Τα παιδιά του σταλινισμού

 

Το άρθρο του Κρις Χάρμαν για το Ισλάμ, Ο Προφήτης και το Προλεταριάτο έχει πολύ δυνατά σημεία, έχει όμως και κάποιες αδυναμίες. Δίνει μία λεπτομερή περιγραφή αυτού που ο συγγραφέας αποκαλεί 'Ισλαμισμό', χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα αποτελεσματικά τις τελευταίες εξελίξεις στην Αλγερία για να κάνει πιο χειροπιαστό το επιχείρημά του. Ξεκαθαρίζει ότι η βάση του Ισλαμισμού αποτελείται από ένα μικροαστικό ρεύμα που οι ηγέτες του κατευθύνουν απαρέγκλιτα τις ενέργειές τους μακριά από την έκφραση των μαζικών συμφερόντων. Αφήνει όμως και κάποια βασικά ερωτήματα αναπάντητα και κύρια το πώς ένα τέτοιο αμφιταλαντευόμενο κίνημα μπορεί να κερδίζει την υποστήριξη σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής.

Πώς μπορεί ο Ισλαμισμός να υπερβαίνει τα στενά ταξικά του όρια, και υπό προϋποθέσεις, να κερδίζει μαζική υποστήριξη; Δεδομένου ότι οι εγγενείς αντιφάσεις αυτού του κινήματος είναι τόσο εξόφθαλμες, τι επιτρέπει στους Ισλαμιστές να πετυχαίνουν να εξαπατούν -όπως, για παράδειγμα, έκανε ο Χομεϊνί στο Ιράν, ή το FIS στην Αλγερία, ή, πιο πρόσφατα, η Χαμάς στην Παλαιστίνη; Σκοπός αυτής της σύντομης απάντησης είναι να δείξει ότι η αποτυχία των κοσμικών πολιτικών ρευμάτων, ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας για τη δημιουργία του 'ριζοσπαστικού Ισλάμ'.

Για τον Κρις Χάρμαν οι ρίζες του Ισλαμισμού μπορούν να γίνουν καλύτερα αντιληπτές μέσα από την εξέταση του μοτίβου της οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής στη Μέση Ανατολή. Η συντριπτική έμφαση στο άρθρο του μπαίνει στην ανισόμετρη ανάπτυξη και στις συνέπειές της στον αστικό τρόπο ζωής ιδιαίτερα στη μεγάλη αριθμητική αύξηση των φτωχών των πόλεων και τη φτωχοποίηση ενός μέρους των μικροαστών. Είναι πραγματικά απ' αυτά τα εξουθενωμένα και αλλοτριωμένα στρώματα που τα ρεύματα του Ισλαμισμού αντλούν τη βασική τους επιρροή. Όμως αυτή η παρατήρηση μάς λέει μόνο τη μισή ιστορία. Όπως είχε υποστηρίξει και ο Ρέιμοντ Χίνεμπους για το ισλαμιστικό κίνημα της Αιγύπτου τη δεκαετία του 1970:

Η άνοδός του είχε εν μέρει τις ρίζες της σε μια απότομη, ασύμμετρη κοινωνική αλλαγή... Αλλά το ότι το βασικό αντιπολιτευτικό κίνημα θα έπαιρνε ισλαμική και όχι κοσμική εθνικιστική ή αριστερή μορφή, και το ότι σημείωσε άνοδο τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς αναφορά στους πολιτικούς παράγοντες.

Ένας απ' αυτούς τους παράγοντες είναι ο χαρακτήρας του κοσμικού εθνικισμού και του σταλινικού κομμουνισμού, που ήταν τα βασικά συστατικά του ιδεολογικού περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύχθηκε ο Ισλαμισμός. Στην πραγματικότητα, ο πιο σημαντικός πολιτικός παράγοντας που έβαλε στο χάρτη το σύγχρονο Ισλαμισμό είναι η ιστορική καταγραφή του ριζοσπαστικού εθνικισμού και της αριστεράς.

Μαζικά κινήματα

Τα επόμενα 20 χρόνια από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μαζικά κινήματα σάρωσαν τη Μέση Ανατολή. Αυτοί δεν ήταν αδιαφοροποίητοι αγώνες κατά της αποικιοκρατίας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ήταν εξεγερτικά κινήματα στα οποία η εργατική τάξη διαδραμάτισε βασικό ρόλο. Στα τρία βασικά κέντρα αγώνα - την Αίγυπτο, το Ιράν και το Ιράκ - η μαζική κινητοποίηση είχε τον αντίκτυπό της σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Η οργάνωση της εργατικής τάξης επηρέασε θετικά ακόμη και τμήματα της μικροαστικής τάξης, των φτωχών των πόλεων και της αγροτιάς, οι οποίες είχαν κατά το παρελθόν συντηρητική επιρροή. Το αυξανόμενο επίπεδο των εργατικών αγώνων σήμαινε ότι οι θρησκευτικές και εθνικές κοινότητες αποδυναμώνονταν και ότι οι γυναίκες διαδραμάτισαν πολύ σημαντικότερο ρόλο στην πολιτική ζωή.

