Αναγέννηση από το βίαιο εξοβελισμό των γυναικών από τις σφαίρες της παραγωγής (και της γνώσης) στις οποίες εξακολουθούσαν να έχουν πρόσβαση στο σύστημα των εμπορικών κοινοτήτων. Είναι η ανάπτυξη του καπιταλισμού που εγκαθιστά λοιπόν την καταπίεση μεσώ του αποκλεισμού των γυναικών από την παραγωγική εργασία και της οικιακής τους απομόνωσης.

Προϊόν αυτής της διαδικασίας, η συζυγική οικογένεια διαιωνίζει και διπλασιάζει τα αποτελέσματά τους. Η ιδιαίτερη δομή της αντιστοιχεί στην εμφάνιση του «ελεύθερου» εργαζόμενου στην αγορά εργασίας, στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και στο διαχωρισμό της παραγωγής από την αναπαραγωγή. Ο σχηματισμός της σύγχρονης συζυγικής οικογένειας συνδέεται κατ' αυτό τον τρόπο με την ανάπτυξη των σχέσεων της αγοράς και το σχηματισμό του σύγχρονου Κράτους. Ενώ η προσαρμοσμένη στην αγροτική αυτάρκεια προγονική αλληλεγγύη και η συλλογική εκπλήρωση της δουλειάς γίνεται παράγοντας στασιμότητας, η νέα οικογένεια ανταποκρίνεται στην ανάγκη ενός εργατικού δυναμικού ελεύθερου και ευκίνητου. Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η υποταγή της εργατικής δύναμης στο δεσποτισμό του εργοστάσιου αποκρυσταλλώνουν την αποσύνδεση του χώρου της εργασίας και του σπιτιού, της παραγωγής από την αναπαραγωγή. Η πάλη ανάμεσα στον αστό και τους προλετάριους για τη μοιρασιά ανάμεσα στα κέρδη και τους μισθούς, υποβιβάζει τη συντήρηση και την αποκατάσταση της εργατικής δύναμης στη σφαίρα του ιδιωτικού, υπό τον τίτλο της μη εμπορευματικής παραγωγής αξιών χρήσης, των οποίων η γυναίκα υποτίθεται ότι είναι ο «φυσικός» παράγοντας. Αυτή η ρήξη βαθαίνει και καθορίζει τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας.

Ως νόμιμος φορέας μεταβίβασης περιουσίας, η οικογένεια εγγυάται τη συνέχεια της συσσώρευσης. Η ιδιωτική κληροδότηση μιας περιουσίας μεταβιβάσιμης διά της αγοράς και της πώλησης καθιστά τη σεξουαλική ένωση καταρχήν θέμα αναπαραγωγής και όχι σεξουαλικότητας. Η προγαμιαία σεξουαλική ελευθερία καταστέλλεται ρητά. Εν τέλει σε μια κοινωνία γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, η οικογένεια γίνεται η μονάδα της βασικής κατανάλωσης. Η παραγωγή σχεδιάζεται σε συνάρτηση με την «οικογενειακή» κατανάλωση.

Ορισμένες αναγνώσεις του Μαρξ αντιλαμβάνονται την καταπίεση σαν απλό παράγωγο του καπιταλισμού, που άρα φυσιολογικά θα εκλείψει με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και με την εκτεταμένη πρόσβαση των γυναικών στην παραγωγική εργασία. Αυτή η ανάγνωση, είτε αφελής είτε συμφεροντολογική, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η καταπίεση του φύλου είναι ασυζητητί πολύ παλιότερο ζήτημα από τις σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και τίποτα δε μας εγγυάται ότι θα εξαλειφθεί με την ανατροπή των τελευταίων. Από τη στιγμή που παραδεχόμαστε τη σχετική αυτονομία μεταξύ έμφυλων και ταξικών σχέσεων, το όλο πρόβλημα έγκειται ακριβώς στο να εντοπίσουμε θεωρητικά τους συγκεκριμένους τρόπους συνένωσης και διασύνδεσης μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο του δοσμένου τρόπου παραγωγής.

Οικιακός τρόπος παραγωγής;

Η αξία της εργατικής δύναμης προσδιορίζεται, λέει ο Μαρξ, από «τα έξοδα συντήρησης του εργαζόμενου και της οικογενείας του». Για τον καπιταλιστή, η μισθωτή εργασία μετράει ως παράγουσα την υπεραξία τη μετατρέψιμη σε κέρδος. Αν ο εργαζόμενος συμβάλλει όχι μόνο στην αναπαραγωγή της δικής του ατομικής εργατικής δύναμης αλλά στη συντήρηση της οικογενείας του, το κόστος αυτής της συντήρησης ποικίλλει ανάλογα με τη μη αμειβόμενη και κοινωνικά μη μετρήσιμη οικιακή εργασία. Μια ομάδα Ιταλίδων φεμινιστριών οδηγήθηκε απ' αυτό στο συμπέρασμα ότι «η αμοιβή είναι η τιμή του άνδρα οικογενειάρχη που πουλιέται στο καπιταλιστή κι έτσι γίνεται πάτρονας, εμφανιζόμενος ως ελεύθερο άτομο μέσα στην οικογένεια»: «Η τιμή που καταβάλλεται από τον καπιταλιστή για τη γυναικεία εργασία είναι ακριβώς η διαφορά του ποσού που πληρώνεται στους άνδρες και του ποσού που οι άνδρες δίνουν στις γυναίκες για τη συντήρησή τους. Ο μισθός των ανδρών θα είναι, κατά συνέπεια, διαρθρωτικά υψηλότερος απ' το μισθό των γυναικών, γιατί στην αξία του υπάρχει, έστω και εν μέρει, η αξία της αναγκαίας οικιακής εργασίας: της συντήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Και οι γυναίκες μπορούν τότε να πουλιούνται σε χαμηλότερη τιμή στην αγορά εργασίας γιατί έχουν εξασφαλισμένη μια άλλη σχέση παραγωγής.» [1]

