ΣΕΚΕ: ένα επαναστατικό κόμμα

Το 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, 18 Απρίλη 1920


Τα πέντε χρόνια από την ίδρυση του ΣΕΚΕ μέχρι το 1923 είναι η λιγότερο μελετημένη περίοδος της ιστορίας της αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Συνολικά, η ιστορία αυτή μέχρι τη δεκαετία του 1930 είναι περιφρονημένη. Η στάση αυτή έχει να κάνει με τις πολιτικές απόψεις που επικράτησαν στην αριστερά από τη δεκαετία του '30 και μετά. Μια αντίληψη που διακήρυσσε ότι το ΚΚΕ «ωρίμασε» πραγματικά από τη στιγμή που απέρριψε τη σοσιαλιστική επανάσταση και υιοθέτησε την πολιτική της «ολοκλήρωσης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης» ως στρατηγικό του στόχο. Έτσι απέκτησε πραγματική επαφή με την «ελληνική πραγματικότητα» και τις «μάζες».

Το σχήμα αυτό διατύπωσε πρώτος και με μεγαλύτερο θράσος ο Νίκος Ζαχαριάδης το 1939 στις «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ». Το σχήμα είναι απλό και παντελώς ψευδές: Το ΚΚΕ από την ίδρυσή του περνούσε μια κρίση, που λύθηκε με την παρέμβαση της Διεθνούς το 1931 όταν διόρισε τη σωστή ηγεσία (δηλαδή αυτόν). Κατόπιν, με τις επεξεργασίες της 6ης Ολομέλειας του 1934 το κόμμα βρήκε το δρόμο του.
«1. Με την ίδρυση του το ΚΚΕ μπαίνει σε μια βαθιά και μακρόχρονη εσωτερική κρίση, που για αιτία έχει τούτη τη βασική αντίθεση -αντίθεση που εξηγήθηκε η ιστορική της προέλευση που χαρακτηρίζει και αντανακλά σε ολόκληρο το λαϊκό επαναστατικό κίνημα: Ενώ αντικειμενικά η κατάσταση το καλεί να οργανώσει και να καθοδηγήσει τον εργαζόμενο λαό στη λαοκρατική δημοκρατική μεταβολή, που είναι ώριμη, υποκειμενικά το κόμμα δεν μπορεί να συλλάβει το νόημα της εποχής του, να δώσει το νεοελληνικό μπολσεβίκικο πρόγραμμα της μεταβολής αυτής, να τοποθετηθεί σωστά στο πεδίο των πολιτικών, κοινωνικών συγκρούσεων της περιόδου αυτής. Αναμασά και μεταφέρει απ' έξω γενικές, αφηρημένες, δογματικές θέσεις και διαπιστώσεις, χρησιμοποιεί έτσι είτε αλλιώς αφηρημένη επαναστατική φρασεολογία, δεν μπορεί όμως μέσα από τη νεοελληνική κοινωνική ζωή και πραγματικότητα να χαράξει το νεοελληνικό μπολσεβίκικο δρόμο εξέλιξης. Αυτό το γεγονός το κρατά ουσιαστικά μακριά από τη ζωντανή δημιουργική πολιτική δράση, από τις πολιτικές ανάγκες και ζυμώσεις της στιγμής».
Μέχρι το 1931, λοιπόν, σύμφωνα με τις «Θέσεις» έχουμε μια διαδοχή «οπορτουνισμού» (1918-1924), λικβινταρισμού (1926-1928) και «φραξιονισμού δίχως αρχές» (1929-1931). Ο Ζαχαριάδης χρησιμοποιεί πολιτικούς όρους σαν βρισιές για να υποτιμήσει και να ξεγράψει ολόκληρη την επαναστατική περίοδο του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ. Όλες οι προηγούμενες ηγεσίες ήταν «οπορτουνιστικές», «λικβινταριστικές», κλπ. και συνεπώς ανάξιες μελέτης ακόμα και αναφοράς. Το ζήτημα δεν ήταν προσωπικό. Όλοι αυτοί δεν «εξαφανίστηκαν» ή σπιλώθηκαν από την επίσημη κομματική ιστοριογραφία επειδή μετέπειτα έγιναν «τροτσκιστές» ή «μπουχαρινικοί» ή οτιδήποτε άλλο. «Διαγράφτηκαν» -και μαζί τους η ιστορία εκείνων των χρόνων- γιατί συμβόλιζαν την περίοδο που στην Ελλάδα υπήρχε ένα επαναστατικό κόμμα που στόχο είχε να συντρίψει τον καπιταλισμό κι όχι να τον διαχειριστεί.

