Η Κλάρα Τσέτκιν και η πάλη ενάντια στο φασισμό

Αυτό το άρθρο είναι η εισαγωγή στη συλλογή Fighting Fascism: How to Struggle and How To Win (Παλεύοντας το Φασισμό: Πώς να Αγωνίζεσαι και Πώς να Νικάς) από τη Γερμανίδα Μαρξίστρια Κλάρα Τσέτκιν που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ (Haymarket Books, 2017).


Σπάνια θα βρει κάνεις μια λέξη τόσο πολυσυζητημένη, αλλά και τόσο λίγο κατανοητή, όσο ο φασισμός. Για πολλούς η λέξη φασίστας είναι απλά μια προσβολή που απευθύνεται ενάντια σε ιδιαίτερα αποκρουστικά και αντιδραστικά άτομα ή κινήματα. Επίσης χρησιμοποιείται συνήθως σαν πολιτική περιγραφή των δεξιών στρατιωτικών δικτατοριών. 


Ο όρος πήρε νέα σημασία κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016, στις οποίες ο τελικός νικητής Ντόναλντ Τραμπ παρομοιάζονταν με τον Μπενίτο Μουσολίνι και με άλλους φασίστες ηγέτες. "Οι συγκρίσεις με φασίστες δεν είναι κάτι καινούριο στην Αμερικάνικη πολιτική", έγραφε ένα άρθρο των New York Times στις 28 Μάη του 2016. "Αλλά με τον κ.Τράμπ αυτές οι συγκρίσεις έχουν ξεφύγει από το περιθώριο κι έχουν γίνει κομμάτι του κυρίαρχου λόγου και στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό.

Παρότι αυτές οι συγκρίσεις είναι τραβηγμένες και ανακριβείς, όλοι οι ισχυρισμοί περί φασισμού πρέπει να εξετάζονται σοβαρά. Οι εργαζόμενοι και οι καταπιεσμένοι έχουν κάθε λόγο να φοβούνται τον ενδημικό ρατσισμό, την κατάργηση των εργατικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τη βάρβαρη καταστολή και τις μαζικές δολοφονίες που χαρακτηρίζουν το φασισμό.

Και παρότι σε κάποιο επίπεδο μπορούν αναμφισβήτητα να βρεθούν ομοιότητες ανάμεσα στα περισσότερα δεξιά κινήματα και καθεστώτα, ο ίδιος ο φασισμός είναι ένα πολύ συγκεκριμένο φαινόμενο, με μοναδικό χαρακτήρα. Η κατανόηση του χαρακτήρα και της δυναμικής του φασισμού δεν είναι απλά μια ακαδημαϊκή άσκηση. Είναι απολύτως απαραίτητη για να ξέρεις να τον πολεμήσεις.

Αυτό το μικρό βιβλίο, που περιέχει την αναφορά και την απόφαση της Κλάρας Τσέτκιν σε μια συνάντηση της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1923, παρουσιάζει μια εκτεταμένη ανάλυση αυτού που ήταν τότε κάτι εντελώς καινούριο στην παγκόσμια σκηνή.

Πολλοί αναγνώστες θα εκπλαγούν από τη διαύγεια και τη διορατικότητα της εκτίμησης της Τσέτκιν, που διατυπώθηκε σε μία περίοδο κατά την οποία η ανάδυση του φασισμού παρέμενε ακόμα ένα μυστήριο για τις περισσότερους παρατηρητές. Επανεξετάζοντας αυτή την εκτίμηση σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει ότι κατορθώνει να δώσει μια συνοπτική περιγραφή, και μάλιστα από τόσο νωρίς, μιας συνεπούς μαρξιστικής θέσης για τη φύση του φασισμού και για το πώς παλεύεται.


Η ανάδυση του φασισμού

Η προέλευση του φασισμού μπορεί να βρεθεί στην Ιταλία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οργανωμένοι από τον Μπενίτο Μουσολίνι κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κοινωνικής κρίσης το 1919, οι Fasci Italiani di Combattimento δημιουργήθηκαν σαν αντίδραση στην αυξανόμενη κίνηση του προλεταριάτου, δηλαδή της κοινωνικής τάξης εκείνων που εξαρτώνται από την πώληση της εργατικής τους δύναμης για να εξασφαλίσουν τα μέσα συντήρησής τους.

