Οι εργάτες ενάντια στους Ναζί


Η ιστορική ανατομία του αντιφασιστικού αγώνα της περιόδου 1941-1945 έχει αδικήσει κατάφωρα το εργατικό κίνημα. Η υπερπροβολή της ένοπλης δράσης σε Δυτική Ευρώπη, των νικών του Κόκκινου στρατού στο ανατολικό μέτωπο και των μεγάλων παρτιζάνικων κινημάτων της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, μοιραία υποφωτίζει τους δυναμικούς συνδικαλιστικούς αγώνες, τις μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις που συγκλόνισαν πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, και μάλιστα μπροστά από τις χιτλερικές κάνες.

Η ασταμάτητη κίνηση της ναζιστικής πολεμικής μηχανής τροφοδοτούνταν από μια τρομακτική εντατικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944, πάνω από 2,7 εκατομμύρια πολίτες και αιχμάλωτοι στρατιώτες προερχόμενοι από τις κατεχόμενες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, είχαν εκτοπιστεί ως αναγκαστικοί εργάτες στο Ράιχ. Στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Δανία, Ολλανδία), αν και το μεγαλύτερο ποσοστό της εργασίας ήταν εθελοντική, ο αριθμός έφτασε στα ίδια σχεδόν επίπεδα. Είναι απόλυτα σαφές πως στην τελευταία φάση του Πολέμου, η Γερμανία ήταν σχεδόν απόλυτα εξαρτημένη από το εργατικό δυναμικό των υπόδουλων κρατών.

 

«Σταματήστε τον πόλεμο!»: Το εργατικό κίνημα στη βόρεια Ιταλία 1942-1944


Η άμεση επαφή μιας φασιστικής εκμεταλλευτικής εξουσίας με μεγάλες μάζες σκλαβωμένων εργατών, προκαλούσε τριβές και απελευθέρωνε τεράστιες κοινωνικές εντάσεις, με αποτέλεσμα η διεκδίκηση καλύτερων μισθών ή συσσιτίων να αποκτά αυτόματα τον χαρακτήρα αντικατοχικής δράσης. Η πρώτη χώρα που κινητοποιήθηκε ήταν η Ιταλία, που ο Πόλεμος την έφτασε στο όριο των παραγωγικών της δυνατοτήτων. 

Το καλοκαίρι του 1942 η οικονομική εξάντληση του πληθυσμού πυροδότησε στάσεις εργασίας, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για συσσίτια και αυξήσεις μισθών, ιδιαίτερα στις βιομηχανικές ζώνες της βόρειας Ιταλίας, με επίκεντρο το Μιλάνο και το Τορίνο. Ο άνεμος της απεργίας φυσούσε και στις μεγάλες βιομηχανίες, πήρε μάλιστα εκρηκτικές διαστάσεις στη μεγαλύτερη βιομηχανική μονάδα της χώρας: την κεντρική αυτοκινητοβιομηχανία Fabbrica Italiana di Automobili Torino (FIAT) στο Τορίνο που απασχολούσε περισσότερους από 20.000 εργαζόμενους. 

Από το Σεπτέμβριο του 1942, οι εργάτες της Mirafiori σταματούσαν συχνά τη δουλειά, ανατρέποντας μάλιστα προβοκάτσιες και απειλές των διευθυντών και τη γραμμή των φασιστικών συνδικάτων. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες μονάδες, όπως το εργοστάσιο της SAFFA, την πολεμική βιομηχανία CEMSA, την FALK και πολλά υφαντουργεία. Το απεργιακό κύμα δυνάμωνε ποσοτικά και ποιοτικά. 

Στις 27 Οκτωβρίου 1942, μετά από σφοδρούς βομβαρδισμούς της βόρειας Ιταλίας από τους Συμμάχους, το «Εθνικό Μέτωπο Δράσης» που είχε σχηματιστεί από διάφορες αγωνιστικές εργοστασιακές επιτροπές, υπό την καθοδήγηση κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών ομάδων, απήθυνε εκκλήσεις μαζικής δράσης για τη διεκδίκηση καλύτερου ημερομισθίου, κατασκευή καταφυγίων στα εργοστάσια, απόδοσης μισθού για τις χαμένες ώρες («οι 192 ώρες») και έκλεινε με την παρακίνηση στους εργάτες να σαμποτάρουν ή και να καταστρέφουν τις μηχανές.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι αγωνιστές εργάτες ήταν πρωτοφανής για τα δεδομένα της δεύτερης χώρας του Άξονα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από μια εικοσαετία που κυκλοφορούσαν τέτοιες προκηρύξεις: 