Ο Ν. Ζαχαριάδης, εισηγητής της σταλινικής γραμμής της «ολοκλήρωσης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης»


Για την περίοδο που εξετάζουμε σ' αυτό το κεφάλαιο, η ετυμηγορία του «αρχηγού» (δεν είναι υπερβολή, έτσι τον αποκαλούσαν) είναι ότι πρόκειται για την πιο... δεξιά περίοδο του κόμματος. Συγκεκριμένα:
«α) Ο οπορτουνισμός (1918-1924). Για φορείς του έχει τους μικροαστούς διανοούμενους, που το επαναστατικό ρεύμα της εποχής τούς έσπρωξε προς τα αριστερά και προς το ΚΚΕ, το μοναδικό κόμμα που έστεκε ενάντια στην αστοτσιφλικάδικη αντίδραση... Είναι η πρώτη άμεσα ύστερα απ' τον πόλεμο επαναστατική περίοδος. Το επαναστατικό ξεσήκωμα των μαζών, η οικονομική κρίση, η μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, κλονίζουν συθέμελα την αστοτσιφλικάδικη κυριαρχία. Ο οπορτουνισμός που δεν πιστεύει στη δυνατότητα μιας ανεξάρτητης προλεταριακής πολιτικής και λύσης της κρίσης, εγκαταλείπει την πολιτική πρωτοβουλία στα «προοδευτικά» αστικά κόμματα και δένει την εργατική τάξη και το επαναστατικό κίνημα στην ουρά της αστικής δημοκρατίας, διατυπώνοντας τη θεωρία «το κόμμα έχει ανάγκη μακράς νομίμου υπάρξεως», δηλ. πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική ζωή και δράση της χώρας. Αυτό εφαρμόζει, ενώ η αστική τάξη πραγματοποιεί τη «δημοκρατική» μεταβολή, καλμάρει το λαϊκό επαναστατικό κίνημα με μικρές παραχωρήσεις και ξεπερνά έτσι τη βαθιά επαναστατική κρίση».
Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια δηλαδή. Από τη μια το ΣΕΚΕ «αναμασά και μεταφέρει απ' έξω γενικές, αφηρημένες, δογματικές θέσεις, χρησιμοποιεί έτσι είτε αλλιώς αφηρημένη επαναστατική φρασεολογία...». Ο διεθνισμός, η εργατική επανάσταση, η απόρριψη κάθε συμμαχίας με αστικά κόμματα ή κάθε συμμετοχής στην αστική διακυβέρνηση, όλα αυτά που είχε απορρίψει το σταλινικό ΚΚΕ από τα μέσα της δεκαετίας του '30, ο Ζαχαριάδης τα ονομάζει αναμάσημα αφηρημένης επαναστατικής φρασεολογίας. Για να προβάλει την πολιτική της ταξικής συνεργασίας ως την «πραγματική μπολσεβίκικη» πολιτική. Από την άλλη, δε διστάζει να υποβιβάσει όλες τις μάχες που έδωσε το νεαρό επαναστατικό κόμμα εκείνα τα χρόνια στο επίπεδο της «Συνδιάσκεψης του Φλεβάρη» και να βγάλει την ετυμηγορία ότι «έδωσε την πρωτοβουλία στα αστικά πολιτικά κόμματα».

Παρ' όλα αυτά, η αντίληψη ότι το ΣΕΚΕ δεν ήταν ένα «κανονικό» επαναστατικό κόμμα, ήταν προϊόν μιας «ελληνικής ιδιομορφίας», διατυπώθηκε και διατυπώνεται από πλευρές κάθε άλλο παρά φιλικές προς το σταλινισμό και το Ζαχαριάδη.

Ο Ελεφάντης στο βιβλίο του «Η Επαγγελία της Αδύνατης Επανάστασης - ΚΚΕ και Αστισμός στο Μεσοπόλεμο» έκανε πάρα πολλά για να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια για την πορεία του ΚΚΕ εκείνα τα χρόνια. Απορρίπτει ρητά το σχήμα του Ζαχαριάδη. Γράφει για τη σημασία της δεκαετίας του 1920 μέχρι το 1930. Και μόνο ότι μιλάει για συκοφαντημένους και «ξεχασμένους» επαναστάτες μαρξιστές, όπως τον Π. Πουλιόπουλο, το Σ. Μάξιμο, παρουσιάζοντας τις αντιπαραθέσεις στο ΣΕΚΕ-ΚΚΕ και τα ρεύματα που το διαπερνούσαν, αρκεί για να κάνει το βιβλίο του χρήσιμο και σήμερα.

