Πριν 75 χρόνια: Η μάχη της επιστράτευσης

Λέανδρος Mπόλαρης - εργατική αλληλεγγύη 21/02/2018, No 1312
Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το μικρό μνημείο στη συμβολή των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας στο κέντρο της Αθήνας. Είναι μια μικρή μαρμάρινη επιγραφή, που αποδίδει φόρο τιμής σε δολοφονημένους διαδηλωτές στις 5 Μάρτη του 1943. Ανάμεσά τους κι ο Εδμόνδος Τορόν, Εβραίος φοιτητής του ΕΜΠ και μέλος της ΕΠΟΝ. 

Το σημείο δεν είναι τυχαίο. Στο σημερινό «ιστορικό» κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας, στεγαζόταν τότε το υπουργείο Εργασίας. Κι εκείνη την συγκλονιστική μέρα, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές/τριες πάλευαν να φτάσουν ως εκεί. Ήταν κομμάτι της συγκλονιστικής Γενικής Απεργίας που παρέλυσε τα πάντα σε Αθήνα και Πειραιά. 

Στις 19 Φλεβάρη ο στρατηγός Βίλχελμ Σπάιντελ –στρατιωτικός διοικητής νοτίου Ελλάδας τότε- υπέγραψε το διάταγμα «περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδας». Το διάταγμα πρόβλεπε ότι «Έκαστος κάτοικος της Ελλάδος 16-45 ετών, υποχρεούται εάν το απαιτήσουν οι περιστάσεις να αναλάβει υποδεικνυόμενην προς αυτόν εργασία διά τας γερμανικάς και ιταλικάς υπηρεσίας. Οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να εργάζωνται έξω του τόπου της μονίμου κατοικίας, συγκροτημένοι εις συμβιωτικάς ομάδας στρατοπέδου». 

Με άλλα λόγια, οι Ναζί «επέτασσαν» όλο τον ανδρικό πληθυσμό που μπορούσε να δουλέψει. Το Διάταγμα δεν ανέφερε ρητά ότι οι επιστρατευμένοι θα μεταφέρονταν μέχρι και τα εργοστάσια στην Γερμανία. Όμως, αυτή ήταν η γενική πεποίθηση. Η φασιστική κατοχή είχε ήδη βάλει όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις να δουλεύουν για τις παραγγελίες της. Το παραπάνω βήμα, η επιστράτευση, είχε μόνο μια πιθανή εξήγηση: οι εργάτες θα γίνονταν σκλάβοι, είτε στην Ελλάδα είτε στην Γερμανία. 

Μάχη

Οι φήμες για την επικείμενη υπογραφή του Διατάγματος κυκλοφορούσαν από τα τέλη του 1942. Στις 22 Δεκέμβρη έγινε η πρώτη μαζική διαδήλωση προς το υπουργείο Εργασίας. Μπροστά ήταν οι φοιτητές και οι εργάτες από τη Ν. Ιωνία (από τις υφαντουργίες και τα λιγνιτωρυχεία). Εκεί έπεσε ο πρώτος νεκρός διαδηλωτής.

Το Διάταγμα έφτασε στο Εθνικό Τυπογραφείο για να κυκλοφορήσει στην επόμενη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 22 Φλεβάρη. Η πανίσχυρη οργάνωση του Εργατικού ΕΑΜ ενημέρωσε αμέσως την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην Αθήνα. Η πρώτη απάντηση ήρθε στις 24 Φλεβάρη, με μια πετυχημένη απεργία και μαζικές διαδηλώσεις που συγκρούστηκαν με την αστυνομία και τους Ιταλούς «καραμπινιέρους». Εκείνη τη μέρα οι διαδηλωτές και οι διαδηλώτριες κατάφεραν να μπουν στο υπουργείο Εργασίας και να κάψουν τα αρχεία του, που θα χρησίμευαν στην υλοποίηση της επιστράτευσης. 
Η αποφασιστική μέρα ήταν η 5 Μάρτη. Η Γενική Απεργία κι οι διαδηλώσεις επισκίασαν τα πάντα. Κεντρικό ρόλο στην οργάνωσή τους έπαιξε ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που καθοδηγούσε το Εργατικό ΕΑΜ. Σε ένα σημείωμά του δέκα σχεδόν χρόνια μετά, στις παραμονές της δολοφονίας του από το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς τον Μάρτη του 1954, θυμόταν:

«Από το μεσημέρι της Τρίτης 4 του Μάρτη δεκάδες χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές βρίσκονταν σε πυρετώδη κίνηση. Τα τυπογραφεία και οι πολύγραφοι δούλευαν αδιάκοπα. Πλακάτ, σημαίες, συνθήματα ετοιμάστηκαν. Τα σχέδια πορείας του κάθε κλάδου καταστρώθηκαν. Χιλιάδες προκηρύξεις και τρυκ μοιράστηκαν. Οι συνδέσεις των διαφόρων κρίκων κανονίστηκαν. Τα χωνιά τότε εφευρέθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή. Όλοι οι τομείς, όλα τα γρανάζια της πολύπλοκης και πολύπλευρης μηχανής τέθηκαν σε κίνηση κι άρχισαν ταχύτατα και κανονικά. Ξημέρωσε η Τετάρτη 5 Μάρτη του 1943. Όλη η κίνηση, όλες οι υπηρεσίες σταματημένες».
Ο Ι. Χανδρινός στο βιβλίο του «Το τιμωρό χέρι του λαού», για τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ της Αθήνας-Πειραιά, γράφει για τη «μάχη της ασφάλτου» εκείνη τη μέρα. Χιλιάδες διαδηλωτές/τριες:

«Ξεχύθηκαν από τα σημεία προσυγκέντρωσης σε Πλατεία Κάνιγγος, Ομόνοια, Μοναστηράκι, Μητρόπολη και Εξάρχεια στην Πανεπιστημίου αντιμετωπίζοντας πραγματικά πυρά από Αστυνομία, Χωροφυλακή, Ιταλούς Καραμπινιέρους και Γερμανούς που είχαν διαταγή να εμποδίσουν την κίνηση του πλήθους προς το Υπουργείο Εργασίας. Σκληρές οδομαχίες, πετροπόλεμος και χειροβομβίδες συγκλόνισαν ξανά τους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο κάνοντας τους πάντες να παρατηρήσουν με θαυμασμό πως ‘αυτή η νεολαία δε διαλύεται πια ούτε από άρματα μάχης’».
Την επόμενη μέρα ο κατοχικός πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος έκανε μια δήλωση που κατηγορούσε τους διαδηλωτές για βανδαλισμούς και λεηλασίες. Η φρασεολογία γνωστή:

«Η κομμουνιστική οργάνωσις ΕΑΜ, παρασύρασα δυστυχώς και πολλούς δημοσίους υπαλλήλους και φοιτητάς, μη εισακούσαντας τας θερμάς μου συστάσεις, προκάλεσεν αναρχικάς συγκεντρώσεις ανά την πόλιν με σκοπόν να παρακωλύση την ελευθέραν κίνησιν και λειτουργίαν των δημοσίων καταστημάτων και του εμπορίου. Το αποτέλεσμα της άφρονος αυτής ενεργείας υπήρξεν η σύγκρουσις των τρομοκρατικών ομάδων με τα όργανα της τάξεως, τα οποία εκτελούντα τας δοθείσας αυστηράς εντολάς της κυβερνήσεως επανέφερον την τάξιν. Υπάρχουν, δυστυχώς, θύματα και πολλοί τραυματίαι. Διεπιστώθη ότι οι προκαλέσαντες τας χθεσινάς ταραχάς λεηλάτησαν καταστήματα, εισέδυσαν μέχρι και ιδιωτικών κατοικιών, τρομοκρατήσαντες τους ενοίκους με σκοπόν την λεηλασίαν και επυροβόλησαν τους αντιστάντας εις την οργιαστικήν ταύτην επιδρομήν των βανδάλων».
Όμως, το διάταγμα της πολιτικής επιστράτευσης αποσύρθηκε τελικά. Ήταν μια νίκη μοναδική για όλη την Ευρώπη. Πουθενά αλλού η επιστράτευση του εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες της πολεμικής οικονομίας των ναζί δεν ακυρώθηκε με μια μεγάλη εργατική εξέγερση. Γιατί αυτό ήταν η Γενική Απεργία της 5 Μάρτη, μια εργατική εξέγερση που τράβηξε μαζί της τη νεολαία, τη «φτωχολογιά» που υπέφερε από τα δεινά της κατοχής και του πολέμου. 

Απεργίες

Η νικηφόρα μάχη κατά της επιστράτευσης δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η αυτοπεποίθηση και η μαχητικότητα είχαν χτισθεί μέσα σε ένα χρόνο σκληρών απεργιακών μαχών στην Αθήνα. Την «αυλαία» είχαν ανοίξει τον Απρίλη του 1942 οι «Τριατατικοί» (τηλέγραφος, ταχυδρομεία, τηλέφωνα) όταν ένας συνάδελφος λιποθύμησε από την πείνα στο Κεντρικό Ταχυδρομείο. Τον Σεπτέμβρη του 1942 το Εργατικό ΕΑΜ οργάνωσε ένα ακόμα κύμα απεργιών που απλώθηκε σε πολλούς κλάδους. Συμμετείχαν οι “τριατατικοί”, οι τραπεζικοί, οι εργάτες της Ουλεν (ύδρευση), του Ηλεκτρικού Εργοστασίου, του ΦΙΞ, τα Λιπάσματα στην Δραπετσώνα, οι λιγνιτωρύχοι της Καλογρέζας, πολλοί υφαντουργοί, λιμενεργάτες και σιδηροδρομικοί. Το σύνθημα: “Όχι άλλος χειμώνας σαν του 1941-42”.

Το απεργιακό κίνημα θα συνεχιζόταν και τους επόμενους μήνες μέσα στο καυτό καλοκαίρι του 1943. Η απεργία των τραμβαγέρηδων (τραμ) τον Ιούνη και η σύλληψη της ηγεσίας τους προκάλεσε ένα από τα πιο περίεργα σαμποτάζ: το κάψιμο δεκάδων βαγονιών στο αμαξοστάσιο της Καλλιθέας.
Τον Απρίλη οι ναζί κατακτητές διόρισαν τον Ιωάννη Ράλλη πρωθυπουργό. Η κυβέρνηση Ράλλη ανασυγκρότησε το μηχανισμό καταστολής και ίδρυσε τα Τάγματα Ασφαλείας. Όλη η «καλή κοινωνία» των Αθηνών έσπευσε να αγκαλιάσει τους Ταγματαλήτες, τους προγόνους των σημερινών δολοφόνων της Χρυσής Αυγής. Τους επόμενους μήνες οι χωροφύλακες, οι φασιστικές συμμορίες, οι ασφαλίτες της Ειδικής, οι «εύζωνοι» των Ταγμάτων προσπάθησαν να κάμψουν το κίνημα με ένα λουτρό αίματος στις προσφυγικές, εργατικές συνοικίες. 
Η ταξική πόλωση βάθαινε, και η Αθήνα των πλούσιων, που περίμενε τους Εγγλέζους αλλά εντωμεταξύ έκανε μπίζνες με τους ναζί, βρισκόταν αντιμέτωπη με την Αθήνα των εργατών, των φοιτητών, της Αριστεράς. 

Τις σφαίρες που δολοφόνησαν τον Εδμόνδο Τορόν και τους συναγωνιστές του γύρω από το υπουργείο Εργασίας στις 5 Μάρτη τις έριξε το απόσπασμα της Αστυνομίας Πόλεων που το φρουρούσε με επικεφαλής τον υπαστυνόμο Παπαδάκη. Στις 8 Μάρτη του 1943 μια σειρά λογοτέχνες και ακαδημαϊκοί έστειλαν μια επιστολή διαμαρτυρίας στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Σε αυτή ανέφεραν ότι: 

«Ο προ του υπουργείου Εργασίας χώρος μετεβλήθη εις πεδίον μάχης. Όλα τα είδη του οπλισμού, όλα τα μέσα: οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες, πιστόλια, αντλίες, ετέθησαν εις εφαρμογήν. Μίαν ώραν διήρκεσεν η σύρραξις. Όταν όμως το πλήθος διελύθη, εκ των αποτελεσμάτων απεδεικνύετο ότι ό,τι είχε συμβεί υπερέβαινε κατά πολύ την προοπτικήν μιας συνήθους μάχης. Νεκροί έμεναν ξαπλωμένοι καταγής, τους δε τραυματίας… δεν επρόφθαιναν τα συνεργεία του Ερυθρού Σταυρού να μετακομίζουν εις ιατρεία και νοσοκομεία. Πολλοί εξ αυτών βαρέως τραυματισθέντες με διαμπερή της κοιλίας ή των πνευμόνων, υπέκυψαν αργότερον εις τα τραύματά των ή χαροπαλεύουν ακόμη εις τα νοσοκομεία και τας ιδιωτικάς κλινικάς. Σημειωτέον ότι πολλοί εκ των τραυματιών είναι κορίτσια δέκα έξι και δέκα οκτώ ετών». 
Και ζητούσαν:

«οι ομαδικές αυτές δολοφονίες αόπλων πολιτών, νομίζομε πως δεν είναι σωστό, πως δεν πρέπει να μείνουν έτσι. Θα πρέπει να ζητηθούν ευθύναι και να επιβληθούν κυρώσεις εις τα όργανα εκείνα της τάξεως, τα οποία, με το να έχουν όπλα, νομίζουν ότι μπορούν και να τα χρησιμοποιούν εις βάρος της ζωής αθώων αόπλων πολιτών». 
Κανένα «όργανο της τάξεως» δεν τιμωρήθηκε βέβαια. Διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων ήταν ο Άγγελος Εβερτ. Ήταν ο ίδιος που έδωσε την εντολή για να ανοίξουν πυρ οι άνδρες του στο Σύνταγμα στις 3 Δεκέμβρη του 1944. Κάποιοι από αυτούς ίσως συμμετείχαν και στη σφαγή της 5 Μάρτη του 1943.

Σχόλια