Εκείνη την περίοδο οι ιταλοί εργάτες, εμπνευσμένοι από τη νίκη της Ρωσικής Επανάστασης και μπουχτισμένοι από τη μεταπολεμική κρίση του ιταλικού καπιταλισμού, προχώρησαν σε μαχητικούς αγώνες. Σε όλα τα στρώματα της ιταλικής κοινωνίας, υπήρχαν υψηλές προσδοκίες ότι το ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα - τότε μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς - ήταν στα πρόθυρα μπροστά στο να πάρει την εξουσία.

Η έκρηξη του προλεταριάτου έφτασε στο υψηλότερο σημείο της το Σεπτέμβρη του 1920. Εκείνο το μήνα πάνω από μισό εκατομμύριο εργάτες, με επικεφαλής τους μεταλλεργάτες, κατέλαβαν τα εργοστάσια σε όλη την Ιταλία. Οι εργάτες άρχισαν να οργανώνουν την παραγωγή κάτω από την ηγεσία των εργατικών συμβουλίων και σε πολλά μέρη σχημάτισαν Κόκκινες Φρουρές για να υπερασπιστούν τα κατειλημμένα εργοστάσια. Οι απεργίες απλώθηκαν στους σιδηροδρόμους και σε άλλους χώρους δουλειάς, και πολλοί φτωχοί αγρότες και αγρεργάτες προχώρησαν σε καταλήψεις γης. Θερμές εκκλήσεις έγιναν προς τους στρατιώτες, τους συντρόφους εργάτες με στολή, να αρνηθούν να υπακούσουν οποιαδήποτε διαταγή για επίθεση στα εργοστάσια. Μπροστά σ' αυτό το φαινομενικά ασταμάτητο κύμα, η καπιταλιστική τάξη και η κυβέρνησή της παρέλυσαν από το φόβο και την αναποφασιστικότητα. Μια επαναστατική κατάσταση ξετυλίγονταν και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας βρίσκονταν στην ατζέντα.

Αλλά το ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και η κυρίαρχη συνδικαλιστική ομοσπονδία, που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του, αρνήθηκαν να δουν αυτό το επαναστατικό κίνημα που κρατούσε ήδη ένα μήνα ως κάτι παραπάνω από έναν απλό συνδικαλιστικό αγώνα. Με μια τέτοια νοοτροπία, η ηγεσία του συνδικάτου έδωσε τελικά διαταγή τους εργάτες να εγκαταλείψουν τα εργοστάσια σε αντάλλαγμα για ένα πακέτο δελεαστικών αλλά κούφιων υποσχέσεων των καπιταλιστών -που τότε ήταν πρόθυμοι να υπογράψουν οτιδήποτε υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να πάρουν πίσω τα εργοστάσιά τους. Οι Ιταλοί εργαζόμενοι, που ελπίζανε και περίμεναν ότι το τέλος της καπιταλιστικής κυριαρχίας ήταν κοντά, εγκατέλειψαν τα εργοστάσια με βαριά καρδιά.

Η αποτυχία του κινήματος καταλήψεων των εργοστασίων γέμισε με απογοήτευση την εργατική τάξη. Οι φασίστες αύξησαν τις στρατολογίες τους και εξαπέλυσαν ένα κλιμακούμενο κύμα επιθέσεων ενάντια στο εργατικό κίνημα, δεχόμενοι όλο και περισσότερη χρηματοδότηση από κορυφαίους καπιταλιστές και προστασία από την αστυνομία και άλλους τομείς του ιταλικού κράτους. Το 1921 και το 1922 αρκετές εκατοντάδες εργάτες και αγρότες δολοφονήθηκαν σε φασιστικές "τιμωρητικές εξορμήσεις". Εκατοντάδες εργατικά κέντρα και γραφεία συνδικάτων καταστράφηκαν.

Λαμβάνοντας γρήγορα το χαρακτήρα ενός μαζικού κινήματος, οι φασίστες μπόρεσαν να πάρουν τον έλεγχο της κυβέρνησης στα τέλη Οκτώβρη του 1922, με το Μουσολίνι να γίνεται πρωθυπουργός. Μόλις βρέθηκε στην εξουσία, ο φασισμός φρόντισε να αποτελειώσει τα συνδικάτα και να τσακίσει μαζί και όλες τις άλλες ανεξάρτητες οργανώσεις των εργαζόμενων. 

