Κράτος και καπιταλισμός σήμερα


Η σχέση του κεφαλαίου με το κράτος είναι κεντρική για την κατανόηση των εξελίξεων στον κόσμο σήμερα. Αναφαίνεται σε μια σειρά από φαινομενικά διαφορετικά ζητήματα όπως: στο μέλλον του Τρίτου Κόσμου, στις σχέσεις ανάμεσα στις υπερδυνάμεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στις προοπτικές για την επιτυχημένη οικονομική ανοικοδόμηση της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης, στους ατέλειωτους καυγάδες μέσα στην κυβέρνηση των συντηρητικών για την κοινωνική ενσωμάτωση, στη σημασία του πολέμου των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ. Αυτά τα ζητήματα έχουν φουντώσει τη συζήτηση στην αριστερά. Υπήρξαν το αντικείμενο των περιστασιακών διενέξεων μεταξύ των αρθρογράφων αυτού του περιοδικού την τελευταία μιάμιση δεκαετία και έχουν προκαλέσει στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση.

Το κράτος ως απλά εποικοδόμημα

Η πιο συνηθισμένη άποψη για το κράτος μεταξύ των Μαρξιστών είναι να το βλέπουν απλά ως εποικοδόμημα, ως κάτι εξωτερικό σε σχέση με το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Ο καπιταλισμός, σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, συνίσταται στην επιδίωξη των κερδών από τις επιχειρήσεις (ή, για να ακριβολογούμε, στην αυτοεπέκταση των κεφαλαίων) ανεξάρτητα από το πού αυτές έχουν τη βάση τους γεωγραφικά. Το κράτος, αντίθετα, είναι μια γεωγραφικά προσδιορισμένη πολιτική οντότητα, που τα σύνορά του διατέμνουν τις δραστηριότητες των μεμονωμένων κεφαλαίων.

Το κράτος μπορεί να είναι μια δομή που αναπτύχθηκε ιστορικά για να παρέχει τα πολιτικά προαπαιτούμενα για την καπιταλιστική παραγωγή -να προστατεύει την καπιταλιστική ιδιοκτησία, να αστυνομεύει τις εμπορικές συναλλαγές διαφορετικών μελών της άρχουσας τάξης μεταξύ τους, να παρέχει συγκεκριμένες υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγή του συστήματος, να υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για να κάνει αποδεκτή σε άλλα τμήματα της κοινωνίας την καπιταλιστική κυριαρχία- αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ίδιο το σύστημα.

Αυτή η άποψη για το κράτος θεωρεί ότι βασίζεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: "Το ανώτερο στελεχικό δυναμικό του σύγχρονου κράτους δεν είναι παρά μια επιτροπή των κοινών υποθέσεων της αστικής τάξης". Αλλά οι ρίζες της δεν βρίσκονται τόσο στον ίδιο το Μαρξ όσο στους προγενέστερούς του κλασικούς οικονομολόγους: στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ απλά παίρνει την επιμονή τους στην ανάγκη ενός μινιμαλιστικού κράτους-"νυχτοφύλακα" και αναδεικνύει τον ταξικό του χαρακτήρα.

Ωστόσο, αυτή είναι η άποψη που συναντάμε στον πιο σύγχρονο ακαδημαϊκό Μαρξισμό. Έτσι, για παράδειγμα, αυτή η αντίληψη βρισκόταν και στις δυο πλευρές της συζήτησης που διεξήχθη μέσα από το περιοδικό New Left Review ανάμεσα στο Ραλφ Μίλιμπαντ και το Νίκο Πουλαντζά. Ο Μίλιμπαντ υποστήριζε αυτό που αποκαλούσε "εργαλειακή" άποψη για το κράτος: ήταν δεμένο με την καπιταλιστική τάξη γιατί το ηγετικό προσωπικό της προέρχονταν από το ίδιο περιβάλλον με τους ιδιοκτήτες του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Ο Πουλαντζάς υποστήριζε ότι ήταν σαν να βλέπουμε απλά αποσπασματικά τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και τον καπιταλισμό, σαν να βλέπουμε το χαρακτήρα του κράτους μόνο σε σχέση με το ποιος επανδρώνει τις ανώτερες δομές του. Αντέτεινε αυτό που αποκαλέστηκε "λειτουργική" άποψη: το κράτος έχει να διεκπεραιώσει τις ανάγκες της κοινωνίας, της οποίας αποτελεί μέρος. Εφόσον ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία έχουμε απαραίτητα ένα καπιταλιστικό κράτος. Το κράτος είναι, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, "μια συμπύκνωση ταξικών δυνάμεων", και οι δυνάμεις που "συμπυκνώνει" είναι καπιταλιστικές δυνάμεις.