Ο προσδιορισμός της εκμεταλλευόμενης οικιακής εργασίας προβαίνει συνεπώς σε αναλογία με την υπερεργασία που παρέχεται «τζάμπα» από τον εργάτη στο αφεντικό του. Στην κοινωνική σχέση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αυτή η υπερεργασία έχει το χαρακτηριστικό ότι μετατρέπεται σε κέρδος και συσσωρεύεται κάτω από τη μορφή κεφαλαίου. Η έμμεση ενσωμάτωση της οικιακής εργασίας στον καθορισμό των μισθών παράγει, ωστόσο, μια ατομικοποιημένη (και συχνά νομικά κωδικοποιημένη) σχέση εξάρτησης και όχι μία σχέση εκμετάλλευσης με την αυστηρή έννοια της άντλησης υπεραξίας. Αυτή η σχέση πλησιάζει περισσότερο στις κυριαρχικές σχέσεις ιεραρχίας παρά στις σύγχρονες ταξικές σχέσεις. Η διαφορά ανάμεσα σ' αυτό που ο μισθωτός άνδρας παίρνει για τη συντήρηση της οικογενείας του και σ' αυτό που πραγματικά δίνει στη γυναίκα του για τα έξοδα του νοικοκυριού, μπορεί να γίνει καπνός, παιχνίδι ή ποτό. Δε μετατρέπεται σε κέρδος. Το αποτέλεσμα είναι ένας δεσμός εξουσίας και κυριαρχίας, που κάνει τον εργαζόμενο στο σπίτι ένα «μικροαστό» τύραννο ή έναν «οικόσιτο» δικτάτορα με την αυστηρή έννοια του όρου στο καθορισμένο τρόπο παραγωγής.

Για να απαντήσουν σ' αυτή την ένσταση, κάποιες μελέτες έχουν ορίσει κατ' αναλογία τον αρσενικό έλεγχο πάνω στις γυναίκες ως τρόπο παραγωγής: «Ένας πατριαρχικός τρόπος παραγωγής μπορεί να προσδιοριστεί από ένα συγκεκριμένο δίκτυο σχέσεων, που περιλαμβάνει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, χωρίς να περιορίζεται σ' αυτόν, ο οποίος διαρθρώνει την εκμετάλλευση των γυναικών και/ή των παιδιών από τους άνδρες, μέσα σ' έναν κοινωνικό σχηματισμό που μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους τρόπους παραγωγής, χωρίς κανένας να είναι απαραίτητα κυρίαρχος.» [2] Να λοιπόν η ιδέα ένος τρόπου παραγωγής πατριαρχικού ή οικιακού. Αλλά σε τι συνίσταται ακριβώς; Και, κυρίως, μέσα από ποια σχέση (της απλής συνύπαρξης, της υποταγής, της ένταξης) συντηρείται εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής;

Η οικιακή εργασία πραγματοποιείται εκτός του πλαισίου της αγοράς. Παράγει αξίες χρήσης προορισμένες να καταναλωθούν εντός της οικογένειας. Δεν μπορεί λοιπόν να κατέχει ανταλλακτική αξία. Αν τα προϊόντα της εξέρχονταν από το κλειστό κύκλωμα της οικιακής παραγωγής/κατανάλωσης για να δοκιμάσουν την τύχη τους στην αγορά, θα αυτοαναιρούνταν ως οικιακή εργασία, περνώντας στη σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής. Αν και δεν έχει τα εχέγγυα να αυξάνει άμεσα την κοινωνική υπερπαραγωγή που είναι το έπαθλο της ταξικής πάλης, η οικιακή εργασία συμβάλλει έμμεσα στον προσδιορισμό της αναγκαίας κοινωνικής εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Μια αύξηση της παραγωγικότητάς της επιτρέπει τη σχετική μείωση της αξίας των αναγκαίων γι' αυτή την αναπαραγωγή εμπορευμάτων και, κατά συνέπεια, την έμμεση αύξηση της υπεραξίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, η οικιακή εργασία δεν είναι πηγή μιας νέας κατηγορίας αξίας (της οικιακής αξίας), η οικιακή παραγωγή αξιών χρήσης δεν προσδιορίζει έναν πατριαρχικό (ή οικιακό) τρόπο παραγωγής που τίθεται υπεράνω του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία παράγει τα μέσα διαβίωσής της, ο τρόπος παραγωγής έχει έναν κοινωνικό χαρακτήρα: οι διακριτές μορφές παραγωγής των ατόμων πρέπει να είναι αλληλένδετες, η παραγωγή κάθε κύτταρου του συστήματος πρέπει να είναι κοινωνικά συνδεδεμένη με την παραγωγή των άλλων οργάνων μέσω της αγοράς. Άλλωστε, δεν υπάρχει κανένα κοινό μέτρο ανάμεσα στην οικιακή εργασία που πραγματοποιείται σε μια οικογένεια και σ' αυτή που πραγματοποιείται σε μιαν άλλη. Αυτές οι εργασίες συμμετέχουν σε μια κοινή πολιτιστική και τεχνολογική κληρονομιά, αλλά δε διαμεσολαβούνται ούτε από την αγορά, ούτε από καμία άλλη μορφή (σχέδιο) κοινωνικών συνδέσμων. [3]

Η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος προσδιορίζεται από την αναγκαία κοινωνική εργασία για την παραγωγή του: όχι από τον αριθμό των ωρών απασχόλησης για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου αντικειμένου μεμονωμένα, αλλά από το χρόνο εργασίας που χρειάζεται για την κατασκευή του μέσα στις συνθήκες των μέσων παραγωγής αυτής της ιστορικά προσδιορισμένης κοινωνίας. Η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος προσδιορίζεται λοιπόν από την ποσότητα αφηρημένης κοινωνικά εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του. Το χρήμα είναι η μορφή με την οποία εμφανίζεται αυτή η αξία στην αγορά. Αν η οικιακή εργασία παρήγαγε ένα συγκεκριμένο τύπο αξίας, θα έπρεπε να είναι πιθανό να μιλάμε για αναγκαία αφηρημένη κοινωνικά οικιακή εργασία. Τι θα σήμαινε όμως «αναγκαία αφηρημένη κοινωνικά εργασία» σ' αυτή την περίπτωση; Κανένας κοινωνικός μεταβολισμός δεν επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αφηρημένη οικιακή εργατοώρα και την αξία «μιας ώρας της γυναίκας στο σπίτι». Δεδομένου ότι αυτή η εργασία δε διαμεσολαβείται από την αγορά (από μια αγορά της οικιακής εργασίας), κανένας κοινωνικός μηχανισμός δεν επιτρέπει να προβάλλουμε τον αριθμό των ωρών της αναγκαίας οικιακής εργασίας κατά μέσο όρο, για την παραγωγή της τροφής μιας οικογένειας και της συντήρησης ενός σπιτιού.

Το να μιλάμε για κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη εργασία δεν έχει λοιπόν κανένα νόημα. Αυστηρά μιλώντας, το σύνολο των αξιών χρήσης που παράγονται από την οικιακή εργασία δεν μπορεί να προσδιορίσει έναν «πατριαρχικό τρόπο παραγωγής». Μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή, η παραγωγή οικιακών αξιών χρήσης είναι ανεπαρκής για την αναπαραγωγή των μελών της οικογένειας σύμφωνα με το μέσο όρο των εγνωσμένων κοινωνικών αναγκών. Είναι αναγκαία η αγορά εμπορευμάτων. Για να μπορούμε να τα αγοράσουμε χρειάζεται να πουλάμε την εργατική μας δύναμη. Αν δε θέλουμε να πέσουμε στις ροβινσωνιάδες της αυτοπαραγωγής και της αυτάρκους οικιακής οικονομίας, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο υποτιθέμενος πατριαρχικός (ή οικιακός) τρόπος παραγωγής, αφημένος στην τύχη του, θα κατέρρεε άμεσα μέσα από την αποσύνθεση των κοινωνικών σχέσεων. 

Οι απόπειρες ποσοτικοποίησης της οικιακής εργασίας, που πολλαπλασιάστηκαν τη δεκαετία του 1970, δείχνουν ανάγλυφα τη θεωρητική δυσκολία αυτής της προσπάθειας. Το πρώτο εμπόδιο που αναγνωρίζεται απ' αυτές τις εργασίες αφορά τον ίδιο τον ορισμό της οικιακής εργασίας ή του νοικοκυριού. Πολλές κοινωνικές δραστηριότητες (παραγωγής και κατανάλωσης, παραγωγικής δραστηριότητας και ψυχαγωγίας) εμπλέκονται σ' αυτό. Στο βαθμό που αυτή η ιδιωτικοποιημένη δραστηριότητα αποκλείεται από τη χρονική αφαίρεση που χαρακτηρίζει την εμπορευματική παραγωγή, είναι δύσκολο να την ξεδιαλύνουμε. Το να καταστεί ορατή αυτή η αόρατη εργασία, το να ποσοτικοποιηθεί κατά προσέγγιση, εκθέτει τα ζητήματα της γυναικείας καταπίεσης. Με τον έγγαμο βίο, ένας εργένης θα εξοικονομούσε,  κατά τη μέση διάρκεια ενός γάμου, πέντε χρόνια οικιακής εργασίας, που θα μπορούσε να αφιερώσει είτε σε διασκεδάσεις είτε για την καλυτέρευση της κοινωνικής του θέσης -και των δεσμών κυριαρχίας του- μέσω της επαγγελματικής κατάρτισης, κλπ. Πολλές ενθουσιώδεις μελέτες σκοντάφτουν ωστόσο σε μια γενική κατηγορία της «εργασίας» πολύ ανακριβή. [4]

Η χρηματική αποτίμηση της οικιακής εργασίας φαίνεται αμφισβητήσιμη για τους ίδιους λόγους. Κάποιες μελέτες προσπάθησαν να υπολογίσουν αυτή την αξία με βάση το ωριαίο κόστος της εργασίας αποκατάστασης. Οι κανόνες μιας εργασίας πραγματικά υποτασσόμενης στο κεφάλαιο μέσω της αγοράς ιδιωτικής δραστηριότητας όμως δύσκολα μπορούν να συγκριθούν (τεϊλορισμός στις επισιτιστικές εργασίες και στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις). [5] Τα όργανα μέτρησης εκπίπτουν ως εκ τούτου στην αυθαίρετη επιλογή που κρίνεται μη ικανοποιητική: χρειάζεται μερικές φορές να υπολογίσουμε το ποσό που θα μπορούσε να κερδίσει ένα άτομο στην αγορά κατά το χρόνο που αφιερώνει στις οικιακές δραστηριότητες (κόστος σε πιθανά κέρδη) κι άλλες φορές να υπολογίσουμε τι θα όφειλε να πληρώσει στην αγορά για να πάρει τις αντίστοιχες υπηρεσίες (το καταναλωτικό κόστος στην αγορά) ή ακόμα να ρωτήσουμε τον ίδιο μέσα από μία στατιστική έρευνα το τι θεωρεί ότι εξοικονόμησε (υποκειμενική αξία). Αυτές οι διαφορετικές πράξεις δείχνουν ένα μη κοινωνικά αναγνωρισμένο όγκο δραστηριότητας που ισοδυναμεί με το 1/4 περίπου του ΑΕΠ.