Ενθαρρυμένα από την Ιταλική φασιστική νίκη, παρόμοια κινήματα εμφανίστηκαν και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, με ισχυρότερο αυτό της Γερμανίας. Σχηματισμοί φασιστικού τύπου υπήρχαν επίσης στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Αυστρία και αλλού.



Αναγνωρίζοντας ένα νέο φαινόμενο

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα νέα κοινωνικά φαινόμενα, ο φασισμός δεν ήταν άμεσα εμφανές τι αφορούσε. Αρχικά, πολλοί έτειναν να τσουβαλιάζουν το φασισμό μαζί με άλλες περιπτώσεις αντεπαναστατικής βίας και τρομοκρατίας.

Στα χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτού του είδους η τρομοκρατία ήταν πράγματι ευρέως διαδεδομένη. Στην Ουγγαρία, την επομένη μιας ηττημένης επανάστασης που κράτησε για λίγο την εξουσία το 1919 έγιναν 5.000 εκτελέσεις και 75.000 φυλακίσεις. Στη Φινλανδία, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμος, ο απολογισμός ήταν 10.000 πυροβολισμοί και 100.000 εξόριστοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παρόμοιες περιπτώσεις που έγιναν γνωστές ως "λευκή τρομοκρατία" παρατηρήθηκαν και σε άλλες χώρες.
  
Ενώ η χρήση αντεπαναστατικής βίας από τους ιταλούς φασίστες ήταν ασφαλώς ανάλογη, το φαινόμενο του φασισμού περιελάμβανε κάτι περισσότερο. Η αποκάλυψη της πραγματικής φύσης του ήταν ένα έργο που έπεσε στην Κομμουνιστική Διεθνή.
Η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν), που ιδρύθηκε το 1919 υπό την επίδραση της Ρώσικης Επανάστασης, ήταν κάτι εντελώς καινούριο: ήταν μια κίνηση αφιερωμένη στη συζήτηση για το πώς η εργατική τάξη θα μπορούσε να ανατρέψει την καπιταλιστική κυριαρχία και πώς χρειάζεται να οργανωθεί για να το πετύχει. Κάτω από την ηγεσία του Λένιν, τα συνέδρια και οι συναντήσεις της Κομιντέρν ήταν σχολεία επαναστατικής πολιτικής.
Η Κομιντέρν έκανε την πρώτη οργανωμένη της συζήτηση για το φασισμό στο τέταρτο συνέδριό της το Νοέμβρη του 1922. Ωστόσο, δεν ήταν ιδιαίτερα αποδοτική. Μια αναφορά του ιταλού κομμουνιστή Αμαντέο Μπορντίγκα, ενώ περιέγραφε σημαντικές πτυχές του κινήματος του Μουσολίνι στην Ιταλία, ήταν λιγότερο επιτυχής στην αποκάλυψη της φύσης του φασισμού, ενώ υπερτόνιζε τις ομοιότητες ανάμεσα στο φασισμό και την αστική δημοκρατία και προέβλεπε ότι ο ιταλικός φασισμός δεν θα κρατούσε για πολύ. Ούτε η αναφορά του Μπορντίγκα ούτε η συζήτηση που ακολούθησε έδωσαν μεγάλη προσοχή στην πάλη ενάντια στο φασισμό.

Αντιλαμβανόμενοι ότι δεν είχαν ακόμη εξετάσει το θέμα σε βάθος, τον Ιούνιο του 1913 οι ηγέτες της Κομιντέρν επανήλθαν στο ίδιο ζήτημα. Ο χώρος ήταν η Τρίτη Διευρυμένη Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το πρόσωπο-κλειδί σ' αυτή την προσπάθεια ήταν η Κλάρα Τσέτκιν, που έδωσε την αναφορά σε εκείνη τη συνεδρίαση και που συνέταξε την απόφαση που αυτή υιοθέτησε.


