Ρατσισμός στην Υπηρεσία του Φασισμού

Ρίτσαρντ Πάνκχερστ 



Η Ιστορία του Ιταλικού Φασιστικού Περιοδικού "Η Υπεράσπιση της Φυλής"

 
Η ιταλική αποικιοκρατία, όπως και κάθε σύγχρονη Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία ήταν εξ υπαρχής τουλάχιστον εν μέρει εγγενώς ρατσιστική. Η "πρωτότοκη" αποικία της Ιταλίας, η Ερυθραία -πατρίδα του Μπαϊρού Ταφλά, χαρακτηρίζονταν έτσι πάντα από σημαντικές φυλετικές διακρίσεις. Τα σπίτια των Ιταλών και των "ιθαγενών" στην Ασμάρα, και σε άλλες πόλεις της Ερυθραίας, ήταν γι' αυτό το λόγο συνήθως χωριστά. Ο νόμος των διαφορετικών σχολείων για Ιταλούς και "ιθαγενείς" ορίστηκε επίσημα από το 1909 ακόμη, και ο αστικός διαχωρισμός από το 1916. Εξίσου σημαντικός ήταν ο θεσμός του "μανταμισμού", διά του οποίου οι Ιταλοί αξιωματούχοι, οι στρατιώτες και άλλοι, έπαιρναν "ιθαγενείς" συζύγους/παλλακίδες/ερωμένες που δεν είχαν καθόλου νομικά δικαιώματα.

Ο ιταλικός φασισμός, που ήταν σε μεγάλο βαθμό επαρχιώτικος, και Ιταλοκεντρικός, αρχικά αγνοούσε εντελώς τα ζητήματα της φυλής, και δεν οραματιζόταν καμιά συγκεκριμένη φασιστική φυλετική πολιτική. Τον καιρό της εισβολής στην Αιθιοπία, το 1935, οι φασίστες επέτρεπαν την πώληση ημιπορνογραφικών εικόνων Αιθιώπων γυναικών, για την εκλαΐκευση της Αφρικανικής περιπέτειας των Ιταλών στρατιωτών. Οι ιταλικές αρχές έδιναν επίσης δημοσιότητα στο τραγούδι Faccetta Nera, στο οποίο η "μικρή αβησσύνια", ή το νεαρό κορίτσι απ' την Αιθιοπία, "απελευθερωνόταν" υποτίθεται απ' αυτούς.

Ο Βρετανός μαρξιστής καθηγητής βιολογίας Τζ. Μπ. Σ. Χάλνταν, μαθαίνοντας για το σχέδιο εποικισμού του Μουσολίνι 250.000 Ιταλών στην Αιθιοπία, έγραψε στους Times του Λονδίνου, δυο βδομάδες μετά τη φασιστική εισβολή στην Αντίς Αμπέμπα στις 5 Μαΐου του 1936, ένα άρθρο που προέβλεπε την "ανάμιξη με τους Αιθίοπες", που θα οδηγούσε σε μια "αξιοσημείωτη εισροή Αφρικανικού αίματος στην Ιταλία".

Αυτή η πρόβλεψη διαψεύστηκε άμεσα από τα γεγονότα. Την ίδια μέρα που οι Times δημοσίευαν την πρόβλεψη του Χάλνταν, η φασιστική εφημερίδα Gazzetta del Popolo είχε ένα άρθρο με τίτλο "Η φασιστική Αυτοκρατορία δεν μπορεί να είναι μια αυτοκρατορία μπάσταρδων". Η φασιστική προπαγάνδα έστρεψε λοιπόν τα βέλη της στο τραγούδι Faccetta Nera.

Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, το πρώτο κύμα ιταλικών ρατσιστικών διαταγμάτων, που απαγόρευε τις "συζυγικές σχέσεις" μεταξύ Ιταλών πολιτών και αποικιοκρατικών υποκειμένων της Ιταλικής Ανατολικοαφρικανικής Αυτοκρατορίας, υπογράφηκε από το Βασιλικό Αυτοκράτορα Βιτόριο Εμανουέλε Γ΄, στις 19 Απριλίου του 1937. Αυτό το διάταγμα, που μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύει τα εγκαίνια του επίσημου Ιταλικού ρατσισμού, το διαδέχθηκαν μια σειρά βασιλικά διατάγματα που ενίσχυαν τις ρατσιστικές πρακτικές, καθώς και μια σειρά ενταλμάτων, από φασίστες διοικητές της Ανατολικής Αφρικής, που εγκαθιστούσαν καθεστώς διακρίσεων σχεδόν σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ήταν η περίοδος που οι σχέσεις του Μουσολίνι με τη ναζιστική Γερμανία γινόταν ραγδαία, και απαρρέκκλιτα, όλο και στενότερες. Οι δεσμοί που συνέδεαν τις δύο δικτατορίες βρήκαν τη διττή έκφρασή τους στην επίσκεψη του Ντούτσε στη Γερμανία στις 22-24 Οκτωβρίου του 1937, και στην επίσκεψη του Φύρερ στη Ρώμη στις 3-9 Μαΐου του 1938.  

Μόλις δυο μήνες μετά την τελευταία επίσκεψη η φασιστική κυβέρνηση, στις 14 Ιουλίου, εξέδωσε το διαβόητο Μανιφέστο της Ράτσας, που πιστεύεται ότι γράφτηκε από τον ίδιο τον Ντούτσε (βλ. Ρασπάντι, Οι Ρατσισμοί του Φασισμού).

Μετά τρεις βδομάδες, στις 5 Αυγούστου, έκανε την εμφάνισή του ένα πολυτελές 44σέλιδο δεκαπενθήμερο περιοδικό, Η υπεράσπιση της Φυλής. Τυπωνόταν με φωτοχαρακτική, κάτω από την επιμέλεια του φασίστα δημοσιογράφου Τελέσιο Ιντερλάντι. Τοποθετημένος σ' αυτό το πόστο από τον ίδιο το Μουσολίνι, ο Ιντερλάντι ήταν ένας βετεράνος φωστήρας που είχε ιδρύσει την εφημερίδα Il Tevere, δηλαδή Ο Τίβερης, το 1924 και σύντομα είχε αναδειχθεί σε διαβόητο πρωταγωνιστή του ρατσισμού, που λίγο αργότερα έγραψε ένα βιβλίο πολεμικής με τίτλο Contra Judaeos, δηλαδή Κατά των Εβραίων, το οποίο αργότερα περιλήφθηκε στη σειρά Biblioteca Razziale Italiana, δηλαδή Ιταλική Φυλετική Βιβλιοθήκη.

Η Difesa που, σύμφωνα μ' ένα μεταγενέστερο κριτικό, σχεδιάστηκε "για να δίνει την εντύπωση της σοβαροφάνειας" και "σαν επιστημονικό προσωπείο" για τις νέες ρατσιστικές θέσεις του Μουσολίνι, πωλούνταν μια λίρα και επιχορηγούνταν αδρά. Σύμφωνα με δικές της πηγές, η κυκλοφορία των πρώτων τεσσάρων τευχών έφτανε τα 130.000 με 150.000 αντίτυπα. Διαφήμιζε τρεις από τις μεγαλύτερες τράπεζες της φασιστικής Ιταλίας, την Banca Commerciale Italiana, την Credito Italiano, και την Banco di Sicilia, δύο ασφαλιστικές εταιρίες, τη Riunione Adriatica di Sicurtà, και την Istituto Nazionale delle Assicurazione και δύο βιομηχανικές φίρμες, τη Società E. Breda, και την Officine Villar Perosa.

Ανάμεσα στους συντάκτες της έκδοσης, εκτός από τον Ιντερλάντι, υπήρχαν τρεις καθηγητές του Πανεπιστημίου της Ρώμης, ο Γκουίντι Λάντρα, ανθρωπολόγος, ο Μαρτσέλο Ρίτσι, ζωολόγος, ο Λίνο Μπουσίνκο, παθολόγος, καθώς και ο καθηγητής Λίντιο Τσιπριάνι, ο πιο διάσημος της ομάδας, διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Ανθρωπολογίας και Εθνολογίας της Φλωρεντίας. Αργότερα, από το τρίτο τεύχος και μετά, μπήκε στη συντακτική ομάδα και ο Λεόνε Φράντσι, παιδίατρος στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Και οι έξι έγραφαν συχνά άρθρα. Αρχισυντάκτης ήταν ο Τζόρτζιο Αλμιράντε (μετέπειτα ιδρυτής του νεοφασιστικού Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος).

Το πρώτο τεύχος, που εμφανίστηκε στις 5 Αυγούστου του 1938, όπως και τα δύο επόμενα, είχε ένα μελοδραματικό εξώφυλλό. Απεικόνιζε μια ρωμαϊκή προτομή, που οι εκδότες προφανώς ως την ύψιστη έκφραση του ανθρώπου, χωρισμένο από ένα ατσάλινο σπαθί από μια γαμψομύτικη καρικατούρα Εβραίου του 3ο αιώνα μΧ και μια λαμπερή και χαντροστολισμένη γυναίκα από την Αφρική/Αιθιοπία με νεγροειδή χαρακτηριστικά. Αυτή η φωτογραφική σύνθεση, αντιπροσωπευτική του σκληρά ρατσιστικού χαρακτήρα του περιοδικού, έγινε το επίσημο έμβλημά του, και αναπαράχθηκε πολλές φορές στις σελίδες των επόμενων φύλλων.

Αμέσως μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους ο Μουσολίνι δέχτηκε τον Ιντερλάντι στο γραφείο του. Σ' αυτή τη συνάντηση που έλαβε χώρα μεταξύ 5 και 7 Αυγούστου, ο Ντούτσε λέγεται ότι εξέφρασε την ικανοποίησή του για την έκδοση κι έδωσε κατευθύνσεις για τη μελλοντική εξέλιξη του εγχειρήματος.

Σχόλια