H κρίση του ρεφορμισμού: Tα KK ανάμεσα στη Mόσχα και τον Eυρωκομμουνισμό


«Όταν τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στη Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο ακόμα και το Γαλλικό ΚΚ, το πιο σταλινικό της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή, έβγαλε ανακοίνωση καταδίκης. Οι αποστάσεις από το «σοβιετικό μοντέλο» ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να μην χάσουν εντελώς την επαφή με τη νέα πολιτικοποίηση».



 Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 68 του Περιοδικού Σοσιαλισμός Από τα Κάτω
Tο επαναστατικό κύμα του Mάη προκάλεσε κρίση στην παραδοσιακή Aριστερά. O Λέανδρος Mπόλαρης παρουσιάζει τις καταστροφικές απαντήσεις που έδωσαν τα ρεφορμιστικά κόμματα.


Ο Μάης του ’68 ήταν μια σκληρή δοκιμασία για τη ρεφορμιστική αριστερά σε όλο τον κόσμο. Μέχρι τότε, οι ομάδες και οργανώσεις των επαναστατών κάθε χροιάς ήταν στο περιθώριο. Στις μέρες του ίδιου του Μάη στη Γαλλία ο Ζορζ Μαρσέ, μετέπειτα γενικός γραμματέας του Γαλλικού ΚΚ, αναφερόταν περιφρονητικά στην «προβοκατόρικη» δράση των «γκρουπούσκουλων». Τα επόμενα χρόνια καθώς η εξέγερση αγκάλιαζε εκατομμύρια εργάτες και νεολαία από χώρα σε χώρα, η ηγεμονία αυτών των κομμάτων άρχιζε να αμφισβητείται. Χρειάστηκε  να προσπαθήσουν πολύ για να την αποκαταστήσουν. 

Η κρίση δεν πήρε τις ίδιες διαστάσεις ούτε έκανε την ίδια διαδρομή σε όλες τις χώρες. Στην Ελλάδα το ΚΚΕ διασπάστηκε στην περίφημη 12η Ολομέλεια του Φλεβάρη του 1968. Η μια πτέρυγα με επικεφαλής τον Κολιγιάννη, πρώτος γραμματέας του κόμματος μέχρι το 1972 όταν ανέλαβε ο Φλωράκης, κράτησε το τίτλο και την υποστήριξη της Ρωσίας. Η άλλη πλευρά ίδρυσε λίγους μήνες αργότερα το ΚΚΕ Εσωτερικού. Κατήγγειλαν το «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς», όταν έγινε η εισβολή των ρώσικων τανκς στη Τσεχοσλοβακία καταδίκασαν τη συντριβή της «Άνοιξης της Πράγας» όπως έκαναν και άλλα ΚΚ, που συγκρότησαν το ρεύμα που έγινε γνωστό τη δεκαετία του 1970 ως «Ευρωκομμουνισμός». 

Η διάσπαση του ΚΚΕ ήταν προϊόν της ήττας του 1967. Η ήττα είχε προκαλέσει σοκ σε χιλιάδες αγωνιστές που βρέθηκαν εντελώς ανέτοιμοι να αντισταθούν σε μια δικτατορία που όλοι γνώριζαν ότι πλησίαζε. Το 1965 τα «Ιουλιανά» ήταν ο προάγγελος του ελληνικού Μάη. Ένα τεράστιο κίνημα βγήκε για 100 μέρες στους δρόμους ανατρέποντας δυο κυβερνήσεις. Εβαλε στο στόχαστρο όλο το οικοδόμημα που είχε στήσει η άρχουσα τάξη και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μετά τον Εμφύλιο. Αυτό το κίνημα ηττήθηκε επειδή η ηγεσία της Αριστεράς (της ΕΔΑ στην οποία είχε απόλυτα καθοριστικό ρόλο το παράνομο τότε ΚΚΕ) έπαιξε το ρόλο του «πυροσβέστη» επιλέγοντας το συμβιβασμό και όχι τη σύγκρουση.

Η δικτατορία ήταν ένα αποφασιστικό σημείο-καμπής. Για χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, φοιτητές και εργάτες, ήταν η ώθηση για να αμφισβητήσουν ακόμα πιο ανοιχτά και έντονα τις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του κινήματος όλα τα προηγούμενα χρόνια. Καμιά από τις δυο πτέρυγες που διαμορφώνονταν στην ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ δεν μπορούσε να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτόν τον κόσμο, ιδιαίτερα από την στιγμή που εμφανώς είχαν αποτύχει όλοι μαζί στο τεστ των Ιουλιανών και στην πάλη για να μην επιβληθεί η δικτατορία. 

Αυτή η αμφισβήτηση εκφράστηκε καταρχήν στις κοινότητες των φοιτητών και των μεταναστών εργατών στη Δυτική Ευρώπη όπου τα προηγούμενα χρόνια η ΕΔΑ και το ΚΚΕ είχανε αποκτήσει μια σημαντική παρουσία. Σε συσκέψεις και συνεδριάσεις που οργανώθηκαν  σε μια σειρά χώρες από την ηγεσία το 1967-68, βρέθηκε να τη σφυροκοπούν πολλοί αγωνιστές με τις κριτικές τους. Αυτός ο κόσμος λειτουργούσε σε συνθήκες νομιμότητας και βρισκόταν πιο άμεσα σε επαφή με τις ιδεολογικές ανακατατάξεις και προβληματισμούς που προκαλούσε η άνοδος του κινήματος στην αριστερά σε όλο το κόσμο εκείνα τα χρόνια.   

Ήδη ο αέρας που φυσούσε στο εξωτερικό έφερνε τα προμηνύματα του Μάη, μαζί με τις ιδέες που αμφισβητούσαν την πορεία που είχε επιβάλλει ο σταλινισμός και ο ρεφορμισμός στο κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες γεννήθηκαν και οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα που θα έπαιζαν έναν αποφασιστικό ρόλο λίγα χρόνια μετά, στην εξέγερση του Νοέμβρη του 1973. Η κρίση του ρεφορμισμού που κατέληξε στη διάσπαση του ’68 απελευθέρωσε αυτό το δυναμικό. 

Η κρίση των ΚΚ δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία το 1968. Είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1950. Το 1956 ο Χρουστσόφ έκανε την περίφημη «μυστική ομιλία» του στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ όπου παραδέχτηκε κάποια από τα εγκλήματα του Στάλιν και η είδηση έσκασε σαν βόμβα. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη, τα ρωσικά τανκ του «μεταρρυθμιστή» Χρουστσόφ έπνιξαν στο αίμα την ουγγρική επανάσταση. Κόμματα όπως το βρετανικό έχασαν χιλιάδες μέλη και δεν μπόρεσαν ποτέ να ανακάμψουν. Η κρίση του ’56 είχε δυο επιπτώσεις. Η πρώτη ήταν ότι άνοιξε ο χώρος για την εμφάνιση της «νέας αριστεράς» ενός χώρου αγωνιστών και διανοουμένων που προσπαθούσαν να ανακαλύψουν ξανά τις μαρξιστικές ιδέες απαλλαγμένες από το φορτίο της σταλινικής «απολογητικής». Στη Γαλλία, η κρίση της Αλγερίας και η αντιπολεμική δράση που αναπτύχθηκε από το 1954 μέχρι το 1961 ώθησε περισσότερο αυτές τις διεργασίες. 

Η δεύτερη επίπτωση είχε να κάνει με τις ηγεσίες των κομμάτων. Σ’ αντίθεση με αυτό που έγινε το 1968, κανένα κόμμα δεν καταδίκασε τη ρωσική εισβολή. Όμως, σε μια σειρά κόμματα και ιδιαίτερα στο Ιταλικό ΚΚ, οι ηγεσίες άρχισαν να παίρνουν αποστάσεις από το «διεθνές κέντρο», τη Μόσχα. Οι ιδέες των ξεχωριστών «εθνικών δρόμων» προς το σοσιαλισμό, του «πολυκεντρισμού» (το κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει ένα κέντρο) ήταν κομμάτι τους. 

Το 1968 αυτά τα κόμματα αιφνιδιάστηκαν. Στη Γαλλία το Κομμουνιστικό Κόμμα αρχικά καταδίκασε τις συγκρούσεις των φοιτητών με την αστυνομία. Κατόπιν μέσω της CGT έσπευσε να καλέσει τη Γενική Απεργία της 13 Μάη. Όταν ξεκίνησαν οι απεργίες και οι καταλήψεις, τα στελέχη του στα συνδικάτα έκαναν το κάθε τι για να τις κρατήσουν υπό έλεγχο και να βάλουν τέλος στο κίνημα.

