Η Γ’ Διεθνής


Η Κατερίνα Θωίδου παρουσιάζει την πολύτιμη κληρονομιά που μας άφησαν οι προσπάθειες των Μπολσεβίκων να χτίσουν μια παγκόσμια επαναστατική οργάνωση πριν 90 χρόνια.

Η Ρώσικη Επανάσταση και η νίκη της τον Οκτώβρη του 1917 έγινε πηγή έμπνευσης και ριζοσπαστικοποίησης για εκατομμύρια εργάτες πάνω στον πλανήτη. Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, στη Ρωσία κατάφεραν να ανατρέψουν τα σχέδια των ιμπεριαλιστών και να βάλουν την επανάσταση στην ημερήσια διάταξη σε όλο τον κόσμο.


Η περίοδος πολέμων μετατράπηκε σε περίοδο επαναστάσεων. Η Γερμανική Επανάσταση το 1918-23, η «Κόκκινη Διετία» στην Ιταλία το 1919-20, η επανάσταση στην Αυστροουγγαρία το 1918-19 είναι τα πιο τρανταχτά παραδείγματα. Παντού η αυτοπεποίθηση που έδωσε στην εργατική τάξη η νίκη του ρώσικου προλεταριάτου οδήγησε στο ξέσπασμα μαζικών απεργιών, όπως στη Βρετανία, στην Ιρλανδία, αλλά ακόμα και στην Αργεντινή, στο Σιάτλ των ΗΠΑ και στη μακρινή Αυστραλία.

Όμως αυτό που έλειπε ήταν ο συντονισμός όλων αυτών των κινημάτων για να μπορέσουν να φτάσουν στη νίκη, να ανατρέψουν τις άρχουσες τάξεις σε κάθε χώρα και να πάρουν την εξουσία. Αυτό το ρόλο ανέλαβε να παίξει η Τρίτη Διεθνής.

Η αναγκαιότητα να χτιστούν σε κάθε χώρα μαζικά κόμματα που ήταν ξεκάθαρα πάνω στη στρατηγική της επανάστασης ήταν τεράστια

Η Γ΄ Διεθνής (Κομιντέρν) ήταν στην ουσία η προσπάθεια των Μπολσεβίκων να χτίσουν μία παγκόσμια επαναστατική οργάνωση, με στόχο να μεταδώσουν γρήγορα τη νικηφόρα εμπειρία τους, έχοντας σαν δεδομένο ότι η επανάσταση δεν είναι μία ευθύγραμμη διαδικασία. Έβαλε στόχο να αποκαταστήσει τη διεθνιστική ενότητα της εργατικής τάξης και να βοηθήσει να χτιστούν μαζικά επαναστατικά κόμματα σε όλο τον κόσμο.

Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, οι ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων - της Β΄ Διεθνούς - εγκατέλειψαν τις διακηρύξεις τους για διεθνιστική ενότητα των εργατών σε όλον τον κόσμο και έτρεξαν σε κάθε χώρα να υπερασπιστούν τη δικιά τους άρχουσα τάξη. Σε όλες τις χώρες εξαπλώθηκε ένα κύμα πατριωτικού ενθουσιασμού και στην ουσία μέσα σε μία νύχτα η Β΄ Διεθνής κατέρρευσε.

Η Β΄ Διεθνής είχε ιδρυθεί στο συνέδριο του Παρισιού τον Ιούλη του 1889 και αυτοανακηρύχθηκε διάδοχος της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων την οποία είχε ιδρύσει ο Μαρξ (1864-1872). Έγινε ο πόλος γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκαν μεγάλα εργατικά κόμματα που ονομάστηκαν σοσιαλδημοκρατικά και κυριαρχούσαν στο εργατικό κίνημα μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στις περισσότερες χώρες μόνο μία μειοψηφία τάχθηκε κατά του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ο γερμανός βουλευτής του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD), εξέφρασε μία ξεκάθαρη άποψη κατά του πολέμου λέγοντας ότι «O κύριος εχθρός του γερμανικού λαού είναι μέσα στη Γερμανία, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός». Στη Ρωσία, οι Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι αποτέλεσμα των ανταγωνισμών των καπιταλιστών και έκαναν τη σύνδεση ότι η πάλη ενάντια στον πόλεμο σημαίνει πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και ότι η καλύτερη απάντηση στον πόλεμο ήταν η πάλη της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα ενάντια στη δικιά της άρχουσα τάξη.

Μετά τη νίκη της Ρώσικης Επανάστασης αποδείχτηκε ότι είχαν δίκιο. Η πολιτική τους άρχισε να κερδίζει μαζικά ακροατήρια σε βαθμό που η διάσπαση ανάμεσα στους «σοσιαλπατριώτες» της Β΄ Διεθνούς και στους «διεθνιστές» έγινε ακόμα πιο έντονη. Όμως, ακόμα και μέσα στο στρατόπεδο των διεθνιστών, υπήρχαν διαβαθμίσεις. Υπήρχαν οι οπαδοί του κέντρου, οι Κεντριστές όπως τους ονόμασαν ο Λένιν και ο Τρότσκι, οι οποίοι ήταν ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και την επανάσταση, είχαν μία πασιφιστική θέση χωρίς όμως να μιλούν για επανάσταση και διακήρυτταν σαν στόχο την αναγέννηση της Δεύτερης Διεθνούς.

Η θέση απέναντι στον πόλεμο ήταν κρίσιμο ζήτημα για όλο το κίνημα και για όλη την αριστερά της εποχής. Σε πολλά κόμματα συνεπαγόταν διασπάσεις και συγκρούσεις. Την άνοιξη του 1917, το SPD, το μεγαλύτερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της εποχής, διασπάστηκε πάνω σε μία πασιφιστική πλατφόρμα - όχι επαναστατική-και δημιουργήθηκε το USPD.

Όμως το αντιπολεμικό κίνημα άρχισε να κερδίζει υποστήριξη. Οι πολεμικές απώλειες έφεραν ένα κύμα δυσαρέσκειας μέσα στην εργατική τάξη. Το Φλεβάρη του ‘17, η επανάσταση στη Ρωσία πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις στη Βρετανία, τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία. Το Γενάρη του 1918, ξέσπασαν μαζικές απεργίες σε Γερμανία και Αυστρουγγαρία που ζητούσαν σταμάτημα του πολέμου.

Στις 4 Νοέμβρη του ‘18, γίνεται ανταρσία των ναυτών του Κιέλου, ενώ ακολούθησαν τα συντάγματα πυροβολητών που ξεχύθηκαν στους δρόμους του Βερολίνου. Η Γερμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε από μία μαζική επανάσταση, δημιουργήθηκαν συμβούλια εργατών και στρατιωτών και μια Δημοκρατική κυβέρνηση με τη συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών (SPD-USPD) αντικατέστησε την κυβέρνηση του Κάιζερ.

Το ζήτημα που προέκυψε ήταν ποιος πρέπει να πάρει την εξουσία της χώρας: τα εργατικά συμβούλια ή το κοινοβούλιο; Μετά τη Ρώσικη Επανάσταση οι Μπολσεβίκοι διέλυσαν τη νεοεκλεγμένη Συντακτική Συνέλευση και έδωσαν την εξουσία στα σοβιέτ. 

Όμως στη Γερμανία μετά την επανάσταση, το SPD έκανε το αντίθετο. Περιθωριοποίησε τα εργατικά συμβούλια στα οποία είχε την πλειοψηφία και το πρώτο συνέδριο των συμβουλίων ψήφισε να περάσει η εξουσία στην Εθνοσυνέλευση μετά από εκλογές, καθώς και την απαγόρευση των απεργιών σε “νευραλγικούς τομείς”. Οι αριστερές ηγεσίες, δηλαδή, αρνήθηκαν να στηρίξουν τη δικτατορία του προλεταριάτου και στράφηκαν προς τον ειρηνικό κοινοβουλευτικό δρόμο για το σοσιαλισμό.

Η αναγκαιότητα να χτιστούν σε κάθε χώρα μαζικά κόμματα που ήταν ξεκάθαρα πάνω στη στρατηγική της επανάστασης ήταν τεράστια. Αυτό το ρόλο ανέλαβε η Γ΄ Διεθνής. Το Μάρτη του 1919 γίνεται στη Μόσχα το πρώτο συνέδριο. Συμμετείχαν 35 εκπρόσωποι, που ψήφισαν τη συγκρότησή της στη βάση του ασυμβίβαστου διεθνισμού.

Ριζοσπαστικοποίηση

Στην Ευρώπη η νέα ριζοσπαστικοποίηση στρεφόταν στους κεντριστές, οι οποίοι έλεγχαν τα μεγαλύτερα κόμματα της αριστεράς, όπως το ιταλικό κόμμα, το γαλλικό, το USPD. Έτσι ο πρώτος στόχος της Γ’ Διεθνούς ήταν να βοηθήσει αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση να ξεκαθαρίσει με τους ρεφορμιστές και τους κεντριστές. Τον Ιούλιο - Αύγουστο του 1920 έγινε στην Πετρούπολη το δεύτερο συνέδριο. Συμμετείχαν 217 αντιπρόσωποι από 67 οργανώσεις από 40 χώρες. Το ένα μετά το άλλο τα κεντριστικά κόμματα άρχισαν να αποφασίζουν την ένταξή τους στην Τρίτη Διεθνή: το Νορβηγικό (DNA), το Ιταλικό (PSI), το Βουλγαρικό, το Γιουγκοσλαβικό. Το Γαλλικό (SFIO) και το USPD συμμετείχαν αρχικά χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η Διεθνής άρχισε να γίνεται της μόδας, έλεγε ο Λένιν. 

Τα κόμματα αυτά δήλωναν την πρόθεση τους να συμμετέχουν στη Διεθνή λόγω της πίεσης από τη βάση. Όμως ήταν επαναστατικά στα λόγια και παθητικά στην πράξη. Οι ηγεσίες τους ήταν έτοιμες να κάνουν κάθε ελιγμό προκειμένου να εμποδίσουν την υιοθέτηση μίας επαναστατικής στρατηγικής. Επίσης συνδικαλιστικές οργανώσεις που δεν αποδέχονταν την αναγκαιότητα του χτισίματος επαναστατικών κομμάτων όπως η CNT η ισπανική αναρχοσυνδικαλιστική ομοσπονδία ή οι IWW, η ριζοσπαστική συνδικαλιστική οργάνωση των ΗΠΑ, άρχισαν να δηλώνουν ενδιαφέρον για την ένταξή τους στη Διεθνή. Σε πολλές οργανώσεις και κόμματα υπήρχαν αριστερίστικες τάσεις οι οποίες απέρριπταν κάθε συμμετοχή στους αστικούς δημοκρατικούς θεσμούς, όπως το κοινοβούλιο ή ακόμα και τη συμμετοχή στα συνδικάτα που είχαν ρεφορμιστικές ηγεσίες.

Η μαζικοποίηση της Διεθνούς δεν σήμαινε ταυτόχρονα και ιδεολογική καθαρότητα. 

Οι μπολσεβίκοι γνώριζαν καλά ότι χωρίς αυτά τα κόμματα δεν είχαν ελπίδα να ασκήσουν μαζική επιρροή στο παγκόσμιο προλεταριάτο, αλλά από την άλλη χωρίς τη ρήξη με τους κεντριστές και ρεφορμιστές ηγέτες δεν υπήρχε ελπίδα να ασκήσουν επαναστατική επιρροή.

Γι αυτό το λόγο ψηφίστηκαν οι 21 όροι ένταξης στη Διεθνή. Οι 21 όροι είχαν στόχο να αποκλείσουν τις ηγεσίες που δεν είχαν ακόμα έρθει σε πολιτική ρήξη με τις ιδέες της Β΄ Διεθνούς, με το ρεφορμισμό και την κεντριστική πολιτική.

Οι 21 όροι έλεγαν ότι η Τρίτη Διεθνής είχε στόχο να αποτελέσει ένα παγκόσμιο κόμμα με εθνικά τμήματα και ότι οι αποφάσεις ήταν δεσμευτικές για όλα τα κόμματα. Όσα κόμματα συμμετέχουν θα πρέπει να έρθουν σε πλήρη ρήξη με το ρεφορμισμό και να διαγράψουν τους επώνυμους οπορτουνιστές που βρίσκονταν στην ηγεσία τους. Ότι ο κομματικός τύπος πρέπει να βρίσκεται στα χέρια αφοσιωμένων κομμουνιστών, οι εκδόσεις να είναι υπόλογες στο κόμμα. Όλα τα έντυπα θα πρέπει να ασκούν πολιτική σύμφωνα με τις αρχές του κόμματος. Επίσης ότι κάθε κόμμα που θέλει να ανήκει στη Δ­ιεθνή πρέπει να καταγγέλλει το φανερό σοσιαλπατριωτισμό και να κάνει κριτική στον πασιφισμό. Να λειτουργεί με δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, έτσι ώστε να έχει μία τελείως διαφορετική λειτουργία από τα ρεφορμιστικά κόμματα.

Όμως οι 21 όροι δεν ήταν το μόνο ξεκαθάρισμα που χρειαζόταν να γίνει. Η δεύτερη μεγάλη ρήξη ήταν πάνω στα ζητήματα τακτικής, δηλαδή η ρήξη με τον αριστερισμό. Αυτό που έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τα νέα μέλη της Κομιντέρν ήταν ότι η στρατηγική ενός κόμματος δεν φτάνει από μόνη της για να οδηγήσει την εργατική τάξη σε μία νικηφόρα επανάσταση. Ακριβώς επειδή η επανάσταση δεν είναι γραμμική, τα επαναστατικά κόμματα έχουν σε κάθε περίοδο να κάνουν επιλογές τακτικής. Ο Λένιν αποκαλούσε τον αριστερισμό «παιδική αρρώστια».

Ήταν ανάγκη να ξεκαθαριστεί η στάση των επαναστατών απέναντι στο ζήτημα του κοινοβουλίου. Η πλειοψηφία των κομμουνιστών στην Ιταλία ήταν υπέρ του μποϋκοτάζ των εκλογών. Το ίδιο και τα κόμματα της Βρετανίας, των ΗΠΑ, της Ολλανδίας. Η Γ’ Διεθνής ξεκαθάρισε ότι μπορεί να απορρίπτουμε τον κοινοβουλευτισμό σαν μορφή πολιτικής οργάνωσης της εργατικής εξουσίας αλλά από την άλλη ο κοινοβουλευτισμός είναι απαραίτητος στο κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου για τη διαφώτιση των μαζών. ­­­Το Δεκέμβριο του 1918, το πανεθνικό συμβούλιο των γερμανών εργατών και στρατιωτών αποφάσισε να επιτρέψει τη διεξαγωγή εκλογών. Το KPD αποφάσισε να μποϋκοτάρει τις εκλογές θεωρώντας ότι οι εκλογές είναι ξεπερασμένες, αλλά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν για τα εκατομμύρια που ψήφισαν το SPD και το USPD.

Οι υπεραριστεροί έλεγαν ότι όσοι δεν αποδέχονται αυτή τη θέση είναι διαβρωμένοι από το σύστημα. Όταν στις 5 Γενάρη του ‘19 η κυβέρνηση έστησε μία προβοκάτσια, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την τρικλοποδιά επειδή ακριβώς δεν είχαν καταφέρει να συνδεθούν με την εργατική τάξη. Το KPD με την υποστήριξη τοπικών οργανώσεων του USPD αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία στο Βερολίνο. Τότε έγινε η εξέγερση του Σπάρτακου, που απαντήθηκε με βαρβαρότητα, λουτρό αίματος και τη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.

Στις 13 Μάη του 1920, μία μερίδα στρατού ανέτρεψε την εκλεγμένη κυβέρνηση. Η Ομοσπονδία γερμανικών συνδικάτων κάλεσε γενική απεργία. Σε πολλές περιοχές ξεκίνησε αντίσταση στο πραξικόπημα. Η ηγεσία του KPD διακήρυξε την ουδετερότητά της γιατί θεωρούσε ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη δικτατορία και την αστική δημοκρατία. Ευτυχώς το πραξικόπημα κατέρρευσε ύστερα από την αντίσταση της εργατικής τάξης.

Η στάση που κρατούσαν οι επαναστάτες μέσα στα συνδικάτα ήταν από τα βασικά ζητήματα που συζήτησε το δεύτερο συνέδριο: «Οι κομμουνιστές σε όλες τις χώρες πρέπει να οργανωθούν στα συνδικάτα με στόχο να τα μετατρέψουν σε συνειδητά όργανα μάχης για την ανατροπή του καπιταλισμού … κάθε ηθελημένη αποχή από τα συνδικάτα, κάθε τεχνητή απόπειρα να οργανωθούν ξεχωριστά συνδικάτα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για το κομμουνιστικό κίνημα», κατέληξε το συνέδριο.

Αγροτιά, έθνη, γυναίκες

Επίσης στο δεύτερο συνέδριο συζητήθηκε με ποια τακτική μπορούν οι επαναστάτες να κερδίσουν με το μέρος της επανάστασης τους αγρότες. Υπήρχαν κόμματα που έλεγαν ότι οι ιδιοκτήτες αγρότες είναι εμπόδιο για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Όμως οι Μπολσεβίκοι είχαν κάνει πράξη το σύνθημα «η γη στους αγρότες» και έτσι κέρδισαν την υποστήριξη των αγροτών που ήταν ουσιαστική για την ανατροπή του Τσάρου. Στα πλαίσια της απόφασης ξεκαθαρίστηκε ότι είναι απαραίτητο οι συνθήκες ζωής των αγροτών να βελτιωθούν ουσιαστικά μετά τη νίκη του προλεταριάτου, για να μπορεί το βιομηχανικό προλεταριάτο να τροφοδοτείται από την αγροτιά.

Το ζήτημα της στάσης των επαναστατών απέναντι στους λαούς που ξεσηκώνονται στις αποικίες ήταν και αυτό κρίσιμο. Η Διεθνής αποφάσισε ότι οι λαοί αυτών των χωρών είχαν να παίξουν ενεργό ρόλο στην επανάσταση. Τα επαναστατικά κόμματα χρειάζεται να στηρίξουν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες με σκοπό να συσπειρώσουν σε όλες αυτές τις χώρες τα στοιχεία που θα ιδρύσουν τα προλεταριακά κόμματα και να τους διδάξουν το καθήκον να αγωνιστούν ενάντια στην αστική τάξη στις χώρες τους. Γι αυτό η Κομμουνιστική Διεθνής πρέπει να έρχεται σε προσωρινή συμφωνία, ακόμα και συμμαχία, με τα επαναστατικά κινήματα των αποικιών. Κάθε κόμμα πρέπει να έχει καθήκον να ξεσκεπάζει αλύπητα τις προκλήσεις των ιμπεριαλιστών της χώρας του στις αποικίες, να υποστηρίζει κάθε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στις αποικίες όχι μόνο στα λόγια αλλά στην πράξη, να απαιτεί το διώξιμο των ιμπεριαλιστών από αυτές τις αποικίες και να διεξάγει συστηματική προπαγάνδα μέσα στα στρατεύματα της χώρας του ενάντια στην καταπίεση των αποικιακών λαών.

Ανάμεσα στις αποφάσεις του συνεδρίου ήταν και η στάση των επαναστατών πάνω στο γυναικείο ζήτημα. Η θέση που υιοθετήθηκε ήταν ότι κάθε συμμαχία ανάμεσα στις εργαζόμενες γυναίκες και στον αστικό φεμινισμό θα οδηγήσει στο αδυνάτισμα των δυνάμεων της εργατικής τάξης, καθυστερώντας έτσι την μεγάλη στιγμή της χειραφέτησης των γυναικών. Επίσης, αποφασίστηκε να παρθούν συγκεκριμένα μέτρα σε κάθε κόμμα για να χτυπηθούν οι προκαταλήψεις και να προωθήσουν γυναίκες σε ηγετικούς ενεργούς ρόλους.

Μόνο μέσα από τις μάχες μπορούν οι επαναστάτες να αναγνωριστούν ως ηγεσία του κινήματος, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης

Στο 3ο Συνέδριο που έγινε στη Μόσχα τον Ιούνη-Ιούλη του 1921 συζητήθηκε το τι πρέπει να κάνει ένα κόμμα σε μία μη επαναστατική κατάσταση, αφού ανάμεσα στο 2ο και το 3ο συνέδριο μία σειρά επαναστατικά κινήματα είχαν καταλήξει σε ήττες.

Αυτό το στοίχημα παίχτηκε στην Ιταλία την Κόκκινη Διετία. Στα εργοστάσια του Τορίνο εξαπλώθηκε ένα τεράστιο κύμα καταλήψεων. Φτιάχτηκαν εργατικά συμβούλια, ξέσπασαν ανταρσίες στο στρατό, οι αγρότες και οι φαντάροι που γυρνούσαν εξαθλιωμένοι από τον πόλεμο καταλάμβαναν αγροκτήματα. Στις εκλογές, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) πήρε το 1/3 των ψήφων, αλλά αρνήθηκε να υποστηρίξει τις καταλήψεις γης με το επιχείρημα ότι ήταν «δημαγωγικές και μικροαστικές» και επίσης δεν έκανε τίποτα για να υποστηρίξει τους μεταλλεργάτες του Τορίνο. Απέτυχε να δώσει ηγεσία στους εργάτες, αλλά αναλώθηκε σε παζάρια με τους ρεφορμιστές συνδικαλιστές και δεν κατάφερε να γενικεύσει τις καταλήψεις σε εξέγερση με στόχο την ανατροπή της αστικής τάξης.

Ήταν η περίοδος που η Ρωσία υιοθέτησε τη Νέα Οικονομική Πολιτική. Ήταν στην ουσία μία παραχώρηση απέναντι στην αγροτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Η εξάπλωση και η νίκη των κινημάτων στις υπόλοιπες χώρες ήταν πολύ κρίσιμη για την επιβίωση του σοσιαλισμού μέσα στην ίδια τη Ρωσία.

Τα μικρά ΚΚ είχαν δύο δρόμους. Ή θα έβρισκαν τρόπους να συνδέσουν συγκεκριμένα την επαναστατική πολιτική με τους εργάτες μέσα σε μία μη επαναστατική κατάσταση ή θα μετατρέπονταν σε επαναστατικές σέχτες χωρίς καμιά σοβαρή επιρροή στην πορεία των γεγονότων. Το ζήτημα της περιόδου δεν ήταν, σύμφωνα με το Γ’ Συνέδριο, «να διακηρύσσουμε τον τελικό στόχο, αλλά να εντείνουμε τον αγώνα που είναι ο μόνος τρόπος για να οδηγηθεί το προλεταριάτο στην πάλη για τον τελικό στόχο». Και μέσα από αυτές τις μάχες θα αναδειχθούν τα ικανά στελέχη να εκμεταλλευτούν αμέσως οποιαδήποτε ευκαιρία.

Ενιαίο μέτωπο

Στη Γερμανία, το KPD είχε υιοθετήσει τη θεωρία της εφόδου, που στην ουσία ήταν μία υποκατάσταση του μαζικού κινήματος. Η ηγεσία του πίστευε ότι χρειάζονται συμβολικές κινήσεις που θα ξυπνήσουν την εργατική τάξη. Στις 21 Μάρτη του 1921, ο Σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του κρατιδίου της Σαξονίας διέταξε την αστυνομία να καταλάβει μερικά εργοστάσια. Οι ηγέτες του KPD κάλεσαν σε γενική απεργία και σε ένοπλη δράση ενάντια στο κράτος. Οργάνωσε ακόμα και βομβιστικές ενέργειες. Το κάλεσμα σε απεργία έπεσε στο κενό και τα μέλη του κόμματος διατάχθηκαν να βγάλουν τους εργάτες με τη βία από τα εργοστάσια. Αυτή η αριστερίστικη τρέλα κατάληξε σε αποτυχία. Ακολούθησε άγρια καταστολή, το KPD τέθηκε εκτός νόμου και πολλοί αγωνιστές μπήκαν στις φυλακές.

Χρειαζόταν απότομη στροφή των επαναστατών για να αποφύγουν την απομόνωση. Η Διεθνής ρίχνει το σύνθημα «προς τις μάζες». Ο Τρότσκι έκανε την εισήγηση και η Τρίτη Διεθνής πρότεινε στα ΚΚ να υιοθετήσουν την τακτική του ενιαίου μετώπου. Να πάρουν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ώστε να αναγκαστούν οι ηγεσίες των ρεφορμιστικών και κεντριστικών οργανώσεων να συνεργαστούν πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα. Να κερδίσουν τους οπαδούς αυτών των κομμάτων πάνω στην ενότητα της δράσης και όχι απλά και μόνο με προπαγάνδα.

Τα επαναστατικά κόμματα ήταν αναγκαίο να συνδεθούν με τις μάζες, να προτείνουν ένα μαχητικό πρόγραμμα που παρακινεί το προλεταριάτο να παλέψει για τα άμεσα πρακτικά αιτήματα, να οργανώνουν καμπάνιες, να στηρίζουν τους καθημερινούς αγώνες και να συμμετέχουν σε όλα τα κινήματα της εργατικής τάξης. Έτσι μόνο, μέσα από τις μάχες, μπορούν οι επαναστάτες να αναγνωριστούν ως ηγεσία του κινήματος, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης: «…καθώς ο αγώνας για αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται με τις ζωτικές ανάγκες των καπιταλιστών, η εργατική τάξη θα φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει, ο καπιταλισμός πρέπει να πεθάνει».

Μέσα σε μία περίοδο όπως η σημερινή, που όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της εργατικής τάξης συνειδητοποιούν κάτι τέτοιο, ο ρόλος των επαναστατών παραμένει το ίδιο κρίσιμος όπως και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Πατώντας πάνω στην παράδοση των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν, συνεχίζουμε σήμερα, 90 χρόνια μετά την ίδρυση της, για να ολοκληρώσουμε τους στόχους της: το χτίσιμο μαζικών επαναστατικών κομμάτων που θα στηρίξουν τις μάχες της εργατικής τάξης με στόχο να απαλλάξουν την ανθρωπότητα από τη φρίκη του καπιταλισμού και να την οδηγήσουν σε μία νικηφόρα παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.


Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 76 του περιοδικού Σοσιαλισμός Από τα Κάτω

Σχόλια