Η πικρή εμπειρία της Λατινικής Αμερικής

O Nίκος Λούντος εξηγεί γιατί μια δεκαετία κυβερνήσεων της Αριστεράς βρίσκεται σήμερα σε υποχώρηση.

Οι πολιτικές εξελίξεις στη Λατινική Αμερική μοιάζουν να ξηλώνουν όλη τη στροφή αριστερά που σηματοδότησε η δεκαετία του 2000. Στα τέλη Νοέμβρη ο υποψήφιος της Δεξιάς, Μαουρίσιο Μάκρι, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές της Αργεντινής, κόντρα στον Ντανιέλ Σιόλι που είχε επιλέξει ως διάδοχό της η Κριστίνα Κίρτσνερ. Δυο βδομάδες αργότερα, η δεξιά κέρδισε τις εκλογές στη Βενεζουέλα και πλέον ελέγχει τη Βουλή, μετατρέποντάς τη σε κέντρο αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο. Το Φλεβάρη, ο Έβο Μοράλες έχασε, αν και με ελάχιστες ψήφους διαφορά, το δημοψήφισμα που είχε καλέσει για να του επιτραπεί να ξαναείναι υποψήφιος στις εκλογές του 2019. Ενώ στη Βραζιλία, η πρόεδρος Ντίλμα Ρουσέφ έχει χάσει τον έλεγχο του Κονγκρέσου, το οποίο στις 17 Απρίλη ενέκρινε τις πρωτοβουλίες της Δεξιάς και άνοιξε διαδικασία δίωξης και καθαίρεσης της Ρουσέφ.

Η δεξιά επανέρχεται, και τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να κρύψει τη μανία της για εκδίκηση. Στην ψηφοφορία για τη δίωξη της Ρουσέφ, ένας από τους βουλευτές της Δεξιάς αφιέρωσε την ψήφο του στη μνήμη του Κάρλος Μπριλιάντε Ούστρα, του αρχιβασανιστή του Doi-Codi, της βραζιλιάνικης ΕΑΤ-ΕΣΑ στη διάρκεια της Χούντας του 1964-1985. 

Η Ντίλμα Ρουσέφ ήταν μία από τις πολλές γυναίκες που βασανίστηκαν κάτω από τις εντολές του Ούστρα και των ομοίων του, όταν συνελήφθη στα 22 της χρόνια για αντιδικτατορική δράση. Στη Βενεζουέλα η Δεξιά θέλει να οργανώσει δημοψήφισμα για να ανατρέψει τον Μαδούρο πριν λήξει η θητεία του το 2019, ενώ ο Μάκρι, με το που εκλέχτηκε πρόεδρος της Αργεντινής έσπευσε να ζητήσει την απελευθέρωση των δεξιών “πολιτικών κρατούμενων” στη Βενεζουέλα.

Η δεκαετία του 2000 έφερε στην εξουσία μια σειρά κυβερνήσεις της Αριστεράς στη Λατινική Αμερική, που δήλωναν πως θα έσπαγαν την μονοκρατορία του νεοφιλελευθερισμού, θα σήκωναν ανάστημα απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, θα άπλωναν τη δημοκρατία σε μια ήπειρο που για πολλά χρόνια υπέφερε χούντες και πραξικοπήματα. Από τη μια μεριά οι πιο ριζοσπαστικές κυβερνήσεις, στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και τον Ισημερινό, που μιλούσαν με όρους κοινωνικής απελευθέρωσης, ακόμη και σοσιαλισμού, και από δίπλα ένα φάσμα κεντροαριστερών κυβερνήσεων (Βραζιλία, Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη) που δήλωναν ότι μοιράζονταν την κριτική στο νεοφιλελευθερισμό και την ανάγκη της λατινοαμερικάνικης ενότητας. 

Υπήρξαν απόψεις στην ευρωπαϊκή Αριστερά που έβλεπαν σε αυτή τη διαδικασία και την ανάδυση ενός διαφορετικού παραδείγματος κοινωνικής αλλαγής.