Παρά την προφανή αντιπαράθεσή τους, οι απόψεις και του Μίλιμπαντ και του Πουλαντζά μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το καπιταλιστικό κράτος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αν είναι ο χαρακτήρας του προσωπικού του που εγγυάται την καπιταλιστική φύση του κράτους, τότε αλλάζοντας το προσωπικό μπορεί να αλλάξει και ο χαρακτήρας του κράτους, επιτρέποντας αυτό να χρησιμοποιηθεί για σοσιαλιστικούς σκοπούς. Αν το κράτος είναι μια λειτουργία της κοινωνίας, της οποίας είναι μέρος, τότε αν αυτή η κοινωνία τραντάζονταν από βαθείς ταξικούς αγώνες, αυτό θα έβρισκε την έκφρασή του μέσα στο ίδιο το κράτος. Η "συμπύκνωση των ταξικών δυνάμεων" θα εξέφραζε τις πιέσεις και της κυρίαρχης τάξης και της εργατικής τάξης -πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί ο Πουλαντζάς κατάφερε να μετακινηθεί από το Μαοϊσμό στον Ευρωκομμουνισμό χωρίς να υπάρξει καμία σημαντική αλλαγή στο θεωρητικό του υπόβαθρο.

Πιο πρόσφατα ανέκυψε στην αριστερά και μια άλλη παραλλαγή της άποψης που βλέπει το κράτος ως εξωτερικό παράγοντα του κεφαλαίου. Μέσα στον ακαδημαϊκό Μαρξισμό υπάρχει μια αυξανόμενη τάση των ανθρώπων να αντιτάσσουν το καπιταλιστικό σύστημα, σαν ένα σύστημα βασισμένο στην τάση για συσσώρευση των επιχειρήσεων, στο "σύστημα των κρατών" στα δίχτυα του οποίου έχει πιαστεί ιστορικά. Σε λίγες περιπτώσεις αυτό οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλοι πόλεμοι του αιώνα μας δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας ροπής του καπιταλισμού προς τον πόλεμο, αλλά μάλλον προϊόν σύγκρουσης των "απαρχαιωμένων" αυτοκρατορικών καθεστώτων, τα οποία ο καπιταλισμός καθώς αναπτύσσεται σιγά σιγά αρχίζει να τα ξηλώνει.

Ο Νάιτζελ Χάρις προέρχεται από μια πολύ διαφορετική παράδοση σε σχέση με τον ακαδημαϊκό Μαρξισμό -την επαναστατική παράδοση. Τα γραπτά του εκφράζανε πάντα ένα αχαλίνωτο μίσος για το κράτος και την απόλυτη περιφρόνηση γι' αυτούς που πιστεύουν ότι μπορούν να μεταρρυθμίσουν τον καπιταλισμό. Αλλά στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου τα τελευταία 20 χρόνια έχει στραφεί σε μια περιγραφή του κράτους που ανήκει στη σχολή του "κράτους ως απλά εποικοδόμημα".

Υποστηρίζει ότι τα συμφέροντα του κεφαλαίου γίνονται ολοένα και πιο διεθνή συμφέροντα, χωρίς καμία πρόσδεση σε εθνικά σύνορα. Κάθε μεμονωμένο κεφάλαιο αναπτύχθηκε στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου έθνους κράτους, αλλά μπορεί πλέον να λειτουργεί κυριολεκτικά στο εσωτερικό οποιουδήποτε κράτους, υποτάσσοντάς το στη θέλησή του. Το ιδιαίτερο κράτος ήταν το απαραίτητο εργαλείο ενός σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού -ένα εποικοδόμημα κάποτε αναγκαίο για την καπιταλιστική συσσώρευση- αλλά όχι πλέον. Ο καπιταλισμός οδηγείται στην αμφισβήτηση του κράτους που συνόδευε την εξέλιξή του κατά το παρελθόν, στη "δράση ενάντια στο αυθαίρετο και διεφθαρμένο απολυταρχικό κράτος", στην "κίνηση προς την ολοκλήρωση της αστικής επανάστασης, μ' ένα τρόπο που θυμίζει το 1848.

Ο Νάιτζελ δεν εννοεί ότι αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι απλά ο μαρασμός του κράτους. Κάθε άλλο. Οι γραφειοκρατικές δομές του κράτους παραμένουν ανέπαφες. Έχουνε τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα να διατηρήσουν, συμφέροντα που είναι δεμένα με μια συγκεκριμένη εθνική γεωγραφική περιοχή, συμφέροντα προς τη διατήρηση της ταξικής ειρήνης, συμφέροντα προς την προσέλκυση κεφαλαίων σε ανταγωνισμό με άλλα κράτη, συμφέροντα προς την οικοδόμηση της στρατιωτικής τους υπεροχής. Κι έτσι ο σύγχρονος κόσμος χαρακτηρίζεται όχι απλά από έναν αυξανόμενο όγκο εμπορευματικών προϊόντων και κεφαλαίων, αλλά και από κρατικούς περιορισμούς που εμποδίζουν αυτές τις συναλλαγές μ' ένα τρόπο που είναι, από καπιταλιστική άποψη, παράλογος. Υπάρχει "ψωμί", αλλά υπάρχουν επίσης και "όπλα". 

Το κράτος ως κεφάλαιο

Παρόλο που το μεγαλύτερο κομμάτι της αριστεράς βλέπει το κράτος και το κεφάλαιο ως αντιθετικά, υπάρχει μια μειοψηφική παράδοση που εξισώνει το κράτος με το κεφάλαιο. Οι διανοητικές ρίζες αυτής της αριστεράς φτάνουν πίσω στις ιδέες του Λένιν και του Μπουχάριν όπως διατυπώθηκαν στα βιβλία τους για τον ιμπεριαλισμό, που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις αναφορές τους στη "συγχώνευση" του κράτους με το κεφάλαιο, στον "κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό", ή απλά "κρατικό καπιταλισμό". Τις ιδέες που ανέπτυξε ο Τόνι Κλιφ στη μοναδική συνεκτική Μαρξιστική ανάλυση για τη Ρωσία του Στάλιν.

Αλλά ο Μάικ Κίντρον πήγε ακόμα παραπέρα επεκτείνοντας αυτές τις "ενοράσεις" σε μια, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ολοκληρωμένη "θεωρία" του γερασμένου καπιταλισμού. Στην εξήγηση που δίνει ο Κίντρον τα μεμονωμένα κράτη και τα μεμονωμένα κεφάλαια βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία μεταξύ τους. Κάθε κράτος λειτουργεί κάτω από την καθοδήγηση των εθνικών κεφαλαίων και κάθε σημαντικό κεφάλαιο είναι ενσωματωμένο στη λειτουργία στη λειτουργία του δικού του κράτους. Αν μιλάμε για τα συμφέροντα του Βρετανικού καπιταλισμού, μιλάμε για τα συμφέροντα του Βρετανικού κράτους: αν μιλάμε για το Βρετανικό κράτος, μιλάμε για τις επιχειρήσεις του Βρετανικού καπιταλισμού. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα -δηλαδή κεφάλαια που για ένα διάστημα ξεφεύγουν από τον έλεγχο των εθνικών κρατών ή εθνικά κράτη που για ένα διάστημα δρουν ενάντια στα συμφέροντα των εθνικών κεφαλαίων. Αλλά αυτές οι εξαιρέσεις, για τον Κίντρον, είναι κατάλοιπα του παρελθόντος, απομεινάρια που θα εξαφανιστούν με την παραπέρα ανάπτυξη του συστήματος.