Κλάρα Τσέτκιν

66 ετών το 1923, η Κλάρα Τσέτκιν ήταν από τους πιο εξέχουσες βετεράνες αγωνίστριες της Κόμιντερν. Ήτανε μια μοναδική φιγούρα στο διεθνές επαναστατικό κίνημα.
Το 1878, σε ηλικία 21 ετών, η Τσέτσκιν εντάχθηκε στο σοσιαλιστικό κίνημα στη Γερμανία. 

Ήτανε η χρονιά κατά την οποίο θεσπίστηκαν οι Αντισοσιαλιστικοί νόμοι στη Γερμανία, που καθιστούσαν τη δημόσια υπεράσπιση του σοσιαλισμού έγκλημα και την ένταξη στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) παράνομη. Αλλά η Τσέτκιν δεν υπέκυπτε στον εκφοβισμό. Εξόριστη για αρκετά χρόνια, συμμετείχε ακόμα πιο δραστήρια στο επαναστατικό κίνημα και έγινε κορυφαία ακτιβίστρια του κόμματος. Το 1891 άρχισε να επεξεργάζεται την Die Gleichheit (Ισότητα), την εφημερίδα του SPD που απευθύνονταν στις γυναίκες.

Το 1907 ήταν κεντρική ιδρυτική ηγέτιδα του διεθνούς σοσιαλιστικού γυναικείου κινήματος. Μια από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες του κινήματος ήταν η καθιέρωση της 8 Μάρτη ως Παγκόσμιας Μέρας των Γυναικών, μια απόφαση που πάρθηκε στη συνδιάσκεψη του 1910.

Συνεργάτρια της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η Τσέτκιν ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του SPD. 

Το 1914 όταν το κόμμα πρόδωσε τις σοσιαλιστικές αρχές του, υποστηρίζοντας ανοιχτά την πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τσέτκιν δεν ακολούθησε τη διακήρυξη του κόμματος για "κοινωνική ειρήνη" με το γερμανικό καπιταλισμό όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος, και πέρασε στην ενεργή αντιπολίτευση. Έγινε μέλος της παράνομης Ένωσης Σπάρτακος που οργανώθηκε στη διάρκεια του πολέμου και συνελήφθη αρκετές φορές για αντιπολεμικές δραστηριότητες. Το 1918 η Ένωση Σπάρτακος βοήθησε στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος, του οποίου η Τσέτκιν έγινε ηγέτιδα.
Μετά τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ, του Λίμπκνεχτ και άλλων, στις αρχές του 1919, η Τσέτκιν έφτασε να παίζει ηγετικό ρόλο συνολικά μέσα στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Μπορεί η Τσέτκιν να είναι πιο γνωστή για το ρόλο που διαδραμάτισε για δεκαετίες ως η κεντρική φιγούρα του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού γυναικείου κινήματος, όμως ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν μια ολοκληρωμένη πολιτική ηγέτιδα ικανή να κάνει βαθιές πολιτικές αναλύσεις και να βγάζει τα πρακτικά τους συμπεράσματα, όπως έδειξε η αναφορά της για το φασισμό το 1923.

Τα χαρακτηριστικά του φασισμού

Σ' αυτή την αναφορά η Τσέτκιν επισήμανε τα κύρια χαρακτηριστικά του φασισμού:

■ Η εμφάνιση του φασισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική κρίση του καπιταλισμού και την παρακμή των θεσμών του. Αυτή η κρίση χαρακτηρίζεται από κλιμακούμενες επιθέσεις εναντίον της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας που συμπιέζονται όλο και περισσότερο και προλεταριοποιούνται.  

"Ο φασισμός έχει, πράγματι, τις ρίζες του στη διάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας και του αστικού κράτους ... Ο πόλεμος κατέστρεψε την καπιταλιστική οικονομία απ' τα θεμέλιά της. Αυτό είναι εμφανές όχι μόνο στην τρομακτική εξαθλίωση του προλεταριάτου, αλλά και στην προλεταριοποίηση πολύ πλατιών μικροαστικών και μεσοαστικών μαζών".

