Η
ανάπτυξη του Εθνικού Μετώπου και η προφανής έλξη που ασκεί σε τμήματα της
αγγλικής εργατικής τάξης προκάλεσε αρκετή συζήτηση σχετικά με το
ζήτημα του φασισμού. Οι
μαρξιστές διατυπώσαμε γενικά το επιχείρημα ότι, ως κοινωνικό φαινόμενο, ο
φασισμός είναι ένα «μικροαστικό» κίνημα και θεωρήσαμε τη διείσδυση της
εργατικής τάξης στο Εθνικό Μέτωπο ως ένα «ιστορικό» ατύχημα από το οποίο θα
απομακρυνόταν στην εξέλιξή τους σε παραδοσιακό φασιστικό κίνημα.
Σ' αυτό το άρθρο, θέλω να εξετάσω κάπως πιο αναλυτικά τι εννοούμε
θεωρώντας τον φασισμό ως «μικροαστικό» και να εξετάσω τη σχέση
μεταξύ των Γερμανών Ναζί και της εργατικής τάξης. Σε επόμενο άρθρο σκοπεύω να εξετάσω το Εθνικό Μέτωπο και τη
σύγχρονη βρετανική κοινωνία προκειμένου να αντιληφθούμε πόσο σημαντικό είναι να
εφαρμοστούν τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τη δεκαετία του 1920 και του 1930.
Σε
γενικές γραμμές, δέχομαι τη θεωρία του φασισμού που διατύπωσε ο Λέον
Τρότσκι, κυρίως στα γραπτά του που συλλέχθηκαν κάτω από τον τίτλο Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στη Γερμανία, που μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής: στην
εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού η οικονομία μπαίνει σε
σοβαρή κρίση στην οποία είναι απαραίτητο να τεθεί η κυριαρχία του
κεφαλαίου σε νέα βάση. Προκειμένου, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, τόσο να λύσει τα εσωτερικά προβλήματα
της οικονομίας όσο και να προετοιμάσει το «έθνος» για τους επερχόμενους
αγώνες με τα άλλα «εθνικά κεφάλαια», είναι απαραίτητο να καθυποτάξει
ολόκληρη την κοινωνία στη συσσώρευση κεφαλαίου και την αναδιάρθρωση του ίδιου του κεφαλαίου πολύ πιο δραστικά από ό,τι συμβαίνει σε περιόδους άνθησης. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, η αστική δημοκρατία δεν είναι σε θέση να
παράσχει μια πολιτική μορφή μέσα στην οποία αυτό μπορεί να γίνει και
πρέπει να χρησιμοποιηθούν άλλα μέσα. Το πρώτο είναι ο φασισμός, που αποτελείται από ένα μαζικό
κίνημα της απελπισμένης μικρής μπουρζουαζίας που συγκολλάται σε ένα
ασταθές μπλοκ κάτω από το λάβαρο του αντιδραστικού αντικαπιταλισμού, την επομένη της ήττας μιας προλεταριακής εξέγερσης. Μόλις
οι φασίστες έρθουν στην εξουσία, καταστρέφουν φυσικά το εργατικό κίνημα
και απομακρύνουν τη «ριζοσπαστική πλέμπα» των οπαδών τους, προκειμένου να κυβερνήσουν προς το
συμφέρον του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ο ίδιος ο Τρότσκι το έθεσε συνοπτικά το 1930:
Το μεγάλο κενό σ' αυτά που έγραφε ο Τρότσκι είναι σε σχέση με την «περίοδο της κυοφορίας» του φασισμού -εκείνο το διάστημα κατά το οποίο συνιστά μια οργανωμένη δύναμη, αλλά δεν είναι ακόμη ένα μαζικό κίνημα ικανό να διεκδικήσει στα σοβαρά την εξουσία. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο λάθος στις μαρξιστικές και ημιμαρξιστικές περιγραφές του φασισμού. Μπορεί εν μέρει να εξηγείται από τη φύση της υπό μελέτη εμπειρίας. Στην Ιταλία, οπωσδήποτε, η ανάπτυξη του φασιστικού κινήματος ήταν πάρα πολύ γρήγορη. Παρόλο που οι 'Fasci d' Azzione', που ένας απ' τους ηγέτες τους ήταν ο Μουσολίνι, σχηματίστηκαν στα τέλη του 1914, το καθεαυτού φασιστικό κίνημα δεν ιδρύθηκε πριν τις 23 Μάη του 1919. Σ' αυτό το στάδιο ο ρόλος και ο χαρακτήρας του νέου κινήματος δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρος, ούτε καν στο μυαλό του ίδιου του Μουσολίνι. Ο χαρακτήρας του ιταλικού φασισμού διαμορφώθηκε μάλλον στην πράξη παρά σαν ιδέα, και η αποφασιστική περίοδος ήταν τα τέλη του 1920 με αρχές του 1921, όταν ένα πραγματικό κύμα μαύρης τρομοκρατίας σκέπασε τα κάστρα του ιταλικού σοσιαλισμού. Ο επίλογος ήταν η «Πορεία προς τη Ρώμη» στις 28 Οκτωβρίου 1922. Έτσι έχουμε την ανάπτυξη ενός νέου ιστορικού σχηματισμού συμπυκνωμένη σε περίοδο, το πολύ, τεσσάρων χρόνων. Η ταχύτητα και το αναπάντεχο της ανόδου των φασιστών εξηγεί σε κάποιο βαθμό γιατί οι ηγέτες του ιταλικού κομμουνισμού αφιέρωσαν σχετικά λίγη προσοχή σ' αυτόν, και γιατί οι μεταγενέστερες περιγραφές δεν έχουν πολλά να πουν για τη διαδικασία μέσα από την οποία αναπτύχθηκε το κίνημα. Από τη στιγμή που ο ιταλικός φασισμός έγινε αναγνωρίσιμη δύναμη ήτανε ήδη ένα μαζικό κίνημα.
Η γερμανική περίπτωση είναι κάπως διαφορετική, στο ότι ο Χίτλερ εντάχθηκε στον άμεσο πρόγονο του NSDAP -στο «Κόμμα των Γερμανών εργατών» (DAP)- το Σεπτέμβρη του 1919, πάνω από 13 χρόνια πριν του δοθεί εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Μόνο εκ των υστερών όμως μπορούμε να αποδώσουμε σημασία σ' αυτό το τότε σκοτεινό γεγονός. Τείνουμε να εκλαμβάνουμε την «άνοδο» του NSDAP σαν μια αδιάσπαστη αλυσίδα γεγονότων, αλλά για τους σύγχρονους ηγέτες του Διεθνούς Κομμουνισμού το πρόβλημα δεν θεωρούνταν κεντρικής σημασίας παρά μόνο όταν το NSDAP ήταν ήδη ένα μαζικό κίνημα. Είμαστε «τυχεροί» που έχουμε πια αυτή την εμπειρία και μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο του φασισμού σε πολύ πρώιμο στάδιο.
Πράγματι, η περίοδος της κυοφορίας δεν παρουσιάζει την εικόνα μιας ομοιόμορφης «ανόδου» αν την υποβάλλουμε σε μια διεισδυτική ματιά. Στην πρώτη περίοδο, από το 1919 ως το 1923, το NSDAP ήταν μια από τις πολλές συμμορίες απόστρατων και περιθωριακών στοιχείων που είχαν βάλει σκοπό να αναγκάσουν τη Reichswehr (όπως ήταν τότε το όνομα του Γερμανικού Στρατού) σε ένα αντιδραστικό πραξικόπημα ενάντια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Και απέτυχαν. Το 1923 το «Πραξικόπημα της μπιραρίας» κάτω από την ηγεσία του Χίτλερ, είχε σαν εξέχουσα φυσιογνωμία το στρατιωτικό ήρωα Λούντεντορφ σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού του Στρατού. Είχε μια επίδραση στους τοπικούς στρατιωτικούς ηγέτες, αλλά απέτυχε να συγκινήσει το Γενικό Επιτελείο. Στην πραγματικότητα, αυτός ο δρόμος είχε κλείσει αποφασιστικά το Μάρτιο του 1920. Τότε, ένας σκοτεινός δημόσιος υπάλληλος που ονομάζονταν Καπ, με την υποστήριξη ενός τμήματος των Freikorps (ομάδες αντιδραστικών στρατιωτικών, αξιωματικών και φοιτητών που σχηματίστηκαν από τη Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μετά το Νοέμβρη του 1918 για να ηγηθούν στο τσάκισμα των Εργατικών και Στρατιωτικών Συμβουλίων που φτιάχτηκαν την περίοδο της επαναστατικής έκρηξης με το τέλος του πολέμου), επιχείρησε να κάνει πραξικόπημα.
Παρότι κατέλαβαν το Βερολίνο και έδιωξαν τη Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση από την πρωτεύουσα, ήταν τόσο ανοιχτά αντιδραστικοί που ανάγκασαν ακόμη και τα γερμανικά συνδικάτα να καλέσουν σε γενική απεργία. Το Γενικό Επιτελείο, όντας πολύ φιλικό απέναντι στους στασιαστές, αρνήθηκε να κινηθεί εναντίον τους, παρότι επίσημα τήρησαν «στάση αναμονής». Αυτό με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι ήταν μια γενική απεργία τόσο ολοκληρωτική, κι ένας εξοπλισμός της εργατικής τάξης τόσο εκτεταμένος που η νέα «κυβέρνηση» κατέρρευσε μέσα σε λίγες μέρες. Από κείνο το σημείο και μετά ήταν σαφές τόσο στο Γενικό Επιτελείο, όσο και στον οποιοσδήποτε άλλο αξιωματικό που δεν ήταν εντελώς πωρωμένος με την αντίδραση, ότι καμία καθαρά στρατιωτική αντίδραση δεν ήταν εφικτή. Η Γερμανία της Βαϊμάρης μπορούσε μόνο να κυβερνηθεί μέσα από τη συνεργασία με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Το τέλος της Βαϊμάρης ήταν δυνατό να έρθει μόνο αν υπήρχε μια κοινωνική δύναμη επαρκούς μεγέθους και ισχύος που να τρομοκρατήσει τα συνδικάτα και να τα αναγκάσει να παραδοθούν. Έτσι όταν ο Χίτλερ δοκίμασε την τύχη του στο Μόναχο το 1923, το αποτέλεσμα ήταν ένα φιάσκο.
Το NSDAP μπορούσε μετά βίας να χαρακτηριστεί κόμμα το διάστημα μεταξύ 1923 και 1926 που ο Χίτλερ ήταν στη φυλακή και ακόμα και μετά την αποφυλάκισή του ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρό αντιδραστικό πολιτικό κόμμα. Ήταν μόνο μετά το 1928 που αναδείχθηκε σε μαζικό κόμμα καταστρέφοντας την εκλογική βάση των «ορθόδοξων» αντιδραστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων και χτίζοντας μια μαζική παραστρατιωτική δύναμη (τα SA -τα «τάγματα εφόδου»), που παρείχε ακριβώς τη δύναμη που θα σκορπούσε τον τρόμο στους ηγέτες των συνδικάτων.
Σκοπεύω να επικεντρωθώ στο γερμανικό παράδειγμα, αν και ήταν μόνο ένα από τα δύο επιτυχημένα μαζικά φασιστικά κινήματα της εποχής. Θα αναφερθώ στην Ιταλία μόνο επί τροχάδην. Κι αυτό γιατί η κοινωνική δομή και η οικονομική κατάσταση στην Ιταλία κατά την περίοδο αυτή ήταν στην πραγματικότητα μάλλον αρκετά διαφορετική απ' ότι ενός προηγμένου βιομηχανικού καπιταλιστικού έθνους. Όπως θα διαπιστώσουμε, η Γερμανία ήταν, από πολλές απόψεις, μάλλον αρχαϊκή από την άποψη της ταξικής της δομής. Παρ' όλα αυτά, αντιπροσωπεύει μια πολύ πλησιέστερη προσέγγιση σε μια πλήρως ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία απ' ότι η Ιταλία. Εντούτοις, αντιπροσωπεύει μια πολύ πιο στενή προσέγγιση σε μια πλήρως ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία από την Ιταλία.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι, ιδεολογικά, ο σχηματισμός του «Εθνικού Σοσιαλιστικού Γερμανού Εργατικού Κόμματος» (NSDAP, όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του ναζιστικού κόμματος) ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό της γερμανικής μικροαστικής μπουρζουαζίας. Επιπλέον, είναι αναμφισβήτητο ότι, μόλις βρέθηκε στην «εξουσία», το NSDAP όχι μόνο οργάνωσε τη φυσική καταστροφή όλων των οργανώσεων της γερμανικής εργατικής τάξης, κομμάτων και συνδικάτων -και σκόρπισε ολόκληρο το προλεταριάτο- αλλά κυβέρνησε κιόλας στη βάση των γενικών συμφερόντων των μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων. Και στα δύο αυτά ζητήματα υπάρχει πλήρης ταύτιση μεταξύ των μαρξιστών.
Η τοποθέτηση είναι αρκετά πιο ασαφής σε σχέση με άλλα τρία ζητήματα και γι 'αυτό σκοπεύω να επικεντρωθώ σ' αυτά. Είναι: πρώτον, ορισμένες πτυχές της θεωρίας του φασισμού, δεύτερον, η επιρροή του NSDAP στη γερμανική εργατική τάξη κατά την περίοδο που προηγήθηκε της «κατάληψης της εξουσίας» το 1933 και τρίτον, συνολικά ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων τάξεων στη Γερμανία της Βαϊμάρης.
Η θεωρία του φασισμού
Αν και αυτή η περιγραφή είναι πέρα για πέρα σωστή, περιέχει τουλάχιστον ένα σημαντικό κενό και μια σειρά σημεία είτε έχουν χαθεί είτε διαστρεβλωθεί από τότε που τα έγραψε ο Τρότσκι.
Το μεγάλο κενό σ' αυτά που έγραφε ο Τρότσκι είναι σε σχέση με την «περίοδο της κυοφορίας» του φασισμού -εκείνο το διάστημα κατά το οποίο συνιστά μια οργανωμένη δύναμη, αλλά δεν είναι ακόμη ένα μαζικό κίνημα ικανό να διεκδικήσει στα σοβαρά την εξουσία. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο λάθος στις μαρξιστικές και ημιμαρξιστικές περιγραφές του φασισμού. Μπορεί εν μέρει να εξηγείται από τη φύση της υπό μελέτη εμπειρίας. Στην Ιταλία, οπωσδήποτε, η ανάπτυξη του φασιστικού κινήματος ήταν πάρα πολύ γρήγορη. Παρόλο που οι 'Fasci d' Azzione', που ένας απ' τους ηγέτες τους ήταν ο Μουσολίνι, σχηματίστηκαν στα τέλη του 1914, το καθεαυτού φασιστικό κίνημα δεν ιδρύθηκε πριν τις 23 Μάη του 1919. Σ' αυτό το στάδιο ο ρόλος και ο χαρακτήρας του νέου κινήματος δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρος, ούτε καν στο μυαλό του ίδιου του Μουσολίνι. Ο χαρακτήρας του ιταλικού φασισμού διαμορφώθηκε μάλλον στην πράξη παρά σαν ιδέα, και η αποφασιστική περίοδος ήταν τα τέλη του 1920 με αρχές του 1921, όταν ένα πραγματικό κύμα μαύρης τρομοκρατίας σκέπασε τα κάστρα του ιταλικού σοσιαλισμού. Ο επίλογος ήταν η «Πορεία προς τη Ρώμη» στις 28 Οκτωβρίου 1922. Έτσι έχουμε την ανάπτυξη ενός νέου ιστορικού σχηματισμού συμπυκνωμένη σε περίοδο, το πολύ, τεσσάρων χρόνων. Η ταχύτητα και το αναπάντεχο της ανόδου των φασιστών εξηγεί σε κάποιο βαθμό γιατί οι ηγέτες του ιταλικού κομμουνισμού αφιέρωσαν σχετικά λίγη προσοχή σ' αυτόν, και γιατί οι μεταγενέστερες περιγραφές δεν έχουν πολλά να πουν για τη διαδικασία μέσα από την οποία αναπτύχθηκε το κίνημα. Από τη στιγμή που ο ιταλικός φασισμός έγινε αναγνωρίσιμη δύναμη ήτανε ήδη ένα μαζικό κίνημα.
Η γερμανική περίπτωση είναι κάπως διαφορετική, στο ότι ο Χίτλερ εντάχθηκε στον άμεσο πρόγονο του NSDAP -στο «Κόμμα των Γερμανών εργατών» (DAP)- το Σεπτέμβρη του 1919, πάνω από 13 χρόνια πριν του δοθεί εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Μόνο εκ των υστερών όμως μπορούμε να αποδώσουμε σημασία σ' αυτό το τότε σκοτεινό γεγονός. Τείνουμε να εκλαμβάνουμε την «άνοδο» του NSDAP σαν μια αδιάσπαστη αλυσίδα γεγονότων, αλλά για τους σύγχρονους ηγέτες του Διεθνούς Κομμουνισμού το πρόβλημα δεν θεωρούνταν κεντρικής σημασίας παρά μόνο όταν το NSDAP ήταν ήδη ένα μαζικό κίνημα. Είμαστε «τυχεροί» που έχουμε πια αυτή την εμπειρία και μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο του φασισμού σε πολύ πρώιμο στάδιο.