Μπορεί αυτό το πόρισμα να είναι αποκαλυπτικό, αλλά δεν παύει να είναι ανακριβές: «εφόσον δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες ούτε εμπορικές συναλλαγές ούτε χρηματικές δαπάνες, πρέπει πρώτα να ελεγχθεί ένα δείγμα του πληθυσμού πριν την οποιαδήποτε απόπειρα προσδιορισμού των ωρών που αφιερώνονται σε μη εμπορικές δραστηριότητες.» [6] Η κοινωνιολογική έρευνα καλείται εδώ να αναλάβει να διεκπεραιώσει ένα σημαντικό πλην όμως αδύνατο οικονομικό υπολογισμό. 

Η επισφαλής εφαρμογή των μαρξικών εννοιών πέρα από το ειδικό τους πεδίο συχνά συγκαλύπτει τα προβλήματα, όπως δείχνει το παράδειγμα του περιστασιακού χειρισμού των εννοιών της ανταλλακτικής αξίας και της παραγωγικής εργασίας. Η διάκριση μεταξύ αξίας χρήσης και εμπορευματικής αξίας (ανταλλακτικής αξίας) απετέλεσε, σύμφωνα με τον Αντρέ Μισέλ, μια ιδεολογική κληρονομιά που σημάδεψε το 19ο αιώνα. Ορίζει τις οικιακές αξίες χρήσης ως «δυνητικές ανταλλακτικές αξίες».

Το τέχνασμα της ορολογίας δεν προσφέρει καμία λύση, αφού κάθε δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της αυθόρμητης διάθεσης για παιχνίδι μπορεί να αντιπροσωπεύει μια «δυνητική ανταλλακτική αξία». Αρκεί ο μικρός Μαραντόνα που κλοτσούσε «τζάμπα» μια μπάλα στα πεζοδρόμια του Μπουένος Άιρες, για να περάσει από τη σφαίρα του παιχνιδιού σ' αυτή της εμπορευματικής παραγωγής του θεάματος. Όσον αφορά τον παραγωγικό χαρακτήρα (ή όχι) της οικιακής εργασίας, η σύγχυση φτάνει στο αποκορύφωμά της. Προσδίδοντας σ' αυτή την κατηγορία μια αξιολογική σημασία, οι θεωρητικοί του φεμινισμού έχουν συχνά διακρίνει στον περιοριστικό ορισμό της παραγωγικής εργασίας (ως ανταλλαγή κεφαλαίου) την έκφραση μιας αρσενικής αντίληψης της παραγωγικότητας και τη δικαιολόγηση της δωρεάν μη παραγωγικής οικιακής εργασίας. Ταύτιζαν από αντίδραση την παραγωγικότητα αυτής της εργασίας με τη χρησιμότητά της. Αν κάθε χρήσιμη δραστηριότητα είναι παραγωγική, η έννοια της παραγωγικής εργασίας γίνεται τόσο ελαστική που χάνει κάθε θεωρητική σαφήνεια.

Δε θα επιστρέψουμε εδώ στο ήδη περίπλοκο ζήτημα της άμεσης ή έμμεσης παραγωγικής εργασίας.[7] Θα αρκεστούμε να υπογραμμίσουμε ότι η θέληση για μπάσιμο της οικιακής εργασίας στην κατηγορία της παραγωγής εργασίας, χωρίς να διευκρινιστεί αν πρόκειται για παραγωγική εργασία με την ευρεία έννοια (παραγωγή αξιών χρήσης) ή με την ακριβή έννοια (εργασία που ανταλλάσσεται παραγωγικά με κεφάλαιο) οδηγεί σε παράξενες διατυπώσεις.


Η Κριστίν Ντελφί
 θεωρεί μια δραστηριότητα παραγωγική όταν δεν είναι μια δραστηριότητα για τον εαυτό της, αλλά ένα έργο που «παρέχεται σε άλλους». Για τον Πολ Κεντ μια δραστηριότητα είναι παραγωγική όταν θα μπορούσε να εκτελεστεί από οποιοδήποτε άλλο αντί αμοιβής, μη παραγωγική όταν μια τέτοια αντικατάσταση είναι αδιανόητη. Βρισκόμαστε μακριά από τη συγκεκριμένη παραγωγικότητα της εργασίας από την άποψη του κεφαλαίου (σημειωτέον ότι αυτή η θεωρητική συγκεκριμενότητα δε συνεπάγεται, από την άποψη της εργασίας, οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξιοποίηση της εν λόγω παραγωγικότητας).

Το ενδιαφέρον των ερευνών για την ποσοτικοποίηση της οικιακής εργασίας δεν τίθεται εν αμφιβόλω. Φωτίζουν μια σκοτεινή πραγματικότητα και συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση. Απ' αυτές θα μπορούσαν να αντληθούν συμπεράσματα διαμετρικά αντίθετα. Ορισμένα ρεύματα επιδιώκουν τη νομική θεμελίωση της διεκδίκησης ενός οικιακού μισθού. Άλλοι (όπως ο Αντρέ Μισέλ) εξέφρασαν, αντίθετα, το φόβο ότι ένας τέτοιος μισθός θεσμοθετεί τον αποκλεισμό και καθαγιάζει την οικονομική εξάρτηση των γυναικών. Η ανάλυση της οικιακής παραγωγής και της κοινωνικής της βαρύτητας θα έπρεπε να τους κάνει να δουν πώς μπορούν να αφυπνίσουν τη διεκδίκηση για πρόσβαση στην εργασία, νομική ισότητα, γενικευμένη μείωση των εργάσιμων ωρών. «Τα προβλήματα που θέτει η οικιακή μη εμπορευματική παραγωγή είναι από τα πιο κρίσιμα της σύγχρονης εποχής: αντανακλώντας τα ανείπωτα της οικονομικής επιστήμης, αντανακλούν την απόκρυψη απ' αυτή την επιστήμη της ανισότιμης σχέσης μεταξύ των φύλων που η προέλευσή της δε βρίσκεται μόνο στις νοοτροπίες, αλλά επίσης στην οικονομική υποταγή των παραγωγών μη εμπορευματικών αξιών στους παραγωγούς εμπορευματικών αξιών και στην εκμετάλλευση των πρώτων από τους δεύτερους.» 
[8]

Εκμετάλλευση; Για ποια εκμετάλλευση πρόκειται; Μπορούμε να φανταστούμε μια παραγωγική εργασία προσδιοριζόμενη από τη άποψη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και μια παραγωγική εργασία προσδιοριζόμενη από έναν οικιακό τρόπο παραγωγής (ή σχέσης). Μπορούμε επίσης να φανταστούμε μια σχέση οικιακής εκμετάλλευσης (όπως και μια σχέση εκμετάλλευσης φεουδαλική ή γραφειοκρατική) διαφορετική από τη σχέση καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Υπό τον όρο ότι διακρίνουμε κάθε περίπτωση (αντί να τις συγχέουμε με μία γενική ορολογία) και ότι χρησιμοποιούμε συγκεκριμένες έννοιες. Ο Κλοντ Μεγιασού μάλλον έχει δίκιο όταν εκτιμά ότι η οικιακή εργασία εμπίπτει σε μια άλλη διάρκεια και μια άλλη χρονικότητα και συνεπώς σε άλλη κλίμακα σε σχέση με τη μισθωτή εργασία. «Σε μια οικονομία όπως η οικιακή οικονομία όπου η εργατική δύναμη δεν είναι ένα εμπόρευμα είναι ακόμα λιγότερο προσαρμοσμένη στον ωριαίο υπολογισμό: για να συλλάβουμε με συνέπεια τους μηχανισμούς παραγωγής και κυκλοφορίας, που εκτελούνται σε κλίμακα πολλών διαδοχικών γενεών πρέπει να υποκαταστήσουμε τον υπολογισμό της ισοβιότητας.» Κατά την κυκλοφορία των προϊόντων μεταξύ των γενεών, πράγματι, «η ενέργεια κάθε παραγωγού είναι το κοινωνικό και χρονικό προϊόν της κοινότητας και των σχέσεων παραγωγής και αναπαραγωγής που συσφίγγονται κατά τη διάρκεια τριών διαδοχικών γενεών.» [9] 


Παραγωγή και Αναπαραγωγή

Η γενίκευση των σχέσεων της αγοράς και η ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας καθιστούν το χρόνο εργασίας μέτρο όλων των κοινωνικών σχέσεων. Εφόσον δεν παράγει υπεραξία, η αυτοαπασχόληση είναι κοινωνικά υποτιμημένη και απομειωμένη. Η αποκλειστική εξιδανίκευση της παραγωγικής δουλειάς από την άποψη του κεφαλαίου υποτιμά όλη την παιχνιδιάρικη δραστηριότητα και καταστέλλει τη μη αναπαραγωγική σεξουαλικότητα. Μία γενική διαδικασία υποτίμησης και κοινωνικής υπονόμευσης πλήττει τους περιθωριοποιημένους και αποκλεισμένα απ' αυτή τη σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής: τα παιδιά, τις γυναίκες, τους γέρους.

Η οικογένεια λοιπόν υποτίθεται ότι αποτελεί ένα ιδιωτικό πεδίο που εξασφαλίζει μια τυπική ισότητα μεταξύ των μελών της. Η συλλογικότητα Être exploitées αποκαλύπτει αυτή την αυταπάτη: «Υπάρχουν δυο βασικές κατηγορίες οικογένειας, αυτή του καπιταλιστή που μεταβιβάζει κεφάλαιο υπό μορφή ιδιωτικού κεφαλαίου και αυτή του προλετάριου που κληροδοτεί απλά τον εαυτό του υπό μορφή εργατικής δύναμης. Έτσι συντηρείται η ανισότητα μεταξύ των δύο μεγάλων τάξεων, των παραγωγών και των αφεντικών... Η οικογένεια είναι όργανο της ανισότητας.» Στην ανάλυση άλλων το σχολείο είναι η μήτρα του κοινωνικού διαχωρισμού. Μια τέτοια προσέγγιση εννοεί τις τάξεις ως προϊόντα ενός θεσμικού καταμερισμού κοινωνικών ρόλων.

Ωστόσο, ούτε το σχολείο ούτε η οικογένεια παράγουν τις τάξεις. Ο ιδιαίτερος ρόλος τους στην αναπαραγωγή του συνόλου συμβάλλει στο να τις αναπαράγει στη βάση των σχέσεων παραγωγής και του καταμερισμού εργασίας.

