Η μαντίλα, ο ρατσισμός και το κράτος

Antoine Boulangé, Issue 102 of INTERNATIONAL SOCIALISM JOURNAL Published Spring 2004, The hijab, racism and the state


Το σχολικό έτος 2003-2004 ξεκίνησε με τον αποκλεισμό δύο νεαρών γυναικών, της Άλμα και της Λίλα, από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Γαλλίας γιατί φορούσαν τη Μουσουλμανική μαντίλα. Αυτή η νέα "υπόθεση μαντίλα" αναβίωσε μία συζήτηση που κρατάει εδώ και 15 χρόνια για τη θέση του Ισλάμ στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα και την κοινωνία γενικότερα. Ο πρωθυπουργός Ραφαρέν δήλωσε ότι θα παραμείνει "ακλόνητος στην απόφασή του" σχετικά με το ζήτημα. Αναφερόμενους στους αποκλεισμούς, στην ομιλία του στο Σεν-Σαιν-Ντενί, είπε, "Σε θέματα εκπαίδευσης η δημοκρατία πρέπει να κυριαρχεί της θρησκείας και, όπως δείχνουν τα πρόσφατα γεγονότα, τα μέσα βρίσκονται στη διάθεσή μας". Μήνες τώρα η κυβέρνηση Ραφαρέν μιλούσε για τη θέσπιση νόμου περί κοσμικότητας και για τη θέση της θρησκείας στο σχολείο -ένα νομοσχέδιο που έγινε τώρα νόμος του κράτους. Ο πραγματικός στόχος είναι το Ισλάμ, όπως ο απερχόμενος πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ είχε παραδεχθεί: "Ο θρησκευτικός εξτρεμισμός είναι απειλή για τη δημοκρατία. Το να φέρει κανείς ευδιάκριτα σημάδια δεν είναι αποδεκτό. Πρέπει να υπάρξει νομοθεσία που να αποτρέπει την Ισλαμική μαντίλα να φοριέται. Κάποιοι δεξιοί βουλευτές το τράβηξαν τόσο πολύ που μιλούσαν ανοιχτά για απαγόρευση της μαντίλας, όχι μόνο στο σχολείο άλλα και στους δημόσιους χώρους και τους δρόμους. Ο αρθρογράφος της Le Point Κλοντ Εμπέρ έφτασε στο σημείο να δηλώνει:

Ας είμαστε ειλικρινείς. Είμαι λιγάκι ισλαμοφοβικός και δεν ντρέπομαι να το πω. Έχω το δικαίωμα να σκέφτομαι, και δεν είμαι κι ο μόνος σ' αυτή τη χώρα, ότι το Ισλάμ -και μιλώ για το Ισλάμ σαν θρησκεία, όχι για τους Ισλαμιστές- είναι νοσηρό και καθυστερημένο. Έχει μία συγκεκριμένη στάση απέναντι στις γυναίκες, υποβιβάζει συστηματικά τις γυναίκες... και θέλει να αντικαταστήσει τους νόμους του κράτους με τον Κορανικό νόμο. Όλα αυτά με κάνουν Ισλαμοφοβικό.

Ο φορέας στον οποίο ανήκει, ο ίδιος που είναι κι υπεύθυνος για όλα τα δεινά των μεταναστών στη Γαλλία (το Ανώτατο Συμβούλιο Ένταξης), του έδωσε αυτό το δικαίωμα. Κανείς από τη δεξιά δεν έχει καταδικάσει αυτή τη δήλωση.

Αυτή η επίθεση στο Ισλάμ είναι κομμάτι της κυβερνητικής ρατσιστικής επίθεσης. Ο στόχος είναι να μετατραπούν οι μετανάστες σε αποδιοπομπαίοι τράγοι και να μεταστραφεί η προσοχή από τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά την εκπαίδευση -έναν τομέα που ήταν η προμετωπίδα των απεργιακών κινητοποιήσεων ενάντια στις πολιτικές του Ραφαρέν και όπου, το 2000, οι απεργίες των δασκάλων ανάγκασαν τον Αλέγκρ, το σοσιαλιστή υπουργό, σε παραίτηση. Για αρκετά χρόνια κατείχε κεντρική θέση στην εργατική αντίσταση.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία παίζοντας με το θέμα της μαντίλας το παιχνίδι του διαίρει και βασίλευε ανάμεσα σε μαθητές δασκάλους και γονείς -ό,τι καλύτερο δηλαδή για να πάρει τον έλεγχο. Στρέφοντας το ενδιαφέρον στη μαντίλα καταφέρνει να συγκαλύψει τα πραγματικά προβλήματα που αφορούν την εκπαίδευση (κοινωνική ανισότητα, ανεργία, εργασιακή επισφάλεια, διακρίσεις και ιδιωτικοποιήσεις) αντί να τα αντιμετωπίσει:
Η ιδέα ενός νόμου που να απαγορεύει τη μαντίλα στα σχολεία είναι συνέχεια της ξενοφοβικής επίθεσης νόμου και τάξης του υπουργού εσωτερικών Σαρκοζί. Η δαιμονοποίηση του Μουσουλμανικού πληθυσμού, είτε μεταναστών είτε προερχόμενων από οικογένειες μεταναστών, έχει ενταθεί μετά την 11η Σεπτεμβρίου πατώντας πάνω στο ευφάνταστο σενάριο της "συνωμοσίας τρομοκρατών που υποδαυλίζουνε τη βία στις φτωχογειτονιές των προαστίων".
Υπάρχει, μάλιστα, και το γενικότερο πλαίσιο της παγκόσμιας κατάστασης. Για να δικαιολογήσει τον ατέλειωτο πόλεμο, ο Μπους χρησιμοποιεί το Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους σαν πρόσχημα για μια νέα "σταυροφορία". Η προπαγάνδα κρύβει το αληθινό πρόσωπο αυτού του ατέλειωτου πολέμου και τα ζητήματα που διακυβεύονται -που στην πραγματικότητα είναι η συνέχεια του οικονομικού πολέμου. Αλλά για να επιβάλλει τη νέα "ιμπεριαλιστική τάξη" χρειάζεται να καταβάλλει κάθε μορφή αντίστασης, διαιρώντας τους λαούς αναμεταξύ τους και χρησιμοποιώντας το ρατσισμό. Με τον τρόπο τους, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υιοθετούν την ίδια λογική με τις ΗΠΑ. Με λιγότερες δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια και περισσότερο νόμο και τάξη, οι φτωχοί και οι μετανάστες μπαίνουν στο στόχαστρο. Και πρέπει να βρεθεί ένας λόγος που να δικαιολογεί τις αυξάνομενες στρατιωτικές δαπάνες και τις δαπάνες για την ασφάλεια. Οι ΗΠΑ το 2004 θα ξοδέψουν 400 δις δολάρια, 87 δις επιπλέον μόνο για το Ιράκ -η Γαλλία 3,9% παραπάνω από πέρσι, φτάνοντας τα 42δις δολάρια με επιπλέον επενδύσεις 90 εκατομμυρίων για καθένα από τα έτη 2003-2008). Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η άρχουσα τάξη πρόβαλλε σαν δικαιολογία την "Κομμουνιστική απειλή". Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου χρειαζόταν να εφευρεθεί μια καινούρια. Το Ισλάμ παίζει αυτό το ρόλο για τον Μπους και τις άρχουσες τάξεις της Δύσης. "Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας". Τις μέρες που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου αρκετές χιλιάδες Μουσουλμάνοι φυλακίστηκαν στις ΗΠΑ. Μέσα σε ένα μήνα εκατό τζαμιά καταστράφηκαν ή πυρπολήθηκαν. Η Γαλλία επίσης έγινε μάρτυρας μιας σταθερής ανόδου των αντιμουσουλμανικών περιστατικών τα τελευταία λίγα χρόνια. Γι' αυτό ακριβώς στο ζήτημα της μαντίλας στα σχολεία, πρέπει να υπερασπιστούμε το δικαίωμα αυτών των μαθητριών στην εκπαίδευση. Όπως λέει ο Πιερ Τεβανιάν:
Η αντίθεσή μας στον αποκλεισμό της Άλμα και της Λίλα θα έπρεπε να είναι αυτονόητη. Η δημόσια εκπαίδευση πρέπει να είναι για όλους. Αν το κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα αρχίσει να ξεδιαλέγει ποιος γίνεται δεκτός και ποιος όχι και να λέει ότι αυτή ή η άλλη ομάδα δεν είναι αρκετά κοσμική ώστε να έχει δικαίωμα στη δημόσια εκπαίδευση, τότε παύει να είναι κοσμικό: γίνεται ένα κλειστό κλαμπ για συγκεκριμένους μαθητές.
Δυστυχώς, δεν είναι αυτή στάση στην αριστερά σήμερα. Οι πρώην υπουργοί Φαμπιούς και Λανγκ και σχεδόν ολόκληρο το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχουν πάρει θέση κατά της μαντίλας στα σχολεία. Αυτό φυσικά δεν εκπλήσσει. Όταν ήταν κυβέρνηση ακολούθησαν την ίδια πολιτική με τη δεξιά και δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια ρατσιστικά όπλα και να επιβάλουν την ίδια νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Το ότι η ριζοσπαστική αριστερά διχάζεται σ' αυτό το ζήτημα είναι αυτό που προκαλεί ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη. Παρ' όλα αυτά, στο Ομπερβιγιέ ήταν οι δάσκαλοι του Εργατικού Αγώνα (Lutte Ouvrière) που ξεκίνησαν την καμπάνια για την αποβολή της Άλμα και της Λίλα. Και ένας από τους ηγέτες της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (LCR) που ήταν δάσκαλος της Άλμα και Λίλας ψήφισε υπέρ του αποκλεισμού τους στο πειθαρχικό συμβούλιο. Αλλά σαν οργάνωση η LCR δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τη θέση της. Εξακολουθεί να τρέχει μια συζήτηση στην οποία πολλά μέλη καθώς και η νεολαία ξεκάθαρα αντιτάχθηκαν στους αποκλεισμούς.

Φυσικά η ριζοσπαστική αριστερά και οι απεργοί δάσκαλοι ενάντια στην καταστροφή των δημόσιων υπηρεσιών δεν έγιναν ξαφνικά ρατσιστές και αντιδραστικοί. Συνεχίζουν να αντιστέκονται στην κυβέρνηση, να παλεύουν ενάντια στο ρατσισμό και να διαδηλώνουν υπερασπιζόμενοι τους χωρίς χαρτιά (sans papiers). Αυτοί που υποστηρίζουν τον αποκλεισμό βασίζουν την άποψή τους σε δυο βασικά επιχειρήματα -το ένα είναι ότι η μαντίλα καταπιέζει τις γυναίκες και το άλλο είναι ότι υπονομεύει την αρχή της κοσμικότητας.

Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να απαντήσει σ' αυτά τα επιχειρήματα. Έχει ως αφετηρία όχι τα ευφάνταστα σενάρια που κυκλοφορούν για το Ισλάμ στη Γαλλία άλλα την ίδια την πραγματικότητα. Το Ισλάμ δεν είναι η απειλή που πολλοί μάς θέλουν να πιστεύουμε. Αυτό που χαρακτηρίζει κάθε θρησκεία είναι η αμφισημία της. Είναι ένα όργανο κυριαρχίας γι' αυτούς που τρέχουν το σύστημα. Αλλά μπορεί επίσης να είναι ένα όργανο αντίστασης για τους καταπιεσμένους. Το Ισλάμ δεν είναι ομοιογενές. Η κατάσταση του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή δεν πρέπει να συγχέεται με αυτή των Γάλλων μεταναστών που υφίστανται τον κρατικό ρατσισμό. Ο Ολιβιέ Ρουά, αυθεντία σ' αυτό το ζήτημα υπογραμμίζει το εξής:
Οι περισσότεροι νέοι ριζοσπαστικοποιούνται στη Δύση. Αυτοί που τραβιούνται στο ριζοσπαστικό Ισλαμισμό είναι κυρίως αναγεννημένοι Μουσουλμάνοι. Εξισλαμίστηκαν στη Δύση. Αυτό που αμφισβητούν είναι κάτι πολύ σύγχρονο; ο δυτικός ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός, κλπ. Μ' ένα λόγο, έχουν καταλάβει το χώρο των πνευματικών αναζητήσεων που 30 χρόνια πριν ανήκε αποκλειστικά στην προλεταριακή αριστερά, πριν από 20 χρόνια στην "άμεση δράση" (Action directe) και πριν από 100 χρόνια στη "Συμμορία του Μπονό". Μιλάμε εδώ για ένα χώρο μαχητικού διαλόγου που έχει εγκαταληφθεί από την άκρα αριστερά. Είναι ο μόνος διαθέσιμος χώρος γι' αυτούς τους νέους που θέλουν να "ρίξουν" το σύστημα.
Έχουμε ανάγκη μια συνεκτική αριστερή απάντηση για τη διάκριση που αυτοί οι Μουσουλμάνοι, και πιο ειδικά οι Μουσουλμάνες γυναίκες υφίστανται. Ο πραγματικός εχθρός είναι το σύστημα, ο καπιταλισμός, που εκμεταλλεύεται και καταπιέζει την τεράστια πλειοψηφία του πλανήτη. Χρειάζεται να ενώσουμε την πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, ανεξάρτητα από τη θρησκεία ή το φύλο τους, αν θέλουμε να έχουμε τα μέσα για να αλλάξουμε τον κόσμο. Χτίζοντας αυτή την ενότητα μπορούμε να σφυρηλατήσουμε μια γνήσια πολιτική εναλλακτική (μια εναλλακτική που το Ισλάμ δεν προσφέρει). Αυτή η ενότητα μπορεί να είναι ο κινητήριος μοχλός για τη ριζοσπαστική ανατροπή αυτού του συστήματος.

Η θέση του Ισλάμ στη Γαλλία

Η Γαλλία έχει ένα Μουσουλμανικό πληθυσμό μεταξύ 3 και 4,5 εκατομμυρίων. Οι περισσότεροι είναι μετανάστες από την Αφρική (το Μαγκρέμπ ή τη μαύρη Αφρική) ή κατάγονται από οικογένειες μεταναστών. Ο ισχυρισμός που πουλάει η ακροδεξιά, ότι η Γαλλία έχει ήδη "Ισλαμοποιηθεί" είναι ιστορίες για αγρίους. Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός  παραμένει σχεδόν σταθερός από τις αρχές του 1980. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι μετανάστες ήταν μαύροι άνδρες από το Μαγκρέμπ οι οποίοι συνήθως επέστρεφαν στις χώρες τους μετά από κάποια χρόνια δουλειάς. Αλλά καθώς η κατάσταση στην Αφρική επιδεινώθηκε τραγικά από τα 1970 και μετά, λόγω της οικονομικής κρίσης, των νεοφιλελεύθερων επιθέσεων και των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, ολοένα και περισσότεροι μετανάστες επιθυμούσαν να παραμείνουν στην Ευρώπη. Η μόνιμη εγκατάστασή τους δημιούργησε από που αποκαλούμε "δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες".

Το Ισλάμ έγινε έτσι η δεύτερη θρησκεία στη Γαλλία. Με τους ελέγχους των "μεταναστευτικών ροών" και τις πολιτικές οικογενειακής επανένωσης του Προέδρου Ζισκάρ ντ'Εσταίν το 1974, ο πληθυσμός των μεταναστών άλλαξε. Οι γυναίκες μετανάστριες ή οι γυναίκες με μεταναστευτική καταγωγή αυξήθηκαν αριθμητικά. Οι άνδρες τους εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία και οι γυναίκες τούς ακολούθησαν. Τα παιδιά που γεννήθηκαν από μετανάστες αποτελούν τη δεύτερη και τρίτη γενιά μεταναστών.

Η κατανόηση της σύνδεσης μεταξύ μετανάστευσης και Μουσουλμανικής θρησκείας είναι ουσιώδης, καθώς τονίζει το γεγονός της άνισης μεταχείρισης των θρησκειών στην Ευρώπη. Το Ισλάμ είναι κυρίως η θρησκεία των μεταναστών και είναι θύμα του ρατσισμού. Το Ισλάμ είναι μια καταπιεσμένη θρησκεία στη Γαλλία.

Ρατσισμός και αποικιοκρατία

Ο ρατσισμός αναπτύχθηκε μαζί με το ρατσισμό και την αποικιοκρατία. Η Ισλαμοφοβία είναι αποτέλεσμα αυτού:
Υπάρχει ένα ρατσιστικό συγκείμενο σε σχέση με την Ισλαμοφοβία που αναβίωσε με την 11η Σεπτεμβρίου και το οποίο είναι βαθιά ριζωμένο στη Γαλλική αποικιοκρατική ιστορία. Διαβάζοντας τα δικαστικά έγγραφα του 1865, που νομιμοποιούν το ειδικό καθεστώς των αποικιών, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι αυτός δεν είναι βιολογικός, αλλά πολιτισμικός ρατσισμός -που βασίζονταν στο ότι θεωρούσαν τις αποικίες ως ανήκουσες στο Μουσουλμανικό νόμο, που κρίνονταν "ενάντιος στην ηθική".
Επίσημα, οι διακρίσεις στην Αλγερία ήταν θρησκευτικές. Πριν το 1962, η Γαλλική διοίκηση χαρακτήριζε τον Αλγερινό πληθυσμό ως "Γάλλοι Μουσουλμάνοι". Ο ρατσισμός και η Ισλαμοφοβία παίζουν γι' αυτό το λόγο κρίσιμο ρόλο στη Γαλλία όσον αφορά το διαχωρισμό και την εξασθένιση της εργατικής τάξης συνολικά.

Ο σύγχρονος ρατσισμός, με τη ρητορική του περί πολιτισμικής διαφοράς, τακτικά αναλαμβάνει τις παλιές αντιλήψεις περί φυλετικής κατωτερότητας. Η καπιταλιστική ανάπτυξη εξαρτάται από την εκμετάλλευση της ελεύθερης μισθωτής εργασίας. Αλλά η εργατική τάξη που πουλάει την εργατική της δύναμη στο κεφάλαιο, είναι κι η ίδια της διαιρεμένη. Η καπιταλιστική παραγωγή εξαρτάται από τον καταμερισμό εργασίας (χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, απ' τον κατακερματισμό των παραγωγικών δυνάμεων) με κάθε εργάτη να παίζει το ρόλο του κρίκου σε μια τεράστια αλυσίδα. Ο καπιταλισμός σχηματίζει μια ιεραρχία, με τους εργάτες να αναμιγνύονται σε ένα διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας.

Αλλά ο καπιταλισμός επίσης, αναπτύσσεται παγκόσμια, πέρα από σύνορα, κι απορροφά εργάτες, διαφορετικών εθνικών καταγωγών. Οι καπιταλιστές προσλαμβάνουν μετανάστες εργάτες για τα πλεονεκτήματα που αυτό τους προσφέρει. Η μετανάστευση αυξάνει την ελαστικότητα της εργατικής δύναμης. Τεράστιοι αριθμοί Αφρικανών μεταναστών ήρθαν στη Γαλλία τη δεκαετία του 1960 γιατί η ζήτηση εργασίας ήταν μικρή και η ανεργία ουσιαστικά μηδενική. Μετά με το ξέσπασμα της κρίσης από τη δεκαετία του 1980 και μετά δεν ήταν πλέον επιθυμητοί στη χώρας φιλοξενίας τους. Πολύ συχνά, η εργασιακή ανασφάλεια τούς ανάγκαζε να αποδεχθούν χαμηλότερους και χειρότερες συνθήκες εργασίας. 

Η μετανάστευση επιτρέπει στους καπιταλιστές να προχωράνε σε περικοπές του εργατικού κόστους και να διατηρούν τα κέρδη τους. Το Σεπτέμβρη του 1963 ο τότε πρωθυπουργός Ζωρζ Πομπιντού δήλωσε: "Η μετανάστευση προσφέρει έναν τρόπο να μειώσουμε την πίεση της αγοράς εργασίας και να εκτονώσουμε την κοινωνική πίεση". Ο Μαρξ είχε πολύ πριν επιστήσει την προσοχή στις διακρίσεις μεταξύ των Άγγλων Προτεσταντών εργατών και των Ιρλανδών καθολικών μεταναστών το 19ο αιώνα στην Αγγλία:
Αυτός ο διαχωρισμός διατηρείται τεχνητά ζωντανός και εντείνεται από τον τύπο, την εκκλησία και τις σατιρικές εφημερίδες -κοντολογίς απ' όλα τα μέσα που διαθέτουν οι άρχουσες τάξεις. Αυτός ο διαχωρισμός είναι το μυστικό της αδυναμίας της Αγγλικής εργατικής τάξης, παρόλη την οργάνωσή της. Είναι το μυστικό διά του οποίου η καπιταλιστική τάξη διατηρεί την κυριαρχία της. Και η τάξη αυτή το γνωρίζει πολύ καλά.
Η καπιταλιστική τάξη πρέπει να διαιωνίζει τη ρατσιστική ιδεολογία της, που είναι πρωταρχικής σημασίας γι' αυτή, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια πολυφυλετική εργατική δύναμη. Τη δεκαετία του 1930 ήταν οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και οι Εβραίοι που στιγματίζονταν. Σήμερα είναι οι Άραβες και οι Μουσουλμάνοι.

Η αλήθεια για τη μαντίλα στο σχολείο

Η άρχουσα τάξη συντηρεί το ρατσισμό διακινώντας προκαταλήψεις που δεν έχουν καμιά πραγματική βάση, οι οποίες όμως είναι επιβλαβείς για τη συνείδηση της πλειοψηφίας. Οδηγούμαστε να πιστέψουμε ότι υπάρχει εσχάτως ένα Μουσουλμανικό πρόβλημα στα σχολεία, παρότι αυτό έρχεται σε απόλυτη αντίφαση με την πραγματικότητα. 

Στις 5 εκατομμύρια μαθητές μαθήτριες γυμνασίου υπήρξαν, σύμφωνα με την κυβέρνηση, το πολύ 150 προβληματικές περιπτώσεις μεταξύ 1990 και 1992. Σε μια συνέντευξή της στη L'Humanité η Χανιφά Σεριφί, η κυβερνητική μεσολαβήτρια για το ζήτημα, εξηγούσε ότι οι υποθέσεις "κορυφώθηκαν" σε 300 το 1994 (συμπίπτοντας με το κύμα ρατσιστικών επιθέσεων του Πάσχα), για να ξαναπέσουν και πάλι στις 150 το χρόνο. Άλλοι ερευνητές μιλάνε για ένα νούμερο γύρω στις 100. Πώς μερικές εκατοντάδες νεαρές γυναίκες θα μπορούσαν να είναι απειλή για το σχολικό σύστημα είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Το 1989 το Συμβούλιο του Κράτους εξέδωσε διάταγμα ότι οι μαντίλες μπορούσαν να φοριούνται στο σχολείο (παρά την αοριστολογία περί απαγόρευσης "εμφανών" εμβλημάτων). Μολαταύτα, δεν σημειώθηκε καμία αλματώδης αύξηση. Έρευνες εκτιμούν ότι όχι περισσότερες από μερικές χιλιάδες νεαρές γυναίκες φορούν μαντίλα στο σχολείο (μια πολύ μικρή μειοψηφία) και δεν υπάρχει κανένα σημάδι αύξησης. Όμως, κάποιες ριζοσπαστικές και επαναστατικές οργανώσεις έπεσαν στην παγίδα να υποστηρίζουν λαθεμένα το αντίθετο. Στις 26 Σεπτέμβρη του 2003 ο τίτλος της Lutte Ouvrière για την αποβολή της Άλμα και της Λίλα στο Ομπερβιγιέ ήτανΜαντίλα Κάνει Έφοδο στα Σχολεία", υπονοώντας ότι η μαντίλα είχε αρχίσει να γίνεται ένα τεράστιο πρόβλημα και η συχνότητά της αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Χρειάζεται να εξηγήσουμε υπομονετικά και να αποδείξουμε ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.

Η αποδοχή της μαντίλας στο σχολείο συχνά λέγεται ότι ανοίγει την πόρτα στον κοινωνιολογικό κοινοτισμό, υποσκάπτοντας έτσι τη δημοκρατική παγκοσμιότητα. Όμως αυτό αποκρύπτει το γεγονός ότι οι "κοινότητες" ήδη υπάρχουν -στις πλούσιες περιοχές της πρωτεύουσας, όπως η 16η δημοτική κοινότητα του Παρισιού ή το Νεϊγί, και σε σχολεία αποκλειστικά για πλούσιους, όπως ο Λουδοβίκος ο Μέγας και ο Ερρίκος Δ΄. Η κοινωνική ανισότητα και οι κοινωνικές τάξεις που τη συνθέτουν είναι πραγματικές. Η αποδοκιμασία του υποτιθέμενου κοινωνιολογικού κοινοτισμού των Μουσουλμάνων ή των μεταναστών από τη δεξιά είναι απολύτως υποκριτική. Είναι οι πρώτοι που στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία για πλούσιους θέτοντας σε εφαρμογή την κοινωνική επιλογή. Η χαμηλή κοινωνική θέση των μεταναστών στις δυτικές κοινωνίες είναι ο βασικότερος λόγος της εσωστρέφειάς τους. Η ιστορία των Μουσουλμάνων στην Ευρώπη είναι ιστορία
μιας εργατικής τάξης εκμεταλλευόμενης στο χώρο δουλειάς και συνήθως υπερεκμεταλλευόμενης στο σπίτι. Μιας εργατικής δύναμης που συμπεριλαμβάνεται στην κοινωνία αλλά αποκλείεται πολιτισμικά και πολιτικά... Οι νεότερες γενιές που είναι οι απόγονοί της έχουν εξολοκλήρου αποκλειστεί κοινωνικά... Ο ρατσισμός σημαδεύει μια διπλή άρνηση απ' τη μεριά της γαλλικής κοινωνίας, τόσο κοινωνική όσο και πολιτισμική... Αυτό πολλαπλασιάζεται όταν έχει να κάνει με την Ισλαμική ταυτότητα: "Λέτε ότι είμαι διαφορετικός. Ε, λοιπόν, ναι, είμαι. Είμαι Μουσουλμάνος και χάρη σ' αυτό βρίσκω τη δύναμη να ζω και να επιβιώνω σ' αυτή την κοινωνία".
Αυτό που χρειάζεται λοιπόν να αντιπαλέψουμε είναι τα αίτια της καταπίεσης και όχι τους ίδιους τους καταπιεσμένους. Γίνεται πολύς λόγος για τη φονταμενταλιστική Ισλαμική απειλή που εδρεύει στα τζαμιά και στις παρυφές της πόλης. Αυτή η φιλολογία δεν βασίζεται σε καμιά σοβαρή μελέτη. Ο Σαβιέ Τερνισιάν, δημοσιογράφος στη le Monde, συνοψίζει τα ευρήματά τους, που αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο απ' αυτό που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε τα ΜΜΕ και το πολιτικό κατεστημένο:
Αυτό που δείχνουν όλες οι επιτόπιες έρευνες είναι ότι τα τζαμιά στη Γαλλία, πέρα από κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις, δεν είναι κέντρα του ριζοσπαστικού ισλαμισμού. Το να ισχυρίζεται κανείς το αντίθετο σημαίνει ότι θέλει να ζει στο δικό του συννεφάκι. Όμως, η αλήθεια είναι άλλη -τα τζαμιά και οι χώροι προσευχής δεν είναι χώροι όπου διδάσκεται ο ιερός πόλεμος.
Το διαρκές ανακάτωμα αυτού που υποτίθεται ότι είναι μια στροφή προς τον Ισλαμισμό στη Γαλλία με ό,τι συμβαίνει στο Αφγανιστάν ή την Αλγερία είναι απολύτως αβάσιμο. Ξεκινώντας από πολιτικές ή ιδεολογικές προϋποθέσεις, αντί για την πραγματικότητα, μας εμποδίζει να καταλάβουμε γιατί η συστηματική καταπίεση από το γαλλικό κράτος των νεαρών Μουσουλμάνων πρέπει να πολεμηθεί. 

Υπάρχει, για παράδειγμα, γύρω από διανοούμενους όπως ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, ο Αλαίν Φινκελκρό και ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, ένα θορυβώδες διανοητικό ρεύμα στα ΜΜΕ που περνιέται για δημοκρατικό και προοδευτικό. Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν τώρα εκστρατεία αποκλεισμού των Μουσουλμάνων γυναικών που φορούν μαντίλα απ' τα σχολεία. Το προσωπείο είναι αξιοσέβαστο, αλλά από πίσω αναδύεται το πραγματικό πρόσωπο του αντιαραβικού τους ρατσισμού, που συνδέεται με την άνευ όρων υποστήριξή τους στις αποικιοκρατικές πολιτικές του κράτους του Ισραήλ:
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι οι πιο αφοσιωμένοι θιασώτες της απαγόρευσης της μαντίλας στα σχολεία είναι αυτή που καλωσόρισαν με τον πιο ένθερμο τρόπο το σκανδαλωδώς ρατσιστικό και Ισλαμοφοβικό βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι. Ο Αλαίν Φινκελκρό και ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ δεν έκρυψαν τη μεγάλη ικανοποίησή τους γι' αυτό το αποκρουστικό έργο, ενώ ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί το επέκρινε αυστηρά για την τυπολατρία του.

Το ευρύτερο πλαίσιο των επιθέσεων σε βάρος των Μουσουλμάνων

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου αναβίωσε η εξίσωση του Ισλάμ με το φονταμενταλισμό και την τρομοκρατία. Μερικές μέρες μετά την επίθεση στη Νέα Υόρκη συνέβη μια έκρηξη στη χημική βιομηχανία AZF στην Τουλούζ. Ο Χασάν Τζαντουμπί, ένας απ' τους (31) εργάτες που σκοτώθηκαν σ' αυτό το ατύχημα κατηγορήθηκε για απόπειρα επίθεσης αυτοκτονίας, επειδή φορούσε "δύο παντελόνια και τέσσερα εσώρουχα, δυο σλιπάκια και δυο μποξεράκια", ένα συνολάκι που ταιριάζει με τη "μυθολογία του καμικάζι". Τις επόμενες μέρες ο τύπος και η τηλεόραση αναπαρήγαγαν αυτή την είδηση. Μια παρέλαση από δημοσιογράφους επισκέφτηκαν το τζαμί του Χασάν για να μας πουν ότι ο ιμάμης του ήταν ένας επικίνδυνος Ισλαμιστής. Αυτό ήταν απλά ένα ψέμα για να τραβήξει την προσοχή από τις ευθύνες της εταιρίας Total, ψέμα που στόχευε παράλληλα στο δυνάμωμα του αντιμουσουλμανικού ρατσισμού.   

