Aπομυθοποίηση της Iσλαμοφοβίας

Κατάληψη της Αμερικάνικης πρεσβείας στο Ιράν (4 Νοέμβρη 1979)
 

Βιβλιοκριτική

Μ. Μαντανί - Καλός μουσουλμάνος, κακός μουσουλμάνος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο ψυχρός πόλεμος και τα αίτια της τρομοκρατίας και R. Hrair Dekmejian, Επαναστατημένο Ισλάμ - Ο φονταμενταλισμός στον αραβικό κόσμο 


Ισλάμ, πολιτικό Ισλάμ, ισλαμικός φονταμενταλισμός, τρομοκρατία. Τέσσερα διαφορετικά φαινόμενα τα οποία η κυρίαρχη προπαγάνδα προσπαθεί να τα μπερδέψει και έτσι να ταυτίσει τους μουσουλμάνους με τους τρομοκράτες. 

Αυτή την προπαγάνδα βοηθάνε όσοι διανοούμενοι μεταφέρουν τη συζήτηση για το σύγχρονο πολιτικό Ισλάμ σε μια συζήτηση “περί πολιτισμού”, ψάχνοντας εξηγήσεις για φαινόμενα τύπου αλ-Κάιντα στον 7ο αιώνα και τον Μωάμεθ.

Το πιο σημαντικό που καταφέρνουν τα δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, αν και ξεκινάνε από διαφορετικές αφετηρίες, είναι ότι βοηθάνε σ’ αυτό το ξεκαθάρισμα. Δεν είναι ο 7ος αιώνας στον οποίο πρέπει να ψάξουμε, μας λένε και οι δύο συγγραφείς, αλλά ο 20ος.

Τα ισλαμοφοβικά επιχειρήματα, όταν διατυπώνονται με όρους κοινωνιολογίας, ονομάζουν το φαινόμενο του πολιτικού ισλάμ “προνεωτερικό”. Περιγράφουν δηλαδή τον ισλαμισμό ως απομεινάρι του Μεσαίωνα που προσπαθεί με τη βία να κρατήσει τις παραδόσεις ενώ ο κόσμος αλλάζει. Ο Μαμντάνι στο πρώτο μέρος του βιβλίου του καταπιάνεται με αυτό το επιχείρημα. 

Θυμίζει πως πρόκειται για κλασικό επιχείρημα της αποικιοκρατίας που περιέγραφε τους ιθαγενείς ως “άγριους” που χρειάζονται είτε εκπολιτισμό είτε αστυνόμευση. Είναι το ίδιο επιχείρημα του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής που “εξηγούσε” τη βία των αντιστεκόμενων μαύρων με τον “καθυστερημένο” πολιτισμό τους. Όποιος θέλει πραγματικά να εξηγήσει τη σχέση της βίας με τη “νεωτερικότητα” λέει ο Μαμντάνι πρέπει να ξεκινήσει από τις γενοκτονίες των Ινδιάνων, το δουλεμπόριο, το Ολοκαύτωμα, τους μαζικούς βομβαρδισμούς.

Το πολιτικό Ισλάμ είναι γέννημα του ύστερου 19ου αιώνα. Μουσουλμάνοι διανοούμενοι προσπαθούσαν να ανανεώσουν το Ισλάμ για να μπορέσει να αποτελέσει ένα πολιτικό όχημα απέναντι στις νέες προκλήσεις, που ήταν η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η επέκταση της αποικιοκρατίας στις μουσουλμανικές περιοχές. Δεν ήταν “θεολογία” αλλά πολιτική. Οι διανοούμενοι αυτοί δεν ήταν κληρικοί, αντίθετα έρχονταν σε σύγκρουση με τους παραδοσιακούς ουλεμάδες. Δεν επικαλούνταν την παράδοση και τη στροφή στο παρελθόν, αλλά την “ιτζντιχάντ”, δηλαδή την επανερμηνεία του Κορανίου με βάση τις αλλαγμένες συνθήκες.

Οι διαδρομές που ακολούθησε αυτό το “εκσυγχρονιστικό Ισλάμ” σε κάθε χώρα ήταν πολλές και διαφορετικές μέσα στον 20ο αιώνα. Ο Ντεκμετζιάν εξετάζει τις διαφορετικές τάσεις, ταξινομώντας τες σε ριζοσπαστικές/συντηρητικές και δείχνει τα διαφορετικά συμπεράσματα στα οποία οδηγούσε η κάθε “ιτζντιχάντ” ανάλογα με τις πολιτικές στοχεύσεις του κάθε διανοητή και της κάθε οργάνωσης, κάνοντας καταγραφή σε όλες ανεξαιρέτως τις αραβικές χώρες.

Πώς όμως φτάσαμε στην τρομοκρατία; Ο Μαμντάνι αναζητάει τις αιτίες στον ψυχρό πόλεμο και στο πολιτικό στοίχημα που έπαιξαν οι ΗΠΑ στηρίζοντας την ισλαμική τρομοκρατία ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Το “σύνδρομο του Βιετνάμ” έκοψε τη δυνατότητα των ΗΠΑ για άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις για δεκαετίες. Ο δρόμος που έμενε ανοιχτός ήταν ο πόλεμος μέσω “αντιπροσώπων”, αλλά και αυτός λόγω της αποτυχίας στην Αγκόλα και της διεθνούς κατακραυγής για την αμερικάνικη υποστήριξη σε οργανώσεις που χρηματοδοτούνταν από το απαρτχάιντ στη Ροδεσία και τη Μοζαμβίκη, δεν μπορούσε να γίνεται με διαφανή χρηματοδότηση και καθοδήγηση. Οι φιλοαμερικάνοι τρομοκράτες έπρεπε να έχουν μεγάλη αυτονομία και στους τρόπους δράσης και στη χρηματοδότηση. Έτσι στη Νικαράγουα, οι Κόντρας βασίζονται στο εμπόριο ναρκωτικών και στους δεσμούς τους με τους κολομβιανούς βαρόνους κοκαϊνης, ενώ η CIA αναλαμβάνει το “ξέπλυμα”.

Αυτή η λογική που ο Μαμντάνι ονομάζει “ιδιωτικοποίηση και διεθνοποίηση του πολέμου” εφαρμόστηκε στο πολλαπλάσιο στο Αφγανιστάν. Η CIA αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση των ισλαμικών ομάδων που αντιστέκονται στη ρώσικη εισβολή. Η επικράτηση των πιο φανατικών ομάδων ανάμεσα στους Αφγανούς μοτζαχεντίν προέκυψε από σύμπτωση δύο συμφερόντων. Από τη μία οι Αμερικάνοι ήθελαν παραγωγή “πολλών νεκρών Ρώσων”. Από την άλλη οι πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες που είχαν αναλάβει το ρόλο του μεσάζοντα προτιμούσαν τις ισλαμιστικές οργανώσεις από τις περισσότερο εθνικιστικές, διότι οι δεύτερες απειλούσαν τη σταθερότητα στις μεικτές εθνικά περιοχές του Πακιστάν.

Όμως ο έλεγχος της CIA πάνω στους μουτζαχεντίν δεν ήταν άμεσος. Χρηματοδοτούσαν τις υψηλόβαθμες ηγεσίες που κατηχούσαν τους μαχητές αλλά τα δίκτυα των ισλαμικών σχολείων είχαν τη δικιά τους ζωή. Όταν οι Ρώσοι τελικά ηττήθηκαν και ο ψυχρός πόλεμος τελείωσε, υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι από ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο που είχαν περάσει μια δεκαετία “τζιχάντ” και δεν είχαν κανένα λόγο να μη συνεχίσουν όχι πλέον ενάντια στη Σοβιετική Ένωση αλλά ενάντια στα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και τις ΗΠΑ. Η Αλ Κάιντα ήταν ένα τέτοιο γέννημα.

Παράλληλα εντός του Αφγανιστάν, η “ιδιωτικοποίηση του πολέμου” οδηγούσε στον ανταγωνισμό ανάμεσα στους πολέμαρχους που είχαν δυναμώσει χάρη στην αμερικανική υποστήριξη και στο εμπόριο οπίου και ηρωίνης. Οι πόλεις του Αφγανιστάν βομβαρδίστηκαν για ακόμη μια φορά. Η μοναδική δύναμη που μπόρεσε να σταθεί για λίγο διάστημα πάνω από το ματοκύλισμα ήταν μια οργάνωση φοιτητών, οι Ταλιμπάν, οι μόνοι μισομορφωμένοι που είχαν απομείνει στη διαλυμένη χώρα και μπορούσαν να υποσχεθούν τάξη. Ο “μεσαίωνας” είχε έρθει ήδη στο Αφγανιστάν μετά από 15 χρόνια κατοχής και πολέμου, δεν τον έφεραν οι Ταλιμπάν. Η μπούργκα σε βάρος των γυναικών δεν ήρθε λόγω “παράδοσης” αλλά λόγω του μιλιταρισμού και σαν “λύση” απέναντι σε μια “κουλτούρα” βιασμών που είχε αναπτυχθεί μέσα στη βαρβαρότητα του πολέμου και του εμφυλίου.

Ο Ντεκμετζιάν φέρνει πολλά παραδείγματα όπου το “τέρας του Φρανκενστάιν” στράφηκε ενάντια σε αυτόν που το δημιούργησε ή το ενίσχυσε. Ο Σαντάτ της Αιγύπτου πριν δολοφονηθεί από τους ισλαμιστές ήταν γνωστός ως ο “πιστός πρόεδρος”, έχοντας χαλαρώσει την πίεση πάνω στη Μουσουλμανική Αδελφότητα ελπίζοντας πως θα αποτελέσει αντίβαρο απέναντι στην Αριστερά και τους νασερικούς. Κάτι αντίστοιχο έγινε με τη Χαμάς και το Ισραήλ.

Ο Μαμντάνι επιμένει στους λόγους που οι ΗΠΑ εξέθρεψαν το μαχητικό Ισλάμ στα χρόνια του ψυχρού πολέμου. Δεν ασχολείται καθόλου γιατί τεράστιες μάζες απλών ανθρώπων εκφράζονται μέσα από αυτό (κάτι που κάνει πιο συγκροτημένα ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο Ριζοσπαστικό Ισλάμ, Ιμπεριαλισμός και Αριστερά). Ο Ντεκμετζιάν, παρότι το βιβλίο του ασχολείται περισσότερο με τις ηγεσίες των οργανώσεων, εντοπίζει το κλειδί στη δεκαετία του ‘70 στην οποία υπήρξε “το τέλος της αισιοδοξίας” στον αραβικό κόσμο. Από τη μια πλευρά η οικονομική κρίση από την άλλη η απογοήτευση από τις αποτυχίες του εθνικισμού και της Αριστεράς άνοιξε το δρόμο για την ισλαμική εναλλακτική λύση.

Το βιβλίο του Ντεκμετζιάν είναι αρκετά παλιό (πρωτογράφτηκε το 1985, με επιμέλεια το 1995, περιέχει όμως ένα επίμετρο για την ελληνική έκδοση γραμμένο το 2006). Είναι “στεγνό”, γεμάτο χρήσιμες πληροφορίες, χωρίς να φιλοδοξεί να δώσει μια συνεκτική κοινωνική ανάλυση. Το βιβλίο του Μαμντάνι είναι πολύ γλαφυρό, με καλοδιατυπωμένα επιχειρήματα χωρίς ακαδημαϊσμούς. Είναι ένα δυνατό αντιιμπεριαλιστικό μανιφέστο που καταλήγει πως απέναντι στην πρώτα και κύρια κρατική τρομοκρατία “Μόνο ένα παγκόσμιο κίνημα ειρήνης είναι ικανό να σώσει την ανθρωπότητα”.

Σχόλια