Ο φασισμός και η εργατική τάξη

'Εργάτη του πνεύματος και των χεριών: Ψήφισε το στρατιώτη πρώτης γραμμής Χίτλερ!'

 

Η ανάπτυξη του Εθνικού Μετώπου και η προφανής έλξη που ασκεί σε τμήματα της αγγλικής εργατικής τάξης προκάλεσε αρκετή συζήτηση σχετικά με το ζήτημα του φασισμού. Οι μαρξιστές διατυπώσαμε γενικά το επιχείρημα ότι, ως κοινωνικό φαινόμενο, ο φασισμός είναι ένα «μικροαστικό» κίνημα και θεωρήσαμε τη διείσδυση της εργατικής τάξης στο Εθνικό Μέτωπο ως ένα «ιστορικό» ατύχημα από το οποίο θα απομακρυνόταν στην εξέλιξή τους σε παραδοσιακό φασιστικό κίνημα. Σ' αυτό το άρθρο, θέλω να εξετάσω κάπως πιο αναλυτικά τι εννοούμε θεωρώντας τον φασισμό ως «μικροαστικό» και να εξετάσω τη σχέση μεταξύ των Γερμανών Ναζί και της εργατικής τάξης. Σε επόμενο άρθρο σκοπεύω να εξετάσω το Εθνικό Μέτωπο και τη σύγχρονη βρετανική κοινωνία προκειμένου να αντιληφθούμε πόσο σημαντικό είναι να εφαρμοστούν τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τη δεκαετία του 1920 και του 1930.

Σκοπεύω να επικεντρωθώ στο γερμανικό παράδειγμα, αν και ήταν μόνο ένα από τα δύο επιτυχημένα μαζικά φασιστικά κινήματα της εποχής. Θα αναφερθώ στην Ιταλία μόνο επί τροχάδην. Κι αυτό γιατί η κοινωνική δομή και η οικονομική κατάσταση στην Ιταλία κατά την περίοδο αυτή ήταν στην πραγματικότητα μάλλον αρκετά διαφορετική απ' ότι ενός προηγμένου βιομηχανικού καπιταλιστικού έθνους. Όπως θα διαπιστώσουμε, η Γερμανία ήταν, από πολλές απόψεις, μάλλον αρχαϊκή από την άποψη της ταξικής της δομής. Παρ' όλα αυτά, αντιπροσωπεύει μια πολύ πλησιέστερη προσέγγιση σε μια πλήρως ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία απ' ότι η Ιταλία. Εντούτοις, αντιπροσωπεύει μια πολύ πιο στενή προσέγγιση σε μια πλήρως ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία από την Ιταλία. 

Μπορούμε να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι, ιδεολογικά, ο σχηματισμός του «Εθνικού Σοσιαλιστικού Γερμανού Εργατικού Κόμματος» (NSDAP, όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του ναζιστικού κόμματος) ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό της γερμανικής μικροαστικής μπουρζουαζίας. Επιπλέον, είναι αναμφισβήτητο ότι, μόλις βρέθηκε στην «εξουσία», το NSDAP όχι μόνο οργάνωσε τη φυσική καταστροφή όλων των οργανώσεων της γερμανικής εργατικής τάξης, κομμάτων και συνδικάτων -και σκόρπισε ολόκληρο το προλεταριάτο- αλλά κυβέρνησε κιόλας στη βάση των γενικών συμφερόντων των μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων. Και στα δύο αυτά ζητήματα υπάρχει πλήρης ταύτιση μεταξύ των μαρξιστών.

Η τοποθέτηση είναι αρκετά πιο ασαφής σε σχέση με άλλα τρία ζητήματα και γι 'αυτό σκοπεύω να επικεντρωθώ σ' αυτά. Είναι: πρώτον, ορισμένες πτυχές της θεωρίας του φασισμού, δεύτερον, η επιρροή του NSDAP στη γερμανική εργατική τάξη κατά την περίοδο που προηγήθηκε της «κατάληψης της εξουσίας» το 1933 και τρίτον, συνολικά ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων τάξεων στη Γερμανία της Βαϊμάρης. 


Η θεωρία του φασισμού


Σε γενικές γραμμές, δέχομαι τη θεωρία του φασισμού που διατύπωσε ο Λέον Τρότσκι, κυρίως στα γραπτά του που συλλέχθηκαν κάτω από τον τίτλο Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στη Γερμανία, που μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής:
στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού η οικονομία μπαίνει σε σοβαρή κρίση στην οποία είναι απαραίτητο να τεθεί η κυριαρχία του κεφαλαίου σε νέα βάση. Προκειμένου, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, τόσο να λύσει τα εσωτερικά προβλήματα της οικονομίας όσο και να προετοιμάσει το «έθνος» για τους επερχόμενους αγώνες με τα άλλα «εθνικά κεφάλαια», είναι απαραίτητο να καθυποτάξει ολόκληρη την κοινωνία στη συσσώρευση κεφαλαίου και την αναδιάρθρωση του ίδιου του κεφαλαίου πολύ πιο δραστικά από ό,τι συμβαίνει σε περιόδους άνθησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αστική δημοκρατία δεν είναι σε θέση να παράσχει μια πολιτική μορφή μέσα στην οποία αυτό μπορεί να γίνει και πρέπει να χρησιμοποιηθούν άλλα μέσα. Το πρώτο είναι ο φασισμός, που αποτελείται από ένα μαζικό κίνημα της απελπισμένης μικρής μπουρζουαζίας που συγκολλάται σε ένα ασταθές μπλοκ κάτω από το λάβαρο του αντιδραστικού αντικαπιταλισμού, την επομένη της ήττας μιας προλεταριακής εξέγερσης. Μόλις οι φασίστες έρθουν στην εξουσία, καταστρέφουν φυσικά το εργατικό κίνημα και απομακρύνουν τη «ριζοσπαστική πλέμπα» των οπαδών τους, προκειμένου να κυβερνήσουν προς το συμφέρον του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ο ίδιος ο Τρότσκι το έθεσε συνοπτικά το 1930:
... Η Ισπανία μπορεί να περάσει από τον ίδιο κύκλο που πέρασε η Ιταλία, από το 1918-1919 της ζύμωσης, των απεργιών, της γενικής απεργίας, της κατάληψης των εργοστασίων, της έλλειψης ηγεσίας, της ύφεσης του κινήματος, της ανάπτυξης του φασισμού και  μιας αντεπαναστατικής δικτατορίας. Το καθεστώς του Πρίμο ντε Ριβέρα δεν ήταν φασιστική δικτατορία, γιατί δεν βασίζονταν στην αντίδραση των μικροαστικών μαζών.
Αν και αυτή η περιγραφή είναι πέρα για πέρα σωστή, περιέχει τουλάχιστον ένα σημαντικό κενό και μια σειρά σημεία είτε έχουν χαθεί είτε διαστρεβλωθεί από τότε που τα έγραψε ο Τρότσκι.

