Από πού βγαίνει το κέρδος;


Ο Μαρξ είχε την πιο επιστημονική ανάλυση για το πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός, πού βρίσκεται η δυναμική του, αλλά και τι προκαλεί τις κρίσεις του. Ο Σωτήρης Κοντογιάννης εξηγεί σε μια σειρά άρθρα τις βασικές ιδέες της Μαρξιστικής οικονομίας.

Τι είναι το κέρδος; Από πού προέρχεται; Οι θιασώτες της αγοράς έχουν πάντα έτοιμη μια πολύ απλοϊκή και "προφανή" απάντηση. Το κέρδος, υποστηρίζουν, είναι αποτέλεσμα "έξυπνων" και "σωστών" επιλογών. Κοιτάξτε, λένε, τον Μπιλ Γκέιτς, τον ιδιοκτήτη της Microsoft. Ξεκίνησε από μια αποθήκη και μια καλή ιδέα και μέσα σε λίγα χρόνια έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου.

Οι αστοί οικονομολόγοι πηγαίνουν αυτά τα ευτελή επιχειρήματα ακόμα ένα βήμα πιο πέρα. Το κέρδος, λένε χωρίς ίχνος ντροπής, είναι η επιβράβευση των καπιταλιστών για τις ορθές τους επιλογές -ορθές, όχι απλά με βάση το προσωπικό τους συμφέρον, αλλά με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας: ένας βιομήχανος που θα ρίξει τα κεφάλαιά του στην παραγωγή προϊόντων που τα χρειάζονται οι καταναλωτές - για τα οποία υπάρχει μεγάλη ζήτηση - θα καταφέρει να πουλήσει την παραγωγή του "ακριβά" και θα βγει κερδισμένος. Αντίθετα, ένας άλλος που θα τα ρίξει σε προϊόντα που δεν τα θέλει κανένας - που μένουν αζήτητα στα ράφια - όχι μόνο δεν θα κερδίσει, αλλά και "θα μπει μέσα" από πάνω. Το κυνήγι του κέρδους, λένε, μετατρέπεται με αυτό τον τρόπο σε έναν αυτόματο μηχανισμό που εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή ισορροπία ανάμεσα στη "ζήτηση" και την "προσφορά" - δηλαδή ανάμεσα σε αυτά που χρειάζεται η κοινωνία και σ' αυτά που παράγει.

Στην πράξη, όμως, ο καπιταλισμός σε τίποτα δεν θυμίζει αυτή την ειδυλλιακή εικόνα.

Αντί για εξισορρόπηση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, βλέπουμε γύρω μας τις μεγαλύτερες ελλείψεις, ακόμα και στα πιο βασικά αγαθά, και ταυτόχρονα την πιο εξωφρενική και παράλογη σπατάλη: στην Ιαπωνία, όπου οι εργάτες στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο, σε διαμερίσματα-σπιρτόκουτα, οι εργολάβοι, αντί να χτίζουν σπίτια, έπεσαν με τα μούτρα στην ανέγερση πολυτελών κτιρίων-γραφείων για γιάπηδες.

Ύστερα από δέκα χρόνια κατασκευαστικού οργασμού, ανακάλυψαν ότι είχαν χτίσει δυο περίπου φορές περισσότερα γραφεία από όσα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Τώρα τα πολυτελή γραφεία αραχνιάζουν και οι οικοδομικές επιχειρήσεις της Ιαπωνίας είναι στο χείλος της χρεοκοπίας.