Τα μαζικά κινήματα επηρέασαν ακόμη και εθνικιστικά καθεστώτα τα οποία κατέλαβαν την εξουσία με στόχο την αποδυνάμωση τέτοιων αγώνων. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, το καθεστώς Νάσερ βρισκόταν κάτω από τεράστια πίεση από τα κάτω -αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο επέλεξε μια εθνική αναπτυξιακή πολιτική η οποία το 1956 προκάλεσε τη σύγκρουση με τη Δύση για το Σουέζ. Τα γεγονότα του Σουέζ με τη σειρά τους προκάλεσαν μια γενικευμένη υποστήριξη στο νασερισμό σε όλη την περιοχή: κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης υπήρξαν μαζικές διαδηλώσεις αλληλεγγύης, συμπεριλαμβανομένων των απεργιών στα πετρελαϊκά πεδία του Κόλπου. Σε αυτή τη ριζοσπαστική ατμόσφαιρα, το αντιαποικιακό κίνημα στο Ιράκ οδηγήθηκε σε μία κατάσταση εν δυνάμει επαναστατική και τα φιλοδυτικά καθεστώτα στο Λίβανο και την Ιορδανία έφτασαν πολύ κοντά στην κατάρρευση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο επικεφαλής της CIA Άλεν Ντάλες, βλέποντας το κίνημα να σαρώνει τα πετρελαϊκά πεδία του Κόλπου, χαρακτήρισε την περιοχή ως "το πιο επικίνδυνο μέρος στον κόσμο".

Αυτές οι εξελίξεις περιθωριοποίησαν τον Ισλαμισμό, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ισχυρός στην Αίγυπτο, όπου κατά τη δεκαετία του 1930 η Μουσουλμανική Αδελφότητα κυριαρχούσε στους αντιαποικιακούς αγώνες. Τα αυξανόμενα επίπεδα δραστηριότητας της εργατικής τάξης εξέθεσαν τις εγγενείς αντιφάσεις της Αδελφότητας και για τους πιο δραστήριους εργάτες και φοιτητές η αριστερά έγινε ένας σημαντικός πόλος έλξης. Παρά το φραξιονισμό τους και τις περιορισμένες σταλινικές προοπτικές τους, οι Κομμουνιστές φαινόταν να προσφέρουν μια πιθανότητα πραγματικής πολιτικής προόδου που δεν μπορούσε να προσφέρει ο ισλαμισμός.

Η εμπειρία επαναλήφθηκε σε όλη την περιοχή. Ένα αυξανόμενο επίπεδο αγώνων είχε ως αποτέλεσμα, ειδικότερα, τη μείωση της σημασίας του κομμουναλισμού - μια από τις αρχές στις οποίες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν διαχωρίσει προηγουμένως την περιοχή σε εθνικά κράτη. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, πολλοί από τους ηγέτες των κομμουνιστικών οργανώσεων της δεκαετίας του 1940 και του 1950 ήταν Εβραίοι. Στο Ιράκ ακτιβιστές που τα μέλη της οικογένειάς τους ήταν Σουνίτες ή της Σιίτες ή ήταν Κούρδοι ή Χριστιανοί, μπήκαν στην ηγεσία μαζικών αγώνων, των οποίων το εθνικό υπόβαθρο ήταν πολύ λιγότερο σημαντικό από ό, τι θα ήταν σε προηγούμενες γενιές. Ομοίως, στο Ιράν οι μειονοτικές ομάδες προμηθεύουν πολλά ηγετικά μέλη του εργατικού κινήματος.    