Το μεγάλο κενό σ' αυτά που έγραφε ο Τρότσκι είναι σε σχέση με την «περίοδο της κυοφορίας» του φασισμού -εκείνο το διάστημα κατά το οποίο συνιστά μια οργανωμένη δύναμη, αλλά δεν είναι ακόμη ένα μαζικό κίνημα ικανό να διεκδικήσει στα σοβαρά την εξουσία. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο λάθος στις μαρξιστικές και ημιμαρξιστικές περιγραφές του φασισμού. Μπορεί εν μέρει να εξηγείται από τη φύση της υπό μελέτη εμπειρίας. Στην Ιταλία, οπωσδήποτε, η ανάπτυξη του φασιστικού κινήματος ήταν πάρα πολύ γρήγορη. Παρόλο που οι 'Fasci d' Azzione', που ένας απ' τους ηγέτες τους ήταν ο Μουσολίνι, σχηματίστηκαν στα τέλη του 1914, το καθεαυτού φασιστικό κίνημα δεν ιδρύθηκε πριν τις 23 Μάη του 1919. Σ' αυτό το στάδιο ο ρόλος και ο χαρακτήρας του νέου κινήματος δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρος, ούτε καν στο μυαλό του ίδιου του Μουσολίνι. Ο χαρακτήρας του ιταλικού φασισμού διαμορφώθηκε μάλλον στην πράξη παρά σαν ιδέα, και η αποφασιστική περίοδος ήταν τα τέλη του 1920 με αρχές του 1921, όταν ένα πραγματικό κύμα μαύρης τρομοκρατίας σκέπασε τα κάστρα του ιταλικού σοσιαλισμού. Ο επίλογος ήταν η «Πορεία προς τη Ρώμη» στις 28 Οκτωβρίου 1922. Έτσι έχουμε την ανάπτυξη ενός νέου ιστορικού σχηματισμού συμπυκνωμένη σε περίοδο, το πολύ, τεσσάρων χρόνων. Η ταχύτητα και το αναπάντεχο της ανόδου των φασιστών εξηγεί σε κάποιο βαθμό γιατί οι ηγέτες του ιταλικού κομμουνισμού αφιέρωσαν σχετικά λίγη προσοχή σ' αυτόν, και γιατί οι μεταγενέστερες περιγραφές δεν έχουν πολλά να πουν για τη διαδικασία μέσα από την οποία αναπτύχθηκε το κίνημα. Από τη στιγμή που ο ιταλικός φασισμός έγινε αναγνωρίσιμη δύναμη ήτανε ήδη ένα μαζικό κίνημα.

Η γερμανική περίπτωση είναι κάπως διαφορετική, στο ότι ο Χίτλερ εντάχθηκε στον άμεσο πρόγονο του NSDAP -στο «Κόμμα των Γερμανών εργατών» (DAP)- το Σεπτέμβρη του 1919, πάνω από 13 χρόνια πριν του δοθεί εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Μόνο εκ των υστερών όμως μπορούμε να αποδώσουμε σημασία σ' αυτό το τότε σκοτεινό γεγονός. Τείνουμε να εκλαμβάνουμε την «άνοδο» του NSDAP σαν μια αδιάσπαστη αλυσίδα γεγονότων, αλλά για τους σύγχρονους ηγέτες του Διεθνούς Κομμουνισμού το πρόβλημα δεν θεωρούνταν κεντρικής σημασίας παρά μόνο όταν το NSDAP ήταν ήδη ένα μαζικό κίνημα. Είμαστε «τυχεροί» που έχουμε πια αυτή την εμπειρία και μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο του φασισμού σε πολύ πρώιμο στάδιο.

