1949 - Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου



Εξήντα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, τα διδάγματά του παραμένουν επίκαιρα. Ο Λέανδρος Μπόλαρης και η Τασούλα Βερβενιώτη ήταν ομιλητές γι’αυτό το θέμα στη διάρκεια του Μαρξισμού 2009. Εδώ παρουσιάζουμε τις παρεμβάσεις τους.
 
Τα εξήντα χρόνια από το τέλος του εμφυλίου δεν είναι απλά μια «στρογγυλή» επέτειος. Τα διδάγματα από τον εμφύλιο έχουν πολλά να μας πούνε και σήμερα. Ένα παλιό ρητό λέει ότι «όποιος δεν μαθαίνει από την ιστορία είναι καταδικασμένος να την επαναλαμβάνει» και αυτό ισχύει για όλους και πολύ περισσότερο για την αριστερά. Με πολύ διαφορετικές συνθήκες από αυτές της δεκαετίας του 1940, κάποια «κλασσικά» θέματα επανέρχονται: ο ρόλος του κράτους και του ιμπεριαλισμού από τη μια, η κοινωνική πόλωση και ποιες επιλογές βρίσκονται μπροστά σε ένα αριστερό κόμμα όταν το κίνημα φουντώνει, αντιμετωπίζει διλήμματα - στην περίπτωση της δεκαετίας του ‘40 την ίδια την κατάληψη της εξουσίας.

Τα τελευταία χρόνια έχει αναβιώσει το παλιό «ερμηνευτικό σχήμα» των νικητών του εμφυλίου. Πρόκειται για τη λεγόμενη θεωρία των «τριών γύρων». Η αριστερά, δηλαδή το ΚΚΕ στη συγκεκριμένη περίπτωση, έκανε τον «πρώτο γύρο» διεκδίκησης της εξουσίας στην κατοχή, όταν χτύπησε τον ΕΔΕΣ του Ζέρβα και την ΕΚΚΑ του Ψαρού το 1943-1944. 

Ο «δεύτερος γύρος» ήταν τα Δεκεμβριανά του 1944 στην Αθήνα. Και ο «τρίτος», ο εμφύλιος του 1946-1949, με την ώθηση της Ρωσίας και των «σλάβων».

Η αριστερά απαντούσε γενικά ως εξής: ο εμφύλιος επιβλήθηκε από τον εγγλέζικο και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Η ηγεσία της αριστεράς έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για την εθνική συμφιλίωση και εν τέλει αναγκάστηκε να δώσει τη μάχη. Ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού έχει περιγράψει αυτή την πορεία ως «διολίσθηση προς τον εμφύλιο» από την ηγεσία του ΚΚΕ. Τεκμηριώνει αυτή την άποψη πολύ καλά. Αλλά δηλώνει, με μορφή ερωτήματος, ότι ο δρόμος της επαναστατικής αλλαγής ήταν κλειστός: «Ήταν δυνατόν μια κοινωνική επανάσταση ή ένας εμφύλιος πόλεμος καθοδηγημένος από κομμουνιστές, να επιτύχει σε χώρα της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή; Ήταν δυνατόν ένα λαϊκό κίνημα όσο ισχυρό κι αν μπορούσε να είναι, να αναστρέψει τις γεωπολιτικές ισορροπίες που είχαν αποδεχθεί οι Μεγάλες Δυνάμεις στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου;»

 

Ιμπεριαλισμός και Ψυχρός Πόλεμος


Ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός επέμενε απαρέγκλιτα στον έλεγχο της Ελλάδας με το προπολεμικό στάτους κβο. Ο Τσόρτσιλ δεν δίστασε να ρίξει πολύτιμες δυνάμεις στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944 για να κερδίσει τη «Μάχη της Αθήνας». Οι κυβερνήσεις των Εργατικών που τον διαδέχτηκαν είχαν την ίδια αδιάλλακτη στάση: η αριστερά έπρεπε να συντριβεί. Η «γεωστρατηγική» θέση της Ελλάδας -πάνω στις γραμμές επικοινωνιών με τις κτήσεις της Αυτοκρατορίας- έπαιζε ένα ρόλο. Πιο σημαντικό ακόμα ήταν το ζήτημα γοήτρου. Η κυρίαρχη τάξη της Αγγλίας καταλάβαινε ότι έβγαινε από τη λέσχη των «μεγάλων», οικονομικά και στρατιωτικά. Μια επίδειξη δύναμης στην Ελλάδα ήταν καλό διαπραγματευτικό χαρτί, τόσο απέναντι στη Ρωσία και δευτερευόντως στις ΗΠΑ.

Χωρίς τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα θα έχανε την εξουσία. Πρώτα με το «Δόγμα Τρούμαν» και κατόπιν με τον Σχέδιο Μάρσαλ, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έριξε όλο το βάρος του για να διατηρήσει την Ελλάδα στον «ελεύθερο κόσμο». Σε διαφορετική περίπτωση η Τουρκία -που της έδιναν τότε στρατηγική σημασία λόγω των εκτεταμένων συνόρων της με τη Ρωσία- θα περικυκλωνόταν, σύμφωνα με το σκεπτικό που είχε αναπτύξει ο Μάρσαλ.

Ανάμεσα στο 1944 και το 1952, η ξένη βοήθεια, οικονομική και στρατιωτική, έφτασε περίπου τα 2 δις δολάρια. Ηταν ένα ποσό τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το προπολεμικό εθνικό εισόδημα της Ελλάδας. Εγγλέζοι και μετά Αμερικάνοι αξιωματικοί αναδιοργάνωσαν τον στρατό ενώ το στρατιωτικό υλικό που έστελναν έπαιξε κεντρικό ρόλο στις μάχες του Εμφυλίου. Τα στελέχη της AMAG, της αμερικάνικης οικονομικής αποστολής έλεγχαν με δικτατορικές εξουσίες τη διαχείριση των κονδυλίων του σχεδίου Μάρσαλ, έχοντας από το νόμο το δικαίωμα να ελέγχουν με δυνατότητα βέτο τις αποφάσεις κάθε ελληνικής δημόσιας υπηρεσίας, κάθε υπουργείου.

Όπως το είχε θέσει ο Γ. Α. Βλάχος, εκδότης της Καθημερινής, στις 16 Μάρτη του 1947, μετά την ανακοίνωση του Δόγματος Τρούμαν: «Αυτοτέλεια! Ανεξαρτησία! Λόγια της καραβάνας… Ζήτημα ανεξαρτησίας δεν υπάρχει. Υπάρχει ζήτημα ένα και μόνον: Αφεντικού. Το Αφεντικό μας ένα είναι, δύο μάλλον: η Αμερική και η Αγγλία».
Για δεκαετίες, η προπαγάνδα των νικητών του εμφυλίου -της «ανταρσίας» ή του «συμμοριτοπολέμου» όπως ήταν η επίσημη ονομασία- έριχνε τις ευθύνες στο «ρώσικο δάκτυλο» και στις φιλοδοξίες του Τίτο που ήθελε να αρπάξει τη «Μακεδονία μας». 

Απόδειξη έφερναν την -πολύ περιορισμένη ουσιαστικά- υλική βοήθεια που πρόσφεραν χώρες του ανατολικού μπλοκ στο Δημοκρατικό Στρατό (ΔΣΕ) και τη μεγάλη ποσοστιαία συμμετοχή Μακεδόνων στις τάξεις των ανταρτών, ιδιαίτερα στις τελευταίες φάσεις του πολέμου.

Στην πραγματικότητα, ο Στάλιν δεν είχε κανένα σχέδιο για την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον του ήταν απλά προπαγανδιστικό, ένα αντίβαρο στην προπαγάνδα της Δύσης για τις δικές του επεμβάσεις στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Ο Γιάννης Ν. Γιαννουλόπουλος αναφέρει ότι στην Πρώτη Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στο Λονδίνο (7 με 25 Γενάρη 1946), «η καταγγελία ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας της συνεχιζόμενης παρουσίας σοβιετικών στρατευμάτων στο βόρειο Ιράν, θα προκαλέσει την επίσημη διαμαρτυρία της ΕΣΣΔ, για τις στρατιωτικές δυνάμεις που διατηρούσε η Μεγ. Βρετανία στην Αίγυπτο, το Ιράκ, την Ινδονησία και -κυρίως- στην Ελλάδα».

Άλλωστε, ούτε η Ρωσία ούτε καμιά «Λαϊκή Δημοκρατία» αναγνώρισαν ποτέ την «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» του βουνού. Το ζήτημα δεν ήταν η έκταση των εδαφών που έλεγχε εκείνη η κυβέρνηση. Τον Δεκέμβρη του 1939, στη διάρκεια του πολέμου με τη Φινλανδία, ο Στάλιν «αναγνώρισε», στην πραγματικότητα δημιούργησε, τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Φινλανδίας», που έλεγχε ένα χωριό στα ρώσο-φινλανδικά σύνορα…
 

Μετά τη Βάρκιζα


Θα ήταν λάθος όμως να θεωρήσουμε τον Εμφύλιο ως ένα πόλεμο «δια αντιπροσώπων» των δυο υπερδυνάμεων σε ελληνικό έδαφος. Το κίνημα της Αντίστασης είχε φτάσει στα πρόθυρα της εξουσίας το 1944. Η εργατική τάξη, το μεγαλύτερο κομμάτι της αγροτιάς, καταπιεσμένες μειονότητες, έβλεπαν στην πάλη ενάντια στο φασισμό την προοπτική μιας άλλης κοινωνίας, απαλλαγμένης από τη φτώχεια, τις διακρίσεις και την καταπίεση. Από μια άποψη, ο εμφύλιος ήταν το τίμημα που πλήρωσε το κίνημα όχι γιατί η ηγεμονεύουσα σε αυτό δύναμη, το ΚΚΕ, επεδίωκε «τρίτους γύρους», αλλά επειδή αυτή η ηγεσία δεν τόλμησε να συγκρουστεί μέχρι τέλους με την άρχουσα τάξη και τον ιμπεριαλισμό.


Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φλεβάρη του 1945, το κίνημα της Αντίστασης ήταν ηττημένο στρατιωτικά, αλλά διατηρούσε ακόμα τη ζωτικότητά του. Όταν για παράδειγμα γιορτάστηκε η Πρωτομαγιά του 1945, μόλις τρεις μήνες από τη Βάρκιζα, στη συγκέντρωση συμμετείχαν 40.000 εργάτες. Αυτός ο αριθμός αντιπροσώπευε το 5% του πληθυσμού της Αθήνας. Ένα εντυπωσιακό ποσοστό και για κανονικές συνθήκες. Και τότε οι συνθήκες κάθε άλλο παρά κανονικές ήταν.

Η «Λευκή Τρομοκρατία», ο διωγμός των αγωνιστών της Αντίστασης, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και θα κορυφωνόταν το επόμενο διάστημα. Τον Γενάρη του 1946 για παράδειγμα, η ακροδεξιά συμμορία του Μαγγανά μπήκε στην Καλαμάτα, ουσιαστικά κατέλαβε τη πόλη για δυο μέρες και δολοφόνησε δεκάδες αγωνιστές της Αντίστασης που ήταν στοιβαγμένοι στη φυλακή. Τα αποσπάσματα της Χωροφυλακής που στάλθηκαν να «καταδιώξουν» τους Μαγγανάδες την πρόφτασαν και …έστησαν ένα καλό τσιμπούσι με σφαγμένα αρνιά και χορούς.

Δεν επρόκειτο για αντεκδικήσεις «εθνικοφρόνων» που είχαν υποφέρει από την «κόκκινη τρομοκρατία» του ΕΑΜ-ΚΚΕ στην κατοχή. Η τρομοκρατία ήταν κεντρικά κατευθυνόμενη από τον κρατικό μηχανισμό, και δεν περιοριζόταν στη δράση των «παρακρατικών» συμμοριών. Το ίδιο το κράτος θωρακιζόταν με δικτατορικές εξουσίες.
Το «Γ' Ψήφισμα» πέρασε από τη βουλή στις 18 Ιούνη του 1946. Με βάση αυτό σχηματίστηκαν έκτακτα στρατοδικεία που δίκαζαν σε θάνατο όσους "συνωμοτούσαν" με σκοπό την "απόσπαση τμήματος της επικρατείας". Στις 15 Ιούλη εκτελέστηκαν οι πρώτες θανατικές καταδίκες με βάση το Γ’ Ψήφισμα. Επτά στελέχη της Αριστεράς οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα στα Γιαννιτσά. Ανάμεσά τους η μακεδόνισσα δασκάλα Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα), η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε.

Αλλά η κύρια αιχμή του Ψηφίσματος στρεφόταν κατά των αριστερών συνδικάτων. Ο ΕΡΓΑΣ (η παράταξη της αριστεράς) είχε σαρώσει, παρά την τρομοκρατία, στις εκλογές των συνδικάτων. Στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Μάρτη του 1946, οι 1.100 από τους 1.436 συνέδρους ανήκαν στον ΕΡΓΑΣ. Το «Γ’ Ψήφισμα» πρόβλεπε απαγόρευση των «συναθροίσεων» σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο χωρίς άδεια της αστυνομίας, αφαιρώντας ένα κλασσικό όπλο, αυτό της συγκέντρωσης και της διαδήλωσης, από το εργατικό κίνημα. Και ακόμα περισσότερο: η αστυνομία μπορούσε κατά το δοκούν να διαλύει μια συνεδρίαση ΔΣ ενός αριστερού σωματείου και να συλλαμβάνει τα μέλη του, εφόσον φυσικά επρόκειτο για «παράνομη συνάθροιση». Η ποινή: τρεις μήνες φυλάκιση. Το άρθρο 7 απαγόρευε τις απεργίες αν δεν είχε ειδοποιηθεί τρεις μέρες πριν όχι μόνο ο εργοδότης αλλά και «η αρμόδια αστυνομική αρχή». Η ποινή ήταν έξι μήνες φυλακή.

Οι αγωνιστές της Αριστεράς, ο κόσμος του ΕΑΜ, στην επαρχία είχε δυο επιλογές. Να πάρει των ομματιών του και να ζητήσει προστασία στην ανωνυμία του πλήθους κάποιας μεγάλης πόλης. Ή να βγει στο βουνό. Αρχικά ως ομάδες σχεδόν αόπλων, κατόπιν πιο συγκροτημένες για αυτοάμυνα. Αυτές τις ομάδες, που πια είχαν μετασχηματιστεί σε αντάρτικα «αρχηγεία» και «συγκροτήματα», θα τις συντονίσει κεντρικά το ΚΚΕ και τον Δεκέμβρη του 1946 θα ονομαστούν επίσημα Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας.

 

Από την «Εθνική Συμφιλίωση» στο Γράμμο και το Βίτσι


Η ηγεσία του ΚΚΕ αντιμετώπιζε ένα δίλημμα. Από πολύ νωρίς είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν επιδίωκε την κατάληψη της εξουσίας. Αποζητούσε έναν "έντιμο συμβιβασμό" με έναν αντίπαλο που, όμως, δεν είχε καμιά διάθεση για κάτι τέτοιο. Για να πετύχει αυτό το συμβιβασμό, η ηγεσία έπρεπε να αποδεικνύει σε εχθρούς και φίλους ότι διατηρεί τη μαζική βάση της, όπως επίσης -το πρώτο συνεπαγόταν το δεύτερο- τη δυνατότητα να απαντάει σε είδος στα πλήγματα της απέναντι πλευράς. Για τον ΕΑΜικό κόσμο, οι απαντήσεις αυτές δεν σήμαιναν και πολλά στην πράξη. Για την άρχουσα τάξη, κάθε τέτοια κίνηση, συμβολική ή όχι, ζωντάνευε τις μνήμες της «Εαμοκρατίας» και του Δεκέμβρη του 1944.


Κάτω από αυτή την διπλή πίεση, η ηγεσία ακολούθησε μια πολιτική γραφειοκρατικών ζιγκ-ζαγκ. Δίνει ανοχή στην κυβέρνηση Σοφούλη τον Νοέμβρη του 1945 και μετά την αποσύρει. Απέχει από τις εκλογές του Μάρτη του 1946 -κάτι που ακόμα και σήμερα θεωρείται από πολλούς σαν το «κεφαλαιώδες» λάθος της που την οδήγησε στον «τυχοδιωκτισμό» του εμφύλιου - αλλά τον Αύγουστο δηλώνει ότι αποδέχεται να στηρίξει μια οικουμενική κυβέρνηση ακόμα και αν δεν συμμετέχει το ΕΑΜ. Το Σεπτέμβρη συμμετέχει στο νόθο δημοψήφισμα για την επαναφορά της μοναρχίας και τον Οκτώβρη ιδρύει το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών που το Δεκέμβρη θα ονομαστούν Δημοκρατικός Στρατός.

Τον Φλεβάρη του '47 το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε. του ΚΚΕ αποφασίζει ότι θα ρίξει το "κύριο βάρος στον ένοπλο αγώνα". Τον Απρίλη του 1947, ο Ζαχαριάδης σε ραδιοτηλεγράφημά του στέλνει οδηγίες στον Μάρκο Βαφειάδη, τον αρχηγό του Δημοκρατικού Στρατού και μέλος του Π.Γ, οι οποίες τον Σεπτέμβρη θα αποκρυσταλλωθούν στο περιβόητο «Σχέδιο Λίμνες». Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο στόχος που μπήκε ήταν ο Δημοκρατικός Στρατός να μετατραπεί σε τακτικό, να εξασφαλίσει μεγάλες εφεδρείες με σκοπό να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, αφού θα είχε φτάσει πάνω από 50.000 με βαρύ οπλισμό ακόμα και σκάφη για επιτήρηση των ακτών!

Το πώς και το πότε θα γίνουν όλα αυτά μένουν στην καλή διάθεση της Ρωσίας του Στάλιν και των ηγεσιών των Λαϊκών Δημοκρατιών.

Τον Ιούνη ο Πορφυρογένης, μέλος του Π.Γ., δηλώνει στο συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Στρασβούργο ότι ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού "αποκρυσταλλώνεται κιόλας προς τη δημιουργία μιας λεύτερης Ελλάδας με δική της Κυβέρνηση και κρατική υπόσταση". Η ηγεσία του ΚΚΕ με αυτή τη δήλωση πέταξε κυριολεκτικά μια πολιτική βόμβα. Αλλά ποιό ήταν το νόημά της; Σε κύριο άρθρο του την 1η Ιούλη 1947, ο Κώστας Καραγιώργης, διευθυντής του Ριζοσπάστη, δήλωνε: «Τόσο στο Στρασβούργο όσο και εδώ υπάρχει ένα χέρι προτεταμένο ειλικρινώς για συμφιλίωση, για κατευνασμό, για συμβιβασμό. Θα το τείνουμε το χέρι αυτό ως την τελευταία δυνατή στιγμή! Μιας δεκάρας πατριωτισμός αν υπάρξει από την αντίπαλη πλευρά η συνεννόηση είναι δυνατή ως την τελευταία στιγμή! Αλλά οι στιγμές δεν είναι ατελείωτες. Και τα περιθώρια στενεύουν, στένεψαν, κλείνουν!»

Το πρόβλημα με την πολιτική του ΚΚΕ ήταν πως υπέτασσε το κίνημα στους -όλο και πιο περίπλοκους- ελιγμούς του με τα αστικά κόμματα. Η καρδιά του μαρξισμού είναι η θέση ότι "η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας". Για τα ρεφορμιστικά κόμματα σαν το ΚΚΕ, η "απελευθέρωση" είναι έργο κάποιου άλλου που πρέπει να ακολουθεί η εργατική τάξη. Για την ηγεσία του ΚΚΕ, το μαζικό κίνημα ήταν ο πολιορκητικός κριός για να σπάσει την αδιαλλαξία της άρχουσας τάξης. Όποτε ήθελε να την καλοπιάσει καλούσε σε "αυτοσυγκράτηση", και όποτε νόμιζε ότι θα την πιέσει το καλούσε σε επίθεση, με συμβολικού χαρακτήρα κινήσεις τις περισσότερες φορές.

Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ ήταν η τραγική κατάληξη, ο επιθανάτιος ρόγχος, ενός κινήματος αυτο-περιοριζόμενου που μαρτύρησε στα νύχια των αδίστακτων αντίπαλων του. «Χτυπάτε τους αδέλφια, χτυπάτε τους σκληρά…μάνα μη λυπάσαι μάνα μη θρηνείς τώρα πέφτουν οι θρόνοι και τραντάζει η γης», λέει ένα τραγούδι του δεύτερου αντάρτικου. Και η γη τραντάχτηκε και οι θρόνοι έτριξαν εκείνα τα χρόνια. Αλλά δεν έπεσαν. Το γιατί το αναρωτήθηκαν δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές που έζησαν εκείνα τα συγκλονιστικά γεγονότα τις επόμενες δεκαετίες μέχρι και σήμερα. Και κάθε νέα γενιά που μπαίνει στην αρένα του αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία, ζει το ίδιο ερώτημα.

Όταν η ηγεσία ενός μαζικού κινήματος αρνείται να αξιοποιήσει μια επαναστατική κατάσταση τότε γρήγορα το εκκρεμές μπορεί να κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση: μια ματωμένη αντεπανάσταση. Αυτό το στοίχημα παίχτηκε στην Ελλάδα από το 1944 μέχρι το 1947.


Σχόλια