Υπήρχαν φυσικά και αρνητικές εξελίξεις. Παρά τη δύναμη αυτών των κινημάτων, σε καμία περίπτωση δεν ήταν το προλεταριάτο ικανό να προχωρήσει σε μια επαναστατική ρήξη. Στην Αίγυπτο, το Ιράν και το Ιράκ, οι κομμουνιστές μπήκαν επικεφαλής του μαζικού κινήματος, αλλά σε κάθε περίπτωση η σταλινική ορθοδοξία της προσαρμογής στον εθνικισμό υπαγόρευε ότι οι επαναστατικές ευκαιρίες έπρεπε να περάσουν ανεκμετάλλευτες. Στο Ιράκ, για παράδειγμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα (ICP) οδήγησε σε εκτροχιασμό ένα από τα πιο ισχυρά μαζικά κινήματα στον Τρίτο Κόσμο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι ιρακινοί κομμουνιστές βρίσκονταν σε μια εξαιρετικά ισχυρή θέση: ο Χάνα Μπατάτου γράφει ότι ανάμεσα στους εργάτες και τους φτωχούς "ένα ρίγος ελπίδας χαιρέτισε την άνοδό τους σε επιρροή". Ωστόσο, το ICP έστρεψε τα μέλη του στο εθνικιστικό στρατόπεδο, αποπροσανατολίζοντας το κίνημα και θέτοντας το σκηνικό για μια σειρά δολοφονικών επιθέσεων από το Κόμμα του Μπάαθ που κατέστρεψε το ICP και την ηγεσία των εργαζομένων.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, το εθνικιστικό καθεστώς στο Ιράκ ήταν απλώς ένας από μια σειρά νέων αραβικών κρατικών καπιταλισμών που είχαν κατορθώσει να κατευνάσουν το εργατικό κίνημα. Σε όλη την περιοχή, η αριστερά είχε περιοριστεί σε μια σκιά εκείνης της δύναμης που έμοιαζε να απειλεί τον ιμπεριαλισμό μόλις λίγα χρόνια πριν. Ο σταλινισμός είχε φετιχοποιήσει το κράτος ως μέσο που μπορεί να φέρει την αλλαγή και τώρα συνθλίβονταν από τους ίδιους καπιταλισμούς που είχε συμβάλει στη δημιουργία τους. Ο επικήδειος του Τζόελ Μπεϊνίν για τους Κομμουνιστές της Αιγύπτου θα μπορούσε να χρησιμεύσει για την αριστερά στην περιοχή. "Πιασμένοι από την αγκαλιά του εθνικού κινήματος πνίγηκαν μέσα σ' αυτό", σχολιάζει.

Το 1967, όταν το Ισραήλ και οι δυτικοί σύμμαχοί του νίκησαν τους αραβικούς στρατούς σχεδόν σε μια νύχτα, το εθνικιστικό σχέδιο έπεσε σε κρίση. Η όλη ιδέα της οικοδόμησης ανεξάρτητων κρατών που θα ήταν ικανά να αμφισβητήσουν τον ιμπεριαλισμό φάνηκε να έχει καταρρεύσει. Ο Μάικλ Γκιλζέναν σχολιάζει ότι στην περίπτωση της Αιγύπτου: 

Αυτό ήταν το χρονικό σημείο μιας πολιτικής και ιδεολογικής ανατροπής τραυματικών διαστάσεων... Οι όροι με τους οποίους το 'έθνος' είχε συγκροτηθεί ιδεολογικά αποκαλύφθηκαν απότομα ως ψευδείς, απατηλοί και ελλιπείς ακριβώς ως προς τις δυνάμεις και τις δυνατότητες που υποτίθεται ότι εξασφάλιζαν και υλοποιούσαν στην πράξη... Η όλη λογική και ο συμβολισμός του έθνους-κράτους, που είχε αναπτυχθεί ως η μόνη αυθεντική γλώσσα, είχε υπονομευτεί και αποκαλυφθεί ως ανυπόστατη σ' αυτές ακριβώς τις διαστάσεις όπου ισχυριζόταν ότι ήταν πιο ισχυρή.

Οι διαψευσμένες προσδοκίες σύντομα βρήκαν αντανάκλαση σ' ένα κύμα εργατικών και φοιτητικών αγώνων ενάντια στο καθεστώς Νάσερ. Η διάθεση που επικρατούσε ήταν τέτοια που παλιότεροι αριστεροί ακτιβιστές και μια νέα γενιά μαχητικής νεολαίας έψαχνε για ριζοσπαστικές λύσεις - η 'στιγμή του τραύματος' ήταν επίσης η στιγμή της ευκαιρίας. Αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε διαλυθεί μέσα στο καθεστώς και δεν υπήρχε κανένας εναλλακτικός κοσμικός πόλος στην αντιπολίτευση. Σ' αυτές τις περιστάσεις ακόμα και το ανυπόληπτο Ισλαμιστικό κίνημα στάθηκε ικανό να επανακάμψει. Αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν ένα πρότυπο που επαναλήφθηκε σε όλη την περιοχή.

Το σχόλιο του Κρις Χάρμαν ότι αυτή την περίοδο ο Σταλινισμός ήταν υπεύθυνος για την 'αποτυχία και τις προδοσίες' είναι απλά μια νύξη για το τεράστιο πισωγύρισμα που υπέστη το εργατικό κίνημα στα χέρια της αριστεράς. Πράγματι, στα τέλη της δεκαετίας του '60 η κομμουνιστική στρατηγική είχε αδειάσει τη Μέση Ανατολή από οποιαδήποτε συνεκτική κοσμική εναλλακτική στον εθνικισμό - και το είχε κάνει αυτό σε μια συγκυρία που η περιοχή ήταν έτοιμη να περάσει σε μια περίοδο αυξημένης αστάθειας. Αυτό άφησε έναν όλο και πιο απογοητευμένο πληθυσμό χωρίς σημείο αναφοράς για την αλλαγή και άνοιξε τον πολιτικό χώρο που ο θρησκευτικός ακτιβισμός σύντομα άρχισε να καταλαμβάνει.