Στην Ιταλία, η έκρηξη στα πανεπιστήμια είχε ξεκινήσει από την άνοιξη του 1967. Και εκεί το ΚΚ κράτησε εχθρική στάση. Ο Τζιόρτζιο Αμέντολα, ένας από τους ηγέτες του κόμματος και εκπρόσωπος της πιο ανοιχτά σοσιαλδημοκρατικής πτέρυγάς του, καλούσε σε άρθρο του στην Unita σε «επαναστατική επαγρύπνηση» και «διμέτωπο αγώνα» τόσο ενάντια στην δεξιά όσο και ενάντια σε «αναρχικές και εξτρεμιστικές θέσεις που αναπτύσσονται στο φοιτητικό κίνημα». 

Σύντομα, όμως, χρειάστηκε να κάνουν στροφή και να προσπαθήσουν να αγκαλιάσουν αυτό το κίνημα. Όταν τα τανκ του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στη Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο ακόμα και το Γαλλικό ΚΚ, το πιο σταλινικό της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή, έβγαλε ανακοίνωση καταδίκης. Οι αποστάσεις από το «σοβιετικό μοντέλο» ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να μην χάσουν εντελώς την επαφή με τη νέα πολιτικοποίηση. 

Σύντομα μια σειρά κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης άρχισαν να διακηρύσσουν ότι παλεύουν για μια πολύ διαφορετική κοινωνία απ’ αυτή της Ρωσίας. Για έναν σοσιαλισμό με «ελευθερία και δημοκρατία». Αυτές οι υποσχέσεις και επεξεργασίες (από θεωρητικούς όπως ο Πουλαντζάς ή επηρεασμούς από τις ιδέες του Αλτουσέρ) κωδικοποιήθηκαν στο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού», που ήταν στις δόξες του στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Το ΚΚΕ εσωτ ήταν ο εκφραστής αυτού του ρεύματος στην Ελλάδα. 

Υποσχέσεις

Οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων έκαναν υποκλίσεις στις ιδέες της αμφισβήτησης και τη μαχητικότητα του Μάη. Τον Γενάρη του 1969 ο νέος γραμματέας του ΚΚ Ιταλίας, ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ δήλωνε στο συνέδριο του κόμματος ότι είναι καιρός να «συνδέσουμε και ενώσουμε τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις του κινήματος των πλατιών μαζών, [να φέρουμε] τη συγχώνευση επαναστατών, προοδευτικών και δημοκρατικών». 

Όμως η Eυρωκομμουνιστική ρήξη με το σταλινισμό πέταγε και την επανάσταση μαζί με τη Pωσία του Στάλιν. Το 1977, για να πάμε λίγα χρόνια μετά, ο Σαντιάγκο Καρίγιο, ο γεν. γραμματέας του Ισπανικού ΚΚ, δημοσίευε το βιβλίο του «Ευρωκομμουνισμός και κράτος». Εκεί δήλωνε κάτι που υποστήριζαν επί δεκαετίες οι επαναστάτες στη Δύση, ότι δηλαδή το κράτος που υπήρχε στη Ρωσία δεν έχει καμιά σχέση με το «κράτος-κομμούνα» που περίγραφε το 1916-17 ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση». Και μαζί με τέτοιες συγκλονιστικές ομολογίες πήγαιναν οι όρκοι πίστης σε κόμματα απαλλαγμένα από τη σταλινική μονολιθικότητα, ευαίσθητα στα νέα κινήματα που είχαν ξεπηδήσει από την έκρηξη του Μάη, όπως το γυναικείο, το περιβαλλοντικό. 

Για τους «ευρωκομμουνιστές» οι αλλαγές στο σύγχρονο καπιταλισμό έκαναν δυνατή τη μετάβαση στο σοσιαλισμό χωρίς να χρειάζεται η συντριβή του αστικού κράτους. Το νέο «μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων» θα κατακτούσε την ηγεμονία καταρχήν στους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους» και από κει και πέρα θα το μετασχημάτιζε προς όφελος των εργαζόμενων. Ο Ν. Πουλαντζάς σαν  θεωρητικός του «αριστερού ευρωκομμουνισμού» στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μιλούσε για το συνδυασμό «μιας βαθιά αλλαγμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τους δημοκρατικούς θεσμούς από τα κάτω». Δηλαδή στους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και δίπλα στην αριστερή κυβέρνηση που θα προωθούσε όλες αυτές τις βαθιές αλλαγές θα προστίθονταν και τα όργανα της «συμμετοχικής» δημοκρατίας, στους τόπους δουλειάς, στις γειτονιές.

