Βενεζουέλα: Χρειάζεται εργατική εναλλακτική

Ο Νίκος Λούντος δίνει την πραγματική εικόνα της Βενεζουέλας και προτείνει διέξοδο.

Οι εξελίξεις στη Βενεζουέλα έχουν μετατραπεί σε ιδεολογικό εργαλείο της δεξιάς σε όλο τον κόσμο για να πείσει ότι σοσιαλισμός σημαίνει καταστροφή. Πριν από μια δεκαετία η Βενεζουέλα έδινε επιχειρήματα στο δικό μας στρατόπεδο για τις εναλλακτικές απέναντι στο μονόδρομο του νεοφιλελευθερισμού. 

Είναι απαραίτητη μια ειλικρινής αποτίμηση της κατάστασης που αφενός θα απαντάει στα προπαγανδιστικά ψέματα της δεξιάς, αλλά χωρίς να κρύβει ούτε ένα στοιχείο της πραγματικότητας κάτω από το χαλί. Η αλήθεια ούτως η άλλως είναι πάντα επαναστατική. Πέρα όμως από αυτή τη γενική αρχή, τα αδιέξοδα της Βενεζουέλας όχι μόνο δεν δείχνουν πού οδηγεί ο σοσιαλισμός, αντίθετα είναι η απόδειξη που οδηγεί η επιλογή να αφήνεις τον καπιταλισμό ανεξέλεγκτο ακόμη κι αν κυβερνάει η Αριστερά που ορκίζεται στο όνομα του σοσιαλισμού.

Η οικονομική κατάσταση στη χώρα είναι πραγματικά εκτός ελέγχου. Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι ο πληθωρισμός το 2017 έτρεξε με 2400% και ότι θα φτάσει το 13.000% το 2018. Αν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη ότι η ύφεση το 2018 θα είναι 15%, το παραγόμενο προϊόν της χώρας στα τέλη της χρονιάς θα είναι το μισό από ό,τι ήταν το 2013. Με τους υπολογισμούς του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας (ΚΚΒ) (οι οποίοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν ότι αποτελούν κομμάτι της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας), από το Νοέμβρη του 2015 οι μισθοί έχουν αυξηθεί 3.300% για να κυνηγήσουν τις τιμές που τρέχουν ακόμη γρηγορότερα, ενώ το δελτίο για τρόφιμα αυξήθηκε εφτά φορές περισσότερο, 22.000%. Για τις ζωές των εργατών, όπως επισημαίνει το ΚΚΒ, αυτό σημαίνει ότι “το εισόδημα είναι όλο και λιγότερο μισθολογικό. 

Οι ´μισθωτοί´ στη Βενεζουέλα σήμερα, αν μπορούμε να τους ονομάσουμε έτσι, εξαρτώνται δυο φορές περισσότερο από το δελτίο για τρόφιμα σε σχέση με τον ίδιο τους το μισθό. Αυτό που που υποτίθεται θα ήταν ένα συμπλήρωμα, τώρα είναι ιδιαίτερα μεγαλύτερο από το κύριο εισόδημα…  Πρόκειται για απάτη προς την εργατική τάξη. Η αύξηση στο δελτίο δεν οδηγεί σε καμία μεταβολή στα επιδόματα που εξαρτώνται από το μισθό, κι έτσι στην πράξη σημαίνει ακόμη πιο φτηνή εργατική δύναμη και μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Για παράδειγμα, οι απολύσεις γίνονται όλο και πιο φτηνές για την εργοδοσία.”

Άλλες δυνάμεις της Αριστεράς κάνουν ακόμη πιο οδυνηρή περιγραφή της κατάστασης: “Εδώ και πάνω από ένα χρόνο, χιλιάδες Βενεζουελάνοι περνάνε απεγνωσμένα τα σύνορα με την Κολομβία και τη Βραζιλία, προσπαθώντας να γλυτώσουν από την πείνα και την εξαθλίωση. Εκατοντάδες χιλιάδες έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια. 

Στις παραμεθόριες περιοχές αυτών των χωρών έχει αυξηθεί η ζητιανιά και η πορνεία, από μετανάστες δικούς μας. Πρόκειται για πραγματική κοινωνική καταστροφή, άμεση συνέπεια της πολιτικής απόφασης της κυβέρνησης να πληρώσει 70 δισεκατομμύρια δολάρια για την εξυπηρέτηση του χρέους τα τελευταία τρία χρόνια, την ώρα που οι εισαγωγές έπεσαν κάτω από 15 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος, μια περικοπή πάνω από 80% μέσα σε τέσσερα χρόνια… Την ώρα που οι Αμερικάνοι τραπεζίτες εισπράττουν τα ζουμερά τους επιτόκια για το χρέος, οι κρατικές και ιδιωτικές τράπεζες στη Βενεζουέλα επιβάλλουν κοραλίτο (δηλαδή περιορισμό στις αναλήψεις) αποδίδουν το αντίστοιχο των 25 σεντς την ημέρα σε μετρητά στους καταθέτες. 