Το πραξικόπημα της μπιραρίας

Πράγματι, η περίοδος της κυοφορίας δεν παρουσιάζει την εικόνα μιας ομοιόμορφης «ανόδου» αν την υποβάλλουμε σε μια διεισδυτική ματιά. Στην πρώτη περίοδο, από το 1919 ως το 1923, το NSDAP ήταν μια από τις πολλές συμμορίες απόστρατων και περιθωριακών στοιχείων που είχαν βάλει σκοπό να αναγκάσουν τη Reichswehr (όπως ήταν τότε το όνομα του Γερμανικού Στρατού) σε ένα αντιδραστικό πραξικόπημα ενάντια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Και απέτυχαν. Το 1923 το «Πραξικόπημα της μπιραρίας» κάτω από την ηγεσία του Χίτλερ, είχε σαν εξέχουσα φυσιογνωμία το στρατιωτικό ήρωα Λούντεντορφ σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού του Στρατού. Είχε μια επίδραση στους τοπικούς στρατιωτικούς ηγέτες, αλλά απέτυχε να συγκινήσει το Γενικό Επιτελείο. Στην πραγματικότητα, αυτός ο δρόμος είχε κλείσει αποφασιστικά το Μάρτιο του 1920. Τότε, ένας σκοτεινός δημόσιος υπάλληλος που ονομάζονταν Καπ, με την υποστήριξη ενός τμήματος των Freikorps (ομάδες αντιδραστικών στρατιωτικών, αξιωματικών και φοιτητών που σχηματίστηκαν από τη Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μετά το Νοέμβρη του 1918 για να ηγηθούν στο τσάκισμα των Εργατικών και Στρατιωτικών Συμβουλίων που φτιάχτηκαν την περίοδο της επαναστατικής έκρηξης με το τέλος του πολέμου), επιχείρησε να κάνει πραξικόπημα.

Παρότι κατέλαβαν το Βερολίνο και έδιωξαν τη Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση από την πρωτεύουσα, ήταν τόσο ανοιχτά αντιδραστικοί που ανάγκασαν ακόμη και τα γερμανικά συνδικάτα να καλέσουν σε γενική απεργία. Το Γενικό Επιτελείο, όντας πολύ φιλικό απέναντι στους στασιαστές, αρνήθηκε να κινηθεί εναντίον τους, παρότι επίσημα τήρησαν «στάση αναμονής». Αυτό με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι ήταν μια γενική απεργία τόσο ολοκληρωτική, κι ένας εξοπλισμός της εργατικής τάξης τόσο εκτεταμένος που η νέα «κυβέρνηση» κατέρρευσε μέσα σε λίγες μέρες. Από κείνο το σημείο και μετά ήταν σαφές τόσο στο Γενικό Επιτελείο, όσο και στον οποιοσδήποτε άλλο αξιωματικό που δεν ήταν εντελώς πωρωμένος με την αντίδραση, ότι καμία καθαρά στρατιωτική αντίδραση δεν ήταν εφικτή. Η Γερμανία της Βαϊμάρης μπορούσε μόνο να κυβερνηθεί μέσα από τη συνεργασία με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Το τέλος της Βαϊμάρης ήταν δυνατό να έρθει μόνο αν υπήρχε μια κοινωνική δύναμη επαρκούς μεγέθους και ισχύος που να τρομοκρατήσει τα συνδικάτα και να τα αναγκάσει να παραδοθούν. Έτσι όταν ο Χίτλερ δοκίμασε την τύχη του στο Μόναχο το 1923, το αποτέλεσμα ήταν ένα φιάσκο.

Το NSDAP μπορούσε μετά βίας να χαρακτηριστεί κόμμα το διάστημα μεταξύ 1923 και 1926 που ο Χίτλερ ήταν στη φυλακή και ακόμα και μετά την αποφυλάκισή του ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρό αντιδραστικό πολιτικό κόμμα. Ήταν μόνο μετά το 1928 που αναδείχθηκε σε μαζικό κόμμα καταστρέφοντας την εκλογική βάση των «ορθόδοξων» αντιδραστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων και χτίζοντας μια μαζική παραστρατιωτική δύναμη (τα SA -τα «τάγματα εφόδου»), που παρείχε ακριβώς τη δύναμη που θα σκορπούσε τον τρόμο στους ηγέτες των συνδικάτων.

Είναι επομένως σαφές ότι τα φασιστικά κινήματα δεν εμφανίζονται απλά ως στοιχειακές δυνάμεις στην ταξική πάλη, αλλά έχουν ιστορία και εξέλιξη. Πριν καταφέρουν να είναι σοβαροί παράγοντες στην κοινωνία, πρέπει να αποκτήσουν επαρκές μέγεθος και ισχύ για να μπορέσουν να επιτελέσουν τον ιδιαίτερο ρόλο τους. Μια προσεκτικότερη εξέταση της περιόδου κυοφορίας θα είναι ιδιαίτερα σημαντική στο επόμενο άρθρο, το οποίο θα εξετάσει το Εθνικό Μέτωπο.

Αν προχωρήσουμε τώρα στη συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται σήμερα αντιληπτή η ανάλυση του Τρότσκι, υπάρχουν δύο σημαντικοί τομείς στους οποίους υπήρξαν αρκετά σημαντικές διαστρεβλώσεις. Η πρώτη αφορά αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε «δεξιά» ερμηνεία του Τρότσκι. Είναι γνωστό ότι η μεγαλύτερη ώθηση να γράψει ο Τρότσκι για τη Γερμανία ήταν η πολεμική του στη θεωρία και την πρακτική του «σοσιαλφασισμού» που ήταν η επίσημη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Και είναι γενικά αποδεκτό, ακόμη και από τους πιο ορκισμένους εχθρούς του, ότι σ' αυτό το σημείο ο Τρότσκι είχε δίκιο. Ωστόσο, αυτό που συχνά δεν διευκρινίζεται είναι τα ακριβή σημεία απόκλισης και σε ποιο βαθμό ο Τρότσκι βασιζόταν σε μια ανάλυση που είχε ξεκινήσει η Κομμουνιστική Διεθνής σε μια προηγούμενη περίοδο. Στην Τρίτη Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Ιούνιο του 1923 υιοθετήθηκε μια θέση που εισήγαγε η Κλάρα Τσέτκιν και η οποία δεν διαφέρει ριζικά από αυτή του Τρότσκι. Μια σημαντική διαφορά ήταν ότι, το 1923, το φασιστικό κίνημα θεωρήθηκε σύμπτωμα της «προοδευτικής διάλυσης της καπιταλιστικής οικονομίας και της αποσύνθεσης του αστικού κράτους». Ο Τρότσκι έδωσε περισσότερη βαρύτητα στη σχέση μεταξύ του φασισμού, του ιμπεριαλισμού και της διεθνούς αντίδρασης, αποκαλώντας το Χίτλερ «σούπερ-Βράνγκελ της αστικής τάξης». Και σ' αυτό, όπως και σε τόσα άλλα, ο Τρότσκι είχε απόλυτο δίκιο να λέει ότι το αντιπολιτευτικό του ρεύμα δεν σκαρφίζονταν μια νέα πολιτική γραμμή αλλά συνέχιζε και εμβάθυνε αυτήν που είχε υιοθετήσει η Κομμουνιστική Διεθνής την περίοδο που ο Λένιν βρισκόταν εν ζωή. Αυτή η συνέχεια συνήθως λουστράρεται από εκείνους τους συγγραφείς που θέλουν να ισχυριστούν ότι η Κομμουνιστική Διεθνής δεν ανέπτυξε θέση για το φασισμό παρά μόνο μετά το 1935, για να δικαιολογήσουν τον ενθουσιασμό τους για τον αντιφασισμό του «Λαϊκού Μετώπου». 