Πράγματι, η λογική λέει ότι κάθε στοιχείο του εποικοδομήματος, ακόμα και τα συνδικάτα, μπορεί να αποτελούν την απλή έκφραση της δυναμικής του εθνικού κεφαλαίου στον ανταγωνισμό του με τα άλλα εθνικά κεφάλαια. Ορισμένοι ακαδημαϊκοί Μαρξιστές συμμερίζονται μ' ένα τρόπο την άποψη του Κίντρον. Αυτοί ανήκουν στη σχολή της "λογικής του κεφαλαίου" ή του "κράτους ως κεφάλαιο". Γι' αυτούς η συμπεριφορά του κράτους καθορίζεται από τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, παρότι τείνουν να την ταυτίζουν με τη λογική του ιδιωτικού κεφαλαίου που κινείται στα πλαίσια ενός κράτους παρά με τη λογική του ανταγωνισμού ενός κρατικού κεφαλαίου απέναντι σε άλλα κρατικά κεφάλαια.

Τα προβλήματα και με τις δύο απόψεις

Υπάρχουν προβλήματα τόσο ως προς την ανάλυση όσο και ως προς την πολιτική πρακτική που συνδέεται και με τις δύο αυτές απόψεις. Αν το κράτος είναι απλά εποικοδόμημα, τότε είναι πιθανό να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που ανακύπτουν στην πολιτική σφαίρα, ενώ τα προβλήματα που ανακύπτουν σε σχέση με την οικονομία είναι ξεχωριστά και διακριτά. Η πάλη ενάντια στην αστυνομία ή η πάλη ενάντια στο ρατσισμό, τότε, δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την ταξική πάλη: το χτύπημα ενάντια στα αφεντικά παύει να είναι χτύπημα ενάντια στον πόλεμο.

Αυτή είναι η λογική που οδήγησε τον Μπερνστάιν και τον Κάουτσκι να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους και να υποστηρίξουν ότι ήταν δυνατό να αντιπαλέψεις το μιλιταρισμό κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου χωρίς να μετατρέψεις τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο. Είναι η ίδια λογική που οδήγησε τον Έντουαρντ Τόμσον στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στο να περιγράφει τους στρατιωτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών ως "ακρότητες" που δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τον "παλιό καλό" καπιταλισμό και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τους καλοπροαίρετους άνδρες και γυναίκες όλων των τάξεων.

Οι συνέπειες της άλλης άποψης, που βλέπει το κράτος ως απόλυτα συγχωνευμένο με το κεφάλαιο, είναι εξίσου τραγικές. Οι μορφές καταπίεσης που συντηρεί το κράτος θεωρούνται ως άμεση απόρροια των αναγκών της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαμάχη μεταξύ τους. Η σεξουαλική καταπίεση, οι ρατσιστικές διακρίσεις, η δομή της οικογένειας, οι γραφειοκρατικές ιεραρχίες, τα πολιτικά κόμματα, ακόμα και οι πανεθνικές οργανώσεις των συνδικάτων, είναι όλα προϊόντα της "λογικής" του κράτους ως κεφάλαιο. Άμεσο επακόλουθο μιας τέτοιας άποψης είναι η απουσία οποιαδήποτε διάκρισης ανάμεσα στις θεμελιώδεις κοινωνικές συγκρούσεις που αμφισβητούν την ίδια τη βάση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και στις λιγότερο θεμελιώδεις που μπορούν να συγκρατηθούν μέσα από μεταρρυθμίσεις στις υπάρχουσες θεσμικές δομές. Το αποτέλεσμα είναι είτε ένας υπέρ-αριστερός αυθορμητισμός, σαν αυτόν της Lotta Continua ή της ιταλικής αυτονομίας στις δόξες τους -που έβλεπαν κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα σαν μικρογραφία της επικείμενης επανάστασης, αφού κάθε μορφή καταπίεσης απορρέει αυτόματα από τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ή μια παραλλαγή του ρεφορμισμού, που θεωρεί ότι οι αναγκαίες για το κεφάλαιο δομές μπορούν να υπονομευτούν μέσα από την αποσπασματική άρνηση κάθε συγκεκριμένης μορφής καταπίεσης. Ο στρατηγικός στόχος καταλήγει να είναι ένας "πολύχρωμος συνασπισμός" μεταξύ διαφόρων "αυτόνομων κινημάτων", που θεωρούνται όλα εξίσου σημαντικά.

