Το σοσιαλιστικό γυναικείο κίνημα στη Γερμανία

Τόνι Κλιφ, Ταξική Πάλη και Απελευθέρωση των Γυναικών (1984)


Μετά την ήττα της Παρισινής Κομμούνας το κέντρο βάρους του διεθνούς εργατικού κινήματος μετατοπίστηκε στη Γερμανία. Μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το SPD, ήταν η κύρια σοσιαλιστική δύναμη διεθνώς και κυριαρχούσε πάνω σε κάθε όψη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Σε αντίθεση με τη Βρετανία, όπου το Εργατικό Κόμμα δεν είχε ακόμα ιδρυθεί από τα συνδικάτα, στη Γερμανία του SPD είχε προηγηθεί των συνδικάτων και είχε παίξει κεντρικό ρόλο στην οικοδόμησή τους.

Επί δώδεκα χρόνια το SPD επιβίωνε στην παρανομία, κάτω από τον Αντισοσιαλιστικό Νόμο. Ακόμη και όταν αυτός καταργήθηκε το 1890 το κόμμα ήταν αναγκασμένο να λειτουργεί κάτω από σοβαρούς περιορισμούς. Παρ' όλα αυτά ήταν μακράν το μεγαλύτερο σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο και η αιχμή του δόρατος απέναντι στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική τάξη. Το 1914 είχε πάνω από 1.000.000 μέλη, έπαιρνε πάνω από 4.500.000 ψήφους στις κοινοβουλευτικές εκλογές, έβγαζε 90 ημερήσιες εφημερίδες, είχε τον έλεγχο μαζικών συνδικάτων και συνεταιρισμών, αθλητικών ομίλων και χορωδιών, μια οργάνωση νεολαίας, μια γυναικεία οργάνωση και εκατοντάδες επαγγελματικά στελέχη.

Πριν ασχοληθούμε με την οργάνωση των γυναικών από το SPD, πρέπει να πούμε λίγα λόγια για τη γενική φύση του "μαρξισμού" του κόμματος.

Το Γερμανικό κράτος δεν ήταν μια συμβατική αστική δημοκρατία. Η Γερμανική μεσαία τάξη είχε αποτύχει οικτρά στο να φέρει σε πέρας τη δική της επανάσταση το 1848, και είχε συνθηκολογήσει με την Πρωσική μοναρχία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η παλιά μοναρχική κρατική δομή που απαρτίζονταν από την Πρωσική αριστοκρατία των γαιοκτημόνων -των Γιούνκερ- συνέχιζαν να κυβερνούν, αν και όλο και περισσότερο προς εξυπηρέτηση των οικονομικών αναγκών της αστικής τάξης. Το SPD, αντιμέτωπο με νομικούς περιορισμούς στην Πρωσία και τα άλλα κρατίδια και με την ανικανότητα του Ράιχσταγκ (του Κοινοβουλίου), κατείχε υποχρεωτικά τη θέση μιας αδιάλλακτης αντιπολίτευσης. 

Την ίδια στιγμή η παρατεταμένη ανάπτυξη του Γερμανικού καπιταλισμού και η συνεχιζόμενη άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργατών για πάνω από μισό αιώνα, συνοδεύονταν από ένα χαμηλό επίπεδο βιομηχανικής πάλης, που οδήγησε το κόμμα σε μια μουδιασμένη παθητικότητα. Το SPD ήταν κάτι σαν "κράτος εν κράτει". Ο γραφειοκρατικός του μηχανισμός αποτελούνταν από συνδικαλιστικά και κομματικά στελέχη και εκτελεστικά όργανα του κόμματος. Από τη γέννηση ως το θάνατο, εκτός τις ώρες που δούλευαν για τα αφεντικά, οι εργάτες μπορούσαν να είναι σχεδόν εσώκλειστοι στους κομματικούς θεσμούς. Το μέλος του κόμματος μπορούσε να αγοράζει το φαγητό του από ένα Σοσιαλδημοκρατικό συνεταιρισμό, να διαβάζει μόνο Σοσιαλδημοκρατικές εφημερίδες και περιοδικά, να ξοδεύει το χρόνο του σε Σοσιαλδημοκρατικά γυμναστήρια και λέσχες μοτοσικλετιστών, να τραγουδάει σε Σοσιαλδημοκρατικές χορωδίες, να πίνει σε Σοσιαλδημοκρατικές παμπ και να θάβεται με τη συνδρομή μιας Σοσιαλδημοκρατικής Ταφικής Κοινωνίας.