Αυτά τα φαινομενικά πολύ αφηρημένα ζητήματα είναι γεμάτα πρακτικές συνέπειες. Είτε οι ανταγωνιστικές κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες δεν μπορούν να περιοριστούν στις ταξικές σχέσεις, συνδέονται στενά, οπότε χρειάζεται να διευκρινιστούν οι λεπτομέρειες αυτής της σύνδεσης. Είτε αρκούμαστε στην καταγραφή μιας σειράς αντιφάσεων ή εξωτερικών συγκρούσεων των μεν με τις δε, προπάντων μεταξύ της πάλης των φύλων και της πάλης των τάξεων: «Στην αστική ιδεολογία και την πρακτική, υπάρχει ένας διαρκής παραλληλισμός ανάμεσα στον τρόπο που οι γυναίκες παραγκωνίζονται και κυριαρχούνται και τον τρόπο που το προλεταριάτο απομονώνεται και διευθύνεται.» Το υπόβαθρο αυτού του «παραλληλισμού» παραπέμπει στο προβάδισμα της έμφυλης καταπίεσης σε σχέση με την ταξική εκμετάλλευση. Τίποτα δεν αποδεικνύει όμως ότι η χρονολογική σειρά προσδιορίζει τη λογική συνάρθρωση των αντιφάσεων. Το κεφάλαιο αναλαμβάνει μια συγκεκριμένη προϋπάρχουσα μορφή καταπίεσης και την υποτάσσει στις δικές του αναπαραγωγικές απαιτήσεις.

Οι μελέτες της καταπίεσης συχνά θεωρούν ότι το ζήτημα της αναπαραγωγής συνιστά ένα από τα τυφλά σημεία της θεωρίας του Μαρξ. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Τον περασμένο αιώνα οι θεσμικοί μηχανισμοί για την αναπαραγωγή (φοίτηση, δημόσια υγεία, κοινωνική στέγαση και κοινωνική προστασία) ήταν εμβρυακές. Η οικογένεια ήταν μακράν η πρωταρχική μεταξύ αυτών. Αν η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από «τα έξοδα συντήρησης του εργάτη και της οικογενείας του», αυτά δεν είναι έξοδα που προορίζονται άμεσα από την αυστηρή βιολογική αναπαραγωγή, αλλά μάλλον για μια ιστορική αναπαραγωγή (ενδογενεαλογική), που περιλαμβάνει τη μεταβίβαση μιας κουλτούρας, κάποιας πείρας και κάποιων ηθών. Με τις επιπτώσεις της στον καθορισμό του αναγκαίου κοινωνικά χρόνου εργασίας, η αναπαραγωγή λειτουργεί αναδρομικά πάνω στον καταμερισμό μεταξύ αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας. Ως προς τη συνολική διαδικασία με την οποία καταπιάνεται το Τρίτος Τόμος του Κεφαλαίου, είναι αυτή που καθορίζει, πάνω στη βάση του προηγούμενου κύκλου, τις σχέσεις αξίας που διακυβεύονται στην αρχή του νέου κύκλου συσσώρευσης.

Η κλασική εθνολογία περιλαμβάνει το πρόβλημα της αναπαραγωγής το οποίο με τη σειρά του περιλαμβάνεται σε αυτό της συγγένειας. Ο σχηματισμός της οικογενειακής συμβίωσης προϋποθέτει, σύμφωνα με το Μεγιασού, μια στοιχειώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αρκετή για τη σταθεροποίηση της κοινωνικής ομάδας. Η γη χρειάζεται να γίνει κυρίως ένα μέσο εργασίας, παρά ένα απλό αντικείμενο εργασίας. Η διαδικασία της αναπαραγωγής δεν είναι επομένως πιο άμεση και επισφαλής. Οργανώνεται μεσοπρόθεσμα μέσα από την κωδικοποίηση της πατρότητας, μέσα από την κυκλοφορία των γυναικών, μέσα από την τέλεση των αρραβώνων και του γάμου. Στις υπό σχηματισμό ταξικές κοινωνίες, η οικιακή παραγωγή θα προσαρμόζεται έτσι σταδιακά στην κυρίαρχη και αποκρυσταλλωμένη στο θεσμό της οικογένειας σχέση παραγωγής. Για να γίνει πιθανή μια ριζοσπαστική μετάλλαξη της οικογενειακής συμβίωσης, η αναπαραγωγή πρέπει να εξασκείται προς όφελος μιας ομάδας και οι κύκλοι παραγωγής και αναπαραγωγής πρέπει να αποσυνδεθούν, σε τρόπο ώστε η κυκλοφορία των προϊόντων, ο πυλώνας της συσσώρευσης, να υπερισχύει της κυκλοφορίας των ατόμων. 


Η οικογενειακή συμβίωση κλονίζεται και τρεκλίζει, αλλά ανθίσταται. Ο Μεγιασού φαίνεται εδώ να διστάζει μεταξύ της επιβεβαίωσης της υπεροχής της παραγωγής επί της αναπαραγωγής στις ταξικές κοινωνίες και της αναγνώρισης μιας αυτονομίας που το πεδίο εφαρμογής της παραμένει ανακριβές. «Οι σχέσεις παραγωγής και οι σχέσεις αναπαραγωγής συμπίπτουν αλλά δεν αλληλοεπικαλύπτονται.»  [10]  

Κατά συνέπεια, υπάρχει, με την ανάδυση του καπιταλισμού, η διαιώνιση των ενδοοικογενειακών σχέσεων κάτω από τον έλεγχο των αναπαραγωγικών μέσων (της διαβίωσης και της συμβίωσης), αντί των  μέσων παραγωγής, την ίδια στιγμή που η υποταγή της αναπαραγωγής στην παραγωγή, πιστοποιείται από τη γενικευμένη κοινωνική κατωτεροποίηση του γυναικείου ρόλου. [11]

Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης διέπεται από μία διπλή χρονικότητα ή από διαφορετικούς κύκλους: έναν οικονομικό κύκλο αναπαραγωγής του κεφαλαίου και ένα γενεαλογικό αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, έναν κύκλο άμεσης αναπαραγωγής και έναν κύκλο διευρυμένης από την εργατική δύναμη αναπαραγωγής, που δύσκολα μπορούν να χωρέσουν στο ίδιο κοινωνικό μέτρο. Καθώς το κεφάλαιο τείνει διαρκώς στο να εξοικονομεί χρόνο και να αυξάνει την παραγωγικότητα μέσα από την οργάνωση και την εντατικοποίηση της εργασίας, έτσι τείνει να εξοικονομεί χρόνο και στην αναπαραγωγή, μέσα από την επιβολή κανόνων διακριτών από τους κανόνες παραγωγής. Από τη μια, καθιστώντας αυτό το χρόνο αόρατο στο όνομα της φυσικής οικογενειακής αρμονίας, από την άλλη, αυξάνοντας την παραγωγικότητα της οικιακής εργασίας με την ανάπτυξη της τεχνολογίας οικιακών συσκευών, και τελικά κοινωνικοποιώντας εν μέρει αυτή την αναπαραγωγή μέσω των δημόσιων υπηρεσιών. Ο έμμεσος μισθός αντιπροσωπεύει εδώ το μέγεθος του παραγόμενου αναγκαίου κοινωνικού προϊόντος για την αναπαραγωγή στις δοσμένες ιστορικά συνθήκες. Όταν αυτός ο έμμεσος μισθός (και δι' αυτού η πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας) δέχεται επίθεση, το βάρος της αναπαραγωγής πρέπει να μεταφερθεί σε μια άλλη κοινωνική σχέση (την ενδοοικογενειακή σχέση). Μετά από μισό αιώνα κατά τον οποίο οι γυναίκες εισέβαλαν μαζικά στη μισθωτή εργασία, κι όπου ο αρχικός ρόλος της οικογενειακής μονάδας μειώθηκε από την εμπορευματοποίηση ενός αυξανόμενου αριθμού λειτουργιών της (καθαριστήρια, γεύματα, επιδιορθώσεις) κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις συνέπειες μιας τέτοιας επιστροφής στο παρελθόν.

Η θεωρητική αναγέννηση της δεκαετίας του 1970 έδωσε χώρο σε διάφορες απόπειρες επιβεβαίωσης της υπεροχής των σχέσεων της πατριαρχίας πάνω στις σχέσεις εκμετάλλευσης. Μέσα από την αρχική κυριαρχία της πάνω στην παραγωγή, η αναπαραγωγή θα δικαιολογούσε την πρωτοκαθεδρία της πάλης των φύλων πάνω στην πάλη των τάξεων. [12] Παίζοντας με τη σχετική αμφισημία κάποιων τύπων εκμετάλλευσης και παραγωγικής εργασίας, άλλα ρεύματα υποστήριζαν έναν αυστηρό παραλληλισμό ανάμεσα στους ταξικούς και τους έμφυλους αγώνες. Η υποθετική τους σύγκλιση θα εξαφανίζονταν στο μακρινό μέλλον. Αυτή η ιδέα αποδείχθηκε συμβατή, στο όνομα ενός ιστορικού καταμερισμού καθηκόντων, με τις αμφίβολες έμμεσες συμμαχίας μεταξύ των ριζοσπαστικών φεμινιστικών ρευμάτων και των ρεφορμιστικών κομμάτων ενός εργατικού κινήματος που κυριαρχούνταν παγκόσμια από άνδρες. Άλλοι πάλι επέμεναν στην οικιακή εργασία ως τη θεμελιώδη σχέση που μοιράζονταν οι γυναίκες στην παραγωγή, ανεξάρτητα από την ταξική τους ένταξη ή τη διαφορετική τους κατάσταση. Έτσι το σπίτι αντικαθιστούσε την επιχείρηση ως έδρα των συγκρούσεων. Η γυναίκα του κόσμου έγινε το υποκείμενο της ανατροπής, η διεκδίκηση μισθού το λάβαρο της εξέγερσης, και η καταστροφή της οικογένειας (που αναπαράγει τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας ως γυναίκα) η λυδία λίθος κάθε στρατηγικής.

Καμιά συνοπτική περίληψη δεν μπορεί να αποδώσει τον πλούτο των επιχειρημάτων που ανταλλάχθηκαν, τις προσπάθειες που έγιναν για διέγερση της σκέψης, τις υποχρεώσεις που γέννησε αυτή στα ρεύματα μαρξιστικής έμπνευσης, να επανεξετάσουν τις πηγές τους, να καινοτομήσουν. [13] Πολλά ειπώθηκαν τότε. Για το γεγονός ότι η μητρότητα δεν αποτελεί φυσικό μειονέκτημα, ότι η μυθολογία είναι γεμάτη από την ηχώ ενός μεγάλου γεγονότος: της κατάληψης της εξουσίας από τους άνδρες. Ότι ο έμφυλος καταμερισμός εργασίας μπορεί να προηγείται χρονολογικά χωρίς να είναι η διαμάχη που χαρακτηρίζει μια δοσμένη εποχή, ότι οι σχέσεις των ίδιων των γυναικών με την αναπαραγωγή ποικίλλουν ανάλογα με την ταξική τους ένταξη. Ότι η «εκμετάλλευση» της οικιακής εργασίας δεν μπορεί να εξεταστεί παρά μόνο αναλογικά, ότι η απλή συνύπαρξη ενός «προκαπιταλιστικού» τρόπου παραγωγής κι ενός καπιταλιστικού μετά βίας μπορεί να γίνει αντιληπτή, γιατί ο δεύτερος έχει την ιδιότητα να εισβάλλει, να υποτάσσει και να μετασχηματίζει το σύνολο των προϋπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων...

