Καταλονία: Προς την Ανεξαρτησία;

Catalonia: Towards Independence? by Andy Dourgan (IMR, Issue No.8, Nov.2013)


Στην Εθνική Γιορτή της Καταλονίας στις 11 Σεπτέμβρη του 2012, 500.000 άνθρωποι, περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού της Καταλονίας, διαδήλωσε στη Βαρκελώνη υπέρ της ανεξαρτησίας. Τέτοιες ετήσιες διαδηλώσεις με το ζόρι μάζευαν μερικές χιλιάδες ανθρώπους για πολλά χρόνια. Για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Συνταγματική ρύθμιση του 1978 βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Το πώς συνέβη αυτή η πραγματικά δραματική αλλαγή έχει να κάνει τόσο με τη ριζοσπαστικοποίηση του Καταλανικού εθνικισμού όσο και με την επίδραση της οικονομικής κρίσης. Και δεν είναι η πρώτη φορά που το κίνημα κάνει στροφή από τα δεξιά προς τα αριστερά.

Από το Φασισμό στη Δημοκρατία

Όπως όλα τα εθνικιστικά κινήματα, ο Καταλανικός εθνικισμός έχει τα μάτια του στραμμένα στο μακρινό παρελθόν, και συγκεκριμένα στην ήττα του της 11ης Σεπτέμβρη 1714, με την πτώση της Βαρκελώνης στα χέρια του Ισπανικού (και του Γαλλικού) στρατού, ως καταλυτικό γεγονός για τη λειτουργία της εθνικής του ταυτότητας. Παρ' όλα αυτά, όπως και άλλα εθνικιστικά ρεύματα στην Ευρώπη, ο Καταλανικός εθνικισμός αναδείχθηκε ως πολιτικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα, συμπίπτοντας με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Παρά τα γεγονότα του 1714, η Καταλονία παρέμεινε σημαντικό κέντρο του εμπορίου και η ανάπτυξη της τοπικής βιομηχανίας υφασμάτων έφερε τη βιομηχανική ανάπτυξη νωρίτερα από οποιοδήποτε άλλο σημείο της Ισπανίας. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η ανισομερής ανάπτυξη της Καταλονίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ισπανία. Ένα αποτέλεσμα αυτού ήταν η ανάδειξη ενός μαζικού μαχητικού εργατικού κινήματος. Το άλλο ήταν η στροφή τμημάτων της αστικής τάξης προς τον εθνικισμό. Παράλληλα, μια πολιτισμική και γλωσσική αναβίωση ενίσχυσε παραπέρα την εθνική ταυτότητα της Καταλονίας.

Ο αστικός εθνικισμός υπό τη μορφή της Lliga Regionalista περιορίζονταν στην υπεράσπιση των τοπικών δικαιωμάτων που θα επέτρεπαν στην Καταλανική βιομηχανία να αναπτύσσεται απαλλαγμένη από τα εμπόδια της Ισπανικής "καθυστέρησης". Αλλά η Καταλανική αστική τάξη, αντιμέτωπη με ένα όλο και πιο επαναστατικό εργατικό κίνημα, θα συμμαχήσει και τη δεκαετία του 1920 και ξανά το 1936 με την Ισπανική μπουρζουζία για να τσακίσει την επανάσταση. Κάτω από τη στρατιωτική δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα (1923-1930), το καθήκον του Καταλανικού εθνικισμού πέρασε σε μια όλο και πιο ριζοσπαστική μικροαστική τάξη.

Κατά τη Δεύτερη Δημοκρατία (1931-1936) η αποσχιστική Καταλανική Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC) έγινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη της Καταλονίας με μαζική βάση στην αγροτιά, τους δημόσιους υπάλληλους και τη χαμηλή μεσαία τάξη των αστικών κέντρων. Σαν κομμάτι αυτού που, σαν έσχατη λύση, θα αποδεικνύονταν μια θλιβερή προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στην Καταλονία παραχωρήθηκε για πρώτη φορά Καθεστώς Αυτονομίας το 1932 με το ERC να ηγείται της νέας κυβέρνησης της Ζενεραλιτάτ. Όπως και άλλα τα αριστερά ρεπουμπλικανικά κόμματα εκείνη την περίοδο στο Ισπανικό κράτος, το ERC αμφιταλαντεύονταν μεταξύ της εργατικής αριστεράς και της δεξιάς ανάλογα με τις τοπικές περιστάσεις.

Κατά το πρώτο έτος του Εμφυλίου Πολέμου (1936-1939) το εθνικό ζήτημα παραμερίστηκε από την κοινωνική επανάσταση. Ο έλεγχος από το εργατικό κίνημα της οικονομίας και αρχικά, η ένοπλη αντίσταση στο φασισμό, ανάγκασε τους εθνικιστές σε οπισθοχώρηση. Ο Ρεπουμπλικανισμός της μεσαίας τάξης επισκιάστηκε από το Σταλινισμό ως υπερασπιστή της τάξης και του αστικού κράτους. Στην Καταλονία αυτός ο ρόλος έπεσε στο νεοσύστατο Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας (PSUC), το πρώτο 'τοπικό' κομμουνιστικό κόμμα που αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο τμήμα από την Κομιντέρν.

Η Καταλονία ποτέ δεν απέλαυε τόση ανεξαρτησία όση κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του πολέμου αλλά αυτό συνέβη χάρη στην εργατική επανάσταση και όχι στους αριστερούς εθνικιστές, για να μην αναφερθούμε στους Καταλανούς Σταλινιστές. Μια από τις μεγάλες ειρωνείες της ιστορίας θα ήταν ότι με την τελική ήττα της επανάστασης, το καλοκαίρι του 1937 η Καταλανική κυβέρνηση, που βρισκότανε στα χέρια του ERC και του PSUC, είδε την εξουσία της να υπονομεύεται από την Ισπανική Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση που τώρα πήρε τον απευθείας έλεγχο της Καταλονίας μέχρι την καταστροφική πτώση στους φασίστες το Γενάρη του 1939.

Περισσότερο από ότι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας της χώρας το καθεστώς του Φράνκο (1939-1977) προσπάθησε να επιβάλει μια ομοιομορφία στην Ισπανία που είχε σκοπό την εξάλειψη κάθε εθνικής ποικιλομορφίας. Η Καταλανική γλώσσα απαγορεύτηκε στη δημοσία σφαίρα και τα τοπικά έθιμα και κουλτούρα υπονομεύτηκαν ή, στην καλύτερη περίπτωση, μετατράπηκαν σε 'Ισπανικές τοπικές' παραδοσιακές ιδιομορφίες. Όμως παρά τις προθέσεις του καθεστώτος, τα 40 χρόνια του Φρανκικού αντιδραστικού συγκεντρωτισμού  είχαν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που στόχευαν. Οι εθνικές και τοπικές ταυτότητες άνθησαν, παρότι περιορίστηκαν στην ιδιωτική σφαίρα. Το να αυτοπροσδιορίζεται κανείς ως Καταλανός ,ή απλά το να μιλάει την Καταλανική γλώσσα κατέληξε να είναι από μόνο του μια πράξη ανυπακοής. Τα πολιτιστικά γεγονότα ή το ποδόσφαιρο έγιναν από τις πιο ορατές εκφράσεις της Καταλανικής ταυτότητας. Οι πολιτικοί ακτιβιστές όμως που έπεφταν στα χέρια της αστυνομίας μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι θα αντιμετωπιζόταν με απόλυτη βαρβαρότητα αν τολμούσαν να μιλήσουν τη 'γλώσσα των σκυλιών' (όπως την είχε ονομάσει ο Φράνκο) μπροστά στους καταπιεστές τους.

Κατά τη δεκαετία του '60 και στις αρχές του '70, η Καταλονία όπως και πολλές άλλες περιοχές του Ισπανικού κράτους, μεταμορφώθηκε τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά. Ανοίγοντας στις ξένες επενδύσεις και τον τουρισμό, η Ισπανική οικονομία γνώρισε μια εντυπωσιακή άνθηση. Πουθενά δεν ήτανε τόσο έντονη όσο στην Καταλονία, που η βιομηχανική της βάση εξαπλώθηκε σημαντικά κυρίως προς το Νότο. Τελικά η μαζική συγκέντρωση μιας νέας εργατικής τάξης θα οδηγούσε σε όλο και περισσότερες συγκρούσεις στους χώρους δουλειάς. Αυτοί οι αγώνες που αρχικά αφορούσαν τις συνθήκες εργασίας σύντομα εξελίσσονταν σε πολιτικούς, στην αντίσταση στο φασισμό. Μέχρι το 1970, η Ισπανία είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά κατά κεφαλήν απεργιών στον κόσμο κι ας ήταν μια χώρα όπου η δημοκρατική συνδικαλιστική οργάνωση και οι απεργίες απαγορεύονταν ρητά από το νόμο.

Οι Καταλανικές εθνικιστικές οργανώσεις έπαιξαν συγκριτικά πολύ μικρότερο ρόλο στη μαζική αντίσταση. Παρότι ήταν παρόντες σε όλα τα πολιτικά και πολιτιστικά κινήματα, σ' αυτό το στάδιο βρίσκονταν ξεκάθαρα στη σκιά του εργατικού κινήματος. Όπως και αλλού, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Χώρας των Βάσκων, οι Κομμουνιστές ήταν η πιο μεγάλη δύναμη. Ενώ η ιστορική οργάνωση της Καταλανικής εργατικής τάξης, η CNT, δεν συνήλθε ποτέ από την ήττα του 1939, το PSUC  στάθηκε ικανό να εξελιχθεί σε κυρίαρχη δύναμη στην αριστερά. Τα διαπιστευτήρια του κόμματος ως 'Καταλανικό' σε συνδυασμό με την αύρα του αντιφασιστικού κόμματος, το έκαναν ελκυστικό και στη νέα γενιά αγωνιστών της εργατικής τάξης και σε τμήματα της Καταλανικής μεσαίας τάξης που ριζοσπαστικοποιήθηκαν από το Φρανκισμό. Τα 'εθνικά' ζητήματα, η υπεράσπιση της Καταλανικής γλώσσας και κουλτούρας και τα αιτήματα για αυτοκυβέρνηση ποτέ δεν εξαφανίστηκαν και ο αναδυόμενος ευρωκομμουνισμός του PSUC το καθιστούσε όλο και πιο κατάλληλο να εμφανίζεται ως επίδοξος δημοκρατικός μεταρρυθμιστής.

Πολλοί νεοφερμένοι εργάτες ένιωθαν συμπάθεια για τα δεινά των Καταλανών και τα εθνικά αιτήματα έμπαιναν δίπλα στα καλέσματα για δημοκρατικά δικαιώματα, ιδιαίτερα το αίτημα για αυτοκυβέρνηση και υπεράσπιση της Καταλανικής γλώσσας. Αυτό ακριβώς συνέβαινε ειδικά με τους Ισπανόφωνους εργάτες που οργανώνονταν στα νέα συνδικάτα, τις Εργατικές Επιτροπές, που βρίσκονταν κάτω από την ηγεσία κυρίως μελών του PSUC. Αντίθετα η επιρροή της ριζοσπαστικής ανεξαρτησιακής αριστεράς ήταν περιθωριακή, ακόμα και σε σύγκριση με τη Μαρξιστική επαναστατική αριστερά και τους αναρχικούς.

Μέσα στο πλαίσιο αυτών των μαζικών εργατικών αγώνων, ως τα τέλη της δεκαετίας του '70 πάρθηκαν ολοένα περισσότερες πρωτοβουλίες για την προώθηση της Καταλανικής εθνικής ταυτότητας. Σε κανένα άλλο ζήτημα δεν ήταν αυτό πιο ξεκάθαρο απ' ότι στο ζήτημα της γλώσσας και της εκπαίδευσης. Κινήματα δασκάλων, γονέων και μαθητών (που συχνά βρίσκονταν κάτω από την ηγεσία της άκρας αριστεράς) κατέληγαν στη συγκρότηση ζωντανών οργανώσεων βάσης που διεκδικούσαν μια κοσμική και δημοκρατική Καταλανική δημόσια εκπαίδευση. Κτίρια καταλήφθηκαν από δασκάλους και γονείς σε εργατικές συνοικίες και δούλευαν σε δημοκρατική βάση, οι δάσκαλοι συχνά δεν έπαιρναν μισθό μέχρι οι αρχές να αναγκαστούν να αναγνωρίσουν αυτά τα σχολεία. Ειδικά αυτές οι πρωτοβουλίες υποστηρίχτηκαν ενεργά από τις κοινότητες της Ισπανόφωνης εργατικής τάξης, μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι σ' αυτό το στάδιο πολλοί εργάτες έβλεπαν την ανάγκη τα παιδιά τους να μάθουν τα Καταλανικά σαν πρώτη γλώσσα. Με την αποσύνθεση του καθεστώτος μετά το θάνατο του Φράνκο το Νοέμβρη του 1975, η γενική κινητοποίηση για εργατικά δικαιώματα και δημοκρατία αυξήθηκε σε όλα τα επίπεδα. Στις 11 Σεπτέμβρη του 1977 πάνω από ένα εκατομμύριο διαδήλωσαν στους δρόμους της Βαρκελώνης για τη θέσπιση της αυτονομίας. Τους επόμενους μήνες θα γινόταν η διαπραγμάτευση του Συντάγματος στη Μαδρίτη ανάμεσα στα βασικά πολιτικά κόμματα, αριστερά, δεξιά και υπολείμματα του Φρανκισμού. Θα έβαζε τις βάσεις της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, αλλά και θα επιβεβαίωνε την ιερότητα της "Ενότητας της Ισπανίας", εγγυήτρια δύναμη της οποίας θα ήταν ο στρατός παρά την αναγνώριση της Χώρας των Βάσκων, της Καταλονίας και της Γαλικίας ως "εθνοτήτων".

Τα αιτήματα για τα εθνικά δικαιώματα θα εντάσσονταν στις διαδικασίες θέσπισης τοπικής αυτονομίας σε όλη την Ισπανία, ανεξάρτητα από τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Ο Καταστατικός Χάρτης της Αυτοδιοικούμενης Περιφέρειας της Καταλονίας επικυρώθηκε με δημοψήφισμα τον Οκτώβρη του 1979, με δικαιοδοσίες σε πεδία όπως ο πολιτισμός, το περιβάλλον, οι επικοινωνίες και η ίδρυση καταλανικής αστυνομικής δύναμης.

Οι προϋπολογισμοί για την υγεία και τη δικαιοσύνη θα τελούνταν τοπικά, αλλά η συνολικότερη πολιτική θα αποφασιζόταν στη Μαδρίτη. Κάτι που στην ουσία συνέβαινε και με το ακανθώδες ζήτημα της εκπαίδευσης, παρότι αργότερα επιτράπηκε η γλωσσική εμβάπτιση κατά την οποία η κύρια γλώσσα διδασκαλίας των μαθητών θα ήταν η Καταλανική. Οι πρώτες Καταλανικές εκλογές το Μάρτη του 1980 κατέδειξαν την αυξανόμενη ηγεμονία του αστικού εθνικιστικού κόμματος Σύγκλιση και Ενότητα (Convergència i Unió, CiU), που σχημάτισε την πρώτη αυτόνομη κυβέρνηση από το 1936. Για τα επόμενα 23 χρόνια το CiU θα κυριαρχούσε στην Καταλανική πολιτική υιοθετώντας ένα διαπραγματευτικό ρόλο με το Ισπανικό κράτος για λογαριασμό της Καταλονίας. Η ανεξαρτησία δεν βρίσκονταν στην ατζέντα. Έτσι οι βουλευτές του Ciu στο Ισπανικό κοινοβούλιο θα έδιναν στήριξη τόσο στις κυβερνήσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSUC) όσο και σ' αυτές του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος (PP) σαν αντάλλαγμα για κάποιες παραχωρήσεις. Όλη αυτή η διαδικασία είχε ήδη αρχίσει να ξεφτίζει απ' τις αρχές του 2000.

Η εδραίωση της Καταλανικής αυτονομίας σηματοδότησε το τέλος της δεξιάς ηγεμονίας πάνω στο εθνικό ζήτημα. Με την εγκαθίδρυση των βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων η πολιτική μεταφέρθηκε στο εκλογικό πεδίο. Αυτό οδήγησε σε μία απότομη ύφεση της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος και στην Καταλονία και στην υπόλοιπη χώρα. Αυτή η κρίση του ΚΚ δεν οφείλονταν μόνο στην απροσδόκητη άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας (PSOE), που δεν έπαιξε σχεδόν κανένα ρόλο στη μαζική αντίσταση στο Φρανκισμό, αλλά επίσης στο ρόλο που έπαιξαν οι Κομμουνιστές στην αποδοχή του status quo, από τις μειώσεις μισθών μέχρι τη μοναρχία. Εγκαταλείποντας την υπεράσπιση του αυτοπροσδιορισμού το ΚΚ Ισπανίας (PCE) αποδυνάμωσε περαιτέρω την αξιοπιστία του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Καταλονίας (PSUC). Στην Καταλονία, η αποστράτευση σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση της Τζενεραλιτάτ και τη συνακόλουθη προώθηση της Καταλανικής γλώσσας και κουλτούρας αποδυνάμωσε τη σύνδεση των μαζικών αγώνων για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη. Χάνοντας σε επιρροή και σε μέλη, το PSUC γνώρισε τη διάσπαση το 1982. Σχετικά περιθωριοποιήμενη, η πλειοψηφία του PSUC θα μετασχηματιζόταν αργότερα σε ένα οικοσοσιαλιστικό κόμμα, την Πρωτοβουλία για τους Πράσινους της Καταλονίας (ICV), με πολύ πιο στενή από αυτή που είχε το PSUC τη δεκαετία του 1970.

Από την Αυτονομία στην Ανεξαρτησία

Η απόρριψη της ιδέας ότι η Καταλονία είναι "έθνος" με τη δικιά του οντότητα και ως εκ τούτου κάτι περισσότερο από απλά μια "περιοχή" της Ισπανίας είναι ακόμα πλατιά διαδεδομένη στην υπόλοιπη Ισπανία. Το δεξιό Λαϊκό Κόμμα ιδιαίτερα ενθάρρυνε την ιδέα ότι η "πλούσιοι" Καταλανοί εκμεταλλεύονταν το καθεστώς αυτονομίας τους με σκοπό την άρνηση πληρωμής των κονδυλίων (μέσω της κρατικής φορολογίας) για τη χρηματοδότηση φτωχότερων περιοχών της Ισπανίας. Ο εκλογικός οπορτουνισμός (ψηφοθηρία) και ο ιδεολογικός ισπανοκεντρισμός ήταν η αιτία που το PSOE δεν τόλμησε ποτέ να απαντήσει σ' αυτό που οι Καταλανοί εθνικιστές ονόμαζαν "Καταλανοφοβία". Ακόμα και η Ενωμένη Αριστερά, που βρισκόταν κάτω από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, παρότι φλυαρούσε σε σχέση με τον "αυτοπροσδιορισμό", δεν έκανε καμιά σοβαρή προσπάθεια να αντικρούσει αυτές τις προκαταλήψεις. Στην πραγματικότητα, ο ηγέτης του, Κάγιο Λάρα, αφού προκάλεσε την οργή της Ενωμένης Αριστεράς της Καταλονίας (EUiA) λέγοντας ότι όλη η Ισπανία θα έπρεπε να ψηφίσει για το αν η Καταλονία θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητη ή όχι, μετά αποδέχθηκε το δικαιώματα των Καταλανών να αποφασίσουν για το μέλλον τους αλλά επέμεινε ότι το κόμμα του θα αντιτασσόταν στον αποχωρισμό.

Στα πάνω από 30 χρόνια προώθησης των Καταλανικών και άλλων συμβόλων πατριωτικής υπερηφάνειας από την Τζεναραλιτάτ, αναμφίβολα παγιώθηκε το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας. Με τα χρόνια οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να δείχνουν καθαρά ότι πάνω από το 50% του πληθυσμού αισθανότανε "πιο πολύ Καταλανοί παρά Ισπανοί" ή "πιο Καταλανοί απ' ότι Ισπανοί". Ενώ τη δεκαετία του '90 γύρω στο 30% του πληθυσμού υποστήριζε την ανεξαρτησία, αυτό το ποσοστό ανέβηκε στο 43% τον Ιούνιο του 2011 και στο 59% τον Οκτώβριο του 2013.

Με την αποτυχία των προσπαθειών διεύρυνσης της Καταλανικής αυτονομίας και τον αντίκτυπο της κρίσης, τόσο στον Καταλανικό επιχειρηματικό κόσμο όσο και στη μορφή των μαζικών διαδηλώσεων ενάντια στη λιτότητα, ο κυρίαρχος εθνικισμός αγκάλιασε το αίτημα της ανεξαρτησίας. Πολύ πριν το 2012, το CiU βρέθηκε κάτω από την πίεση της βάσης του και της αριστεράς. Παρά τους ισχυρισμούς του ότι υπερασπίζονταν τα εθνικά δικαιώματα, η συνεργασία του με το Ισπανικό εθνικιστικό Λαϊκό Κόμμα, τόσο στη Μαδρίτη όσο και στη Βαρκελώνη, υπονόμευε την αξιοπιστία του απέναντι στους ίδιους τους υποστηριχτές του. Ήδη από το 2003 αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την κυβέρνηση και να αντικατασταθεί από την Τρικομματική "αριστερή" κυβερνήση PSC (Καταλανικός τομέας του PSUC), ERC και ICV-EUiA που κρατήθηκε στην εξουσία μέχρι το 2010.

Κάτω από την πίεση της αριστεράς, το CiU προσπάθησε να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος υποστηρίζοντας την προσπάθεια μεταρρύθμισης του Καταλανικού Καθεστώτος Αυτονομίας (που εισήχθη το 1979) που προωθούσαν τα κόμματα της Τρικομματικής. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ισπανική κυβέρνηση (PSOE), νέρωσε κατά πολύ το αρχικό της περιεχόμενο, το νέο καθεστώς εγκρίθηκε από το Ισπανικό κοινοβούλιο τον Απρίλιο του 2006. Το μεταρρυθμισμένο Καθεστώς διεύρυνε τις αρμοδιότητες της Τζενεραλιτάτ, αύξησε τη δυνατότητα άντλησης από τη μεριά της μεγαλύτερων πόρων σε μια κίνηση υψηλής συμβολικής αξίας, αναγνώρισε την Καταλονία ως "έθνος".

Ακόμα και πριν την εκλογική του νίκη στις εθνικές εκλογές του 2011, το Λαϊκό Κόμμα είχε εξαπολύσει αντεπίθεση μέσω της Γερουσίας και του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενάντια στο νέο Καθεστώς, αποσκοπώντας μεταξύ άλλων στην απόσυρση της προνομιακής μεταχείρισης των Καταλανών στο ζήτημα της εκπαίδευσης, τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Τζεναραλιτάτ στο ζήτημα της δικαιοσύνης και στην εξάλειψη του όρου "έθνος" από τη συμφωνία σε σχέση με το Καθεστώς Αυτονομίας. Η απάντηση του Καταλανικού κινήματος Ανεξαρτησία ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία από το Σεπτέμβρη του 1977 με ένα εκατομμύριο ανθρώπους να κατεβαίνουν στο δρόμο για την υπεράσπιση του νέου Καθεστώτος τον Ιούνη του 2010. Ακολούθησαν τα "δημοψηφίσματα" που οργάνωσαν οι αριστεροί εθνικιστές σε 555 δήμους της Καταλονίας το Σεπτέμβρη του 2011 και τον Απρίλη του 2012 με την τεράστια πλειοψηφία των συμμετεχόντων, γύρω στις 900.000 να ψηφίζουν υπέρ της ανεξαρτησίας. 

Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το Ciu επέστρεψε στην κυβέρνηση το Νοέμβριο του 2010 με τη σκοπό την προώθηση μαζικών περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και την ενίσχυση του ρόλου της Τζενεραλιτάτ απέναντι στη Μαδρίτη. Αντί του νέου "Δημοσιονομικού Συμφώνου" που το CiU έλπιζε να διαπραγματευτεί με τη Μαδρίτη, το Λαϊκό Κόμμα, αντιμέτωπο με τους αυστηρούς όρους που περιελάμβανε το "πακέτο διάσωσης" της ΕΕ, ξεκίνησε μια προσπάθεια ελέγχου του χρέους και των δαπανών των Αυτόνομων Κοινοτήτων (τοπικών κυβερνήσεων). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι εννέα Κοινότητες, κι ανάμεσα τους η Καταλονία, να αναγκαστούν να αποπληρώσουν αντί της Ισπανικής κυβέρνησης ένα ποσό που ανέρχονταν στα 12,6 δις ευρώ (5,4333 αντιστοιχούσαν στην Καταλονία), μειώνοντας έτσι σοβαρά το έδαφος για ελιγμούς. Σ' αυτό το πλαίσιο, κομμάτια της Καταλανικής αστικής τάξης, ειδικά οι μεσαίες και μικρότερες επιχειρήσεις, άρχισαν να βλέπουν την ανεξαρτησία από τον "Ισπανικό οικονομικό βάλτο" σαν τρόπο φυγής από την κρίση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι Καταλανικές εξαγωγές είχαν προορισμό το εξωτερικό, και συγκεκριμένα χώρες μέλη της ΕΕ. Σ' αυτό μπορεί να προστεθεί και η χρόνια αδικία ότι η Καταλονία προσφέρει πολύ περισσότερα λεφτά στο Ισπανικό κράτος απ' όσο λαμβάνει σε χρηματικούς πόρους και υπηρεσίες. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς μέσα σ' αυτό το πλαίσιο το CiU (και το ERC) μπορούν να ρίχνουν τις ευθύνες για το Καταλανικό χρέος, και κατά συνέπεια για τις πολιτικές της λιτότητας, στην άνιση σχέση με την Ισπανία. Άρα από τη στιγμή που έκλεισε ο δρόμος για περισσότερη αυτονομία και οικονομικό έλεγχο, η ιδέα ενός είδους ανεξαρτησίας γινόταν όλο και πιο ελκυστική σε κομμάτια του Καταλανικού επιχειρηματικού κόσμου και, κατά συνέπεια, στους πολιτικούς τους εκπροσώπους.

Η αριστερά φυσικά δεν μπορεί να αποδέχεται αυτά τα επιχειρήματα υπέρ της ανεξαρτησίας. Μια ανεξάρτητη Καταλονία δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να αποφύγει τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης και των δυσκολιών που σημαίνει αυτή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αλλά ούτε θα έπρεπε ποτέ να αποδέχεται, όπως δυστυχώς κάνουν κομμάτια της Ισπανικής αριστεράς, ότι κάθε κίνηση για περισσότερη αυτονομία, πόσο μάλλον για ανεξαρτησία, σημαίνει ότι η Καταλονία αρνείται την "αλληλεγγύη" με την "υπόλοιπη Ισπανία". Η υποτιθέμενη αναδιανομή του πλούτου από τις πλουσιότερες Αυτόνομες Κοινότητες στις φτωχότερες δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι ότι η κοινωνική ανισότητα στις φτωχότερες περιοχές γνώρισε αύξηση από το 1991 μέχρι το 2001.

Οι περισσότεροι επιχειρηματικοί τομείς που στηρίζουν το CiU θα ήταν ευτυχισμένοι με αν απολάμβαναν το ειδικό οικονομικό καθεστώς της Χώρας των Βάσκων, αλλά η κεντρική ιδέα της οικονομικής πολιτικής του Λαϊκού Κόμματος κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι επιχειρηματικοί τομείς που φλερτάρουν με την ανεξαρτησία είναι ξεκάθαροι ότι επιθυμούν ένα πλαίσιο όπου η λιτότητα θα συνεχίζεται και οι σχέσεις εργασίας θα είναι υπέρ τους. Σ' αυτό το σκηνικό, η Συνδιάσκεψη του CiU το Μάρτιο του 2012 κατέληξε στη στροφή προς την "κυριαρχία", βάσει της οποίας η Καταλονία θα πρέπει να έχει μια "κρατική δομή". Αυτή η τελευταία φόρμουλα βρίσκεται στην καρδιά της τοποθέτησής τους, όχι η ανεξαρτησία σαν τέτοια, αλλά μια "δομή" προστασίας των Καταλανικών επιχειρήσεων από τις χειρότερες συνέπειες της κρίσης, μια "δομή" που θα τους επιτρέπει τον έλεγχο των οικονομικών, ώστε μέχρι ενός σημείου να μετριάζονται οι ακραίες συνέπειες της λιτότητας. Η θέση ενός τέτοιου κράτους είναι "εντός της Ευρώπης", δηλαδή δεν μπορεί ένα τέτοιο "κράτος" να μην είναι και μέλος της ΕΕ.

Στο μεταξύ, εκατοντάδες πολιτιστικοί σύλλογοι, τοπικές συλλογικότητες και εξέχουσες προσωπικότητες απ' όλο το φάσμα του Καταλανικού εθνικισμού, ίδρυσαν το Καταλανικό Εθνικό Συμβούλιο (ANC) με σκοπό την προώθηση της ανεξαρτησίας. Το ANC ήταν πίσω από την τεράστια κινητοποίηση της 11 Σεπτέμβρη του 2012. Το CiU έλπιζε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την επιτυχία αυτής της διαδήλωσης σαν εφαλτήριο για να ενισχύσει τη θέση του στο Καταλανικό κοινοβούλιο και κάλεσε πρόωρες εκλογές το Νοέμβρη του 2012 με την υπόσχεση να οργανώσει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία το 2014 στην επέτειο των 300 χρόνων από την ήττα του 1714. Αντί όμως να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, το CiU έχασε 12 έδρες και 90.000 ψήφους και αναγκάστηκε να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με το αριστερό εθνικιστικό ERC.

Αδιέξοδο;

Η δήλωση στήριξης του ERC στην κυβέρνηση CiU διακηρύσσει ότι το δημοψήφισμα θα πραγματοποιηθεί μέσα στο 2014, αλλά εντός των "νομίμων πλαισίων". Με δεδομένη την αντίθεση της κυβέρνησης της Μαδρίτης, καθώς και της πλειοψηφίας του Ισπανικού κοινοβουλίου, αυτή η δήλωση καθιστά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος εξαιρετικά απίθανη. Είναι μια καλολογισμένη αμφισημία από τη μεριά του CiU για να ξεφύγει από τη λογική του αποχωρισμού, και αποδεικνύει ότι, παρά τις μεγαλοστομίες, ο πραγματικός του σκοπός παρέμενε η άσκηση πίεσης στη Μαδρίτη για την επίτευξη μιας οικονομικής συμφωνίας. Αντιμέτωπο με την απουσία νομιμοποίησης, το CiU άρχισε να μιλάει για "δημοψήφισμα" μέσω εκλογών, όπου αυτοί που θα ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας θα κατέβαιναν με κοινή λίστα και εφόσον κέρδιζαν τις εκλογές θα κήρυσσαν την ανεξαρτησία μέσω του Καταλανικού κοινοβουλίου.

Ακόμα και αυτή η φόρμουλα έδειχνε να παρακάμπτει το ζήτημα του τι θα συμβεί αν η Μαδρίτη αρνηθεί την κήρυξη της ανεξαρτησίας ως "αντισυνταγματική" και κινηθεί προς τη λήψη νομικών μέτρων ενάντια στην Καταλανική κυβέρνηση. Όπως και η συμφωνία με το ERC επιμένει ότι η Καταλονία θα ανέπτυσσε τις "δικές της κρατικές δομές" μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Αλλά, όπως η εθνικιστική αντιπολίτευση έσπευσε να επισημάνει, η ΕΕ δεν θα αποδεχόταν ποτέ τον αποχωρισμό μέρους της από κράτος μέλος της που είναι αντίθετο με τον αποχωρισμό. Και η ιδέα μιας ανεξάρτητης Καταλονίας έξω από την ΕΕ προκαλεί τρόμο στην Καταλανική αστική τάξη.

Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση το αίτημα για ανεξαρτησία έφτανε σε αδιέξοδο. Δεδομένης και της οικονομικής κατάστασης και της δύναμης του Ισπανικού εθνικιστικού λόμπι με το συνακόλουθο φόβο της απώλειας ψήφων, το Λαϊκό Κόμμα αρνείται να εγκρίνει τη συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση CiU-ERC. Τα παραδείγματα ισπανοκεντρικής αδιαλλαξίας πληθαίνουν. Η πρόσφατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, εκτός απ' τη σαρωτική ιδιωτικοποίηση και την επιβολή ενός συντηρητικού προγράμματος σπουδών, επιτίθεται ιδιαίτερα στη διδασκαλία των Καταλανικών. Εν τω μεταξύ, η Εισαγγελική Αρχή προχώρησε στη δίωξη 187 Καταλανικών δημών για τον αυτοπροσδιορισμό τους ως "κυρίαρχων και ελεύθερων Καταλανικών περιοχών". Ο Σύνδεσμος Αξιωματικών του Ισπανικού Στρατού υποστήριξε αυτή την επίθεση καλώντας σε στρατιωτική επέμβαση "για την υπεράσπιση της ενότητας της πατρίδας, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα".

Αντιμέτωπη με μία κατάσταση όπου δεν υπήρχε κανένα νόμιμο πλαίσιο που να επιτρέπει στην Τζενεραλιτάτ να καλέσει ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα αυτού του είδους είναι εξαιρετικά απίθανη η Καταλανική κυβέρνηση να ξεκινήσει τώρα μαζική καμπάνια πολιτικής ανυπακοής, πόσο μάλλον να καλέσει σε εξέγερση, για να πετύχει την ανεξαρτησία. Πέραν αυτού, η Χριστιανοδημοκρατική πτέρυγα του CiU εκφράζεται όλο και πιο φωναχτά κατά της ανεξαρτησίας. Όπως είπαμε, το Ciu θα ήταν ευχαριστημένο με μια μορφή "κρατικής δομής" που να παρέχει περισσότερα πλεονεκτήματα στις Καταλανικές επιχειρήσεις. Αλλά σε σχέση μ' αυτό δεν υπάρχουν μόνο επίσημα νομικά κωλύματα. Μια μεγάλη υποχώρηση οποιασδήποτε μορφής από τη Μαδρίτη όχι απλά θα κατέστρεφε την Ισπανία οικονομικά αλλά θα προκαλούσε αναπόφευκτα μια διαδικασία μέσω της οποίας άλλες περιοχές θα απαιτούσαν τουλάχιστον περισσότερη αυτονομία αν όχι, όπως στην περίπτωση της Χώρας των Βάσκων, ανεξαρτησία.

Το πρόβλημα για την εθνικιστική αριστερά είναι ότι η υποστήριξη της ανεξαρτησίας δεν υποχωρεί. Οι 1,4 εκατομμύρια άνθρωποι που φέτος στις 11 Σεπτέμβρη σχημάτισαν ανθρώπινη αλυσίδα από τα γαλλικά σύνορα στα Νότια της Καταλονίας απαιτώντας το δικαίωμα να αποφασίσουν για το μέλλον της χώρας τους είναι η επιβεβαίωση, αν χρειαζόταν κιόλας, ότι η περσινή μαζική κινητοποίηση δεν ήταν ένα παροδικό φαινόμενο. Αποτυγχάνοντας να διοργανώσει το πολυδιαφημισμένο δημοψήφισμα του 2014 το CiU ανοίγει τις πόρτες στους ιστορικούς υπερασπιστές της ανεξαρτησίας, το αριστερό εθνικιστικό ERC, που είναι ήδη πρώτο στις δημοσκοπήσεις. Η υποστήριξη όμως που προσφέρει στις πολιτικές της λιτότητας με αντάλλαγμα τις εγγυήσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος το ERC βρίσκεται επίσης κάτω από την πίεση από τα αριστερά του και ιδιαίτερα από την Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας (CUP). 

Το CUP είναι προϊόν της συνένωσης διάφορων αριστερών ανεξαρτησιακών ρευμάτων τη δεκαετία του '80 και είναι χτισμένο σε τοπικό επίπεδο σε οργανώσεις βάσης και πάνω σε ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Διαθέτει πάνω από 100 δημοτικούς συμβούλους και εκατοντάδες ακτιβιστές και η πολιτική του χαρακτηρίζεται από κάποιο εκλεκτισμό. Οι επιρροές του ποικίλουν απ' τη Σταλινική εκδοχή του Μαρξισμού μέχρι τον κινηματισμό. Μετά την απόφαση συμμετοχής στις Καταλανικές εκλογές του 2012 (πήρε 126.219 ψήφους και 3 έδρες) κόντρα στα τοπικά και "μουνιπαλιστικά" χαρακτηριστικά του έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε μια σοβαρή εναλλακτική τόσο απέναντι στην εθνικιστική όσο και στη μη εθνικιστική ρεφορμιστική αριστερά. Με την υποψηφιότητά του ως CUP-Αριστερή Εναλλακτική σκόπιμα φλέρταρε με τη μη ανεξαρτησιακή αντικαπιταλιστική αριστερά, συμπεριλαμβανομένων και υποψηφίων της El Lluita και άλλων επαναστατών Μαρξιστών στις λίστες του.

Από την εκλογή τους οι βουλευτές του CUP έχουν ανακινήσει μια μεγάλη γκάμα ζητημάτων μέσα και έξω από τη Βουλή, συγκεκριμένα έχουν πάρει θέση ενάντια στις πολιτικές λιτότητας της Καταλανικής κυβέρνησης, ενάντια στον κατασταλτικό ρόλο της Καταλανικής αστυνομίας και έχουν επιδείξει μια αταλάντευτη υπεράσπιση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού.

Πέρα από το CUP, άλλη μια αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στους μετριοπαθείς αριστερούς εθνικιστές είναι η νεοϊδρυθείσα Συνταγματική Διαδικασία (Procés Constituent a Catalunya), που προωθείται από μια σειρά ακτιβαστές. Το μανιφέστο τους έχει ήδη συγκεντρώσει 45.000 υπογραφές και αντανακλά τις βασικές ιδέες των Indignados: αντίσταση στη λιτότητα, αποκατάσταση των περικοπών, κρατικοποίηση των τραπεζών κάτω από δημοκρατικό έλεγχο, φορολόγηση των πλούσιων και Καταλανική ανεξαρτησία. Χτίζοντας ένα πλατύ κοινωνικοπολιτικό κίνημα βασισμένο στις τοπικές συνελεύσεις, το Procés στοχεύει στην υλοποίηση μιας μεγάλης κοινωνικής μεταρρύθμισης, μιας "επανίδρυσης" του πολιτικού συστήματος του 1978.

Η υποστήριξη στο CUP και το Procés δείχνει ότι η μαζική υποστήριξη στην ανεξαρτησία δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτή μόνο σαν αποτέλεσμα της απογοήτευσης από τον ισπανοκεντρισμό, αλλά βρίσκεται σε αλληλοεπικάλυψη με την αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό. Έχοντας την ευθύνη της διαχείρισης των δημόσιων δαπανών, η Τζενεραλιτάτ εξαπέλυσε ένα κύμα περικοπών, που είχε ολέθριες συνέπειες στην εκπαίδευση, την υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η αντίσταση ήρθε από τους εργαζόμενους στο δημόσιο, παίρνοντας τη μορφή της απεργίας, της διαδήλωσης, της κατάληψης. Λίγο-πολύ παράλληλα και σε σύνδεση με αυτό το κίνημα, ήρθε το ξέσπασμα των Indignados (του κινήματος της 15Μ) το Μάη του 2011.

Ενώ το κίνημα για την ανεξαρτησία, που περιλαμβάνει τους ψηφοφόρους του CiU και η αντίσταση στη λιτότητα, που περιλαμβάνει ανθρώπους που εκφράζουν ελάχιστη συμπάθεια για τον αποχωρισμό, δεν είναι συμμετρικά αλλά και τα δύο αλληλοεπικαλύπτονται. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό με διάφορους τρόπους. Το 71% εκείνων που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας δηλώνουν αριστεροί. Η υποστήριξη της ανεξαρτησίας είναι ισχυρότερη στην καταλανόφωνη εργατική και κατώτερη μεσαία τάξη. Οι διαδηλώσεις που οργανώθηκαν από το ANC περιελάμβαναν όχι μόνο συνθήματα ενάντια στη λιτότητα αλλά επίσης, στην περίπτωση της ανθρώπινης αλυσίδας της 11 Σεπτέμβρη του 2013, την περικύκλωση σχολείων και νοσοκομείων. Επίσης, οι σημαίες της ανεξαρτησίας είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο στις διαδηλώσεις ενάντια στις περικοπές. Τελικά, και το CUP και το νεοσύστατο Procés Constituent γνώρισαν πλατιά υποστήριξη από τους ακτιβιστές της 15Μ. Οι προσπάθειες του CiU να στρέψει την προσοχή στις ευθύνες της Μαδρίτης για την πολιτική των περικοπών που εφαρμόζει έχουν, σε μεγάλο βαθμό, αποτύχει.

Οι όποιες εκλογές στην παρούσα φάση θα άφηναν την Καταλονία "ακυβέρνητη", καθώς η διαιρέσεις δεξιά-αριστερά, ενοτικοί-αποσχιστικοί κάνουν τη επίτευξη μιας σταθερής κυβέρνησης απίθανη, σύμφωνα με όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Ενώ το PSC, για πολύ καιρό δεύτερο κόμμα της Καταλονίας, βρίσκεται, όπως και το PSOE, σε ελεύθερη πτώση, το Λαϊκό Κόμμα χάνει έδαφος σε σχέση με το ενωτικό-λαϊκιστικό κόμμα Cuitadans. Στην αριστερά, το ICV-EUiA κερδίζει υποστήριξη, αλλά πολύ λιγότερο απ' ότι το ERC και το CUP. Μένει να δούμε αν το Procés Constituent μπορεί να πετύχει το στόχο του για μια συμφωνία ανάμεσα σ' αυτό, το CUP και το ICV-EUiA. Η αντίθεση των
Procés και CUP στους "επαγγελματίες πολιτικούς" και η πρόσφατη εμπειρία της Τρικομματικής κυβέρνησης, όπου το ICV-EUiA συμμετείχε στη διοίκηση που εφάρμοσε νεοφιλελεύθερες πολιτικές κάνουν αυτή την ενότητα προβληματική.

Παρότι η υπεράσπιση του αυτοπροσδιορισμού παραμένει μια κεντρική αρχή, οι επαναστάτες σοσιαλιστές στην Καταλονία είναι υποχρεωμένοι να πάρουν ξεκάθαρη θέση υπέρ της ανεξαρτησίας. Η ομοσπονδιακή λύση, σαν αυτή που υποστηρίζεται από τους σοσιαλδημοκράτες, από μεγάλο κομμάτι της Ενωμένης Αριστεράς (IU) ακόμα και από κομμάτια της άκρας αριστεράς, είναι μια αφηρημένη λύση αφού δεν υπάρχει κανένα τέτοιο αίτημα που να προβάλλεται πουθενά στο υπόλοιπο Κράτος. Κάθε ψήφος θα είναι και μια σκληρή επιλογή και το "όχι" σημαίνει τη διαιώνιση του status quo. Φυσικά η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας δεν σημαίνει ότι οι επαναστάτες εγκαταλείπουν την επικράτεια της πολιτικής τους. Το ότι δεν υπάρχει κανένα κοινό συμφέρον μεταξύ της εθνικιστικής αστικής τάξης και της εργατικής τάξης είναι ξεκάθαρο, όπως έχουν δείξει οι μαζικοί αγώνες των τελευταίων δύο ετών. Όπως σωστά υποστηρίζει το CUP δεν μπορεί να υπάρξει ανεξαρτησία μέσα στην ΕΕ και το Ευρώ. Η εθνική ανεξαρτησία από μόνη της δεν είναι πανάκεια αλλά μπορεί να τεθεί μόνο σαν κομμάτι μιας συνολικότερης πάλης για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία.


Το εξώφυλλο του Τεύχους 8, του ιρλανδικού περιοδικού Irish Marxist Review (Νοέμβρης 2013) αφιερωμένο στο Εθνικό Ζήτημα (Δείτε όλα τα άρθρα σε μορφή pdf εδώ)

Σχόλια