Άρα το SPD συνδύαζε τον επαναστατικό μαρξισμό στους τύπους και το ρεφορμισμό στην πράξη. Η σύνθεση μεταξύ αυτών των δύο εκφράζονταν ξεκάθαρα στο πρόγραμμα του κόμματος, στο Πρόγραμμα της Ερφούρτης, που προέρχονταν στο μεγαλύτερο μέρος του από την πένα του Καρλ Κάουτσκι, του "Πάπα του Μαρξισμού". Χωρίζονταν σε δύο ερμητικά σφραγισμένα μέρη, το μίνιμουμ πρόγραμμα που ασχολούνταν με τις καθημερινές μεταρρυθμιστικές διεκδικήσεις και το μάξιμουμ πρόγραμμα που χρησίμευε στις αγορεύσεις της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Αυτή η σύνθεση τηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως εξηγεί ο καλύτερος ιστορικός του SPD, ο Καρλ Σόρσκε:
Η σύνθεση της Ερφούρτης θα κρατούσε για όσο το γερμανικό κράτος κρατούσε την εργατική τάξη σε καθεστώς παρία και για όσο η εργατική τάξη, ικανή να εξαγάγει ένα μερίδιο από τις υλικές ευλογίες ενός δραστήριου και επεκτεινόμενου καπιταλισμού, δεν οδηγούνταν στην εξέγερση. 
Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική, το μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα, τη θεωρία και την πράξη, ήταν η αιτία για τον παραπέρα μαρασμό του SPD. Οι αγώνες για το μισθό πέρασαν στην αποκλειστική κυριότητα των συνδικάτων. Η πολιτική περιορίζονταν στην τοποθέτηση ενός σταυρού σ' ένα ψηφοδέλτιο και στην προσαρμογή στο αστικό κράτος.

Η σύνθεση του ρεφορμιστικού περιεχομένου και της "επαναστατικής" μορφής πήρε την πιο ξεκάθαρη έκφρασή της στις συζητήσεις του Γερμανικού εργατικού κινήματος αμέσως μετά τη Ρώσικη Επανάσταση του 1905. Μέσα στο κύμα του ενθουσιασμού που γέννησε η επανάσταση, η τακτική της χρησιμοποίησης της γενικής απεργίας σαν πρώτο βήμα προς τη σοσιαλιστική επανάσταση εγκρίθηκε από το Συνέδριο του SPD στην Ιένα το 1905, μόνο για να ανατραπεί ένα χρόνο αργότερα στο Συνέδριο του Μανχάιμ με την επιμονή των ισχυρών και ευέξαπτων συνδικαλιστών ηγετών. Οι ηγέτες του κόμματος, και κυρίως ο Μπέμπελ και ο Κάουτσκι, αποδέχθηκαν ότι τα συνδικάτα ήταν ανεξάρτητα από το κόμμα και έτσι θα έπρεπε να παραμείνουν για πάντα.

Οι μόνοι άνθρωποι που πάλεψαν ενάντια στο διαχωρισμό των συνδικάτων, και που σταθερά αντιτάχθηκαν στο "μαρξισμό" του Κάουτσκι από επαναστατικές θέσεις, ήταν μια μικρή ομάδα μέσα στο SPD γύρω από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Αλλά ακόμα και η Ρόζα και οι σύντροφοί της δεν δρούσαν ως ανεξάρτητη οργάνωση, αλλά μόνο ως τάση μέσα στο SPD. Και, ως εκ τούτου, δεν είχανε ξεχωριστή παρέμβαση στους καθημερινούς αγώνες των εργατών.

Η οργάνωση των γυναικών στα συνδικάτα 

Στο πεδίο της οργάνωσης των γυναικών το SPD είχε ένα πλήθος θετικών επιτευγμάτων στο ενεργητικό του. Το πρώτο ανάμεσά τους ήταν η οργάνωση των γυναικών στα συνδικάτα.