Βρισκόμαστε στο σημείο όπου καταγράφεται η αποτυχία όλης αυτής της λογικής. Η δεξιά επιστρέφει πατώντας πάνω στα απογοητευτικά αποτελέσματα των “προοδευτικών” κυβερνήσεων. Ο Μαδούρο και η Ρουσέφ έχουν τους λόγους τους να κάνουν λόγο για πραξικόπημα, μιλώντας για τις μηχανορραφίες της Δεξιάς. Καταγγέλλουν το ρόλο των αφεντικών και του βαθέος κράτους. Όμως, είναι τα ίδια ακριβώς αφεντικά και το ίδιο κράτος που οι κυβερνήσεις της αριστεράς νόμιζαν ότι όχι μόνο είχαν δαμάσει, αλλά ότι είχαν γίνει και σύμμαχοι διά παντός. Ο ακροδεξιός βουλευτής που ύμνησε το βασανιστή της Χούντας βρίσκεται εκλεγμένος με κόμμα που το 2010 στήριξε την Ρουσέφ στις προεδρικές εκλογές. Το βρόμικο παιχνίδι στο κοινοβούλιο το οργάνωσε ο πρόεδρος του, Κούνια, που βρίσκεται εκεί εκλεγμένος με το Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος (PMDB), του οποίου ο αρχηγός είναι ο αντιπρόεδρος της Ρουσέφ. Το PMDB μπροστά στην πολιτική κρίση, από σύμμαχος του PT γίνεται σύμμαχος της Δεξιάς. Αν λοιπόν είναι “πραξικόπημα” αυτό που συμβαίνει, το οργανώνουν τα φίδια που έθρεψαν στον κόρφο τους ο Λούλα και η Ρουσέφ.

Υπάρχει ένα κρίσιμο ιδεολογικό συμπέρασμα που αξίζει να βγάλουμε από αυτή την αποτυχία των κυβερνήσεων της Αριστεράς. Στη συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και για το πώς αναποδογύρισε όλες τις προσδοκίες του κόσμου που τη στήριξε, πολλοί βάζουν το ερώτημα  “Πότε έγινε η “μετάλλαξη” του ΣΥΡΙΖΑ;” Το καλοκαίρι με το δημοψήφισμα; Το Φλεβάρη του 2015 με την πρώτη συμφωνία με τους θεσμούς; Το 2012 με την ήττα στις εκλογές; Αυτή η θεωρία της “μετάλλαξης”, σύμφωνα με την οποία ο “αριστερός” ΣΥΡΙΖΑ “σοσιαλδημοκρατικοποιήθηκε” ή “αστικοποιήθηκε” χάνει από τα μάτια της ότι είναι η ίδια η ρεφορμιστική στρατηγική που οδηγεί στην αποδοχή και ενσωμάτωση όλων των πιέσεων του συστήματος. Ο ρεφορμισμός δεν χρειάζεται μετάλλαξη, είναι από τη φύση του αστικός, με την έννοια ότι φιλοδοξεί να εξασφαλίσει τη συνέχεια του κράτους, την κοινωνική ειρήνη, πιστεύει ότι μπορεί να συμβιβάσει συμφέροντα που δεν συμβιβάζονται και να διαχειριστεί τον καπιταλισμό. Στο τέλος είναι πάντα ο καπιταλισμός που διαχειρίζεται τον ρεφορμισμό. 

Οι κυβερνήσεις της λατινοαμερικάνικης αριστεράς κατέληξαν σε παρόμοιες καταστάσεις, χωρίς να προέρχονται από τη σοσιαλδημοκρατία και χωρίς να περάσουν “μετάλλαξη”.

Μάλιστα, τόσο στο ζήτημα του κόμματος, όσο και στο ζήτημα του κράτους, υποτίθεται ότι τα λατινοαμερικανικά παραδείγματα έδιναν απαντήσεις που ξέφευγαν από τα παλιά καλούπια. Όπως θυμίζαμε σε αυτό το περιοδικό το 2002, όταν κέρδισε τις εκλογές ο Λούλα, “[Ο Λούλα] το 1978 ήταν ο ηγέτης του -παράνομου- συνδικάτου στην αυτοκινητοβιομηχανία του Σάο Πάολο, που έκαν την πρώτη από μια σειρά ηρωικών απεργιών ενάντια στη χούντα. Το PT -το κόμμα Εργατών- ιδρύθηκε το 1979 μέσα σε αυτούς τους αγώνες. Και για πολλά χρόνια ήταν το “πρότυπο” για πολλούς στην αριστερά παγκοσμίως, σαν ένα κόμμα μακριά απο΄τη σοσιαλδημοκρατία και το σταλινισμό, που στηρίζονταν στην εργατική του βάση. Όμως, το PT -και ο Λούλα- είχαν στο κέντρο της στρατηγικής τους τη μεταρρύθμιση και όχι την επαναστατική ανατροπή του συστήματος.”

Η “μπολιβαριανή επανάσταση” του Τσάβες, αντίστοιχα, έβαζε υποτίθεται στο χρονοντούλαπο την μαρξιστική άποψη ότι το αστικό κράτος πρέπει να συντριβεί, για να ανοίξει ο δρόμος προς το σοσιαλισμό. Αφού ο στρατός έχει ταχθεί με τη σωστή μεριά, έλεγε αυτό το επιχείρημα, τι έχουμε να φοβηθούμε; Αν ο Τσάβες προχωράει σε εθνικοποιήσεις, ποιος ο λόγος να μιλάς για εργατικό έλεγχο;

Ο κύκλος της αριστερής στροφής στη Λατινική Αμερική μπορεί να μην έλυσε τα στρατηγικά ζητήματα, όπως ισχυρίζονταν αυτές οι απόψεις, σίγουρα όμως βοήθησε τα κινήματα να αλληλοτροφοδοτηθούν με έμπνευση και αυτοπεποίθηση. Οι τρεις ριζοσπαστικές κυβερνήσεις ήρθαν στην εξουσία πατώντας πάνω σε εξεγέρσεις. 

Ήταν αυτό το δεδομένο που ανάγκασε τις άρχουσες τάξεις να αποδεχτούν τη συγκατοίκηση με κυβερνήσεις που έκαναν μεταρρυθμίσεις υπέρ των φτωχότερων. Ήταν η εξέγερση του Καρακάσο το 1989 που άνοιξε το δρόμο για τον Τσάβες. Και στη συνέχεια ήταν η αντίσταση στο πραξικόπημα του 2002, και οι πρωτοβουλίες των ίδιων των εργατών και των φτωχών που έκαναν τον Τσάβες κυρίως από το 2005 και έπειτα αντί για “πατριωτική επανάσταση” να μιλάει για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, την ανάγκη να συγκρουστούμε με το αστικό κράτος. Σε εκείνη τη φάση έγιναν τα πιο προχωρημένα βήματα στη Βενεζουέλα, με εθνικοποιήσεις αλλά και με τις “μισιόνες” που στα λόγια τουλάχιστον σκόπευαν να είναι κύτταρα δημοκρατικού ελέγχου των απλών ανθρώπων που θα έπαιρναν στα χέρια τους τα καινούργια σχολεία και νοσοκομεία που άνοιγαν στις φτωχογειτονιές.

Στη Βολιβία ήταν ο “πόλεμος για το νερό” στην Κοτσαμπάμπα το 2000 και η εξέγερση για το φυσικό αέριο το 20034 που οδήγησε στην ανατροπή κυβερνήσεων και στην άνοδο του MAS και του Έβο Μοράλες το 2006. Στον Ισημερινό είχε προηγηθεί η εξέγερση των ιθαγενών που οδήγησε στην πτώση τον πρόεδρο Μαχουάντ το 2000 και μαζικές διαδηλώσεις που ανέτρεψαν τον πρόεδρο Γκουτιέρες το 2005 όταν προσπάθησε να επιβάλει καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Και στα λόγια και στις πράξεις: εθνικοποιήσεις, σύγκρουση με τμήματα της άρχουσας τάξης, ήταν η ορμή των κινημάτων από τα κάτω που επέβαλε τη ριζοσπαστικοποίηση αυτών των κυβερνήσεων. Από δίπλα, βρέθηκαν τρεις πιο μετριοπαθείς κυβερνήσεις της αριστεράς που δεν είχαν προκύψει άμεσα από εξεγέρσεις, αντίθετα ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν με καλύτερο τρόπο να σταθεροποιήσουν το πολιτικό σκηνικό και την οικονομία, στη Βραζιλία και την Αργεντινή το 2003, και στην Ουρουγουάη το 2004. Αργότερα η αριστερή στροφή συμπληρώθηκε με την εκλογή της Μπατσελέτ στη Χιλή και του Φερνάντο Λούγο στην Παραγουάη.