«Ιταλοί! Για να σωθεί η χώρα μας από την καταστροφή και να μη δολοφονείται ο λαός μας, πρέπει να εκδιώξουμε το καθεστώς Μουσολίνι και τους Γερμανούς από την χώρα μας και να πιέσουμε με όλα τα μέσα για χωριστή ειρήνη με την Αγγλία, τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ. Κάτω η συνέχιση του χιτλερικού πολέμου! Κάτω το εγκληματικό καθεστώς Μουσολίνι! Ζήτω η Ειρήνη! Ζήτω το Εθνικό Μέτωπο Δράσης!». 

Η κυβέρνηση Μουσολίνι ήταν ανήμπορη να συγκρατήσει την κατάσταση με τη βία, καθώς η Ιταλία είχε σχεδόν αφαιμαχθεί από εργατικό δυναμικό, γεγονός που επέτρεψε στο απεργιακό κύμα να διογκωθεί περισσότερο. Στις 7 Νοεμβρίου κυκλοφόρησε, μετά από είκοσι χρόνια παρανομίας, το πρώτο φύλλο της Unità, εφημερίδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (PCI), μαζί με προκηρύξεις που έδιναν τον τόνο ενός αληθινού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: 

«Απαιτούμε περισσότερο ψωμί, περισσότερο κρέας. Απαιτούμε την παραίτηση του Μουσολίνι! Αγωνιστείτε για την ειρήνη και την ανεξαρτησία της χώρας! Κάτω το δωδεκάωρο, κάτω ο καταραμένος πόλεμος! Τα μόνα όπλα που διαθέτουμε είναι η δράση, η απεργία κι ο αγώνας! Βαδίζουμε στο δρόμο της σωτηρίας! Απεργία, απεργία, απεργία!».

Το έδαφος ήταν έτοιμο για μια ταυτόχρονη κινητοποίηση που θα νέκρωνε την παραγωγή. Το σύνθημα δόθηκε ακριβώς στις 10πμ της 5ης Μαρτίου 1943, την ώρα που θα σήμαιναν οι σειρήνες για το δοκιμαστικό συναγερμό. Συντονίζοντας τα ρολόγια τους, οι εργάτες στο εργοστάσιο της FIAT-Mirafiori είχαν συνεννοηθεί να σταματήσουν ταυτόχρονα τις μηχανές. Σύμφωνα με την μαρτυρία του μέλους του Εθνικού Μετώπου Δράσης, Ουμπέρτο Μασσόλα «σαν ένας άνθρωπος όλοι σταμάτησαν τη δουλειά και ξεκίνησαν την απεργία. Στα εργαστήρια κάθε εργασία σταμάτησε, οι εργάτες εγκατέλειψαν μηχανές και εργαλεία και άρχισαν να συγκεντρώνονται. Αμέσως, τα αφεντικά όρμησαν και προσπάθησαν να τους αναγκάσουν να επιστρέψουν στην εργασία τους, όμως οι εργάτες απάντησαν: 

«Θέλουμε να ζήσουμε, θέλουμε τις 192 ώρες! Απαιτούμε το επίδομα ακρίβειας!». 

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, έγινε την ίδια μέρα στάση εργασίας και στα εργοστάσια Razetti, Microtecnica, FIAT-Grandi Motori, Westinghouse, Officine Savigliano, Ferriere Piemontesi, Pirotecnica και τις επόμενες μέρες στις μονάδες Aeronautica, Nebbiolo, FIAT-Ricambi, FRIGE, FATIS, Concerie Riunite, Michelin, FIAT-Lingotto, Elettrochimico Mellini, Fautrero Legnami, Ambra, Capiamanto, Tubi Metallici, Lancia και άλλα. Στις 11 Μαρτίου, οι εργάτες του γερμανικού εργοστασίου πυρομαχικών Kugelfabrik LIV στο Τορίνο, απείχαν από τη δουλειά και αποδοκίμασαν τους εκπροσώπους των φασιστικών συνδικάτων όταν προσπάθησαν να τους επαναφέρουν. Όταν μετά από λίγη ώρα 200 αστυνομικοί και Καραμπινιέροι επιτέθηκαν και προσπάθησαν να συλλάβουν τους αρχηγούς της «στάσης», οι απεργοί αντεπιτέθηκαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Η απεργία κράτησε για μια ολόκληρη μέρα.

