Αυτό το άρθρο είναι η εισαγωγή στη συλλογή Fighting Fascism: How to Struggle and How To Win (Παλεύοντας το Φασισμό: Πώς να Αγωνίζεσαι και Πώς να Νικάς) από τη Γερμανίδα Μαρξίστρια Κλάρα Τσέτκιν που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ (Haymarket Books, 2017).
Σπάνια θα βρει κάνεις μια λέξη τόσο πολυσυζητημένη, αλλά και τόσο λίγο κατανοητή, όσο ο φασισμός. Για πολλούς η λέξη φασίστας είναι απλά μια προσβολή που απευθύνεται ενάντια σε ιδιαίτερα αποκρουστικά και αντιδραστικά άτομα ή κινήματα. Επίσης χρησιμοποιείται συνήθως σαν πολιτική περιγραφή των δεξιών στρατιωτικών δικτατοριών.
Ο όρος πήρε νέα σημασία κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016, στις οποίες ο τελικός νικητής Ντόναλντ Τραμπ παρομοιάζονταν με τον Μπενίτο Μουσολίνι και με άλλους φασίστες ηγέτες. "Οι συγκρίσεις με φασίστες δεν είναι κάτι καινούριο στην Αμερικάνικη πολιτική", έγραφε ένα άρθρο των New York Times στις 28 Μάη του 2016. "Αλλά με τον κ.Τράμπ αυτές οι συγκρίσεις έχουν ξεφύγει από το περιθώριο κι έχουν γίνει κομμάτι του κυρίαρχου λόγου και στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό.
Παρότι αυτές οι συγκρίσεις είναι τραβηγμένες και ανακριβείς, όλοι οι ισχυρισμοί περί φασισμού πρέπει να εξετάζονται σοβαρά. Οι εργαζόμενοι και οι καταπιεσμένοι έχουν κάθε λόγο να φοβούνται τον ενδημικό ρατσισμό, την κατάργηση των εργατικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τη βάρβαρη καταστολή και τις μαζικές δολοφονίες που χαρακτηρίζουν το φασισμό.
Και παρότι σε κάποιο επίπεδο μπορούν αναμφισβήτητα να βρεθούν ομοιότητες ανάμεσα στα περισσότερα δεξιά κινήματα και καθεστώτα, ο ίδιος ο φασισμός είναι ένα πολύ συγκεκριμένο φαινόμενο, με μοναδικό χαρακτήρα. Η κατανόηση του χαρακτήρα και της δυναμικής του φασισμού δεν είναι απλά μια ακαδημαϊκή άσκηση. Είναι απολύτως απαραίτητη για να ξέρεις να τον πολεμήσεις.
Αυτό το μικρό βιβλίο, που περιέχει την αναφορά και την απόφαση της Κλάρας Τσέτκιν σε μια συνάντηση της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1923, παρουσιάζει μια εκτεταμένη ανάλυση αυτού που ήταν τότε κάτι εντελώς καινούριο στην παγκόσμια σκηνή.
Πολλοί αναγνώστες θα εκπλαγούν από τη διαύγεια και τη διορατικότητα της εκτίμησης της Τσέτκιν, που διατυπώθηκε σε μία περίοδο κατά την οποία η ανάδυση του φασισμού παρέμενε ακόμα ένα μυστήριο για τις περισσότερους παρατηρητές. Επανεξετάζοντας αυτή την εκτίμηση σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει ότι κατορθώνει να δώσει μια συνοπτική περιγραφή, και μάλιστα από τόσο νωρίς, μιας συνεπούς μαρξιστικής θέσης για τη φύση του φασισμού και για το πώς παλεύεται.
Η ανάδυση του φασισμού
Η προέλευση του φασισμού μπορεί να βρεθεί στην Ιταλία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οργανωμένοι από τον Μπενίτο Μουσολίνι κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κοινωνικής κρίσης το 1919, οι Fasci Italiani di Combattimento δημιουργήθηκαν σαν αντίδραση στην αυξανόμενη κίνηση του προλεταριάτου, δηλαδή της κοινωνικής τάξης εκείνων που εξαρτώνται από την πώληση της εργατικής τους δύναμης για να εξασφαλίσουν τα μέσα συντήρησής τους.Εκείνη την περίοδο οι ιταλοί εργάτες, εμπνευσμένοι από τη νίκη της Ρωσικής Επανάστασης και μπουχτισμένοι από τη μεταπολεμική κρίση του ιταλικού καπιταλισμού, προχώρησαν σε μαχητικούς αγώνες. Σε όλα τα στρώματα της ιταλικής κοινωνίας, υπήρχαν υψηλές προσδοκίες ότι το ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα - τότε μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς - ήταν στα πρόθυρα μπροστά στο να πάρει την εξουσία.
Η έκρηξη του προλεταριάτου έφτασε στο υψηλότερο σημείο της το Σεπτέμβρη του 1920. Εκείνο το μήνα πάνω από μισό εκατομμύριο εργάτες, με επικεφαλής τους μεταλλεργάτες, κατέλαβαν τα εργοστάσια σε όλη την Ιταλία. Οι εργάτες άρχισαν να οργανώνουν την παραγωγή κάτω από την ηγεσία των εργατικών συμβουλίων και σε πολλά μέρη σχημάτισαν Κόκκινες Φρουρές για να υπερασπιστούν τα κατειλημμένα εργοστάσια. Οι απεργίες απλώθηκαν στους σιδηροδρόμους και σε άλλους χώρους δουλειάς, και πολλοί φτωχοί αγρότες και αγρεργάτες προχώρησαν σε καταλήψεις γης. Θερμές εκκλήσεις έγιναν προς τους στρατιώτες, τους συντρόφους εργάτες με στολή, να αρνηθούν να υπακούσουν οποιαδήποτε διαταγή για επίθεση στα εργοστάσια. Μπροστά σ' αυτό το φαινομενικά ασταμάτητο κύμα, η καπιταλιστική τάξη και η κυβέρνησή της παρέλυσαν από το φόβο και την αναποφασιστικότητα. Μια επαναστατική κατάσταση ξετυλίγονταν και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας βρίσκονταν στην ατζέντα.
Αλλά το ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και η κυρίαρχη συνδικαλιστική ομοσπονδία, που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του, αρνήθηκαν να δουν αυτό το επαναστατικό κίνημα που κρατούσε ήδη ένα μήνα ως κάτι παραπάνω από έναν απλό συνδικαλιστικό αγώνα. Με μια τέτοια νοοτροπία, η ηγεσία του συνδικάτου έδωσε τελικά διαταγή τους εργάτες να εγκαταλείψουν τα εργοστάσια σε αντάλλαγμα για ένα πακέτο δελεαστικών αλλά κούφιων υποσχέσεων των καπιταλιστών -που τότε ήταν πρόθυμοι να υπογράψουν οτιδήποτε υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να πάρουν πίσω τα εργοστάσιά τους. Οι Ιταλοί εργαζόμενοι, που ελπίζανε και περίμεναν ότι το τέλος της καπιταλιστικής κυριαρχίας ήταν κοντά, εγκατέλειψαν τα εργοστάσια με βαριά καρδιά.
Η αποτυχία του κινήματος καταλήψεων των εργοστασίων γέμισε με απογοήτευση την εργατική τάξη. Οι φασίστες αύξησαν τις στρατολογίες τους και εξαπέλυσαν ένα κλιμακούμενο κύμα επιθέσεων ενάντια στο εργατικό κίνημα, δεχόμενοι όλο και περισσότερη χρηματοδότηση από κορυφαίους καπιταλιστές και προστασία από την αστυνομία και άλλους τομείς του ιταλικού κράτους. Το 1921 και το 1922 αρκετές εκατοντάδες εργάτες και αγρότες δολοφονήθηκαν σε φασιστικές "τιμωρητικές εξορμήσεις". Εκατοντάδες εργατικά κέντρα και γραφεία συνδικάτων καταστράφηκαν.
Λαμβάνοντας γρήγορα το χαρακτήρα ενός μαζικού κινήματος, οι φασίστες μπόρεσαν να πάρουν τον έλεγχο της κυβέρνησης στα τέλη Οκτώβρη του 1922, με το Μουσολίνι να γίνεται πρωθυπουργός. Μόλις βρέθηκε στην εξουσία, ο φασισμός φρόντισε να αποτελειώσει τα συνδικάτα και να τσακίσει μαζί και όλες τις άλλες ανεξάρτητες οργανώσεις των εργαζόμενων.
Ενθαρρυμένα από την Ιταλική φασιστική νίκη, παρόμοια κινήματα εμφανίστηκαν και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, με ισχυρότερο αυτό της Γερμανίας. Σχηματισμοί φασιστικού τύπου υπήρχαν επίσης στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Αυστρία και αλλού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου