Οι ρίζες της γνωσιακής σκέψης

The Origins of Cognitive Thought, B F Skinner (Recent Issues in the Analysis of Behavior, 1989) 

Αυτό που αισθάνεται κανείς όταν έχει αίσθηση της σωματικής του κατάστασης και η λέξη που χρησιμοποιεί για το περιγράψει προέρχεται σχεδόν πάντα από τη λέξη που περιγράφει την αιτία που το προκαλεί. Η απόδειξη μπορεί να βρεθεί στην ιστορία της γλώσσας -την ετυμολογία των λέξεων που αναφέρονται στα αισθήματα. Η ετοιμολογία είναι η αρχαιολογία του λόγου. Η πιο έγκυρη πηγή της Αγγλικής είναι το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης (1928), αλλά ακόμα κι ένα μικρότερο έργο όπως το Ετυμολογικό Λεξικό της Αγγλικής Γλώσσας του Σκιτ (1956) θα αρκούσε. Δεν έχουμε όλα τα στοιχεία που θα θέλαμε να έχουμε γιατί οι προηγούμενες σημασίες πολλών λέξεων έχουν χαθεί, έχουμε όμως αρκετά για να κάνουμε μια ευλογοφανή γενική υπόθεση. Για να περιγράψουμε τον πόνο, για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε τη λέξη agony (αγωνία, οδύνη). Η λέξη σήμαινε αρχικά τον αγώνα ή την πάλη, τη συνήθη αιτία πρόκλησης μεγάλου πόνου. Έτσι και για άλλα πράγματα που προκαλούσαν την ίδια αίσθηση, χρησιμοποιούνταν η ίδια λέξη για να τα περιγράψει.

Μία παρόμοια υπόθεση μπορεί να γίνει και για τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε σε πνευματικές καταστάσεις ή γνωστικές διαδικασίες. Σχεδόν πάντα ξεκίνησαν σαν αναφορές είτε σε κάποια πλευρά της συμπεριφοράς είτε στο περιβάλλον στο οποίο αυτή η συμπεριφορά εκδηλώθηκε. Μόνο πολύ αργά μπήκαν στο λεξιλόγιο αυτού που αποκαλούμε μυαλό. Η εμπειρία (experience) είναι ένα καλό παράδειγμα. Όπως επισήμανε ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς (1976) η λέξη δεν χρησιμοποιούνταν για οποιοδήποτε προϊόν των αισθημάτων ή των ενδοσκοπικών παρατηρήσεων μέχρι το 19ο αιώνα. Πριν από κείνη την εποχή σήμαινε, απολύτως κυριολεκτικά, κάτι που "είχε περάσει" ένα πρόσωπο (από το λατινικό ρήμα expiriri=δοκιμάζω) ή αυτό που τώρα αποκαλείται έκθεση στη συνάρτηση της ενίσχυσης. Η παρούσα εργασία αναλύει περίπου 80 ακόμα λέξεις που περιγράφουν νοητικές καταστάσεις ή γνωστικές διαδικασίες, που κατατάσσονται σύμφωνα με τις σωματικές καταστάσεις που κυριαρχούν όταν κάνουμε πράγματα, νιώθουμε πράγματα, αλλάζουμε τον τρόπο που κάνουμε ή νιώθουμε πράγματα (μαθαίνουμε), παραμένουμε αλλαγμένοι (θυμόμαστε), επιθυμούμε, περιμένουμε, σκεφτόμαστε και "χρησιμοποιούμε το μυαλό μας".

ΠΡΑΞΗ

Η λέξη συμπεριφέρομαι (behave) εμφανίστηκε πολύ αργότερα. Η παλιότερη λέξη είναι κάνω (do). Όπως δείχνει το πολύ παλιό λήμμα του Αγγλικού Λεξικού της Οξφόρδης, το ρήμα κάνω πάντα υπογράμμιζε τις συνέπειες -το αποτέλεσμα που έχει κάτι στον κόσμο. Περιγράφουμε πολλά απ' αυτά που κάνουμε εμείς οι ίδιοι με λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τι κάνουν οι άλλοι. Όταν ρωτούμαστε "Τι έκανες;", "Τι κάνεις;" ή "Τι θα κάνεις;" λέμε, για παράδειγμα, "Έγραψα ένα γράμμα", "Διαβάζω ένα ωραίο βιβλίο" ή "Θα δω τηλεόραση". Πώς μπορούμε όμως να περιγράψουμε τι νοιώθουμε ή τι παρατηρούμε ενδοσκοπικά ανά πάσα στιγμή;

Συνήθως υπάρχουν πολύ λίγα που μπορεί κανείς να παρατηρήσει. Η συμπεριφορά συχνά μοιάζει αυθόρμητη: απλά προκύπτει. Λέμε "μου προέκυψε", όπως "Μου προέκυψε να πάω μια βόλτα". Συχνά υπονοείται "η σκέψη" ή "η ιδέα" ("Μου προέκυψε η σκέψη -ή η ιδέα- να πάω μια βόλτα"), αλλά αν κάτι προκύπτει (ως απτό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας) αυτό είναι η βόλτα. Λέμε επίσης ότι η συμπεριφορά έρχεται στην κατοχή μας. Ανακοινώνουμε το ευχάριστο της εμφάνισης της λύσης ενός προβλήματος λέγοντας: "Το βρήκα!".

Αναγγέλλουμε το πρώιμο στάδιο μιας συμπεριφοράς όταν λέμε, "Έχω διάθεση για βόλτα". Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι, "Έχω την ίδια διάθεση που είχα όταν στο παρελθόν ξεκινούσα να πάω βόλτα". Αυτή η διάθεση μπορεί να συμπεριλαμβάνει και κάτι που έχει να κάνει με την τωρινή περίσταση, σαν να λέμε, "Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες συνηθίζω να πηγαίνω βόλτα", ή μπορεί να συμπεριλαμβάνει μια κατάσταση στέρησης, σαν να λέμε, "Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα".

Η σωματική κατάσταση που συνδέεται με μια έντονη πιθανότητα ότι μπορεί να συμπεριφερθούμε κάπως ή να κάνουμε κάτι είναι δυσκολότερο να εντοπιστεί και καταφεύγουμε στη μεταφορά. Απ' τη στιγμή που τα πράγματα πέφτουν συνήθως προς την κατεύθυνση προς την οποία γέρνουν, λέμε ότι τείνουμε να κάνουμε κάτι, ή ότι έχουμε την τάση να το κάνουμε. Απ' τη στιγμή που τα πράγματα συνήθως κινούνται προς την κατεύθυνση που τραβιούνται λέμε ότι ρέπουμε προς το να κάνουμε πράγματα (απ' το Λατινικό tendere, ρέπω, είμαι επιρρεπής), ή ότι η συμπεριφορά μας εκφράζει μια πρόθεση, μια γνωστική διαδικασία που έχει κερδίσει την εύνοια των περισσότερων φιλοσόφων της εποχής μας.

Χρησιμοποιούμε επίσης τη στάση (attitude) αναφερόμενοι στην πιθανότητα. Στάση είναι η θέση, η τοποθέτηση ή η πόζα (position, posture, or pose) που παίρνουμε όταν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε κάτι. Για παράδειγμα, η πόζα των ηθοποιών υποδηλώνει κάτι σε σχέση μ' αυτό που καταπιάνονται ή που ενδέχεται να κάνουν τη συγκεκριμένη στιγμή. Η ίδια η έννοια της πόζας βρίσκεται στην πρόθεση και την πρόταση (dispose and propose) ("Προτίθεμαι να πάω μια βόλτα... Προτείνω να πάμε μια βόλτα"). Αρχικά, ένα συνώνυμο της πρότασης (propose), ο σκοπός (purpose) έγινε αιτία πολλών προβλημάτων. Όπως και άλλες λέξεις που υποδηλώνουν πιθανή πράξη, φαίνεται να αναφέρεται στο μέλλον. Το μέλλον δεν μπορεί να πράττει στο τώρα, όμως, και αλλού στην επιστήμη ο σκοπός παραχώρησε τη θέση του σε λέξεις που αναφέρονται σε συνέπειες του παρελθόντος. Όταν οι φιλόσοφοι μιλούν για πρόθεση, παραδείγματος χάρη, σχεδόν πάντα αναφέρονται σε παρεμβατικές συμπεριφορές. 

Όπως έδειξε μια πειραματική ανάλυση, η συμπεριφορά διαμορφώνεται και συντηρείται από τις συνέπειές της, αλλά μόνο από τις συνέπειες που είχε κατά το παρελθόν. Κάνουμε αυτό που κάνουμε εξαιτίας αυτού που έχει συμβεί και όχι αυτού που θα συμβεί. Δυστυχώς αυτό που έχει συμβεί αφήνει λίγα παρατηρήσιμα ίχνη, και το γιατί κάνουμε αυτό που κάνουμε και πόσο πιθανό είναι να το κάνουμε υπερβαίνει γι' αυτό το λόγο τα όρια της ενδοσκόπησης. Ίσως είναι γι' αυτό, όπως θα δούμε αργότερα, που η συμπεριφορά τόσο συχνά αποδόθηκε σε μια πρωταρχική, γενεσιουργό, δημιουργική πράξη της θέλησης.

 ΑΙΣΘΗΣΗ

Για να ανταποκριθούμε αποτελεσματικά στον κόσμο που μας περιβάλλει πρέπει να τον βλέπουμε, να τον ακούμε, να τον μυρίζουμε, να τον γευόμαστε, να τον αισθανόμαστε. Οι τρόποι με τους οποίους η συμπεριφορά τίθεται κάτω από τον έλεγχο των ερεθισμάτων μπορούν να αναλυθούν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά αυτό που παρατηρούμε όταν βλέπουμε τους εαυτούς μας να βλέπουν κάτι είναι πηγή μεγάλων παρανοήσεων. Λέμε ότι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με την κυριολεκτική έννοια ότι τον προσλαμβάνουμε (από το Λατινικό per και capere, παίρνω). Το Comprehend=συλλαμβάνω, κατανοώ, είναι ένα κοντινό συνώνυμο που προέρχεται από το Λατινικό prehendere=λαμβάνω ή αδράχνω). Λέμε, "Το 'πιασα το νόημα". Απ' τη στιγμή που δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον ίδιο τον κόσμο έχει υποτεθεί ότι μπορούμε να φτιάξουμε ένα αντίγραφο. Το να φτιάξεις ένα αντίγραφο δεν μπορεί να είναι όλο κι όλο αυτό που υπάρχει να δεις, γιατί έχουμε επίσης να δούμε και το αντίγραφο. Η θεωρία του αντίγραφου περιλαμβάνει μια ατέρμονη υποχώρηση. Μερικοί γνωστικοί ψυχολόγοι προσπάθησαν να την αποφύγουν λέγοντας ότι αυτό που προσλαμβανέται είναι μια αναπαράσταση ενδεχόμενα ένα ψηφιακό και όχι αναλογικό αντίγραφο. Όταν θυμόμαστε ("ανακαλούμε στη μνήμη μας μια εικόνα") κάτι που έχουμε δει, όμως, βλέπουμε κάτι που μοιάζει αρκετά μ' αυτό που είχαμε δει αρχικά, και που θα μπορούσε να είναι ένα αναλογικό αντίγραφο. Ένας άλλος τρόπος για να αποφύγουμε την υποχώρηση είναι να πούμε ότι ερμηνεύουμε το αντίγραφο ή την αναπαράσταση. Οι ρίζες της ερμηνείας (interpret) είναι σκοτεινές, αλλά η λέξη φαίνεται να συνδέεται με την τιμή (price). Ο διερμηνέας ήτανε κάποτε ο χρηματομεσίτης. Ερμηνεύω φαίνεται ότι σήμαινε αποτιμώ. Μπορεί να γίνει καλύτερα αντιληπτό σαν κάτι που κάνουμε.

Η μεταφορά της θεωρίας του αντίγραφου έχει προφανείς πηγές. Όταν τα πράγματα ενισχύουν το κοίταγμά μας σ' αυτά, συνεχίζουμε να τα κοιτάμε. Κρατάμε λίγα τέτοια πράγματα κοντά μας ώστε να μπορούμε να τα κοιτάμε όποτε μας αρέσει. Αν δεν μπορούμε να κρατήσουμε τα ίδια τα πράγματα, φτιάχνουμε αντίγραφα, όπως ζωγραφιές ή φωτογραφίες. Η απεικόνιση, η λέξη για το εσωτερικό αντίγραφο, προέρχεται από το Λατινικό imago=εικόνα. Αρχικά σήμαινε ζωγραφισμένη προτομή, περίπου σαν κέρινο ομοίωμα σε μουσείο. Αργότερα σήμαινε φάντασμα. Η λέξη ομοίωμα (effigy), παρεμπιπτόντως, είναι μια πολύ καλά επιλεγμένη λέξη για να το αντίγραφο, επειδή πρώτα σήμαινε κάτι το κατασκευασμένο -από το Λατινικό fingere=πλάθω, κατασκευάζω. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, όμως, που να αποδεικνύει ότι κατασκευάζουμε οτιδήποτε όταν βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας ή όταν βλέπουμε ότι τον βλέπουμε.

Ο συμπεριφορικός απολογισμός των αισθήσεων είναι απλούστερος. Το βλέμμα είναι συμπεριφορά, και όπως κάθε συμπεριφορά μπορεί να εξηγηθεί είτε με τη φυσική επιλογή (πολλά ζώα ανταποκρίνονται οπτικά από νεογέννητα) είτε με τη συντελεστική εξαρτημένη μάθηση. Δεν βλέπουμε τον κόσμο προσλαμβάνοντάς τον ή μεταποιώντας τον. Ο κόσμος παίρνει τον έλεγχο της συμπεριφοράς όταν είτε η επιβίωση είτε η ενίσχυση είναι πιθανό να βρεθούν σ' αυτόν. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν κάνουμε κάτι γι' αυτό που βλέπουμε. Το βλέμμα είναι μόνο ένα μέρος της συμπεριφοράς, είναι η συμπεριφορά μέχρι το σημείο της δράσης. Από τη στιγμή που οι αναλυτές της συμπεριφοράς ασχολούνται μόνο με ολοκληρωμένες περιπτώσεις συμπεριφοράς είναι έξω από το πεδίο έρευνας των εργαλείων και των μεθόδων τους και πρέπει, όπως θα δούμε και αργότερα, αυτό να αφεθεί στους φυσιολόγους.


ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Η μάθηση δεν είναι πράξη. Είναι η αλλαγή του τρόπου που πράττεις. Μπορεί να βλέπουμε ότι μια συμπεριφορά έχει αλλάξει, αλλά δεν βλέπουμε την αλλαγή. Βλέπουμε τα αποτελέσματα της ενίσχυσης αλλά δεν βλέπουμε πώς αυτή προκαλεί την αλλαγή. Από τη στιγμή που τα παρατηρήσιμα αποτελέσματα της ενίσχυσης δεν είναι συνήθως άμεσα, συχνά παραβλέπουμε τη σύνδεση. Η συμπεριφορά συχνά λέγεται ότι ωριμάζει ή αναπτύσσεται. Η ανάπτυξη αρχικά σήμαινε το ξεδίπλωμα, όπως κάποιος ξεδιπλώνει ένα γράμμα. Υποθέτουμε ότι αυτό που βλέπουμε βρίσκονταν εκεί εξ αρχής. Όπως στην προδαρβίνια σημασία της εξέλιξης (όταν η εξέλιξη σήμαινε το ξετύλιγμα, όπως ξετυλίγει κανείς έναν κύλινδρο), η αναπτυξιακή θεωρία (developmentalism) είναι μια μορφή δημιουργισμού (creationism).

Τα αντίγραφα ή οι αναπαραστάσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στις γνωσιακές θεωρίες της μάθησης και της μνήμης, που δεν προκύπτουν από τη συμπεριφορική ανάλυση. Όταν πρέπει να περιγράψουμε κάτι που δεν είναι πια παρόν, η παραδοσιακή άποψη είναι ότι ανακαλούμε στη μνήμη μας ένα αντίγραφο που έχουμε καταχωρήσει. Στη συμπεριφορική ανάλυση, οι ενισχύσεις συμπεριφοράς αλλάζουν τον τρόπο που ανταποκρινόμαστε στα ερεθίσματα. Αυτό που "καταχωρείται" είναι ένα αλλαγμένο πρόσωπο, όχι μια μνήμη.

Η καταχώρηση και η επανάκτηση γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα όταν μαθαίνουμε και ανακαλούμε στη μνήμη μας πώς γίνεται κάτι. Είναι εύκολο να κάνουμε αντίγραφα των πραγμάτων που βλέπουμε, αλλά πώς μπορούμε να κάνουμε αντίγραφα των πραγμάτων που κάνουμε; Μπορούμε να τυποποιήσουμε μια συμπεριφορά για να τη μιμηθεί κάποιος, αλλά ένα πρότυπο δεν μπορεί να αποθηκευθεί. Η παραδοσιακή λύση είναι η "ψηφιοποίηση". Λέμε ότι ένας οργανισμός μαθαίνει και καταχωρεί κανόνες. Όταν, για παράδειγμα, ένας πεινασμένος αρουραίος πατάει ένα μοχλό και παίρνει φαγητό, ο ρυθμός της πίεσης του μοχλού αμέσως αυξάνεται, οι γνωσιακοί ψυχολόγοι θέλουν να πουν ότι ο αρουραίος έχει διδαχθεί έναν κανόνα. Τώρα ξέρει και μπορεί να θυμάται ότι "η πίεση του μοχλού παράγει φαγητό". Αλλά το "η πίεση του μοχλού παράγει φαγητό" είναι η περιγραφή των συναρτήσεων που είναι αδιαχώριστες από το σύστημά μας. Δεν έχουμε κανένα λόγο να υποθέσουμε ότι ο αρουραίος σχηματίζει και καταχωρεί αυτή την περιγραφή. Οι συναρτήσεις αλλάζουν τον αρουραίο, ο οποίος κατόπιν ζει σαν ένας αλλαγμένος αρουραίος. Ως μέλη ενός ομιλούντος είδους μπορούμε να περιγράψουμε τις συναρτήσεις ενίσχυσης και συχνά το κάνουμε επειδή οι περιγραφές έχουν μεγάλη πρακτική χρησιμότητα (για παράδειγμα, μπορούμε να τις απομνημονεύουμε και να τις ξαναλέμε όποτε το απαιτούν οι περιστάσεις) αλλά δεν υπάρχει καμία εσωτερική λειτουργία ή άλλη ένδειξη ότι περιγράφουμε λεκτικά κάθε συνάρτηση που επηρεάζει τη συμπεριφορά μας, ενώ υπάρχουν πολλές ενδείξεις για το αντίθετο.

Κάποιες από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μεταγενέστερες εκδηλώσεις συμπεριφοράς υποδηλώνουν καταχώρηση. Η ανάκληση είναι προφανώς μία απ' αυτές. Η επαναφορά στη μνήμη (recollect) υποδηλώνει τη συγκέντρωση του καταχωρημένου υλικού. Κάτω από την επίδραση της πληροφορικής οι γνωσιακοί ψυχολόγοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο ανάκτηση (retrieve) -που στην κυριολεξία σημαίνει "ανεύρεση" (από το Γαλλικό trouver=βρίσκω), πιθανότατα κατόπιν αναζήτησης. Η ετυμολογία του θυμάμαι (remember), όμως, δεν υπαινίσσεται καμία καταχώρηση. Από το Λατινικό memor σημαίνει "να έχει κανείς το νου του πάλι", δηλαδή συνήθως να κάνει πάλι αυτό που έκανε και την προηγούμενη φορά. Το να θυμόμαστε πώς κάτι φαίνεται σημαίνει το να κάνουμε αυτό που κάναμε όταν το είδαμε. Δεν χρειαζόμασταν κανένα αντίγραφο τότε, δεν χρειαζόμαστε και τώρα. Αναγνωρίζουμε τα πράγματα με την έννοια ότι τα "ξαναγνωρίζουμε" ανταποκρινόμενοι σ' αυτά όπως είχαμε κάνει και στο παρελθόν. Ως πράγμα, η μνήμη πρέπει να αποθηκεύεται, αλλά ως πράξη η "απομνημόνευση" σημαίνει απλά να κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε για να εξασφαλίσουμε ότι θα μπορούμε να συμπεριφερθούμε ξανά όπως συμπεριφερόμαστε και τώρα.

ΒΟΥΛΗΣΗ

Πολλοί γνωσιακοί όροι περιγράφουν σωματικές καταστάσεις που προκύπτουν όταν μια ισχυρή συμπεριφορά δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω της απουσίας μιας απαραίτητης προϋπόθεσης. Η πηγή της γενικής λέξης για αυτού του είδους τις καταστάσεις είναι προφανής: όταν κάτι βρίσκεται σε έλλειψη (when something is wanting) λέμε ότι το θέλουμε. Με γλωσσολογικούς όρους "θέλω κάτι" σημαίνει "υποφέρω από την έλλειψη αυτού του πράγματος". Το υποφέρω αρχικά σήμαινε "υφίσταμαι", αλλά τώρα σημαίνει ότι "βρίσκομαι σε σωματικό πόνο" και η ισχυρή επιθυμία μπορεί πράγματι να είναι οδυνηρή. Μπορούμε μόνο να ξεφύγουμε απ' αυτόν κάνοντας οτιδήποτε προσφέρει μια ενίσχυση προς αυτό που μας λείπει και το θέλουμε.

Ένα σχεδόν συνώνυμο της επιθυμίας είναι η ανάγκη. Κι αυτή, επίσης, αρχικά συνδεόταν πολύ στενά με τον πόνο. Το να έχει κανείς ανάγκη σήμαινε να είναι δέσμιος ή να βρίσκεται υπό το καθεστώς εξαναγκασμού. (Οι λέξεις τείνουν να χρησιμοποιούνται όταν οι συνθήκες που περιγράφουν γίνονται προφανείς). Συχνά λέμε ότι υπάρχει μια αισθητή ανάγκη. Συχνά διακρίνουμε την ανάγκη από την επιθυμία βάσει της αμεσότητας των συνεπειών. Επομένως, θέλουμε κάτι να φάμε, αλλά χρειαζόμαστε ένα ταξί για να κάνουμε κάτι που αργότερα θα έχει συνέπειες.

Η ευχή και η ελπίδα είναι επίσης καταστάσεις στις οποίες είμαστε ανίκανοι να κάνουμε κάτι που έχουμε ισχυρή τάση να κάνουμε. Η χτυπημένη μπάλα του γκολφ κυλάει πάνω στο γρασίδι, αλλά μπορούμε μόνο να ευχόμαστε ή να θέλουμε να πέσει στην τρύπα. (Η ευχή βρίσκεται κοντά στη βούληση. Το αγγλοσαξονικό willan σήμαινε εύχομαι και το would στο "Would that it were so", δηλαδή μακάρι!, δεν είναι τόσο κοντά στο αόριστο του will.)

Όταν δεν έχουμε κάτι που χρειαζόμαστε τώρα, λέμε ότι μας λείπει (miss). Όταν θέλουμε κάτι για καιρό, λέμε ότι το λαχταράμε (long). Λαχταράμε να δούμε κάποιον που αγαπάμε και απουσιάζει για καιρό.

Όταν οι παρελθούσες συνέπειες έχουνε προκαλέσει αποστροφή δεν τις ελπίζουμε, δεν τις θέλουμε και δεν τις λαχταράμε. Απεναντίας, στεναχωριόμαστε και αγχωνόμαστε μη μας ξανασυμβούν. Στεναχωριέμαι (Worry) αρχικά σήμαινε ασφυκτιώ, όπως ο σκύλος προκαλεί ασφυξία στο κουνέλι που έπιασε (a dog worries the rat it has caught) και το αγχώνομαι (anxious) προέρχεται από μια άλλη λέξη για το πνιγμό (στα ελληνικά, πιάνομαι στην αγχόνη, θηλιά). Δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα για πράματα που έχουν ήδη συμβεί, παρότι μας επηρεάζουν ακόμη. Λέμε ότι λυπόμαστε (sorry) για το λάθος που έχουμε κάνει. Το sorry είναι η αδύνατη μορφή του sore (πικραίνομαι). Όπως λέγεται στην καθομιλουμένη, μπορεί να είμαστε "πικραμένοι για κάτι". Αγανακτούμε (resent) με την κακομεταχείριση, σχεδόν κατά κυριολεξία την φέρουμε βαρέως (στα αγγλικά χρησιμοποιούνται οι λέξεις resent και sentiment).

Πολλές φορές δεν μπορούμε να αντιδράσουμε κατάλληλα γιατί δεν έχουμε την κατάλληλη συμπεριφορά. Όταν έχουμε χάσει το δρόμο μας, για παράδειγμα, λέμε ότι νιώθουμε χαμένοι. Το να είναι κανείς σαστισμένος (bewildered) είναι σαν να βρίσκεται στην ερημιά. Σε μια τέτοια περίπτωση περιπλανιέται (wander, "περιφέρεται χωρίς σκοπό") κι αναρωτιέται ή θαυμάζει (wonder) τι να κάνει. Τα θαύματα του κόσμου ήταν τόσο ασυνήθιστα που κανείς δεν ανταποκρινόταν σ' αυτά μ' ένα φυσιολογικό τρόπο. Στεκόμαστε με δέος (awe), που προέρχεται από την ελληνική λέξη αγωνία και τρόμο. Αγωνία, όπως άγχος, που κάποτε σήμαινε την "ασφυξία", και τρόμο σαν ένα άγριο τρεμούλιασμα. Θαύμα (miracle) από το λατινικό admirare, που σημαίνει θαυμάζω και λέγεται για "κάτι αξιοθαύμαστο".

Μερικές φορές δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε γιατί έχουμε άγνοια, εκπλησσόμαστε ή πιανόμαστε απροετοίμαστοι (surprised, η δεύτερη συλλαβή από το λατινικό prehendere, "αδράχνω ή αρπάζω"). Η ιστορία της γυναίκας του Δρ. Τζόνσον είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα. Πιάνοντας το γιατρό να φιλιέται με την υπηρέτρια αναφώνησε: "Εκπλήσσομαι!". "Όχι", είπε ο γιατρός, "εγώ εκπλήσσομαι, εσύ μένεις κατάπληκτη". Το κατάπληκτη, όπως και το εμβρόντητη σήμαινε αρχικά χτυπημένη από κεραυνό. Στα αγγλικά astonished/astounded, στα γαλλικά etonner/tonnere.

Δεν μπορούμε εύκολα να κάνουμε κάτι γιατί η συμπεριφορά μας έχει ελαφρά τιμωρηθεί, νιώθουμε άβολα (embarrassed) ή στενάχωρα (barred). Οι αντικρουόμενες ανταποκρίσεις μας μπερδεύουν. "Συνυφαίνονται" ή "διαπλέκονται" μεταξύ τους. Όταν η ανταπόκριση ενισχύεται με αντιφατικό τρόπο γινόμαστε διστακτικοί, με την έννοια ότι δε νιώθουμε σιγουριά. Η σιγουριά προέρχεται από μία Τευτονική ρίζα που υποδηλώνει παρηγοριά, που με τη σειρά της έχει μια μακρινή νοηματική συγγένεια με την ελληνική λέξη "όλον". Η σιγουριά απορρέει από τη συνοχή.


ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Η βούληση, η ευχή, η ανησυχία, η δυσφορία και τα παρόμοια, συχνά αποκαλούνται "συναισθήματα". Αυτό που αποκαλούμε συνήθως "ψυχική διάθεση" είναι η σωματική κατάσταση που είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων παροδικών διευθετήσεων κινήτρων, ανταποκρίσεων και ενισχύσεων. Οι προσωρινές διευθετήσεις είναι πολύ πιο εύκολο να αναλυθούν απ' ότι οι ψυχικές διαθέσεις των οποίων πιθανολογείται ότι είναι αποτέλεσμα.
Η παρακολούθηση είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αρχικά είχε τη σημασία του "να βρίσκεται κανείς σε εγρήγορση". Ο νυχτοφύλακας ήταν κάποιος που έμενε ξάγρυπνος. Η λέξη συναγερμός (alert) προέρχεται από την ιταλική λέξη για τη "σκοπιά". Παρακολουθούμε τηλεόραση μέχρι να πάρει ο ύπνος.

Αυτοί που είναι ξύπνιοι μπορούν να έχουν συναίσθηση των πράξεων τους. Το να έχεις συναίσθηση (aware) είναι περίπου συνώνυμο του να είσαι προσεκτικός (wary) ή επιφυλακτικός (cautious). Η λέξη cautious προέρχεται από μία λατινική έκφραση που μας είναι οικεία, το caveat emptor, δηλαδή "ο πελάτης να προσέχει"). Η συναίσθηση ανήκει στη σφαίρα του ειδικού ενδιαφέροντος των ψυχολόγων, παρότι γενικά χρησιμοποιούν το συνώνυμο συνείδηση.

Κάποιος που παρακολουθεί μπορεί να περιμένει κάτι να συμβεί, αλλά η προσμονή είναι κάτι παραπάνω από την παρακολούθηση. Είναι κάτι που όλοι κάνουμε, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε ως ψυχική διάθεση. Σκεφτείτε κάποιον που περιμένει το λεωφορείο. Ποτέ κάποια πράξη μας δεν έκανε το λεωφορείο να φτάσει πιο γρήγορα, όμως η άφιξή του έχει ενισχύσει πολλά πράγματα που μπορεί να κάνουμε ενώ περιμένουμε. Για παράδειγμα, στεκόμαστε εκεί που στεκόμαστε συνήθως (στη στάση του λεωφορείου) και κοιτάμε προς τα κείνη την κατεύθυνση απ' όπου πρόκειται να εμφανιστεί το λεωφορείο. Η θέα του ίδιου του λεωφορείου ενισχύεται επίσης, και είναι πιο πιθανό να δούμε κάποιο ενώ περιμένουμε, είτε κρατώντας στο μυαλό "την εικόνα ενός λεωφορείου" είτε μπερδεύοντας ένα φορτηγό που περνάει με το λεωφορείο που περιμένουμε.

Η προσμονή να συμβεί κάτι αποκαλείται επίσης αναμονή, ένας πιο υψηλού κύρους γνωσιακός όρος. Αναμονή σημαίνει και προσδοκία (από το λατινικό expectare). Προσδοκία σημαίνει ότι έχεις "εκ των προτέρων εξασφαλίσει κάποια πράγματα", όπως το να έχει κόψει εισιτήριο. Ένα συνθετικό της λέξης στα λατινικά προέρχεται από το capere, "παίρνω". Και η αναμονή και η προσδοκία είναι μορφές συμπεριφοράς που συμπτωματική έχει ενισχυθεί από την εμφάνιση κάποιου πράγματος. (Μεγάλο κομμάτι αυτού που κάνουμε ενώ περιμένουμε είναι δημόσιο. Οι άλλοι μπορούν να μας δουν να στεκόμαστε στη στάση του λεωφορείου και να κοιτάμε προς την κατεύθυνση απ' όπου έρχονται τα λεωφορεία. Κάποιος παρατηρητής μπορεί να μας δει να κάνουμε ένα βήμα μπρος όταν πλησιάζει ένα φορτηγό ή να ψάχνουμε στην τσέπη μας το κέρμα όταν εμφανίζεται το λεωφορείο. Εμείς οι ίδιοι "βλέπουμε" κάτι παραπάνω, φυσικά. Οι συσχετίσεις προκαλούν ιδιωτικές αλλαγές μέσα μας, σε κάποιες από τις οποίες μόνο εμείς μπορούμε να ανταποκριθούμε.)

ΣΚΕΨΗ

Πιστεύεται πλατιά ότι τους αναλυτές συμπεριφοράς δεν μπορεί να τους αφορά η γνωσιακή διαδικασία που αποκαλούμε σκέψη. Συχνά χρησιμοποιούμε τον όρο σκέψη για να περιγράψουμε μια ασθενή συμπεριφορά. Αν δεν είμαστε αρκετά σίγουροι να πούμε: "Κάνει λάθος", λέμε "Σκέφτομαι μήπως κάνει λάθος". Το σκέφτομαι έχει πιο αδύναμη σημασία από το γνωρίζω. Λέμε: "σκέφτομαι ότι αυτός είναι ο τρόπος για να το κάνουμε" όταν δεν είμαστε αρκετά σίγουροι να πούμε: "Γνωρίζω πως έτσι γίνεται η δουλειά" ή απλά "έτσι θα γίνει". Επίσης λέμε ότι σκεφτόμαστε όταν μια πιο ισχυρή συμπεριφορά δεν είναι εφικτή. Έτσι, σκεφτόμαστε πώς θα μοιάζει κάτι άμα δεν είμαστε εκεί για να το δούμε, κι ότι σκεφτόμαστε να κάνουμε κάτι που δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να το κάνουμε.

Πολλές νοητικές διαδικασίες όμως δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τη διάκριση ανάμεσα σε ισχυρές και ασθενείς συμπεριφορές, ή ανάμεσα σε ιδιωτικές ή δημόσιες, φανερές ή συγκαλυμμένες. Σκέφτομαι σημαίνει ότι κάνω κάτι που κάνει μια άλλη συμπεριφορά πιθανή. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η λύση ενός προβλήματος. Το πρόβλημα είναι μια κατάσταση που δεν μπορεί να πάρει μιαν άμεση απάντηση. Το λύνουμε αλλάζοντας την κατάσταση μέχρι να βρούμε την απάντηση. Το να πάρουμε τηλέφωνο ένα φίλο μας είναι ένα πρόβλημα αν δεν έχουμε το τηλέφωνό του. Και αυτό το πρόβλημα λύνεται αν το ψάξουμε και το βρούμε. Ετυμολογικά το λύνω, επιλύω (solve) σημαίνει "χαλαρώνω, απελευθερώνω", όπως η ζάχαρη διαλύεται στον καφέ. Κατ' αυτή την έννοια η σκέψη είναι υπεύθυνη για την πράξη. "Το πώς σκέφτονται οι άνθρωποι καθορίζει τον τρόπο που πράττουν". Άρα, ηγεμονία του μυαλού. Αλλά πάλι οι όροι που χρησιμοποιούμε ξεκινούν από αναφορές στη συμπεριφορά. Να μερικά παραδείγματα:

1. Όταν δεν υπάρχει ένα διαθέσιμο αποτελεσματικό ερέθισμα, κάποιες φορές εκθέτουμε ένα. Ανακαλύπτουμε πράγματα αποκαλύπτοντάς τα. Η ανίχνευση ενός σήματος δεν σημαίνει ανταπόκριση σε αυτό. Σημαίνει την αφαίρεση αυτού (του σκεπάσματος) που το καλύπτει.