■ Η άνοδος του φασισμού βασίζεται στην αποτυχία του προλεταριάτου να δώσει λύση στην κοινωνική κρίση του καπιταλισμού, αναλαμβάνοντας την εξουσία και αρχίζοντας την αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Αυτή η αποτυχία της ηγεσίας της εργατικής τάξης γεννά την αποθάρρυνση μεταξύ των εργαζομένων και εκείνων των δυνάμεων μέσα στην κοινωνία που προσέβλεπαν στο προλεταριάτο και το σοσιαλισμό ως μια διέξοδο από την κρίση.

Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις, παρατηρούσε η Τσέτκιν, έλπιζαν ότι "ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να επιφέρει μια παγκόσμια αλλαγή. Αυτές οι προσδοκίες διαψεύστηκαν οδυνηρά.... Και χάσανε την πίστη τους όχι μόνο στους ρεφορμιστές ηγέτες αλλά και στον ίδιο τον σοσιαλισμό".  

■ Ο φασισμός αποκτά μαζικό χαρακτήρα, με την ιδιαίτερη έκκληση που απευθύνει στα μικροαστικά στρώματα που απειλούνται από την παρακμή της καπιταλιστικής τάξης.

Η καπιταλιστική παρακμή έχει ως αποτέλεσμα την "προλεταριοποίηση πολύ πλατιών μικροαστικών και μεσοαστικών μαζών, τις καταστροφικές συνθήκες μεταξύ των μικρών αγροτών και τη ζοφερή αγωνία της "διανόησης"... Αυτό που τους βαραίνει πάνω απ 'όλα είναι η έλλειψη ασφάλειας για τη βασική ύπαρξή τους". 

■ Για να κερδίσει την υποστήριξη από αυτά τα στρώματα, ο φασισμός χρησιμοποιεί αντικαπιταλιστική δημαγωγία.

"Οι μάζες κατά χιλιάδες συνέρρευσαν στο φασισμό. Έγινε ένα άσυλο για όλους τους πολιτικά άστεγους, τους κοινωνικά ξεριζωμένους, τους άπορους, τους απελπισμένους... Η μικροαστική τάξη και οι ενδιάμεσες κοινωνικές δυνάμεις αρχικά αμφιταλαντεύονται αναποφάσιστες ανάμεσα στα δύο ισχυρά ιστορικά στρατόπεδα, το προλεταριάτο και την αστική τάξη. Τα βάσανα της ζωής, εν μέρει και οι ευγενείς επιθυμίες και τα υψηλά ιδανικά της ψυχής τους, τούς κάνουν να συμπάσχουν με το προλεταριάτο, όσο αυτό συμπεριφέρεται επαναστατικά και φαίνεται να έχει προοπτικές να νικήσει. Κάτω από την πίεση των μαζών και των αναγκών τους, και επηρεασμένοι απ' αυτή την κατάσταση, ακόμα και οι φασίστες ηγέτες αναγκάζονται τουλάχιστο να φλερτάρουν με το επαναστατικό προλεταριάτο, παρότι δε νιώθουν καμία συμπάθεια γι' αυτό".

■ Η φασιστική ιδεολογία ανυψώνει το έθνος και το κράτος πάνω από όλες τις ταξικές αντιφάσεις και τα ταξικά συμφέροντα.

"Αυτό που οι μάζες έπαψαν πλέον να ελπίζουν από την επαναστατική προλεταριακή τάξη και από τον σοσιαλισμό, ελπίζανε τώρα ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί με τα πιο ικανά, δυνατά, αποφασιστικά και τολμηρά στοιχεία κάθε κοινωνικής τάξης. Όλες αυτές οι δυνάμεις πρέπει να ενωθούν σε μία κοινότητα. Και αυτή η κοινότητα, για τους φασίστες, είναι το έθνος ... Το όργανο για την επίτευξη των φασιστικών ιδανικών είναι για αυτούς το κράτος. Ένα ισχυρό και αυταρχικό κράτος που θα είναι η δικό τους δημιούργημα και πειθήνιο όργανο. Αυτό το κράτος θα υψωθεί πάνω από όλες τις ταξικές και κομματικές διαφορές".