Η δημόσια συγκοινωνία είναι σμπαραλιασμένη λόγω της έλλειψης ανταλλακτικών, με αποτέλεσμα μεγάλες ουρές στις στάσεις των πιο χρήσιμων γραμμών. Η παροχή ρεύματος και πόσιμου νερού γίνεται με δελτίο σε μεγάλο μέρος της χώρας… Ο μισθός στα τέλη του 2012 ήταν 300 δολάρια το μήνα και σήμερα είναι περίπου ένα δολάριο τη μέρα, μια μείωση 95% σε πέντε χρόνια. Σύμφωνα με την Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, ο αριθμός των υποσιτιζόμενων στη Βενεζουέλα αυξήθηκε από 2,5 σε 4,1 εκατομμύρια μέσα στο 2016, ένα ανατριχιαστικό 68% μέσα σε ένα μόλις χρόνο… αν από ό,τι φαίνεται η πείνα αυξήθηκε με τον ίδιο ρυθμό το 2017, θα μιλάμε για 22% του πληθυσμού υποσιτιζόμενο. 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τεράστιων ανισοτήτων… με αστυνομική διαφθορά και μια καταστροφική σωφρονιστική πολιτική λόγω υπερπληθυσμού στα κελιά, ακραίας βίας και παράδοσης των φυλακών στις μαφίες, έχει περάσει ο έλεγχος μεγάλων εκτάσεων στις συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος. Η Βενεζουέλα έχει φτάσει σε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς βίαιης εγκληματικότητας στον κόσμο αυτά τα χρόνια, με 70,1 ανθρωποκτονίες για κάθε 100 χιλιάδες κατοίκους το 2016, έναν δείκτη που μόνο το Ελ Σαλβαδόρ ξεπερνάει.”

Τη σύνδεση μεταξύ διάλυσης της οικονομίας και αποπληρωμής του χρέους που κάνει παραπάνω ο Ροντρίγκες Πόρας, την κάνει και το ΚΚΒ: “η εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων έχει προκαλέσει δραστική μείωση στις εισαγωγές, δημιουργώντας προβλήματα έλλειψης στα τρόφιμα και τα φάρμακα… η χώρα είναι δεσμευμένη να πληρώσει 80 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρέος μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, ποσά που είναι εγγυημένα έναντι σημαντικού ενεργητικού στην πετρελαϊκή βιομηχανία”. 

Αυτό σημαίνει ότι καθώς λήγουν τα ομόλογα της κυβέρνησης ή και της κρατικής πετρελαϊκής βιομηχανίας PDVSA, οι δανειστές αν δεν παίρνουν τα λεφτά τους θα αποκτάνε όλο και μεγαλύτερο έλεγχο στην παραγωγική μηχανή της χώρας. Από την κορυφή των αποθεματικών 43 δις σε ξένο νόμισμα που είχε φτάσει πριν από μια δεκαετία, τώρα η Βενεζουέλα έχει ξεμείνει με λιγότερα από 9,5 και η κατηφόρα συνεχίζεται. Η κυβέρνηση Μαδούρο τρέχει για να κάνει συμφωνίες αναχρηματοδότησης του χρέους για να γλυτώσει τη χρεοκοπία αλλά: “θα πρέπει να φτάσει σε συμφωνία με περίπου 400 ομολογιούχους, πολλοί από τους οποίους θα μπορούν να μηνύσουν τη χώρα σε περίπτωση που οι όροι δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους, κάτι που θα έφερνε τη Βενεζουέλα σε μια κατάσταση αντίστοιχη της Αργεντινής το 2001. 