Το 1892 ο συνολικός αριθμός των γυναικών στα ελεύθερα συνδικάτα του SPD ήταν μόνο 4.355, δηλαδή μόνο το 1,8% των μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, πολύ κάτω από το ποσοστό των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, που ήταν 34.9% σύμφωνα με την απογραφή του 1895.

Εκείνη τη χρονιά το Συνέδριο των Ελεύθερων Συνδικάτων του Χάλμπερσταντ  έδωσε κατευθύνσεις για το μετασχηματισμό των συνδικάτων χειροτεχνών σε "μικτές οργανώσεις χειροτεχνών", αποδεχόμενο τις ανειδίκευτες γυναίκες στα ίδια συνδικάτα με τους ειδικευμένους άνδρες. Πιο πριν ήταν παράνομο να οργανώνονται σε ένα συνδικάτο και γυναίκες και άνδρες, αλλά ακόμη κι όταν αυτό νομιμοποιήθηκε, υπάρχαν άλλοι νομικοί περιορισμοί για την οργάνωση των γυναικών που δεν είχαν ακόμη αποσυρθεί. Οι γυναίκες απαγορευόταν στα περισσότερα κρατίδια της Γερμανίας -την Πρωσία, τη Βαυαρία, τη Σαξονία, και άλλα- να συμμετέχουν σε συλλόγους που ασχολούνταν με πολιτικά ζητήματα, και δίνονταν σ' αυτό μια πολύ πλατιά ερμηνεία. Για παράδειγμα:
Το 1886 ένας γυναικείος σύλλογος που έκανε συνδικαλιστική δουλειά διαλύθηκε από την αστυνομία γιατί συζητούσε τη θέσπιση από το κράτος μιας κανονικής εργάσιμης ημέρας, ενός νομοσχεδίου για την προστασία των εργαζόμενων που είχε υποβληθεί στο Ράιχσταγκ, και μιας πρόταση για την επιβολή κυβερνητικής επίβλεψης στις εργοστασιακές υποθέσεις. Ένας άλλος σύλλογος διαλύθηκε γιατί είχε απευθύνει ένα ψήφισμα στις τοπικές αρχές της πόλης για την πρόσληψη γυναικών ως λαϊκών δικαστών στα δικαστήρια εργατικών διαφορών στα εργοστάσια.

Μετά το 1890 και η πολιτική και η συνδικαλιστική πτέρυγα του σοσιαλιστικού κινήματος ενσωμάτωσαν στις δομές τους επιτροπές που ασχολούνταν με γυναικεία ζητήματα. Όλες οι επιτροπές βρισκόταν σε στενή επαφή μεταξύ τους, και συχνά είχαν κοινά μέλη. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ο συνολικός αριθμός μελών των συνδικάτων αυξήθηκε από 237.094 το 1892 σε 2.573.718 το 1913. Αλλά η συμμετοχή των γυναικών γνώρισε συγκριτικά πολύ πιο ραγδαία αύξηση κατά την ίδια περίοδο, από 4.355 σε 230.347 -δηλαδή από το 1,8% στο 8.9% των μελών των συνδικάτων.

Ο συνδικαλισμός των γυναικών αποδείχθηκε πολύ λιγότερο πετυχημένος στα παραδοσιακά γυναικεία επαγγέλματα απ' ότι στις βιομηχανίες όπου οι γυναίκες δούλευαν μαζί με άνδρες. Έτσι το 1914 πάνω από το 44% των γυναικών που εργάζονταν ως μηχανικοί ήταν συνδικαλισμένες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη μεταποίηση ρούχων ήταν μόλις 1%.

Το σοσιαλιστικό γυναικείο κίνημα στη Γερμανία ήταν σχεδόν συνώνυμο ενός προσώπου -της Κλάρα Τσέτκιν (1857-1933). Η Τσέτκιν έπαιξε επίσης ζωτικό ρόλο στην οργάνωση των γυναικών στα συνδικάτα. Η ίδια της υπήρξε μέλος του Σωματείου Βιβλιοδετών της Στουτγάρδης για μια 25ετία. Έπαιξε ενεργητικό ρόλο στο Συνδικάτο Ραφτών και Μοδιστρών, συμμετέχοντας σε πολλά Συνέδριά του. Ήταν μία από τις αντιπροσώπους του Γερμανικού Συνδικάτου Ραφτών και Μοδιστρών στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο του Λονδίνου το 1896 και εκλέχθηκε στην ανεπίσημη διεθνή γραμματεία του συνδικάτου.