Η καταγωγή του εθνικού κράτους και του εθνικού κεφαλαίου

Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σωστά τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και το κεφάλαιο σήμερα αν δεν απορρίψουμε και τις δύο αυτές θέσεις, του "κράτους ως εποικοδομήματος" και του "κράτους ως κεφάλαιο". Εγκαταλείποντας αυτές τις θέσεις, θα πρέπει να κατανοήσουμε τους συγκεκριμένους τρόπους κατά τους οποίους τα κεφάλαια και τα καπιταλιστικά κράτη υποχρεωτικά αλληλεπιδρούν στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης. Τα υπάρχοντα καπιταλιστικά κράτη αναδύθηκαν μέσα από την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής, ως εποικοδομήματα. Όμως έχουν αντίκτυπο σ' αυτή την οργάνωση, συμβάλλοντας στον προσδιορισμό των ρυθμών και των κατευθύνσεων.

Ο Μαρξ έδειξε στο δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου ότι το κεφάλαιο εμφανίζεται κάτω από τρεις μορφές -το παραγωγικό κεφάλαιο, το εμπορικό κεφάλαιο και το χρηματικό κεφάλαιο. Κάθε διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες μετατροπές από τη μία μορφή στην άλλη: το χρηματικό κεφάλαιο χρησιμοποιείται για την αγορά μέσων παραγωγής, πρώτων υλών και εργατικής δύναμης. Αυτοί οι τρεις παράγοντες μπαίνουν στην παραγωγική διαδικασία για την παραγωγή εμπορευμάτων. Στη συνέχεια, αυτά τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται με χρήματα. Αυτά τα χρήματα χρησιμοποιούνται μετά για την αγορά νέων μέσων παραγωγής, πρώτων υλών και εργατικής δύναμης, και πάει λέγοντας.

Οι μορφές του κεφαλαίου βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση, καθώς η μία μετατρέπεται στην άλλη, έτσι ώστε σε κάθε δοσμένο χρονικό σημείο το συνολικό κεφάλαιο θα παίρνει τη μορφή των μέσων παραγωγής, κάποιων εμπορευμάτων απούλητων ακόμα, καθώς και τη μορφή του χρήματος. Αλλά μπορεί επίσης να υπάρχει ένας μερικός διαχωρισμός αυτών των τριών διαφορετικών μορφών. Η οργάνωση της άμεσης παραγωγής, η πώληση των εμπορευμάτων και η χρηματοδότηση μπορεί να μεταβιβαστεί από τη μία στην άλλη ομάδα καπιταλιστών.

Είναι αυτός ο διαχωρισμός που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι το κεφάλαιο είναι ένα αντικείμενο που αυξάνει σε μέγεθος μέσα από κάποια μαγική διαδικασία. Γιατί όντως αυτό κάνει για εκείνους τους καπιταλιστές που απλά αγοράζουν και πουλάνε εμπορεύματα, και για εκείνους τους καπιταλιστές που απλά προκαταβάλλουν χρήματα και σε αντάλλαγμα απομυζούν τόκους.

Κάθε μια απ' αυτές τις μορφές κεφαλαίου είχε ιστορικά, μια διαφορετική σχέση με το σώμα που έχει το μονοπώλιο της πολιτικής βίας σε κάθε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή -το κράτος. Το χρηματικό κεφάλαιο μπορεί (ή τουλάχιστον μπορούσε, στην κλασική μορφή του, όταν ο χρυσός ήταν το βασικό μέσο πληρωμής) να δραστηριοποιείται ανεξάρτητα από τις κρατικές δομές. Μπορούσε να ακμάζει, όπως σημείωνε ο Μαρξ, πολύ πριν τη γενικευμένη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Οι δανειστές σ' ένα μέρος του κόσμου μπορούσαν να συνάψουν δάνεια βασιζόμενοι στην ανάγκη του παραλήπτη για επιπλέον δανεισμό σαν εγγύηση αποπληρωμής με τόκο. Έτσι, για παράδειγμα, οι γαλλικές τράπεζες μπορούσαν να χρηματοδοτούν τη γαλλική απολυταρχία και οι τραπεζίτες της νότιας Γερμανίας την ισπανική απολυταρχία. Οι δανειστές δεν χρειαζόταν να είναι δεμένοι με το συγκεκριμένο κράτος για να ακμάζουν δεδομένου ότι μπορούσαν να βρουν τρόπους για να εξασφαλίσουν ότι το κράτος δεν θα προχωρούσε στην κατάσχεση του πλούτου τους.