H προοπτική που χάραζαν ήταν προς τα δεξιά, προς την σοσιαλδημοκρατικοποίηση. Στην Γαλλία το ΓΚΚ «αυτοσυγκράτησε» την γενική απεργία του Μάη. Τα ποσοστά του έπεσαν ελαφρά στις εκλογές που ακολούθησαν. Η συνέχεια ήταν μεγαλύτερη στροφή στο «ρεαλισμό». Το 1972 υπέγραψε το «Κοινό Πρόγραμμα της Αριστεράς» με το αναδιοργανωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μιτεράν. Η συνεργασία διακόπηκε το 1977. Όμως, το 1981 μετά την νίκη του Μιτεράν στις εκλογές το ΓΚΚ έδωσε τέσσερις υπουργούς του στην κυβέρνηση. Όταν αποχώρησαν το 1984, η κυβέρνηση Μιτεράν είχε εγκαταλείψει τις φιλεργατικές υποσχέσεις και είχε μπει ήδη στο δρόμο των νεοφιλελεύθερων επιθέσεων στην εργατική τάξη. Hταν η πρώτη δυσάρεστη εμπειρία του φαινομένου που αργότερα ονομάστηκε «κεντροαριστερά» 

Στην Ιταλία  το ΚΚ επέλεξε να συνεργαστεί με την ίδια τη δεξιά, τη Χριστιανοδημοκρατία. Αυτή ήταν η πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού» που άρχισε να εφαρμόζεται ανοιχτά από το 1973. Έφτασε στο αποκορύφωμά της τα επόμενα χρόνια όταν το κόμμα στήριζε με τις ψήφους του στη βουλή και τη Γερουσία τη «κυβέρνηση εθνικής αλληλεγγύης» τασσόταν κατά των απεργιών και υπέρ της λιτότητας για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση και παράλληλα έβαζε πλάτες στους πιο δρακόντειους «αντιτρομοκρατικούς» νόμους που περιόριζαν τα δημοκρατικά δικαιώματα. 

Στην Ισπανία το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε παίξει ένα ηρωικό ρόλο στη πάλη ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο. Όταν αυτή η δικτατορία κατέρρεε μέσα σε ένα τεράστιο κύμα εργατικών αγώνων, το κόμμα βρέθηκε να επηρεάζει εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες. Χρησιμοποίησε αυτή την επιρροή για να εξασφαλίσει την «ομαλή συνέχεια» του ισπανικού καπιταλισμού. Στα τέλη του 1977 πρωτοστάτησε, μαζί με το PSOE του Γκονζάλες, στην υπογραφή του «Συμφώνου της Μονκλόα» με την κυβέρνηση. Με αντάλλαγμα κάποιες αόριστες υποσχέσεις, τα κόμματα της αριστεράς συμφώνησαν σε ένα πρόγραμμα λιτότητας και περικοπών για τον «εκσυγχρονισμό» της ισπανικής οικονομίας. Λίγο αργότερα ο Καρίγιο έφτασε να υμνεί την μοναρχία ως «παράγοντα συνεννόησης και πειθούς».

Οι «ιστορικοί συμβιβασμοί» βέβαια, δεν ήταν αποκλειστικότητα των «ευρωκομμουνιστών». Στην Πορτογαλία, το «φιλοσοβιετικό» Κομμουνιστικό Κόμμα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην «εκτόνωση» της Πορτογαλικής Επανάστασης το 1974-1976. Η ανατροπή της χούντας τον Απρίλη του 1974 από μια μερίδα του στρατού, η «Επανάσταση των Γαριφάλων»,  πυροδότησε μια τεράστια εργατική έκρηξη. 

Οι εργάτες άρχιζαν να οργανώνονται, να διεκδικούν όλα τα δικαιώματα που τους είχε στερήσει η χούντα επί δεκαετίες, να απαιτούν πραγματική κάθαρση («saneamento») των επιχειρήσεων από τους φασίστες αξιωματούχους. Το όπλο των εργατών δεν ήταν μόνο η απεργία, αλλά και η κατάληψη, το στήσιμο επιτροπών που αναλάμβαναν τη διοίκηση των επιχειρήσεων. Για ενάμισι χρόνο, από τον Απρίλη του 1974 μέχρι τον Νοέμβρη του 1975 –όταν η άρχουσα τάξη επέβαλε τον πλήρη έλεγχο στο στρατό τσακίζοντας τις αριστερές επιτροπές των στρατιωτών- η Πορτογαλία βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι. Και το Πορτογαλικό ΚΚ έριξε όλο του το βάρος προς την κατεύθυνση της «ομαλής λειτουργίας των θεσμών». 

Ο «ελληνικός Μάης» ξεκίνησε στα Ιουλιανά του ’65, διακόπηκε από τη χούντα και ξέσπασε ξανά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73 και στην έκρηξη των αγώνων των εργατών και της νεολαίας στη Μεταπολίτευση. Ποια ήταν η στάση των κομμάτων που διαμορφώθηκαν από τη διάσπαση του ’68; Το ΚΚΕ εσωτ υποστήριζε ότι έκφραζε την «κομμουνιστική ανανέωση» απέναντι στους «δογματικούς» και το ΚΚΕ ότι υπεράσπιζε την «μαρξιστική-λενινιστική» ορθοδοξία απέναντι στη «δεξιά αναθεωρητική ομάδα». Στην πραγματικότητα και οι δυο ακολούθησαν την ίδια γραμμή με διαφορετικά λόγια. 

Επί της ουσίας υποστήριζαν ότι ο ορίζοντας του κινήματος είναι η αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και γι’ αυτό το σκοπό χρειάζονταν οι ανάλογες συμμαχίες με τα «δημοκρατικά» κομμάτια της κυρίαρχης τάξης. Όταν ξέσπασε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, τόσο το ΚΚΕ όσο και το ΚΚΕ εσωτ προσπάθησαν αρχικά να την κλείσουν στα γρήγορα και μετά έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ήταν μια «τυχοδιωκτική ενέργεια» που γύρισε πίσω το κίνημα.8  Η ίδια πολιτική και στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Τότε ο Μ. Θεοδωράκης είχε πει το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς». Τα δυο κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς το αναπαρήγαγαν πιο κομψά και ανάλογα τη φρασεολογία τους. 

Για το ΚΚΕ εσωτ. οι «Στόχοι του Έθνους», η συνεργασία ακόμα και με τις «φωτισμένες» μερίδες της Δεξιάς, για το στέριωμα της «Δημοκρατίας» ήταν η μόνη προοπτική. Ανάλογα, το ΚΚΕ θεωρούσε, για παράδειγμα με τις αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου του τον Δεκέμβρη του 1973 ότι η εναλλακτική πολιτική λύση μετά την ανατροπή της χούντας θα ήταν η «νέα δημοκρατία». Στο πρόγραμμά της «καθορίζονταν ο άμεσοι στόχοι πάλης του λαϊκού κινήματος, για ένα δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς….για τον περιορισμό της δράσης των μονοπωλίων και την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού».

Πριν το Μάη του ‘68 το Γαλλικό ΚΚ ήταν κυρίαρχο στην αριστερά. Το «παλιό» Σοσιαλιστικό Κόμμα, το SFIO, είχε χρεοκοπήσει πλήρως. Σε χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είτε δεν υπήρχαν, είτε ήταν αμελητέες δυνάμεις. Αυτή η εικόνα άρχιζε να αλλάζει από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μέχρι το τέλος της οι συσχετισμοί είχαν αντιστραφεί. Το ΠΑΣΟΚ του Αντρέα Παπανδρέου, τα σοσιαλιστικά κόμματα του Μιτεράν στη Γαλλία, του Γκονζάλες στην Ισπανία και του Σοάρες στην Πορτογαλία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εκείνη την περίοδο. Ένα μεγάλο κομμάτι των ριζοσπαστικοποιημένων εργατών και φοιτητών βρήκε στέγη σε αυτά τα κόμματα. 