Αλλά είναι πάνω στο ζήτημα του ακριβούς χαρακτήρα του «σοσιαλφασισμού» που γίνονται οι μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις, αφού υποστηρίζεται από πολλούς που παριστάνουν τάχα πως αντιπροσωπεύουν την παράδοση του Τρότσκι ότι, μπροστά στο φασισμό, ο Τρότσκι υποστήριζε το συμβιβασμό με τη Σοσιαλδημοκρατία. Αυτό είναι ψέμα, όπως φαίνεται και στο παρακάτω απόσπασμα:
Υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη, ή πιο σωστά, στον εκφυλισμό των σύγχρονων συνδικαλιστικών οργανώσεων σε ολόκληρο τον κόσμο: είναι το σφιχταγκάλιασμά τους και η συνανάπτυξή τους με την κρατική εξουσία... η τάση για «συνανάπτυξη δεν είναι εγγενής σε αυτό ή το άλλο δόγμα ως τέτοιο, αλλά προέρχεται από τις κοινωνικές συνθήκες που είναι κοινές για όλα τα συνδικάτα... Οι καπιταλιστικές κλίκες που βρίσκονται επικεφαλής των ισχυρών τραστ, των συνδικάτων, των τραπεζικών κοινοπραξιών, και τα λοιπά, βλέπουν την οικονομική ζωή από τα ίδια ύψη όπως και η κρατική εξουσία. και απαιτούν σε κάθε βήμα τη συνεργασία των τελευταίων. Με τη σειρά τους, τα συνδικάτα στους σημαντικότερους κλάδους της βιομηχανίας στερούνται τη δυνατότητα να επωφελούνται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων. Έχουν να αντιμετωπίσουν έναν συγκεντροποιημένο καπιταλιστή αντίπαλο, άρρηκτα δεμένο με την κρατική εξουσία. Από κει απορρέει η ανάγκη των συνδικαλιστικών οργανώσεων -στο βαθμό που κρατούν ρεφορμιστικές θέσεις ...- να προσαρμόζονται στο καπιταλιστικό κράτος και να διεκδικούν τη συνεργασία μαζί του.
Αυτό το απόσπασμα δεν είναι παρμένο από κάποιο έντυπο της Κομμουνιστικής Διεθνούς αλλά από τον Τρότσκι, παρόλο που όντως γράφτηκε μετά το τέλος της πολιτικής της Τρίτης Περιόδου. Αντιπροσωπεύει την ίδια ανάλυση για τα συνδικάτα μ' αυτή που υπήρξε αφετηρία της υπερ-αριστερής γραμμής της Τρίτης Περιόδου. Η Κομμουνιστική Διεθνής, φυσικά, το τραβούσε πολύ περισσότερο. Για παράδειγμα στις Θέσεις για τον Οικονομικό Αγώνα και Καθήκοντα των Κομμουνιστικών Κομμάτων που υιοθετήθηκαν τον Ιούλη του 1929 από τη Δέκατη Ολομέλεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς αναφέρεται:
Ήδη το έκτο συνέδριο της Κομιντέρν και το τέταρτο συνέδριο της RILU (Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς) έχουν καταγράψει τη συγχώνευση του ρεφορμιστικού συνδικαλιστικού μηχανισμού με το καπιταλιστικό κράτος και τις μεγάλες μονοπωλιακές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Κατά τον τελευταίο χρόνο, σε σύνδεση με το ξετύλιγμα των ταξικών συγκρούσεων, αυτή η διαδικασία έχει βαθύνει ακόμα περισσότερο. Όπως ακριβώς η σοσιαλδημοκρατία εξελίσσεται μέσω του σοσιαλιμπεριαλισμού στο σοσιαλφασισμό, πυκνώνοντας τις γραμμές της πρωτοπορίας του σύγχρονου καπιταλιστικού Κράτους στην καταστολή του ανερχόμενου επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης ...έτσι και η σοσιαλφασιστική συνδικαλιστική γραφειοκρατία περνάει, κατά την περίοδο της όξυνσης των οικονομικών αγώνων, εντελώς με το μέρος της μεγάλης μπουρζουαζίας, υπερασπίζοντας την υποχρεωτική διαιτησία, πασχίζοντας να δέσει την εργατική τάξη στο ζυγό του καπιταλιστικού εξορθολογισμού, μετατρέποντας το ρεφορμιστικό συνδικαλιστικό μηχανισμό σε απεργοσπαστική οργάνωση.

Ποτέ ο Τρότσκι δεν αρνήθηκε την ιδέα ότι ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ήταν αντεπαναστατικός. Ούτε αρνήθηκε ποτέ ότι «έστρωνε το δρόμο στο φασισμό», πράγμα που υποστήριζε ότι ήταν «απολύτως σωστό». Αναγνώριζε επίσης ότι όντως πολλοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες θα προτιμούσαν το θρίαμβο του φασισμού από τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στην κρίσιμη στιγμή, οι ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας θα προτιμήσουν το θρίαμβο του φασισμού από την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.
Η διαφωνία του εντοπίζονταν στο γεγονός ότι αναγνώριζε ότι ο φασισμός απειλούσε να καταστρέψει και τις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις μαζί με τις κομμουνιστικές. Αυτό είχε σαν συνέπεια ότι οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες δεν μπορούσαν να παίζουν φασιστικό ρόλο από τη στιγμή που η κοινωνική τους θέση εξαρτιόταν από την ύπαρξη μαζικών εργατικών οργανώσεων. Ήταν ακριβώς εξαιτίας αυτής της αντίφασης ανάμεσα στην πολιτική των ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας και την αντικειμενική απειλή για στις μάζες από τις οποίες εξαρτιόταν που ο Τρότσκι στήριζε το επιχείρημά του ότι μια γνήσια ενιαιομετωπική πολιτική ήταν εφικτή:
Οι χιλιάδες χιλιάδων των Νόσκε, των Βελς και των Χίλφερντινγκ προτιμούν σε τελική ανάλυση το φασισμό από τον Κομμουνισμό. Αλλά για να φτάσουν εκεί, πρέπει πρώτα να σπάσουνε κάθε δεσμό με τους εργάτες. Αυτή τη στιγμή όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σήμερα, η Σοσιαλδημοκρατία στο σύνολό της, με όλους τους εσωτερικούς της ανταγωνισμούς αναγκάζεται να έρθει σε οξεία αντιπαράθεση με τους φασίστες. Καθήκον μας είναι να εκμεταλλευτούμε αυτή την αντιπαράθεση και όχι να ενώσουμε τους ανταγωνιστές εναντίον μας.
Το μέτωπο πρέπει τώρα να έχει κατεύθυνση ενάντια στο φασισμό. Κι αυτό το κοινό μέτωπο της άμεσης πάλης ενάντια στο φασισμό, αγκαλιάζοντας όλο το προλεταριάτο, πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην πάλη ενάντια στη Σοσιαλδημοκρατία, να κατευθυνθεί εκεί σαν χτύπημα στα πλευρά, που σαν τέτοιο δεν είναι όμως λιγότερο αποτελεσματικό.
Έτσι, για τον Τρότσκι η επιτακτική ανάγκη ενός ενιαίου μετώπου ενάντια στο NSDAP δε σήμαινε ότι η πάλη ενάντια στη Σοσιαλδημοκρατία θα εγκαταλείπονταν ή θα υποβιβάζονταν σε δεύτερη μοίρα. Πράγματι, το ενιαίο μέτωπο ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους τα καλύτερα στοιχεία της Σοσιαλδημοκρατίας θα κερδίζονταν στην πάλη για τις θέσεις των Κομμουνιστών. Αλλά η προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτό ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα να κρατήσει την ανεξαρτησία του και οργανωτικά και πολιτικά και να μην χαμηλώνει τον πήχη για χάρη της «αντιφασιστικής» ενότητας. Αυτές οι σύγχρονες θεωρίες που χρησιμοποιούν τον Τρότσκι για να δικαιολογήσουν τη συνεργασία με τη Σοσιαλδημοκρατία και την εγκατάλειψη του ανεξάρτητου ρόλου του επαναστατικού κόμματος απλά αρνούνται την ίδια τη θέση του Τρότσκι και υιοθετούν αυτή του Ντιμιτρόφ:
 Έχουμε επανειλημμένα δηλώσει: δεν θα επιτεθούμε σε κανέναν, ούτε σε πρόσωπα ούτε σε οργανώσεις ή κόμματα, που υποστηρίζουν το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης ενάντια στον ταξικό εχθρό. Αλλά την ίδια στιγμή είναι καθήκον μας για τα συμφέροντα του προλεταριάτου και το σκοπό του, να ασκούμε κριτική σ' αυτά τα πρόσωπα, τις οργανώσεις και τα κόμματα που βάζουν εμπόδια στην ενότητα στη δράση των εργατών.
Υπάρχει ένα ακόμα σημείο στο οποίο ο Τρότσκι έχει σε μεγάλο βαθμό παρερμηνευτεί. Είδαμε και πιο πάνω πώς, στην περίπτωση της Ιταλίας, ο Τρότσκι υποστήριζε ότι ο φασισμός αναπτύχθηκε πατώντας πάνω στην αποτυχία της μαζικής εξέγερσης του προλεταριάτου. Πάνω σ' αυτό, υποστηρίζεται ευρέως σήμερα πως η «ήττα», ή τουλάχιστον η «αποτυχία» του προλεταριάτου, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη μαζικού φασιστικού κινήματος.