Το εμπορικό κεφάλαιο μπορούσε επίσης να ακμάζει κάτω από όλων των ειδών τις πολιτικές δομές -στις δουλοκτητικές κοινωνίες, μέσα στις διαμάχες των λόρδων της πρώιμης φεουδαλικής περιόδου, στα συγκεντρωτικά απολυταρχικά κράτη του ύστερου φεουδαλισμού. Εντούτοις όσο περισσότερο αναπτύσσονταν τόσο περισσότερο πρόβαλλε την απαίτηση για προστασία από τις κρατικές δομές που μπορούσε να επηρεάσει.

Αλλιώς αυτοί που είχαν τον έλεγχο των κρατών μπορούσαν να προβάλλουν εμπόδια σ' αυτό: λεηλατώντας εμπορικά κομβόι στο δρόμο, επιτρέποντας στους πειρατές να παρεμποδίζουν τις θαλάσσιες μεταφορές επιβάλλοντας τοπικούς τελωνειακούς δασμούς για να αποτρέψουν την ανάπτυξη μιας πραγματικά εθνικής, πόσο μάλλον διεθνούς, αγοράς, επιβάλλοντας ελέγχους τιμών που περιορίζουν τις δυνατότητες κερδοφορίας.

Έτσι από μια αρκετά πρώιμη περίοδο και μετά, οι έμποροι έτειναν να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη πολιτικών δομών κάτω από το δικό τους έλεγχο. Όπως περιγράφει ο Μπροντέλ τη Μεσαιωνική περίοδο, τότε δημιουργήθηκαν επιχειρηματικοί ανταγωνισμοί μεταξύ ατόμων, μεταξύ πόλεων και μεταξύ "εθνών" όπως αποκαλούνταν μια εθνική ομάδα εμπόρων. Το δέκατο έκτο αιώνα η Λυών κυριαρχούνταν από... οργανωμένες αντίπαλες ομάδες, που η κάθε μια τους ζούσε ως "έθνος". Η παρουσία τους σήμαινε την εγκαθίδρυση αυτοκρατοριών, δικτύων και αποικιών σε ορισμένες περιοχές. Τα εμπορικά κυκλώματα και οι επικοινωνίες συχνά κατακυριεύονταν από πανίσχυρες ομάδες που τα ιδιοποιούνταν και που μπορούσαν να απαγορεύουν σε άλλες ομάδες να τα χρησιμοποιούν. Τέτοιες ομάδες είναι εύκολο να βρει κανείς αν τις αναζητήσει, στην Ευρώπη ακόμα και εκτός Ευρώπης.

Το παραγωγικό κεφάλαιο είναι απαραίτητα πολύ πιο εξαρτημένο απ' ότι το εμπορικό κεφάλαιο από την κρατική εξουσία. Δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς, από τη μία, την εγγύηση ότι αυτό θα έχει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Μία εγγύηση που, σε τελική ανάλυση, εξαρτάται από τις "ένοπλες ομάδες ανδρών" και, από την άλλη, μια εργατική δύναμη "απελευθερωμένη" από τον καταναγκασμό κάθε άλλης κοινωνικής ομάδας (δουλοκτητών ή φεουδαρχών) κι από οποιοδήποτε έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής.

Αν η τοπική κρατική εξουσία εμποδίζει την ανάδυση αυτών των συνθηκών, η ανάπτυξη του παραγωγικού κεφαλαίου καθυστερεί: υπήρξαν απολυταρχικά κράτη στα οποία το χρηματιστικό κεφάλαιο άκμαζε αλλά το παραγωγικό κεφάλαιο μόλις που είχε αρχίσει να ριζώνει, και μεσαιωνικές πόλεις στις οποίες οι τεχνίτες παρήγαν έργα για την αγορά χωρίς το διαχωρισμό των εργατών από τα μέσα παραγωγής που απαιτούνταν για το πέρασμα από την απλή παραγωγή εμπορευμάτων στην καπιταλιστική παραγωγή.