Ωστόσο, όταν μιλάει για τα πρώτα χρόνια του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ υποστηρίζει ότι το νέο κόμμα ήταν μια «παράθεση κάτω από την ίδια κομματική επωνυμία» των πιο ετερογενών ρευμάτων: «Η ίδρυση του νέου κόμματος μόνο τυπικά και χρονολογικά μπορεί να χαρακτηριστεί έναρξη μιας νέας περιόδου για το εργατικό κίνημα».

Για τον Ελεφάντη η κεντρική ιδιομορφία που ξεχωρίζει το ΣΕΚΕ-ΚΚΕ είναι ότι δεν προήλθε από διάσπαση του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, όπως άλλα κομμουνιστικά κόμματα.
«Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν προήλθε από προϋπάρχον σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και ότι η ίδρυσή του συνέπεσε με τις μεγάλες ανακατατάξεις του τέλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε σοβαρές συνέπειες. Σ' ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα βρέθηκε μπροστά σε διλήμματα που σ' άλλα κινήματα είχαν ωριμάσει στη διάρκεια πολλών δεκαετιών. Η αυτογνωσία του Έλληνα σοσιαλιστή εκβιάζονταν από το βάρος της πολύχρονης γνώσης του Ευρωπαίου, γνώση που δεν ήταν ακόμα δική του. Επιπλέον, έπρεπε να αποφασίσει με ποιον είναι και τι είναι, έπρεπε να δράσει μέσα σ' ένα εντελώς ρευστό κοινωνικό και εθνολογικό πλαίσιο. Οι αποκρυσταλλώσεις και η ταξική μορφοποίηση είναι εντελώς αμφίβολες... Έτσι όλα τα προβλήματα και οι πολιτικοϊδεολογικοί ανταγωνισμοί που διαχώρισαν το κομμουνιστικό από το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα αναφαίνονται για πρώτη φορά κατευθείαν μέσα στο ΣΕΚΕ».

Από αριστερά: Δ. Λιγδόπουλος, Σ. Μάξιμος, Α. Μπεναρόγια, Π. Πουλιόπουλος


Καταρχήν είναι μύθος, που καλλιεργήθηκε πάνω στο έδαφος των σταλινικών αναλύσεων περί «καθυστερημένης αστοτσιφλικάδικης» Ελλάδας, η άποψη ότι «οι αποκρυσταλλώσεις και η ταξική μορφοποίηση είναι εντελώς αμφίβολες». Στην Ελλάδα η αστική τάξη είχε την εξουσία από την Ανεξαρτησία το 1930 και η κοινωνία που έχτισε μπορεί να μην ήταν αναπτυγμένη βιομηχανικά όπως σε άλλες χώρες, πάντως ήταν απόλυτα διαχωρισμένη ταξικά. Η εικόνα της Αθήνας που περιγράφει η Λίλα Λεοντίδου -και αναφέρεται στην περίοδο πριν τη Μικρασιατική ήττα και τους πρόσφυγες του 1922- μιλάει από μόνη της:
«Οι βιομηχανικές ζώνες, ο σιδηρόδρομος, αλλά και η Ακρόπολη και ο Λυκαβηττός, το Στάδιο και μερικοί εμπορικοί δρόμοι και μεγάλες αρτηρίες αποτελούσαν τα φυσικά όρια ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις της Αθήνας και του Πειραιά. Οι εργάτες 'δεν υπήρχαν' γιατί δε φαινόταν. Ζούσαν στοιβαγμένοι στις άθλιες, χωρίς υποδομή, κοινότητες του κέντρου της πόλης, μέσα στη ρυπαρή ατμόσφαιρα των εργοστασίων και των κεντρικών σταθμών, και κοντά σε λιμνάζοντα νερά για να μεταβαίνουν στη δουλειά περπατώντας. Στις πιο απόκεντρες γειτονιές κατοικούσαν πίσω από λόφους και πάρκα ή έξω από τα 'επίσημα' όρια της πόλης». 
«Οι εργάτες δεν υπήρχαν γιατί δε φαινόταν». Γι' αυτό το λόγο ίσως, κάθε μεγάλη εργατική κινητοποίηση από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα κατέληγε στην «είσοδο» των εργατών στο κέντρο. Από την απεργία των ναυτοθερμαστών και των εργατών φωταερίου το 1910 και 1911, μέχρι τις απεργίες της ηλεκτροκίνησης και τη Γενική Απεργία του 1923, η εργατική τάξη αποφάσιζε να «φανεί».

Είναι επίσης υπεραπλουστευτική η άποψη ότι «ο Έλληνας σοσιαλιστής» ήταν μίλια μακρύτερα από τον «Ευρωπαίο» σύντροφό του. Πρώτον, ο όρος «Έλληνας σοσιαλιστής» είναι ανακρίβεια. Η μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών της Φεντερασιόν, για παράδειγμα, ήταν Εβραίοι εργάτες, τα στελέχη της είχαν πλήρη «αυτογνωσία» των συζητήσεων της Δεύτερης Διεθνούς -κι αυτό δεν τους εμπόδισε να κερδίσουν στη συλλογική δράση και στην ίδια την οργάνωση, Έλληνες, Τούρκους, Μακεδόνες εργάτες. Επίσης, το σοσιαλιστικό κίνημα ακόμα στην «Παλιά Ελλάδα» από τα πρώτα του βήματα αναπτύχθηκε σε επαφή με τα ρεύματα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού. Οι ιδέες των αναρχικών, του «μεταρρυθμιστικού» σοσιαλισμού, της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και αργότερα ο «μαξιμαλισμός» των μπολσεβίκων, πάντοτε έβρισκαν την ηχώ τους εδώ.

Πόσο ξεχωριστό κάνει το ΚΚΕ το γεγονός ότι δεν προήλθε από τους κόλπους ενός προϋπάρχοντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος; Μήπως το γεγονός αυτό το έκανε κατά κάποιο τρόπο λιγότερο «ώριμο» από τα υπόλοιπα επαναστατικά κόμματα που γεννήθηκαν εκείνη την εποχή, του έθετε κάποια άλλα διαφορετικής ποιότητας καθήκοντα;

Πρόκειται για μια αντίληψη που αγνοεί την πραγματική διαδικασία συγκρότησης επαναστατικών κομμάτων τα οποία συσπειρώθηκαν στην Τρίτη Διεθνή. Όλα αυτά τα κόμματα, όποια κι αν είναι η γενεαλογία τους, όντως βρέθηκαν μπροστά σε «διλήμματα που είχαν ωριμάσει στην πορεία δεκαετιών» και σε άλλα που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, αλλά η αλήθεια είναι ότι κανένα δεν είχε τις απαντήσεις έτοιμες, επεξεργασμένες και προς άμεση εφαρμογή. Η εξέλιξη του ΣΕΚΕ και οι εσωτερικές του διαμάχες εκείνη την περίοδο, είναι παρόμοια -όχι «καρμπόν» βέβαια- με τις διαμάχες, τα διλήμματα που βρήκαν μπροστά τους όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Τα ονόματα Σίδερης, Γεωργιάδης, Μπεναρόγια, αλλά και Παπαναστασίου, Τζουλάτι, Λιγδόπουλος, Πουλιόπουλος, Μάξιμος, τα συναντάμε «μεταφρασμένα» στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα γερμανικά, δηλαδή στα επαναστατικά κόμματα εκείνων των χωρών, στις κεντριστικές, πχ, ηγεσίες και τάσεις που ενσωμάτωσαν.

Όλα αυτά τα κόμματα βρέθηκαν αντιμέτωπα με τα πιο διαφορετικά καθήκοντα εκείνα τα χρόνια. Όλα είχαν να αντιμετωπίσουν, ειρήσθω εν παρόδω, «σοσιαλδημοκρατικά» καθήκοντα. Τη στάση τους, για παράδειγμα, απέναντι στον «επαγγελματικό αγώνα», στα συνδικάτα. Μπορεί η Ελλάδα να φαίνεται πολύ πίσω απ' αυτή την άποψη, αλλά ακόμα και οι επαναστάτες του εργατικού κινήματος με τις μεγαλύτερες παραδόσεις οργάνωσης στην Ευρώπη, οι Γερμανοί, είχαν τέτοια καθήκοντα μπροστά τους. Η επανάσταση του 1918 έσπρωξε εκατομμύρια απολίτικους, ασυνδικάλιστους, ακόμα και συντηρητικούς εργάτες στη συλλογική δράση και το νεαρό KPD έκαψε επανειλημμένα τα δάχτυλά του σ' αυτό το ζήτημα στα πρώτα του βήματα. Το 1923 το KPD χρειάστηκε να μπει μπροστά και να οργανώσει τους «μερικούς» αγώνες ενάντια στον πληθωρισμό και την πείνα, να πολεμήσει μέσα στα συνδικάτα για τις θέσεις του, (εισπράττοντας την κατηγορία του «σοσιαλδημοκράτη» από την «υπεραριστερή» πτέρυγά του) αλλά η ηγεσία του μόνο «σοσιαλδημοκρατικό» δεν θεωρούσε αυτό το καθήκον.

Η ίδρυση του ΣΕΚΕ -και μάλιστα η «διπλή γέννα» του με τη ΓΣΕΕ- ήταν πραγματικά ένα ποιοτικό άλμα, που δεν πραγματοποιήθηκε εκ του μηδενός, αλλά παρ' όλα αυτά άλμα. Οι μπολσεβίκοι θεωρούνται -από εχθρούς και φίλους- το πρότυπο για το τι σημαίνει επαναστατικό κόμμα. Κι όμως, μια προσεκτική ματιά στην ιστορία του ρώσικου κινήματος δείχνει ότι η εργατική τάξη της Ρωσίας δεν πέρασε από τη λεγόμενη «φυσιολογική» εξέλιξη του κινήματος της Δυτικής Ευρώπης. Πρώτα μαζικά συνδικάτα, μετά οικονομικοί αγώνες, εμφάνιση ενός «μεγάλου» σοσιαλιστικού κόμματος και μετά διάσπασή του... Το αντίθετο: οι εργάτες της Ρωσίας πρώτα έκαναν επανάσταση (το 1905) και μετά έφτιαξαν μαζικά συνδικάτα. Πρώτα συγκρότησαν εργατικά συμβούλια -τα σοβιέτ- και μετά πάλεψαν για το 8ωρο. Συγκεκριμένα, το σύνθημα που επικράτησε το 1905 ήταν «το 8ωρο και ένα τουφέκι». Όταν το 1903 οι μπολσεβίκοι -οι επαναστάτες- διαχωρίστηκαν για πρώτη φορά από τους μενσεβίκους -τους ρεφορμιστές- δεν πήραν μαζί τους την αριστερή πτέρυγα ενός μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με τις μάζες πολιτικοποιημένων εργατών από πίσω της. Χρειάστηκε να τρέξουν να προλάβουν το κίνημα της εργατικής τάξης.

Είναι αλήθεια ότι το ΣΕΚΕ είχε πολλές αδυναμίες και πολλές αποτυχίες εκείνη την περίοδο. Ναι, «υπέπεσε σε λάθη» όπως γράφει ο Μάξιμος για το 1922. Ναι, δεν κατάφερε να οδηγήσει στη νίκη τη Γενική Απεργία του 1923. Και ναι, γνώρισε έντονες εσωτερικές κρίσεις και υπέστη φυγόκεντρες δυνάμεις προς τα δεξιά, τη σοσιαλδημοκρατία, και προς τ' «αριστερά», που παρά λίγο κάποιες φορές να το διαλύσουν. Και λοιπόν; Τα ίδια ισχύουν και σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα με Κομμουνιστικά Κόμματα όπως της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας ή της Βουλγαρίας.

Όλα αυτά δεν έκαναν εκείνα τα κόμματα μη-επαναστατικά. Το ίδιο ισχύει και για το ΣΕΚΕ. Το 1918 ιδρύθηκε ένα επαναστατικό κόμμα στην Ελλάδα. Εκείνη η περίοδος, που θα κρατήσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '20, είναι η μοναδική που ένα επαναστατικό κόμμα έχει μαζική απήχηση στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Είναι μια κληρονομιά που δεν πρέπει να τη χαρίσουμε σε κανέναν. 


Η Γενική Απεργία του Αυγούστου του 1923


 Διαβάστε περισσότερα:

Σ.Ε.Κ.Ε.:Οι επαναστατικές ρίζες της αριστεράς στην Ελλάδα

13,00€ (με ΦΠΑ)
Συγγραφέας: Μπόλαρης, Λέανδρος
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Σελίδες: 206
ISBN: 978-960-7967-42-8
 

Σχόλια