Οι καλλιτεχνικές ομάδες της Μόσχας και ο Μαγιακόφσκι





Το χειμώνα η αλυσίδα των λεωφόρων έκοβε τη Μόσχα με μια διπλή κουρτίνα από μαυρισμένα δέντρα. Τα κίτρινα φώτα έλαμπαν στα παράθυρα των σπιτιών σαν μικρές φέτες από λεμόνι κομμένο σε σχήμα άστρου. Ο ουρανός κατέβαινε χαμηλά πάνω απ' τα δέντρα και όλα γύρω, που ήταν άσπρα, φαίνονταν μπλε.

Φτωχοντυμένοι νεαροί σκυμμένοι στα δύο από το κρύο, λες και ήθελαν να χτυπήσουν κάποιον με τα κέρατα, έτρεχαν βιαστικά. Μερικούς απ' αυτούς τους ήξερα. Οι περισσότεροι μού ήταν άγνωστοι. Πάντως όλοι τους ήταν συνομήλικοί μου, δηλαδή τ' αναρίθμητα πρόσωπα της παιδικής μου ηλικίας.

Τους νεαρούς αυτούς μόλις τελευταία είχαν αρχίσει να τους αποκαλούν με τα πατρώνυμά τους, να τους παραχωρούν δικαιώματα και να τους μυούν στα μυστικά λέξεων, όπως: αποκτώ, επωφελούμαι, οικειοποιούμαι. Έδειχναν μια βιασύνη, που αξίζει μια πιο προσεκτική ανάλυση.

Υπάρχει στον κόσμο ο θάνατος και η πρόβλεψη. Μας αρέσει το άγνωστο, μας φοβίζουν όσα γνωρίζουμε από τα πριν. Και το κάθε πάθος είναι ένα τυφλό πήδημα για να αποφύγουμε το αναπόφευκτο, που έρχεται προς το μέρος μας. Τα ζωντανά είδη δεν θα είχαν πού να υπάρξουν και να αναπαράγονται, αν το πάθος δεν θα είχε πού να πηδήσει από τον κοινό δρόμο, πάνω στον οποίο κυλάει ο κοινός χρόνος, που είναι ο χρόνος της βαθμιαίας καταστροφής του σύμπαντος.

Οι νέοι έτρεχαν σκυμμένοι στα δύο, μέσα στη χιονοθύελλα και παρόλο που ο καθένας είχε τους λόγους του για να βιάζεται, περισσότερο απ' όλα τα προσωπικά τους κίνητρα τούς έσπρωχνε κάτι κοινό. Το κοινό ήταν η ιστορική τους ολοκληρότητα, δηλαδή η αφοσίωση στο πάθος, με το οποίο η ανθρωπότητα μόλις είχε μπει μέσα τους για να σωθεί από τον κοινό δρόμο και για να αποφύγει, για μια ακόμη φορά το τέλος της. 

Και για να τους κρύψει τη διπλή έννοια του περάσματος μέσα από το αναπόφευκτο, ώστε να μην τρελαθούν, να μην παρατήσουν αυτά που είχαν αρχίσει, να μην κρεμαστούν παντού, σ' όλη την υδρόγειο, σ' όλες τις λεωφόρους, πίσω από τα δέντρα τούς φύλαγε μια δύναμη, φοβερά έμπειρη και δοκιμασμένη, που τους παρακολουθούσε με τα έξυπνα μάτια της. Πίσω από τα δέντρα στεκόταν η τέχνη, που τόσο καλά μάς ξέρει, ώστε πάντα απορεί κανείς, από ποιους μη ιστορικούς κόσμους έφερε αυτή την ικανότητά της να βλέπει την ιστορία σαν μια σιλουέτα. Στεκόταν πίσω από τα δέντρα, έμοιαζε φοβερά με τη ζωή και η ζωή την ανεχόταν γι' αυτή της την ομοιότητα, όπως ανέχονται τα πορτρέτα των γυναικών και των μητέρων τους οι επιστήμονες στα εργαστήριά τους, που είναι αφιερωμένα στη φυσική επιστήμη, δηλαδή στη βαθμιαία ανακάλυψη του μυστηρίου του θανάτου.