Όταν ο Μαρξ έγραφε για την "πρωτογενή συσσώρευση του κεφαλαίου" δεν περιέγραφε απλά (τα πολύ βάρβαρα) μέσα με τα οποία οι πρώιμοι καπιταλιστές έκαναν τις περιουσίες τους. Κατά κύριο λόγο επισήμαινε τα κοινωνικά και πολιτικά μέτρα που ήταν απαραίτητα για τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στα χέρια των καπιταλιστών και στην "απελευθέρωση" της εργατικής δύναμης. Η πλήρης ανάπτυξη του καπιταλισμού απαιτεί το παραγωγικό κεφάλαιο να υποτάσσεται στο εμπόρευμα και το χρηματικό κεφάλαιο στον εαυτό του. Μόνο το παραγωγικό κεφάλαιο -η εκμετάλλευση των εργατών στη διαδικασία της εργασίας- εγγυάται μια συνεχώς αυξανόμενη δεξαμενή υπεραξίας και, μαζί μ' αυτή, μία πηγή όλο και μεγαλύτερων κερδών για τους καπιταλιστές όλων των ειδών.

Αν η ανάπτυξη του παραγωγικού κεφαλαίου και, σε μικρότερο βαθμό, του εμπορικού κεφαλαίου, διαπλέκεται με την ανάπτυξη του γεωγραφικού κράτους, τότε συμβαίνει το ίδιο και με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στο σύνολό του -ακόμα κι αν με τη μορφή του χρηματικού κεφαλαίου ο καπιταλισμός φαίνεται να μην έχει ανάγκη το κράτος.

Αυτό το σημείο είναι σημαντικό. Το χρηματικό κεφάλαιο συχνά φαίνεται να είναι η «καθαρή» μορφή κεφαλαίου, η μορφή υπό την οποία η αυτοεπέκταση της αξίας είναι πιο έντονη στο μάτι. Αλλά, όπως κι οι άλλες μορφές κεφαλαίου, είναι στην πραγματικότητα, όπως το έθεσε ο Μαρξ, «όχι ένα πράγμα, αλλά μια σχέση», μια σχέση που εμπεριέχει την εκμετάλλευση ανθρώπων στο σημείο της παραγωγής. Κι αυτή η εκμετάλλευση χρειάζεται να υποστηριχθεί απ' τις πολιτικές δομές του κράτους.

Οποιοδήποτε παραγωγικό κεφάλαιο αναπτύσσεται κάτω από τους περιορισμούς μιας συγκεκριμένης επικράτειας, δίπλα σε άλλα αδελφά κεφάλαια (είναι, όπως τα περιγράφει ο Μαρξ «αντιμαχόμενα αδέρφια»). Εξαρτώνται αμοιβαία για πόρους, χρηματοδότηση και αγορές. Και συνεργάζονται για τη διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών σ' εκείνη την επικράτεια για να εξυπηρετούν τους σκοπούς τους.

Αυτό ενέχει μια προσπάθεια για την εξασφάλιση «ελεύθερου» από τον έλεγχο άλλων τάξεων εργατικού δυναμικού, την απομάκρυνση κάθε εμποδίου στο να πουλάνε τα προϊόντα τους, τη δημιουργία υποδομών (λιμάνια, δρόμοι, κανάλια, σιδηρόδρομοι) προσαρμοσμένων στις απαιτήσεις τους, τη θέσπιση ενός συνόλου κανονισμών για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις (τους νόμους της αστικής ιδιοκτησίας) και τη δημιουργία ένοπλων δυνάμεων για να προστατεύουν την περιουσία τους από ντόπιους κι εξωτερικούς κινδύνους. Οι προσπάθειές τους να πετύχουν όλα αυτά τα πράγματα θα βρουν αρωγούς αν μπορούν να αντικαταστήσουν μια μάζα από διαλέκτους και γλώσσες με μία μοναδική προφορική και γραπτή γλώσσα. Ο στόχος τους, με λίγα λόγια, είναι η δημιουργία μιας εθνικής κρατικής εξουσίας -και μαζί μ' αυτή μιας εθνικής συνείδησης και γλώσσας.

