O Aντόνιο Γκράμσι και η επανάσταση στη Δύση

Ένοπλη φρουρά των καταλήψεων, Kόκκινη Διετία

Ο Αντόνιο Γκράμσι ανήκει στη σημαντική γενιά επαναστατών των αρχών του 20ου αιώνα που με τη δράση και τις ιδέες τους σφράγισαν το επαναστατικό κίνημα του καιρού τους και μας άφησαν σημαντική κληρονομιά στους αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό. Φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από το θάνατο του στις 27 Απρίλη του 1937 από τους δήμιους του Μουσολίνι και είναι άλλη μια ευκαιρία για τους χιλιάδες νέους αγωνιστές του κινήματος να αντλήσουν έμπνευση και ιδέες από το έργο του. 
Το περιβάλλον φτώχειας και καταπίεσης στη Σαρδηνία, όπου γεννήθηκε, καθόρισε την προσωπική και πολιτική του διαδρομή. Το 1911 φτάνει στο Τορίνο της βόρειας Ιταλίας με μια υποτροφία για σπουδές στη φιλολογία. Το Τορίνο είναι ήδη μια πόλη 500.000 χιλιάδων, όπου το ‘4 των κατοίκων του είναι βιομηχανικοί εργάτες και θεωρείται η «κόκκινη πρωτεύουσα» της Ιταλίας. Είναι η πόλη που το 1911 οι μεταλλεργάτες ξεσηκώνονται σε «ανεπίσημη» γενική απεργία και δημιουργούν για πρώτη φορά τις «εργοστασιακές επιτροπές». Ο Γκράμσι εντάσσεται σχεδόν αμέσως στη Σοσιαλιστική Νεολαία και από το 1915 γίνεται μόνιμος αρθρογράφος της εφημερίδας του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Φωνή του Λαού».

Η Ιταλία, μετά από έντονες διαμάχες μέσα στην άρχουσα τάξη και μυστικές συμφωνίες της δεξιάς με Γαλλία-Βρετανία μπαίνει καθυστερημένα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι το μόνο στην Ευρώπη που κρατάει αντιπολεμική θέση και μαζί με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες καλούν σε ουδετερότητα. Ταυτόχρονα σχεδόν συγκροτείται και η αριστερή του πτέρυγα, που με ηγέτη τον Μπορντίγκα καλεί σε πιο ανοιχτή και ενεργή αντιπολεμική δράση. Μεγάλο κομμάτι της νεολαίας του κόμματος, μαζί και ο Γκράμσι συστρατεύονται μ’ αυτήν την άποψη. 

Στο Τορίνο, όπου η εργατική τάξη το 1915 κατέβηκε σε γενική απεργία ενάντια στην είσοδο στον πόλεμο, τον Αύγουστο του 1917 ξεσπάει η πρώτη μαζική εξέγερση με αφορμή την έλλειψη ψωμιού, μετά από ένα εξάμηνο συνεχών απεργιών για την άνοδο των τιμών. Κρατάει 4 μέρες και οι εργάτες στήνουν οδοφράγματα στις συνοικίες. Η κυρίαρχη τάξη απαντάει με τη χρήση στρατού. 50 εργάτες δολοφονούνται και άλλοι 1.000 φυλακίζονται ή στέλνονται στο μέτωπο. 

Ήταν η πρώτη μαζική εργατική εξέγερση, όπου φάνηκε καθαρά η αδυναμία του Σοσιαλιστικού Κόμματος αλλά και της αριστερής του πτέρυγας να την οργανώσει και να την εξαπλώσει στην υπόλοιπη Ιταλία. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στη συμβιβαστική και παθητική στάση της ηγεσίας του κόμματος και των συνδικάτων και την εντεινόμενη δράση και αυτοπεποίθηση των εργατών θα εκδηλωθεί όλο και πιο έντονα τα επόμενα τρία χρόνια.

Καταλύτης σ’ αυτή τη διαδικασία ήταν το ξέσπασμα και η νίκη της Ρωσικής Επανάστασης. Η επίδρασή της στο Τορίνο είναι πιο έντονη και γοργή από οπουδήποτε ίσως αλλού στη Ευρώπη. Τον Αύγουστο του 1917 η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Kόμματος καλεί μια ρωσική αντιπροσωπεία στο Τορίνο και μια μεγάλη διαδήλωση 80.000 εργατών τους υποδέχεται με σύνθημα «Ζήτω ο Λένιν».

Η ανάπτυξη του κινήματος είναι εκρηκτική. Στη διετία 1918-1920 η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας φτάνει από 250.000 στα 2 εκατομμύρια μέλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα από 20.000 στα 180.000 μέλη, ενώ στις εκλογές το Νοέμβρη του 1919 παίρνει 2 εκατομμύρια ψήφους και εκλέγει 156 βουλευτές (στους 508). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα υιοθετεί επαναστατική φρασεολογία και το 1919 ζητάει να ενταχθεί στην 3η Διεθνή.  

Εργοστασιακά Συμβούλια

Στα εργοστάσια οι εργάτες προχωράνε πολύ πιο πέρα από τα λόγια των ηγετών τους. Αναβιώνουν τις «εργοστασιακές επιτροπές» και τις μετατρέπουν σε εργαλείο μαζικού ξεσηκωμού και συντονισμού των αγώνων τους κόντρα στην αδράνεια των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Στο νότο οι αγρότες προχωράνε σε καταλήψεις κτημάτων των μεγάλων γεοκτημόνων. Το 1919-1920 η Ιταλία ζει την επαναστατική περίοδο των εργοστασιακών συμβουλίων που θα μείνει γνωστή ως «Κόκκινη Διετία».

Ο Γκράμσι συμμετέχει ενεργά στο κίνημα. Με την έκδοση της εφημερίδας «Ordine Nuovo» (Νέα Τάξη) τον Απρίλη του 1919 θα αναδειχτεί σε ένθερμο υποστηριχτή και ηγετική φυσιογνωμία των εργοστασιακών συμβουλίων. Το «Ordine Nuovo» φτάνει σε κυκλοφορία τα 3.000 φύλλα το 1919 και στα 5.000 το 1920, αλλά η επιρροή του είναι πολλαπλάσια. 

Ο ίδιος ο Γκράμσι θα γράψει τον Αύγουστο του 1920: «Το ‘Ordine Nuovo’ έγινε ‘η εφημερίδα των εργοστασιακών συμβουλίων’. Οι εργάτες αγαπούσαν το ‘Ordine Nuovo’ (αυτό μπορούμε να το βεβαιώσουμε με μεγάλη ικανοποίηση). Αλλά γιατί οι εργάτες αγαπούσαν το ‘Ordine Nuovo’; Επειδή στα άρθρα αυτής της εφημερίδας ξαναβρίσκανε ένα μέρος από τον εαυτό τους, το καλύτερο μέρος από τον εαυτό τους. Επειδή καταλάβαιναν ότι τα άρθρα του ‘Ordine Nuovo’ ήταν διαποτισμένα με το ίδιο τους το πνεύμα, που αναζητούσε μέσα τους απάντηση στο ερώτημα: ‘πώς θα μπορέσουμε να γίνουμε ελεύθεροι; Πώς θα μπορέσουμε να γίνουμε κύριοι του εαυτού μας;’. Επειδή τα άρθρα του ‘Ordine Nuovo’δεν ήταν ψυχρά διανοητικά κατασκευάσματα, αλλά αναβλύζανε από τις συζητήσεις μας με χιλιάδες εργάτες και επεξεργάζονταν αισθήματα, θελήσεις και πάθη πραγματικά της εργατικής τάξης του Τορίνο, που είχαν δοκιμαστεί και προκληθεί από μας, και τέλος επειδή τα άρθρα του ‘Ordine Nuovo’ ήταν γραμμένα σχεδόν σαν ‘να καταγράψαμε’ πραγματικά γεγονότα, που τα βλέπαμε σα στιγμές μιας διαδικασίας εσωτερικής απελευθέρωσης και έκφρασης αυτής της ίδιας της εργατικής τάξης από μέρους της».

Η ομάδα του ‘Ordine Nuovo’ ανέδειξε τη σημασία και το ρόλο της αυθόρμητης δράσης των μαζών την ίδια στιγμή που προωθούσε την ανάπτυξη των εργοστασιακών συμβουλίων σε θεσμούς και όργανα που οργανώνουν την ενότητα, αλλά και τη δημιουργικότητα και αυτοπεποίθηση των απλών εργατών, όχι μόνο ενάντια στο αστικό κράτος και τα αφεντικά αλλά και απέναντι στους συντηρητικούς συνδικαλιστές ηγέτες.

Η βασική θέση του Γκράμσι είναι ότι τα εργοστασιακά συμβούλια επειδή είναι όργανα μάχης κάτω από τον άμεσο έλεγχο όλων των εργατών ανεξάρτητα από την ειδικότητα τους, για να ελέγξουν και να οργανώσουν την ζωή μέσα στο εργοστάσιο, είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και τα έμβρυα των θεσμών μια νέας κοινωνίας, ενός εργατικού σοσιαλιστικού κράτους. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά αλλά και η δύναμη τους σε σχέση με τα συνδικάτα που περιορίζουν τη δράση τους στα πλαίσια της καπιταλιστικής νομιμότητας χωρίς να αμφισβητούν την εξουσία των αφεντικών μέσα στην παραγωγή. 

Η εργατική τάξη του Τορίνο βάζει πολύ γρήγορα αυτές τις ιδέες στην πράξη. Στα τέλη Μάρτη του 1920 τα αφεντικά της μεταλλουργίας προχωράνε σε κλείσιμο εργοστασίων ενάντια στην απεργία των μεταλλουργών με αφορμή την πρόωρη εφαρμογή της θερινής ώρας. Μετά από ένα μήνα μετατρέπεται σε γενική απεργία σε όλη την επαρχία του Τορίνο, η οποία κρατάει 10 μέρες. Οργανώνεται κεντρικό συμβούλιο-Σοβιέτ της πόλης το οποίο περιφρουρείται από ένοπλους εργάτες.

Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των συνδικάτων αρνείται και πάλι να εξαπλώσει και να συντονίσει το κίνημα στην υπόλοιπη Ιταλία και η εξέγερση οδηγείται στην ήττα. Πρόκειται για σημείο καμπής που σπρώχνει την αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος να οργανωθεί σε κομμουνιστική φράξια με στόχο τη δημιουργία ενός καθαρού κόμματος πάνω στις μαρξιστικές αρχές.

Ο Γκράμσι, απ’ τη μεριά του, μέσα από το ‘Ordine Nuovo’ είχε αναδείξει τη σημασία της αυθόρμητης δράσης των εργατών. Η κεντρική σκέψη του είναι ότι η εργατική τάξη δεν είναι απλά η καταπιεσμένη τάξη, αλλά αυτή που λόγω της συλλογικότητάς, της συνειδητής πειθαρχίας και της κεντρικής θέσης της στην παραγωγή, είναι αυτή που μπορεί να απελευθερώσει όλους τους καταπιεσμένους οργανώνοντας μια νέα κοινωνία μέσα από τα εργοστάσια. Η εργατική τάξη δεν είναι απλά αντικείμενο εκμετάλλευσης αλλά το συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής. Αυτή η θέση είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τη σκέψη και τη δράση του με τους επαναστάτες από τον Μαρξ και τον Ένγκελς  μέχρι το Λένιν και τον Τρότσκι την ίδια περίοδο.

Αυτός είναι ο λόγος που, παρόλο που συμμερίζεται απόλυτα την κριτική της αριστερής πτέρυγας στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο ίδιος βλέπει την αναγκαιότητα ενός επαναστατικού κόμματος όχι σαν μια μάχη πάνω σε ιδέες και αρχές μόνο, αλλά σαν εργαλείο μάχης των εργατών ενάντια στα αφεντικά, αλλά και την διαλυτική στάση των ρεφορμιστών. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης δικαιώνεται μονάχα στο βαθμό που, συγκεντρώνοντας και συντονίζοντας δυναμικά την προλεταριακή δράση, αντιπαραθέτει μια πραγματική επαναστατική εξουσία στη νόμιμη εξουσία του αστικού κράτους και περιορίζει έτσι την ελευθερία πρωτοβουλίας και χειρισμών της τελευταίας: εάν το κόμμα δεν πραγματοποιεί την ενότητα και το συντονισμό των δυνάμεων κι αν το κόμμα αποδείχνεται ένας οργανισμός καθαρά γραφειοκρατικός χωρίς ψυχή και θέληση, τότε η εργατική τάξη ενστικτωδώς θα τείνει να δημιουργήσει ένα άλλο κόμμα και να πλησιάζει τις αναρχικές τάσεις που σκληρά και ακατάπαυστα κριτικάρουν αυτό το συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία των πολιτικών κομμάτων». Έχοντας μια τέτοια αντίληψη στρέφει τη δράση του στη δημιουργία κομμουνιστικών πυρήνων μέσα στα εργοστάσια.

Το Σεπτέμβρη του 1920 ξεσπάει το δεύτερο κύμα καταλήψεων μετά από νέο λοκ άουτ των αφεντικών. Οι καταλήψεις αυτή τη φορά ξεκινάνε από το Μιλάνο και εξαπλώνονται σε ολόκληρη την Ιταλία. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες καλούν το Σοσιαλιστικό Κόμμα να αναλάβει την οργάνωση του αγώνα, αλλά η ηγεσία του αποποιείται κάθε ευθύνη και καλεί τις οργανώσεις του Τορίνο να αναλάβουν αυτές. Ταυτόχρονα μ’ αυτή τη διαλυτική τακτική καταλήγουν σε συμφωνία με τον Τζιολίτι, τον τότε πρωθυπουργό που τους ρίχνει το δόλωμα της εργοστασιακής συνδιαχείρισης, τη στιγμή που το κίνημα έβαζε πλέον καθαρά το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, ενώ από τη μεριά τους τα πιο αδιάλλακτα αφεντικά ζητούσαν ανοιχτά την άμεση και σκληρή καταστολή του. Τελικά η συμφωνία μπήκε σε δημοψήφισμα στο συνέδριο και πέρασε με μικρή πλειοψηφία. 


Ενιαίο Μέτωπο
Ήταν μια άδοξη ήττα που επέβαλλε η ρεφορμιστική ηγεσία και ακολούθησε η αντεπίθεση των αφεντικών. Οι επιθέσεις των φασιστικών συμμοριών αρχίζουν να εντείνονται και η κυρίαρχη τάξη εναποθέτει εκεί της ελπίδες της για να τσακίσει ολοκληρωτικά το κίνημα. Δύο χρόνια μετά, στις 28 Οκτώβρη του 1922 ο Μουσολίνι ανεβαίνει στην εξουσία με στόχο τη διάλυση κάθε εργατικής οργάνωσης και αντιπολίτευσης.

Η κομμουνιστική φράξια εκπροσωπώντας 60.000 μέλη από τα συνολικά 170.000 απαντάει με μαζική αποχώρηση από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Γενάρη του 1921 στο Λιβόρνο ιδρύει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας. Τα επόμενα, όμως, 5 χρόνια είναι χρόνια υποχώρησης του επαναστατικού κύματος τόσο στην Ιταλία όσο και πανευρωπαϊκά. Η πολιτική μάχη επικεντρώνεται γύρω από τη δράση των επαναστατών μέσα στη νέα περίοδο. 

Ο Γκράμσι ήδη από το 1921 επισημαίνει τον κίνδυνο μια φασιστικής δικτατορίας και δίνει μάχη μέσα στο νέο κόμμα για μια πολιτική ενιαίου μετώπου όλων των εργατών ενάντια στο φασισμό, όπως πρότεινε η 3η Διεθνής. Είναι αυτός που σηκώνει το βάρος της αντιπαράθεσης με τις υπεραριστερές θέσεις του Μπορντίγκα που απέκλειαν οποιαδήποτε συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα και στην πράξη οδηγούσαν σε παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης. 

Το 1924 ο Γκράμσι γίνεται γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος και στο συνέδριό του το Γενάρη του 1926 στη Λυών κερδίζει την πλειοψηφία στην πολιτική που λέει ότι ένα επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί στο όνομα της μαρξιστικής θεωρίας να χρίζεται ηγέτης των μαζών. Ότι για να αποκτήσει την ικανότητα να ηγείται στη δράση πρέπει να λειτουργεί σαν το πρωτοπόρο κομμάτι της τάξης, να συνδέεται με όλα τα υπόλοιπα κομμάτια και να τα παρακινεί σε κοινή δράση. Ότι μόνο σαν αποτέλεσμα της δράσης του μπορεί να αποκαλύψει τη συμβιβαστικότητα και τον ψεύτικο ρεαλισμό των ρεφορμιστών ηγεσιών και να καταφέρει να το αναγνωρίσουν οι μάζες σαν δικό τους κόμμα. 

Αργότερα, στα 21 «Τετράδια της φυλακής» (1929-1933) ο Γκράμσι θα προχωρήσει στη θεωρητική επεξεργασία και ανάλυση αυτής της πολιτικής. Οι αναλύσεις του αυτές ήταν απάντηση στην καταστροφική γραμμή της «άμεσης επίθεσης» και της επικειμένης κατάρρευσης του καπιταλισμού που επέβαλλε από το 1928 η σταλινική ηγεσία σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το κέρδισμα της πλειοψηφίας των εργατών ή πολύ περισσότερο την κοινή δράση όλων, επαναστατών και ρεφορμιστών ενάντια στο φασισμό.

Επανάσταση στη Δύση
Στα «Τετράδια» ουσιαστικά επεξεργάζεται τις εμπειρίες των αγώνων την προηγούμενη δεκαετία και αναδεικνύεται στο θεωρητικό της επανάστασης στην αναπτυγμένη Δύση. Η αντίληψη ότι η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της αλλαγής και όχι ένα παθητικό υλικό προς διαφώτιση τον οδήγησε στο να μην υποτιμάει ποτέ τις ιδέες και τις απόψεις που κουβαλάνε οι εργάτες μέσα από τις εμπειρίες των αγώνων τους και αποκρυσταλλώθηκε σε μια άλλη βασική του θέση: ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, όλοι έχουν μια κοσμοθεωρία για να εξηγούν την κοινωνία γύρω τους και να επιλέγουν τη στάση και τη δράση τους. Αυτή η κοσμοθεωρία, όμως, αναπτύσσεται μέσα σε μια ταξική κοινωνία, όπου η κυρίαρχη τάξη δεν έχει μόνο την οικονομική δύναμη αλλά και ηγεμονία των ιδεών της, που την οργανώνει μέσα από τους θεσμούς του αστικού κράτους. 

Το αστικό κράτος δεν αποτελείται μόνο από τους θεσμούς της υλικής βίας και της καταστολής, από το στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια, αλλά και από μια σειρά άλλους θεσμούς που ξεκινάνε από τα εργοστάσια και φτάνουν μέχρι την εκπαίδευση, τα κόμματα και το κοινοβούλιο, τα συνδικάτα, τον τύπο. Όλοι αυτοί οι θεσμοί, με το μακρύ χέρι και της κρατικής καταστολής όταν αυτή είναι αναγκαία, επιβάλλουν για κάποιο διάστημα την ανοχή ή και συναίνεση των από κάτω στην αστική εξουσία. Αυτοί οι θεσμοί περνάνε μια «κοινή λογική» στα μυαλά των περισσότερων ανθρώπων, που όμως συνυπάρχει και με μια αντίρροπη «σωστή αντίληψη» που παράγεται μέσα από τις συλλογικές εμπειρίες και τους αγώνες των εργατών ενάντια στην εκμετάλλευση. 

Ο Γκράμσι έβλεπε τα ρεφορμιστικά κόμματα σαν την οργανωμένη έκφραση αυτής της αντιφατικής συνείδησης, που ενώ αποτελούν μια ελάχιστη προστασία και άμυνα των από κάτω στις επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης, ταυτόχρονα στέκονται εμπόδιο στις πιο προωθημένες ιδέες και πρακτικές της σύγκρουσης με το σύστημα. Απ’ την άλλη μεριά, έβλεπε το επαναστατικό κόμμα σαν τον «σύγχρονο ηγεμόνα», σαν το θεσμό που μπορεί να γίνει συλλογικά ο πραγματικός ηγέτης των μαζών. Αλλά για να το καταφέρει αυτό είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του αυτή την αντιφατική συνείδηση και να μάθει να χρησιμοποιεί τη «μαιευτική μέθοδο» όπως έλεγε ο ίδιος, να αναδεικνύει και να γενικεύει τις καλύτερες εμπειρίες από την αυθόρμητη δράση του ίδιου του κόσμου. Να είναι χωμένο μέσα στην καθημερινή ζωή των εργατών, να ξεκινάει πάντα από τα αιτήματα, τους αγώνες και τις εμπειρίες τους και πάνω σ’ αυτά να εκπαιδεύεται και το ίδιο να δίνει απαντήσεις και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες δράσης ταυτόχρονα. Σύμφωνα με μια διατύπωση του Λένιν, που χρησιμοποιούσε και ο Γκράμσι, «Μπορούμε να διευθύνουμε μόνο όταν εκφράζουμε σωστά αυτό που συνειδητοποιεί ο λαός».

Κανείς από τους δύο δεν κήρυττε την υποταγή σε έναν ψεύτικο ρεαλισμό, στις συνθήκες όπως τις βλέπουμε στατικά σε μια δεδομένη στιγμή. Ο Γκράμσι υποστήριζε ότι η έγκυρη πραγματικότητα δεν είναι κάτι στατικό, αλλά ένας συσχετισμός δύναμης σε συνεχή κίνηση και αλλαγή, που διαμορφώνεται εξίσου από τη συνειδητή δράση των από κάτω. Η ανάλυση των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών έχει σημασία για το επαναστατικό κόμμα για να αναλαμβάνει δράση, να ρίχνει όλες του τις δυνάμεις για τη νίκη των αγώνων. 

Σ’ αυτή τη μάχη ο Γκράμσι μας μαθαίνει ότι δεν μπορούμε να ξεχνάμε ποτέ το αστικό κράτος και από την άλλη άποψη. Το κράτος σαν δύναμη, που απέναντι σε ένα ανερχόμενο επαναστατικό κίνημα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ωμή βία των μηχανισμών καταστολής του. Η τραγική εμπειρία της ανόδου του φασισμού ήταν άλλωστε πολύ σκληρή για να μπορεί κανείς να την ξεχνάει. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποτελεί διαστρέβλωση των ιδεών του η εκδοχή που τον ήθελε να απορρίπτει την προοπτική της επανάστασης στη Δύση και να αντιπροτείνει την αντικατάσταση της με το κέρδισμα της «ιδεολογικής ηγεμονίας», με μια μακρά δηλαδή περίοδο ιδεολογικής διαφώτισης των μαζών ή μέχρι και τη συμμετοχή της αριστεράς σε κυβερνήσεις για να περάσει κάποιες σταδιακές αλλαγές στου καπιταλισμού. 

Οι αναλύσεις του για το πώς η εργατική τάξη μπορεί να αποκτήσει τη συνείδηση και την ικανότητα να μπει ηγέτης όλων των καταπιεσμένων απαντάνε συγκεκριμένα στο πώς μπορούμε να φτάσουμε στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού στη Δύση. Δεν είναι παρά επεξεργασία της θέσης που υποστήριξε ο Λένιν ήδη από το Μάρτιο του 1918 στο 7ο συνέδριο του Κ.Κ. Ρωσίας: «Να αρχίσει όμως κανείς χωρίς προετοιμασία την επανάσταση σε μια χώρα, όπου έχει αναπτυχθεί ο καπιταλισμός κι έχει δώσει το δημοκρατικό πολιτισμό και τη δημοκρατική οργάνωση και στον τελευταίο άνθρωπο, θα ήταν λαθεμένο και ανόητο». 

Επαναστατικό Κόμμα
Για τον Γκράμσι οι επαναστάτες μέσα στα κινήματα πρέπει να διεξάγουν έναν «πόλεμο θέσεων» δίνοντας όχι μόνο ιδεολογικές και πολιτικές μάχες, αλλά και για να τα οργανώσουν ώστε να έχουν νίκες, να ανεβάσουν την συλλογικότητα και την αυτοπεποίθηση των από κάτω, αλλά ταυτόχρονα προετοιμάζονται έτσι και για τον «πόλεμο ελιγμών», για την περίοδο και τη στιγμή που θα χρειαστεί να παλέψουμε άμεσα για τον τελικό στόχο, για την ανατροπή του αστικού κράτους και όλων των θεσμών του. 

Στην πραγματικότητα το επαναστατικό κόμμα εκπαιδεύει τον εαυτό του για να μπορεί να διεξάγει και τους δύο πολέμους, και τον πόλεμο του κινήματος σήμερα και τον πόλεμο της επανάστασης τη στιγμή που οι συνθήκες στον καπιταλισμό και η δράση του κινήματος φέρουν στην ημερήσια διάταξη το στοίχημα της ανατροπής και της εργατικής εξουσίας. Έτσι, αποκτάει όμως και την ικανότητα να στρίβει γρήγορα σε κάθε συγκυρία και να περνάει από τον «πόλεμο θέσεων» σε μια επιθετική τακτική όταν μεγάλες μάζες μπαίνουν στο προσκήνιο του αγώνα και επιδιώκουν αποφασιστικές νίκες ενάντια στις κυβερνήσεις και το κράτος.

Λειτουργώντας έτσι το επαναστατικό κόμμα γίνεται και ο χώρος διαμόρφωσης αυτών που ο Γκράμσι ονόμαζε «οργανικοί διανοούμενοι». Όχι δηλαδή ακαδημαϊκοί, «ψυχροί διανοούμενοι» που ασχολούνται σχολαστικά με τα βιβλία και τη θεωρία τους, αλλά επαναστάτες διανοούμενοι, που παρεμβαίνουν συλλογικά, αναπτύσσουν ακτιβίστικη δράση μαζί με όλο το κίνημα, την ίδια στιγμή που μπαίνουν σ’ αυτό με τα εφόδια και τις απαντήσεις που δίνει η μαρξιστική ανάλυση και θεωρία και που δεν είναι τίποτε άλλο από τη συσσωρευμένη εμπειρία και θεωρία όλων των προηγούμενων κινημάτων για την αλλαγή της κοινωνίας. Για τον Γκράμσι ο «οργανικός διανοούμενος» είναι ένας ειδικός-επιστήμονας του κινήματος, αλλά που ποτέ δεν το βλέπει αφ’ υψηλού αλλά συμμετέχει συλλογικά σαν κομμάτι και οργανωτής του και μαθαίνει απ’ αυτό.
 

Σχόλια