Ποια τέχνη ήταν αυτή; Ήταν η νεαρή τέχνη του Σκριάμπιν, του Μπλοκ, της Κομισαρζέφσκαγια, του Μπέλι μια τέχνη πρωτοποριακή, συναρπαστική και πρωτότυπη. Και ήταν τόσο εκπληκτική, που όχι μόνο δεν γεννούσε σκέψεις για την αντικατάστασή της, αλλά απεναντίας, προξενούσε την επιθυμία για την επανάληψή της από την αρχή, αλλά πιο ορμητικά, θερμά και ολοκληρωμένα, για να γίνει σταθερότερη. Η τέχνη αυτή γεννούσε την επιθυμία να τη διηγηθεί κανείς μεμιάς, πράγμα αδύνατο χωρίς το πάθος. Στο μεταξύ το πάθος πηδούσε κατά μέρος και έτσι έβγαινε κάτι καινούριο. Το καινούριο, όμως, δε γεννιόταν για να πάρει τη θέση του παλιού, όπως συνηθίζεται να νομίζουμε, αλλά απεναντίας, να το τραβήξει μέσα στην ενθουσιώδη αναπαραγωγή του μοντέλου. Ποια ήταν λοιπόν αυτή η γενιά;

Τα παιδιά της ηλικίας μου ήταν 13 χρονών το 1905 και 21 χρονών πριν από τον πόλεμο. Και οι δυο κρίσιμες περίοδοι της ζωής τους συνέπεσαν με δυο κόκκινες ημερομηνίες στην ιστορία της πατρίδας μας. Η παιδική τους ωριμότητα και η ενηλικίωσή τους για την κατάταξη στο στρατό νομιμοποιήθηκαν αμέσως σαν πιαστράκια της μεταβατικής αυτής περιόδου. Η εποχή μας είναι ραμμένη με τα νεύρα τους σ' όλο το πάχος της και οι ίδιοι την παραχώρησαν ευγενικά στη διάθεση των γέρων και των παιδιών.

Όταν γύριζα από το εξωτερικό στη χώρα γιόρταζαν τα 100 χρόνια του Πατριωτικού πολέμου του 1812. Η σιδηροδρομική γραμμή Μπρέστσκαγια μετονομάστηκε σε Αλεξαντρόβσκαγια. Έβαψαν τους σταθμούς και έδωσαν καθαρά πουκάμισα στους φύλακες, που χτυπούσαν τις καμπάνες. Το κτίριο του σταθμού στην Κουμπίνκα ήταν στολισμένο με σημαίες. Στην πόρτα στεκόταν ενισχυμένη φρουρά. Κάπου κοντά ο αυτοκράτορας επιθεωρούσε τα στρατεύματα και με την ευκαιρία αυτή η αποβάθρα ήταν κατακίτρινη, λες και έκαιγε, από τη φρέσκια άμμο, που δεν είχε ακόμα πατηθεί παντού καλά.

Όλα αυτά δεν έφερναν καμιά ανάμνηση στις καρδιές των ταξιδιωτών για τα γεγονότα που γιορτάζονταν. Ο επετειακός στολισμός αντανακλούσε το βασικό γνώρισμα της αυτοκρατορίας -την αδιαφορία της για την ιστορία της πατρίδας. Εκείνο που επηρέαζαν οι γιορτές δεν ήταν η πορεία των σκέψεων, αλλά η πορεία του τρένου, επειδή το κρατούσαν περισσότερο απ' όσο έπρεπε στους σταθμούς και πιο συχνά το σταματούσαν στα χωράφια μπροστά στους σηματοδότες.

Θυμήθηκα άθελά μου το Σερόφ, πέθανε εκείνο το χειμώνα, τα διηγήματά του από την εποχή που ζωγράφιζε την αυτοκρατορική οικογένεια, τις γελοιογραφίες, που οι ζωγράφοι έφτιαχναν στις καλλιτεχνικές βραδιές στους Γιουσούποφ, αστεία περιστατικά, που συνόδευαν την έκδοση από τον Κουτέποφ του "Τσαρικού κυνηγιού" και πολλά άλλα μικροπεριστατικά, συνδεδεμένα με τη σχολή ζωγραφικής, η οποία ανήκε στο υπουργείο της αυτοκρατορικής αυλής και στην οποία είχαμε ζήσει περίπου 20 χρόνια. Θα μπορούσα επίσης να θυμηθώ το 1905, το δράμα στην οικογένεια του Κασάτκιν και την επαναστατικότητά μου της πεντάρας, που δεν ξεπέρασε τους παλικαρισμούς μπροστά στο μαστίγιο ενός κοζάκου και το χτύπημά του στη φοιτητική μου στολή, την ντουμπλαρισμένη με βαμβάκι. Όσο για τους φύλακες, τους σταθμούς και τις σημαίες, όλα αυτά προμήνυαν ένα σοβαρότατο δράμα και δεν αποτελούσαν καθόλου ένα αφελές πανηγυριώτικο θέαμα, όπως μου φαινόταν με την ελαφρόμυαλη αδιαφορία μου για την πολιτική. 