Η απόβαση στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943 κορύφωσε την κοινωνική δυσαρέσκεια η οποία ήταν ήδη πολύ έντονη στις πόλεις του Νότου. Στις 16 Αυγούστου 1943, περίπου 500 εργάτες μετάλλου από το εργοστάσιο στην Τόρε Ανουντσιάτα απαίτησαν να συλληφθούν όλοι οι φασίστες συνάδελφοί τους. Σε αντίστοιχη κινητοποίηση, μερικές εκατοντάδες λιμενεργάτες στο Καστελαμάρε ντι Στάμπια δέχτηκαν επίθεση από την αστυνομία και μέτρησαν πολλούς τραυματίες και συλληφθέντες. Στις 9 Σεπτεμβρίου, η απόβαση των Αμερικάνων στην παραλία του Σαλέρνο, κοντά στη Νάπολη, πυροδότησε ένοπλη εξέγερση στην πόλη. 

Αντιδρώντας στα δρακόντεια μέτρα των Γερμανών να εκκενώσουν μαζικά τις συνοικίες της πόλης από τους άνδρες μεταξύ 19 και 33 ετών, κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται οργισμένος στις πλατείες. Όταν περίπου 8.000 άνδρες συνελήφθησαν ως όμηροι αντιποίνων, η ναπολιτάνικη αντίσταση είδε το φως της μέρας: γερμανικά φορτηγά με ομήρους δέχονταν επιθέσεις, καταστήματα τροφίμων λεηλατούνταν, στρατώνες και αποθήκες πυρομαχικών απογυμνώνονταν από το περιεχόμενό τους. 

Στις 28 Σεπτεμβρίου, νεαροί με αυτοσχέδια όπλα και ελάχιστες σφαίρες άρχισαν να πυροβολούν Γερμανούς στρατιώτες και Ιταλούς φασίστες στρατιωτικούς που πραγματοποιούσαν μαζικές συλλήψεις. Οι οδομαχίες επεκτάθηκαν την επόμενη μέρα, με επίκεντρο τα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης Δυο μέρες μετά, οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την πόλη. Ο ιστορικός Tom Behan, είδε στα γεγονότα της Νάπολη μια μαζική λαϊκή αντίσταση και υπογράμμισε την προέλευση των 663 νεκρών της εξέγερσης: 30% βιομηχανικοί εργάτες, 30% τεχνίτες, 14% λιποτάκτες και 19% γυναίκες, ενώ μεταξύ των σκοτωμένων στις μάχες συγκαταλέγονταν παιδιά 14, ακόμα και 12 ετών.

Το χειμώνα του 1943-44, οι απεργίες επαναλήφθηκαν πιο δυναμικά στη βόρεια Ιταλία, που τώρα βρισκόταν κάτω από την μπότα των Ες-Ες. Στα μέσα Ιανουαρίου απέργησαν 50.000 εργάτες στη Γένοβα, στα μέσα Φεβρουαρίου 5.000 στο Φορλί, αρχές Μαρτίου 45.000 στο Μιλάνο, 35.000 στο Τορίνο, 6.000 στη Βερόνα. Οι απεργίες συνοδεύτηκαν από απόπειρες εναντίον φασιστών και Γερμανών αξιωματικών, δολιοφθορές και λεηλασίες, ενώ στην Παβία απεργοί κατέστρεψαν όλο τον μηχανολογικό εξοπλισμό του υφαντουργείου τους. Σύμφωνα με τα γερμανικά δελτία πληροφοριών, οι απεργίες τον Φεβρουάριο έπαιρναν τον χαρακτήρα μαζικής πολιτικής διαμαρτυρίας, «κάτω από μια κλιμακούμενη κομμουνιστική επιρροή».