Όλα αυτά ειπώθηκαν και συχνά ειπώθηκαν και πολύ καλά. Αλλά το πιο ουσιώδες ίσως παραμένει στην αφάνεια. Ο Μεγιασού διατείνεται ότι η απροσεξία του Μαρξ σε σχέση με την αναπαραγωγή αντανακλά πολύ απλά τον αέρα της εποχής του: μέσ' στη φρενίτιδα της πρωτογενούς συσσώρευσης, το ζήτημα λυνότανε χωρίς πολλά πολλά μ' έναν τρόπο πρωτόλειο και άξεστο. Δεν είναι λοιπόν ζήτημα έμμεσου μισθού. Η συνολική διαδικασία του Τρίτου Τόμου του Κεφαλαίου είναι ωστόσο η διαδικασία της αναπαραγωγής. Πολλοί συγγραφείς αρκούνται μόνο στο να υπογραμμίζουν σχετικά ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη διαχωρίζει (στο χώρο και στο χρόνο) την παραγωγή από την αναπαραγωγή όπως ακριβώς διαχωρίζει το δημόσιο από το ιδιωτικό. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη, ο προφανής, ορατός, διάφανος διαχωρισμός, είναι επίσης και το μέσο απόκρυψης των αόρατων δεσμών που δεν είναι καθόλου λιγότερο πραγματικοί. Ο Μαρξ σίγουρα δεν ενδιαφέρεται κατά προτεραιότητα για τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες της αναπαραγωγής, αλλά σκοπεύει πάνω απ' όλα στην αποκάλυψη της περιοριστικής φύσης αυτών των αόρατων δεσμών. Ως μονάδα παραγωγής και κυκλοφορίας, η συνολική διαδικασία δημιουργεί τους απαραίτητους δεσμούς ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή πέρα από τον προφανή διαχωρισμό τους. Είτε πρόκειται για την οικογένεια είτε για το σχολείο, την υγεία ή τη στέγαση κάθε μονογραφική μελέτη των θεσμικών μηχανισμών αναπαραγωγής είναι καταδικασμένη να ακολουθήσει το μίτο της Αριάδνης που οδηγεί στα κρυφά εργαστήρια της παραγωγής.

Το ζήτημα της στέγασης οδηγεί έτσι στη διαφοροποίηση του μισθώματος γης και στον τρόπο με τον οποίου η συγκεκριμένη ιδιοκτησία του εδάφους καθορίζει την παραγωγή και την ιδιοποίηση του χώρου αναπαραγωγής. Το ζήτημα της υγείας οδηγεί στο κόστος συντήρησης της εργατικής δύναμης και της κοινωνικής της μακροημέρευσης. Το ζήτημα του σχολείου στη διαμόρφωση μιας σύνθετης εργατικής δύναμης και στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας που αναπαράγει χωρίς να τη δημιουργεί, ακριβώς όπως η οικογένεια αναπαράγει την καταπίεση χωρίς, από μόνη της, να την παράγει. Η επιμονή στην αποκατάσταση του ιδιαίτερου και υποτιμημένου χαρακτήρα της αναπαραγωγής μερικές φορές καταλήγει στην απλή και καθαρή αποσύνδεσή του από την παραγωγή και σε μία μονομερή θεσμική κατανόηση των μηχανισμών της. Άλλοτε στηρίζεται σε αριστερές διακηρύξεις (καταστροφή του σχολείου, καταστροφή της οικογένειας), σαν να θέλει να σπάσει το καλούπι της κάθε κυριαρχίας, και άλλοτε σε μεταρρυθμιστικές προτάσεις (εκδημοκρατισμός του σχολείου, εκδημοκρατισμός της οικογένειας), λες και η αμετάβλητη λογική της παραγωγής θα μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο μέσα από μια καλή οργάνωση της αναπαραγωγής.

Πάμπολλες φορές στην πορεία των τελευταίων δύο αιώνων η αλληλοδιείσδυση της πάλης για την απελευθέρωση (του φύλου) και τις ταξικής πάλης επιβεβαίωσαν ιστορικά και πρακτικά τη διασύνδεση των δύο υπο-όρων του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής: «Η γυναίκες έχουν μια ιστορία, αλλά αυτή είναι μια ιστορία θρυμματισμένη, μια ιστορία εναρμονισμένη με την εξέλιξη των μέσων παραγωγής, την ενίσχυση του Κράτους, και τις συνέπειες αυτής στην οικογένεια.» [14] 

Σώματα και εμπορεύματα

Ιδιοποιούμενο σώματα, το κεφάλαιο τα αναιρεί μέσα σε μια κοινή αφαίρεση: ως μονάδες αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, ως εμπορεύματα μεταξύ άλλων, ως απλές εργατικές δυνάμεις. Αναθέτει στις γυναίκες τη λειτουργία της αναπαραγωγής και της συντήρησης της εργατικής δύναμης. Αυτή η εξαρτώμενη από τις εμπορικές σχέσεις οικιακή λειτουργία παραμένει εν μέρει ξένη προς αυτές. Ακόμα και κατά τις περιόδους μαζικής κινητοποίησης του γυναικείου εργατικού κινήματος, οι γυναίκες εξακολουθούν να υποβάλλονται, μέσω της διπλής εργάσιμης ημέρας, σε μία απευθείας παραγωγή αξιών χρήσης. Διατηρούν μια σχέση με το σώμα και το λόγο, το χρόνο και την ύλη, που διαρκώς επαναστατεί απέναντι στον γενικευμένο φετιχισμό του εμπορεύματος. Τέτοια είναι η παράδοξη ανταπόδοση για το αμπάρωμα στην οικογένεια και το σπίτι, για την κοινωνική και πολιτιστική υποτίμηση μιας δραστηριότητας εξορισμένης από τις εγχρήματες συναλλαγές.

Σχόλια