Θα μπορούσα να πω ότι η γενιά αν δεν συνειδητοποιούσα ότι για να την κρίνω από μέρος όλης της διανόησης, δεν αρκούσε η επαφή μου με ένα ελάχιστο μέρος της. Θα 'λεγα ότι απ' αυτή την πλευρά της η γενιά τούτη στρεφόταν προς εμένα, αλλά με την ίδια πλευρά στρεφόταν και στο χρόνο με τις πρώτες της δηλώσεις για την επιστήμη της, για τη φιλοσοφία και την τέχνη της.

Πάντως η κουλτούρα δεν πέφτει στην αγκαλιά του πρώτου που θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Όλα για όσα μίλησα έπρεπε να κατακτηθούν με αγώνα. Η ερμηνεία της αγάπης σαν μονομαχίας ταιριάζει και στην περίπτωση αυτή. Ένας έφηβος μπορούσε να κατακτήσει την τέχνη μόνο αν ένιωθε μια μαχητική έλξη γι' αυτήν που θα τη ζούσε μ' όλη τη συγκίνησή του, σαν μια προσωπική περιπέτειά του. Η λογοτεχνία των αρχάριων ήταν γεμάτη από τα γνωρίσματα αυτής της κατάστασης του πνεύματος. Οι νεαροί καλλιτέχνες ενώνονταν σε ομάδες. Οι ομάδες χωρίζονταν σε επιγόνους και νεωτεριστές. Όλοι τους μαζί (η ξεχωριστή τους ύπαρξη ήταν κάτι αδιανόητο) αποτελούσαν τα μέρη εκείνης της ορμής, η οποία σχεδιάστηκε με τόση επιμονή, που γέμιζε τα πάντα γύρω της με την ατμόσφαιρα ενός μυθιστορήματος στην πορεία της δημιουργίας και όχι μόνο της αναμονής του. Οι επίγονοι εκπροσωπούσαν την έλξη, μια και ήταν χωρίς φωτιά και ταλέντο, ενώ οι νεωτεριστές ξεχώριζαν με τη μαχητικότητά τους, που δεν είχε άλλα κίνητρα, εκτός από ένα ευνουχισμένο μίσος. Ήταν λέξεις και χειρονομίες μιας συζήτησης, που ένας πίθηκος τις κρυφάκουσε και τις διέδωσε από δω κι από κει, κατά λέξη, αλλά αποσπασματικά, χωρίς καν να μαντέψει το νόημα, που είχε εμψυχώσει όλη αυτή τη θύελλα.

Στο μεταξύ η μοίρα του εκλεκτού των προβλέψεων ήταν κιόλας αισθητή. Σχεδόν μπορούσε να πει κανείς, πως θα ήταν αυτός, αλλά δεν μπορούσε ακόμα να πει, ποιος θα ήταν. Δεκάδες νεαροί, αν τους παρατηρούσε κανείς απ' έξω, ήταν το ίδιο ανήσυχοι, σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο και είχαν τις ίδιες αξιώσεις για πρωτοτυπία. Σαν κίνημα, οι νεωτεριστές διακρίνονταν από τη φανερή τους ομοψυχία. Αλλά όπως συμβαίνει με τα κινήματα όλων των καιρών, ήταν μια ομοψυχία λαχείων, που σκόρπισαν την ώρα της κλήρωσης. Η μοίρα του κινήματος ήταν να μείνει για πάντα ένα κίνημα, δηλαδή μια περίεργη περίπτωση μηχανιστικής μετατόπισης ορισμένων πιθανοτήτων, ως την ώρα, που ένα από τα χαρτάκια, βγαίνοντας από την κλήρωση, θα άναβε την πυρκαγιά του κέρδους, της νίκης, του προσώπου και της σημασίας ενός ονόματος. Το κίνημα λεγόταν φουτουρισμός. Ο νικητής και η ιδεολογία της κλήρωσης ήταν ο Μαγιακόφσκι.


