Ο καπιταλισμός μετά το 1945


Ας δούμε τώρα την πιο πρόσφατη φάση της εξέλιξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, την περίοδο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που υπήρξε τόσο αξιοσημείωτη για το σχετικά σταθερό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, κερδοφορίας και πλήρους απασχόλησης στις βιομηχανικές χώρες όσο και η προηγούμενη περίοδος για τις οικονομικές υφέσεις, τις κρίσεις και τη μαζική ανεργία της.

Η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων έδωσε τροφή στην καπιταλιστική προπαγάνδα ότι το σύστημα είναι "ο καλύτερος όλων των πιθανών κόσμων", και ταυτόχρονα ενίσχυσε κάθε είδους ρεφορμιστική πολιτική. Ενώ πολλοί εγκατέλειψαν συνολικά τη Μαρξιστική προοπτική, άλλοι προσπάθησαν να την αναθεωρήσουν βλέποντας στην αγροτιά των υπανάπτυκτων χωρών τη δυνατότητα να προσφέρει την ηγεσία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι αναθεωρήσεις αυτού του τύπου βρήκαν την αντανάκλασή τους στις βιομηχανικές χώρες όπου ο ρόλος της πρωτοπορίας δόθηκε στους φοιτητές και τους διανοούμενους. Λίγοι Μαρξιστές αντιστάθηκαν στην πίεση να εγκαταλείψουν το Μαρξισμό του Μαρξ και του Λένιν. Από τους λίγους που το έκαναν, ακόμα λιγότεροι έκαναν κάτι περισσότερο από το να τον υπερασπιστούν δογματικά, και συνεπώς αμυντικά και καθόλου πειστικά. Επιχειρούμε να αναπτύξουμε τη Μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης για να εξηγήσουμε το μεταπολεμικό καπιταλισμό διατηρώντας την προσέγγιση του Λένιν.

Ο Λένιν είχε ορίσει τον ιμπεριαλισμό ως "μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού" και το μονοπώλιο εξακολουθεί να είναι το κεντρικό γνώρισμα του καπιταλισμού -και μάλιστα ακόμα περισσότερο απ' ότι στην εποχή του Λένιν. Είδαμε πώς η εξαγωγή κεφαλαίου προκλήθηκε από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους στο εσωτερικό, και επομένως σε αναζήτηση κερδοφόρων υπερπόντιων επενδύσεων, και ότι οι πιο κερδοφόρες επενδυτικές ευκαιρίες μπόρεσαν να βρεθούν σε άλλους βιομηχανικούς τομείς της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Λογικά αυτό δεν μπορούσε να εμποδίσει μια γενική κρίση των κερδών, παρά μόνο στο βαθμό που η εκμετάλλευση των φθηνών πρώτων υλών στο εξωτερικό θα μείωνε το εσωτερικό κόστος, και στο βαθμό που κάποιοι τομείς της βιομηχανίας θα αναπτύσσονταν γρηγορότερα από την πτώση των άλλων τομέων. Οι διεθνείς ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι ήταν αναπόφευκτοι, κι αυτό ολοένα ενέτεινε την ανάμιξη του Κράτους ως άμεσου εκπροσώπου του δικού του κεφαλαίου.

Απ' τη στιγμή που το μονοπώλιο είναι ακόμα πιο κεντρικό γνώρισμα του κεφαλαίου απ' ότι στην εποχή του Λένιν, το ίδιο αναβαθμισμένος είναι και ο ρόλος του Κράτους. Τα δυο αυτά πάνε χέρι χέρι. Και επειδή τα μονοπώλια κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά, οι υπανάπτυκτες χώρες που πασχίζουν να γίνουν ανταγωνιστικές για να επιβιώσουν μπορούν έστω αμυδρά να ελπίζουν αν το κεφάλαιό τους είναι όλο και περισσότερο οργανικά συνδεδεμένο με το Κράτος. Το ένα φέρνει τ' άλλο. Αλλά αυτό που πρέπει να ξεδιαλύνουμε είναι ο μηχανισμός που είναι σε λειτουργία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και που την εποχή του Λένιν δεν υπήρχε, ο οποίος κατέστησε το σύστημα ικανό για 30 χρόνια να αποφεύγει τις υφέσεις, τη μαζική ανεργία και τους διεθνείς πολέμους ανάμεσα στις βιομηχανικές καπιταλιστικές δυνάμεις. Κι όπως ακριβώς ο Λένιν αναγνώρισε τον κρίσιμο ρόλο της εξαγωγής κεφαλαίου και τις αντιφάσεις που απελευθέρωνε -το διεθνή καπιταλιστικό πόλεμο- θεμελιώνοντας τη σοσιαλιστική πάλη πάνω σ' αυτή την προοπτική, το ίδιο χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς σήμερα.

Τεχνολογία και Κέινς: Εξηγήσεις ή Απλοί Συντελεστές;

Μια εξήγηση για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μεταπολεμικά που προωθείται τα τελευταία χρόνια, δίνει έμφαση στον πραγματικό βαθμό εκμετάλλευσης, σαν αποτέλεσμα μιας αληθινής τεχνολογικής επανάστασης. Η αυτοματοποίηση, η καινοτομία στις μεθόδους, τα προϊόντα, την εργασία, τα συστήματα πληρωμής. Οι νέες συνθετικές πρώτες ύλες και τα τελικά προϊόντα, οι συνενώσεις και οι συγχωνεύσεις, ο εξορθολογισμός των εργοστασίων και των επιχειρήσεων, και ούτω καθεξής είναι ξεκάθαρες ενδείξεις ότι μια τέτοια διαδικασία βρίσκονταν όντως σε εξέλιξη. Αλλά πολλά απ' αυτά τα πράγματα ήταν εμφανή από την εποχή του μεσοπολέμου. Η διαφορά έγκειται στην εξάπλωση που γνώρισαν αυτοί οι παράγοντες μετά τη δεκαετία του 1940. Αλλά πού οφείλεται αυτή η διαφορά; Αυτό το ερώτημα θέλει να αποσπάσει αυτή η "εξήγηση".