Από την άλλη, η αναχρηματοδότηση μπορεί να σηματοδοτήσει σημαντική αύξηση του εξωτερικού χρέους με επιτόκια πάνω από 30% ανώτερα των διεθνών τιμών, κάτι που θα υποθήκευε ακόμη περισσότερο το οικονομικό μέλλον του έθνους”. Και παρ' όλες αυτές τις θυσίες: “η πετρελαϊκή βιομηχανία βρίσκεται στα χέρια μεικτών εταιρειών στις οποίες πολυεθνικές όπως η Chevron και η Repsol έχουν ως και το 40%. Η πετρελαϊκή δραστηριότητα πέρασε από το να είναι 76% των εξαγωγών σε πάνω από 96%, δηλαδή η εξάρτηση απ’ το πετρέλαιο χειροτέρεψε. Εξάγεται πετρέλαιο και εισάγονται όλα τα υπόλοιπα, η ύπαιθρος είναι κατεστραμμένη μιας και δεν έγινε αγροτική μεταρρύθμιση, και το πιο απίστευτο είναι ότι ακόμη και η πετρελαϊκή βιομηχανία έχει καταστραφεί: πλέον οι εισαγωγές προϊόντων του πετρελαίου όπως η βενζίνη ξεπερνάνε τις εξαγωγές παρόλο που η Βενεζουέλα έχει ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα διυλιστηρίων στον κόσμο”.

Μόνο και μόνο αυτές οι σκληρές περιγραφές γελοιοποιούν την ιδέα ότι ο κόσμος στη Βενεζουέλα υποφέρει επειδή εφαρμόζεται… σοσιαλισμός. Ο κόσμος υποφέρει επειδή η χώρα στραγγαλίζεται από τα χρέη, τους τραπεζίτες και όλα τα αρπαχτικά της αγοράς, κι επειδή η κυβέρνηση της χώρας παρά τη ρητορική περί του αντιθέτου, πασχίζει να μείνουν ικανοποιημένα αυτά τα αρπαχτικά. Επί της ουσίας δεν διαφέρει δηλαδή από το μοτίβο που προκάλεσε η κρίση σε μια σειρά χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του βενεζουελάνικου καπιταλισμού έκαναν πιο ακραίες τις συνέπειες, αλλά κάθε άλλο παρά εξαίρεση αποτελεί.

Αντίστοιχη λογική “εξαίρεσης” όμως προωθεί και η προπαγάνδα της κυβέρνησης Μαδούρο, σύμφωνα με την οποία η κρίση δεν είναι παρά αποτέλεσμα του σαμποτάζ της δεξιάς αντιπολίτευσης και των ιμπεριαλιστών. Σίγουρα το αμερικάνικο εμπάργκο, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Τραμπ, είναι ακόμη μια σφιχτή θηλιά στο λαιμό του λαού της Βενεζουέλας και σίγουρα η δεξιά αντιπολίτευση παίζει όλων των ειδών τα παιχνίδια για να αποσταθεροποιήσει τη χώρα. Όμως η δεξιά αντιπολίτευση βγήκε με φόρα για να ανατρέψει τον Μαδούρο τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί το οικονομικό αδιέξοδο που δημιουργείται από την υποταγή στις απαιτήσεις των δανειστών.

Το Γενάρη κλιμακώθηκαν τα φαινόμενα πλιάτσικου σε διάφορες περιοχές της χώρας. Πεινασμένος κόσμος όρμησε σε σούπερ μάρκετ, έστησε μπλόκα σε φορτηγά που κουβαλούν τρόφιμα, έκανε ακόμη και ρεσάλτο σε τράτες για να μοιραστεί σαρδέλες. Η λέξη πλιάτσικο είναι πολύ φορτισμένη για να περιγράψει φτωχούς έφηβους που σταματάνε ένα φορτηγό βυτίο και μοιράζουν με κουβάδες το γάλα στο χωριό τους. Το να κατηγορείται αυτός ο κόσμος σαν πράκτορας της αντιπολίτευσης είναι πρόκληση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους εργατικούς αγώνες, στους οποίους οι συνδικαλιστές αναγκάζονται με οργή να ξεκινάνε τις τοποθετήσεις τους ξεκαθαρίζοντας ότι δεν είναι με τη δεξιά.

Η δεξιά μπαίνει στο 2018 ηττημένη και φαίνεται ότι κλείνει ο κύκλος της προσπάθειας αποσταθεροποίησης που ξεκίνησε το 2014, και αναζωπυρώθηκε το 2017. Το ψηλότερο σημείο στο οποίο έφτασε η δεξιά μέσα σε αυτό το διάστημα ήταν η νίκη της στις κοινοβουλευτικές εκλογές το Δεκέμβρη του 2015, αλλά τώρα παρουσιάζεται παραιτημένη. Υπάρχουν τρεις αιτίες πίσω από αυτή την άδοξη υποχώρηση: οι ίδιοι οι γραφειοκρατικοί χειρισμοί του Μαδούρο που τους έκλεισαν το δρόμο, οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις πάνω στους στόχους και τις τακτικές μέσα στο μπλοκ της αντιπολίτευσης που μόνο στιγμιαία ξεπεράστηκαν το 2015 και τρίτον η αδυναμία της δεξιάς να κερδίσει στις γραμμές της κομμάτια κόσμου που είχαν στηρίξει τον Τσάβες και τον Μαδούρο και απογοητεύτηκαν.