![]() |
Το πραξικόπημα της μπιραρίας |
Πράγματι, η περίοδος της κυοφορίας δεν παρουσιάζει την εικόνα μιας ομοιόμορφης «ανόδου» αν την υποβάλλουμε σε μια διεισδυτική ματιά. Στην πρώτη περίοδο, από το 1919 ως το 1923, το NSDAP ήταν μια από τις πολλές συμμορίες απόστρατων και περιθωριακών στοιχείων που είχαν βάλει σκοπό να αναγκάσουν τη Reichswehr (όπως ήταν τότε το όνομα του Γερμανικού Στρατού) σε ένα αντιδραστικό πραξικόπημα ενάντια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Και απέτυχαν. Το 1923 το «Πραξικόπημα της μπιραρίας» κάτω από την ηγεσία του Χίτλερ, είχε σαν εξέχουσα φυσιογνωμία το στρατιωτικό ήρωα Λούντεντορφ σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού του Στρατού. Είχε μια επίδραση στους τοπικούς στρατιωτικούς ηγέτες, αλλά απέτυχε να συγκινήσει το Γενικό Επιτελείο. Στην πραγματικότητα, αυτός ο δρόμος είχε κλείσει αποφασιστικά το Μάρτιο του 1920. Τότε, ένας σκοτεινός δημόσιος υπάλληλος που ονομάζονταν Καπ, με την υποστήριξη ενός τμήματος των Freikorps (ομάδες αντιδραστικών στρατιωτικών, αξιωματικών και φοιτητών που σχηματίστηκαν από τη Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μετά το Νοέμβρη του 1918 για να ηγηθούν στο τσάκισμα των Εργατικών και Στρατιωτικών Συμβουλίων που φτιάχτηκαν την περίοδο της επαναστατικής έκρηξης με το τέλος του πολέμου), επιχείρησε να κάνει πραξικόπημα.
Παρότι κατέλαβαν το Βερολίνο και έδιωξαν τη Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση από την πρωτεύουσα, ήταν τόσο ανοιχτά αντιδραστικοί που ανάγκασαν ακόμη και τα γερμανικά συνδικάτα να καλέσουν σε γενική απεργία. Το Γενικό Επιτελείο, όντας πολύ φιλικό απέναντι στους στασιαστές, αρνήθηκε να κινηθεί εναντίον τους, παρότι επίσημα τήρησαν «στάση αναμονής». Αυτό με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι ήταν μια γενική απεργία τόσο ολοκληρωτική, κι ένας εξοπλισμός της εργατικής τάξης τόσο εκτεταμένος που η νέα «κυβέρνηση» κατέρρευσε μέσα σε λίγες μέρες. Από κείνο το σημείο και μετά ήταν σαφές τόσο στο Γενικό Επιτελείο, όσο και στον οποιοσδήποτε άλλο αξιωματικό που δεν ήταν εντελώς πωρωμένος με την αντίδραση, ότι καμία καθαρά στρατιωτική αντίδραση δεν ήταν εφικτή. Η Γερμανία της Βαϊμάρης μπορούσε μόνο να κυβερνηθεί μέσα από τη συνεργασία με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Το τέλος της Βαϊμάρης ήταν δυνατό να έρθει μόνο αν υπήρχε μια κοινωνική δύναμη επαρκούς μεγέθους και ισχύος που να τρομοκρατήσει τα συνδικάτα και να τα αναγκάσει να παραδοθούν. Έτσι όταν ο Χίτλερ δοκίμασε την τύχη του στο Μόναχο το 1923, το αποτέλεσμα ήταν ένα φιάσκο.
Το NSDAP μπορούσε μετά βίας να χαρακτηριστεί κόμμα το διάστημα μεταξύ 1923 και 1926 που ο Χίτλερ ήταν στη φυλακή και ακόμα και μετά την αποφυλάκισή του ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρό αντιδραστικό πολιτικό κόμμα. Ήταν μόνο μετά το 1928 που αναδείχθηκε σε μαζικό κόμμα καταστρέφοντας την εκλογική βάση των «ορθόδοξων» αντιδραστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων και χτίζοντας μια μαζική παραστρατιωτική δύναμη (τα SA -τα «τάγματα εφόδου»), που παρείχε ακριβώς τη δύναμη που θα σκορπούσε τον τρόμο στους ηγέτες των συνδικάτων.
![]() |
'Η Τελευταία μας Ελπίδα: Χίτλερ' |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου