Ιμπεριαλισμός και Πόλεμος

Κρις Χάρμαν, Η Οικονομία του Τρελοκομείου, Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και η κρίση του Μεσοπόλεμου (Εκδόσεις "Εργατική Δημοκρατία")

Τα μακρόχρονα προβλήματα του καπιταλισμού ήταν ήδη ορατά τουλάχιστον έναν αιώνα πριν. Φάνηκαν κατά τη διάρκεια της "Μεγάλης Ύφεσης" της δεκαετίας του 1880 όταν ο Κάρνεγκι διαμαρτύρονταν για την αδυναμία αντιμετώπισης των κρίσεων. Ήταν ορατά και πάλι κατά τη δεκαετία του 1930, όταν κάποιοι σχολιαστές μιλούσαν για την "τελική κρίση" του καπιταλισμού. Και στις δυο περιπτώσεις καπιταλιστές και εργάτες βρέθηκαν να περιμένουν μια ανάκαμψη που φαινόταν ότι δεν θα ερχόταν ποτέ.

Κι όμως. Ο καπιταλισμός όχι μόνο ανέκαμψε και στις δυο περιπτώσεις, αλλά στην περίοδο που ακολούθησε την ύφεση αποδείχθηκε πιο δυναμικός από πολλές άλλες περιόδους στην ιστορία του. Αυτό ήταν ιδιαίτερα φανερό με την επέκταση που έγινε από τη δεκαετία του 1940 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ήταν η λεγόμενη "μακρά άνθηση" που σήμανε τη μεγαλύτερη και πιο έντονη περίοδο επέκτασης στην ιστορία του συστήματος.

Αυτές οι εμπειρίες οδήγησαν διάφορους, τόσο στις αρχές του αιώνα όσο και στη δεκαετία του 1960, να ισχυριστούν ότι ο καπιταλισμός σταδιακά παραχωρούσε τη θέση του σε μια καλύτερη μορφή κοινωνίας, που δεν βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης, που δεν χρειαζόταν να περνάει από διαδοχικές κρίσεις και δεν θα οδηγούσε σε πιο οξείες ταξικές αντιπαραθέσεις.

Στην πραγματικότητα και στις δυο περιπτώσεις ο καπιταλισμός ανακάλυψε νέους μηχανισμούς για να αντισταθμίσει την τάση που έχουν οι κρίσεις να γίνονται βαθύτερες. Αλλά αυτά ήταν προσωρινά μέτρα και, όταν τα αποτελέσματά τους ξεθώριασαν, οι κρίσεις επανεμφανίστηκαν πιο έντονα απ' ότι ποτέ πριν.

Ο κύριος μηχανισμός που υιοθετήθηκε από τον καπιταλισμό στο τέλος του περασμένου αιώνα ήταν η επέκταση πέρα από τα αρχικά κέντρα του συστήματος στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, μια διαδικασία που έγινε γνωστή με τον όρο "ιμπεριαλισμός".

Στις δεκαετίες του 1870 και του 1880 οι κύριες καπιταλιστικές δυνάμεις άρχισαν να εξαπλώνουν και να σταθεροποιούν τον έλεγχό τους στον υπόλοιπο κόσμο. Οι βρετανικές κυβερνήσεις επέκτειναν την παλιά βρετανική αυτοκρατορία έτσι ώστε να προσαρτήσουν το ένα τρίτο περίπου της επιφάνειας της γης, συμπεριλαμβάνοντας τη μισή Αφρική, όλη την Ινδική ήπειρο και μεγάλο κομμάτι της Μέσης Ανατολής. Οι γαλλικές κυβερνήσεις άρπαξαν την Ινδοκίνα και το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Αφρικής, ενώ άρχισαν να κυριαρχούν και στο Λίβανο (παρότι αυτός ήταν ακόμα τυπικά υπό τουρκικό έλεγχο). Οι ΗΠΑ άρπαξαν τις Φιλιππίνες από την Ισπανία και πήραν υπό τον έλεγχό τους τις τυπικά ανεξάρτητες χώρες της Κούβας και της Κεντρικής Αμερικής. Η Ολλανδία απλώθηκε από τη βάση της στην Ιάβα για να αρπάξει όλη τη σημερινή Ινδονησία. Το Βέλγιο πήρε το Κονγκό (το σημερινό Ζαΐρ. Η Ιταλία άρπαξε την Τρίπολη (τη σημερινή Λιβύη) και τη Σομαλία. Η Γερμανία άρχισε να ονειρεύεται μια δική της αποικιακή αυτοκρατορία αποικίζοντας την Ταγκανίκα (τη σημερινή Τανζανία) και τη Νοτιοδυτική Αφρική (σήμερα Ναμίμπια) και προσπάθησε να αποκτήσει βάση στη Βόρεια Αφρική. Όλες οι κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις απέκτησαν ζώνες επιρροής στην Κίνα, διαιρώντας ουσιαστικά τη χώρα μεταξύ τους. Το 1914 η μόνη χώρα στην Αφρική που παρέμενε ανεξάρτητη ήταν η Αιθιοπία, ενώ στην Ασία, εκτός από τη διαιρεμένη Κίνα, μόνο το Αφγανιστάν και η Ταϊλάνδη δεν κυβερνιόταν απευθείας από την Ευρώπη.