Το εθνικό κράτος και τα με διαφορετικές εθνικές βάσεις κεφάλαια μεγαλώνουν μαζί σαν παιδιά της ίδιας οικογένειας. Η ανάπτυξη του ενός αναπόφευκτα διαμορφώνει την ανάπτυξη του άλλου. Αυτό δε σημαίνει ότι οι δομές του κράτους είναι ένα έμμεσο προϊόν των αναγκών του κεφαλαίου. Πολλά από τα στοιχεία του προκαπιταλιστικού κράτους αναδιαρθρώθηκαν για να ταιριάζουν με τις ανάγκες των κεφαλαίων που δρουν στο εσωτερικό τους, αντί απλά να τσακιστούν και να αντικατασταθούν. Αλλά τα ξαναδίνουν σχήμα, ώστε να λειτουργούν πολύ διαφορετικά απ' ότι προηγούμενα, δηλαδή μ' ένα τρόπο που να ανταποκρίνεται στη λογική της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Η καπιταλιστική παραγωγή ξεκίνησε στη Δυτική Ευρώπη κατά την ύστερη μεσαιωνική εποχή. Οι βιομηχανικές και αγροτικές πρωτεύουσες συνήθως δεν ήταν αρκετά δυνατές ώστε να καθορίζουν το σύνολο της πολιτικής δομής. Όμως η παρουσία τους κατάφερνε ήδη να είναι σημαντικό αντίβαρο στις παλιές βαρονίες, επιτρέποντας στους βασιλιάδες να αντικαθιστούν τον αποκεντρωμένο φεουδαλισμό της πρώιμης μεσαιωνικής εποχής με την απόλυτη μοναρχία. Η πολιτική της «εμποροκρατίας» αυτών των μοναρχιών παρείχε τότε ώθηση για μια πλατιά ανάπτυξη εμπορικού κεφαλαίου και μια πολύ πιο περιορισμένη ανάπτυξη του παραγωγικού κεφαλαίου μέσα στα όρια του κάθε κράτους.

Το αυξανόμενο βάρος των καπιταλιστικών συμφερόντων έγινε αποφασιστικό όταν τα απολυταρχικά κράτη μπήκαν σε κρίση. Στην Αγγλία τη δεκαετία του 1640 και στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1780 και στις αρχές του 1790 ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν ότι η κοινωνική και πολιτική κρίση θα επιλύονταν με τη δημιουργία ενιαίων εθνικών κρατικών δομών που θα εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους. Οι μοναδικές βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις στην κρίση ήταν εκείνες που ενθάρρυναν την καπιταλιστική ανάπτυξη (αν και εκείνοι, όπως ο Κρόμγουελ στη Βρετανία και οι Ιακωβίνοι στη Γαλλία, που επέβαλαν αυτές τις εναλλακτικές, το έκαναν σε αντίθεση με τις άμεσες επιθυμίες κάποιων ισχυρών καπιταλιστικών συμφερόντων).

Αυτά τα εθνικά κράτη έγιναν τότε το πρότυπο για εκείνους τους άλλους που ήθελαν να ξεφύγουν από την καθυστέρηση της παρακμάζουσας φεουδαρχίας ή να ξεφύγουν από τον ξένο αποικιακό έλεγχο. Κάποιες φορές ήταν περιπτώσεις ήδη αναπτυγμένων αστικών ή μικροαστικών ομάδων που επιδίωκαν να ιδρύσουν ένα εθνικό κράτος κάτω από τον έλεγχό τους. Άλλοτε διανοούμενοι ή αξιωματικοί του στρατού που θεωρούσαν ότι τα δικά τους συμφέροντα θα προωθούνταν καλύτερα, χρησιμοποιώντας την κρατική εξουσία για να επιβάλλουν καπιταλιστικές μορφές εκμετάλλευσης και συσσώρευσης στον υπόλοιπο πληθυσμό.

Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη βιομηχανικών και αγροτικών καπιταλιστών είναι αδιαχώριστη από το μετασχηματισμό της γεωγραφικής περιοχής στην οποία έχουν τη βάση τους, σ' ένα κράτος με τη δικιά του γλώσσα, το δικό του νομικό σύστημα, τραπεζικό σύστημα, και πάει λέγοντας.

Σχόλια