Η γνωριμία μας έγινε μέσα στην τεταμένη ατμόσφαιρα της προκατάληψης, που χαρακτηρίζει τις ομάδες. Πολύ πιο πριν, ο Γ. Ανίσιμοφ μού είχε δείξει τους στίχους του στο "Βιβλιάριο των Κριτών", όπως ένας ποιητής παρουσιάζει έναν άλλο ποιητή. Οι επίγονοι δεν ντρεπόταν να δείξουν τις συμπάθειές τους, και στον κύκλο τους ο Μαγιακόφσκι είχε αποκαλυφθεί σαν φαινόμενο -που ήθελαν να τον μοιάσουν, που υποσχόταν πολλά- σαν ένας κολοσσός.

Απεναντίας, στην ομάδα των νεωτεριστών "Τσεντριφούγκα", όπου βρέθηκα σε λίγο σαν μέλος της, έμαθα (αυτά έγιναν την άνοιξη του 1914) ότι ο Σερσενιέβιτς, ο Μπολσακόφ και ο Μαγιακόφσκι ήταν οι εχθροί μας και ότι επρόκειτο να έχουμε μια σοβαρή εξήγηση μαζί τους. Το ενδεχόμενο να τσακωθώ μ' έναν άνθρωπο που με είχε εντυπωσιάσει κιόλας μια φορά και που με τραβούσε έστω κι από μακριά ολοένα και περισσότερο, δε μου προκάλεσε καμιά κατάπληξη. Εδώ ήταν όλη η πρωτοτυπία των νεωτεριστών. Η γέννηση της "Τσεντριφούγκα" συνοδευόταν με ατέλειωτα σκάνδαλα, που κράτησαν όλο το χειμώνα. Και όλο το χειμώνα δεν έκανα τίποτε άλλο από το να παίζω την ομαδική πειθαρχία, παρά να θυσιάζω σ' αυτήν τα γούστα και τη συνείδησή μου. Ήμουν έτοιμος να ξαναπροδώσω οτιδήποτε και οποτεδήποτε. Αυτή τη φορά, όμως, είχα υπερτιμήσει τις δυνάμεις μου.

Μια ζεστή μέρα στα τέλη του Μάη, όταν είχαμε πιάσει τις θέσεις μας στο ζαχαροπλαστείο της οδού Αρμπάτ, οι τρεις ποιητές, που μόλις ανέφερα εδώ, μπήκαν μέσα με θόρυβο και ορμή, άφησαν τα καπέλα τους στον πορτιέρη και χωρίς να χαμηλώσουν τις φωνές τους, που μια στιγμή πιο πριν καλύπτονταν από τη φασαρία των τραμ και των αμαξάδων, κατευθύνθηκαν χαρούμενα και απλά προς το μέρος μας. Είχαν ωραίες φωνές. Η γραμμή απαγγελίας, που αναπτύχθηκε στην ποίηση αργότερα, προερχόταν από δω. Οι τρεις τους ήταν ντυμένοι κομψά, ενώ εμείς ατημέλητα. Οι θέσεις του εχθρού, από κάθε άποψη υπερείχαν. Την ώρα που ο Μπομπρόφ λογομαχούσε με το Σερσενιέβιτς -έπρεπε να βάλουν τέρμα σε μια φιλονικία, που είχε αρχίσει όταν εκείνοι μάς έθιξαν κάποτε κι εμείς τους απαντήσαμε ακόμα χειρότερα -εγώ παρατηρούσα συνεχώς το Μαγιακόφσκι. Μου φαίνεται ότι τον έβλεπα από τόσο κοντά για πρώτη φορά.

Πρόφερε "ε" στη θέση του "α" και η φωνή του ηχούσε σαν λαμαρίνα. Αυτός ο τρόπος ομιλίας θα ταίριαζε σ' έναν ηθοποιό. Η σκόπιμη τραχύτητά του θα μπορούσε να αποδοθεί εύκολα σε άλλα επαγγέλματα και άλλες καταστάσεις. Δεν ήταν ο μοναδικός που είχε αυτό το καταπληκτικό ύφος. Δίπλα του κάθονταν οι φίλοι του. Ο ένας απ' αυτούς, όπως κι ο ίδιος, παρίστανε το δανδή. Ο άλλος, όπως κι ο ίδιος πάλι, ήταν ένας αληθινός ποιητής. Όλες αυτές οι ομοιότητες όμως δεν μείωναν την αποκλειστικότητα του Μαγιακόφσκι. Απεναντίας, την τόνιζαν ακόμα περισσότερο. Αντί να κάνει τον έναν ή τον άλλο χωριστά, έκανε τους πάντες ταυτόχρονα. Αντί να παίζει κάποιους ρόλους, έπαιζε με τη ζωή. Αυτό το τελευταίο -χωρίς καμιά απολύτως σκέψη για το μελλοντικό του τέλος- το 'πιανε κανείς από την πρώτη ματιά. Αυτό ήταν που τραβούσε τους άλλους προς το μέρος του.