Ας επιμείνουμε λίγο στο τελευταίο από τα τρία στοιχεία. Παρά τις άθλιες οικονομικές συνθήκες στη χώρα, η εργατική τάξη δεν στοιχήθηκε πίσω από τη δεξιά, ούτε πήρε μέρος στη μάχη για να πέσει ο Μαδούρο. Αντίθετα, όπως σχολιάζει το Business Insider: “Η υποστήριξη στο Μαδούρο κινείται γύρω στο 20% τα τελευταία δύο χρόνια, ένα νούμερο που δεν είναι ψηλό, αλλά είναι αξιοσημείωτο στο φως του χάους που επικρατεί στη Βενεζουέλα αυτά τα χρόνια. Στα τέλη Οκτώβρη, μια δημοσκόπηση του έδωσε 31% θετική εκτίμηση, το υψηλότερο σκορ από τις αρχές του 2015…. Ένα γκάλοπ της Datanalisis… βρήκε πως το 56% των Βενεζουελάνων είναι αντίθετοι στις οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ και μόλις 32% τις υποστηρίζει. Σύμφωνα με το ίδιο γκάλοπ, οι μισοί από όσους δηλώνουν ότι ανήκουν στην αντιπολίτευση ήταν ενάντια στις κυρώσεις”.  Ο Βενεζουελάνος Φρανσίσκο Ροντρίγκες, επικεφαλής οικονομολόγος της αμερικάνικης τράπεζας Torino Capital τονίζει πως: “αντί να υπονομεύουν τον Μαδούρο, οι κυρώσεις κάνουν όλο και πιο δύσκολη την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να πείσει τους ψηφοφόρους ότι η πραγματική τους προτεραιότητα είναι η ευμάρεια των Βενεζουελάνων και όχι η εκδίωξη του Μαδούρο. Δεν είναι η πρώτη φορά που η αντιπολίτευση κάνει αυτό το σφάλμα.

Πίσω στο 2002, οι αντίπαλοι του Τσάβες κάλεσαν σε μαζικό μπλοκάρισμα στον τομέα του πετρελαίου. Το μπλοκάρισμα πάγωσε την παραγωγή πετρελαίου και προκάλεσε μια διψήφια ύφεση επιχειρώντας να αναγκάσει τον Τσάβες να παραιτηθεί. Το γεγονός έπεισε μονομιάς τους Βενεζουελάνους ότι δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν ένα πολιτικό κίνημα που ήταν διατεθειμένο να καταστρέψει την οικονομία για να κερδίσει την εξουσία. Δυο χρόνια αργότερα, οι ψηφοφόροι έδωσαν την υποστήριξή τους συντριπτικά στον Τσάβες στο δημοψήφισμα για το αν θα έπρεπε να φύγει απ’ την προεδρία.”

Οι μνήμες του λοκάουτ του πετρελαίου το 2002-3 που αναφέρει ο Ροντρίγκες είναι μόνο ένα μικρό μέρος της απάντησης. Η απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Τσάβες λίγο νωρίτερα είχε τσακιστεί από τον ξεσηκωμό του κόσμου. Στη διάρκεια της ανόδου των τιμών του πετρελαίου το βιοτικό επίπεδο των Βενεζουελάνων ανέβηκε εντυπωσιακά. Στην οχταετία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η φτώχεια έπεσε στο μισό, η ακραία φτώχεια σχεδόν στο ένα τέταρτο, η ανισότητα έφτασε στο χαμηλότερο δείκτη της Λατινικής Αμερικής. Οι κοινωνικές δαπάνες επί Τσάβες υπερδιπλασιάστηκαν, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και στο δημόσιο σύστημα υγείας εκτινάχθηκε, οι ετήσιοι απόφοιτοι πανεπιστημίων σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Τα υποσιτισμένα παιδιά έπεσαν κάτω από 3% και ο κόσμος που παίρνει κάποιου είδους σύνταξη τετραπλασιάστηκε.