Οι γερμανικές δυνάμεις απάντησαν με καταλήψεις εργοστασίων και διακοπή της μισθοδοσίας απειλώντας πως, σε περίπτωση ανυπακοής, θα ακολουθούσε εκτοπισμός στη Γερμανία, σύλληψη και εκτέλεση των συνωμοτών, ενώ ο ίδιος ο Χίτλερ διέταξε πως «το 20% των εργατών από τις περιοχές της Άνω Ιταλίας θα εκτοπίζεται στη Γερμανία και θα τίθεται υπό τη δικαιοδοσία του Ανώτατου Αρχηγού των Ες-Ες». Παρά τα μέτρα τρομοκρατίας, το φιλόδοξο σχέδιο για μεταφορά εκατομμυρίων Ιταλών στη Γερμανία απέτυχε παταγωδώς. Δεκάδες χιλιάδες εργάτες είχαν εγκαταλείψει τις πόλεις για να προσχωρήσουν στους Παρτιζάνους. Η φασιστική Ιταλία είχε αναβαπτιστεί σε αντιφασιστική, με μόνο όπλο το μαζικό κίνημα των πόλεων.

«Ούτε με άρματα μάχης»: Αθήνα 1943


Τον Απρίλιο του 1942, η Αθήνα δεν είχε συνέλθει από τον εφιαλτικό χειμώνα του λιμού. Μια επιτροπή υπαλλήλων του Κεντρικού Ταχυδρομείου, ζήτησε από το διευθυντή βελτίωση της διανομής τροφίμων με αφορμή περιστατικά λιποθυμιών στους χώρους εργασίας. Στην απειλή της απόλυσης που ήρθε ως απάντηση, οι τριατατικοί (τηλεφωνία, τηλέγραφος, ταχυδρομεία) απάντησαν με απεργία στις 13 Απριλίου ακολουθούμενοι από άλλους κλάδους. Η απεργία εξελίχθηκε σε πανυπαλληλική, τις επόμενες μέρες έκλεισαν τα γραφεία πολλών Ταμείων, του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, του ΙΚΑ κ.ο.κ. Η «Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ)» που βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ, έπεισε τους απεργούς να συνεχίσουν και η κυβέρνηση υποχώρησε απελευθερώνοντας τους συλληφθέντες και εντάσσοντας την παροχή τροφίμων στη μισθοδοσία για τις δημόσιες υπηρεσίες. 

Για πρώτη φορά μετά από 7 χρόνια, και μάλιστα σε συνθήκες στρατιωτικής κατοχής, μια απεργία πετύχαινε. Το μήνυμα ήταν σαφές: Ο αντικατοχικός αγώνας θα ήταν η συνισταμένη συνεχών λαϊκών διεκδικήσεων.

Η μεσαία τάξη των πόλεων άρχιζε να πυκνώνει τις τάξεις της αντικατοχικής στρατιάς. Στις 16 Ιουνίου οι μισθωτοί Αθήνας και Πειραιά κήρυξαν απεργία με την καθοδήγηση της Επιτροπής Συνεργαζομένων Εργατοϋπαλληλικών Συνεταιρισμών (ΕΣΕΥΣ) απαιτώντας τη λειτουργία περισσότερων λαϊκών εστιών. Στις 9 Σεπτεμβρίου, περίπου 15.000 άτομα απήργησαν ζητώντας όχι μόνο βελτίωση μισθών, αλλά και παύση των εκτελέσεων, καθώς –με κοινή ιταλική, ελληνική και γερμανική απόφαση– η συμμετοχή σε απεργία επέσυρε την θανατική ποινή. 

Για πρώτη φορά παρατηρήθηκε συμμετοχή εργαζομένων από υπουργεία και τράπεζες. Την προηγούμενη της απεργίας, στο κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, μοιράστηκε μια λιτή, όσο και θαρραλέα, προκήρυξη της απεργιακής επιτροπής: 

«Συνάδελφοι, έφθασε η στιγμή των θαρραλέων διεκδικήσεων για τον αγώνα του ψωμιού. Ο εργαζόμενος ελληνικός λαός διεκδικεί με ομαδικάς απεργίας τα άλυτα αιτήματά του. Η απεργιακή επιτροπή των υπαλλήλων της ΕΤΕ σας καλεί για την ηρωική διεκδίκησι των αιτημάτων σας. Αλληλέγγυοι με τους συναδέλφους των άλλων Τραπεζών με πρωτοπόρον την Αγροτικήν, αλληλέγγυοι με τις εργαζόμενες μάζες των ελλήνων. ΣΑΣ ΚΑΛΟΥΜΕΝ. Άυριον να κατεβήτε στην απεργία μας. Κάθε διάσπασις θα αποτελέση προδοσίαν κατά του ελληνικού λαού, θα θεωρηθή λιποταξία ενός εθνικού αγώνος. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ. ΖΗΤΩ Η ΑΠΕΡΓΙΑ». 