Αν και όλοι οι άνθρωποι φαίνονται σε όλο το ανάστημά τους την ώρα που περπατάνε και στέκονται ακίνητοι, το γεγονός αυτό έγινε εκπληκτικά φανερό με την εμφάνιση του Μαγιακόφσκι και έκανε τους πάντες να γυρίσουν προς το μέρος του. Στην περίπτωσή του, το φυσικό φαινόταν υπερφυσικό. Η αιτία δεν ήταν το ανάστημά του, αλλά κάποια άλλη. Η γενικότερη. και λιγότερο χειροπιαστή, ιδιομορφία του. Ο Μαγιακόφκι περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους εκδηλωνόταν ολόκληρος με την εμφάνισή του. Λίγοι είναι εκείνοι που η εμφάνισή τους είναι τόσο εκφραστική και καθοριστική. Η πλειοψηφία των ανθρώπων σπάνια και μόνο σε περιπτώσεις ειδικών συγκλονισμών βγαίνουν από το σκοτάδι των ανώριμων προθέσεων και των απραγματοποίητων σχεδίων τους. Ο Μαγιακόφσκι λες και ζούσε το αύριο μιας τεράστιας σε πνευματικό πλούτο ζωής, που μάλιστα την έζησε προκαταβολικά, για όλες τις περιπτώσεις, και εμφανίζονταν μπροστά στους πάντες μέσα στη δέσμη των φυσικών της συνεπειών. Καθόταν σε μια καρέκλα σαν να ήταν κάθισμα μοτοσικλέτας. Κινιόταν προς τα εμπρός, έκοβε και κατέβαζε γρήγορα το βιενέζικο σνίτσελ, έπαιζε χαρτιά κοιτάζοντας λοξά χωρίς να γυρίζει το κεφάλι του, περπατούσε μεγαλόπρεπα στην οδό Κουζνέτσκι, απήγγειλε σέρνοντας τη βραχνή του φωνή λες και βρισκόταν σε λειτουργία, στα πιο βαθυστόχαστα κομμάτια, δικά του και ξένα, κατσούφιαζε, μεγάλωνε, ταξίδευε, κι έπαιρνε μέρος σε δημόσιες συζητήσεις. Έμοιαζε μ' έναν παγοδρόμο που έτρεχε μ' όλη την ταχύτητά του, ενώ στο βάθος, πίσω απ' όλα αυτά, διακρινόταν από ανέκαθεν μια κάποια μέρα, που είχε προηγηθεί απ' όλες τις άλλες ημέρες του, όταν γεννήθηκε αυτή η καταπληκτική του ορμή, που τον πρόβαλε με τόση δύναμη και ευχέρεια. Είχε κανείς την εντύπωση ότι πίσω από τη συμπεριφορά του αυτή κρυβόταν μια απόφαση, που είχε εφαρμοστεί με αμετάκλητες συνέπειες. Η απόφαση αυτή ήταν η ιδιοφυΐα του, που τον είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ από την πρώτη τους συνάντηση, ώστε έγινε για πάντα η θεματική του εντολή. Ο Μαγιακόφσκι είχε αφιερώσει ολόκληρο το είναι του στην εκπλήρωση αυτής της εντολής χωρίς λύπη και ταλαντεύσεις.

Αλλά τότε ήταν ακόμη νέος και οι μορφές που επρόκειτο να πάρει αυτό το θέμα ανήκαν ακόμη στο μέλλον. Πάντως το θέμα ήταν ακόρεστο και δε σήκωνε αναβολές. Να γιατί τον πρώτο καιρό έπρεπε, για το χατήρι του, να προλαβαίνει το μέλλον του. Η πρόληψη αυτή, όμως, όταν πραγματοποιείται σε πρώτο πρόσωπο, είναι μια πόζα.

Απ' αυτές τις πόζες, που είναι φυσικές στον κόσμο της πιο υψηλής έκφρασης του εγώ, όπως φυσικοί είναι οι κανόνες της καλής αγωγής στη ζωής, διάλεξε την πόζα της εσωτερικής ολοκλήρωσης, που είναι η δυσκολότερη για έναν καλλιτέχνη και η πιο ευγενική στις σχέσεις του με τους φίλους και τους συγγενείς του. Κρατούσε τόσο τέλεια αυτή την πόζα, που τώρα είναι σχεδόν αδύνατο να χαρακτηρίσουμε εκείνο που κρυβόταν από πίσω της.

Στο μεταξύ, το ελατήριο της αδιαντροπιάς του ήταν η φοβερή του ντροπαλότητα, ενώ πίσω από την προσποιητή του θέληση κρυβόταν μια υπερβολικά μεγάλη έλλειψη αυτοπεποίθησης, με την τάση της επίδειξης μιας χωρίς προκλήσεις κατήφειας. Το ίδιο απατηλός ήταν και ο μηχανισμός της κίτρινης πουκαμίσας του. Πάλευε με τη βοήθειά της, όχι μόνο με τα μικροαστικά σακάκια, αλλά μ' εκείνο το μαύρο βελούδο του ταλέντου του, που άρχισε να προκαλεί την αγανάκτησή του, με τις γλυκερές μαυρόφρυδες μορφές του, πολύ πιο νωρίς απ' όσο συμβαίνει συνήθως με ανθρώπους λιγότερο προικισμένους. Επειδή κανείς δεν ήξερε, όπως το 'ξερε αυτός, όλη τη χυδαιότητα μιας πηγαίας φωτιάς, που δεν εξαγριώνεται σιγά-σιγά με το κρύο νερό, και δεν ήξερε επίσης ότι το πάθος, που αρκεί για τη συνέχιση του είδους, δεν αρκεί για τη δημιουργία. Η δημιουργία απαιτεί ένα πάθος που χρειάζεται για τη συνέχιση της εικόνας του είδους, δηλαδή ένα πάθος, που ενώ μοιάζει εξωτερικά με τ' άλλα πάθη, μέσα του κλείνει μια νέα επαγγελία.

Ξαφνικά οι διαπραγματεύσεις τελείωσαν. Οι εχθροί, που έπρεπε να εκμηδενίσουμε, έφυγαν ακατανίκητοι. Οι όροι της ειρήνης ήταν μάλλον ταπεινωτικοί για μας.

Στο μεταξύ έξω σκοτείνιασε. Άρχισε να ψιλοβρέχει. Με την αποχώρηση των εχθρών μας το ζαχαροπλαστείο άδειασε σιγά-σιγά. Φάνηκαν οι μύγες, τα υπολείμματα, τα γλυκά, τα ποτήρια, τυφλωμένα από το ζεστό γάλα. Η μπόρα, όμως, δεν ξέσπασε. Ο ήλιος χτύπησε μαλακά το πεζοδρόμιο, το στρεβλό απ' τις μικρές μοβ βούλες. Ήταν Μάης του 1914. Οι αναποδιές της ιστορίας στέκονταν τόσο κοντά! Ποιος όμως τις σκεφτόταν; Η άγαρμπη πόλη έκαιγε, όπως καίνε το σμάλτο και το αλομινούχαρτο στα σκηνικά του "Χρυσού πετεινού". Έλαμπαν τα βερνικωμένα φύλλα στις λεύκες. Τα χρώματα είχαν για τελευταία φορά μια βιαιότητα, που σε λίγο θα την είχαν για πάντα. Είχα ξετρελαθεί με το Μαγιακόφσκι και μού 'λειπε κιόλας. Είναι περιττό να πω ότι είχα προδώσει άλλους και όχι εκείνους που είχα σκοπό να προδώσω.

* Απαγορευμένο στη Σοβιετική Ένωση από το 1923. Ένα θαυμάσιο αυτοβιογραφικό κείμενο, η φίλια του Παστερνάκ με το Μαγιακόφσκι, η ατμόσφαιρα μιας επαναστατικής εποχής.
Ο Μπορίς Παστερνάκ, κορυφαίος Σοβιετικός συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής, τιμήθηκε με το βραβείο νόμπελ το 1958.

Σχόλια