Παράλληλα συνέβαινε κάτι ακόμη πιο σημαντικό. Μέσα στον ενθουσιασμό της αλλαγής που είχε φέρει η ήττα της δεξιάς και η ανάδειξη μιας κυβέρνησης που έλεγε πως δίνει μάχη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και πως θέλει για πρώτη φορά να στρέψει τα έσοδα από τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας στις ανάγκες των απλών ανθρώπων, αναδείχθηκαν μορφές αυτοοργάνωσης από τα κάτω που έδειχναν τη δυνατότητα η αλλαγή να μην περιοριστεί σε μια σειρά κοινωνικών πολιτικών της κυβέρνησης. Ο Αντι Μπράουν σε ένα περασμένο τεύχος του International Socialism Journal λέει πως υπήρξαν “υψηλά σημεία δημιουργικής απάντησης στο πεδίο των νεοσύστατων μορφών λαϊκής εξουσίας και γνήσιας συμμετοχής. Φάνηκαν, για παράδειγμα, στους ακτιβιστικούς μπολιβαριανούς κύκλους, στην ανάδυση των κομούνας [αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτικών συμβουλίων], στο σχηματισμό ανεξάρτητης εργατικής οργάνωσης στην ομοσπονδία UNT και στις συζητήσεις για τον εργατικό έλεγχο στη χαλυβουργία Σιδόρ και σε άλλα σημεία της βιομηχανίας.” 
 
Εκείνη την εποχή, στις στήλες αυτού του περιοδικού εστιάζαμε σε αυτές τις πλευρές της “μπολιβαριανής διαδικασίας” στη Βενεζουέλα αλλά και στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Μπορεί κανείς να δει για παράδειγμα το αφιέρωμα στο τεύχος 56, το Γενάρη του 2006, με συνεντεύξεις από τη νέα τότε ομοσπονδία UNT, από τα εργοστάσια που βρίσκονταν σε κατάληψη στο Καράκας. 

Στο ίδιο τεύχος, ο Κρις Χάρμαν τελείωνε το άρθρο του μιλώντας για “δύο επικίνδυνες δυνατότητες: ‘Η πρώτη είναι ότι η δεξιά θα ξαναποκτήσει τη δύναμη να εφαρμόσει μια πολιτική, βίαιη ή όχι, που θα οδηγήσει στην ήττα όλο το κίνημα. Η δεύτερη είναι μια πιο βαθιά ενσωμάτωση του κινήματος’. Ότι κι αν γίνει από τα δυο, θα σημάνει ότι ο καπιταλισμός στη Βενεζουέλα θα παραμείνει ανέπαφος και μαζί μ’ αυτόν οι τεράστιες ανισότητες που καταδικάζουν την πλειοψηφία του πληθυσμού στη φτώχεια και τη διαρκή ανασφάλεια”. Η εισαγωγή του αφιερώματος τελείωνε με μια αντίστοιχη προειδοποίηση: “Ούτε ο Τσάβες, ούτε ο Μοράλες, ούτε πολύ περισσότερο ο Λούλα μπορούν να απελευθερώσουν τους λαούς της Λατινικής Αμερικής από τη φτώχεια, την καταπίεση, την εκμετάλλευση. Για να γίνει αυτό χρειάζεται οι εργάτες να καταλάβουν όχι μόνο μερικά, αλλά όλα τα εργοστάσια της Βενεζουέλας και να συντονιστούν με τους φτωχούς των μπάριος και με τους εργάτες των πετρελαιοπηγών, έτσι ώστε να χτίσουν μια κοινωνία που δεν θα αφήνει επίδοξους Πινοσέτ να ξαναγυρίσουν τις χώρες αυτές στη βαρβαρότητα.” 

Σε άρθρο για τη Βολιβία γράφαμε πως ο Έβο Μοράλες: “είναι πρόεδρος σε ένα κρατικό μηχανισμό που δεν εκφράζει τους πολλούς αλλά την άρχουσα τάξη. Και μια ολόκληρη μερίδα του κόμματος του, του ΜΑΣ, έχει κάνει σαφές ότι το πρόγραμμα τους δε πάει μακρύτερα από ένα συμβιβασμό με αυτή την άρχουσα τάξη και τις πολυεθνικές. Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο συνυποψήφιος του Μοράλες, ο Λινέρα δήλωνε ότι ο στόχος του MAS είναι ‘μια εκδοχή του καπιταλισμού των Ανδεων’. Γι’ αυτούς το δρόμο τον δείχνει ο Λούλα της Βραζιλίας και όχι οι ελπίδες και οι αγώνες του Ελ Αλτο”. 