Πρώτα απ' όλα, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι αυτή δεν ήταν η θέση του Τρότσκι. Αυτή ήταν η άποψη που είχε η Κομμουνιστική Διεθνής, που ο Τρότσκι είχε συγκρουστεί μαζί της:
...στο παρελθόν έχει παρατηρηθεί (στην Ιταλία και τη Γερμανία) μια απότομη ενίσχυση του φασισμού, μια νικηφόρα ή τουλάχιστον απειλητική ενίσχυση, σαν αποτέλεσμα μιας σπαταλημένης ή χαμένης επαναστατικής κατάστασης, με το πέρας της επαναστατικής κρίσης, στην οποία η προλεταριακή πρωτοπορία αποκάλυψε την ανικανότητά της να θέσει τον εαυτό της επικεφαλής του έθνους και να αλλάξει τη μοίρα όλων των τάξεων, συμπεριλαμβανομένης της μικροαστικής τάξης... Αλλά, προς το παρόν, το πρόβλημα στη Γερμανία δεν ανακύπτει με το πέρας μιας επαναστατικής κρίσης, αλλά πριν καλά-καλά αυτή ξεκινήσει... Ο φασισμός έρχεται «πολύ αργά» σε σχέση με τις παλιές επαναστατικές κρίσεις. Αλλά απ' ότι φαίνεται αρκετά νωρίς -στην αυγή της- σε σχέση με τη νέα επαναστατική κρίση. Το γεγονός ότι κέρδισε τη δυνατότητα να αναλαμβάνει ένα τόσο δυνατό σημείο εκκίνησης απ' τις παραμονές μιας επαναστατικής περιόδου και όχι με το πέρας της, δεν είναι το αδύνατο σημείο του φασισμού αλλά το αδύνατο σημείο του Κομμουνισμού.
Ενώ στην περιγραφή του Τρότσκι της ανόδου του μαζικού φασιστικού κόμματος μπορεί να διευκολύνθηκε από την αποτυχία του προλεταριάτου υπήρχαν οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ένα μαζικό φασιστικό κόμμα θα μπορούσε να χτιστεί χωρίς μια τέτοια ήττα. Αυτό καθιστούσε το φασισμό έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο.

Όταν ερχόμαστε να εξετάσουμε τα στοιχεία αναγκαζόμαστε να συμπεράνουμε ότι ακόμα και η διαλεκτική κατανόηση του Τρότσκι για το φασισμό υπεραπλουστεύει την κατάσταση, εκτός αν κάνουμε πολύ συγκεκριμένο τι εννοούμε λέγοντας «αποτυχία» και «ήττα». Η περίπτωση της Ιταλίας είναι η πιο ευνοϊκή. Είναι αλήθεια ότι το Σεπτέμβρη του 1920, οι μεταλλεργάτες υπέστησαν ένα μεγάλο πισωγύρισμα, παρότι οι καταλήψεις των εργοστασίων που είχαν κρατήσει ένα μήνα δεν τσακίστηκαν από τις δυνάμεις της αντίδρασης. Ο Τάσκα περιγράφει την κατάσταση ως εξής: 
Αλλά οι υποτιθέμενοι νικητές είχαν αποθαρρυνθεί. Μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες είχαν γευτεί τη χαρά της ελεύθερης παραγωγής, μόνο και μόνο για να βρεθούν σε μια όχι καλύτερη θέση απ' ότι πριν, και μάλιστα χειρότερη, με καμία προοπτική να βελτιώσουν τις τύχες τους.
Αλλά ο ιταλικός φασισμός δεν έχτισε τη μαζική βάση του με μέσα μετωπικής επίθεσης στους μεταλλεργάτες του Τορίνου. Απεναντίας, η τεράστια πλειοψηφία των πρώτων επιθέσεων ήταν στην επαρχία, και περιλάμβαναν εφόδους σε ενώσεις αγρεργατών. Ούτε κι αυτές όμως είχαν βιώσει μια άμεση ήττα και, τουλάχιστον στην καλά τεκμηριωμένη περίπτωση της Φεράρα, είχαν κερδίσει στις αντιπαραθέσεις του 1920.

Αυτό υποδηλώνει μάλλον ότι, στο μέσο μιας πολύ έντονης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, η αποτυχία του ιταλικού προλεταριάτου να εμφανιστεί ως η ηγεμονική τάξη του έθνους άνοιξε το δρόμο σε άλλες ομάδες. Η εργατική τάξη δεν ήταν τόσο ηττημένη όσο αποθαρρυμένη και διασπασμένη και γι' αυτό το λόγο ανίκανη να εμποδίζει τη μαζική εισροή της μικρομπουρζουαζίας στις τάξεις των φασιστών. Σ' αυτή την περίπτωση ο όρος «ήττα» ή αποτυχία πρέπει να γίνει κατανοητός με την έννοια ότι το προλεταριάτο δεν στάθηκε ικανό να αμφισβητήσει στα σοβαρά την κρατική εξουσία. Ξεκάθαρα σημαίνει ότι οι προλεταριακές οργανώσεις, και συγκεκριμένα τα συνδικάτα, είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές στην οργανωτική τους συγκρότηση σαν αποτέλεσμα της άμεσης αντιπαράθεσής τους με τους καπιταλιστές και το κράτος τους. 

Η γερμανική περίπτωση είναι ακόμα λιγότερο υποστηριχτική της μηχανιστικής υπόθεσης της αναγκαιότητας της «ήττας». Είναι αλήθεια ότι μεταξύ 1919 και 1923 η γερμανική εργατική τάξη είχε υποστεί μια σειρά μεγάλων στραπάτσων. Το 1919 ήταν η χρονιά ενός παρατεταμένου εμφυλίου πολέμου σε όλη τη Γερμανία μεταξύ των Συμβουλίων των Εργατών και των Στρατιωτών και των Freikorps. Αυτή ήταν μια πολύ αιματηρή ήττα για το προλεταριάτο. Το επακόλουθο του πραξικοπήματος του Καπ ήταν μια πικρή αναμέτρηση ανάμεσα στη Reichswehr και τους ένοπλους εργάτες, ιδιαίτερα στην περιοχή του Ρουρ. Το Μάρτη του 1921 το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) επιχείρησε από τη μεριά του ένα ιδιαίτερα τυχοδιωκτικό πραξικόπημα (τη «Δράση του Μάρτη»). Το 1923 υπήρξε μια πραγματική κατάρρευση της οικονομίας και μαζική αναταραχή που το KPD απέτυχε να εκμεταλλευτεί. Μ' αυτή την έννοια υπήρξε μια σειρά από καθαρές αποτυχίες και ήττες. Παρ' όλα αυτά, η περίοδος μεταξύ 1923 και 1928 δεν ήταν «χρόνια ηττών» για την εργατική τάξη. Αντίθετα, ήταν χρόνια μιας μέτριας, αλλά υπαρκτής προόδου. Σε οικονομικό επίπεδο, υπήρξαν σημαντικές πρόοδοι καθώς οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν.