Η απόφαση της διοίκησης της ΕΤΕ να θέσει σε διαθεσιμότητα 47 υπαλλήλους –μεταξύ των οποίων τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο των λογιστών και εννιά προισταμένους τμημάτων– και η γενικευμένη αναταραχή στο προσωπικό και τους διευθυντές της Τράπεζας εξαιτίας αυτών των ποινών, επιβεβαιώνουν την ποιοτική εξέλιξη ενός ήδη δυναμικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Η κλιμάκωση των κινητοποιήσεων συνάντησε σύντομα την ένοπλη καταστολή. 

Στις 22 Δεκεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε η μεγάλη απεργία την οποία είχε εξαγγείλει το ΕΑΜ λόγω της φήμης πως η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου θα προχωρούσε σε πολιτική επιστράτευση εργατών. Μερικές χιλιάδες εργατών, δημοσίων υπαλλήλων, εργατών, φοιτητών και μαθητών κατέβηκαν συντεταγμένα στην Πατησίων με σκοπό να φτάσουν στο Υπουργείο Εργασίας που στεγαζόταν τότε στο μέγαρο Λογοθετόπουλου, γωνία Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας. Οι πρώτες ζώνες αστυφυλάκων απωθήθηκαν εύκολα και σημειώθηκαν συμπλοκές με μια ομάδα της Ειδικής Ασφάλειας. Η συγκρουσιακή διάθεση του πλήθους είχε φτάσει στο έπακρο. Από τον κύριο κορμό της διαδήλωσης ξεχώρισε μια μεγάλη ομάδα, φοιτητές και εργάτες, κυρίως υφαντουργοί από τη Νέα Ιωνία, που «οπλίστηκαν» με πέτρες και τούβλα που βρίσκονταν στον περίβολο του Αρχαιολογικού Μουσείου αναγκάζοντας τους άνδρες της Ασφάλειας να το βάλουν στα πόδια. Όταν η κεφαλή της πορείας έστριψε στην Μπουμπουλίνας, ιταλικά αποσπάσματα επιτέθηκαν από την Τοσίτσα και τη Ζαΐμη. 

Εκεί τραυματίστηκε θανάσιμα ο φοιτητής και μέλος της ΟΚΝΕ, Δημήτρης Κωνσταντινίδης, όταν ένα τζιπ της καραμπινιερίας επιχείρησε να σπάσει την ομάδα των φοιτητών που σχημάτιζαν την αλυσίδα της περιφρούρησης. Ήταν ο πρώτος νεκρός διαδηλωτής στην κατεχόμενη Αθήνα.

Τις επόμενες βδομάδες, οι δυνάμεις Κατοχής γνωστοποίησαν το διάταγμα «περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδας» που προκάλεσε την οργή του κινήματος. Στις 24 Φεβρουαρίου, μια μέρα μετά την ίδρυση της ΕΠΟΝ, οι διαδηλώσεις που είχαν οριστεί εξελίχθηκαν σε μάχες στην άσφαλτο, αυτή τη φορά απευθείας εναντίον των κατακτητών. Έξω από Υπουργείο Εργασίας σημειώθηκαν εκτεταμένες συμπλοκές αστυνομικών και Ιταλών καραμπινιέρων με φοιτητές που βρίσκονταν επικεφαλής κάθε κινητοποίησης. Στη Βασιλίσσης Σοφίας, μια μεγάλη συγκέντρωση 3000 ατόμων με επικεφαλής 200 ανάπηρους χτυπήθηκε από πυροβόλα όπλα και υπήρξαν δύο νεκροί. 

Την τελευταία βδομάδα του Φεβρουαρίου είχαν κινητοποιηθεί στην Αθήνα περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι, κάτι που ανάγκασε την κυβέρνηση να «παγώσει» το διάταγμα της επιστράτευσης και να υποσχεθεί αυξήσεις μισθών.