Όμως αν τα κινήματα είναι η μια όψη της δυναμικής που οδήγησε στην πολιτική αλλαγή στη Λατινική Αμερική, η άλλη είναι το παράθυρο που έδωσε η διεθνής οικονομία, τη δεκαετία του 2000. 

Οι κυβερνήσεις αξιοποίησαν την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και των υπόλοιπων πρώτων υλών: μεταλλεύματα, φυσικό αέριο, αλλά και της σόγιας. Η Κίνα ήταν ο βασικός εισαγωγέας που τράβηξε τις εξαγωγές της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνο. Το πετρέλαιο από τα 30 πλησίασε τα 150 δολάρια, ο σίδηρος -με τη Βραζιλία να είναι η 3η μεγαλύτερη παραγωγός στον κόσμο- από 10 δολάρια έφτασε τα 170.

Αυτός ο κύκλος ανάπτυξης έκλεισε πλέον με την κρίση του 2008. Η ψευδεπίγραφη παράταση που πήρε, χάρη στις διεθνείς πολιτικές χαμηλών επιτοκίων και τις μάταιες προσπάθειες της κινέζικης κυβέρνησης να συγκρατήσουν το ρυθμό ανάπτυξης, τελείωσε κι αυτή φτάνοντας στη λεγόμενη “κρίση των αναδυόμενων”. Το ΔΝΤ υπολογίζει ύφεση 0,3% για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και Καραϊβική το 2015 και ακριβώς το ίδιο νούμερο για το 2016. Η Βραζιλία θα παραμείνει σε ύφεση 3,5%, η Αργεντινή θα μπει σε ύφεση, ενώ η Βενεζουέλα βρίσκεται ήδη στο βάραθρο του -10% και υπολογίζεται να υποστεί κι άλλη ύφεση του 8%.

Τα νούμερα αυτά στην περίπτωση της Βενεζουέλας μεταφράζονται σε βάσανα για την εργατική τάξη. Η Σουλέικα Ματαμόρος, από τη σοσιαλιστική οργάνωση “Μαρέα Σοσιαλίστα” περιγράφει: “Ο απλός εργάτης πρέπει να κάνει θαύματα για να ταΐσει την οικογένειά του. Για να αγοράσεις προϊόντα του βασικού καλαθιού, ο κόσμος πρέπει να κάτσει σε μακριές ουρές, πολλές φορές πάνω από πέντε ώρες για λίγα κιλά μπομπότα, ρύζι, ζάχαρη, καφέ, κρέας, λάδι, χαρτί υγείας, υγρά μαντίλια, σαμπουάν και άλλα βασικά προϊόντα. Το χειρότερο είναι ότι σε αυτές τις ουρές πρέπει να είσαι πολύ τυχερός αν βρεις ένα, δύο ή τρία από τα προϊόντα. Η εναλλακτική λύση απέναντι στις ουρές είναι η μαύρη αγορά, όπου πουλάνε σε κερδοσκοπικές τιμές. Για παράδειγμα ένα σαπούνι κοστίζει γύρω στα 67 μπολίβαρ. Στη μαύρη αγορά το βρίσκεις 800. Ένα κιλό κρέας έχει ελεγχόμενη τιμή 220, ενώ σε κάποιο κρεοπωλείο, αν βρεις, θα κάνει 1600-1900 το κιλό”.

Η πίεση της οικονομικής κρίσης πάνω στην κάθε οικονομία της νότιας Αμερικής, κάνει τις άρχουσες τάξεις να ψάχνουν αντισταθμίσματα. Η εργατική τάξη πρέπει να πληρώσει είτε με άμεσο χτύπημα στους μισθούς, είτε με υποτίμηση και πληθωρισμό, ενώ ταυτόχρονα περικόπτονται οι δημόσιες δαπάνες και οι επενδύσεις. Η δεξιά είναι η οργανωμένη έκφραση της απόφασης των καπιταλιστών να προχωρήσουν τις επιθέσεις χωρίς περιστολές. Αλλά ας είμαστε ξεκάθαροι ότι αυτή τη λογική την αποδέχθηκαν πρώτα οι “αριστερές” κυβερνήσεις, δεν ξεκινάει με την επιστροφή της δεξιάς.

Η Ρουσέφ ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία της με την πίεση να περάσει η “δημοσιονομική προσαρμογή”, δηλαδή λιτότητα. Προχώρησε σε περικοπές σε υγεία, παιδεία, συντάξεις και ασφάλιση ενώ έφτασε μέχρι και σε “αντιτρομοκρατικό” νόμο που δίνει το ελεύθερο στην αστυνομία να στοχοποιεί συνδικαλιστές και άλλους αγωνιστές. Ακόμη και στις “καλές” μέρες του PT, όταν η ανάπτυξη έδινε δυνατότητα για κοινωνικά προγράμματα για τους φτωχούς, δεν έπρεπε να περάσει απαρατήρητο ότι πχ διπλασιάστηκε ο πληθυσμός στις φυλακές ή τα οργανωμένα, πάνοπλα ντου των ειδικών δυνάμεων στις φαβέλες.

Η Κριστίνα Κίρτσνερ επέλεξε τον Σιόλι ως διαδοχό της, τον πιο συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο. Όλοι μ’ αυτόν τον τρόπο παραδέχονταν πως η νέα κυβέρνηση θα έχει ως πρώτο “καθήκον” περικοπές στον προϋπολογισμό.

Όλες αυτές οι πιέσεις σήμαναν πως και οι πιο ριζοσπαστικές κυβερνήσεις στράφηκαν ενάντια στα κινήματα και στις κοινωνικές δυνάμεις που της είχαν οδηγήσει στη νίκη. Γράφαμε για παράδειγμα στην Εργατική Αλληλεγγύη για την καταστολή του κινήματος των ιθαγενών που αντιστέκονταν στην κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου που θα κατέστρεφε το δάσος στο Τίπνις της Βολιβίας: 

Ξαφνικά ο Μοράλες αποφάσισε να τους αφήσει να φτιάξουν τον δρόμο στο Τίπνις. Δεν ρώτησε τους ανθρώπους που ζούσαν πρώτα εκεί, παρόλο που το ίδιο του το Σύνταγμα έλεγε ότι πρέπει να το κάνει. Ο μεγάλος αυτοκινητόδρομος δεν σκόπευε να φέρει οφέλη στον πληθυσμό της περιοχής, αλλά να δώσει στις πολυεθνικές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των ορυχείων πιο άμεση και γρήγορη πρόσβαση στην περιοχή. Η στιγμή της αλήθειας ήρθε στο Γιουκούμο, όπου η οργάνωση του Μοράλες, το MAS, κινητοποίησε καμιά διακοσαριά καλλιεργητές κόκας με ρόπαλα και δυναμίτες για να σταματήσουν τους διαδηλωτές. Τραυμάτισαν πολύ κόσμο, η αστυνομία έκανε υποστηρικτική επέμβαση, επιτέθηκε στους διαδηλωτές με δακρυγόνα, συλλαμβάνοντας 270.

Ο αντίκτυπος ήταν συγκλονιστικός. Τα λεωφορεία με τους συλληφθέντες τα σταμάτησε μπαίνοντας μπροστά ο κόσμος δύο γειτονικών πόλεων, του Σαν Μπόρχα και του Ρουρεναμπάκε. Έδωσαν φαγητό και στέγη στους διαδηλωτές. Τα νέα της βίαιης επίθεσης επεκτάθηκαν ταχύτατα. Ο Υπουργός Εσωτερικών Σάτσα Γιορέντε την υποστήριξε σε τηλεπτικό του μήνυμα και μετά παραιτήθηκε. Η Υπουργός Άμυνας, Σεσίλια Τσακόν, παραιτήθηκε κι αυτή αμέσως, διαμαρτυρόμενη για την καταστολή.”

Η Αλεχάντρα Σαντιγιάνα, από το κίνημα στον Ισημερινό, περιέγραφε πέρσι τον Αύγουστο πώς φτάσαμε στη μεγάλη διαδήλωση ιθαγενών, συνδικάτων και φοιτητών ενάντια στις αυξήσεις της φορολογίας: “Πρέπει να τονίσουμε ότι στη διάρκεια αυτών των χρόνων με τον Κορέα, συστατικό στοιχείο της πολιτικής του κόμματός του είναι η συστηματική ποινικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, ο έλεγχος των λαϊκών οργανωσεων και η  απονομιμοποίηση της ανεξάρτητης κοινωνικής κινητοποίησης.”, αλλά ταυτόχρονα “από το 2012 και έπειτα, το επίπεδο κοινωνικής κινητοποίησης έχει αυξηθεί. Πρόκειται για απάντηση στο οικονομικό μοντέλο και το πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης. Έχει επίσης να κάνει με τη σταδιακή ανάκαμψη της ικανότητας αυτο-οργάνωσης των βασικών κοινωνικών οργανώσεων της χώρας”.

Και τα δύο παραδείγματα έχουν ένα επιπλέον ενδιαφέρον γιατί συνδέονται με το ρόλο της Βραζιλίας. Η Βραζιλία είναι ο οικονομικός γίγαντας της περιοχής, με πολυεθνικές ιδιαίτερα στον τομέα των κατασκευών που απλώνουν τα πλοκάμια τους σε όλη την ήπειρο, αλλά και στην Αφρική και την Ευρώπη. Η διακυβέρνηση Λούλα υπήρξε ευκαιρία για αυτές τις πολυεθνικές, που άρπαξαν έργα και πρώτες ύλες στις υπόλοιπες χώρες, έχοντας ταυτόχρονα τον μανδύα της “αλληλεγγύης”. Ταυτόχρονα η Βραζιλία υπήρξε η πύλη για την είσοδο ξένου κεφαλαίου, είτε προς την Αργεντινή που επί Κίρτσνερ διατηρούσε έλεγχο κεφαλαίων, είτε προς τις μικρότερες χώρες. 

Ενώ ο Ισημερινός, που πέρασε από άρνηση πληρωμής χρέους, τώρα έχει ένα ανοιχτό λογαριασμό με την Κίνα που ξεπερνάει τα δέκα δισεκατομμύρια δολάρια, για τα οποία η χώρα εγγυάται με πετρέλαιο. Την ίδια στιγμή η Κίνα έχει στον ελεγχό της μια έκταση όσο το ένα τρίτο του Ισημερινού μέσα στον Αμαζόνιο, όπου χτίζονται φράγματα και σκάβονται πετρελαιοπηγές και ορυχεία.

Τα σχέδια του Τσάβες για να ενδυναμωθεί μια λατινοαμερικάνικη “μπολιβαριανή συμμαχία” (η ALBA) τσαλαπατήθηκαν από την πραγματικότητα της MERCOSUR, όπου έχει το πάνω χέρι η Βραζιλία και προϋποτίθεται το άνοιγμα των συνόρων για τις επενδύσεις. Και δεν υπάρχει λόγος να φαντάζεται κανείς ότι οι βραζιλιάνικες ή οι κινέζικες πολυεθνικές απαιτούν λιγότερο νεοφιλελεύθερες και αντεργατικές συνθήκες για να επενδύσουν.

Παράλληλα, κάτι που τονίζει η Σαντιγιάνα είναι ότι “Ο Κορέα λέει ασταμάτητα πως ‘αυτό που συμβαίνει είναι ότι αυτά τα κοινωνικά κινήματα θέλουν πραξικόπημα, γιατί είμαστε κυβέρνηση της Αριστεράς, και αυτά τα κοινωνικά κινήματα είναι στην πραγματικότητα κομμάτι της Δεξιάς”.