2. Όταν δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε ένα ερέθισμα, κάποιες φόρες κρατάμε ένα προσβάσιμο ερέθισμα σε θέα μέχρι να λάβουμε την ανταπόκριση. Η παρατήρηση και η θεώρηση προέρχονται και οι δύο από λέξεις που σήμαιναν "να κρατάμε και να διατηρούμε σε θέα", η τελευταία από το γαλλικό garder (φυλάω). Η παρατήρηση (consider) κάποτε σήμαινε "να κοιτάει κανείς σταθερά τα αστέρια μέχρι κάτι να βγει απ' αυτά" (το consider και το sidereal=αστρικό βγαίνουν απ' την ίδια ρίζα). Η περιεργασία (contemplate), μια άλλη λέξη για τη σκέψη, κάποτε σήμαινε "να κοιτάς σε μια μήτρα (template) ή ένα πλάνο αστεριών". (Εκείνο το μόνο που μπορούσε να κάνει κανείς με τ' αστέρια ήταν να τα κοιτάει).

3. Δεν κοιτάμε τα πράματα μόνο για να τα δούμε καλύτερα, αλλά και για να τα γυρέψουμε. Να τα ψάξουμε ή να τα ερευνήσουμε. Να ψάχνουμε ένα στυλό σημαίνει να κάνουμε αυτό που έκανε κανείς στο παρελθόν όταν έβρισκε ένα στυλό. (Το περιστέρι που ραμφίζει ένα σημείο γιατί αυτή η πράξη έχει στο παρελθόν περιστασιακά ενισχυθεί "θα ψάξει το σημείο" ακόμα και αφού αφαιρεθεί κάνοντας ακριβώς το ίδιο πράγμα που έκαμνε όταν το σημείο ήταν εκεί -κουνώντας το κεφάλι του με τρόπους σαν αυτούς που το έφερναν σε οπτική επαφή με το σημείο). Ψάχνουμε για να βρούμε, και δεν αποφεύγουμε την αναζήτηση ανακαλύπτοντας κάτι που δεν φαίνεται, γιατί το ανακαλύπτω (contrive), όπως το ανακτώ (retrieve), προέρχεται από το γαλλικό trouver, "βρίσκω".

4. Φέρνουμε διαφορετικά πράγματα μαζί για να κάνουμε μια μοναδική ανταπόκριση όταν συγκεντρωνόμαστε, απ' την παλιότερη λέξη συγκέντρωση που σημαίνει "να βρίσκεσαι στο κέντρο".

5. Κάνουμε το αντίθετο όταν χωρίζουμε πράγματα έτσι ώστε να ασχοληθούμε μαζί τους με διαφορετικούς τρόπους. Τα κοσκινίζουμε, γιατί είναι σαν να τα περνάμε από κόσκινο. Το κρίνω στο διακρίνω (από το λατινικό cernere) σημαίνει "ξεχωρίζω ή διαχωρίζω".

6. Σημαδεύουμε τα πράγματα έτσι ώστε να μπορούμε πιο εύκολα να τα προσέξουμε ξανά. Ο χαρακτηρισμός, ένας καλός γνωσιακός όρος, κάποτε σήμαινε "να σημαδεύει κανείς μ' ένα τρύπημα". Το σημάδεμα συνδέεται στενά με τους περιορισμούς: τα ζώα σημαδεύουν τα όρια των περιοχών τους.

7. Ορίζω σημαίνει κατά κυριολεξία "σημαδεύω τα όρια ή το τέλος (finis) κάποιου πράγματος. Ορίζουμε επίσης τη σημασία μιας λέξης, υποδεικνύοντας σε πιο σημείο το αναφερόμενο παύει.

8. Συγκρίνουμε πράγματα, κυριολεκτικά, "βάζοντας το ένα δίπλα στο άλλο" έτσι ώστε να μπορούμε πιο εύκολα να δούμε σε ποια σημεία ταιριάζουν. Το par στο compare σημαίνει "ίσο". Par value είναι η ίση αξία. Στο γκολφ, par είναι η ισοπαλία.

9. Εικάζουμε (speculate) σχετικά με κάτι σημαίνει κατά μια έννοια ότι το κοιτάμε από πολλές οπτικές γωνίες, όπως σε έναν καθρέφτη (specula).

10. Το συλλογίζομαι (cogitate), μια παλιά λέξη για τη σκέψη, σήμαινε αρχικά "ανακατεύομαι". Η εικοτολογία είναι κάτι που "εκβάλλεται" προς εξέταση. Αποδεχόμαστε ή απορρίπτουμε πράγματα που μας συμβαίνουν, με την έννοια ότι τα κρατάμε ή τα ξαναπετάμε, όπως στο ψάρεμα.

11. Μερικές φορές βοηθάει να συναλλάζουμε τις μεθόδους διέγερσης. Το κάνουμε αυτό όταν μετατρέπουμε το "ζύγιασμα" ενός πράγματος στο βάρος του, αυτό που διαβάζουμε στη ζυγαριά. Ζυγίζοντας τα πράγματα πετυχαίνουμε μεγαλύτερη ακρίβεια στον προσδιορισμό του βάρους τους. Η επεξεργασία (ponder), η μελέτη (deliberate) και η εξέταση (examine), καλές γνωσιακές διαδικασίες, κάποτε όλες σήμαιναν "ζυγίζω". Το ponder είναι μέρος του ponderous, που σημαίνει βαρύ, δυσκίνητο. Το liber από το deliberate, προέρχεται από το λατινικό libra, "ζυγαριά", και το examine σήμαινε τη "γλώσσα της ισορροπίας".

12. Βρίσκουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τον αριθμό των πραγμάτων σε μία ομάδα μετρώντας. Ένα τρόπος μέτρησης είναι η απαρίθμηση, ένα, δύο, τρία, βγάζοντας ένα-ένα τα πράγματα, ακουμπώντας τα. Πριν μάθουν να μετράνε οι άνθρωποι, κατέγραφαν τον αριθμό των πραγμάτων σε μία ομάδα ρίχνοντας ένα βότσαλο για το καθένα. Τα βότσαλα ονομάζονταν calculii (λίθοι) και η χρήση τους calculation.

13. Αφού έχουμε σκεφτεί για κάποια ώρα, φτάνουμε σε μία απόφαση. Αποφασίζω κάποτε σήμαινε απλά ανακόπτω ή φέρνω εις πέρας.

14. Μια καλύτερη λέξη για το αποφασίζω είναι το συμπεραίνω, "κλείνω μια συζήτηση". Το συμπέρασμά μας είναι η τελευταία μας λέξη για κάτι.

Δεν είναι σίγουρα καθόλου τυχαίο ότι τόσοι πολλοί όροι απ' αυτούς που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε γνωσιακές διαδικασίες κάποτε αναφέρονταν είτε σε συμπεριφορές είτε σε περιστάσεις στις οποίες αυτές οι συμπεριφορές εκδηλώνονταν. Θα πρέπει να απορριφθεί, φυσικά, ότι αυτό που σήμαινε κάτι κάποτε δεν σημαίνει το ίδιο τώρα. Σίγουρα υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του να ζυγίζεις ένα σακί πατάτες και στο να σταθμίζεις τις ενδείξεις σε μια δίκη. Όταν μιλάμε για στάθμιση των ενδείξεων κάνουμε μια μεταφορά. Αλλά μεταφορά είναι όταν μια λέξη "μεταφέρεται" από το ένα αναφερόμενο στο άλλο στη βάση κάποιων κοινών ιδιοτήτων. Η κοινή ιδιότητα στο ζύγισμα είναι η μετατροπή ενός είδους πραγμάτων (πατάτες ή ενδείξεις) σε ένα άλλο (στο αριθμό που δείχνει η ζυγαριά ή στην ετυμηγορία). Από τη στιγμή που είδαμε αυτό το βάρος να αντιστοιχεί στις πατάτες είναι τώρα ευκολότερο να το δούμε να αντιστοιχεί και στις ενδείξεις. Ανά τους αιώνες η ανθρώπινη συμπεριφορά ανέπτυξε σταθερά την πολυπλοκότητά της καθώς έθετε κάτω από τον έλεγχό της όλο και πιο πολύπλοκα περιβάλλοντα. Ο αριθμός και η πολυπλοκότητα των σωματικών καταστάσεων που βιώθηκαν ή παρατηρήθηκαν σε δεύτερο χρόνο αναπτύχθηκαν αντίστοιχα, και μαζί μ' αυτές αναπτύχθηκε και το λεξιλόγιο της γνωσιακής σκέψης.

Μπορούμε ακόμα να πούμε ότι το βάρος γίνεται αφηρημένο όταν μεταφερόμαστε από τις πατάτες στις ενδείξεις. Η λέξη έχει υποστεί πράγματι αφαίρεση με την έννοια ότι αποτραβιέται από το αρχικό της αναφερόμενο, αλλά εξακολουθεί να αναφέρεται σε μια κοινή ιδιότητα και, όπως στην περίπτωση της μεταφοράς, μ' έναν πιθανά πιο αποφασιστικό τρόπο. Οι καταθέσεις σε μια δίκη είναι μια πολύ πιο πολύπλοκη διαδικασία από ένα σακί πατάτες, και η "ενοχή" πιθανό να υπαινίσσεται κάτι πολύ περισσότερο απ' ότι οι "δέκα λίβρες". Αλλά η αφαίρεση δεν είναι ζήτημα πολυπλοκότητας. Μάλλον το αντίθετο. Το βάρος είναι μόνο μία ιδιότητα της πατάτας, και η ενοχή μόνο μία ιδιότητα του ατόμου. Το βάρος είναι τόσο αφηρημένο όσο και η ενοχή. Και μόνο κάτω από λεκτικές συσχετίσεις της ενίσχυσης ανταποκρινόμαστε για να απομονώσουμε τις ιδιότητες των πραγμάτων και των ατόμων. Και κάνοντας έτσι, αφαιρούμε την ιδιότητα από το πράγμα ή το άτομο.

Μπορεί κανείς ακόμα να ισχυριστεί ότι ως ένα βαθμό ότι ο όρος αφαιρείται και μεταφέρεται, όχι σε μία λίγο πιο πολύπλοκη περίπτωση, αλλά σε κάτι πολύ διαφορετικό. Οι πατάτες ζυγίζονται στο φυσικό κόσμο. Οι ενδείξεις ζυγίζονται νοητά, ή με τη βοήθεια της νόησης, ή μέσω της νόησης. Κι αυτό μάς φέρνει στην καρδιά του ζητήματος.


ΝΟΗΣΗ

Η πολεμική κραυγή της γνωσιακής επανάστασης είναι "Η Νόηση επιστρέφει!". Μια "μεγάλη νέα επιστήμη της νόησης γεννιέται. Ο συμπεριφορισμός έχει σχεδόν καταστρέψει την ενασχόλησή μας μ' αυτή, αλλά ο συμπεριφορισμός έχει ανατραπεί, και μπορούμε να την ξαναπιάσουμε από κει που οι φιλόσοφοι και οι πρώιμοι ψυχολόγοι την έχουν αφήσει.
Εξαιρετικά πράγματα έχουν σίγουρα ειπωθεί για τη νόηση. Τα τελειότερα επιτεύγματα του είδους έχουν αποδοθεί σ' αυτήν. Λέγεται ότι λειτουργεί σε αξιοθαύμαστες ταχύτητες και με αξιοθαύμαστους τρόπους. Αλλά το τι είναι και το τι κάνει είναι ακόμα κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα. Όλοι μιλάμε για τη νόηση χωρίς ή με ελάχιστο δισταγμό, αλλά κομπιάζουμε όταν μάς ζητάται να δώσουμε έναν ορισμό. Τα λεξικά δεν μας βοηθάνε. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει νόηση πρέπει πρώτα να δούμε τι είναι η αντίληψη, η ιδέα, το αίσθημα, η πρόθεση, και πολλές άλλες λέξεις που μόλις εξετάσαμε και θα βρούμε ότι η κάθε μια απ' αυτές ορίζεται με τη βοήθεια των άλλων. Ίσως από ανθρώπους που δεν ήξεραν ακριβώς για ποιο πράγμα μιλούσαμε, και δεν έχουμε τα αισθητήρια νεύρα που να πηγαίνουν στα σημεία του εγκεφάλου στα οποία υποθέτουμε ότι συμβαίνουν τα πιο σημαντικά γεγονότα. Πολλοί γνωσιακοί ψυχολόγοι αναγνωρίζουν αυτούς τους περιορισμούς και αγνοούν τις λέξεις που εξετάσαμε ως γλώσσα της "ψυχολογίας της κοινής λογικής". Άρα η νόηση που έκανε την επανάκαμψή της δεν είναι η νόηση του Λοκ ή του Μπέρκλεϊ ή του Βουντ ή του Γουίλιαμ Τζέιμς. Δεν την παρατηρούμε, τη συνάγουμε. Δεν βλέπουμε τον εαυτό μας να επεξεργάζεται πληροφορίες, για παράδειγμα. Βλέπουμε τα υλικά που επεξεργαζόμαστε και το προϊόν, αλλά όχι την παραγωγή. Αντιμετωπίζουμε τώρα τις νοητικές διαδικασίες όπως η νοημοσύνη, η προσωπικότητα ή τα στοιχεία του χαρακτήρα σαν πράγματα που κανείς δεν ισχυρίζεται ότι βλέπει μέσω της ενδοσκόπησης. Είτε η γνωσιακή επανάσταση έχει αποκαταστήσει τη νόηση ως το αρμόζον αντικείμενο της ψυχολογίας είτε όχι, σίγουρα δεν έχει αποκαταστήσει την ενδοσκόπηση ως τον κατάλληλο τρόπο εξέτασης. Η επίθεση των συμπεριφοριστών στην ενδοσκόπηση ήταν ολέθρια.

Οι γνωσιακοί ψυχολόγοι έχουν ως εκ τούτου στραφεί στραφεί στην επιστήμη του εγκεφάλου και στην πληροφορική για την επιβεβαίωση των θεωριών τους. Η επιστήμη του εγκεφάλου, λένε, θα μας πει τελικά τι πραγματικά είναι οι γνωσιακές διαδικασίες. Θα απαντηθούν έτσι μια για πάντα τα παλιά ερωτήματα του μονισμού, του δυϊσμού και της διαδραστικής. Φτιάχνοντας μηχανές που να κάνουν ό,τι κάνουν οι άνθρωποι, η πληροφορική θα μας δείξει το πώς λειτουργεί η νόηση.

Εδώ το λάθος δεν είναι στο έχουν ήδη βρει ή θα βρουν οι φιλόσοφοι, οι ψυχολόγοι, οι επιστήμονες του εγκεφάλου και οι επιστήμονες υπολογιστών. Το σφάλμα είναι η κατεύθυνση προς την οποία εστιάζουν. Καμιά καταγραφή του τι συμβαίνει μέσα στο ανθρώπινο σώμα, όσο πλήρης κι αν είναι, δεν μπορεί να εξηγήσει την προέλευση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτό που συμβαίνει μέσα στο σώμα δεν είναι μια αφετηρία. Αν δούμε το πώς φτιάχνεται ένα ρολόι, μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί δείχνει καλά την ώρα, αλλά όχι το γιατί είναι σημαντικό να δείχνει καλά την ώρα, ή μέσα από ποια διαδικασία φτιάχτηκε ένα τέτοιο ρολόι. Πρέπει να θέσουμε τα ίδια ερωτήματα και για το άτομο. Γιατί οι άνθρωποι κάνουν αυτά που κάνουν, και γιατί έχουν τα σώματα που τα κάνουν αυτά τη δομή που έχουν; Μπορούμε να εντοπίσουμε τα ίχνη ενός μικρού μέρους της ανθρώπινης συμπεριφοράς, κι ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς άλλων ειδών, στη φυσική επιλογή και την εξέλιξη των ειδών, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης συμπεριφοράς πρέπει να εντοπιστεί στις συσχετίσεις της ενίσχυσης, και ιδιαίτερα στις πολύ περίπλοκες συσχετίσεις αυτού που αποκαλούμε πολιτισμικό. Μόνο όταν πάρουμε αυτές τις ιστορίες υπόψη μας μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται.

Αυτή η θέση μερικές φορές χαρακτηρίζεται σαν να αντιμετωπίζει το άτομο όπως ένα μαύρο κουτί που αγνοεί το περιεχόμενό του. Η συμπεριφορική ανάλυση θα μελετούσε την εφεύρεση και τις χρήσεις των ρολογιών χωρίς να ρωτάει πώς φτιάχτηκαν τα ρολόγια. Αλλά τίποτα δεν αγνοείται. Οι αναλυτές συμπεριφοράς αφήνουν αυτό που υπάρχει μέσα στο μαύρο κουτί σ' αυτούς που έχουν τα όργανα και τις μεθόδους που χρειάζονται για να μελετηθεί κατάλληλα. Υπάρχουν δύο αναπόφευκτα κενά σε κάθε συμπεριφορική καταγραφή: ένα ανάμεσα στη διέγερση του περιβάλλοντος και την ανταπόκριση του οργανισμού και ένα ανάμεσα στις συνέπειες και τη συνεπαγόμενη αλλαγή στη συμπεριφορά. Μόνο η επιστήμη του εγκεφάλου μπορεί να καλύψει αυτά τα κενά. Κάνοντάς το συμπληρώνει την καταγραφή, δεν δίνει μια διαφορετική καταγραφή του ίδιου πράγματος. Η ανθρώπινη συμπεριφορά θα εξηγηθεί τελικά, γιατί μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τη συνεργασία της ηθολογίας, της επιστήμης του εγκεφάλου και της συμπεριφορικής ανάλυσης.

Η ανάλυση της συμπεριφοράς δεν χρειάζεται να περιμένει μέχρι η επιστήμη του εγκεφάλου να κάνει αυτό που της αναλογεί. Τα συμπεριφορικά γεγονότα δεν πρόκειται να αλλάξουν και είναι ήδη αρκετά και για την επιστήμη και για την τεχνολογία. Η επιστήμη του εγκεφάλου μπορεί να ανακαλύψει άλλα είδη μεταβλητών που επηρεάζουν τη συμπεριφορά, αλλά θα στραφεί στη συμπεριφορική ανάλυση για να περιγράψει καλύτερα αυτές τις επιδράσεις.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι λεκτικές συσχετίσεις της ενίσχυσης εξηγούν γιατί περιγράφουμε αυτό που αισθανόμαστε και σε δεύτερο χρόνο παρατηρούμε. Ο λεκτικός πολιτισμός που ταξινομεί τέτοιες συσχετίσεις δεν θα είχε εξελιχθεί αν δεν ήταν χρήσιμος. Οι σωματικές καταστάσεις δεν είναι οι αιτίες της συμπεριφοράς, αλλά οι παράπλευρες συνέπειες των αιτιών, και οι απαντήσεις των ανθρώπων σε ερωτήσεις όπως για το πώς αισθάνονται ή για το τι σκέφτονται συχνά μάς λένε κάτι για το τι συνέβη μ' αυτούς ή το τι έχουνε κάνει. Μπορούμε να τους καταλάβουμε καλύτερα και να είναι πιο πιθανό να προβλέψουμε το τι θα κάνουν. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν είναι κομμάτι της ζωντανής γλώσσας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς πρόβλημα από τους γνωσιακούς ψυχολόγους και τους αναλυτές συμπεριφοράς όπως στην καθημερινή τους ζωή.

Αλλά όχι στην επιστήμη τους! Λίγοι παραδοσιακοί όροι καταφέρνουν να επιβιώσουν στην τεχνική γλώσσα μιας επιστήμης, αλλά ορίζονται προσεκτικά και αφού απεκδυθούν της χρήσης των παλιών τους συνυποδηλώσεων. Η επιστήμη χρειάζεται τη δική της γλώσσα. Φαίνεται να παραιτούμαστε από την προσπάθεια να εξηγήσουμε τη συμπεριφορά μας αναφερόμενοι στο πώς αισθανόμαστε ή στο πώς στη συνέχεια παρατηρούμε τα σώματά μας, αλλά έχουμε μόλις αρχίσει να κατασκευάζουμε την επιστήμη που χρειάζεται για την ανάλυση των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο περιβάλλον και το σώμα και τη συμπεριφορά που αυτές προκαλούν.


Σχόλια