Το κυνήγι του κέρδους δεν καταλήγει στην κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας, αλλά στην κατασπατάληση και την καταστροφή. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο. Όπως εξηγούσε ο Μαρξ, από τα μέσα κιόλας του περασμένου αιώνα, το κέρδος ούτε προέρχεται από "ορθές επιλογές" ούτε παίζει κανέναν θετικό ρόλο για την κοινωνία: το κέρδος, έλεγε, είναι απλά προϊόν κλοπής, είναι το αποτέλεσμα της αρπαγής του μόχθου της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού από μια μικρή μειοψηφία βιομηχάνων, εφοπλιστών, τραπεζιτών και μεγαλεμπόρων. Η μοναδική πηγή του προκλητικού πλούτου των καπιταλιστών είναι η εκμετάλλευση των εργατών.

Η εκμετάλλευση της πλειοψηφίας της κοινωνίας από μια ελίτ δεν είναι, βέβαια, κάτι καινούριο στην ιστορία. Τα εκμεταλλευτικά συστήματα ήταν ο κανόνας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στην αρχαία Ελλάδα ή στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκατομμύρια δούλοι καλλιεργούσαν, κάτω από την απειλή του βούρδουλα, της λόγχης και της σταύρωσης τα χωράφια των πλουσίων. Το ίδιο γινόταν και στο Μεσαίωνα. Οι δουλοπάροικοι όργωναν, έσπερναν, θέριζαν και αλώνιζαν και ύστερα ερχόταν ο φεουδάρχης και έπαιρνε "το μερίδιό του", κατά κανόνα πάνω από το 50% της σοδειάς. 

Σε αντίθεση όμως με τα παλιότερα συστήματα, στον καπιταλισμό η εκμετάλλευση είναι κρυμμένη. Την εποχή της φεουδαρχίας, οι χωρικοί παρήγαν, συνήθως, με γνώμονα τι είχαν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους ανάγκη. Ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής τους σε είδος και αργότερα σε χρήμα το έπαιρναν οι φεουδάρχες. Στα σημερινά εργοστάσια οι εργάτες, κατά κανόνα, δεν παράγουν πράγματα που μπορούν άμεσα να καταναλώσουν: το σίδηρο που παράγει ένας εργάτης χαλυβουργείου δεν τρώγεται. Από τους εκατοντάδες τόνους κάρβουνου που βγάζει από τα βάθη της γης κάθε χρόνο ένας ανθρακωρύχος, δεν μπορεί να κάψει στη σόμπα του ούτε το ένα εκατοστό.

Στον καπιταλισμό το αφεντικό δεν παίρνει απλά "το μερίδιό του" από την παραγωγή: την παίρνει όλη. Στο τέλος της ημέρας, ο εργάτες παίρνει σε ανταλλαγή ένα μεροκάματο.

Οι καπιταλιστές υποστηρίζουν ότι η ανταλλαγή είναι τίμια. Οι εργάτες, λένε, πουλάνε την εργασία μιας ημέρας και εισπράττουν για αντάλλαγμα τόσα χρήματα όσα ακριβώς αξίζει αυτή η εργασία. Αυτό είναι εξόφθαλμα ψέμα. Στη σημερινή αυτοκινητοβιομηχανία ένας εργάτης χρειάζεται λιγότερο από τρεις μέρες για να παράξει ένα αυτοκίνητο. Για να το αγοράσει χρειάζεται να δώσει τα μεροκάματα 300 ημερών. Η διαφορά ανάμεσα σ' αυτά που παράγουν οι εργάτες και σ' αυτά που παίρνουν σαν αντάλλαγμα είναι σήμερα ιλιγγιώδης.




Τι είναι αυτό που εξασφαλίζει αυτή τη ληστρική ανταλλαγή; Τα αφεντικά, εξηγούσε ο Μαρξ, δεν αγοράζουν τη δουλειά των εργατών. Αγοράζουν τους ίδιους τους εργάτες για ένα οχτάωρο, τους νοικιάζουν δηλαδή, και τους βάζουν να δουλέψουν. Το μεροκάματο δεν είναι το τίμιο αντίτιμο μιας μέρας δουλειάς. Είναι το αντίτιμο για το "δικαίωμα χρήσης" ενός ανθρώπου για μια παραγωγική μέρα. Ο Μαρξ ονόμαζε αυτό το "δικαίωμα χρήσης", αυτό το εμπόρευμα που δίνουν καθημερινά οι εργάτες για ένα μεροκάματο στα αφεντικά, "εργατική δύναμη".

