Οι Μειονότητες στην Ελλάδα



Ένα έθνος που καταπιέζει ένα άλλο δεν μπορεί το ίδιο να είναι ελεύθερο.
Καρλ Μαρξ

Το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, η συμφωνία του Νεϊγύ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, διαμόρφωσαν την Ελλάδα σε ένα πολυεθνικό κράτος. Όχι μόνο μέσα από την προσάρτηση εδαφών αλλά και εθνοτήτων που μέχρι τότε ανήκαν στο τμήμα της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Αυτή είναι η αρχή του πώς στην Ελλάδα υπάρχουν διάφορες καταπιεσμένες εθνικές μειονότητες, οι Τούρκοι και οι Πομάκοι της Θράκης, οι Μακεδόνες, κ.ά.

Η πιο τρανή επιβεβαίωση ότι στην Ελλάδα υπήρχε από παλιά καταπίεση των μειονοτήτων, είναι οι ίδιες οι θέσεις του ΚΚΕ μέχρι το 1925 -τότε που ακόμα ήταν επαναστατικό- που όχι μόνο αναγνώριζε ότι υπήρχε τέτοιο ζήτημα, αλλά προχωρούσε μέχρι να αναγνωρίσει και το δικαίωμα στην απόσχιση, σε περίπτωση που το ζητήσουν οι ίδιες.

Ο Φλωράκης σήμερα μπορεί με μια απλή δήλωση περί "ανυπαρξίας μακεδονικού ζητήματος" να θέλει να σβήσει όλες αυτές τις σελίδες του εργατικού κινήματος, όμως δεν μπορεί να διαγράψει ούτε τους αγώνες της δεκαετίας του '20, το στρατοδικείο που πέρασε ο Πουλιόπουλος για το μακεδονικό, ούτε τη συμμετοχή των μειονοτήτων στην Αντίσταση και στον εμφύλιο, τις μάχες στα πομακοχώρια και τον ηρωισμό των μακεδόνων ανταρτών.

Η επαναστατική παράδοση στο μειονοτικό ζήτημα είναι ξεκάθαρα διατυπωμένη από τον ίδιο τον Παντελή Πουλιόπουλο:

«Ορθά το Έκτακτο Συνέδριο του Νοέμβρη του 1924 διακήρυξε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τη βασική αρχή του κομμουνισμού στο εθνικό ζήτημα, που ενσαρκώνεται στην υπεράσπιση του δικαιώματος των εθνοτήτων να αυτοδιατεθούν μέχρι και του αποχωρισμού και στο συνδυασμό της πάλης για το δικαίωμα αυτό με τον αγώνα για την προλεταριακή επανάσταση, που είναι ο μοναδικός δρόμος για τη λύση του εθνικού ζητήματος. Το Συνέδριο, ορθά επίσης, υπέδειξε την ανάγκη και το ΚΚ της Ελλάδας να εφαρμόσει τις αρχές αυτές και να υπερασπίσει το δικαίωμα αυτό σχετικά με τη μακεδονική μειονότητα. Από την άποψη αυτή η απόφαση του Συνεδρίου διατηρεί όλο της το κύρος για κάθε Έλληνα κομμουνιστή.

Τα συνθήματα του 1924 "Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία", "Ενιαία και Ανεξάρτητη Θράκη" είναι συνθήματα τακτικής. Βασισμένα στην προαναφερόμενη διεθνιστική αρχή του κομμουνισμού, τα δύο αυτά συνθήματα ποτέ δεν είχαν, ούτε μπορούσαν να έχουν, έννοια χωριστική (σεπαρατιστική), δηλαδή την έννοια ότι το ΚΚΕ αποφάσισε να οργανώσει στις περιφέρειες εκείνες συνωμοσία και εξέγερση για να τις "αποσπάσει εκ της ελληνικής επικρατείας"! Τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε όλες τις χώρες του κόσμου, σαν προλεταριακά κόμματα, δεν ενδιαφέρονται για την οργάνωση τέτοιων συνωμοσιών, παρά προετοιμάζουνε συστηματικά την κοινωνική επανάσταση για την ανατροπή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και για την εγκαθίδρυση του Σοσιαλισμού.

Προς το σκοπό αυτής της μεταβολής συντείνει και η πολιτική των κομμουνιστών στο εθνικό ζήτημα. Στρέφει την αγανάκτηση των εθνικώς καταπιεζόμενων από τον εθνικιστικό στον αντικαπιταλιστικό δρόμο -που είναι ο μοναδικός για την αποτίναξη κάθε ζυγού, εθνικού, κοινωνικού, πνευματικού- διαπαιδαγωγεί έμπρακτα τις εργαζόμενες μάζες με διεθνιστικό πνεύμα κι έτσι αποδεικνύεται ο μόνος συνεπής υποστηριχτής του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης, το οποίο στα χείλη της αστικής διπλωματίας είναι ένα αισχρό ψέμα».

Μεταπολεμικά, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, οι πιέσεις της αγοράς και οι ανάγκες των ανταγωνισμών, σήμαναν για τον ελληνικό καπιταλισμό ότι τα ζητήματα των μειονοτήτων έπρεπε να υποταχθούν σ' αυτές τις ανάγκες. Δηλαδή όχι μόνο σταμάτησε η οποιαδήποτε αναγνώριση δικαιωμάτων σ' αυτές, αλλά τουναντίον προχώρησαν και στο βίαιο εξελληνισμό τους. Έτσι η μειονότητα στη Θράκη από Τούρκοι έγιναν "μουσουλμάνοι", ενώ ταυτόχρονα εντάθηκαν οι πιέσεις για ξερίζωμά τους (απαλλοτριώσεις χωραφιών, παρεμπόδιση επισκευής και οικοδόμησης κατοικιών, κλπ).

Για τη μακεδονική μειονότητα η καταπίεση ήταν πολύ πιο σκληρή από την αρχή, έστω κι αν τα τελευταία χρόνια έχει περισσότερο χειροτερέψει. Η πιο καλή μαρτυρία για την καταπίεση της Μακεδονικής μειονότητας είναι ένα βιβλίο-ντοκουμέντο που έχουν εκδώσει οι ίδιοι και στο οποίο θυμίζουν ότι το ελληνικό κράτος (που σήμερα αρνείται την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας) είχε εκδώσει στη δεκαετία του 1920 ειδικό αλφαβητάρι της μακεδονικής γλώσσας για τα παιδιά της μειονότητας.

Η πιο πρόσφατη ρατσιστική ενέργεια σε βάρος των Μακεδόνων (που δείχνει ότι το ΠΑΣΟΚ συνέχισε τις υποκρισίες της δεξιάς) είναι η απαγόρευση του επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων μακεδονικής καταγωγής. Η κρίση στα Βαλκάνια, οι διαλυτικές διαστάσεις της κρίσης των χωρών του κρατικού καπιταλισμού στην περιοχή και η αναδιάρθρωση των σταλινικών καθεστώτων -και μέσα από την αναβίωση των εθνικών κινημάτων (Τρανσυλβανία και Τσαουσέσκου, Τούρκοι της Βουλγαρίας και Ζίφκωφ, Κόσοβο και Σλοβενία στη Γιουγκοσλαβία)- έχει ανοίξει τις ορέξεις του ελληνικού καπιταλισμού να επέμβει στην περιοχή. Γι' αυτό άλλωστε, όχι μόνο έχει σκληρύνει την καταπίεσή του απέναντι στις μειονότητες στην Ελλάδα, αλλά θέλει να εμφανίζεται και σαν "απελευθερωτής" στη γύρω περιοχή.

Η αναβίωση του "Βορειοηπειρωτικού" που είχε θαφτεί μαζί με τον ψυχρό πόλεμο, είναι ένα ακόμα δείγμα της σημασίας που έχει το μειονοτικό για τον ελληνικό καπιταλισμό. Ταυτόχρονα, όμως, είναι η αποκορύφωση της σοβινιστικής υποκρισίας των αστών που διεκδικούν το ρόλο του προστάτη των "ελλήνων αδελφών μας" στην Αλβανία (και τον Πόντο), αλλά αγανακτούν και καταγγέλλουν τα Σκόπια και την Άγκυρα κάθε φορά που "αναμιγνύονται στα εσωτερικά μας". Οι προσπάθειες για ανάδειξη του κάθε κράτους της περιοχής σαν προστάτη των μειονοτήτων που βρίσκονται έξω από τα σύνορά του (και αντίστοιχα σε εξολοθρευτή αυτών που βρίσκονται μέσα σ' αυτά) αποτελούν μια γραμμή ανοιχτής πολεμοκαπηλίας. Διαφοροποιημένη απ' αυτό τον ακραίο σωβινισμό είναι η στάση των "φωτισμένων" αστών και της ρεφορμιστικής αριστεράς που οραματίζεται τη σταδιακή αφομοίωση-ενσωμάτωση των μειονοτήτων.

Οχυρωμένη πίσω από την τυπική διακήρυξη ότι "όλοι οι έλληνες πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο ανεξάρτητα από θρησκεία ή καταγωγή", η άποψη αυτή καλεί τις μειονότητες να πάψουν να αντιστέκονται στην καταπίεσή τους στο όνομα μιας μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης που θα φέρει ευημερία και ειρηνική συνύπαρξη για όλους. Πρόκειται για υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα, για ρεφορμιστικές αυταπάτες ότι όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με ταξική συνεργασία.

Παράδειγμα: η ψευδαίσθηση ότι η παραχώρηση κινήτρων στους βιομήχανους της Θράκης μπορεί να βελτιώσει το βιωτικό επίπεδο όλων των κατοίκων εκτονώνοντας την κατάσταση. Η σκληρή ταξική πραγματικότητα της χρησιμοποίησης της μειονότητας σαν φθηνό εργατικό δυναμικό (που διατηρείται σ' αυτή τη θέση μέσα από την πολιτική των διακρίσεων) διαψεύδει καθημερινά αυτές τις διακηρύξεις.

Η επαναστατική μαρξιστική παράδοση, που παραμένει σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη, δεν αναζητά υπερταξικά ευχολόγια κατά του ρατσισμού και του σωβινισμού, αλλά αντιπαρατάσσει μια δύναμη που μπορεί πραγματικά να τον τσακίσει: την ταξική ενότητα των εργατών. Αντιπαλεύει τον ελληνοκεντρικό ρατσισμό που αρνείται στις μειονότητες στοιχειώδη δικαιώματα, όχι για να κάνει τους Τούρκους ή τους Μακεδόνες "έλληνες πολίτες", αλλά για να προωθήσει την ταξική πάλη για την ανατροπή του αστικού κράτους που καταπιέζει και τις μειονότητες και την ελληνική εργατική τάξη.

Μόνο μια αριστερά επαναστατική, προσανατολισμένη στη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης, μπορεί να αντιμετωπίσει σωστά και τα μειονοτικά ζητήματα, να τα μετατρέψει από πηγές διάσπασης των εργατών σε μέτωπα ενιαίας πάλης ενάντια στους καπιταλιστές. Αυτό απαιτεί μια ενιαία επαναστατική οργάνωση που κερδίζει στις γραμμές της τους καλύτερους αγωνιστές της τάξης, έλληνες, τούρκους και μακεδόνες, που καταπολεμά τις σοβινιστικές ιδέες μέσα στην εργατική τάξη και κερδίζει την εμπιστοσύνη των μειονοτήτων υπερασπίζοντας χωρίς όρους τα εθνικά δικαιώματά τους, όπως τα διεκδικούν κάθε συγκεκριμένη φορά. Μόνο μια τέτοια αριστερά θα είχε το κύρος να διατηρήσει την ενότητα της τάξης αποσπώντας τους εργάτες των μειονοτήτων από την επιρροή των "δικών τους" αστικών εθνικιστικών στοιχείων και κερδίζοντάς τους στον κοινό αγώνα για την ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. 

Απόσπασμα του κειμένου "Διεθνισμός και Εθνικό Ζήτημα" που γράφτηκε σαν εισήγηση στη Συνδιάσκεψη της ΟΣΕ του 1989, διαμορφώθηκε από τη Μαρία Στύλλου και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο "Επαναστατικός Μαρξισμός" που κυκλοφόρησε το 1992 από τις εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία

Επαναστατικός Μαρξισμός

Διεθνισμός και Εθνικό Ζήτημα

Οι έλληνες επαναστάτες, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, το κυπριακό και οι μειονότητες στην Ελλάδα


  

Σχόλια