Μια απάντηση, που προωθείται από ρεφορμιστές κάθε είδους μέσα στο εργατικό κίνημα είναι ότι ο ρόλος του Κράτους, που έχουμε ήδη αναγνωρίσει ως κεντρικής σημασίας στο σύγχρονο καπιταλισμό, έχει πλατύνει για να συμπεριλάβει τη συνειδητή οικονομική διεύθυνση του συστήματος. Πόσο μακριά θα μπορούσε ή θα έπρεπε να πάει αυτή η διεύθυνση είναι μια ανοιχτή συζήτηση ανάμεσα στους Αριστερούς και τους Δεξιούς ρεφορμιστές, αλλά η βασική πρόταση είναι κοινά αποδεκτή. Ο πιο διακεκριμένος Βρετανός αστός οικονομολόγος της μεσοπολεμικής και πολεμικής περιόδου, ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς, έκανε την υπόθεση ότι η κρίση του καπιταλισμού ήταν το αποτέλεσμα της υποκατανάλωσης και ότι τα λεφτά που θα ξόδευε το Κράτος, ή οποιοσδήποτε το Κράτος θα διευκόλυνε να ξοδέψει, πήγαιναν στις τσέπες του λαού και θα ξοδεύονταν σε αγαθά και υπηρεσίες. Οι κατασκευαστικές εταιρίες θα έκαμναν επενδύσεις στην παραγωγή για να επωφεληθούν από το άνοιγμα αυτής της νέας αγοράς. Αυτό θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας, που θα έβαζαν περισσότερα λεφτά στις τσέπες περισσότερων ανθρώπων. Αυτό με τη σειρά του θα έδινε νέα ώθηση στην αγορά. Μια ανοδική τάση στην οικονομική δραστηριότητα θα λάμβανε χώρα μέχρι την πλήρη απασχόληση ανθρώπων και πόρων. Σ' αυτό το σημείο το Κράτος θα εξασφάλιζε ότι δεν θα κοβότανε νέο χρήμα έως ότου η παραγωγική ικανότητα της οικονομίας να ανέβει σε τέτοια επίπεδα ώστε να μπορεί να καλύψει αυτό το νέο χρήμα. Αυτό θα γινόταν διαθέσιμο μόνο αν τα επίπεδα κατανάλωσης κρατιόνταν στο σταθερό σημείο -ισοζύγιο- της πλήρους απασχόλησης. Αν η κατανάλωση ανέβαινε πάνω από αυτό το επίπεδο, ή αν κοβόταν περισσότερο χρήμα, το αποτέλεσμα θα ήταν ο πληθωρισμός -δηλαδή η άνοδος των τιμών. Η φορολογία θεωρούνταν ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί η υπερβολική άνοδος της κατανάλωσης παρότι ο Κέυνς είχε συνειδητοποιήσει ότι κάθε κοινωνία πλήρους απασχόλησης διέτρεχε τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Γενικά πίστευε ότι η ύφεση ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την αξιοπιστία του καπιταλισμού, και ο πιο κοινωνικά, άρα και πολιτικά επικίνδυνος για το σύστημα. Κατά την άποψή του, οι εργάτες ήταν πιο έτοιμοι να αποδεχτούν, ή να εξαπατηθούν από, περικοπές στα πραγματικά εισοδήματά τους μέσω της ανόδου των τιμών παρά μέσω της μείωσης των μισθών.

Με την προφανή έννοια, ο Κέυνς είχε δίκιο. Το Κράτος μπορούσε να αναλάβει δράση, για μεγάλο διάστημα, με σκοπό να αναθερμάνει την οικονομία και να την αποπληθωρίσει όταν θα ερχόταν αντιμέτωπο με το ταβάνι της πλήρους απασχόλησης. Η περίοδος της stop-go κυβερνητικής πολιτικής στα τέλη της δεκαετίας του '50 και στις αρχές του '60 ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα, πολύ αδέξιο όμως, που προκάλεσε σχεδόν τον ίδιο πανικό με αυτόν που απέτρεψε. Αλλά σε δύο κρίσιμα σημεία ο Κέυνς είναι παραπλανητικός.

Πρώτον, ενώ το ξόδεμα χρημάτων μπορεί κάλλιστα να ενθαρρύνει τους καπιταλιστές να επενδύσουν για να επωφεληθούν από τη νέα αγορά, έχουμε δει ότι τα κέρδη για το σύστημα σαν σύνολο δημιουργούνται μόνο μέσα από την παραγωγή, όχι μέσα από την κυκλοφορία -ή την ανταλλαγή- των εμπορευμάτων. Επομένως, δεν είναι η αρχική δαπάνη χρημάτων που μπορεί να κάνει μια αναιμική οικονομία να ανασάνει, αλλά η δημιουργία υπεραξίας σαν αποτέλεσμα της επένδυσης. Η δαπάνη χρημάτων είναι απλά μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αλλά μόνο αν οι καπιταλιστές είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν σε αυτά τα κίνητρα. Ο Πρωθυπουργός Χιθ ανακάλυψε για κακή του τύχη ότι το 1970-1974 αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Η παγκόσμια αβεβαιότητα και το υψηλό κόστος βάρυναν περισσότερο για τους καπιταλιστές απ' ότι το ελκυστικό "ζεστό χρήμα" του Χιθ.

Αλλά πιο σημαντικό απ' αυτό είναι το ζήτημα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέδρους. Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, ο μόνος τρόπος το ποσοστό κέρδους να κρατηθεί ψηλά είναι μέσω της συνεχιζόμενης ανάπτυξης και επέκτασης του συστήματος σαν σύνολο -η συσσώρευση κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα. Το σύστημα είναι διεθνές, στη μονοπωλιακή φάση του, και μόνο μέσα από τη διαρκή του εξάπλωση μπορεί να διατηρηθεί η κερδοφορία σε όλα τα κέντρα του. Καμιά δόση ενθάρρυνσης του Κεϋνσιανού Κράτους δεν θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει τις επενδύσεις των καπιταλιστών που μπορούν να κρατήσουν τον καπιταλισμό σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης αν το ποσοστό κέρδους φθίνει συνεχώς. Και όταν δεν υπάρχει διεθνής επέκταση του κεφαλαίου, περιορίζεται σοβαρά η δυνατότητα του Κράτους να επαναφέρει τα επίπεδα επενδύσεων στην οικονομία. Με άλλα λόγια, ο Κεϋνσιανισμός -είτε της Αριστερής είτε της Δεξιάς ποικιλίας- είναι απόλυτα εξαρτημένος από τις οικονομικές δραστηριότητες όλων των ανταγωνιστικών καπιταλιστικών οικονομιών και από τις στρατηγικές των ανταγωνιστικών Κρατών. Κανένα κράτος δεν έχει ανεξαρτησία κινήσεων. Καθένα έχει να υπερασπιστεί το ισοζύγιο πληρωμών του με τον υπόλοιπο κόσμο. Καθένα έχει να υπερασπιστεί τα αποθέματά του σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα. Καθένα έχει να υπερασπιστεί την αξία του δικού του νομίσματος, γιατί αυτή καθορίζει πόσα δίνει για εισαγωγές και τι αξία έχουν οι εξαγωγές της σε άλλες χώρες. Καθένα έχει να υπερασπιστεί την πιστοληπτική του ικανότητα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.

Σαφώς και ο ρόλος του Κράτους πριν το 1940 ήταν πολύ περιορισμένος εξαιτίας του άγριου διεθνούς ανταγωνισμού και των εμπορικών πολέμων μέσα στο υπόβαθρο της ύφεσης. Δεν υπήρχε χώρος για να δουλέψουν τα μέτρα του Κεϋνσιανού Κράτους, όπως δείχνει και η αποτυχία της ημι-Κεϋνσιανής πολιτικής του New Deal στις ΗΠΑ. Η φασιστική οικονομία της Γερμανίας επαληθεύει αυτή την άποψη από την ανάποδη. Η θυσία της ελευθερίας δεν ήταν η μόνη θυσία που έγινε κάτω από το Ναζισμό για την επίτευξη της γοργής οικονομικής ανάπτυξης -ο Ναζισμός σήμανε και τη θυσία της οικονομικής φερεγγυότητας. Ο λόγος που τους φασίστες δεν τους ένοιαζε, δεν τους περνούσε καν απ' το μυαλό, ήταν ότι είχαν όλη τη διάθεση να λεηλατήσουν όλο τον πλούτο των γύρω εθνών με τη στρατιωτική βία. Απλά άλλαξαν τους όρους του παιχνιδιού, σε απόλυτη συμφωνία με τη μακροπρόθεσμη λογική του ίδιου του συστήματος, τη βαρβαρότητα.

Αν υπήρχε χώρος για μέτρα του Κεϋνσιανού Κράτους πριν το 1940, η περίοδος σταθερότητας και ανάπτυξης έκτοτε δεν μπορεί, λογικά, να αποδοθεί στην επιτυχία των Κεϋνσιανών πολιτικών, γιατί αν αυτές ήταν η αιτία γι' αυτή τη σταθερότητα και ανάπτυξη δεν θα υπήρχε κανένας λόγος που να αντέχει στη λογική και που να εξηγεί γιατί δεν είχαν τα ίδια αποτελέσματα και πριν το 1940. Ο Κέυνς πίστευε ότι θα μπορούσαν να δουλέψουν πριν το 1940, αλλά ήταν εντελώς εκτός πραγματικότητας των διεθνών καπιταλιστικών ανταγωνισμών και της δυνατότητας της οικονομίας να προστατεύεται από τον έξω κόσμο. Αλλά, τότε, πώς εξηγείται ο αναβαθμισμένος ρόλος του Κράτους μετά το 1940 και ο διεθνής συγχρονισμός των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η πλήρης απασχόληση και η εμπορική συνεργασία ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες καπιταλιστικών κρατών;

Η Οικονομία των Εξοπλισμών

ΥΠΑΡΧΕΙ μόνο ένας υποψήφιος: ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών. Κάθε έθνος είναι αναγκασμένο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, να συμμετέχει στην εθνική άμυνα. Αλλά και κάθε έθνος που δραστηριοποιείται σε κλάδους ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας, όπως τηλεπικοινωνίες, υπολογιστές, ειδικά κράματα, ηλεκτρονικά διαφόρων κατηγοριών, αεροδιαστημική και ούτω καθεξής πρέπει να συμμετέχει επίσης στην προσπάθεια διατήρησης της θέσης του στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη (εξ ου και τα Κονκόρντ και όλα τα παρόμοια). Το τεράστιο μέγεθος των δαπανών που απαιτείται σε εξοπλισμούς εξασφαλίζει στο Κράτος τον κεντρικό του ρόλο, ενώ η στρατηγική φύση των εξοπλιστικών δαπανών τις κάνει απαραίτητες. Μέσω της φορολογίας, για την πληρωμή των εξοπλισμών, ο ρόλος του Κράτους επηρεάζει την κατανομή των πόρων στην εθνική οικονομία. Με την τοποθέτηση επικερδών συμβάσεων με την ιδιωτική βιομηχανία για αεροκινητήρες, συστήματα ελέγχου, βαλβίδες, βίδες και παξιμάδια, καύσιμα πυραύλων, κλπ, το Κράτος μπαίνει σε άμεση συνεργασία με τις ιδιωτικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Οι μεγάλες κρατικές δαπάνες για εξοπλισμούς μεταπολεμικά ήταν, και έπρεπε να είναι, ανταποδοτικές για κάθε άλλο βιομηχανικό Κράτος.

Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν σχεδιασμένη. Η μόνιμη απειλή του πολέμου ανάμεσα στις βιομηχανικές χώρες μετά το 1945 πυροδότησε μια σειρά στρατιωτικοπολιτικές στρατηγικές από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία αντίστοιχα δέσμευσε την καθεμιά τους με τεράστιες δαπάνες στις περιοχές του πλανήτη που θεωρούσαν ευάλωτες στον εχθρό. Συγκεκριμένα, αυτό σήμαινε για την Αμερική, τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, την Ασία και τη Μέση Ανατολή, οικονομική βοήθεια -ιδιαίτερα το Σχέδιο Μάρσαλ μετά το 1947- ήταν σημαντικό κομμάτι της στρατηγικής οικοδόμηση εμπροσθοφυλακών άμυνας απέναντι στη Ρωσία και υπονόμευσης των κοινωνικών ταραχών και των σοσιαλιστών στη Δύση. Πολιτικά και ιδεολογικά ενθαρρυμένα, κάτω από την ομπρέλα των εξοπλιστικών δαπανών, τα Κράτη όλου του Δυτικού βιομηχανικού καπιταλιστικού κόσμου μπορούσαν ταυτόχρονα να επιβλέπουν και να επιτηρούν υψηλά ποσοστά επένδυσης ιδιωτικού κεφαλαίου που οδήγησαν σε πλήρη απασχόληση και αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων.