Αυτό το ζωντανό εμπόρευμα, η "εργατική δύναμη", αποτιμάται στον καπιταλισμό ακριβώς όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα. Αυτό είναι που ονομάζουν "τίμια" ανταλλαγή τα αφεντικά: μας νοικιάζουν την "αξία μας", πληρώνουν για το "δικαίωμα χρήσης" όσο ορίζει η αγορά!

Τι σημαίνει όμως "τίμια" ανταλλαγή στον καπιταλισμό; Τι είναι αυτό που καθορίζει π.χ. ότι ένα πακέτο τσιγάρα αξίζει όσο δυο κουτιά γάλα ή ένα τετράδιο αξίζει όσο πέντε μολύβια;

Οι αστοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν σήμερα ότι οι τιμές καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση. Αυτό είναι λάθος. Όσο και να πέσει η ζήτηση, π.χ. στα αυτοκίνητα, αποκλείεται να φτάσουν να πωλούνται όσο ένα πακέτο τσιγάρα. Πίσω από τις διακυμάνσεις της "προσφοράς και της ζήτησης" υπάρχει ένας σταθερός πυρήνας που καθορίζει πόσο αξίζει ένα εμπόρευμα, που καθορίζει ποια είναι η "τίμια" ανταλλαγή στον καπιταλισμό.

Οι μεγάλοι αστοί οικονομολόγοι του 18ου και 19ου αιώνα - ο Άνταμ Σμιθ, ο Ρικάρντο, κλπ.- αναγνώριζαν αυτό το "σταθερό πυρήνα" και τον ονόμαζαν "αξία" του εμπορεύματος. Η "αξία" των εμπορευμάτων, έλεγαν, καθορίζεται αποκλειστικά από την ποσότητα εργασίας που χρειάζεται για να παραχθούν. Αν ένα παλτό χρειάζεται δέκα ώρες εργασίας για να κατασκευαστεί κι ένα τραπέζι πέντε ώρες τότε η αξία του παλτού είναι διπλάσια από την αξία του τραπεζιού. Ο Μαρξ έλεγε ότι αυτή η σχέση είναι γενικός νόμος στον καπιταλισμό, όπως είναι η βαρύτητα στη φύση: την ονόμαζε "νόμο της αξίας".

Ο νόμος της αξίας μάς επιτρέπει να ξεσκεπάσουμε αμέσως το μυστικό της εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό. Ποια είναι η αξία της εργατικής δύναμης; Μα όση είναι η εργασία που απαιτείται για να παραχθεί. Δηλαδή ό,τι χρειάζεται για να μπορεί ο εργάτης να επιβιώσει για να πάει την άλλη μέρα στη δουλειά και να συνεχίσει να παράγει: το φαγητό του, η στέγη του, τα ρούχα του, η ανατροφή των παιδιών του - των εργατών που θα τους αντικαταστήσουν όταν θα μπορούν πια να δουλεύουν.

Οι καπιταλιστές δίνουν στους εργάτες τα ελάχιστα που χρειάζονται για να επιβιώσουν. Σε αντάλλαγμα παίρνουν την εργατική τους δύναμη, τη βάζουν να δουλέψει και αρπάζουν "νόμιμα" τα χιλιάδες προϊόντα που παράγει. Από τις 8 ώρες που δουλεύει σήμερα καθημερινά ένας εργάτης μόνο η μία ή οι δύο αντιστοιχούν σε αυτά που παίρνει -αντιστοιχούν στην "αξία" της εργατικής του δύναμης. Τις υπόλοιπες δουλεύει για το αφεντικό, παράγει αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε "υπεραξία". Η υπεραξία είναι η μοναδική πηγή του κέδρους, είναι η πηγή του πλούτου των καπιταλιστών.