Αυτού του είδους η χειραγώγηση της κοινής γνώμης συμβαίνει συχνά. Το Δεκέμβρη του 2002 ο Σαρκοζί προχώρησε σε μπαράζ συλλήψεων για την "εξάρθρωση των Ισλαμιστικών δικτύων" στη Λα Κουρνέβ, τη Ρομαινβίλ, την Μποντί, κτλ. Και πάλι επρόκειτο για προπαγάνδα για να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι ο Μπιν Λάντεν βρισκότανε πρό των πυλών. Την ίδια στιγμή το μιντιακό κατεστημένο ανακοίνωνε την ανακάλυψη μιας πυρηνικής, βακτηριολογικής και χημικής στολής στο Σεν Σαν Ντενί. Οι προετοιμασίες των Ισλαμιστικών επιθέσεων βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη! Ο "εξοπλισμός των τρομοκρατών" αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από τη φόρμα εργασίας ενός βιομηχανικού βαφέα. Την ίδια βδομάδα η αστυνομία συνέλαβε τον Αμπντεραζάκ Μπασεγκίρ αεροδρόμιο του Ρουασί (Σαρλ ντε Γκωλ). Είχαν βρεθεί όπλα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Οι άνθρωποι έπρεπε να ενοχοποιηθούν για να να φανεί ότι ο κίνδυνος ήταν αληθινός. Ήταν ένα τεράστιο ψέμα και λίγες μέρες αργότερα ο Αμπντεραζάκ αφέθηκε ελεύθερος. Την ίδια περίοδο αφαιρέθηκαν οι άδειες εργασίας από 200 εργαζόμενους στο αεροδρόμιο του Ρουασί. Το "έγκλημά" τους ήταν ότι είχαν το λάθος παρουσιαστικό -και ότι η αστυνομία πίστευε ότι το να πηγαίνει κανείς στο τζαμί ήταν "επικίνδυνο". Υπάρχουν ακόμα μερικές δεκάδες νεαροί που κλείστηκαν στη φυλακή με την κατηγορία της Ισλαμιστικής τρομοκρατίας χωρίς να υπάρχει το παραμικρό στοιχείο εναντίον τους. Ο ρατσισμός έχει γίνει κοινός τόπος και η αστυνομική βία καθημερινότητα.

Η μαντίλα και η γυναικεία καταπίεση

Το βασικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν τον αποκλεισμό είναι ότι η μαντίλα είναι σημάδι καταπίεσης. Η αλήθεια είναι ότι η θρησκεία αναπαράγει τις κυρίαρχες ιδέες και συνήθειες που υπάρχουν στην κοινωνία. Κάθε θρησκεία υπερασπίζεται τις οικογενειακές αξίες, που έχουν σαν σκοπό να κρατούν τη γυναίκα σε υποδεέστερη θέση, σύμφωνα με την οποία της αποδίδεται αξία μόνο σε σχέση με την αναπαραγωγική δραστηριότητα, ενώ παράλληλα αποδίδονται μυθικές διαστάσεις στην πατρική εξουσία. Αλλά αυτό δεν αφορά αποκλειστικά το Ισλάμ. Στις Δυτικές κοινωνίες ο Καθολικισμός καταδικάζει την αντισύλληψη και την έκτρωση, απαγορεύει το διαζύγιο και νομιμοποιεί την ανισότητα ανάμεσα στα φύλα.

Η επίγνωση των αντιδραστικών αξιών που διαδίδονται από τις θρησκείες για κανένα λόγο δεν νομιμοποιεί τους αποκλεισμούς. Ακόμη κι αν αποδεχθούμε ότι οι νεαρές γυναίκες που φορούν μαντίλα καταπιέζονται είναι εντελώς παράλογο να θέλουμε τον αποκλεισμό τους απ' το σχολείο όπου μπορούν να σπουδάσουν μαζί με άλλες νεαρές γυναίκες που δεν φορούν μαντίλα, και όπου τους δίνεται η δυνατότητα της απελευθέρωσης. Αυτοί που υπερασπίζονται τους αποκλεισμούς έχουν γι' αυτό το λόγο μια απολύτως αντιφατική θέση -οι νεαρές γυναίκες που φορούν μαντίλα στο σχολείο από τη μια λογίζονται ως θύματα καταπίεσης και από την άλλη υποβάλλονται σε περαιτέρω καταπίεση. Στην πραγματικότητα, ο αποκλεισμός δεν κάνει άλλο από το να εντείνει την καταπίεση.

Ο σεξισμός στην κοινωνία
  
"Η μαντίλα συνιστά αναμφισβήτητα μια διάκριση σε βάρος των γυναικών, απαράδεκτη σε μια χώρα όπως η δική μας όπου τα δικαιώματα είναι σεβαστά". Πολλοί απ' αυτούς που υπερασπίζονται τους αποκλεισμούς στο όνομα των δικαιωμάτων των γυναικών ξεχνάνε πόσο ισχυρή είναι η καταπίεση των γυναικών στην κοινωνία μας. Ο Δυτικός κόσμος, έτσι θέλουν να λένε, είναι "προοδευτικός" και "εξελιγμένος", η θέση της γυναίκας είναι μια χαρά και αυτό θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο και για τους "καθυστερημένους" Μουσουλμάνους. Χρειάζεται να θυμίσουμε πόσο βαθιά σεξιστική είναι η κοινωνία "μας"; Στη Γαλλία ο μέσος μισθός των ανδρών είναι 25% υψηλότερος από των γυναικών για τις ίδιες δουλειές. Οι γυναίκες καταλαμβάνουν το 85% των θέσεων μερικής απασχόλησης. Οι γυναίκες στις σχέσεις τους αναλαμβάνουν το 98% της οικιακής καθαριότητας, το 96% των αγγαρειών του σπιτιού, το 80% των προμηθειών για το σπίτι, ενώ μόλις το 12% του κοινοβουλευτικού σώματος είναι γυναίκες.

Οι οικογένειες των μεταναστών και των Μουσουλμάνων ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Δεν υπάρχουν στατικές, πρέπει να πούμε, που να δείχνουν υψηλότερα ποσοστά οικιακής βίας στις Μουσουλμανικές ή μεταναστευτικές οικογένειες σε συγκρίσιμες περιστάσεις. Πράγματι, μεγαλύτεροι αριθμοί φτωχών μεταναστευτικών οικογενειών ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές που μαστίζονται από την ανεργία. Δεν υπάρχει ζήτημα άρνησης της καταπίεσης των Μουσουλμάνων γυναικών. Όμως αυτή η καταπίεση δεν έχει τις ρίζες της στο Ισλάμ -αλλά στο ρόλο που παίζει η οικογένεια στον καπιταλισμό. Η μαντίλα είναι ένα σύμβολο μιας πλευρά της κυριαρχίας των ανδρών πάνω στις γυναίκες. Παρ' όλα αυτά, η ιδέα ότι η καταπίεση μπορεί να πολεμηθεί μέσα από το στιγματισμό αυτού του συμβόλου ή εστιάζοντας στο θρησκευτικό ζήτημα δεν έχει καμία απολύτως αξιοπιστία.

Στην πραγματικότητα, σ' αυτή την "κοσμική και δημοκρατική" κοινωνία μας αφθονούν τα σύμβολα και οι θεσμοί που αναπαράγουν την καταπίεση. Ο γάμος είναι το τέλειο παράδειγμα, αλλά είναι κάτι πολύ ευρύτερο απ' αυτό, γιατί "η ιδέα της ιδιοκτησίας εκτείνεται πολύ μακρύτερα από τα όρια του νόμιμου γάμου" (Αλεξάνδρα Κολλοντάι). Η κύρια εστία της βίας κατά των γυναικών -του βιασμού και της κακοποίησης των παιδιών- είναι η καπιταλιστική οικογένεια (στο 90% των υποθέσεων βιασμού, ο βιαστής ανήκει είτε στην οικογένεια είτε στον ευρύτερο κύκλο της). Κανένας, παρ' όλα αυτά, δεν θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι οι άνδρες που παντρεύονται αναπαράγουν ή είναι υπεύθυνοι για τη γυναικεία καταπίεση. Κι όμως αυτή είναι η δικαιολογία των αριστερών ακτιβιστών που υποστηρίζουν τους αποκλεισμούς -ότι οι Μουσουλμάνες γυναίκες που καταπιέζονται και ως Μουσουλμάνες και ως γυναίκες υφίστανται ακόμα μεγαλύτερη καταπίεση.

Το βάρος του φονταμενταλισμού

Οι νεαρές γυναίκες που φορούν μαντίλα συχνά κατηγορούνται ότι πέφτουν θύματα χειραγώγησης των φονταμενταλιστών. Ο Αλαίν Φινκελκρό διακηρύσσει με βεβαιότητα ότι "όταν πηγαίνουν στο γυμνάσιο τις εξαναγκάζουν να φορούν μαντίλα. Επειδή δεν έχουν κανένα χώρο στους θεσμούς οι νεαρές γυναίκες βρίσκονται υπό την επιτήρηση των ιμάμηδων που κάνουν περιπολίες την ώρα του σχολάσματος για να διαπιστώνουν αν οι μαντίλες βρίσκονται στη θέση τους".

Αυτή η ανεκδιήγητη φαντασιοπληξία διακινείται από πολιτικούς, τον τύπο και την τηλεόραση κάθε φορά που έρχεται στην επικαιρότητα το θέμα της μαντίλας. Μια εξαιρετική κοινωνιολογική μελέτη αποδεικνύει πόσο αβάσιμα είναι αυτά τα παραμύθια:
Τα γεγονότα πίσω από τους σχολικούς αποκλεισμούς στη Μαντ και τη Λιλ συνέβαλαν στο να αποδειχθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις η μαντίλα δεν επιβάλλεται από την οικογένεια, αλλά επιλέγεται ελεύθερα -δεν βιώνεται ως κίνηση υποταγής αλλά αυτοπροσδιορισμού. Αυτές οι νεαρές γυναίκες είναι το προϊόν μιας κοινωνίας που επιδόθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια στους διωγμούς των μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική.
Το βιβλίο των Γκασπάρ και Χορσοχαβάρ επιφυλάσσει κάποιες εκπληκτικές αποκαλύψεις:
Συναντήσαμε έναν πολύ μεγάλο αριθμό νεαρών γυναικών που φορούν μαντίλα και μας φάνηκαν πολύ πιο κοντά στις μοντέρνες αντιλήψεις και συμπεριφορές απ' ότι εκείνες που δεν φοράνε μαντίλα. Η μεγάλη πλειοψηφία τους αντιτίθενται στην πολυγαμία (των ανδρών), στο να απαγορεύεται (στις γυναίκες) να εργάζονται εκτός σπιτιού, στην ανισότητα των δικαιωμάτων σε συγκεκριμένους χώρους, κλπ. Στις μεταξύ τους συζητήσεις δεν φαίνονται διατεθειμένες να παραιτηθούν από την προσωπική τους αυτονομία. Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να δεχθούν να μείνουν στο σπίτι ή να δεχθούν ένα γάμο από συνοικέσιο. Ακόμα και με τα μαλλιά τους καλυμμένα, οι κινήσεις τους ταιριάζουν περισσότερο με τη σωματική ευαισθησία της γαλλικής κοινωνίας, παρά με την παραδοσιακή Ισλαμική κοινωνία. Όταν διασκεδάζουν και στις κινήσεις τους, αλλά και γενικότερα στον τρόπο που σχετίζονται με τα άλλα κορίτσια και τα αγόρια αυτό φαίνεται πολύ καθαρά. Δεν αποφεύγουν τη σωματική επαφή με τους άλλους: δεν κλείνονται μέσα σ' ένα "χώρο ντροπής" όπου δεν χωρούν αγόρια. Στις συναναστροφές τους με τα αγόρια δείχνουν κατανόηση. Χρειάζεται να προσπαθήσει κανείς πολύ για να ανακαλύψει τα σημάδια της αυστηρής ηθικής των παραδοσιακών Μεσογειακών κοινωνιών στο φέρσιμό τους.
Στο προηγούμενο κρούσμα του 1994, ο υπουργός Παιδείας, Φρανσουά Μπαϊρού, έστειλε δυο εκπροσώπους των γυναικών μεταναστριών να μιλήσουν με τις νεαρές γυναίκες που φορούσαν μαντίλα. Η αναφορά τους, που είδε ελάχιστα το φως το δημοσιότητας, καταρρίπτει κάθε προκατάληψη. Μία από τις εκπροσώπους ανέφερε: 
Παραδόξως, το φαινόμενο έχει να κάνει με τη χειραφέτηση. Με τη μαντίλα αισθάνονται απελευθερωμένες. Βάζοντας τον εαυτό τους κάτω από την εξουσία του Θεού, αισθάνονται απελευθερωμένες από την εξουσία των πατεράδων και των αδερφών τους... Μια νεαρή γυναίκα μάλιστα μου είπε ότι με το που φόρεσε τη μαντίλα άρχισε να πηγαίνει σε δημόσιες συζητήσεις και συνελεύσεις.
Ο Πιερ Τεβαμιάν υπογραμμίζει πόσο υπεραπλουστευτικό είναι το να ταυτίζει κανείς τη "μαντίλα" με την "υποταγή". Οι νεαρές γυναίκες μπορεί να χρησιμοποιούν τη μαντίλα σαν μέσο απελευθέρωσης μολονότι μπορεί να είναι από άλλες απόψεις κυριαρχούμενες. Αυτό δεν αποτελεί εξιδανίκευση του ρόλο που παίζει η θρησκεία, το ότι δηλαδή πράγματι αποτελεί εργαλείο κυριαρχίας, αφού ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει εργαλείο σφυρηλάτησης μιας κοινωνικής ταυτότητας -μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο αντίστασης σε μια ρατσιστική κοινωνία όπου οι μετανάστες και οι Μουσουλμάνοι καταπιέζονται. Πραγματικά, ο κρατικός ρατσισμός έχει ενταθεί όσο προωθούνται οι συνεχιζόμενες πολιτικές λιτότητας που βάζουν στο περιθώριο όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού.