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δημιούργησαν αυτές τις αυτοκρατορίες γιατί οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοί τους πίστευαν ότι εκεί θα έβρισκαν μια πηγή τεράστιων κερδών. Θεώρησαν τον έλεγχο ολόκληρων γεωγραφικών περιοχών σαν το κλειδί για να αποκτήσουν φθηνές πρώτες ύλες και για να κερδίσουν έτσι πλεονέκτημα έναντι των άλλων καπιταλιστικών χωρών.

Η διεθνής διπλωματία επικεντρώθηκε στον αγώνα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων να εγκαθιδρύσουν αποικίες στη Αφρική και την Ασία και να ασκήσουν επιρροή πάνω σε τυπικά ανεξάρτητες κυβερνήσεις στη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη. Αυτές οι δυνάμεις που είχαν αυτοκρατορίες επιδίωξαν να τις ισχυροποιήσουν χτίζοντας στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτές που δεν είχαν αυτοκρατορίες επιδίωξαν να αποσπάσουν αποικίες και επιρροή απ' αυτές που είχαν. Και, όταν ήρθε η κρίσιμη στιγμή, δεν δίστασαν να διεξάγουν παγκόσμιο πόλεμο μεταξύ τους: η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία από τη μία και η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία από την άλλη.

Μερικοί επίσημοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ο αγώνας δρόμου για την απόκτηση αποικιών προκλήθηκε από μη οικονομικά κίνητρα. Αλλά αυτή η άποψη αγνοεί το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1880 και μετά, ανάμεσα στους πιο ενθουσιώδεις οπαδούς της αποικιοκρατικής πολιτικής ήταν ακριβώς εκείνοι οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που παλιότερα αμφέβαλλαν για την αξία της. Από τη δεκαετία του 1890 κιόλας οι μισές βρετανικές επενδύσεις πήγαιναν στο εξωτερικό. Εταιρείες των οποίων τα κέρδη εξαρτώνταν από την αυτοκρατορία κυριάρχησαν στις οικονομίες της Βρετανίας (με τράπεζες σαν την Μπάρινγκς, βιομηχανικά τραστ σαν τη Γιουνιλέβερ και εταιρείες πετρελαίου σαν την Αγγλο-ιρανική -τώρα BP- και τη Shell). Της Γαλλίας (εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ) και του Βελγίου η γιγαντιαία Union Miniere). Στη Γερμανία η βαριά βιομηχανία ασκούσε αυξανόμενη πίεση στην κυβέρνηση για εξασφαλίσει μια "σφαίρα επιρροής" στα Βαλκάνια και στα απομεινάρια της Τουρκικής Αυτοκρατορίας. 

Όπως είχε πολύ σωστά τονίσει ο Έρικ Χομπσμπάουμ:
Οι ιστορικοί της πολιτικής ισχυρίζονται ότι δεν βρίσκουν οικονομικές αιτίες για τη διαίρεση του κόσμου ανάμεσα σε μια χούφτα ευρωπαϊκές δυναμείς (και τις ΗΠΑ) στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οι οικονομικοί ιστορικοί δεν έχουν τέτοια δυσκολία.