Καμία παροχή δε μπορούσε να εκτονώσει την κατάσταση. Την Τετάρτη 5 Μαρτίου –την ίδια μέρα που οι εργάτες της FIAT στο Τορίνο σταματούσαν τις μηχανές– κάπου 60.000 Αθηναίοι ξεχύθηκαν από τα σημεία προσυγκέντρωσης σε Πλατεία Κάνιγγος, Ομόνοια, Μοναστηράκι, Μητρόπολη και Εξάρχεια στην Πανεπιστημίου αντιμετωπίζοντας πραγματικά πυρά από Αστυνομία, Χωροφυλακή, Ιταλούς Καραμπινιέρους και Γερμανούς που είχαν διαταγή να εμποδίσουν την κίνηση του πλήθους προς το Υπουργείο Εργασίας. Σκληρές οδομαχίες, πετροπόλεμος και χειροβομβίδες συγκλόνισαν ξανά τους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο κάνοντας τους πάντες να υποκλιθούν στον ηρωισμό του άοπλου πλήθους. 13 διαδηλωτές έπεσαν νεκροί και 134 τραυματίστηκαν.

Τίποτα και κανένας δε μπορούσε να ανακόψει το ποτάμι της μαζικής λαϊκής αντίστασης. Σε αντίδραση για την εκτέλεση των 106 κομμουνιστών στο Κούρνοβο (3 Ιουνίου 1943), δημόσιοι υπάλληλοι, φοιτητές και εργαζόμενοι πραγματοποίησαν συγκέντρωση στις 25 Ιουνίου με ελληνικές και μαύρες σημαίες πένθους ενώ ακόμα και αστυνομικοί υπάλληλοι απέργησαν για να αποφύγουν σύγκρουση με τους διαδηλωτές. Νωρίς το πρωί χτύπησαν οι καμπάνες της Καπνικαρέας και λίγο αργότερα η πορεία δέχτηκε την επίθεση Ιταλών μοτοσικλετιστών και Γερμανών στρατιωτών στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια και το Σύνταγμα. Ο «ανταρτοπόλεμος» συνεχίστηκε έως τις δύο το μεσημέρι με νεκρούς και τραυματίες. Ιταλικές αναφορές εκτίμησαν πως πάνω από 100.000 άτομα συμμετείχαν ενεργητικά στα γεγονότα επισημαίνοντας πως ο πληθυσμός είχε στραφεί πλέον αποφασιστικά εναντίον του κατοχικού καθεστώτος. Οι γερμανικές εκθέσεις δε δίστασαν να παραδεχτούν πως το 65% των υπαλλήλων και σχεδόν το σύνολο των φοιτητών ακολουθούσε πλέον το ΕΑΜ.

Η έφοδος στον ουρανό ήταν η μεγαλειώδης διαδήλωση στις 22 Ιουλίου 1943, μια από τις κορυφαίες στιγμές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Με αφορμή την απόφαση των Γερμανών να επεκτείνουν τη βουλγαρική ζώνη Κατοχής δυτικά του Στρυμόνα, σε όλη την Κεντρική Μακεδονία, η Κομματική Οργάνωση Αθήνας (ΚΟΑ) πραγματοποίησε μια τεράστια καμπάνια διαφώτισης (τρικ, προκηρύξεις, συνελεύσεις στα πανεπιστήμια και τα σχολεία, ομιλίες σε ανοιχτούς χώρους) και όρισε την 22α Ιουλίου μέρα γενικής εργατοϋπαλληλικής απεργίας. Όλα σχεδόν τα καταστήματα ήταν κλειστά. Στις 10.00 οι διάσπαρτες ομάδες γύρω από την Ομόνοια σχημάτισαν ένα ανθρώπινο ποτάμι 60.000 ατόμων που ξεχύθηκε στην Πανεπιστημίου τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια και κρατώντας πλακάτ και σημαίες. Μια δεύτερη ομάδα κατέβηκε από την Πλατεία Εξαρχείων και ενώθηκε με την κυρίως διαδήλωση στο ύψος της Θεμιστοκλέους, ενώ άλλες ομάδες συνέρρεαν πλευρικά από τους γύρω δρόμους με προορισμό το Σύνταγμα. Συμπλοκές με τις δυνάμεις Ασφαλείας γενικεύτηκαν σε όλο το κέντρο της Αθήνας ενώ ο κύριος όγκος χτυπήθηκε στο ύψος της οδού Ομήρου από γερμανικά άρματα μάχης. Τα πυρά έπεσαν πάνω στην κεφαλή της πορείας που εκείνη τη στιγμή ήταν ο 7ος Τομέας της ΕΠΟΝ (Γκύζη, Αμπελόκηποι), η Σπουδάζουσα και η οργάνωση των αναπήρων. Οκτώ διαδηλωτές, εργάτες και μέλη της ΕΠΟΝ, έπεσαν νεκροί και 59 τραυματίες από πυροβόλα όπλα και χειροβομβίδες, διακομίσθηκαν σε διάφορα νοσοκομεία ή σπίτια.

