O Mάης στην Aνατολή

 


Σαράντα χρόνια μετά το Μάη του ’68, τη χρονιά που έφερε το ζήτημα της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας και την εργατική τάξη ξανά στο προσκήνιο, οποιαδήποτε αναφορά δε θα ήταν πλήρης αν δίπλα στα γεγονότα που συνέβηκαν στη Γαλλία , το Βιετνάμ και την Αμερική δεν προστεθούν οι εικόνες της εξέγερσης από την Ανατολική Ευρώπη. Είναι αλήθεια ότι τέτοιες εικόνες σαν αυτές του ‘68 στην Πράγα και το Βελιγράδι δεν ήταν πρωτόγνωρες αφού ήταν η επανάσταση των εργατικών συμβουλίων στην Ουγγαρία τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του ‘56 και η συντριβή της από τα ρώσικα τανκς που είχαν φέρει κρίση στο ανατολικό μπλοκ αλλά και σε πολλά Κ.Κ. της Δύσης. Αν και ιδιαίτερα μετά το 1964 όπου η Ρωσία έμπαινε στην Mπρέζνιεφ εποχή,  η ιστορία έμοιαζε να έχει κολλήσει στην ανατολική Ευρώπη, το 1968 ήρθε να κάνει ξεκάθαρο στα μάτια των εργαζόμενων και της νεολαίας όλου του κόσμου ένα πράγμα. Ο σοσιαλισμός στον ανατολικό «σοσιαλιστικό κόσμο» ήταν τόσο αληθινός όσο η ελευθερία στο δυτικό «ελεύθερο κόσμο».

Τσεχοσλοβακία- η «άνοιξη της Πράγας» 

Η Τσεχοσλοβακία στη δεκαετία του 1950 ήταν μια προηγμένη οικονομικά χώρα στα πλαίσια του ανατολικού μπλοκ αφού εκμεταλλευόμενη τη σχετικά ανεπτυγμένη βιομηχανία της πουλούσε εξοπλισμό στις υπόλοιπες ανατολικές χώρες. Η εικόνα αυτή όμως άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του 60 και το 1963 ήρθε η πρώτη κρίση. Το 1967 το καθεστώς προσπαθώντας να απαντήσει υιοθέτησε το «νέο οικονομικό μοντέλο» με στόχο η οικονομία να γίνει πιο «ανταγωνιστική». 

Οι μεταρρυθμίσεις όμως απέτυχαν και μαζί τους η προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξουν διαφωνίες και συγκρούσεις ανάμεσα στη μέχρι πρότινος ενωμένη ηγεσία και στις αρχές του 1968 ο Nοβότνι (γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Τ. και πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας) ανατρέπεται από τη θέση του γραμματέα. Η σύγκρουση αυτή στην κορυφή και η προσπάθεια κομματιών της ηγεσίας να κερδίσουν κομμάτια των εργατών και των φοιτητών με τη μεριά τους άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και έδωσε την ευκαιρία να απελευθερωθεί συσσωρευμένη οργή χρόνων.

Οι δημοσιογράφοι άρχισαν να αποκαλύπτουν σκάνδαλα από τα προηγούμενα χρόνια και ο κόσμος σχημάτιζε ουρές για να αγοράσει εφημερίδες. Τον Ιανουάριο του 1968 ο αριθμός των διανεμηθέντων εφημερίδων ήταν 118.000, το Μάρτιο του ίδιου χρόνου ο αριθμός αυτός έφτανε τις 557.000. Οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις μετατράπηκαν σε «Ιερά εξέταση» για υπουργούς και στελέχη του κόμματος. Οι φοιτητές διοργάνωναν ολονύχτιες συζητήσεις όπου έβαζαν επί τάπητος κάθε κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα ενώ οι εργάτες άρχισαν να διώχνουν τους «επισήμους» από τα συνδικάτα και να προβάλουν τις δικές τους ανάγκες. Στις 1 Μάρτη ιδρύεται το πρώτο ανεξάρτητο περιοδικό στην Τσεχοσλοβακία.