Κάνουμε αυτή την υπενθύμιση γιατί η προσέγγιση αυτή (που μίλαγε για καπιταλιστικές και όχι για σοσιαλιστικές κυβερνήσεις) δεχόταν τεράστια κριτική τότε. Εισπράτταμε την κατηγορία ότι αντί να αναγνωρίσουμε ως παραδείγματα τις θετικές αλλαγές που κάνουν οι ριζοσπαστικές κυβερνήσεις, ψάχνουμε διαρκώς αγώνες από τα κάτω. Και ότι είμαστε αγκυλωμένοι στο μοντέλο των σοβιέτ, αντί να αντιληφθούμε πως η πάλη για το σοσιαλισμό παίρνει μια ποικιλία μορφών, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζεται μέσα από τις πρωτοβουλίες ορισμένων κυβερνήσεων που έχουν την υποστήριξη της πλειοψηφίας των καταπιεσμένων, μέσα από έναν δημιουργικό συνδυασμό του από τα πάνω και του από τα κάτω.

Η πάλη για το σοσιαλισμό παίρνει όντως ποικιλία μορφών, που εκπλήσσουν. Τα ίδια τα σοβιέτ εξέπληξαν τους Μπολσεβίκους και τον Λένιν όταν πρωτοεμφανίστηκαν. Όμως όποια μορφή κι αν έχει αυτή η πάλη, είναι πάντα απαραίτητο ένα βήμα, το βήμα της επανάστασης, το οποίο πρέπει να τσακίσει τον τρόπο με τον οποίο και ο καπιταλισμός από τη μεριά του παίρνει χίλιες μορφές για να επιβιώνει και να επιβάλλει τη λογική του και τους ρυθμούς του στην κοινωνία, ανεξάρτητα από το τι θέλει και το τι λέει μια κυβέρνηση. Αυτό στην πράξη σημαίνει να διαλύσεις τους μηχανισμούς με τους οποίους προστατεύεται και αναπαράγεται ο καπιταλισμός: τους κρατικούς μηχανισμούς, αλλά και τους οικονομικούς θεσμούς και μηχανισμούς που λειτουργούν με κέντρο τη συσσώρευση του κεφάλαιου: έλεγχο στις τράπεζες, ρήξη με τους διεθνείς τοκογλύφους, εργατικό έλεγχο στα κλειδιά της οικονομίας. 

Αυτό στη Βενεζουέλα δεν υπήρξε ούτε καν ως προσπάθεια από τα πάνω. Στην πράξη, οι πολυεθνικές και οι καπιταλιστές έκαναν κι αυτοί πάρτι στη διάρκεια της έκρηξης των τιμών του πετρελαίου, την ώρα που ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο και των φτωχών. Αντίθετα με τις κατηγορίες περί “κρατισμού”, επί Τσάβες ο ιδιωτικός τομέας αναπτύχθηκε πιο γρήγορα από τον δημόσιο. Όλων των ειδών τα μεγάλα έργα από το πετρέλαιο μέχρι κάθε τομέα γίνονταν με συμμετοχή του διεθνούς κεφαλαίου (κυρίως βραζιλιάνικου, κινέζικου και ρώσικου αλλά όχι μόνο) που έβλεπε επενδυτικές ευκαιρίες. Η λαϊκή αυτοοργάνωση από τα κάτω ενσωματωνόταν για να μετατραπεί σε άλλον ένα μηχανισμό της κρατικής διοίκησης, ενώ από δίπλα, όπως πάντα όταν υπάρχει χρήμα και ελεύθερη αγορά, άνθιζε η διαφθορά, τα λαδώματα και οι μίζες. 

Ένα μεγάλο μέρος από τα δολάρια που έχουν χαθεί από τα αποθεματικά, εκτός από τους διεθνείς τραπεζίτες έχει καταλήξει και στους ντόπιους καπιταλιστές που τα προμηθεύονται  σε ειδικές τιμές υποτίθεται για να κάνουν εισαγωγές απαραίτητων ειδών, τα οποία καταλήγουν να πουλιούνται ξανά σε τιμές ελεύθερης αγοράς κυρίως στις γειτονικές χώρες. Δίπλα στην παλιά άρχουσα τάξη που άρχισε να συμβιβάζεται με τον Τσάβες στην εξουσία, εμφανίστηκε και μια νέα “μπολιβαριανή” άρχουσα τάξη που πλούτισε μέσα από τις σχέσεις της με την εξουσία και με τη συμμετοχή της σε όλα αυτά τα κυκλώματα.

Όταν ξεφούσκωσαν οι τιμές του πετρελαίου διεθνώς, φάνηκε πόσο αδύνατο είναι να βγαίνουν όλοι ικανοποιημένοι. Οι τραπεζίτες άρχισαν να ζητάνε τα λεφτά τους, τα μεγάλα έργα δεν μπορούσαν ούτε να τελειώσουν, και αυτοί που έπρεπε να την πληρώσουν ήταν ξανά οι φτωχοί και η εργατική τάξη.
 
Εκεί ήταν που πάτησε και η δεξιά για να κάνει την επανεμφάνισή της το 2013, οργανώνοντας βίαιες διαδηλώσεις και προσπαθώντας να δημιουργήσει μια διεθνή εικόνα “εξέγερσης” την οποία καταστέλλει το καθεστώς. 

Ο Μαδούρο, μετά το θάνατο του Τσάβες, ανέλαβε το καθήκον να διαχειριστεί αυτή την κρίση. Πολιτικά βρέθηκε σε μια αδυναμία που ποτέ δεν βρέθηκε ο Τσάβες, ειδικά όταν το κοινοβούλιο πέρασε στα χέρια της Δεξιάς. Η αντιμετώπιση του Μαδούρο ήταν σε τέσσερις κατευθύνσεις. Πρώτον, να βάλει σε προτεραιότητα την αποπληρωμή του χρέους. 

Δεύτερον, να κάνει ακόμη μεγαλύτερα ανοίγματα στους καπιταλιστές για να κερδίσει εμπιστοσύνη. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η απόφασή του να επιτρέψει ένα από τα μεγαλύτερα έργα που είχαν μπλοκαριστεί επί Τσάβες λόγω της ανυπολόγιστης οικολογικής και πολιτισμικής καταστροφής που συνεπάγεται, στο “μεταλλευτικό τόξο του ποταμού Ορινόκο”. Τρίτον, να προσπαθεί να βρει συνομιλητές μέσα στην αντιπολίτευση, επιχειρώντας να διαχωρίσει τη “σοβαρή” δεξιά από τις ακροδεξιές συμμορίες. Τέταρτον, αύξησε την καταστολή.

Το τέταρτο σημείο δεν ήταν απλώς μια στιγμιαία όξυνση. “Το 2017, ο Μαδούρο πέρασε τον έλεγχο της πετρελαιοβιομηχανίας, την πηγή του 95% των εξαγωγικών εσόδων στις ένοπλες δυνάμεις για να εξασφαλίσει την αφοσίωσή τους, ορίζοντας έναν αξιωματικό της Εθνοφρουράς χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία στον κλάδο, τον στρατηγό Μανουέλ Κεβέδο, ως πρόεδρο της κρατικής εταιρείας PDVSA και υπουργό πετρελαίου”.  Η απόγνωση του Μαδούρο στη διάρκεια αυτής της πορείας φάνηκε από την προσπάθειά του να αγκαλιάσει ακόμα και τον Τραμπ, κάνοντας νύξεις για καλή εξέλιξη σε περίπτωση νίκης του, αλλά και προσφέροντας στην προεκλογική του καμπάνια μέσω της θυγατρικής που έχει η βενεζουελάνικη πετρελαιοβιομηχανία στις ΗΠΑ.

Ο Τραμπ αντί να ανταποδώσει τις καλοσύνες, απάντησε με μια κλιμάκωση των απειλών. Τον περασμένο Αύγουστο έκανε ανοιχτή δήλωση ότι η στρατιωτική επέμβαση στη Βενεζουέλα είναι μία από τις επιλογές. Αυτό που ακολούθησε και προς το παρόν κατέβηκαν οι τόνοι είναι το φιάσκο της αντιπολίτευσης. Με την κίνηση του Μαδούρο να καλέσει εκλογές για συντακτική συνέλευση τον περασμένο Ιούλη, σε συνδυασμό με την καταστολή, “η αντιπολίτευση άρχισε να διαλύεται. Κάποιοι από τους ηγέτες της στράφηκαν σε μια στρατηγική πολιτικής ανυπακοής… Αυτή την αλλαγή δεν την υποστήριξαν όλοι οι ηγέτες της και τελικά, αυτή η στρατηγική για να νικήσει θα χρειαζόταν να σπάσει τη θέληση της αστυνομίας και του στρατού να καταστέλλουν. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη”.