Ο νόμος της αξίας δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να βελτιώσει τη θέση της μέσα στον καπιταλισμό. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν δώσει σκληρές μάχες ενάντια σε διάφορους "σοσιαλιστές" της εποχής τους που σνόμπαραν τους "καθημερινούς αγώνες" των εργατών, με τη δικαιολογία ότι τίποτα δεν μπορεί να σπάσει τους "σιδερένιους νόμους" του καπιταλισμού. Οι εργάτες, εξηγούσε ο Μαρξ, και τα αφεντικά βρίσκονται σε μόνιμη διαμάχη για το ύψος της υπεραξίας - οι εργάτες προσπαθούν μόνιμα να τη μειώσουν ενώ τα αφεντικά να την αυξήσουν - και το ποιος θα νικήσει κάθε φορά σ' αυτή τη μάχη δεν είναι δεδομένο από τα πριν.

Οι εργάτες έχουν καταφέρει, μέσα στα 150 χρόνια που μας χωρίζουν από την εποχή που το εργατικό κίνημα έκανε τα πρώτα του βήματα, να επιβάλουν στα αφεντικά το οχτάωρο, τις αργίες του Σαββατοκύριακου, τις πληρωμένες άδειες... Την εποχή του Μαρξ οι εργάτες στις βιομηχανικές πόλεις της Αγγλίας έπιαναν δουλειά στα έξι τους χρόνια, δούλευαν 12 με 14 ώρες τη μέρα, χωρίς ρεπό και αργίες, και πέθαιναν από τις κακουχίες πρόωρα. Ο μέσος όρος ζωής των εργατών στο Μπόλτον ήταν 18, στο Μάντσεστερ 17, στο Λίβερπουλ 15! Τα μεροκάματα και το επίπεδο ζωής των εργατών ήταν τουλάχιστον άθλια. Συχνά δυο και τρεις εργάτες μοιράζονταν ένα κρεβάτι - στο οποίο κοιμόντουσαν με βάρδιες.

Οι συνθήκες δουλειάς και ζωής της εργατικής τάξης σήμερα δεν έχουν καμιά σχέση πια με εκείνες τις εποχές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η εκμετάλλευση έχει μειωθεί. Κάθε άλλο. Μπορεί οι εργάτες σήμερα να δουλεύουν λιγότερες ώρες και να παίρνουν πολύ περισσότερα από όσα έπαιρναν οι παππούδες τους, αυτά όμως που παράγουν είναι είκοσι και τριάντα φορές περισσότερα. Η μείωση της "απόλυτης υπεραξίας" - όπως ονόμαζε ο Μαρξ τη μείωση που οφείλεται στην περικοπή του ωραρίου - έχει αντισταθμιστεί με το παραπάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας, που υπονομεύει συνεχώς την αναλογία ανάμεσα σε αυτά που παίρνουν οι εργάτες και αυτά που τσεπώνουν τα αφεντικά - δηλαδή από αυτό που ονόμαζε ο Μαρξ αύξηση της "σχετικής υπεραξίας".

Οι νόμοι της αγοράς δεν είναι "σιδερένιοι". Όμως οι νίκες των εργατών στον καπιταλισμό δεν είναι ποτέ οριστικές. Ξανά και ξανά τα αφεντικά προσπαθούν να πάρουν πίσω αυτά που αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους εργάτες στον προηγούμενο γύρο.

Μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να απαλλαγούμε οριστικά από την εκμετάλλευση η επανάσταση και ο σοσιαλισμός. Σε αυτή την πάλη οι "καθημερινές μάχες" κάνουν το εργατικό κίνημα πιο δυνατό και φέρνουν το στόχο μας ένα βήμα πιο κοντά. 
 
Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, Ν.28, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης '98

Σχόλια