Τελικά ο Nοβότνι παραδέχτηκε την ήττα του το Μάρτη και τη θέση του πήρε ο «μεταρρυθμιστής» Nτούμπτσεκ ένα στέλεχος του ΚΚΤ που στις αρχές τις δεκαετίας του ‘50 συμμετείχε στην υστερική εκστρατεία εναντίον των “πρακτόρων του ιμπεριαλισμού” που οδήγησε στην εξόντωση των πιο γνωστών προπολεμικών στελεχών του κόμματος. 

Το κίνημα είχε αρχίσει όμως να δυναμώνει αρκετά και η κρίση να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, οργανώνονταν μαζικές συγκεντρώσεις, ψηφίσματα υιοθετούνταν, οργανώσεις σχηματίζονταν χωρίς κανένας να ζητάει την άδεια του κράτους. Οι δύο πιο σημαντικές οργανώσεις που έγιναν και πιο ενεργές ήταν η «ΚΑΝ» («λέσχη από μη-μέλη του κόμματος»), που φτιάχτηκε από 144 διανοούμενους, και στην ακμή της έφτασε τα 15.000 μέλη και η «λέσχη 231» («club231») που ήταν μια οργάνωση από πρώην πολιτικούς κρατούμενους που είχαν καταδικαστεί με βάση το διάσημο άρθρο 231 του Ποινικού Kώδικα για “αντισοσιαλιστική δράση”. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το «ανοιχτό γράμμα στους εργάτες» που δημοσιεύτηκε το Μάη εκείνης της χρονιάς σε μια ανεξάρτητη εφημερίδα: «χωρίς δημοκρατία στα εργοστάσια δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία στην κοινωνία». Τον Ιούνη μια ομάδα διανοούμενων υπέγραψε το «μανιφέστο των 2000 λέξεων» στο οποίο πρότεινε ότι αξιωματούχοι που δεν εξέφραζαν τη λαϊκή θέληση θα έπρεπε να απομακρύνονται με μαζικές κινητοποιήσεις. Μέχρι και οι λογοκριτές του καθεστώτος ζήτησαν να καταργηθεί η υπηρεσία τους. 

Ας αφήσουμε τον Nτούμπτσεκ να απαντήσει: «πρέπει να γίνει σαφές για τη δημοκρατία στη Τσεχοσλοβακία ότι οι επικλήσεις για απεργίες και η πραγματοποίηση απεργιών μπορεί να οδηγήσει σε αναρχία και προβλήματα», «είναι αναρχία η δημοκρατία να εκλαμβάνεται ως μια κατάσταση όπου οι πάντες ανακατεύονται στα πάντα και ο καθένας κάνει ότι θέλει. Αυτό σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την πραγματική δημοκρατία, εγώ καταλαβαίνω τη δημοκρατία  ως ένα σύστημα που περιλαμβάνει την πειθαρχία.»

Τη νύχτα της 20ης Αυγούστου η Ρωσία ανέλαβε δράση θέλοντας να βάλει μια τάξη στην ακαταστασία που επικρατούσε στην αυλή της. Χιλιάδες ρώσικα τανκς και εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες από τη Ρωσία και τους τέσσερις συμμάχους του συμφώνου της Βαρσοβίας (Πολωνία, Ουγγαρία, Aν. Γερμανία και Βουλγαρία) εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Μέσα σε λίγες ώρες όλα τα καίρια σημεία είχαν καταληφθεί. Ο Nτούμπτσεκ και άλλοι υπουργοί συνελήφθηκαν και φυλακίστηκαν.

Ένοπλη αντίσταση στην πραγματικότητα δεν υπήρξε, υπήρχαν όμως διαδηλώσεις και μπλόκα από εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές και νέους εργάτες που περικύκλωναν τα τανκς και αυτό που ρωτούσαν τους ρώσους φαντάρους είναι μια ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ακόμα από κανένα Κ.Κ.: «Μα καλά τι γυρεύετε εδώ;». Κάποια τανκς πυρπολήθηκαν. Μετά το κλείσιμο των μεγαλύτερων εφημερίδων οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πιεστήρια από το 19ο αιώνα για να τυπώσουν εφημερίδες, φυλλάδια και αφίσες που μοιράζονταν από εθελοντές στους δρόμους. Ένα διάσημο πόστερ που βρίσκονταν σε ένα τοίχο στην Πράγα έγραφε: «μια χώρα που αρνείται την ελευθερία μιας άλλης χώρας δεν αξίζει να είναι ελεύθερη η ίδια». Λέγεται ότι όταν δύο ρώσοι φαντάροι είδαν αυτή την αφίσα, ο ένας πήγε να τη σκίσει αλλά ο άλλος τον εμπόδισε λέγοντας: «σταμάτα, είναι ένας από εμάς» γιατί μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό είχε γραφτεί από τον Καρλ Μαρξ! Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός της Τσεχοσλοβακίας αρνήθηκε και τελικά δεν συνεργάστηκε με τον εισβολέα. Για παράδειγμα μετά την κατάληψη του ραδιοσταθμού αυτός άρχισε να εκπέμπει από εφεδρικούς αναμεταδότες και κανένας δεν ενημέρωνε τους ρώσους για την  τοποθεσία τους. Μα ίσως η πιο μεγάλη ήττα για τη Ρωσία ήταν οι εικόνες της εισβολής στην Πράγα που έκαναν το γύρο όλου του κόσμου.

Μπορεί η αντίσταση των εργατών και των φοιτητών της Τσεχοσλοβακίας να ήταν ηρωική όμως η καθοδήγησή της παρέμενε στα χέρια γραφειοκρατών που είχαν πρωταγωνιστήσει στη διακυβέρνηση της τα τελευταία 20 χρόνια και έτσι μέσα από αυτήν δεν έβλεπαν την έναρξη μιας επαναστατικής διαδικασίας αλλά την ευκαιρία για έναν καλύτερο συμβιβασμό με την Ρωσία. Κάτι που έγινε στις 26 Αυγούστου όπου ο Nτούμπτσεκ επέστρεψε ελεύθερος στην Πράγα, κρατώντας την ηγεσία του κόμματος και ανακοίνωσε ότι είχε συμφωνήσει με τους ρώσους για την «ομαλοποίηση» της κατάστασης της χώρας.

Χαρακτηριστικά για την «ομαλοποίηση»  αλλά και για την πορεία της είναι όσα δηλώνει ένας από τους ηγέτες των φοιτητών το Νοέμβρη: «…ολόκληρη η πόλη νοιώθει άρρωστη. Ήταν ο τρίτος μήνας από την εισβολή. Οι παλιοί ηγέτες ήταν οι ίδιοι αλλά η τυφλή εμπιστοσύνη που τους είχε ο κόσμος αρχίζει να ξεφτίζει. Η «συμφωνία της Μόσχας για την «προσωρινή» παραμονή των ξένων στρατευμάτων δημιούργησε τις πρώτες αμφιβολίες. Ύστερα η ελευθερία του τύπου περιορίστηκε κι άλλο. Οι πιο δημοφιλείς εφημερίδες «Politika» και «Reporter» σταμάτησαν το Νοέμβρη. Το να ταξιδέψει κανείς στο εξωτερικό έγινε πιο δύσκολο. Οι ηγέτες έκαναν τον ένα συμβιβασμό μετά τον άλλο και δεν ήταν απόλυτα καθαρό τι τους εξανάγκαζαν να κάνουν και τι ήταν δική τους θέληση.»

Οι φοιτητές μαζί με τους εργάτες δεν είχαν καμία όρεξη για συμβιβασμό. Στις 28 0κτώβρη πραγματοποιείται διαδήλωση 10.000 στην Πράγα. Στις 15 Νοέμβρη του ’68 καταλαμβάνεται το πανεπιστήμιο του Όλομουτς. Την επόμενη μέρα ακολουθεί η αγροτική σχολή στην Πράγα. Οι καταλήψεις απλώνονται σε όλη τη χώρα και βρίσκουν ανταπόκριση στους εργάτες. Μερικά εργοστάσια οργανώνουν στάσεις εργασίας, άλλα χτυπούν τις σειρήνες τους σε αλληλεγγύη. Οι εργαζόμενοι στο σιδηρόδρομο απειλούν ότι «κανένα τραίνο δε θα κουνηθεί από το σταθμό της Πράγας» αν η κυβέρνηση κινηθεί εναντίον των φοιτητών.  Το Συνδικάτο Mετάλλου ψήφισε την καθιέρωση μίας μόνιμης συμμαχίας με τους φοιτητές. Όπως δήλωνε και ένας από τους ηγέτες των φοιτητών: «Κάθε μέρα μιλάγαμε σε συγκεντρώσεις στα εργοστάσια με πάνω από 1000 εργάτες». 