■ Η ιδεολογία του εθνικού σοβινισμού χρησιμοποιείται από τους φασιστές ηγέτες ως κάλυψη για την υποκίνηση του μιλιταρισμού και του ιμπεριαλιστικού πολέμου.  
"Οι ένοπλες δυνάμεις [της φασιστικής Ιταλίας] έπρεπε να υπηρετούν μόνο την υπεράσπιση της πατρίδας. Αυτή ήταν η υπόσχεση. Αλλά το ανερχόμενο μέγεθος του στρατού και το τεράστιο εύρος των εξοπλισμών προσανατολίζονται σε μεγάλες ιμπεριαλιστικές περιπέτειες.... Εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες έχουν εγκριθεί για τη βαριά βιομηχανία για να κατασκευαστούν τα πιο σύγχρονα μηχανήματα και δολοφονικά εργαλεία θανάτου".

■ Βασικό χαρακτηριστικό του φασισμού είναι η χρήση οργανωμένης βίας από τάγματα εφόδου κατά της εργατικής τάξης, με σκοπό να τσακιστεί κάθε ανεξάρτητη προλεταριακή δραστηριότητα.

Στην Ιταλία, οι δυνάμεις του Μουσολίνι επιδόθηκαν στην "άμεση, αιματηρή τρομοκρατία", επεσήμανε η Τσέτκιν. Ξεκινώντας από τις αγροτικές περιοχές, οι φασίστες "ξεχύθηκαν ενάντια στους προλετάριους της υπαίθρου, οι οργανώσεις των οποίων καταστράφηκαν και πυρπολήθηκαν και οι ηγέτες τους δολοφονήθηκαν". "Αργότερα η φασιστική τρομοκρατία επεκτάθηκε ενάντια στους προλετάριους των μεγάλων πόλεων".

■ Η ιδεολογία του ρατσισμού και της ρατσιστικής κατασκευής αποδιοπομπαίων τράγων είναι το κεντρικό μήνυμα του φασισμού. Ενώ η πτυχή αυτή δεν ήταν ακόμη απολύτως σαφής το 1923, η Τσέτκιν επισήμανε, ωστόσο, πώς στη Γερμανία "το φασιστικό πρόγραμμα εξαντλείται στη φράση 'χτύπησε τους Εβραίους'".

■ Σε ένα ορισμένο σημείο, σημαντικά τμήματα της καπιταλιστικής τάξης αρχίζουν να υποστηρίζουν και να χρηματοδοτούν το φασιστικό κίνημα, βλέποντάς το ως έναν τρόπο να αντιμετωπίσουν την απειλή της προλεταριακής επανάστασης.

"Η αστική τάξη δεν μπορεί πλέον να βασιστεί στα κανονικά μέσα βίας του κράτους της για να εξασφαλίσει την ταξική της κυριαρχία. Για το λόγο αυτό χρειάζεται ένα εξωδικαστικό και μη κρατικό εργαλείο εξουσίας. Αυτό προσφέρεται από την ετερόκλητη συνάθροιση που συγκροτεί το φασιστικό όχλο. "Οι καπιταλιστές χρηματοδοτούσαν ανοιχτά τη φασιστική τρομοκρατία, υποστηρίζοντάς την με χρήματα και με άλλους τρόπους ".

■ Μόλις βρεθεί στην εξουσία, ο φασισμός τείνει να γίνει γραφειοκρατικός και απομακρύνεται από τις παλαιότερες δημαγωγικές του εκκλήσεις, που θα οδηγούσαν σε μια αναζωπύρωση των ταξικών αντιφάσεων και της ταξικής πάλης.

"Υπάρχει μια καταφανής αντίφαση ανάμεσα σε αυτά που υποσχέθηκε ο φασισμός και σ' αυτά που έδωσε στις μάζες. Όλα τα λόγια για το πώς το φασιστικό κράτος θα θέσει τα συμφέροντα του έθνους πάνω από όλα, μόλις εκτέθηκαν στον αέρα της πραγματικότητας, έσκασαν σαν σαπουνόφουσκα. Το 'έθνος' αποκαλύφθηκε ότι ήταν η ίδια αστική τάξη. Το ιδανικό φασιστικό κράτος αποκαλύφθηκε ότι είναι η χυδαίο, αδίστακτο αστικό ταξικό κράτος ... Οι ταξικές αντιθέσεις είναι πιο δυνατές από όλες τις ιδεολογίες που αρνούνται την ύπαρξή τους".

Σχόλια