Παλαιστίνη

Η αριστερά είχε ήδη βάλει σε εφαρμογή μια πρακτική που ενθάρρυνε θετικά την ανάπτυξη εναλλακτικών πολιτικών ρευμάτων: είχε προετοιμάζει το έδαφος στον Ισλαμισμό. Ένα κρίσιμο ζήτημα ήταν το Παλαιστινιακό. Μια εντυπωσιακή παράλειψη του άρθρου του Κρις Χάρμαν είναι η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη σημασία της Παλαιστίνής για τη Μεσανατολική πολιτική. Πράγματι, υπήρξε ένα κρίσιμο ζήτημα για την κινητοποίηση του Ισλαμισμού κι ένα ζήτημα όπου η αριστερά παρουσίαζε μια ακόμα χειρότερη εικόνα απ' τους εθνικιστές.

Ακόμα και πριν την ίδρυση του Ισραήλ, η αριστερά απέτυχε να αναγνωρίσει ότι το Σιωνιστικό κίνημα ήταν αναπόσπαστα δεμένο με τα Δυτικά συμφέροντα. Το 1947 όταν η Μόσχα τοποθετήθηκε υπέρ ενός Εβραϊκού κράτους, το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς στην περιοχή μπερδεύτηκε οικτρά και όταν ο πόλεμος ξέσπασε το 1948 ήταν η Μουσουλμανική Αδελφότητα που παρείχε σαφή υποστήριξη στην Παλαιστινιακή ένοπλη αντίσταση. Ακόμα και αυτοί οι κομμουνιστές που συνδέονταν με τους Παλαιστίνιους τελικά αποδέχθηκαν τη φιλοσιωνιστική στάση της Μόσχας: όπως σημειώνει ο Μπεϊνίν, για τους Άραβες κομμουνιστές, η Σοβιετική υποστήριξη για τη δημιουργία του Ισραήλ διαδέχθηκε τις ιστορικές τους αντιρρήσεις για το Σιωνισμό".

Δεν ήταν παρά στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν η Μόσχα επαναπροσανατολίστηκε προς τα Αραβικά κράτη, που τα Κομμουνιστικά Κόμματα άρχισαν να μιλάνε για τη σύνδεση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Δυτικό ιμπεριαλισμό. Ακόμα και αυτή η ξαφνική αλλαγή είχε δύο όψεις: ήταν κομμάτι της στροφής προς την άκριτη υποστήριξη των εθνικιστικών καθεστώτων που επέτρεπε στους Άραβες κομμουνιστές ηγέτες να δηλώνουν, περιέργως, πως οι εθνικιστές δικτάτορες, όπως ο Νάσερ, αντιπροσώπευαν 'την εξουσία του [Κομμουνιστικού] κόμματος'.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Νάσερ ανακοίνωσε ότι δεν είχε 'κανένα σχέδιο' για την Παλαιστίνη· η αριστερά δεν εναντιώθηκε, ούτε έδειξε την παραμικρή αντίθεση στην ίδρυση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), που συγκροτήθηκε το 1964 με σκοπό να συγκρατήσει το όλο και πιο ανατρεπτικό Παλαιστινιακό εθνικό κίνημα. Το ζήτημα του Ισραήλ τώρα γινόταν ένα από τα κρίσιμα ζητήματα στα οποία ένα αδύναμο και ακόμα περιθωριακό Ισλαμιστικό κίνημα άρχισε να σημειώνει πρόοδο. Ο ηγέτης των Αιγύπτιων Ισλαμιστών Σαγίντ Κουτμπ, για παράδειγμα, επιτέθηκε στο καθεστώς και την αριστερά για προδοσία της Παλαιστινιακής υπόθεσης, κατηγορώντας τους Κομμουνιστές ως 'μυστικούς συμμάχους του Σιωνισμού'. Υπήρξαν πολύ πικρόχολες κριτικές των Αραβικών Κομμουνιστικών Κομμάτων ότι διατηρούσε στενότερους δεσμούς με την Ισραηλινή αριστερά, που ήταν οργανικά δεμένη με το Σιωνιστικό κράτος, απ' ότι με τις Παλαιστινιακές μάζες. 

Αμέσως μετά την Αραβική ήττα του 1967, οι Ισλαμιστές ανακάλυψαν ότι είχανε πια στη διάθεσή τους ένα νέο τεράστιο ακροατήριο. Υποστήριζαν ότι οι κοσμικοί εθνικιστές και η αριστερά ήταν αδύναμοι και διεφθαρμένοι· μόνο με την ανάκτηση των Ισλαμικών αξιών μπορούσε η Αραβική κοινωνία να απελευθερώσει την Παλαιστίνη. Ο Ουαλίντ Αμπντελνάσερ παρατηρεί πώς αυτά τα επιχειρήματα 'θρησκευτικοποίησαν' το όλο ζήτημα της σύγκρουσης με το Ισραήλ και τη Δύση:

Οι Άραβες είχαν ηττηθεί γιατί τους έλειπε η ευσέβεια, ενώ οι 'Εβραίοι' κέρδισαν τον πόλεμο επειδή πολέμησαν σε θρησκευτική βάση. Το Ισλαμικό κίνημα ήταν ικανοποιημένο που η ήττα του 1967 έφερε στους Άραβες ένα στοιχείο θρησκευτικοποίησης της διαμάχης με το Ισραήλ, που οδήγησε σε παρακμή τις εθνικές και κοσμικές επιρροές στην περιοχή και σε αναβίωση της Ισλαμικής εναλλακτικής.