Μα και η συνέχεια κάθε άλλο παρά «ομαλοποιημένη» ήταν. Το Γενάρη του ’69, 800.000 διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους ως απάντηση στον αυτοπυρπολισμό του φοιτητή Γιαν Πάλατς. Το Μάρτη του ‘69 με αφορμή τη νίκη της Εθνικής Τσεχοσλοβακίας επί της ΕΣΣΔ σε έναν αγώνα χόκεϊ αλλά και τον Αύγουστο στην επέτειο από τη ρώσικη εισβολή όπου χιλιάδες διαδήλωσαν και συγκρούστηκαν με την αστυνομία.

Οι διαδηλώσεις μπορεί τελικά να μην εμπόδισαν την επανεγκαθίδρυση του γραφειοκρατικού ελέγχου. Μόνο επαναστατική δράση θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Οι συνέπειες της Άνοιξης της Πράγας όμως δε θα περιορίζονταν στο εσωτερικό του Ανατολικού μπλοκ… 

Πολωνία

Η άνοδος του κινήματος στην Τσεχοσλοβακία είχε δυναμικό αντίκτυπο στη γειτονική Πολωνία. Ήδη από το 1965, δύο διαφωνούντες, οι Κουρόν και Μοτζαλέφσκι είχαν γράψει μια μαρξιστική κριτική της πολωνικής κοινωνίας («ανοιχτή επιστολή προς το ΚΚΠ» που έβαζε όλο τον προβληματισμό για τη νέα γραφειοκρατική τάξη που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται) και γι αυτό είχαν φυλακιστεί για 3 χρόνια. Όσοι συμμετείχαν στη διαδήλωση συμπαράστασης είχαν κι αυτοί με τη σειρά τους συλληφθεί, αποβληθεί απ το πανεπιστήμιο και φυλακιστεί.

Τα πράγματα όμως στην αρχή του ’68 είχαν αλλάξει. Έτσι, όταν αποβλήθηκαν 2 φοιτητές – διαδηλωτές από το πανεπιστήμιο - υπήρχε διαδήλωση 4.000. Σε κάθε πανεπιστημιούπολη στην Πολωνία έγιναν συλλαλητήρια που χτυπήθηκαν από την αστυνομία. Ήταν ξεκάθαρο όμως πλέον ότι δεν ήταν μόνο οι φοιτητές που απαντούσαν. Το καθεστώς μιλούσε για «χούλιγκανς» που είχαν παρεισφρήσει στις κινητοποιήσεις και που στην πραγματικότητα ήταν νέοι εργαζόμενοι. 

Η κυβέρνηση του Γκομούλκα κατάφερε να γλιτώσει κι αυτό γιατί το κίνημα δεν απλώθηκε απ’ τους δρόμους στα εργοστάσια. Κατάφερε όμως, παράλληλα με την Τσεχοσλοβακία, να στείλει στους Ρώσους το μήνυμα της οργής από τα κάτω που για την Πολωνία θα γινόταν πιο καθαρό, μόλις 18 μήνες μετά. Όταν μια αύξηση στις τιμές του ψωμιού οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ εργατών και της αστυνομίας, σε ένα κύμα απεργιών και καταλήψεων και τελικά την παραίτηση του Γκομούλκα. Γεγονότα που έστειλαν κι ένα μήνυμα στους διαδηλωτές της Δύσης, το μήνυμα ότι οι αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό και την εκμετάλλευση είναι ίδιοι και στις δύο πλευρές του “παραπετάσματος”.

Γιουγκοσλαβία - Βελιγράδι: Ιούνης ’68

Τα γεγονότα του Ιούνη του ’68 στο Βελιγράδι ήρθαν για να απαντήσουν σε όλους αυτούς που έβλεπαν στην ενιαία «σοσιαλιστική» τότε Γιουγκοσλαβία του Τίτο σαν κάτι το διαφορετικό από την Τσεχοσλοβακία του Nτούμπτσεκ ή τη Ρωσία. 

Μπορεί από το 1948 ο Τίτο να είχε έρθει σε ρήξη με το Στάλιν και να διακήρυττε ότι έχτιζε ένα διαφορετικό σοσιαλισμό από το ρωσικό μοντέλο, με αυτοδιαχείριση και «δημοκρατία». Μπορεί η Γιουγκοσλαβία του Τίτο να ήταν ηγετική δύναμη του «κινήματος των αδέσμευτων» αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι και στη Γιουγκοσλαβία η εξουσία βρισκόταν στα χέρια μιας κρατικοκαπιταλιστικής άρχουσας τάξης η οποία μάλιστα διατηρούσε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. 

Οι εργάτες υπέφεραν από τις αυξανόμενες τιμές και την ανεργία (πάνω από 10%) και το 20% του κόσμου αναγκαζόταν να μεταναστεύσει για να βρει δουλειά. Ο έλεγχος των εργοστασίων, αν και διακηρυκτικά από το ’60- ’65 και μετά άνηκε στα εργατικά συμβούλια, στην πραγματικότητα άνηκε σε μάνατζερ που έβλεπαν τα έσοδα τους να ανέρχονται 40 φορές πάνω απ’ αυτά των εργατών. Ένας εργάτης σε συνάντηση με τους φοιτητές δήλωνε: «Μόνο ο διευθυντής και οι φίλοι του αυτοδιαχειρίζονται το εργοστάσιο. Πέρα απ’ αυτό, οι συνεδριάσεις του εργατικού συμβουλίου είναι τόσο βαρετές που σπάνια πάμε».

Σ’ αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε λοιπόν το κίνημα των φοιτητών του 1968 στο Βελιγράδι. Ήδη από το 1964 καθηγητές στις σχολές εξέδιδαν το περιοδικό Praxis, ένα περιοδικό που ήθελε να εφαρμόσει «την ανελέητη κριτική σε κάθε τι που υπάρχει» όπως είχε γράψει και ο Mαρξ το 1843. Το 1966 μια διαδήλωση φοιτητών προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία είχε διαλυθεί βίαια από την αστυνομία. Oργανώθηκαν κινητοποιήσεις συμπαράστασης στους Πολωνούς και στους Τσεχοσλοβάκους.

Την Κυριακή 2 Ιούνη, περίπου 1000 φοιτητές συγκρούστηκαν με την αστυνομία όταν βρήκαν τις πόρτες που θα γινόταν μια συναυλία κλειστές. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια πορεία 4000 φοιτητών την επόμενη μέρα από τις φοιτητικές εστίες προς το κέντρο της πόλης την οποία σταμάτησαν οι δυνάμεις της τάξης πέντε χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Τη στιγμή μάλιστα που δύο στελέχη τους καθεστώτος διαπραγματεύονταν με τους φοιτητές, η αστυνομία επιτέθηκε και τραυμάτισε δεκάδες. Το απόγευμα της ίδιας μέρα (3 Ιούνη) οι φοιτητές εξέλεξαν μια «επιτροπή δράσης». Η ΦΛΣ και η Κοινωνιολογία καταλήφθηκαν και στη συνέχεια οι καταλήψεις απλώθηκαν και στις υπόλοιπες σχολές.