Άλλες ηγέτιδες σοσιαλίστριες γυναίκες έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο στην οργάνωση των γυναικών στα συνδικάτα. Η Ότιλι Μπάαντερ (1847-1925) ήταν ηγετικό μέλος και του σοσιαλιστικού γυναικείου κινήματος και του Συνδικάτου Ραφτών και Μοδιστρών. Μέλη του σοσιαλιστικού γυναικείου κινήματος υπηρέτησαν και στα Kartels. Από το 1905 τα Kartels όριζαν τις δικές τους γυναίκες οργανώτριες σε πόλεις όπως το Αμβούργο και η Νυρεμβέργη. Γενικά διαχειρίζονταν τα απεργιακά ταμεία, και γι' αυτό επηρέαζαν την απεργιακή πολιτική.

Η ανάγκη για συνδικαλιστική ενότητα γυναικών και ανδρών ήταν κεντρική στη σκέψη και τη δράση της Κλάρα Τσέτκιν. Ενώ στη Ρωσία τα συνδικάτα συμπεριλάμβαναν άνδρες και γυναίκες από τα πρώτα τους βήματα, στη Γερμανία χρειάστηκε μια ολόκληρη γενιά για να ανοίξουν οι πόρτες των ανδροκρατούμενων συνδικάτων στις γυναίκες. (Στη Βρετανία πήρε τρεις γενιές: για παράδειγμα το συνδικάτο των μηχανικών (Amalgamated Society of Engineers), που ιδρύθηκε το 1852, δεν δεχόταν γυναίκες μέχρι το 1943, μετά από 91 χρόνια -και τότε ακόμη στα χαμηλότερα τμήματα).

Σε καμιά περίπτωση οι εργαζόμενες γυναίκες δεν ήθελαν να φτιάξουν ένα ξεχωριστό συνδικάτο. Οι αδύναμες ομάδες του εργατικού κινήματος δεν ήταν επιρρεπείς στον "τοπικισμό". Όπου αυτό συνέβαινε ήταν προϊόν εξαναγκασμού, είτε κάποιου καπιταλιστικού νόμου που επέβαλλε το διαχωρισμό, λόγω της φιλελεύθερης αστικής φεμινιστικής επιρροής όπως των Γυναικείων Συνδικαλιστικών Ομάδων στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, είτε λόγω των δολοπλοκιών και της γραφειοκρατίας που υπήρχε στα ανδρικά συνδικάτα. Όλα τα αποκλειστικά γυναικεία συνδικάτα ήταν αδύναμα, ασταθή και με την πρώτη ευκαιρία συγχωνεύονταν με τα ανδρικά συνδικάτα.

Όταν ήταν να μπουν στο ίδιο το SPD, η Κλάρα Τσέτκιν και οι φίλες αντιμετώπισαν ένα μεγάλο νομικό εμπόδιο. Μέχρι το 1908 ο νόμος στο μεγαλύτερο κομμάτι της Γερμανίας απαγόρευε στις γυναίκες να εντάσσονται σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα. Το SPD αναγκάστηκε να υιοθετεί διάφορα μέσα για να παρακάμπτει τη νομοθεσία. Το 1889 μια Επιτροπή Αγκιτάτσιας που αποτελούνταν από αρκετές γυναίκες συστάθηκε στο Βερολίνο για να γίνει το κέντρο της συνδικαλιστικής και κομματικής δραστηριότητας. Κι άλλες πόλεις ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα. Κάποιες απ' αυτές πήραν τη θέση γυναικείων εργατικών οργανώσεων που είχαν κλείσει από την αστυνομία. Οργάνωναν διαλέξεις, συναντήσεις και άλλες δραστηριότητες και κρατούσαν επαφή με τις τοπικές οργανώσεις του κόμματος. Όλες οι Επιτροπές Αγκιτάτσιας ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους για να μην παραβαίνουν τη νομοθεσία. Αλλά το κράτος εξακολουθούσε να παίρνει μέτρα εναντίον τους. Το 1895 απαγορεύτηκαν όλες.