Αυτοί που υπερασπίζονται τους αποκλεισμούς εξαιρούν το Ισλάμ: "Η μαντίλα δεν είναι ένα καθαρά θρησκευτικό σύμβολο, όπως το φουλάρι που φοριέται γύρω από το λαιμό και των αγοριών και των κοριτσιών", είναι "το κίτρινο αστέρι της γυναικείας κατάστασης". Το Ισλάμ παραλληλίζεται με το φασισμό για να παρουσιαστεί σαν κάτι που πρέπει να πολεμηθεί. Ένας αριστερός βουλευτής το ξεκαθάρισε αυτό υποστηρίζοντας ότι ο νόμος δεν θα πρέπει να είναι γενικά κατά των θρησκευτικών συμβόλων. Προτιμότερο, η Ισλαμική μαντίλα να τεθεί εκτός νόμου γιατί συνιστά μια πραγματική απειλή. Το να συγκρίνει κανείς τη μαντίλα με το φασισμό στη Γαλλία είναι κάτι που ξεπερνάει κάθε όριο γελοιότητας.

Μια διαδεδομένη (και ιδιαιτέρως σοκαριστική) που επικρατεί στο κεφάλι κάποιων ανθρώπων είναι ο τρόπος με τον οποίο μπερδεύουν το Ισλάμ στη Γαλλία με το Ισλάμ σ' εκείνες τις χώρες που είναι η επίσημη θρησκεία του κράτους (Σαουδική Αραβία, Ιράν, κλπ). Αυτές οι δυο περιπτώσεις δεν μπορούν να εξισωθούν. Οι νεαρές γυναίκες που φοράνε μαντίλα στη Γαλλία δεν μπορούν να κατηγορηθούν για την κατάσταση που επικρατεί εκεί πέρα. Κι όμως κάποιοι λένε ότι το να φοράς τη μαντίλα στη Γαλλία σημαίνει να νομιμοποιείς τις επιθέσεις κατά των γυναικών σ' αυτές τις χώρες. Την καλύτερη απάντηση σ' αυτές τις μπούρδες την έδωσε μια φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Νέας Σορβόνης, "Μπορούμε να παλεύουμε εδώ για το δικαίωμά μας να φοράμε τη μαντίλα και την ίδια στιγμή να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των γυναικών στο Ιράν να μην τη φοράνε".

Η πάλη για τα δικαιώματα των γυναικών και η πάλη ενάντια στο ρατσισμό

Στη Γαλλία σήμερα η μεγαλύτερη απειλή για τα δικαιώματα των γυναικών έρχεται από την κυβέρνηση, και όχι φυσικά από τις νεαρές Μουσουλμάνες. Η δεξιά θέλει να επαναφέρει τα επιδόματα μητρότητας και να ξαναστείλει τις γυναίκες στο σπίτι. Οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό επηρεάζουν ιδιαίτερα τις γυναίκες. Όσο για τα επιχειρήματα που προβάλλονται σε σχέση με τη μαντίλα, οι αντιδράσεις της δεξιάς είναι ανοιχτά σεξιστικές και αντιδραστικές. Ο υφυπουργός Παιδείας Νταρκό δήλωσε πρόσφατα σχετικά με τις νεαρές γυναίκες που αποκαλύπτουν τον αφαλό τους ή τα στριγκάκια τους ότι, "Είναι φυσικό να ζητάς από τις νεαρές γυναίκες που μόλις αρχίζουν να γίνονται επιθυμητές να μην προκαλούν". Άλλοι θέτουν υπό αμφισβήτηση τα μικτά σχολεία. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα που τάχα υπερασπίζεται τους αποκλεισμούς για να υποστηρίξει την υπόθεση των γυναικών, δεν είχε κανένα πρόβλημα να επαναφέρει τη νυχτερινή δουλειά των γυναικών. Άρα η μάχη πρέπει να είναι ενάντια σε κάθε κίνηση που σκοπό έχει να βάλει τέλος στο δικαίωμα των γυναικών στην αντισύλληψη και την έκτρωση. Παλεύουμε για περισσότερους πόρους για τη γυναικεία χειραφέτηση: για να χτιστούν παιδικοί σταθμοί σε μεγάλη κλίμακα, για ελεύθερο διαζύγιο, για πραγματική ισότητα στη δουλειά, όχι μόνο στα χαρτιά.

Επειδή οι διακρίσεις είναι μια πραγματικότητα, οι καταπιεσμένοι μπορεί να οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι η καταπίεση είναι αυτή που ευθύνεται κυρίως για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Επειδή οι Μουσουλμάνοι υφίστανται διακρίσεις σε βάρος τους, μπορεί να πιστεύουν ότι αυτή η έλλειψη σεβασμού και η εργαλειοποίηση έχει να κάνει με το Ισλάμ. Οι νεαροί Άραβες μπορεί να πιστεύουν ότι η μόνη κοινότητα στην οποία μπορούν να βρουν αλληλεγγύη σε μια ρατσιστική κοινωνία είναι η Μουσουλμανική κοινότητα. Αυτό με τη σειρά του τους οδηγεί στο να αναζητούν μια θέση στη Μουσουλμανική θρησκεία. Μ' ένα συγκεχυμένο και συχνά υποσυνείδητο τρόπο, αυτή η διαβεβαίωση της ταύτισης κάποιο με τη Μουσουλμανική θρησκεία σε μια ρατσιστική και Ισλαμοφοβική κοινωνία είναι ήδη μια μορφή αντιστασιακού αγώνα γιατί οδηγεί σε μια μετωπική σύγκρουση με τη ρατσιστική προκατάληψη. Τη δεκαετία του 1960, ο Μάλκολμ Χ και ο πυγμάχος Μοχάμεντ Άλι εξήγησαν ότι εντάχθηκαν στο Έθνος του Ισλάμ γιατί οι απόγονοι των δούλων έπρεπε να έρθουν σε ρήξη με τη θρησκεία των δουλοκτητών τους. Αυτή η διαβεβαίωση τους οδήγησε στη σύγκρουση με το καταπιεστικό, ρατσιστικό κράτος των ΗΠΑ.

Πολλοί στην αριστερά και την άκρα αριστερά δικαιολογούν την υποστήριξή τους στους αποκλεισμούς στο όνομα της πάλης ενάντια στην καταπίεση των γυναικών -ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πάλη εναντίον, αντί στο πλευρό, αυτών των γυναικών. Μια τέτοια αντίληψη για την πάλη οδηγεί στην ιδέα ότι μια μειοψηφία που έχει καλές προθέσεις και ταυτόχρονα κατέχει την αλήθεια μπορεί να πείσει την πλειοψηφία ανεξάρτητα από κάθε διαδικασία διαμόρφωσης της συνείδησης μέσα από την εμπειρία της διαπάλης και της αντιπαράθεσης των ιδεών.

Οι Μουσουλμάνες γυναίκες γίνονται έτσι απειλή που χρειάζεται να πολεμηθεί και να απομονωθεί! Αποκλείονται απ' τους κοινούς αγώνες ενάντια στο ρατσισμό μέσα από τους οποίους μπορούν να κερδηθούν και σε άλλους αγώνες -ενάντια στο σεξισμό και ενάντια στον καπιταλισμό. Έχουμε ξανασυναντήσει αυτή τη λογική και σε άλλες περιπτώσεις. Η δικαιολογία για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν ήταν θα απελευθέρωνε τις γυναίκες από την καταπίεση και την μπούργκα. Η αλήθεια είναι ότι καμία απελευθέρωση δεν μπορεί να έρθει απ' έξω, και ακόμα λιγότερο να βασιστεί σε ένα κράτος, που είναι και το ίδιο σεξιστικό, ρατσιστικό και ιμπεριαλιστικό. Όπως είπε και ο Ιβ Σιντομέ στο φόρουμ για τους αποκλεισμούς στο Ομπερβιγιέ. "Η χειραφέτηση των νεαρών γυναικών με τη βία είναι μια οικτρή αυταπάτη. Το όραμά μας είναι αυτό της αυτοχειραφέτησης. Οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι μπορούν να απελευθερώσουν τον εαυτό τους μέσα από τους δικούς τους αγώνες.

Οι αποκλεισμοί δεν μπορούν να έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα. Απομονώνουν τις νεαρές Μουσουλμάνες γυναίκες απ' τον υπόλοιπο κόσμο και το μόνο που δυναμώνει είναι την κοσμοθεωρία τους ότι πρόκειται για μια διαμάχη μεταξύ Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων.

Μαντίλα και κοσμικότητα

Το άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να δικαιολογήσει τους αποκλεισμούς είναι η ανάγκη να υπερασπιστούμε την κοσμικότητα, που υποτίθεται ότι υποσκάπτεται από τις νεαρές γυναίκες που φορούν μαντίλα. Ο ορισμός της κοσμικότητας είναι πρώτα και κύρια ότι η παιδεία είναι "ανεξάρτητη από κάθε θρησκευτικό δόγμα". Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μαθητές του σχολείου στερούνται θρησκευτικών πεποιθήσεων. Αυτοί που διοικούν το παρόν σύστημα υποστηρίζουν τη θεωρία ότι η κοσμική παιδεία είναι αμερόληπτη. Το σχολείο πρέπει να είναι απολίτικο "άσυλο" που προστατεύει τα παιδιά από τους καβγάδες των ενήλικων. Παρ' όλα αυτά, το κοσμικό σχολείο είναι κάθε άλλο παρά αμερόληπτο όπως μαρτυρά η ίδια του η ιστορία.

Η γέννηση της κοσμικής παιδείας

Κάτω από τη φεουδαρχία υπήρχε μια σχεδόν συγχώνευση μεταξύ της προσωρινής εξουσίας του βασιλιά και της πνευματικής εξουσίας που ασκούνταν από την εκκλησία (τουλάχιστον, στη δύση). Στην πάλη της για την εξουσία, η αστική τάξη αναμείχθηκε και στον αγώνα για την ανατροπή της θρησκευτικής ιδεολογίας. Η κοσμικότητα που αναδύθηκε την περίοδο περίπου της Γαλλικής Επανάστασης έγινε η αρένα πολυάριθμων αγώνων στο 19ο αιώνα. Η θριαμβεύτρια αστική τάξη βάλθηκε να γκρεμίσει τα προπύργια του παλιού καθεστώτος ένα προς ένα. Έπρεπε να πάρει από τον έλεγχο της Καθολικής εκκλησίας την εκπαίδευση για αν ενσταλάξει στους ανθρώπους τη νικητήρια ιδεολογία της νέας τάξης στην εξουσία. Η επιθυμία της αστικής τάξης για ένα ανοιχτό εκπαιδευτικό σύστημα είχε την προοδευτική πλευρά της. Ταυτόχρονα, η αστική τάξη έδωσε στην κοσμικότητα μια ελιτίστικη χροιά. Η αξία της βρισκόταν στο πώς θα δικαιολογούσε τις κοινωνικές ανισότητες.

Αντιμέτωπα με την εμφάνιση των πρώτων συνδικάτων και σοσιαλιστικών κομμάτων, τα πιο φωτισμένα κομμάτια της αστικής τάξης κατάλαβαν ότι η δημοκρατική εκπαίδευση έπρεπε να επεκταθεί στις εργατικές τάξεις. Ο Ζιλ Φερρύ, ο περίφημος ιδρυτής της κοσμικής εκπαίδευσης, ήταν πολύ ξεκάθαρος:
Στα θρησκευτικά σχολεία οι νέοι παίρνουν μια εκπαίδευση που είναι απόλυτα εχθρική απέναντι στους σύγχρονους θεσμούς. Το παλιό καθεστώς επαινείται, όπως και οι προηγούμενες κοινωνικές δομές. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, φοβόμαστε ότι άλλα σχολεία, ανοιχτά στα παιδιά των εργατών και των χωρικών, πρόκειται να ιδρυθούν, με εκ διαμέτρου αντίθετες αρχές διδασκαλίας. Μπορεί αυτές οι αρχές να εμπνέονται από σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές ιδέες του πρόσφατου καιρού, όπως για παράδειγμα της βίαιης και δυσοίωνης περιόδου ανάμεσα στις 18 Μαρτίου και τις 24 Μαΐου 1871.  
Οι μέρες στις οποίες αναφέρεται είναι οι μέρες της Παρισινής Κομμούνας. Η εκπαίδευση είχε γίνει κρίσιμο ζήτημα. Το 1880 υπήρχαν 75.000 σχολεία υπεύθυνα για την εκπαίδευση 5,6 εκατομμυρίων μαθητών σε salles d'asile (φτωχά σπίτια) και σε ιδιωτικά και δημόσια πρωτοβάθμια εκπαιδευτήρια. 

Το 1881 ο Ζιλ Φερρύ εξασφάλισε την ψήφιση στη Βουλή της δωρεάν υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Το 1882 θεσμοθετήθηκε το κοσμικό δημόσιο σχολείο. Ήταν η γέννηση της δημοκρατικής εκπαίδευσης. 

Έπρεπε να κάνει την καθολική φοίτηση στα σχολεία υποχρέωση του κράτους απέναντι στις οικογένειες κάτω από την επίβλεψη της τοπικής εκπαιδευτικής αρχής. Και έπρεπε να εγγυηθεί αυτή την υποχρέωση απέναντι σε όλα τα παιδιά ηλικίας μεταξύ 6 και 13 ετών σε μια εποχή στα 1880 όπου πολλά παιδιά ακόμα δεν πήγαιναν κανονικά σχολείο αν εξαιρέσουμε τις ηλικίες μεταξύ 8 και 10 ετών. Μεγαλύτερη και πιο τακτική παρακολούθηση -αυτός ήταν ο σκοπός, που θα εξασφάλιζε ότι το σχολείο θα έπαιζε με αποτελεσματικότητα και πληρότητα το διπλό του ρόλο, της μόρφωσης και της εκγύμνασης. Η κρατική εκπαίδευση θα διαμόρφωνε τη μάζα του πληθυσμού έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις αυξανόμενες απαιτήσεις της εκβιομηχάνισης για μια ειδικευμένη εργατική δύναμη και στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Μπορούσε επίσης να αποτρέψει μια επανάληψη της Παρισινής Κομμούνας. Το γράμμα του Ζιλ Φερρύ προς τους δασκάλους των σχολείων, προς τους περίφημους "ουσάρους της δημοκρατίας", πρέπει να ιδωθεί κάτω απ' αυτό το πρίσμα: "Η αγάπη για τη δημοκρατία είναι εθνική πολιτική: χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες μεθόδους μπορείτε και οφείλετε να το ενσταλάξετε αυτό στα μυαλά των παιδιών". Η υποτιθέμενη αμεροληψία δεν μπορεί να κρύψει το πραγματικό ιδεολογικό μονοπώλιο που ασκείται από την κυβέρνηση πάνω στην εκπαίδευση. Το σχολείο φτιάχτηκε για να υπηρετεί την αποικιοκρατική και μιλιταριστική κρατική πολιτική. Το 1885 ο Φερρύ, ο επονομαζόμενος "Φερρύ του Τονκίν" (Τόνκιν είναι το όνομα που δώσανε οι αποικιοκράτες στο Βόρειο Βιετνάμ) είπε στο Εθνικό Συμβούλιο ότι αποικισμός οφείλονταν στο γεγονός ότι "οι υψηλότερες φυλές έχουν δικαιώματα πάνω στις κατώτερες φυλές. Έχουν δικαιώματα που απορρέουν από την υποχρέωσή τους να εκπολιτίσουν τις κατώτερες φυλές". Ο Ιβ Γκολουπό, διευθυντής του Μουσείου Εθνικής Εκπαίδευσης έκανε την εξής αποκάλυψη:
Αυτή ήταν η περίοδος των "σχολικών ταγμάτων" -μια δημοκρατική εφεύρεση που έβαλε σε εφαρμογή ο Πολ Μπερτ το 1882. Η ιδέα ήταν να εκμεταλλευτούν το χρόνο των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και να τους ενσταλάξουν την ιδέα της "πατριωτικής πολιτείας" μέσω στρατιωτικών ασκήσεων. Τα παιδιά έκαναν γυμνάσια με ξιφολόγχες προσαρμοσμένες στα ψεύτικα ξύλινα ντουφέκια τους. Αλλά τους πήγαιναν και σε στρατόπεδα έξω από τα σχολεία για να εκπαιδευτούν στη σκοποβολή με πραγματικά πυρά. Τα έπαθλα πήραν ένα χαρακτήρα παρόμοιο με το σταυρό της λεγεώνας της τιμής και, όσο για τιμωρία, ο βούρδουλας ήταν μια αποδεκτή πρακτική.
Για το Ζιλ Φερρύ, το σχολείο ήταν ένα μέσο για την "εκγύμναση" των αδαών μαζών στα χέρια της πολιτισμένης ελίτ, της δημοκρατικής αστικής τάξης. Το σχολείο έπρεπε να γίνει το μέσο για την καλλιέργεια και τη διάδοση των μύθων για το έθνος και την ιστορία της Γαλλίας:
Η εικόνα της Γαλλίας ως "προσώπου" γεννήθηκε στη γραπτή κουλτούρα που μεταβιβάστηκε από αιώνα σε αιώνα. Ήταν τα προνόμια μιας ελίτ ευγενών και υπαλλήλων, της αστικής και αριστοκρατικής διανόησης που κληρονομήθηκαν από την αστική τάξη που ίδρυσε την Τρίτη Δημοκρατία. Για τις ανάγκες της κρατικής εκπαίδευσης, η τελευταία καθαγίασε τη Γαλλία ως ενιαία και αδιαίρετη, που πέρασε από τα χέρια των βασιλιάδων κατευθείαν στο επαναστατημένο έθνος. Το κενό της πρώην βασιλεύουσας θρησκείας κάλυψε η νέα θρησκεία της Γαλλίας, εμπνευσμένη από τις εθνικιστικές και Γιακωβίνικες εκδοχές της επανάστασης. Αυτό έγινε το βάθρο όπου ανέβασαν τη φανταστική δημοκρατία.
Όπως εξηγούσε ο Μαρξ πριν από 150 χρόνια: "Οι κυρίαρχες ιδέες κάθε εποχής είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης". Η δημοκρατική ιδεολογία δεν αποτελεί εξαίρεση. Η "αμερόληπτη παιδεία" ποτέ δεν ήταν στις προθέσεις του Ζιλ Φερρύ. Το μόνο που ήθελε ήταν να τη βάλει στην υπηρεσία της αστικής τάξης. Παρά τη φήμη του, σαν θεμελιωτής της δημοκρατικής, κοσμικής εκπαίδευσης, ο Ζιλ Φερρύ ποτέ δεν δίστασε να κάνει συμβιβασμό πάνω στο συμβιβασμό με τους συντηρητικούς:
Υπήρχε μια συναίνεση μεταξύ των δημοκρατικών πάνω στην κατάργηση των ρυθμίσεων που έδιναν στον κλήρο τον έλεγχο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Σε κάποιο βαθμό αυτό συνέβαλε στην ελευθερία της σκέψης. Στο όνομα της ελευθερίας της συνείδησης, όμως, θα μπορούσε να είχε επιτρέψει την ύπαρξη προαιρετικών μαθημάτων θρησκευτικών. Μια άλλη λύση τελικά επικράτησε: καθιερώθηκε μια μέρα ελεύθερη μαθημάτων για να μπορούν να πηγαίνουν τα παιδιά στο κατηχητικό.
Ήταν πιθανό στα περισσότερα σχολεία να διατηρήσει η Καθολική εκκλησία το θεσμό του εφημέριου. Το σχολικό ημερολόγιο βασίστηκε στο Καθολικό ημερολόγιο. Ο σταυρός παρέμεινε στις περισσότερες τάξεις. Ο Ζιλ Φερρύ αυτοπροσώπως εξήρε τις Χριστιανικές αξίες και την ανάγκη οι δάσκαλοι στο δημοτικό να καλλιεργούν τις πνευματικές αρετές των παιδιών. Όσο ο κρατικός έλεγχος πάνω στην παιδεία εξελίσσονταν, τόσο μεγάλωνε και η ζέση για ένα ιδιωτικό, ελιτίστικο και αντιδραστικό σχολείο. Το 1880 το θρησκευτικό εκπαιδευτικό κατεστημένο, που ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου Καθολικό, έφτανε τις 500.000. Αυτός ο αριθμός αυξήθηκε στο 1.125.000 στη στροφή του 20ου αιώνα. Η κρατική εκπαίδευση ήταν οτιδήποτε άλλο από αμερόληπτη. Ήταν ένα απαραίτητο ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο για την αποικιοκρατική πολιτική. Το κράτος χρειαζόταν τη στελέχωση των "λευκών" επιτελείων στις αποικίες του για να μπορεί ξεδιάντροπα να εκμεταλλεύεται και να λεηλατεί αυτές τις χώρες. Καθ' όλη την περίοδο της αποικιοκρατίας οι ιεραποστολές των Καθολικών ήταν ιδανικές για να παίξουν αυτό το ρόλο. Με το όπλο στο ένα χέρι και το σταυρό στο άλλο, το γαλλικό κράτος βάλθηκε να εκπολιτίσει Αφρική και Ασία. Η κοσμικότητα ήταν η μάσκα που κάλυπτε το πραγματικό πρόσωπο του καπιταλιστικού κράτους.

Παρ' όλα αυτά, η θέση της θρησκείας στο σχολείο δεν αμφισβητήθηκε ποτέ στα σοβαρά. Γιατί η αστική τάξη βρισκόταν σε διαρκή ανάγκη μιας ιδεολογίας και μιας μυθολογίας για να στηρίξει την κυριαρχία της, ποτέ δεν πολέμησε με συνέπεια τους θρησκευτικούς θεσμούς. Στην πραγματικότητα, συχνά συμμάχησε με την Καθολική ιεραρχία. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 ο νόμος που απαγόρευε στα θρησκευτικά τάγματα να διδάσκουν αναστάλθηκε. Το καθεστώς του Βισύ τον κατάργησε το 1940. Όταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε το 1918 η αστική τάξη αρνήθηκε να επεκτείνει το νόμο του 1905 στην Αλσατία-Μοζέλα (που προηγούμενα ανήκε στη Γερμανία) γιατί χρειαζότανε τη συμμαχία με την αντιδραστική Καθολική ιεραρχία για να σταματήσει την ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης που εμπνέονταν από τη Ρώσικη Επανάσταση.

Το 1951 προχώρησε σε καινούριους συμβιβασμούς. Επιτράπηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν κρατικές επιχορηγήσεις. Το 1959 παραχωρήθηκαν στα θρησκευτικά ιδρύματα ακόμα μεγαλύτερες διευκολύνσεις. Συμβόλαια όπου το κόστος της σχολικής ημέρας πληρώνονταν από το κράτος.

Μετά τη νίκη του 1981 η αριστερά μετακινήθηκε αστραπιαία για να αποφύγει την οποιαδήποτε σύγκρουση με την παραδοσιακή δεξιά που υποστήριζε την χριστιανοκαθολική εκπαίδευση. Ο Μιτεράν είχε υποσχεθεί το Spulen ακρώνυμο που σήμαινε ενιαία και κοσμική δημόσια εθνική εκπαίδευση. Ο σκοπός ήταν μια παιδεία απαλλαγμένη από τη θρησκεία. Το 1984, με τις κινητοποιήσεις της δεξιάς σε υπεράσπιση της ιδιωτικής εκπαίδευσης, η αριστερή κυβέρνηση εγκατέλειψε αυτή την ιδέα. Ο Αλέν Σαβαρί που ήθελε να κάνει μια έρευνα γύρω από τα προνόμια της ιδιωτικής εκπαίδευσης, αντικαταστάθηκε από το Ζαν-Πιερ Σεβενμάν, που επανέφερε το συντηρητικό νόμο Ντεμπρέ του 1959. 

Το δικαίωμα όλων των παιδιών στην εκπαίδευση

Πιστεύουμε ότι η κοσμικότητα πρέπει να προσδιορίζεται ως το δικαίωμα του κάθε παιδιού στη δημόσια εκπαίδευση. Αλλά η κοσμικότητα μ' αυτή την έννοια δεν χαίρει εκτίμησης. Το κράτος αρνείται να διαθέσει κονδύλια, για να προσλάβει εργαζόμενους, να χτίσει νέα σχολικά κτίρια ή να αγοράσει εξοπλισμό. Μετά το κίνημα των 500.000 μαθητών του 1998 η κυβέρνηση πρόσφερε "γενναιόδωρα" 200 εκατομμύρια φράγκα, που μοιράστηκαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ποσό αντίστοιχο αυτού που ξόδεψε το κράτος για τη συμμετοχή στις Παγκόσμιες Μέρες Νεολαίας κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Πάπα το 1997.

Η κοσμικότητα που υπερασπιζόμαστε έχει να κάνει με το διαχωρισμό της εκκλησίας από τη διδασκαλία -όχι με την υιοθέτηση μιας στάσης απέναντι στα θρησκευτικά πιστεύω των μαθητών. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε είδους δεσμό της διδασκαλίας με τα θρησκευτικά ιδρύματα. Είναι μια μάχη που κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει. Ένα 14χρονο κορίτσι αρνήθηκε επίμονα να παρακολουθήσει μαθήματα Καθολικισμού στο κρατικό σχολείο της Αγκοντάνζ στη Μοζέλα. Το Δεκέμβρη του 1999 το επίδομα της μητέρας της και της οικογένειάς της παρακρατήθηκαν από το τμήμα παροχών κατόπιν υποδείξεως του σχολικού επιθεωρητή. Απειλήθηκε ακόμα και με ποινική δίωξη. Στην Αλσατία και Μοζέλα τα θρησκευτικά μαθήματα είναι υποχρεωτικά. Η Σοσιαλιστική κυβέρνηση Ζοσπέν ίδρυσε ακόμα και δευτεροβάθμια εκπαιδευτήρια για σπουδές πάνω στον Καθολικισμό, τον Προτεσταντισμό και τον Ιουδαϊσμό (αλλά όχι για δασκάλους του Ισλάμ, παρά το γεγονός ότι το Ισλάμ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη θρησκεία στη Γαλλία). Σε εθνικό επίπεδο, η ιδιωτική εκπαίδευση που είναι κατά 95% χριστιανοκαθολική, επιδοτείται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος. Υπάρχουν επίσης 1.500 εφημέριοι που διδάσκουν σε κρατικά σχολεία. Ούτε ένα σχολικό ημερολόγιο δεν είναι αμερόληπτο. Οι Μουσουλμάνοι μαθητές επιπλήττονται για την απουσία τους κατά τη διάρκεια του Ιντ (αλ-Φίτρ), αλλά οι σχολικές διακοπές ταυτίζονται με τις θρησκευτικές διακοπές των Καθολικών, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και των Αγίων Πάντων. Ο υπουργός Παιδείας Λικ Φερί θέλει να επαναφέρει τα μαθήματα για τις "θρησκευτικές αλήθειες". Θα παραδίδονται από ιερείς, από Προτεστάντες πάστορες ή από δημόσιους φορείς. Αν είναι για το ζήτημα της υπεράσπισης της κοσμικότητας τότε έχουμε πολλές άλλες μάχες να δώσουμε αντί να στοχοποιούμε μερικές χιλιάδες νεαρές Μουσουλμάνες γυναίκες.

Η υπεράσπιση της κοσμικότητας προς το παρόν μπορεί να σημαίνει την υπεράσπιση των αντιδραστικών ιδεών και το πάρσιμο πίσω μιας σειράς κατακτήσεων του (Μάη του) 1968. Πολύ ορθά κάποιοι στην αριστερά, αλλά και στη δεξιά, καταδικάζουν τον τρόπο που ορισμένο λογότυπα σε μπλουζάκια, παπούτσια και βιβλία εισβάλλουν στο χώρο της αίθουσας. Έχουν και έτοιμη την απάντηση που δεν είναι άλλη από την επιστροφή των ενδυματολογικών κανόνων, την επαναφορά της σχολικής στολής. Μια σωστή αντίληψη μπορεί να οδηγήσει σε αντιδραστικά συμπεράσματα αν αποσυνδεθεί από τους αγώνες. Οι στολές δεν είναι πιο προοδευτικές από τα λογότυπα. Ποτέ δεν έθεσαν υπό αμφισβήτηση την κοινωνική ανισότητα. Το αίτημα επαναφοράς τους σηματοδοτεί την επιστροφή στον αυταρχισμό και τις "ηθικές αξίες". Ο Λικ Φερί είναι ένα καλό παράδειγμα αυτής της αντιδραστικής προσπάθειας. Είναι αυτός που είπε ότι πρέπει να πολεμήσουμε το πνεύμα του Μάη του '68. Διασαφήνισε την πολιτική του σε ένα φόρουμ στη Le Monde.
Το μήνυμα που δίνεται στη νεότερη γενιά μέσα από την ιδεολογία που ενέπνευσε τις 35 ώρες δουλειάς είναι πολύ άσχημο. Βλέπει τη δουλειά σαν εχθρό και σαν σκοπό της ζωής την επέκταση του ελεύθερου χρόνου -πολύ λάθος. Αυτό το σφάλμα μπορεί ακόμα και να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την εκπαιδευτική διαδικασία που καθοδηγείται ήδη περισσότερο από το φόβο της βαρεμάρας παρά από την ομορφιά της προσπάθειας.
Ακολουθώντας τις πολιτικές της Συνομοσπονδίας Γαλλικών Επιχειρήσεων (MEDEF) είναι απλά παραπάνω από πρόθυμος να αγνοήσει τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων (απολύσεις, εργασιακή επισφάλεια, οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οικογένειες, προοδευτική καταστροφή των δημόσιων υπηρεσιών) για να καταλήξει σ' ένα ακόμη πιο άνισο εκπαιδευτικό σύστημα, ένα μέρος του οποίου είναι ιδιωτικοποιημένο. Η εκπαιδευτική πολιτική του Ραφαρέν θα παράξει τα ίδια αποτελέσματα με του Ρήγκαν ή της Θάτσερ -δηλαδή μεγαλύτερη ανισότητα στο σχολείο. Για να φτάσει εκεί πρέπει να επιτεθεί στη νεολαία που βγήκε στους δρόμους ενάντια στο Λεπέν ή τον Μπους, ή που πήγαν στο αντικαπιταλιστικό φεστιβάλ του Λαρζάκ. Η δηλητηριώδης συνταγή του Λικ Φερί είναι η ακόλουθη: "Η παιδαγωγική αυταπάτη, που προκάλεσε ένα χάος για δεκαετίες, είναι η εξής: για πολύ καιρό πιστεύαμε ότι το κίνητρο και η αυτοσυγκράτηση δεν πάνε μαζί". Πρέπει να σταματήσουμε τη νεολαία! Ο υπουργός νεολαίας του Φερί, Νταρκό, είπε για την Άλμα και τη Λίλα επιτιθέμενος στις νεαρές Μουσουλμάνες γυναίκες, "Αν δεν σας αρέσει η Γαλλική Δημοκρατία, να πάτε αλλού". Η επίθεση στις νεαρές Μουσουλμάνες γυναίκες είναι μόνο η αρχή. Θέλει να εμπεδώσει την υπακοή απέναντι σε μια ισχυρή εξουσία, με σκοπό αυτή η συμπεριφορά να επεκταθεί και στους χώρους δουλειάς.

Η κίνηση του Φερί -και πριν απ' αυτόν των Σοσιαλιστών υπουργών Λανγκ και Αλέγκρ- να κόψει τις δαπάνες για την παιδεία οδηγεί τα σχολεία σε συμβάσεις με τον ιδιωτικό τομέα. Διαδοχικές κυβερνήσεις της δεξιάς και της αριστεράς δεν έκαναν τίποτα για να αποθαρρύνουν την αυξανόμενη διείσδυση των ιδιωτικών επιχειρήσεων στην κρατική εκπαίδευση. Το δικό μας είδος κοσμικότητας είναι "πετάξτε έξω την αγορά απ' την εκπαίδευση", "τα σχολεία δεν είναι για ξεπούλημα" και "δωρεάν παιδεία για όλους". Το αντικαπιταλιστικό κίνημα πρέπει να αναπτυχθεί και να δώσει υποστήριξη στους δασκάλους που παλεύουν ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας παιδείας.

Η κοσμικότητα ήταν η αρχή που η αστική τάξη έκανε σημαία της στον αγώνα ενάντια στην αριστοκρατία. Τώρα χρειάζεται μια θρησκεία για να ψαλιδίσει τα ιδανικά του 1789 στο επίπεδο του μύθου προκειμένου να δικαιολογήσει την κυριαρχία της. Η πραγματική κοσμικότητα πρέπει να έχει δύο προϋποθέσεις: από τη μία, πλήρης διαχωρισμός των θρησκευτικών θεσμών από το κράτος, από την άλλη, η δημιουργία μιας ενιαίας εντελώς δωρεάν κρατικής εκπαίδευσης που να είναι ανοιχτή για όλους, όποια κι αν είναι η θρησκεία τους, είτε πιστεύουν είτε όχι. Και να είναι ανεξάρτητη από κάθε ιδιωτικό συμφέρον.

Το "ουδέτερο" εκπαιδευτικό σύστημα είναι μια αυταπάτη. Θέλουμε ένα σχολείο, που να είναι παράθυρο στον κόσμο, στο όποιο οι συζητήσεις που σαρώνουν την κοινωνία να είναι εγγενές κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η κοσμικότητα στη σημερινή μορφή της εμποδίζει την ελευθερία έκφρασης και αδυνατίζει ακόμα περισσότερο τους καταπιεσμένους. Τα κρατικά σχολεία είναι αντικείμενο των καπιταλιστικών συμφερόντων -όπως ήταν και πριν 100 χρόνια. Εμείς παλεύουμε για κάτι τελείως διαφορετικό -ένα εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς ταμπού που να ενώνει τους καταπιεσμένους και τους εκμεταλλευόμενους, που να διδάσκει κάθε θρησκεία, κάθε πλέγμα ιδεών και πολιτιστικής κληρονομιάς της κάθε κοινωνίας, που να κάνει την ανθρώπινη ιστορία ένα εργαλείο χειραφέτησης, όχι κυριαρχίας. Αυτό το είδος σχολείου βρίσκεται σε αντίθεση με τους κρατικούς θεσμούς της αστικής τάξης και θα χρειαστεί να την ανατρέψουμε. Σε συμμαχία με τους καταπιεσμένους, την εργατική τάξη, που είναι πλειοψηφική, που η δίψα της για μάθηση είναι τεράστια, αφού της την έχουν στερήσει και που είναι η μόνη τάξη στην κοινωνία που έχει συμφέρον να ανατρέψει αυτή την κατάσταση.

Συμπέρασμα

Η διαφωνία για τη μαντίλα φέρνει στην επιφάνεια ένα σημαντικό και περίπλοκο ζήτημα που αφορά την καταπίεση και στο οποίο οι Μαρξιστές πρέπει να έχουν απάντηση. Το παράδειγμα που μας δίνει ο Τόνι Κλιφ έχει πολλά να πει πάνω σ' αυτό:
Αν ταξιδεύω σ' ένα πολύ βρώμικο τρένο, ως λευκός άνδρας κάτω απ' τον καπιταλισμό θα έχω μια θέση στο παράθυρο. Η γυναίκα ή ο μαύρος θα έχουν μια θέση μακριά απ' το παράθυρο σ' ακόμα χειρότερες συνθήκες από μένα. Αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι το τρένο. Δεν έχουμε κανέναν έλεγχο πάνω στον οδηγό που μας πάει στην άβυσσο. 
Επειδή οι προκαταλήψεις που διαιρούν το γαλλικό λαό από τους Άραβες, τους Χριστιανούς από τους Μουσουλμάνους είναι μεγάλο εμπόδιο στο δρόμο για την ανθρώπινη χειραφέτηση, οι επαναστάτες πρέπει να υπερασπίζονται τους καταπιεσμένους χωρίς προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς να απαιτεί ότι οι καταπιεσμένοι (στην προκειμένη περίπτωση οι Μουσουλμάνοι στη Γαλλία) πρώτα να απαλλαχθούν από τις μπερδεμένες ιδέες τους και μετά να παλέψουν ενάντια στην καταπίεση που ζούνε στο πετσί τους. Αυτό σημαίνει άρνηση του ρόλου που παίζει η καταπίεση στην εξασφάλιση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης.

Η αλήθεια είναι ότι ο αντιμουσουλμανικός ρατσισμός αδυνατίζει την εργατική τάξη σαν σύνολο και διαιρεί επιπλέον τα κοινά τους συμφέροντα. Το να μην δίνουμε τη μάχη εναντίον του μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες. Όπως 100 χρόνια πριν που οι σοσιαλιστές γύρω απ' το Ζιλ Γκεντ αρνήθηκαν να αντιταχθούν στη δίωξη ενός Εβραίου, του Ντρέιφους γιατί ως στρατιωτικός υπάλληλος δεν ανήκε στην εργατική τάξη. Η υπόθεση του δεν αφορούσε τους εργάτες, σύμφωνα με τον Γκεντ. Αυτή η σύγχυση σήμαινε ότι αποτύγχανε να δώσει τη μάχη ενάντια στο ρατσιστικό δηλητήριο του αντισημητισμού, που διαιρούσε και αδυνάτιζε την εργατική τάξη. Ο Γκεντ πέρασε στο στρατόπεδο του πιο αηδιαστικού εθνικισμού και ρατσισμού όταν, το 1914, έγινε υπουργός στην κυβέρνηση που έστειλε τους Γάλλους εργάτες στη σφαγή με τα ταξικά τους αδέρφια τους Γερμανούς. Αν η ριζοσπαστική αριστερά επαναλάβει το ίδιο λάθος με την Ισλαμοφοβία σήμερα, θα το πληρώσει πολύ ακριβά.

Την περίοδο των ταραχών στη βιομηχανία αυτοκινήτων τη δεκαετία του 1980, ο Πιερ Μορουά, πρωθυπουργός του Σοσιαλιστικού Κόμματος, δήλωσε ότι αυτή ήταν μια απεργία που "τη χειραγώγησαν οι αγιατολάδες". Ήθελε να σπάσει την απεργία σ' έναν τομέα της βιομηχανίας όπου η πλειοψηφία των εργατών ήταν μετανάστες. Αυτή η στρατηγική δεν δουλεύει πάντα. Το 1982 όταν οι εργάτες της Citroën βγήκαν σε απεργία η διεύθυνση προσπάθησε να στήσει την ίδια προβοκάτσια. Πρόσφεραν μόνο χοιρινό με κρασί στους εκπροσώπους του συνδικάτου, πολλοί από τους οποίους ήταν εργάτες με Ισλαμικό υπόβαθρο. Αυτό που δεν μπόρεσε να προβλέψει η διεύθυνση ήταν ότι θα αρνιόντουσαν όλοι την προσφορά, και οι Γάλλοι και οι μετανάστες.

Ο Λένιν έβαλε το ζήτημα πολύ απλά το 1902. Έγραψε ότι όταν οι εργάτες κατεβαίνουν σε απεργία για υψηλότερους μισθούς είναι συνδικαλιστές, αλλά όταν απεργούν διαμαρτυρόμενοι για τη βία ενάντια στους Εβραίους ή στους φοιτητές τότε γίνονται πραγματικοί σοσιαλιστές. Η αλληλεγγύη με τις νεαρές Μουσουλμάνες γυναίκες θα δυναμώσει την ενότητα όλων των εργατών, όποια κι αν είναι η θρησκεία τους. Αυτό δεν θα έχει μόνο τεράστιο αντίκτυπο στην πάλη ενάντια στο ρατσισμό. Θα δυναμώσει και την αυτοπεποίθησή μας να παλέψουμε κι όλα τ' άλλα ζητήματα.

 

Σχόλια