Τέχνη - το ευρετήριο της ζωής


Βιβλιοκριτική
John Berger, Permanent Red (1960)
From International Socialism (1st series), No.4, Spring 1961, p.33.

Ο Τζον Μπέρτζερ έχει πλέον κατακτήσει μια αξιοπρόσεκτη θέση στην κριτική της τέχνης και το έργο του γενικά θεωρείται η επιτομή της μαρξιστικής οπτικής. Κερδίζει τη συμπάθειά μας με την ευρύτερη έννοια γιατί, σε αντίθεση με τους συκοφάντες και τους λιβανιστές της μόδας, αντιστέκεται στη άξεστη κοινοτοπία του πιο αφηρημένου εξπρεσιονισμού και έχει πει πολλά ωραία πράγματα για το κακοφορμισμένο πτώμα των αξιών του West End. Το ίδιο το βιβλίο ξεκινά αρκετά αφοπλιστικά λέγοντας ότι "στόχος του είναι να ερεθίσει τη σκέψη σε ένα πεδίο όπου κανονικά υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα". Και υπάρχουν πολλά σχόλια που ερεθίζουν, όπως π.χ., για τη γλυπτική του Ματίς και κάποιες εύστροφες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις σκόρπιες σε όλο το βιβλίο. Ωστόσο, το βιβλίο είναι επίσης γεμάτο από εξαιρετικά αμφισβητήσιμες κρίσεις, ενός υπερβολικά φανατισμένου χαρακτήρα για να τις αποδεχτούμε ως μαρξιστικές.

Ο Μαρξ ήταν κάπως επιφυλακτικός σε θέματα τέχνης και ο Λένιν λίγο κοινότοπος -αν και εύστοχος σε μεγάλο βαθμό στα σχόλιά του για την αγοραία αξία των περισσότερων απ' όσα περνιούνται για "κουλτούρα". Οπότε, οι μαρξιστές πρέπει να προσέχουν την υπερβολικά κοινωνιολογική στάση απέναντι στην τέχνη. Μάλλον θα πρέπει να έχουν ιδιαίτερα ανοιχτό πνεύμα και να έχουν συνείδηση του ότι η καλλιτεχνική αξία και ο κοινωνικός σχολιασμός δεν συμβαδίζουν απαραίτητα. Όταν ο κ. Μπέρτζερ κάνει δηλώσεις όπως "ποια τέχνη μπορεί να υπηρετήσει το εδώ και τώρα", φοβάμαι ότι το φάντασμα της τέχνης ως κοινωνική χρησιμότητα είναι πάλι μαζί μας. Παρότι αλλού αρνείται την έγκρισή του για την προπαγανδιστική στάση απέναντι στην τέχνη, ο τρόπος που συγχαίρει τον Πουσέν για το πώς επιδεικνύει τη "δυνατότητα του ανθρώπου να ελέγχει τη μοίρα του" και τον Ελ Γκρέκο για την "ένθερμη επιθυμία του για αλλαγή" δυστυχώς μας θυμίζουν για άλλη μια φορά την αξιοσημείωτη παρατήρηση του Στάλιν ότι ο καλλιτέχνης είναι ο "μηχανικός της ψυχής". 

Αυτή η τάση προς μια ωφελιμιστική οπτική συνδέεται με μια άλλη, και πάλι πολύ χυδαία, ότι η πίστη στη διαχρονική ή απόλυτη ποιότητα της τέχνης, αποτελεί ισοδύναμο του φορμαλισμού, της πολυτιμότητας και της φυγής από τη ζωή. Από τη μεριά μου τώρα πιστεύω όντως ότι κάθε μεγάλη τέχνη έχει μια διαχρονική ποιότητα και πως το να έχει κανείς μια τέτοια άποψη με κανένα τρόπο δεν έρχεται σε σύγκρουση με το μαρξισμό.

Η τέχνη συνεχώς θριαμβεύει στην επικράτεια της πεζής ιστορίας. Μόνο η υλική παρακμή αρνείται αυτό το θρίαμβο. Η τέχνη άλλων εποχών μάς συγκινεί ακριβώς επειδή η ανθρωπότητα δεν έχει αλλάξει ποτέ τόσο απόλυτα ώστε να μην μπορούμε να αντιληφθούμε την κοινή πηγή των εμπειριών, ακόμα και κάτω από τις πιο διαφορετικές μορφές έκφρασης.

Οι εξειδικευμένες κρίσεις του κ. Μπέρτζερ είναι αξιοσημείωτα άδικες. Είναι μια εύκολη διέξοδος να καταδικάζουμε το σουρεαλισμό και το μανιερισμό ως παρακμή ή να υποδεικνύουμε ότι ο γερμανικός εξπρεσιονισμός είναι μια έκθεση πανικού. Όμως αυτό βρίσκεται σε αρκετά ενδιαφέρουσα αντιστοιχία με την περιφρόνηση με την οποία αυτά τα κινήματα αντιμετωπίζονται από τους περισσότερους Βρετανούς κριτικούς (αλλά πάλι η υψηλού επιπέδου τέχνη τείνει να βρίσκει μια ιδιότροπη υποδοχή από τους Αγγλοσάξoνες). Ο άγλλος αστός αιωρείται ανάμεσα στις εκθέσεις σύγχρονης εικονογράφησης (Μπράτμπι) και στην καλαίσθητη πλην όμως κενή αφηρημένη τέχνη (Νίκολσον και Χίλτον).

Μια άλλη παραξενιά που φαίνεται να μοιράζεται ο κ. Μπέρτζερ με τον τύπο της κριτικής που είναι της μόδας, είναι το ασυνήθιστο αλλά στενό αίσθημα σεβασμού του για τον κυβισμό -πιθανότατα επειδή είναι "αντικειμενικός", σε αντίθεση με το σουρεαλισμό που είναι "υποκειμενικός". Στην πραγματικότητα θα ήταν πολύ δύσκολο να κατηγοριοποιήσουμε αυτά τα κινήματα τόσο απλοϊκά, χωρίς καμιά ιδιαίτερη εξήγηση. Ακόμα και γλύπτες όπως ο Ζάντκιν και ο Λιπσίτζ που ο κ. Μπέρτζερ παίνεψε για τις κυβιστικές τους επιρροές έχουν αναμφίβολα κάποια σχέση με το σουρεαλισμό. Θα μπορούσε εξάλλου να εξηγηθεί η Γκουέρνικα χωρίς το σουρεαλισμό; Ο Πικάσο δεν είναι μόνο κυβιστής, πολλά από τα έργα του είναι ουσιαστικά πολύ βαθιά σουρεαλιστικά. Είναι επίσης σίγουρα παράλογο να θεωρεί κανείς ότι ο κυβισμός θα αποτελέσει για κάποιο λόγο τη βάση για μια νέα σοσιαλιστική τέχνη -μια νέα παγκόσμια σοσιαλιστική τέχνη θα πρέπει να λάβει υπόψη ολόκληρη την κληρονομιά της παγκόσμιας τέχνης. Η απομόνωση του κυβισμού μ' έναν τέτοιο τρόπο είναι μια απίστευτη πράξη της στιλιστικής τύφλωσης.

Ο Κλέε επικρίνεται με τα ίδια του τα λόγια γιατί έγραψε για να εξηγήσει τη δημιουργική του μέθοδο ότι "όλα εξαφανίζονται γύρω μου και τα καλά έργα αναδύονται από εμένα με δική τους πρωτοβουλία". Αυτό προφανώς δεν είναι αρκετά καλό για τον κριτικό μας -υπάρχει πολύ μεγάλη δόση τυχαιότητας σ' αυτό και πολύ λίγη "συνειδητή κατεύθυνση". Πραγματικά τώρα αυτή είναι μια μορφή κριτικής χωρίς καθόλου φαντασία. Ποιος δεν βλέπει στον Κλέε τη συνείδηση, την πονηριά θα μπορούσε να πει κανείς του αληθινού καλλιτέχνη -το στοιχείο της αναμονής και στη συνέχεια την ψυχρή, γρήγορη οργάνωση της φαντασιακής μεθόδου. Σίγουρα, ο καλλιτέχνης συχνά εκπλήσσει τον εαυτό του. Σε σχέση με τον Κοκόσκα, ο κ. Μπέρτζερ, σε μεγάλο βαθμό επειδή φαίνεται να αντιπαθεί τις διαθέσεις του πρώιμου ύφους του, επιλέγει τα ωριμότερα, λιγότερο δραστήρια έργα του. Αλλά σίγουρα, τα πρώιμα πορτρέτα στα καλύτερα τους έχουν μια δύναμη, ένα πάθος κι ένα βάθος, που λείπει εντελώς από τα πιο "κανονικά" αστικά τοπία. Ομοίως, επειδή η τέχνη του Λεζέ είναι πιο "κοινωνικά" προφανής στα μεταγενέστερα στάδια του, ο Μπέρτζερ τα παινεύει ιδιαίτερα, ενώ τα μνημειώδη έργα των αρχών της δεκαετίας του '20 εμένα μου φαίνεται ότι είναι καλλιτεχνικά απείρως ανώτερα.

Πιστεύω ότι θα ήταν μια καλή ιδέα για το συγγραφέα αυτών των δοκίμων να έριχνε ακόμα μια ματιά στο τι συνέβη στη σοβιετική Ρωσία και γιατί η τέχνη γραφειοκρατικοποιήθηκε. Μια ανάγνωση του βιβλίου του Τρότσκι Λογοτεχνία και της Επανάσταση επίσης δεν είναι ποτέ χάσιμο χρόνου. Υπάρχει αναμφισβήτητα μια συγκεκριμένη μαχητικότητα σε αυτό το βιβλίο, το οποίο είναι πολύτιμο, αν και οι καλλιτεχνικές αξίες είναι σίγουρα αμφισβητήσιμες. Είμαστε πάντα στο πλευρό του κ. Μπέρτζερ όταν υπερασπίζεται, για παράδειγμα, έναν ωραίο λυρικό γλύπτη όπως ο Ζάντκιν από τις κατηγορίες για ακαδημαϊσμό από τους υποστηρικτές του νέου status quo. Ίσως το μόνο πράγμα που βγαίνει καθαρά απ' αυτό το βιβλίο είναι ότι το όραμα για το μέλλον της τέχνης σ' αυτή την κοινωνία είναι ζοφερό. Αν η Τέχνη είναι ο δείκτης της ποιότητας ζωής μιας κοινωνίας, τότε η κοινωνία στην οποία ζούμε είναι ετοιμοθάνατη και ο τρόπος ζωής της γερασμένος. 


Theo Melville, Art – Index to Life, 1961

Σχόλια