Μπορούμε να εκφράσουμε το ρόλο που παίζει ο τομέας των εξοπλισμών στην καπιταλιστική οικονομία με τους όρους που χρησιμοποιήσαμε στο δεύτερο μέρος. Η διαίρεση της οικονομίας σ' έναν αριθμό τομέων -του πρώτου τομέα, που αντιπροσωπεύει τα κεφαλαιακά αγαθά και το δεύτερο τομέα που αντιπροσωπεύει την αμοιβή και τα καταναλωτικά αγαθά. Αν σκεφτούμε έναν τρίτο τομέα που θα συμπεριελάμβανε αγαθά που δεν συμπεριφέρονται ούτε ως κεφάλαιο -δηλαδή ως μέσα παραγωγής- ούτε ως συστατικά στοιχεία της αμοιβής -δηλαδή που δεν είναι για να και δεν μπορούνε να καταναλωθούν από ανθρώπους -αλλά που είναι στην πραγματικότητα καθαρή σπατάλη, τότε οι εξοπλισμοί είναι το τέλειο παράδειγμα που ταιριάζει σ' αυτή την περιγραφή. Κι από τη στιγμή που οι εξοπλισμοί είναι σπατάλη μ' αυτή την έννοια, ότι δεν συμπεριφέρονται ούτε ως αμοιβή ούτε ως κεφαλαιακά αγαθά, η εκροή του κλάδου των εξοπλισμών δεν μπορεί άμεσα ή έμμεσα να επηρεάσει το ποσοστό κέρδους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ποσοστό κέρδους υπολογίζεται από το λόγο των εσόδων προς τις συνολικές δαπάνες επί του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου -δηλαδή του μισθολογικού και του μη μισθολογικού κόστους. Από τη στιγμή που η εκροή του εξοπλιστικού τομέα, όπως μόλις είδαμε, δεν συνιστά τίποτα απ' τα δύο, δεν μπορεί να επηρεάσει το ποσοστό κέρδους στην κοινωνία συνολικά. Αλλά τι συμβαίνει με τη εισροή στον εξοπλιστικό τομέα; Και το σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο είναι κόστη εισροών. Προφανώς, όσο μεγαλύτερο ποσοστό σταθερού προς μεταβλητό κεφάλαιο εισάγεται στην παραγωγή εξοπλισμών -όσο υψηλότερη είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου- τόσο μεγαλύτερο είναι και το ποσοστό σταθερού προς μεταβλητό κεφάλαιο που εγκαταλείπει τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, και άρα τόσο χαμηλότερη είναι η γενική οργανική σύνθεση του κεφαλαίου των παραγωγικών τομέων που προκύπτει μέσα από αυτή τη διαδικασία. Με άλλα λόγια η ανάπτυξη του εξοπλιστικού τομέα στην πραγματικότητα λειτούργησε με μια αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου προκάλεσε τη διαρροή σταθερών αξιών κεφαλαίου από το υπόλοιπο σύστημα, με αποτέλεσμα τη μετρίαση της αυξητικής τάσης του οργανικού κεφαλαίου στο σύστημα αυτό. Από τη στιγμή που η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι καθοριστική για το ποσοστό κέρδους, η ανάπτυξη του εξοπλιστικού τομέα θα είχε λειτουργήσει αντισταθμιστικά απέναντι στη γενικότερη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική οικονομία. Όμως αυτός ο μηχανισμός δεν είναι ο μόνος που έχει σημασία, γιατί έχουμε μιλήσει ως τώρα μόνο για ποσοστό κέρδους. Έχουμε δει ότι η πιο σημαντική επίδραση πάνω στο ποσοστό κέρδους είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας σαν σύνολο -και αυτό σήμερα σημαίνει της παγκόσμιας οικονομίας. (Σημείωση: ενώ η υψηλή ανάπτυξη μπορεί να σημαίνει αύξηση στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, μπορεί εξίσου να σημαίνει και αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης). Τώρα, τι καθορίζει τη δυνατότητα ανάπτυξης του συστήματος στην πράξη; Η πραγματικότητα της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, που λειτουργεί στη βάση της κερδοφορίας και τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας ξεχωριστά για κάθε κεφάλαιο που διευθύνεται αυτόνομα (και μπορεί γι' αυτό το λόγο να σχετίζεται με μεγάλες ανεπάρκειες για την κοινωνία συνολικά) είναι ότι το καθαρό μέγεθος γίνεται όλο και περισσότερο η βάση όχι μόνο για την επιβίωση αλλά και για την επέκταση των αναγκαίων για να διατηρηθεί το σύστημα διαστάσεων. Η αορατότητα μεγάλων μονάδων της τεχνολογίας, των δαπανών του μεγάλου κεφαλαίου σε σύγχρονα εργοστάσια που χρησιμοποιούν πιο προηγμένες τεχνικές, υπαγορεύει την ανάγκη τεράστιων συγκεντρώσεων υπεραξίας στα χέρια όλο και λιγότερων βιομηχανικών κολοσσών. Η απόλυτη μάζα των κερδών ολοένα καθορίζει τη δυνατότητα του κεφαλαίου να συνεχίσει το έργο του, καθορίζει αν τα κεφάλαια πιάνουν τις ελάχιστες απαιτήσεις μεγέθους, αν μπορούν να επανεξοπλιστούν, αν μπορούν να αντικαταστήσουν τους σχετικά νέους αλλά τεχνικά και εμπορικά ήδη απαρχαιωμένους εξοπλισμούς, ή αν δεν τις πιάνουν και είναι ανίκανες να προσαρμοστούν και να εκσυγχρονιστούν όπως επιτάσσει ο ανταγωνισμός. Φυσικά το ποσοστό κέρδους μπορεί κάλλιστα να είναι το πρωταρχικό κίνητρο για επιπλέον επενδύσεις, γίνεται ο μηχανισμός τους, και η μαζική αναδιάρθρωση των βιομηχανιών σε όλο και λιγότερες, με όλο και μεγαλύτερες μονάδες, που οι εξοπλιστικές δαπάνες και η άμεση δράση του Κράτους έχει προκαλέσει και ενθαρρύνει έχει, σε διαφορετικά επίπεδα, σε διαφορετικές εθνικές οικονομίες, συμβάλλει σ' αυτό το μηχανισμό. Και η δράση του Κράτους είναι όλο και περισσότερο σχεδιασμένη για να προσελκύει κεφάλαια, εξασφαλίζοντας κέρδη, μέσα από την ικανότητά του να φορολογεί τους εργάτες, ή μέσα από αντισυνδικαλιστικούς νόμους, ή με οτιδήποτε άλλο χρειαστεί για να τους πείσει να επενδύσουν αυτά τα κέρδη.

Στην ακμή της, ήταν ακριβώς ο υψηλός και σταθερός ρυθμός ανάπτυξης που επιτεύχθηκε με τους εξοπλισμούς και συνδέθηκε με τις κρατικές δαπάνες -συμπεριλαμβανομένων των εξόδων για κοινωνική πρόνοια και τα συναφή- που δημιούργησε το κλίμα στο οποίο η καπιταλιστική επιχείρηση φάνηκε πρόθυμη να επενδύσει τα μεγάλα κέδρη της. Υπάρχει όμως εδώ κάποια αντίφαση; Αν οι εξοπλισμοί και οι άλλες κρατικές δαπάνες χρηματοδοτήθηκαν μέσω της φορολόγησης, δεν άφηνε αυτό μικρότερο υπόλοιπο για να επενδυθεί από το ιδιωτικό κεφάλαιο; Η απάντηση είναι ναι, και όχι. Ναι, με την έννοια ότι αν ήτανε μικρότερη η φορολογία, και ξοδευότανε λιγότερα για σπατάλη, τα διαθέσιμα για παραγωγικές επενδύσεις θα ήταν περισσότερα. Όχι, με την έννοια ότι αν οι δαπάνες για εξοπλισμούς δεν γινόταν, κι αν ο όλος μηχανισμός έπαυε να λειτουργεί, τότε τα μεγάλα κέρδη που θα ήτανε διαθέσιμα για επένδυση δεν θα επενδύονταν. Θα γυρίζαμε πίσω στην κατάσταση της δεκαετίας του 1930. Έτσι αν δεν είχε γίνει η επένδυση τα μεγάλα κέρδη που αυτή παρήγαγε δεν θα είχαν παραχθεί, ούτε και οι συνακόλουθοι ρυθμοί ανάπτυξης ούτε και τα σταθερά μεγάλα κέρδη που συγκάλυψαν -ειδικά εφόσον υπολογίζονται μετά τη φορολόγηση και τις επιδοτήσεις- την πτώση του ποσοστού κέρδους. (Τα κέρδη προ φόρων, και σαν ποσοστό του εθνικού εισοδήματος και σαν απόλυτες τιμές, άρχισαν να πέφτουν μετά τη δεκαετία του 1950. Τα μετά φόρου κέρδη άρχισαν να μειώνονται τη δεκαετία του 1960. (Δες Burgess and Webb, Lloyds Bank Review, Απρίλιος 1974).

Η οικονομία των εξοπλισμών "εγκλώβισε" τους υψηλούς και/ή τους σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης στα βιομηχανικά κράτη και την ίδια στιγμή καταδίκασε τον υπανάπτυκτο κόσμο σε στασιμότητα και συνεχιζόμενη φτώχεια. Ενώ οι φιλελεύθεροι ελπίζανε ότι η οικονομική ανάπτυξη στη Δύση θα ξεχείλιζε προς τα λεγόμενα Κράτη του "Τρίτου Κόσμου" -που αποτελούν πάνω από τα δύο τρίτα του κόσμου σε έκταση γης και πληθυσμό- στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη ήτανε ότι όποτε οι τιμές των εξαγωγών αυτών των κρατών -πρώτες ύλες και τρόφιμα κατά κύριο λόγο- έμοιαζαν να ανεβαίνουν, τα βιομηχανικά έθνη προωθούσαν υποκατάστατα. Μια πρόβλεψη λέει ότι οι εισαγωγές των ΗΠΑ σε πρώτες ύλες δεν θα ξεπεράσουν το 25% το 1975. (Χάρρυ Μάγκντοφ, Η Εποχή του Ιμπεριαλισμού). Αλλά ακόμα και εκεί που η υποκατάσταση μοιάζει αδύνατη βραχυπρόθεσμα -όπως πχ στις προμήθειες χρωμίου από το Ροδεσία, Ιράν, Φιλιππίνες, κλπ- τότε είναι πράγματι σπάνιο οι προμηθευτές να εξασκούν την ελευθερία τους από πολιτικές και στρατιωτικές πιέσεις.

Δείτε τις Αμερικάνικες απειλές στους Άραβες προμηθευτές πετρελαίου. Κι όπου ένα διεθνές μονοπώλιο στήνει τη βάση του σε μια υπανάπτυκτη χώρα, μόνο την ανάπτυξή της δε βοηθάει, γιατί αυτό που το ενδιαφέρει είναι να απομυζά πόρους, όπως ανειδίκευτοι εργάτες, κεφάλαιο υπό τη μορφή λιμανιών, δρόμων, κλπ για αποκλειστική του χρήση. Επαναπατρίζει κέρδη είτε πίσω στη δική του βιομηχανική πατρίδα είτε σε φορολογικούς παραδείσους. Ανατρέπει κυβερνήσεις που δεν είναι της αρεσκείας του. Δείτε την ΙΤΤ στη Χιλή. Καθορίζει τις τιμές του διεθνούς εμπορίου που ξεζουμίζουν αυτές τις χώρες -κι ύστερα έρχονται οι φιλελεύθερες καπιταλιστικές και οι κρατικές καπιταλιστικές κυβερνήσεις για να προσφέρουν βοήθεια! Η οικονομία των εξοπλισμών έχει βαθύνει το χάσμα ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες του κόσμου.

Η παρακμή της οικονομίας των εξοπλισμών

Όπως ακριβώς ο Λένιν είχε εντοπίσει την αντίφαση του κλασικού ιμπεριαλισμού στο διεθνή καπιταλιστικό πόλεμο και την επαναστατική δυνατότητα, έτσι κι εμείς μπορούμε να εντοπίσουμε την αντίφαση στην οικονομία των εξοπλισμών. Η ίδια η επιτυχία της με όρους οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης μετά το 1945, έχει αναστήσει ισχυρά βιομηχανικά καπιταλιστικά Κράτη με ξεχωριστά συμφέροντα, έτοιμα και ικανά να αμφισβητήσουν τον κυρίαρχο και ηγεμονικό χαρακτήρα των ΗΠΑ. Η Γερμανία και Ιαπωνία είναι τα πιο σαφή παραδείγματα αυτής της διαδικασίας. Και οι δύο έλαβαν πολύ μεγάλη βοήθεια από τις ΗΠΑ μετά το 1945. Και στους δύο είχε απαγορευτεί, για πολιτικούς λόγους να ξοδεύουν πολλά λεφτά σε εξοπλισμούς. Και οι δυο επωφελήθηκαν από την τεράστια ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου που βασίστηκε στην οικονομική και στρατιωτική εξάπλωση των ΗΠΑ, και σε πολύ μικρότερο βαθμό της Βρετανίας και της Γαλλίας. Από τη στιγμή που σε καμιά απ' τις δύο δεν επιτρέπονταν να σπαταλάει πόρους σε εξοπλισμούς, είχαν τη δυνατότητα να αφιερώσουν υψηλότερο ποσοστό του οικονομικού τους πλεονάσματος στην επανεπένδυση. Και οι δύο πέτυχαν εκπληκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης, εξαιρετικά ενισχυμένο ισοζύγιο πληρωμών και ισχυρό νόμισμα. Σε μικρότερη κλίμακα αυτό το μοτίβο επαναλήφθηκε και σε άλλες περιπτώσεις. Στο μεταξύ οι ΗΠΑ ξόδευαν περισσότερα λεφτά για εξοπλισμούς απ' ότι για βιομηχανικές επενδύσεις καθ' όλη τη δεκαετία του 1950, και σε σχέση με τις ιδιωτικές επενδύσεις η Βρετανία εξακολουθεί να κάνει το ίδιο. Και οι ΗΠΑ και η Βρετανία είχαν αυτό το διάστημα σχετικά φτωχούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Το καθαρό αποτέλεσμα ήταν μία περίοδος ανομοιογενούς οικονομικής ανάπτυξης ανάμεσα σ' αυτά τα καπιταλιστικά έθνη. Είτε λόγω της εσωτερικής αδυναμίας των δομών του κεφαλαίου σε χώρες όπως η Βρετανία ή η Ιταλία, είτε λόγω των αυξανόμενων πιέσεων των εξοπλιστικών δαπανών σε μια χώρα όπως η Αμερική, αυτά τα έθνη αντιμετώπισαν μια επιδείνωση της θέσης τους στη διεθνή οικονομία. Τα πρώτα σημάδια μιας τέτοιας αποδυνάμωσης σε διεθνές επίπεδο είναι συνήθως η κερδοσκοπία ενάντια στο νόμισμά τους, και μια αυξανόμενη απροθυμία διατήρησης αυτού του νομίσματος. Για παράδειγμα, αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την πιο δραματική αποδυνάμωση του ισοζυγίου πληρωμών των ΗΠΑ και του δολαρίου. Το 1960 η Αμερική ανακοίνωσε ότι τα αποθέματά της σε χρυσό δεν επαρκούσαν για να καλύψουν την υπερκάλυψη των εισαγωγών έναντι των εξαγόμενων αγαθών της. Το 1971 ανακοίνωσε ότι το ισοζύγιο πληρωμών της -συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των εσόδων της από "αόρατες" εξαγωγές, όπως μερίσματα και τόκοι από το εξωτερικό, βρέθηκαν για πρώτη φορά στο κόκκινο. Οι ΗΠΑ έτσι αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε μια ταπεινωτική υποτίμηση του δολαρίου. Το αμερικάνικο κρυολόγημα έφερε γρίπη στη Βρετανία -έναν πολύ πιο χλεμπονιάρη ασθενή. Μετά η Ιταλία και άλλοι κόλλησαν το μικρόβιο. Στις διεθνείς νομισματικές υποθέσεις, που παρέμεναν σταθερές για πολύ μεγάλο διάστημα και ασφαλισμένες από το δολάριο, επήλθε αστάθεια με κρίσεις καθαρής  αναρχίας. Η κερδοσκοπία και η φανταστική αύξηση των Ευρωδολαρίων -δολαρίων που "ανακυκλώνονταν" από τις ευρωπαϊκές τράπεζες με τη μορφή δανείων, πάνω στα οποία συσσωρεύτηκαν πιστώσεις- σήμαινε ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε κανένας στιβαρός έλεγχος στη διεθνή χρηματαγορά. Δεκάδες μπαλώματα αντικατέστησαν τη σχεδιασμένη ανάπτυξη της διεθνούς προσφοράς χρήματος. Το εμπόριο διαταράχθηκε εξίσου αφού έγινε πιο άγριο, καθώς κάποιες χώρες προσπάθησαν να προστατεύσουν το ισοζύγιο πληρωμών, τα αποθέματα και το νόμισμά τους.

Έτσι ο βασικός μηχανισμός ανάπτυξης και επέκτασης έχει αρχίσει να παραπαίει τα τελευταία 10 χρόνια. Στην απελπισία τους, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Βρετανία, προσπάθησαν να μειώσουν τις δαπάνες τους σε μη παραγωγικό κεφάλαιο, προσπάθησαν να εκτρέψουν τους περισσότερους πόρους τους σε παραγωγικές επενδύσεις, ώστε να προστατευτούν απέναντι στην παγκόσμια αγορά. Αυτό δημιούργησε κάτι σχετικά καινούργιο στη μεταπολεμική διεθνή οικονομία. Ακριβώς όπως τα πρώτα χρόνια της οικονομίας των εξοπλισμών παρήγαγαν μία συγχρονισμένη ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια της οποίας οι περιστασιακές υφέσεις των διαφόρων οικονομιών σπάνια συνέπιπταν, έτσι και τώρα η μείωση των διεθνών δαπανών άρχισε να παράγει συγχρονισμένες κρίσεις και ύφεση. Και κοντά σ' αυτές, πληθωρισμό.

Πληθωρισμός

Πού οφείλεται ο πληθωρισμός; Σε μια σειρά βασικούς λόγους. Η όλο και μεγαλύτερη διεθνής προσφορά χρημάτων σε συνδυασμό με τον όλο και μικρότερο έλεγχο πάνω σ' αυτά, είναι αναμφίβολα ένας απ' αυτούς -αυτή η προσφορά χρημάτων που τροφοδοτήθηκε τόσα χρόνια από το αμερικάνικο ελλειμματικό ισοζύγιο, δηλαδή το ότι πλήρωνε περισσότερα δολάρια στο εξωτερικό απ' αυτά που έπαιρνε πίσω. Επιπλέον, δεν χρηματοδοτήθηκαν όλοι εξοπλισμοί και οι κρατικές δαπάνες από τη φορολογία. Πολλές απ' αυτές χρηματοδοτήθηκαν από κυβερνήσεις με αντάλλαγμα την αύξηση της προσφοράς χρήματος -ή με αντάλλαγμα να επιτραπεί αυτή η αύξηση μέσα από την απίστευτη αύξηση των πιστωτικών καρτών, της αγοράς μίσθωσης, του τραπεζικού δανεισμού, κτλ. Και η απασχόληση των ανθρώπων στην παραγωγή μη παραγωγικού κεφαλαίου σήμαινε ότι οι μισθοί πληρώνονταν αλλά κανένα προϊόν προς πώληση δεν παράγονταν. Όσο οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν υψηλοί, αυτές οι δομικές πληθωριστικές τάσεις συγκαλύπτονταν, γιατί η ίδια η παραγωγή ήταν υψηλότερη απ' ότι θα ήταν αλλιώς. Αλλά επειδή το μονοπώλιο είναι κεντρικό γνώρισμα της βιομηχανικής οργάνωσης, όταν υπάρχει ύφεση, και όταν η ζήτηση υποχωρεί, αντί να μειωθούν οι τιμές αυξάνονται ακόμα περισσότερο για να ανακτηθούνε τα κέρδη. Έτσι και για τους δύο αυτούς λόγους, ο πληθωρισμός μπορεί να εμφανίσει περαιτέρω περιπλοκές με την επιβράδυνση ή τη διακοπή της οικονομικής ανάπτυξης. Μόνο η απόλυτη οικονομική βουτιά και κατάρρευση μπορεί να φέρει πτώση των τιμών. Τελικά η κερδοσκοπία είναι σε κάθε περίπτωση το βραχυπρόθεσμο αίτιο της ανόδου των τιμών -της γης, της ιδιοκτησίας, των πρώτων υλών, της ζάχαρης, του οτιδήποτε.

Το μέλλον...

Ο Μαρξισμός δεν έχει να κάνει με προφητείες, αλλά με την πρόβλεψη ενός εύρους πιθανών επιλογών. Οι άνδρες και οι γυναίκες κάνουν την ιστορία, και οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν ελεύθεροι βούληση αν εξαιρέσουμε τους περιορισμούς των κοινωνικών τους οργανώσεων και αντιλήψεων. Έτσι τελικά κάθε οικονομικό ζήτημα συμπυκνώνεται σε κοινωνικό και πολιτικό, και δεν υπάρχει προκαθορισμένος δρόμος. Όμως υπάρχουν κάποιες εξελίξεις που μπορούν να αποκλειστούν, όπως η παρότρυνση του Ίνοκ Πάουελ "μειώστε τους φόρους, αφήστε τις προβληματικές να φαλιρίσουν και τους νοικοκυραίους να το ξεπεράσουν". Οποιαδήποτε σοβαρή κίνηση σε μια τέτοια κατεύθυνση θα κατέληγε αναπόφευκτα στο δρόμο προς το φασισμό - στην καπιταλιστική πλευρά του νομίσματος του φασισμού - επειδή η εναλλακτική θα ήταν η ολική κατάρρευση του συστήματος. Ένα μονοπώλιο όταν χρεοκοπεί παρασέρνει τα πάντα μαζί του.

Μ' αυτά τα δεδομένα, η άμεση αντίδραση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης -δηλαδή των Γουίλσον και σία- είναι να απευθύνει έκκληση στους εργάτες να συστρατευθούν με το υποτιθέμενο "εθνικό συμφέρον". Τα "Κοινωνικά Συμβόλαια" που αποσκοπούν στη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων της πλειοψηφίας των εργαζόμενων, είναι οι μόνες έξυπνες απαντήσεις απ' τη μεριά αυτών που θέλουν να συντηρήσουν, κάτω από οποιαδήποτε μορφή, τον καπιταλισμό. Ο Μαρξ στα χρόνια του υποστήριζε ότι οι μισθοί των εργατών ήταν πολύ κοντά στο ελάχιστο που θα μπορούσε να καλύπτει τις σωματικές τους ανάγκες. Ο μηχανισμός που το εξασφάλιζε αυτό ήταν μια σχεδόν σταθερή δεξαμενή ανέργων -ο "εφεδρικός στρατός εργασίας". Καμιά τέτοια δεξαμενή δεν υπήρχε τα τελευταία τριάντα χρόνια ενώ η συνδικαλιστική οργάνωση και  αυτοπεποίθηση των εργατών ήταν στα ύψη. Το ίδιο διάστημα, το πραγματικό εισόδημα και το βιωτικό επίπεδο αυξήθηκαν σημαντικά για τους περισσότερους εργαζόμενους. Εν μέρει οι νέες δεξιότητες, οι τεχνικές γνώσεις και το γενικό επίπεδο υγείας και εκπαίδευσης που απαιτείται από ένα σύγχρονο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό αντικατοπτρίζονται σε αυτά τα βελτιωμένα πρότυπα. Και εν μέρει τα υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης που είναι απαραίτητα για τη συνεχή ανάπτυξη του συστήματος. (Σημείωση: όπως είναι φανερό για τους εργάτες και τους αγρότες των υπανάπτυκτων χωρών αυτή δεν εκπληρώνεται πάντα καθυστερώντας την επέκταση του κεφαλαίου). Αλλά σε μια περίοδο που η αναβίωση του εθνικού κεφαλαίου και των εθνικών κερδών εξαρτάται από το ξεζούμισμα του επιπέδου κατανάλωσης στο εσωτερικό αυτά τα βελτιωμένα πρότυπα δεν μένουν στο απυρόβλητο. Κατά τη διάρκεια των σχετικά ήπιων υφέσεων του πρόσφατου παρελθόντος οι περικοπές που χρειάστηκαν ήταν σχετικά ήπιες. Αν η παγκόσμια ύφεση επανεμφανιστεί σε όλο και πιο έντονο επίπεδο οι περικοπές που θα απαιτηθούν για να σταθεροποιηθεί το Βρετανικό κεφάλαιο θα είναι πράγματι πολύ μεγάλες. Το ζήτημα που θα ανέκυπτε τότε είναι πώς θα προσπαθούσαν το Κράτος και οι εργοδότες να περικόψουν το επίπεδο των πραγματικών εισοδημάτων και του βιοτικού επιπέδου χωρίς να προκαλέσουν ζημιά στους μελλοντικούς ρυθμούς εκμετάλλευσης. Η απώλεια ειδικευμένων εργατών λόγω απολύσεων, η αύξηση της "εθελούσιας" ανεργίας όταν οι μισθοί είναι χαμηλοί, η αύξηση των αδικαιολόγητων ή λόγω ασθενείας απουσιών από την εργασία σαν αποτέλεσμα των επιδεινούμενων συνθηκών, τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των περικοπών στην παιδεία και την υγεία στις μελλοντικές παροχές του "εμπορεύματος" της εργατικής δύναμης (δηλαδή των εργατών) θα έθετε θανάσιμα προβλήματα στο σύστημα. 

Αν, παρ' όλα αυτά, η εγγενής τάση τους συστήματος στην κρίση κερδοφορίας αντανακλάται στην αυξανόμενη ανικανότητά του να προσφέρει απασχόληση στους εργαζόμενους, στην αυξανόμενη ανικανότητά της να επεκτείνει το πεδίο κερδοφορίας της, τότε οι πρώτοι (και πιο ευάλωτοι) στις περικοπές τομείς θα είναι αυτοί των κοινωνικών υπηρεσιών που επιτρέπουν στις μέλλουσες γενιές των εργατών να αναπτύσσονται και να εξελίσσονται -δηλαδή ιατρική περίθαλψη, υγεία, στέγαση, ωφελήματα κοινωνικής ασφάλειας, κλπ. Αν αυτές οι οικονομίες ξεπερνούσαν τα επιπλέον έξοδα για ενίσχυση των εθνικών μηχανισμών εσωτερικής ασφάλειας (καταστολή) τότε η επιλογή είναι προφανής. Μόνο η οργανωμένη δύναμη της εργατικής τάξης θα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες.

Αλλά αυτό δεν είναι ζήτημα των ελάχιστων υλικών προδιαγραφών που καθορίζουν τη συλλογική ανταπόκριση του εργατικού δυναμικού σ' αυτές τις τακτικές και στρατηγικές -είναι ένας συνδυασμός προσδοκιών, στις οποίες όλοι έχουμε συνηθίσει, βασισμένοι στο τι θεωρούμε πιθανό, στην επίγνωση των ανισοτήτων των θυσιών και των βαρών στην κοινωνία, και στην εμπειρία του αγώνα ενάντια στις επιθέσεις στο βιωτικό επίπεδο και στην αυτοπεποίθηση που γεννιέται απ' αυτή την εμπειρία. Ο ρόλος των συνδικαλιστών ηγετών στην εξαπάτηση της βάσης στο να πιστεύουν πως οι θυσίες λειτουργούν προς όφελος των φτωχότερων και ασθενέστερων, και πως ο αγώνας ενάντια στις "πραγματικότητες" του συστήματος είναι άχρηστος, θα είναι στο άμεσο μέλλον το μεγαλύτερο όπλο του κεφαλαίου.

...Περισσότερες κρίσεις 

Η ΥΦΕΣΗ του 1975 είναι αποτέλεσμα της ίδιας της επιτυχίας της μεταπολεμικής άνθισης της "οικονομίας των εξοπλισμών". Ενώ οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ενορχηστρώσουν την επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας, οι εθνικές κρίσεις υπερπαραγωγής και τα πεσμένα ποσοστά κέρδους μετριάζονταν από τη γενική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Συχνά χώρες όπως η Βρετανία μπορούσαν να παίρνουν κάποιες ανάσες ανακούφισης. Αλλά η μεταβαλλόμενη ισορροπία των οικονομικής δύναμης δημιούργησε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ακονισμένο σαν ξυράφι, των Δυτικών οικονομιών που παρήγαγαν μία φορά, και θα ξαναπαράξουν μια διεθνή κρίση υπερπαραγωγής και κερδοφορίας, μια κλίση όχι απλά εντός του συστήματος αλλά του ίδιου του συστήματος.

Ορισμένοι παράγοντες υποδηλώνουν ότι η ύφεση θα ξαναδώσει τελικά τη θέση της σε μια ακόμα ανάκαμψη -όσο σύντομη κι αν είναι αυτή. Πρώτον, παρά τα περιορισμένα επίπεδα κρατικών δαπανών σε εξοπλισμούς, κοινωνικές υπηρεσίες, και ούτω καθεξής, το μέγεθός τους παραμένει μεγάλο, και ως εκ τούτου παρέχουν το έδαφος κάτω από το οποίο η οικονομική δραστηριότητα δεν αναμένεται να πέσει - την επόμενη φορά το έδαφος μπορεί να είναι σημαντικά χαμηλότερο. Δεύτερον, επειδή λόγω των διαφορετικών και άνισων συνθηκών που επικρατούν, πχ στη Δυτική Γερμανία, τη Βρετανία και την Αμερική, οι πιέσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται πάνω στις ισχυρότερες οικονομίες να ανακάμψουν οικονομικά, να οδηγήσουν πίσω στο δρόμο της διεθνούς αναγέννησης του εμπορίου. Μια τέτοια κίνηση θα ήτανε σύμφωνη με τους "νόμους του παιχνιδιού", που έθεσαν οι ισχυρές Αγγλοσαξωνικές οικονομίες στις πολύ πιο ένδοξες στιγμές του παρελθόντος. Οι ισχυρές οικονομίες με πλεονάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών, υποτίθεται ότι θα αναθερμαίνανε την οικονομία, θα απορροφούσαν περισσότερες εισαγωγές, θα μείωναν τα εμπορικά τους πλεονάσματα, και έτσι θα σχεδίαζαν μια γενική παγκόσμια ανάκαμψη. Η φαινομενική απροθυμία του δυτικογερμανικού και του ιαπωνικού καπιταλισμού να ακολουθήσουν μια τέτοια πορεία δίνουν μόνο μια ιδέα της απόλυτης αναστάτωσης που θα προκληθεί σε μελλοντικές κρίσεις.

Τρίτον, η γενική επιδείνωση του εξοπλισμού, των μηχανημάτων κάθε είδους, η μείωση των αποθεμάτων καταναλωτικών αγαθών θα ενθαρρύνει τελικά την επανεπένδυση. Συχνά τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά (τηλεοράσεις, ψυγεία, στερεοφωνικά) ανταποκρίνονται πρώτα γιατί σε μια κρίση ή σε μια ύφεση συνήθως αυξάνονται τα πραγματικά εισοδήματα αυτών που εξακολουθούν να έχουν σταθερή απασχόληση. Επιπλέον, η πίστωση γίνεται φθηνότερη. Κατά τη διάρκεια του πληθωρισμού η "αξία" του χρέους πέφτει αριθμητικά. Οι χονδρέμποροι και οι έμποροι λιανικής τότε αρχίζουν τον ανεφοδιασμό, γεγονός που αυξάνει κι άλλο τη ζήτηση και τονώνει τις επενδύσεις στην παραγωγή. Αλλά το κλειδί της ανάκαμψης βρίσκεται στην επανεπένδυση που ενθαρρύνεται στις βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών (εργαλειομηχανές, χάλυβας, κινητήρες) για την αντικατάσταση των εγκαταλελειμμένων εγκαταστάσεων και μηχανημάτων. Αν αυτό δεν συνέβαινε, τα κεφαλαία θα έπαυαν να υπάρχουν.

Άλλοι παράγοντες όπως τα λεφτά από το Αραβικό πετρέλαιο ή η επένδυση στο πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας βοήθησαν αναμφίβολα στη σταθεροποίηση της άμεσης οικονομικής θέσης της Βρετανίας ειδικά, και μπορεί, ανάλογα με τον όγκο τους και τους σκοπούς για τους οποίους θα χρησιμοποιηθούν, να βοηθήσουν σε μία προσωρινή ενίσχυση του Βρετανικού καπιταλισμού, έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους της Ευρώπης. Αλλά τέτοιοι παράγοντες που εξηγούν τις τάσεις για γενική ανάκαμψη ή που λογοδοτούν στην ανακούφιση συγκεκριμένων τμημάτων του συστήματος, δεν υποδηλώνουν με κανένα τρόπο κανένα μηχανισμό με τον οποίο θα μπορούσαν να αποφευχθούν νέες κρίσεις διεθνούς υπερπαραγωγής και κερδοφορίας. Αντίθετα, η πρόβλεψη των Διεθνών Σοσιαλιστών κατά την περίοδο της άνθησης ότι θα ακολουθήσει μια περίοδος ολοένα αυξανόμενων και βαθύτερων υφέσεων και πιο αδύναμων ανακάμψεων όλο και λιγότερο βιώσιμων, παραμένει μια έγκυρη προοπτική σε έναν κόσμο αυξανόμενης πολιτικής και κοινωνικής αβεβαιότητας - σε έναν κόσμο αυξανόμενης τάξης σύγκρουσης.

Τώρα αποκτά μεγαλύτερη σημασία η πολιτική απάντηση στην κρίση του καπιταλισμού απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη εποχή μετά το Λένιν. Ενώ ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και η οικονομία των εξοπλισμών είναι διεθνής η αρένα της πολιτικής συνείδησης και της συζήτησης εντός των βιομηχανικών καπιταλιστικών χωρών τείνει να περιορίζεται μέσα στην επικράτεια των εθνικισμών. Το "εθνικό συμφέρον" έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την ταξική συνείδηση και το διεθνισμό. Είναι η ιδεολογία σε τελική ανάλυση του φασισμού. Ένας κίνδυνος είναι να αντιπαρατίθεται κανείς στη λάθος κατεύθυνση, αυτή των περιφερειακών εθνικισμών όπως ο Ουαλικός ή ο Σκωτικός -ή του Βρετανικού εθνικισμού όπως αυτός ενσαρκώνεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα και την αντι-ΕΟΚ αριστερά του Εργατικού Κόμματος. Ο καπιταλισμός είναι διεθνής και απαιτεί μια διεθνιστική απάντηση.

Σχόλια