Το 1894 το συνέδριο του SPD αποφάσισε να υιοθετήσει ένα σύστημα Vertrauenspersonen, ή αγορητριών. Η ευθύνη για την πολιτική προπαγάνδα αναθέτονταν στα χέρια ενός προσώπου, ώστε να μην εμπίπτουν στο νόμο ενάντια στην πολιτική ένταξη. Η Vertrauensperson, η αγορήτρια ως άτομο, μπορούσε έτσι να παίρνει μια οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία από μόνη της. Ο αριθμός των Vertrauenspersonen αυξήθηκε από 25 το 1901 σε 407 το 1907.

Το Νοέμβρη του 1895 μια Zentralvertrauensperson διορίστηκε σαν σύνδεσμος των οργανωμένων εργαζόμενων γυναικών όλης της Γερμανίας. Την ίδια στιγμή η Τσέτκιν εκλέχθηκε στην εκτελεστική επιτροπή του SPD.

Οι γυναίκες έβρισκαν επίσης άλλους τρόπους για να παρακάμπτουν το νόμο, όπως το να φτιάχνουν εκλογικούς ομίλους, κατά την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας, πράγμα που επιτρέπονταν χάρη σ' ένα κενό του Πρωσικού νόμου. Η Λουίζ Ζίετς αφηγείται πώς παρέκαμψε το νόμο της Θουριγγίας που απαγόρευε τις γυναίκες να μιλάνε σε δημόσιες συγκεντρώσεις: "Δεν μου επιτρεπόταν να μιλήσω. Ένας άνδρας σύντροφος μιλούσε για δέκα λεπτά και μετά έπαιρνα το λόγο από τα κάτω, και μιλούσα μιάμιση ώρα". 

Όταν ο Νόμος Περί Συνεταιρίζεσθαι καταργήθηκε το 1908 η ανάγκη των Vertrauenspersonen δεν υφίστατο πλέον.

Για πολλά χρόνια οι σοσιαλίστριες γυναίκες έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη στρατολόγηση γυναικών στα συνδικάτα. Τώρα η αύξηση των γυναικών μελών στα συνδικάτα έδινε ώθηση στο κέρδισμα γυναικών στο SPD. Λόγω της απαγόρευσης οι γυναίκες στο κόμμα ήταν πολύ λιγότερες απ' ότι στα συνδικάτα, αλλά γρήγορα οι γυναίκες μέλη του SPD άρχισαν να κερδίζουν το χαμένο έδαφος. Το 1906 ο αριθμός των γυναικών στο SPD ήταν μόνο 6.460, ενώ οι γυναίκες μέλη των συνδικάτων ήταν 118.908. Με άλλα λόγια κάτω από το 1% των συνδικαλισμένων γυναικών ήταν και μέλη του SPD. Αλλά το 1907 το ποσοστό αυξήθηκε σε 8%, το 1908 σε 23%, το 1909 σε 46,5%, το 1910 σε 51,2%, το 1911 σε 56,3%, το 1912 σε 58,5%, το 1913 σε 61,3% και το 1914 σε 83%.

Οι μεγάλες δημόσιες συγκεντρώσεις παρείχαν δυνατότητες για στρατολογίες γυναικών στο κόμμα. Έτσι στο Αμβούργο στις 6 Νοέμβρη του 1905 σε μια συνάντηση όπου πήραν μέρος 280 άνθρωποι, 26 γυναίκες μπήκαν στο κόμμα. Το 1907 τα αντίστοιχα νούμερα τριών μεγάλων συγκεντρώσεων ήταν: 20 Φλεβάρη: 700 πήραν μέρος, 45 στρατολογήθηκαν, 18 Μάρτη: στους 110 στρατολογήθηκαν 13, 7 Σεπτέμβρη: στους 1.200 στρατολογήθηκαν 50. Τον επόμενο χρόνο, στις 11 Φλεβάρη του 1908 μια άλλη μεγάλη συνάντηση κέρδισε 39 μέλη από ένα ακροατήριο 500. 


Η Κλάρα Τσέτκιν

 

Σχόλια