Κομουναλισμός

Αποτυγχάνοντας να αντιμετωπίσει το Παλαιστινιακό ζήτημα, η αριστερά είχε ξεπουλήσει την πιο κρίσιμη έκφραση του εθνικού ζητήματος στην περιοχή. Και συνέχισε με υποχωρήσεις σε κάθε άλλο σχετικό ζήτημα, ιδίως σε αυτό του κομουναλισμού.

Παρά τα καταστροφικά αποτελέσματα των προηγούμενων στρατηγικών του λαϊκού μετώπου, κατά τη δεκαετία του 1960 η Μόσχα κατεύθυνε τα Κομμουνιστικά κόμματα στη Συρία και (για δεύτερη φορά) στο Ιράκ να συμμετέχουν σε εθνικιστικά καθεστώτα, και επιχείρησε παρόμοιους ελιγμούς στο Σουδάν και το Λίβανο. Η αριστερά σ' αυτές τις χώρες επιχειρηματολογούσε υπέρ του εναγκαλισμού με τους ίδιους σεχταρισμούς που κάποτε αμφισβητούσε από θέση αρχής. Στη Συρία και το Ιράκ, για παράδειγμα, οι Κομμουνιστές μπήκαν στα Μπααθικά καθεστώτα που βασιζόταν αντίστοιχα στη μειονότητα των Αλαουιτών και στις Αραβικές κοινότητες των Σουνιτών. Η αριστερά επιδοκίμασε τους σεχταρισμούς που βασίζονταν στις διαφορές στη γλώσσα, στην 'εθνικότητα' και τη θρησκεία -τους ίδιους διαχωρισμούς που είχαν εργαλειοποιηθεί από την αποικιοκρατία και που είχαν καταφέρει να αποδυναμώσουν τα μαζικά κινήματα του 1940 και του 1950. 

Αυτό είχε τερατώδη αποτελέσματα. Στη Συρία το CPS ανακήρυξε το κόμμα Μπάαθ ως μία από τις 'βασικές επαναστατικές δυνάμεις' στον Αραβικό κόσμο, η οποία έλεγε ότι υιοθετούσε τον 'επιστημονικό σοσιαλισμό'. Μετά μπήκε σε ένα όλο και πιο σεχταριστικό καθεστώς, παραδίνοντας κάθε πολιτική ανεξαρτησία. Στο Ιράκ το ΙCP επίσης ευθυγραμμίστηκε με το Μπάαθ, που τώρα παρουσιάζεται από τους κομμουνιστές ηγέτες ως 'επαναστατική' δύναμη και σύντομα βρέθηκε να συμμετέχει σ' έναν άγριο πόλεμο ενάντια στους Κούρδους και στην καταστολή των Σιιτών. Μ' αυτό τον τρόπο οι κομμουνιστές ενίσχυσαν τις διαιρέσεις και την καχυποψία μεταξύ των κοινοτήτων, δημιουργώντας ένα πολιτικό κλίμα στο οποίο ιδεολογίες όπως ο Ισλαμισμός μπορούσαν να ευδοκιμήσουν. Από τη δεκαετία του 1970, και στη Συρία και στο Ιράκ τα Ισλαμιστικά κινήματα, που μέχρι τότε έπαιζαν ασήμαντο ρόλο στην εθνική πολιτική, γνώρισαν ραγδαία ανάπτυξη.

Σαν εταίροι εθνικιστικών καθεστώτων οι κομμουνιστές ήταν επίσης συνένοχοι των συστηματικών επιθέσεων στο Παλαιστινιακό κίνημα. Ήταν μπλεγμένοι στην Αραβική προδοσία του PLO το Μαύρο Σεπτέμβρη του 1970 και στην επίθεση στο Λίβανο το 1975. Συμμετείχαν επίσης στην κυνική χρησιμοποίηση αντάρτικων οργανώσεων εντός του Παλαιστινιακού εθνικού κινήματος για την εξυπηρέτηση ιδίων σκοπών των καθεστώτων. Αυτό βοήθησε στην απομόνωση των Παλαιστινίων από τους ευρύτερους αγώνες και αποτέλεσε εγγύηση μιας σειράς από ήττες, που κατέληξαν στην απέλαση από το Λίβανο το 1982, που σηματοδότησε το τέλος του PLO σαν μαζικό κίνημα ένοπλης αντίστασης.

Κομμουνισμός και Ισλαμισμός

Απ' τις αρχές της δεκαετίας του 1970 τα μέχρι τότε περιθωριακά Ισλαμιστικά ρεύματα άρχισαν να αναπτύσσονται στην Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν και την Αλγερία. Στο βαθμό που η γλώσσα του εθνικισμού φαινόταν να έχει αποτύχει, η γλώσσα του Ισλάμ έγινε ένα μέσο έκφρασης της αντίθεσης στο κράτος, το Ισραήλ και τη Δύση. Οι Ισλαμιστικές οργανώσεις κυριαρχούνταν από μικροαστικές ανησυχίες και ήταν αμφιταλαντευόμενες, αντιφατικές και συχνά διχαστικές. Πολλοί ήταν συμβιβασμένοι και μέσα από ιδιαίτερους δεσμούς με τα καθεστώτα· όλοι ήτανε με μια έννοια κομουναλιστές γιατί καλούσανε για την ενότητα των μουσουλμάνων απέναντι στις άλλες θρησκευτικές ομάδες ή ακόμη και στις άλλες Ισλαμικές αιρέσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, η Ισλαμική αντιπολίτευση έγινε το αποκλειστικό επίκεντρο της εθνικής πολιτικής δραστηριότητας και η ανάπτυξή τους προκάλεσε μια ακόμα βαθύτερη κρίση στην αριστερά, που φάνηκε ανίκανη να αντιληφθεί τη θρησκευτική αναβίωση.

Το διεθνές Κομμουνιστικό κίνημα είχε πολύ πριν εγκαταλείψει την προσέγγιση του πολιτικού Ισλάμ που είχε υιοθετηθεί από τους επαναστάτες Μαρξιστές κατά τη διάρκεια και μετά τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917. Μετά ο Λένιν έπαιξε βασικό ρόλο στην αναγνώριση της ανάγκης να κατανοηθεί ο αντιφατικός χαρακτήρας των εθνικιστικών κινημάτων στον 'αποικιακό' κόσμο, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρισκότανε κάτω από θρησκευτική επιρροή όπως τα Ισλαμικά κινήματα της Κεντρικής Ασίας. Το 1920 οι Θέσεις για το Εθνικό και το Αποικιακό Ζήτημα, που συντάχθηκαν από το Λένιν, έβαλαν μια σειρά αρχές για τη σχέση των κομμουνιστών με τα εθνικά κινήματα. Επιχειρηματολογούσαν συγκεκριμένα ενάντια στο συμβιβασμό με τους Ισλαμιστές και 'την ανάγκη της πάλης ενάντια στον Πανισλαμισμό και άλλες παρόμοιες τάσεις, που προσπαθούν να συνδυάσουν το απελευθερωτικό κίνημα ενάντια στον Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό με μια προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης των χάνων, των γαιοκτημόνων και των μουλάδων, κτλ.'

Παρ' όλα αυτά, ο Λένιν επέμενε ότι ήταν απαραίτητη η υποστήριξη των Ισλαμιστικών κινημάτων εκεί όπου αμφισβητούσαν τις τοπικές άρχουσες τάξεις ή/και τον αποικιακό έλεγχο. Σ' αυτή τη βάση οι Μπολσεβίκοι υποστήριζαν τη συνεργασία με το Πανισλαμιστικό κίνημα Τζαντίντ. Αυτή την 'εντυπωσιακή συμμαχία' υπερασπίζονταν ο Λένιν με μεγάλο σθένος απέναντι σε κείνους που πιστεύανε ότι οι κομμουνιστές δεν έπρεπε να έχουν κανένα πάρε-δώσε με το θρησκευτικό ακτιβισμό. Υποστήριζε ότι ήτανε κρίσιμο να πείσουμε τέτοια κινήματα στον 'αποικιακό' κόσμο ότι το μέλλον τους ήταν με τους εργάτες της Ευρώπης ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ότι χρειάζονταν μια διπλή προσέγγιση - και 'ενάντια' και 'μαζί' με αυτά τα κινήματα ανάλογα την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Μέσα σε λίγα χρόνια όμως, η σταλινοποιημένη Κομιντέρν είχε εγκαταλείψει αυτές τις διεθνιστικές αρχές. Αυτό ήταν από μόνο του ένας παράγοντας αποδυνάμωσης της κοσμικής πτέρυγας του αντιαποικιακού κινήματος σε όλη τη Μέση Ανατολή και στη δημιουργία της Ισλαμιστικής αναβίωσης που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 με την ίδρυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Στην πραγματικότητα ήταν η Μουσουλμανική Αδελφότητα που τα Σταλινοποιημένα Κομμουνιστικά Κόμματα του Αραβικού κόσμου διαδοχικά επιτέθηκαν ή φλέρταραν σε μια εντελώς οπορτουνιστική βάση.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 γραμμή των Κομμουνιστικών κομμάτων ακολουθούσε τα ζιγκ ζαγκ της Μόσχας. Αυτό ήταν πολύ φανερό στην περίπτωση του Ισλαμισμού. Τη δεκαετία του 1940, για παράδειγμα, με τους κομμουνιστές να κάνουν κάθε προσπάθεια να φτιάξουν λαϊκά μέτωπα με τους εθνικιστές, το Ισλάμ παρουσιαζόταν συχνά ως 'επαναστατικό'. Ο Λιβανέζος κομμουνιστής Ραΐφ Χουρί έγραφε:
Να θυμάσαι, κάθε φορά που ακούς αυτό το παρθένο κάλεσμα, αυτό το Alluhu akbar σημαίνει, με απλά λόγια: τιμωρείστε τους άπληστους τοκογλύφους! Φορολογήστε αυτούς που συσσωρεύουν κέρδη! Κατάσχετε τα κέρδη των ληστρικών μονοπωλίων! Εγγυηθείτε το ψωμί στους ανθρώπους! Ανοίξτε το δρόμο για την εκπαίδευση και την πρόοδο των γυναικών! Καταστρέψτε όλα τα παράσιτα που σπέρνουν την άγνοια και τη διχόνοια στην κοινότητα!
Ο Χουρί το πήγαινε ακόμα παραπέρα επιχειρηματολογώντας πως η ανάδυση του Ισλάμ κατά τον 7ο αιώνα ήταν κομμάτι της ίδιας συνεχούς ιστορικής διαδικασίας που είχε παράξει την Οκτωβριανή επανάσταση. Οι μουσουλμάνοι πολιτικοί ακτιβιστές μπορούσαν λοιπόν να θεωρούνται 'προοδευτικοί' που λίγο διέφεραν από τους ίδιους τους κομμουνιστές. Αυτή η θέση μπόρεσε εύκολα να αλλάξει, όμως, όταν οι Ισλαμιστές συγκρούστηκαν με την αριστερά. Η προσέγγιση τότε του λαϊκού μετώπου επέτρεπε ακόμα και να τους αποκαλούν 'φασίστες'. Αυτές οι οπορτουνιστικές αντιμετωπίσεις συνεχίστηκαν και στην μετα-αποικιακή εποχή, ώστε τη δεκαετία του 1950, για παράδειγμα, οι Αιγύπτιοι κομμουνιστές ένιωθαν άνετα να συνάπτουν και να διαλύουν συμμαχίες με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Όταν, μια δεκαετία αργότερα, ο θρησκευτικός ακτιβισμός άρχισε να αναβιώνει, η αριστερά ήταν ανίκανη να κάνει μια σωστή εκτίμηση για τον πολιτικό του χαρακτήρα - ένας από τους λόγους είναι ότι κάποιοι πρώην κομμουνιστές ή συμπαθούντες μετακινήθηκαν πολύ εύκολα στο Ισλαμιστικό στρατόπεδο.

Η αναβίωση του Ισλαμισμού
Ο Ισλαμισμός αναπτύχθηκε σ' ένα πολιτικό περιβάλλον που κυριαρχούνταν από τις αποτυχίες του κοσμικού εθνικισμού και του Σταλινισμού. Η πρόοδός του συνδέεται στενά με την υποχώρηση αυτών των κινημάτων. Δεν είναι, επομένως απλά προϊόν της ανισόμετρης ανάπτυξης, αλλά το αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων εντός των οποίων το ζήτημα των ιδεών έπαιξε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο.

Έτσι ο Άλεξ Καλλίνικος είχε δίκιο να υποστηρίζει ότι:
Η αριστερά σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή είναι χρεοκοπημένη - πάνω απ' όλα εξαιτίας της επιρροής του Σταλινισμού, που ενθάρρυνε, για παράδειγμα, την Παλαιστινιακή αντίσταση να εμπιστευτεί τα 'προοδευτικά' Αραβικά καθεστώτα αντί για τους αγρότες και τους εργάτες της περιοχής. Στη συνέχεια, στη μια χώρα μετά την άλλη ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός συμπλήρωσε το κενό, προσελκύοντας ιδιαίτερα τους φτωχούς της πόλης ως μια φαινομενικά ριζοσπαστική αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία. 
Αυτό το μοτίβο γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο όταν εξετάσουμε τις περιπτώσεις στις οποίες οι Ισλαμιστές σημείωσαν την πιο γρήγορη πρόοδο. Στην Αίγυπτο τα γεγονότα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έβαλαν τον Ισλαμισμό πάλι στην ατζέντα. Ο Χίνεμπους σχολιάζει:
Είναι σαφές ότι το αποφασιστικό πολιτικό γεγονός που ξαναζωντάνεψε τη μοίρα του Ισλαμικού κινήματος ήταν η ήττα του 1967... η πίστη των ανθρώπων στο Νάσερ ως σύμβολο της Αραβικής αξιοπρέπειας και δύναμης και στο κοσμικό εθνικιστικό και σοσιαλιστικό μίγμα που συνέθετε αυτή την ιδεολογία, έγινε συντρίμμια, αφήνοντας πίσω της ένα κενό ηγεσίας κι ένα ιδεολογικό κενό.
Δεν ήταν αναπόφευκτο όμως αυτό το κενό να καλυφθεί από τις ιδέες του θρησκευτικού ακτιβισμού. Πράγματι τη δεκαετία μετά τον πόλεμο εκτυλίχθηκε μια ολόκληρη σειρά μαζικών αγώνων κατά τη διάρκεια των οποίων οι συνθήκες δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ευνοϊκές για την αριστερά. Στην αρχή το Ισλαμιστικό ρεύμα δεν αναπτύσσονταν παρά μόνο αργά - ήτανε σαν να δοκιμαζότανε τα όρια της κοσμικής εναλλακτικής πριν να γίνει η στροφή στο θρησκευτικό ακτιβισμό. Αλλά η αριστερά απέτυχε να ανταποκριθεί σ' αυτή την πρόκληση, παραμένοντας αυτό ο Φαουζί Μανσούρ αποκαλεί 'ένα παράρτητα απολογιτισμού' του κράτους, και απουσία οποιασδήποτε πολιτικής εναλλακτικής οι Ισλαμιστές της Αιγύπτου άρχισαν να χτίζουν μια μαζική βάση.

Το ίδιο μοτίβο είναι ακόμα πιο φανερό στο Ιράν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το κόμμα Τουντέχ (Κομμουνιστικό) αντέδρασε στην ήττα του μαζικού κινήματος ανακηρύσσοντας τους Ιρανούς εργάτες ανέτοιμους για την αλλαγή και πέφτοντας σε χειμερία νάρκη. Διακήρυξε μια πολιτική 'αδρανούς επιβίωσης'. Αυτή η απαξιωτική στάση για την εργατική τάξη απορροφήθηκε από αντάρτικα ρεύματα που αναδύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μεταξύ νέων ανθρώπων που ήταν πεισμένοι ότι αυτοί, και όχι η εργατική τάξη, μπορούσανε να γίνουν παράγοντας της αλλαγής. Όταν ξέσπασε το κίνημα ενάντια στο Σάχη το 1977, που κορυφώθηκε στις μαζικές απεργίες του 1978 και του 1979, η αριστερά ήταν απλός παρατηρητής.

Η καταγραφή της αριστεράς σ' αυτές τις χώρες συχνά υποβαθμίζεται στο πρόβλημα της καταστολής. Σε πλήθος πρόσφατων αναλύσεων της Ιρανικής επανάστασης, φιλελεύθερων και αριστερών Ιρανών ακαδημαϊκών, γίνεται μια προσπάθεια να αποδειχθεί ότι οι κοσμικές δυνάμεις ήταν απλά συντετριμμένες από το κράτος του Παχλαβί. Ο Μανσούρ Μοαντέλ, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, 'οι ριζοσπαστικές ομάδες είχαν αποδυναμωθεί από την κρατική καταστολή, πολλοί από τους ηγέτες τους είχαν είτε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων με τις δυνάμεις ασφαλείας ή φυλακιστεί, και τα εναπομείναντα στελέχη ή μέλη ήταν πολύ λίγα για να μπορέσουν να κινητοποιήσουν τις μάζες σε μια 'σοσιαλιστική επαναστατική γραμμή'.

Αυτή η ανάλυση αποφεύγει να δει τη γυμνή αλήθεια του Σταλινισμού: ότι όπως σ' όλο τον Αραβικό κόσμο, η αριστερά στο Ιράν δεν είχε καμία 'σοσιαλιστική επαναστατική γραμμή', έχοντας εγκαταλείψει την ιδέα της ανεξάρτητης δραστηριότητας της εργατικής τάξης. Παρά την καταστολή που υπήρξε, οι Ιρανικές αντάρτικες ομάδες είχαν ένα δυνητικά τεράστιο ακροατήριο, το οποίο συνειδητά αποδέσμευσαν. Ήταν μόνο μετά από 25 ολόκληρα χρόνια υποχώρησης του κοσμικού ριζοσπαστισμού που ο Χομεϊνί και οι υποστηριχτές του, που μέχρι τότε ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένοι στον ουλεμά και το παζάρι, κατάφεραν να προσεγγίσουν τους φτωχούς της πόλης, τους επαγγελματίες, ακόμα και κομμάτια της εργατικής τάξης, δίνοντας στους Ισλαμιστές την ευκαιρία να οικειοποιηθούν το επαναστατικό κίνημα.

Αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν πώς αναπτύσσεται ο Ισλαμισμός μέσα από το σάπισμα του εθνικισμού και του Σταλινισμού, αναπαράγοντας τον αυταρχισμό και τον ελιτισμό του τελευταίου (ακόμα και επιτείνοντάς τα) αλλά επιβιώνοντας, λόγω του ότι η κρίση πολιτικής ηγεσίας έφτασε σε τόσο κρίσιμα επίπεδα.    

Σχόλια