Οι συγκρούσεις στους δρόμους της Αθήνας ήταν η κορυφή ενός παγόβουνου ταξικού μίσους στα θεμέλια της πόλης. Η μεσαία τάξη συμπιεζόταν από τις αλχημείες του επιτελείου των Γερμανών τεχνοκρατών του Χέρμαν Νώυμπαχερ, ειδικά μετά το μέτρο απελευθέρωσης των τιμών που προκάλεσε απελπισία στους μισθωτούς. Οι μαυροαγορίτες έμποροι επανέφεραν τρόφιμα στις προθήκες των καταστημάτων αλλά οι τιμές ήταν απαγορευτικές για οποιονδήποτε. Λίγες μέρες μετά την διαδήλωση της 22ας Ιουλίου, ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας σχεδόν δικαιολογούσε το κύμα της εαμικής διαμαρτυρίας, γράφοντας στον ίδιο το Νώυμπαχερ τα εξής καταπληκτικά: 

«Οι ταραξίαι αυτοί –εξαιρέσει μερικών δημαγωγών, οίτινες θα ήσαν απομεμονωμένοι εάν η ζωή ήτο πλέον κανονική –είναι κατά το πλείστον άνθρωποι με νεύρα κλονισμένα από τας μακράς στερήσεις και από τον φόβον, ότι δεν θα έχουν την οικονομικήν αντοχήν να διαθρέψουν τας οικογενείας των μεχρι τέλους του ατέρμονος αυτού πολέμου· είναι τα θύματα της ακριβείας της ζωής, τα θύματα του πληθωρισμού. Η κραυγή των ΕΑΜ είναι συμβολική· σημαίνει “Πνιγόμεθα, έχομεν αποκάμει, υποφέρομεν πάρα πολύ”» (Αρχείο Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, επιστολή Φιλάρετου προς Νώυμπαχερ, 25 Ιουλίου 1943).

Το εργατικό κίνημα πλειοδοτούσε σε μαχητικότητα. Οι ζυμώσεις του προηγούμενου διαστήματος στα εργοστάσια, είχαν οξύνει το ένστικτο του συνδικαλιστικού αγώνα. Τον Ιανουάριο του 1943, περίπου 500 μηχανουργοί από τον Πειραιά (σωματείο που δεν έλεγχε το ΕΑΜ) πραγματοποίησαν παράσταση διαμαρτυρίας στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίκών, ενώ σημειώνονταν σχεδόν κάθε μέρα κινητοποιήσεις για το μεροκάματο, το συσσίτιο και τις απολύσεις. Συχνά επενέβαιναν ένοπλοι χωροφύλακες, άνδρες της Ασφάλειας, και Γερμανοί στρατιώτες με λυκόσκυλα, ενώ οι εργάτες απαντούσαν με δική τους αντι-βία ξυλοκοπώντας εργοδηγούς, ακόμα και διευθυντές!

Το όπλο της απεργίας φώτιζε ακόμα και στο βαθύ σκοτάδι της τρομοκρατίας του 1944, όταν η πόλη είχε χωριστεί σε πολεμικές ζώνες και σημειώνονταν πραγματικές μάχες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ Αθήνας και τα Τάγματα Ασφαλείας. Στις 24 Απριλίου, τις 24 Αυγούστου και τις 16 Σεπτεμβρίου 1944, το ΕΑΜ κάλεσε τον κόσμο σε πανεθνικές απεργίες και ανοιχτά συλλαλητήρια σε όλη την πόλη, με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Ο απόλυτος πρωταγωνιστής της Αντίστασης στην Αθήνα ήταν οι λαϊκές μάζες των εργατικών συνοικιών, έτοιμες να θυσιαστούν ομαδικά για την υπεράσπιση της λαοκρατίας. Αυτοί τελικά θα έδιναν, με τον όγκο και την αυταπάρνησή τους, δυο μήνες μετά την Απελευθέρωση, τη μεγάλη Μάχη του Δεκέμβρη.


Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 97 του Περιοδικού Σοσιαλισμός Από τα Κάτω

Σχόλια