Μέση αμοιβή ειδικευμένου και ανειδίκευτου εργάτη (1924-1933)

Αυτές οι κατακτήσεις, όμως, δεν ήταν αποτέλεσμα νικηφόρων ταξικών αγώνων. Παρά τις αυξήσεις, το γενικό επίπεδο των μισθών το 1928 δεν ήταν υψηλότερο απ' ότι το 1913, παρότι το κόστος κάποιων εμπορευμάτων (π.χ, μεταλλουργία, τυπογραφία) ήταν σημαντικά υψηλότερο. Μια ένδειξη αυτής της σχετικής ταξικής ειρήνης είναι ότι το 1926, τα «Ελεύθερα Συνδικάτα» (η ADGB, στενά συνδεδεμένη με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, το SPD, ήταν ένα μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα στη Γερμανία, που μπορεί να συγκριθεί με το TUC) ξόδεψε 6 εκατομμύρια μάρκα για απεργίες και 62 εκατομμύρια μάρκα για άλλους σκοπούς.

Αυτό που είχε συμβεί στην πραγματικότητα ήταν ότι η πάντα σημαντική γραφειοκρατία στο SPD και στο ADGB είχε διογκωθεί και αναμιχθεί σε μια όλο και ευρύτερη γκάμα σωμάτων, τόσο επίσημων όσο και ανεπίσημων. Στις αρμοδιότητές της ήταν τόσο οι επιτροπές ανέργων, τα συνεταιριστικά προγράμματα στέγασης, τα πολιτιστικά κέντρα, τα ασφαλιστικά προγράμματα, τα συμβούλια επιλογής διευθυντών σχολείων, οι τοπικές και ομοσπονδιακές κυβερνήσεις, οι επιτροπές των εθνικοποιημένων εργοστασίων, οι δικές τους τράπεζες, οι εταιρίες εξοπλισμού γραφείων, κλπ. Ο Άντερσον δίνει μια εικόνα του γερμανικού εργατικού κινήματος αυτής της περιόδου που αξίζει να παραθέσουμε αυτούσια:
 Η δύναμη του κεφαλαίου είχε αναπτυχθεί τόσο πολύ που τα συνδικάτα όχι μόνο αισθάνονταν πολύ αδύναμα να δώσουν τις μάχες τους, αλλά ίσως και να ήταν πραγματικά πολύ αδύναμα για να έχουν επιτυχίες. Γι' αυτό το λόγο μετά το 1924 υπήρξε μια αξιοσημείωτη και ραγδαία μείωση του αριθμού των απεργιών κάτω από την ηγεσία των συνδικάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο αριθμός των απεργιών μειώθηκε επειδή υπήρχαν λιγότερες συγκρούσεις, αλλά μειώθηκε επειδή οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από τους θεσμούς κρατικής διαιτησίας. Η κρατική διαιτησία και ο μειούμενος αριθμός των απεργιών δημιούργησε τη λανθασμένη εντύπωση μιας γνήσιας, αν και προσωρινής, εργοστασιακής ειρήνης εκείνη την περίοδο. Στην πραγματικότητα, η σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργάτες είχε γίνει τόσο ασυμβίβαστη που οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις δεν οδηγούσαν πια σε βιώσιμες συμφωνίες.
 Για τα συνδικάτα αυτή η εξέλιξη ήταν μοιραία. Όσο λιγότερο βασίζονταν στην ίδια τους τη δύναμη, τόσο περισσότερο εξαρτημένα γινόταν από το Κράτος, όποιος κι αν ήταν ο χαρακτήρας και η πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης. Μια παραπέρα συνέπεια ήταν ότι οι εργάτες σταδιακά έχασαν το ενδιαφέρον τους για τα συνδικάτα γιατί ένιωθαν ότι ήταν το Κράτος, και όχι τα συνδικάτα, που ρύθμιζε τους μισθούς τους και αποφάσιζε για τις εργασιακές τους συνθήκες. Αυτή η απώλεια ενδιαφέροντος για τα συνδικάτα αυξήθηκε ακόμα περισσότερο από τη νομική επέκταση των συλλογικών συμβάσεων σε όλους τους ανοργάνωτους εργάτες, καθώς και απ' το συμπεριληπτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και τη δημιουργία ειδικών εργατοδικείων για τη διευθέτηση των νομικών διαφορών μεταξύ εργοδοτών και εργατών.
Η κορωνίδα της κοινωνικής νομοθεσίας ήταν ο Νόμος περί Ασφάλισης της Ανεργίας του 1927. Τα συνδικάτα είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προπαρασκευή αυτού του νόμου και της κοινωνικής νομοθεσίας γενικότερα. Αλλά αυτή η δουλειά έγινε κυρίως από ειδικές επιτροπές και εμπειρογνώμονες που διαπραγματεύονταν και εργάζονταν, κατά κάποιο τρόπο, παρασκηνιακά, και γι' αυτό το λόγο τα συνδικάτα έπαιρναν πολύ λιγότερη πολιτική υπεραξία απ' αυτή που δικαιούνταν, γιατί η μάζα των εργατών δε γνώριζε σχεδόν τίποτα γι' αυτές τις δραστηριότητες.
Αυτό που έχουμε είναι μια εικόνα σχετικής ταξικής ειρήνης σε μια περίοδο μιας εύλογης οικονομικής δραστηριότητας κατά την οποία τα συνδικάτα εμπλέκονταν σ' ένα ευρύ πεδίο νομικών και ημινομοθετικών μηχανισμών ταξικής συνεργασίας. Σαν συνέπεια, η γραφειοκρατία αποξενώθηκε ακόμα περισσότερο από τα μέλη των συνδικάτων και το επίπεδο δραστηριότητας της βάσης και η εμπλοκή της σημείωσαν ύφεση. Δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται περί ήττας με την οποιαδήποτε ορθόδοξη έννοια του όρου, παρότι είναι μια εικόνα που σε γενικές γραμμές είναι πολύ οικεία.