Τώρα ο Μαδούρο έχει καλέσει προεδρικές εκλογές για τις 20 Μάη και θα κατέβει σχεδόν χωρίς αντίπαλο. Πολύ γρήγορα θα ακολουθήσουν και εκλογές για βουλή και όλα τα υπόλοιπα τοπικά όργανα ώστε, όπως λέει ο Μαδούρο, να ακολουθήσει μια πενταετία χωρίς καθόλου εκλογές ώστε να σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Όπως έχουμε όμως δει, τα εκλογικά παιχνίδια της δεξιάς ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Η Βενεζουέλα είναι το πιο έντονο παράδειγμα, όμως ένα αντίστοιχο μοτίβο ακολούθησαν με διαφορετικούς ρυθμούς όλες οι χώρες που σχημάτισαν αυτό που ονομάστηκε “ροζ κύμα” των αριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική. Πριν από δύο χρόνια στις στήλες αυτού του περιοδικού παρουσιάζαμε πού βρίσκονταν τα πράγματα μετά τις πολιτικές νίκες της Δεξιάς σε Βραζιλία, Αργεντινή, Βενεζουέλα και Βολιβία. Καταληκτικά λέγαμε πως: “Η επιστροφή της Δεξιάς είναι ήττα στο πολιτικό επίπεδο. Όμως, σε καμία από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου επιστρέφει δεν έρχεται σαν αποτέλεσμα ήττας στο επίπεδο της ταξικής πάλης. Δεν ηττήθηκαν τα κινήματα, αντίθετα έδωσαν και δίνουν δύσκολες μάχες με κυβερνήσεις της Αριστεράς. Γι’ αυτό εξάλλου, παρόλο που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί, η Δεξιά προσπαθεί να βάλει στην άκρη το πιο άσχημο προσωπό της, ή ακόμη και αποδέχεται κομμάτι των μεταρρυθμίσεων της περασμένης δεκαετίας.”
 
Η περιγραφή αυτή συνεχίζει να ισχύει και στα δύο της σκέλη δύο χρόνια αργότερα. Οι πολιτικές ήττες και πιέσεις συνεχίστηκαν. Ο διάδοχος του Ραφαέλ Κορέα, Μορένο, στον Ισημερινό κέρδισε οριακά τις εκλογές το 2017 αλλά αυτό που ακολούθησε ήταν μια εσωτερική σύγκρουση που οδήγησε στην αποχώρηση του Κορέα που ίδρυσε νέο κόμμα. Στην Ουρουγουάη, το “Πλατύ Μέτωπο” μάλλον πάει διασπασμένο, με διαφορετικούς υποψήφιους, στις εκλογές του 2019. Στη Χιλή ο δεξιός Πινιέρα επέστρεψε στις αρχές Μάρτη στην προεδρία.

Όμως είναι σημαντικό ότι στην Αργεντινή και τη Βραζιλία, όπου έχει επιστρέψει η πιο εκδικητική νεοφιλελεύθερη δεξιά, το εργατικό κίνημα όχι απλώς δεν έχει ηττηθεί, αλλά ανασυγκροτείται απέναντι στις δεξιές κυβερνήσεις. Στην Αργεντινή η επίθεση του Μάκρι στα εργατικά δικαιώματα σήμανε απεργίες, διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία, 400 χιλιάδες στο Μπουένος Άιρες σε ένα κύμα που δεν έχει σταματήσει. Στη Βραζιλία, ο Τέμερ πριν από μερικές βδομάδες παραδέχθηκε μια τεράστια ήττα, καθώς πήρε πίσω το σχέδιο μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, το οποίο ήταν η μεγάλη υπόσχεση της δεξιάς προς το κεφάλαιο όταν έπαιρνε την εξουσία.

Και στη Βενεζουέλα, το εργατικό κίνημα προσπαθεί να βάλει τη σφραγίδα του, ξεκινώντας από το πιο βασικό, την υπεράσπιση των ζωτικών αναγκών της εργατικής τάξης μέσα στις συνθήκες της βαθιάς ύφεσης. Οι ιστοσελίδες του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας, της Marea Socialista, του PSL και άλλων επαναστατικών οργανώσεων είναι πλούσιες σε υλικό για τους εργατικούς αγώνες που ξεσπάνε μέρα μέρα. Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και τακτικές απέναντι στην κυβέρνηση Μαδούρο μέσα στην Αριστερά. Σε κάθε περίπτωση όμως, έχουν ένα κοινό προσανατολισμό, ότι το κρίσιμο καθήκον είναι να οργανωθεί η εργατική αντίσταση που θα καταφέρει να δείξει ότι η “κυβέρνηση της Αριστεράς” δεν είναι το τέλος του δρόμου μετά από ένα κύκλο τεράστιων κινητοποιήσεων, κι ούτε είναι μονόδρομος η επιστροφή της δεξιάς. Κι αυτό είναι το νήμα που συνεχίζει να συνδέει τους αγώνες που δίνουμε στην Ελλάδα με αυτούς που δίνουν οι σύντροφοι και οι συντρόφισσές μας στο Καράκας, το Κίτο, το Μπουένος Άιρες και το Σάο Πάολο.


Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 127 του Περιοδικού Σοσιαλισμός Από τα Κάτω

Σχόλια