Αυτό έγινε για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ο χώρος που άφησαν, συνειδητά, τα κομμουνιστικά κόμματα στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να δείξουν ότι είναι μια δύναμη που σκοπεύει στην «σώφρονα» διαχείριση του συστήματος. Για τη γενιά που είχε ριζοσπαστικοποιηθεί για παράδειγμα στα Ιουλιανά, το Πολυτεχνείο και τις μάχες της μεταπολίτευσης στα εργοστάσια και τις ΔΕΚΟ, ήταν πολύ πιο κοντινό το σύνθημα «στις 18 Σοσιαλισμός» –στις εκλογές του Νοέμβρη του 1974- από το ΠΑΣΟΚ παρά η απέραντη σταδιολογία και η ιστορία των συμβιβασμών της «παραδοσιακής» αριστεράς. Οι μαχητικοί εργάτες που έχτιζαν εργοστασιακά σωματεία στο μεγαλύτερο μέρος τους βρήκαν κάλυψη στο ΠΑΣΟΚ που διακήρυττε εκείνη την εποχή ότι είναι πιο αριστερά από την επίσημη σοσιαλδημοκρατία της Β΄ Διεθνούς. 

Άλλωστε αυτά δεν ήταν «κόλπα του Ανδρέα». Στη Γαλλία ο Μιτεράν μπορούσε να δηλώνει το 1971 «Είτε ειρηνική είτε βίαιη η επανάσταση είναι πάνω απ’ όλα μια ρήξη. Όποιος δεν αποδέχεται αυτή τη ρήξη –μπορούμε να συζητήσουμε αργότερα για το αν είναι βίαιη ή όχι- οποιασδήποτε δεν συμφωνεί στην ανάγκη της ρήξης με την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, εννοώ την πολιτική, και την καπιταλιστική κοινωνία, λεω ότι ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος».10  Η CFDT η συνομοσπονδία που συνδέθηκε με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, είχε τη δυνατότητα να δίνει κάλυψη σε πιο μαχητικές κινητοποιήσεις απ’ αυτές που ενέκρινε η κομμουνιστική CGT και να μιλάει για την «αυτοδιαχείριση» (autogestion), μια έννοια που σήμαινε τα πάντα και τίποτα: από εργατικά συμβούλια μέχρι τη συμμετοχή κάνα-δυο συνδικαλιστών στο ΔΣ της επιχείρησης. 

Εκατομμύρια εργάτες και νεολαίοι αμφισβήτησαν το σύστημα εκείνη τη δεκαετία και αναζήτησαν την εναλλακτική προοπτική απέναντι στον καπιταλισμό. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι οι παλιές ιδέες της κυρίαρχης τάξης εξαφανίστηκαν αυτόματα από τα μυαλά τους. Η ιδέα ότι το σύστημα είναι λάθος αλλά μπορούμε να το αλλάξουμε κομμάτι-κομμάτι με μια «ριζοσπαστική αριστερή» κυβέρνηση, η πολιτική του ρεφορμισμού, είναι ο τρόπος που εκφράζονται αυτές οι ιδέες. Ο Μαρξ έχει γράψει ότι: «Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από συνθήκες που έχουν επιλέξει οι ίδιοι, μα κάτω από συνθήκες που προϋπήρχαν που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση από όλες τις πεθαμένες γενιές βαραίνει σαν εφιάλτης στα μυαλά των ζωντανών». 

Τότε, αυτές οι ιδέες είχαν το πλεονέκτημα ότι για μια ολόκληρη γενιά, τουλάχιστον, δεν είχαν μπει στη δοκιμασία της πράξης. Οι κυβερνήσεις των «Λαϊκών Μετώπων» του ’30 ήταν μια μακρινή ανάμνηση των πιο ηλικιωμένων εργατών. Ο κοινοβουλευτικός δρόμος των «δομικών μεταρρυθμίσεων», των «διαδοχικών ρήξεων», των «κοινών προγραμμάτων» έμοιαζε πιο σύντομος και πιο ασφαλής δρόμος για την αλλαγή της κοινωνίας, από αυτόν που πρότειναν οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς (με όσες αδυναμίες και λάθη κι αν τον στήριζαν). 

Οι ρεφορμιστές μπήκαν στη ταραγμένη δεκαετία του Μάη δυνατοί. Σήμερα βρίσκονται σε κρίση παντού. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ρεφορμιστικές ιδέες εξαφανίζονται ως δια μαγείας με την άνοδο του κινήματος. Οι επαναστάτες έχουν το καθήκον να παλέψουν οργανωμένα και στην πράξη, στις καθημερινές μάχες του κινήματος –μέσα από τις οργανώσεις και τα κόμματά τους- ενάντια στις ιδέες που «βαραίνουν σαν εφιάλτης στα μυαλά των ζωντανών». Είμαστε σε πολύ καλύτερη θέση να το κάνουμε από τους επαναστάτες του ’68.

Μάης '68 στους αγώνες του σήμερα 

Σχόλια