Χαρακτηριστικά είναι τα αιτήματα του φοιτητικού κινήματος όπως αυτά διατυπώνονταν στις προκηρύξεις που μοίραζαν οι φοιτητές στο κέντρο της πόλης: Κατάργηση των μεγάλων ανισοτήτων που κυριαρχούσαν στην Γιουγκοσλαβία, αιτήματα για την υλικοτεχνική υποδομή, για την ανεργία, για την αστυνομική βία ή όπως τα έγραφαν στους τοίχους των σχολών τους «Φοιτητές, εργάτες, αγρότες, ενωθείτε ενάντια στους γραφειοκράτες», «περισσότερα σχολεία, λιγότερα αυτοκίνητα», «αδελφοσύνη και ισότητα για όλους τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας» και «Κάτω η κόκκινη αστική τάξη».

Μια προκήρυξή τους στις 6 Ιούνη έγραφε: «Είμαστε εξοργισμένοι με τις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Δεν θέλουμε να θυσιαστεί η εργατική τάξη για χάρη των «μεταρρυθμίσεων». Είμαστε υπέρ της αυτοδιαχείρισης όμως είμαστε κατά αυτών που πλουτίζουν και ελέγχουν την εργατική τάξη. Δεν θα τους επιτρέψουμε να διχάσουν τους εργάτες και τους φοιτητές και να στρέψουν τον ένα ενάντια στον άλλο. Τα συμφέροντα σας είναι και δικά μας συμφέροντα, τα συμφέροντα του σοσιαλισμού».

Το καθεστώς αρχικά προσπάθησε να απομονώσει το κίνημα. Από τη μία περικύκλωσε τις κατειλημμένες σχολές η αστυνομία και από την άλλη τα ΜΜΕ συκοφαντούσαν τους φοιτητές. Οι εργάτες όμως επισκέπτονταν τις κατειλημμένες σχολές για να συζητήσουν με τους φοιτητές. Ένας εργάτης δηλώνει: «Πήγαμε στο φοιτητικό χωριό να δούμε τι λένε οι φοιτητές...», «Τρία εργοστάσια κατέβηκαν σε απεργία όταν γινόταν η διαδήλωση...». Ένας άλλος: «είπαμε στους φοιτητές ότι έχουν αποδείξει ότι είναι κομμάτι της εργατικής τάξης και ότι όλοι οι εργάτες το γνωρίζουμε αυτό», ένας άλλος «...Θα έπρεπε να είμαι ποιητής για να περιγράψω την ενθουσιώδη αντίδραση των εργατών όταν έμαθαν τα αιτήματα των φοιτητών».

Στις 9 Ιούνη η αστυνομία έσπασε με τη βία την κατάληψη της Καλών Τεχνών. Στις 10 Ιούνη όμως, το καθεστώς υιοθέτησε μια διαφορετική τακτική και ο ίδιος ο Τίτο σε ένα «διάγγελμά» του εξέπληξε τους πάντες ανακοινώνοντας ότι οι φοιτητές είχαν δίκιο, ότι τα αιτήματά τους ήταν στη σωστή κατεύθυνση και ο ίδιος θα παραιτούνταν αν δεν μπορούσε να τα υλοποιήσει. 

Ήταν μια προσπάθεια εκτόνωσης του κινήματος η οποία και πέτυχε. Ύστερα ακολούθησε η καταστολή. Στις 20 Ιούλη έκλεισαν τη Φιλοσοφική (που ήταν όχι μόνο το κέντρο των κινητοποιήσεων αλλά και ο πυρήνας της αριστερής αντιπολίτευσης στο καθεστώς) και άρχισαν διώξεις σε πανεπιστημιακούς και φοιτητές. Διώξεις που κορυφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 (ο Bλαντο Mιχαήλοβιτς, ένας από τους ηγέτες των φοιτητών, καταδικάστηκε σε 20 μήνες φυλάκιση).

Μπορεί ο Τίτο και η γιουγκοσλάβικη άρχουσα τάξη να κατάφεραν να απομονώσουν και να εκτονώσουν το φοιτητικό κίνημα, η οικονομική και πολιτική κρίση όμως συνέχισε να βαθαίνει και στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οδήγησε σε ένα μεγάλο απεργιακό κύμα ενάντια στα προγράμματα λιτότητας του ΔNT που εφάρμοσε η κυβέρνηση.


Περιοδικό "Σοσιαλισμός Από τα Κάτω", τεύχος 68, Μάης-Ιούνης 2008

Σχόλια