Ο πατερναλισμός απέναντι στο κίνημα εκφράζεται και με άλλους τρόπους. Ο Μουχίκα, ο παγκοσμίως διάσημος ως ο πάμφτωχος πρώην πρόεδρος της Ουρουγουάης, επισκέφθηκε μαζί με τον Λούλα και τη Ρουσέφ το συνδικάτο CUT και τα εβαλε με αυτούς που θέλουν μισθούς “πολύ ψηλούς”, λέγοντας: “Να μην μας τυφλώσει η αστική κουλτούρα” που μας θελει “να ζούμε συσσωρεύοντας συσσωρεύοντας”.

Ο Λούλα προωθώντας τη λιτότητα της Ρουσέφ είπε πρόσφατα πως: “είναι δύσκολη κατάσταση. Είναι σα να είμαστε σε ένα τρένο που βγήκε από τις ράγες του. Πρέπει να το ξαναβάλουμε στις ράγες. Όταν το ξαναβάλουμε, θα συζητήσουμε αν θα κάτσουμε πρώτη ή δεύτερη θέση”.

Το κοινό μοτίβο είναι ότι οι ίδιοι ρεφορμιστές που καταλήγουν διαρκώς ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να ληφθούν αντικαπιταλιστικά μέτρα, είναι πάντα έτοιμοι να αποδεχθούν και να εφαρμόσουν πισωγυρίσματα στο όνομα της “κατάκτησης θέσεων” και συμμαχιών μέσα στο αστικό κράτος. Και όταν ο ίδιος ο κόσμος βγαίνει ανοιχτά και παλεύει ενάντια σε αυτά τα πισωγυρίσματα, τότε… παίζει το παιχνίδι της δεξιάς. Σύμφωνα με τους ηγέτες της ρεφορμιστικής αριστεράς, ο “συσχετισμός δυναμέων” ποτέ δεν ήταν αρκετός για να γίνει το άλμα προς τα μπρος. Όσοι μιλούσαν για την ανάγκη επιβολής “εργατικού ελέγχου” στη Βενεζουέλα ήταν υπερβολικοί. Σήμερα τα φάρμακα που προορίζονται για τους πιο φτωχούς καταλήγουν στη γειτονική Κολομβία όπου πωλούνται σε υψηλότερες τιμές. Στο μεταξύ, καπιταλιστές και μεσάζοντες έχουν τσεπώσει τις επιδοτήσεις. Ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι δεν θα συμβαίνει κάτι τέτοιο καλύτερα από την ίδια την εργατική τάξη, αν έπαιρνε στα χέρια της τον έλεγχο και της παραγωγής και της διανομής;

Η επιστροφή της Δεξιάς είναι ήττα στο πολιτικό επίπεδο. Όμως, σε  καμία από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου επιστρέφει δεν έρχεται σαν αποτέλεσμα ήττας στο επίπεδο της ταξικής πάλης. Δεν ηττήθηκαν τα κινήματα, αντίθετα έδωσαν και δίνουν δύσκολες μάχες με κυβερνήσεις της Αριστεράς. Γι’ αυτό εξάλλου, παρόλο που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί, η Δεξιά προσπαθεί να βάλει στην άκρη το πιο άσχημο πρόσωπό της, ή ακόμη και αποδέχεται κομμάτι των μεταρρυθμίσεων της περασμένης δεκαετίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, ίδιες ή παρόμοιες πολιτικές δυνάμεις χρειάστηκε να διαχειριστούν τις επιπτώσεις της ασιατικής κρίσης του 1998 και εισέπραξαν εξεγέρσεις από την Κοτσαμπάμπα ως το Μπουένος Άιρες. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, η εργατική τάξη στη Λατινική Αμερική έχει μεγαλώσει εντυπωσιακά. Όταν εκλέχτηκε ο Λούλα η Βραζιλία είχε 88 εκατομμύρια μισθωτούς. Σήμερα έχει πάνω από 110. Στις πραγματικές μάχες που ανοίγουν θα κριθεί αν πρόκειται για επιστροφή ή για δεξιά παρένθεση.



Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, τ.116, Μάης-Ιούνης 2016

Σχόλια