Οι υπερπόντιες επενδύσεις γίνονταν γιατί οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες επεδίωκαν ασφαλή κέρδη και φθηνές πρώτες ύλες. Αλλά είχαν ένα πολύ σημαντικό έμμεσο αποτέλεσμα στο σύστημα ως σύνολο. Αν οι μισές επενδύσεις πήγαιναν στο εξωτερικό, τότε υπήρχε μια κατά 50% μείωση στους πόρους που διατίθονταν για επενδύσεις στη μητρόπολη. Οι εταιρείες ανησυχούσαν τώρα λιγότερο ότι οι εγχώριοι ανταγωνιστές τους θα ξεκινούσαν επενδύσεις εξοικονόμησης εργασίας, αν αυτές δεν το έκαναν πρώτες. Έτσι οι συνολικές επενδύσεις δεν αυξάνονταν πλέον γρηγορότερα από το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό, μάλιστα η σχέση επένδυσης προς προϊόν έπεσε στη Βρετανία από το 2,16 το 1875-1883 στο 1,82 το 1891-1901. Το ποσοστό κέρδους ανέβηκε και η μακριά περίοδος καπιταλιστικής απαισιοδοξίας της δεκαετίας του 1880 έδωσε τη θέση της σε νέα περίοδο αισιοδοξίας και άνθησης.

Η ανεργία που είχε ανέβει πάνω από 13 ή 14% στα χρόνια της "Μεγάλης Ύφεσης" ήταν λιγότερο από 10% από το 1895 ως το 1912.

Δεν είναι τυχαίο που οι κυρίαρχες ιδέες στο νεοϊδρυθέν τότε Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία ήταν οι ιδέες της "σταδιακής" μεταρρύθμισης. Επίσης δεν είναι περίεργο ότι οι "αναθεωρητικές" και "σταδιακές" ιδέες αποκτούσαν όλο και περισσότερη επιρροή στο υποτιθέμενο "μαρξιστικό" Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Για ένα διάστημα φαινόταν, σε όποιους παρατηρούσαν μόνο την επιφάνεια, ότι ο καπιταλισμός είναι δυνατό να εξασφαλίσει ασφάλεια και αυξημένο βιοτικό επίπεδο στους εργάτες.

Αλλά η περίοδος της καπιταλιστικής "ευημερίας" δεν διήρκεσε πολύ. Ο ιμπεριαλισμός μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη φθίνουσα κερδοφορία για μια-δυο δεκαετίες. Οι ευκαιρίες για υπερπόντιες επενδύσεις τελικά άρχισαν να εξαφανίζονται και τα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν από τις υπάρχουσες επενδύσεις άρχισαν να ρέουν πάλι πίσω στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ως το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα το ποσό των κεφαλαίων που αναζητούσαν κέρδη μέσα στη Βρετανία ανέβηκε και πάλι στο επίπεδο που ήταν πριν από 20 χρόνια: η σχέση των επενδύσεων προς την εργασία στη βιομηχανία ανέβηκε, σύμφωνα με έναν υπολογισμό, από 1,92 το 1891-92 στο 2,19 το 1908-13, έφτασε δηλαδή σε ένα επίπεδο σχετικά υψηλότερο απ' ότι ήταν την παραμονή της "Μεγάλης Ύφεσης" του τέλους της δεκαετίας του 1870 και των αρχών της δεκαετίας του 1880. Δεν ήταν έτσι καθόλου περίεργο ότι άρχισαν να υπάρχουν νέα σημάδια καθοδικής πίεσης στα ποσοστά κέρδους και ότι οι κρίσεις έγιναν πιο σοβαρές, με την ανεργία να φτάνει πάλι το 15% το 1913-14.

Ταυτόχρονα, η πίεση πάνω στα καπιταλιστικά κράτη που έλεγχαν μικρές αυτοκρατορίες να πάρουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο, οδήγησε σε επανειλημμένες συγκρούσεις με τους ήδη κυρίαρχους ιμπεριαλισμούς. Το αποτέλεσμα ήταν ο πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ισπανίας για τις Φιλιππίνες και την Κούβα, ο πόλεμος μεταξύ Ιαπωνίας και Ρωσίας για την κυριαρχία στη Βόρεια Κίνα και την Κορέα το 1904-05, η σύγκρουση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας για σφαίρες επιρροής στο Μαρόκο, ο ανταγωνισμός ναυτικών εξοπλισμών μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας και τελικά η σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας για σφαίρες επιρροής στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Μια σύγκρουση που επέσπευσε το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου.

Ο ιμπεριαλισμός είχε απαλύνει την τάση του συστήματος για μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις, αλλά μόνο για μια περίοδο και μάλιστα με το τίμημα να το οδηγήσει στη φρίκη και τη σπατάλη του παγκοσμίου πολέμου. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο, οι οικονομικές κρίσεις επανεμφανίστηκαν σε μια κλίμακα μεγαλύτερη και πιο καταστρεπτική από οποτεδήποτε πριν στην ιστορία του συστήματος.

 

Σχόλια