Μπορεί να είναι σωστό ότι αυτή η περίοδος ήταν μια περίοδος κατά την οποία το NSDAP ήταν μια περιθωριακή δύναμη και δεν ήταν σε θέση να στρατολογεί σημαντικούς αριθμούς, και πράγματι ισχύει ότι στις Γενικές Εκλογές του 1928 το NSDAP κέρδισε μόνο 800.000 ψήφους (2,6% επί του συνόλου). Και το επιχείρημα αυτό συνεχίζει λέγοντας ότι μόνο μετά τη μεγάλη ύφεση που η ψήφος του NSDAP σημείωσε άνοδο (σε περίπου 6,4 εκατομμύρια το 1930 και σε 13,7 εκατομμύρια τον Ιούλιο του 1932). Αυτή η αφήγηση «βγάζει ασπροπρόσωπη» τη μηχανιστική θεωρία μετατρέποντας την ύφεση σε «ήττα» της εργατικής τάξης.

Υπάρχουν ορισμένα σημεία που πρέπει να αναδειχθούν σε σχέση μ' αυτό. Πρώτα απ' όλα, υπάρχει μια μεγάλη δόση αλήθειας στο γεγονός ότι ήταν όντως οι συνθήκες της πολύ σοβαρής κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που οδήγησαν εκατομμύρια ανθρώπους στο στρατόπεδο του NSDAP. Είναι επίσης αλήθεια ότι ούτε το SPD, ούτε το ADGB, ούτε το KPD ήταν ικανά να δώσουν μια ρεαλιστική λύση στην κρίση. Αυτό αναμφισβήτητα ήταν ήττα, αλλά μια ήττα πολύ διαφορετικού είδους από τις ήττες που είχαν χαρακτηρίσει τις αρχές της δεκαετίας του 1920.

Η κατακόρυφη άνοδος της ανεργίας μετά τη μεγάλη ύφεση στη Γερμανία
  
Δεύτερο, αν εξετάσουμε την περίοδο κάπως εγγύτερα, βρίσκουμε μια ευθεία αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα στο ξέσπασμα της Παγκόσμιας Κρίσης και την ανάπτυξη του NSDAP σε μαζικό κόμμα. Με την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης που συνέβη στις 24 Οκτωβρίου του 1929 η ανεργία, παρότι ήταν ήδη σε σημαντικά επίπεδα σαν σύμπτωμα της κρίσης στη Γερμανία, άρχισε πραγματικά να καλπάζει.

Σε μια σειρά περιοχές το ΝSDAP κατέγραψε σημαντική ανάπτυξη προτού η ανεργία φτάσει στα τρία εκατομμύρια. Η φοιτητική τους οργάνωση κυριάρχησε στα πανεπιστήμια του Έρλανγκεν και του Γκράιφσβαλντ μέσα στο 1929. Στις εκλογές στη Θουριγγία στις 8 Δεκεμβρίου 1929 το NSDAP κέρδισε το 11,3% των ψήφων. Προς το τέλος του 1929, το κόμμα είχε 178.000 μέλη. Τίποτα απ' αυτά, φυσικά, δεν συγκρίνεται με την τεράστια άνοδο που γνώρισε στην πορεία των δύο επόμενων χρόνων. Είναι όμως ξεκάθαρες ενδείξεις ότι η ανάπτυξη του NSDAP περισσότερο συνέπεσε με την κατάρρευση της Γερμανικής οικονομίας παρά ακολούθησε κατά πόδας την ήττα του προλεταριάτου.

Σταθμίζοντας τα γεγονότα, δεν είναι σωστό να επιμένουμε ότι ένα φασιστικό κόμμα μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μετά από μια αποτυχία της εργατικής τάξης σε μια κρίσιμη μάχη. Χωρίς αμφιβολία, ένα τέτοιο ενδεχόμενο ενισχύει την ανάπτυξή του, αλλά είναι ένας από πολλούς άλλους παράγοντες που δεν είναι πρωταρχικής σημασίας, όπως είναι η μακρά παράδοση του επίσημου αντισημιτισμού στη Γερμανία, ύπαρξη των Freikorps, η δομή της γερμανικής οικογένειας, κτλ.

Άρα με λίγα λόγια μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η θεωρία που διατύπωσε ο Τρότσκι ήταν και είναι ικανή να περιγράψει τη βασική δυναμική του φασισμού. Πρέπει όμως να είναι καθαρό ότι όπως με όλες τις θεωρίες είναι απαραίτητο να εξετάζουμε προσεκτικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίπτωσης που εξετάζουμε. Η προσπάθεια να δώσει κανείς καθολική ισχύ σε οποιαδήποτε θεωρία δεν είναι διαλεκτικός υλισμός, αλλά ιδεαλισμός της σειράς και που μπορεί να φέρει μόνο τον εφησυχασμό, λάθη και ενδεχόμενες ήττες.
 
Η συνέχεια και το τέλος του άρθρου σε επόμενη ανάρτηση:
Η επιρροή των Ναζί στην εργατική τάξη
'Η Τελευταία μας Ελπίδα: Χίτλερ'


Colin Sparks, Fascism and the working class, Part 1: The German experience

Σχόλια