40 χρόνια από τη Xούντα



Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια απο το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967. Το πρώτο που χρειάζεται να ξεκαθαρίσει κανείς είναι οτι η Χούντα δεν ανήκει στην Ιστορία. Πολλοί απο τους στρατιωτικούς και πολιτικούς που πρωτοστάτησαν ζούνε ακόμα και δυστυχώς δεν βρίσκονται στην φυλακή. Επίσης ζούνε πολιτικά πρόσωπα και πολιτικοί αρχηγοί που τους έστρωσαν τον δρόμο και τους διευκόλυναν. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι ο πιο γνωστός αλλά δεν είναι ο μόνος. Συμμετείχε στο βασιλικό πραξικόπημα του 1965 για την ανατροπή της κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Εκείνη η «αποστασία» ήταν η πρώτη πρόβα τζενεράλε πραξικοπήματος που δεν πέτυχε. 

Ο πιο σημαντικός λόγος γιατί η Χούντα δεν ανήκει στην Ιστορία, είναι η ζωντανή εμπειρία για χιλιάδες αγωνιστές που βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, δολοφονήθηκαν,  είδαν τα σωματεία του να διαλύονται, την αριστερά να βγαίνει εκτός νόμου και για επτά χρόνια είχαν την εμπειρία της πιο σκληρής τυραννίας εν μέσο μιας «φιλειρηνικής και δημοκρατικής» Ευρώπης. Δεν ανήκουν  στην Ιστορία ούτε τα ερωτήματα πώς ήρθε η Χούντα, ποιοι την στήριξαν, γιατί δεν μπόρεσε η Αριστερά να σταματήσει το πραξικόπημα. Πώς γίνεται σε ένα κράτος ευρωπαϊκό, όπως η Ελλάδα, με ρυθμούς ανάπτυξης που θα ζήλευε εκείνη την περίοδο ο αναπτυγμένος ευρωπαϊκός βορράς να έχει η κυρίαρχη τάξη επιλογή της την στρατιωτική δικτατορία.

Η θεωρία ότι η Χούντα του Παπαδόπουλου, του Παττακού και του Μακαρέζου ήταν αυτονομημένη από την ΕΡΕ ( το κόμμα της δεξιάς τότε), από τα Ανάκτορα, την ηγεσία του στρατού και τους Ωνάσηδες είναι ένα ψέμα που δεν το πιστεύει κανείς σήμερα. 

Ο διεθνής ρόλος της Ελλάδας

Η δικτατορία ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης πολιτικής κρίσης της κυρίαρχης τάξης στη δεκαετία του ‘60, σε μια περίοδο που έβαζε στόχο να μπει στην ΕΟΚ και να αξιοποιήσει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που είχε στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Ελλάδα: νεοαποικισμός και επανάσταση». Σ’ αυτό το άρθρο ο Παπανδρέου προσπαθεί να περιγράψει τα διεθνή πλαίσια μέσα στα οποία έγινε το πραξικόπημα. «Υπάρχει μια φιλελεύθερη ερμηνεία που την υποστηρίζουν άτομα σαν τον Άρθουρ Σλέσιγκερ, και που στηρίζεται σε αυστηρή στρατιωτικό - στρατηγική αντιμετώπιση. Αυτή η άποψη υποστηρίζει, ότι στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, το Πεντάγωνο χρειάζεται να διαμορφώσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για νέο εξοπλιστικό σύστημα που σχεδιάζεται για συγκεκριμένο γεωπολιτικό χώρο. Η Ελλάδα είναι σημαντική στρατηγικά για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Αυτές οι επενδύσεις σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς δεν μπορεί να υπόκεινται στα ρίσκα των πολιτικών αλλαγών, της λαϊκής κυριαρχίας και των δημοκρατικών διαδικασιών. Επειδή είναι ρίσκο να αφήσουμε τον ελληνικό λαό να αποφασίσει εάν θέλει δώδεκα αμερικάνικες βάσεις στο έδαφος του, η δημοκρατία χρειάζεται να πεθάνει στην Ελλάδα.

Αυτή όμως η ερμηνεία δεν πάει και πολύ μακριά. Υπάρχει μια απλή ερώτηση: Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες ασχολούνται με τη Μέση Ανατολή που είναι τόσο μακριά από τις ίδιες; Εάν βάλεις αυτή την ερώτηση και μετά ρωτήσεις τι υπάρχει το πολύτιμο στην Μέση Ανατολή, τότε παίρνεις την απάντηση: «πετρέλαιο».

Ο Αλέξης Παπαχελάς στο βιβλίο του «Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας» δίνει την εικόνα του ρόλου της Ελλάδας στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο τον Ιούνη του 1967 (ο πόλεμος των 6 ημερών όπου το Ισραήλ άρπαξε εδάφη από την Αίγυπτο, την Ιορδανία και την Συρία και συνεχίζει να τα κρατάει ακόμα). «Τον Ιούνιο του 1967, η διεθνής συγκυρία βοήθησε καθοριστικά τις σχέσεις της Χούντας με την Ουάσιγκτον. Ο πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και τις αραβικές χώρες δημιούργησε σημαντικές ανάγκες για το αμερικάνικο Πεντάγωνο, μεταξύ άλλων για την χρησιμοποίηση των βάσεων στην Ελλάδα, τη μεταφορά αμερικανών πολιτών και συγγενών διπλωματικών υπαλλήλων σε ουδέτερη χώρα, καθώς και την πτήση αεροσκαφών στο ελληνικό εναέριο χώρο.

Ο  Ντιν Ράσκ, Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ εισηγήθηκε στο Λίντον Τζόνσον να ενισχύσουν τα εξοπλιστικά προγράμματα της Χούντας επειδή «έχουμε εγκαταστάσεις στην Ελλάδα οι οποίες είναι σημαντικές για την Αεροπορία, το Ναυτικό, τη CIA και την USIA, και η αξία των οποίων έχει αυξηθεί μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός υπογράμμισε τη σημασία της Ελλάδας (μαζί με την Τουρκία και το Ιράν) για τα αμερικάνικα συμφέροντα». 

Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τέτοια παραδείγματα που δείχνουν πόσο σημαντική θέση είχε η Ελλάδα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της Δύσης. Χρειάζεται, όμως, να ξεκαθαρίσουμε και κάτι επιπλέον.

Η συμμετοχή των ΗΠΑ στο στρατιωτικό πραξικόπημα και η στήριξη της Χούντας δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους εξάρτησης και νεοαποικίας, αλλά της δυνατότητας που πρόσφερε ο ελληνικός καπιταλισμός και οι δικές του βλέψεις στην περιοχή. Μιλάμε για περίοδο Ψυχρού Πολέμου και σκληρών ανταγωνισμών ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις ποια θα έλεγχε τα κρίσιμα σημεία. Και η Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια ήταν δύο απ’ αυτά.

Στα Βαλκάνια ο Τίτο είχε ήδη απομακρυνθεί από την Μόσχα και είχε αρχίσει τις οικονομικές συνεργασίες με τη Δύση. Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Τσεχοσλοβακία το ’68 έκανε  το Τίτο να ζητήσει και στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα είχε πολύ καλές σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία και πριν και κατά την διάρκεια της Χούντας. Τόσο πολύ ώστε να υπάρχει πρόβλημα για τους έλληνες αντιστασιακούς που ζητούσαν άσυλο στο Βελιγράδι. Υπάρχουν παραδείγματα που η αστυνομία του Τίτο συνέλαβε και παρέδωσε αντιστασιακό στα κάτεργα του Παπαδόπουλου.

Όσο για τις σχέσεις και το ρόλο της Ελλάδας στην Μέση Ανατολή, αυτά δεν ξεκίνησαν στην περίοδο του Πολέμου του 1967 αλλά ακόμα νωρίτερα. Τα ελληνικά τάνκερ μετέφεραν το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής και επένδυαν εκεί ένα μέρος από τα κέρδη τους. Ήταν αυτοί που είχαν άμεσο συμφέρον να τσακιστούν τα νασερικά κινήματα στην περιοχή, και ήταν στο πλευρό του Ισραήλ. Το μεγαλύτερο ατού της Ελλάδας στην περιοχή ήταν η Κύπρος. Το Κυπριακό είναι μια συνεχής προσπάθεια του ελληνικού κράτους και των κυβερνήσεων να χρησιμοποιήσουν την Κύπρο για τα δικά τους συμφέροντα.

Η διετία 1963-64 είναι η προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων σε συνεργασία με την κυπριακή να διαλύσουν στην πράξη τις συμφωνίες της Ζυρίχης και να περιορίσουν τους Τουρκοκύπριους σε θύλακες. Ήταν το πρώτο παράδειγμα «εθνικής εκκαθάρισης» για να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Σ’ αυτές τις επιλογές η Ελλάδα είχε με το μέρος της τις ΗΠΑ, όπως περιγράφει ο Παπαχελάς στο βιβλίο του: «Η κατάσταση στην Κύπρο παραμένει κρίσιμη. Στις 4 Ιουνίου (1964) η κρίση έφτασε σε πολύ επικίνδυνο σημείο, καθώς μια σειρά απο συμβάντα οδήγησαν σε ανοιχτή απειλή του Τούρκου πρωθυπουργού Ινονού, πώς η Τουρκία θα επενέβαινε στην Κύπρο....Όλα έδειχναν οτι η τουρκική επιχείρηση ήταν αναπόφευκτη, όταν ο πρόεδρος Τζόνσον έστειλε προσωπική επιστολή στον Ινονού στις 5 Ιουνίου. Ήταν πολύ σκληρό κείμενο, το οποίο έπεισε την Άγκυρα να ματαιώσει την απόβαση».

Η Ελλάδα δεν ήταν χρήσιμη για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για την Ευρώπη. Ο Μεϊνό στο βιβλίο του «Το στρατιωτικό Πραξικόπημα του Απριλίου του 1967» γράφει πώς «ο Φανφάνι, Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, όταν έγινε το πραξικόπημα δήλωσε οτι η απόφαση της επιβολής κυρώσεων κατά της Ελλάδας θα είχε σαν συνέπεια «την δημιουργία ενός επικίνδυνου προηγούμενου, αναμείξεως στις υποθέσεις μια χώρας μέλους». Και όπως διαπιστώνει ο Μεϊνό στο παραπάνω βιβλίο «Κάτω από τις συνθήκες αυτές ήταν μάλλον απίθανο, ατομικά ή σαν σύνολο, να έδιναν οι ευρωπαϊκές χώρες στα διαβήματα τους εναντίον των συνταγματαρχών μια διάσταση ή ένα περιεχόμενο που να εξασθένιζε πραγματικά το ενδιαφέρον και την αξία που έχει η Ελλάδα σαν κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας της Δύσεως».

Το κίνημα

Οι βλέψεις και τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα, ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τους στρατηγικούς στόχους του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Είναι η περίοδος που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είχε ανάγκη όχι μόνο από κράτη δορυφόρους αλλά και από κράτη που είχαν την δυνατότητα να ελέγχουν την περιοχή. Είναι η περίοδος των υποϊμπεριαλισμών και η Ελλάδα λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, γεωπολιτικής θέσης αλλά και βλέψεων των ελλήνων καπιταλιστών μπορούσε και ήθελε να παίξει αυτό τον ρόλο. Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε ήταν το κίνημα μέσα στην Ελλάδα.

Το κίνημα έμπαινε φουριόζο στις πολιτικές εξελίξεις και τις καθόριζε. Δεν ήταν κάποιες ιδιαίτερες δομές του «μετεμφυλιακού» κράτους που οδήγησαν στην Χούντα, αλλά ο τρόμος της κυρίαρχης τάξης απο ένα κίνημα που έβαζε την σφραγίδα του στις πολιτικές εξελίξεις παγκόσμια και στην Ελλάδα στην δεκαετία του ’60. Οι «δομές» υπήρχαν, όπως άλλωστε και σε άλλες χώρες (π.χ. Ιταλία όπου αντί για τον ΙΔΕΑ υπήρχε η «Γκλάντιο» και η «Κόκκινη Πρεσβεία»). Αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η έκταση της πολιτικής κρίσης της άρχουσας τάξης μπροστά  το κύμα που ξέσπασε απο κάτω.

Στην Ελλάδα ο Μάης του ‘68 ξεκίνησε πιο νωρίς όταν οι φοιτητές διαδήλωναν για δημόσια και δωρεάν παιδεία το ’63-’64 και ανάγκασαν την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου να υιοθετήσει αυτό το αίτημα μόλις κέρδισε τις εκλογές. Παράλληλα το εργατικό κίνημα δημιουργούσε καινούργια συνδικάτα στηρίζοντας την κίνηση των 115 και βάζοντας φρένο στην προσπάθεια των αφεντικών να κρατήσουν την νέα εργατική τάξη ανοργάνωτη. 

Ήταν ένα πολιτικό κίνημα που όπως και σήμερα εμπνεόταν απο τους αγώνες στην Λατινική Αμερική, συμμετείχε στο αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, δημιούργησε αντιπολεμικές οργανώσεις όπως τον «Σύλλογο Μπέρτραντ Ρασελ» για τον μονομερή αφοπλισμό και τάχτηκε αλληλέγγυο στα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα δημιουργώντας την «Κίνηση Φίλων Νέων Χωρών του Τρίτου Κόσμου» (ΦΝΧ). Ήταν αυτό το κίνημα που βρέθηκε μπροστά στα Ιουλιανά και έμεινε στον δρόμο για 70 μέρες διαψεύδοντας τα σχέδια των Ανακτόρων και ανατρέποντας τρεις κυβερνήσεις. Μπορεί οι εργάτες να μην κατάλαβαν τα εργοστάσια όπως τον Μάη του ’68 στην Γαλλία, ούτε οι φοιτητές τις σχολές, αλλά η δυναμική που άνοιξε μπορούσε να φτάσει μέχρι την ανατροπή της Bασιλείας εάν η Αριστερά δεν συμβιβάζονταν τόσο εύκολα.

Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο άρθρο του «Η ελληνική Χούντα» στο New Left Review περιγράφει πώς εκείνη την περίοδο οι έλληνες καπιταλιστές έβλεπαν θετικά την προοπτική να μπουν στην ΕΟΚ και διεκδικούσαν από το κράτος να τους στηρίξει. «Η θέση των ελλήνων καπιταλιστών στην Κοινή Αγορά εξαρτιόταν από την ικανότητα του ελληνικού κράτους να κρατήσει ένα ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης και μια συνεχή άνοδο της ζήτησης. Ήταν μ’ αυτόν τον τρόπο που οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό ή να συνυπάρχουν με διεθνή μονοπώλια σε λίγο ως πολύ ικανοποιητικές συνθήκες».

Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας το 1960 δεν δίνει την εικόνα ενός υπανάπτυκτου και εξαρτημένου καπιταλισμού αλλά μιας ανερχόμενης οικονομικής δύναμης μέσα στην Ευρώπη. Απο το 1952 έως το 1970 για 18 χρόνια, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ήταν γύρο στο 6%, και ο ρυθμός ανάπτυξης των επενδύσεων ανέβηκε απο το 14,3% στο 24,6%. Οι επενδύσεις δεν στηρίζονταν στο «ξένο» κεφάλαιο, αλλά στους έλληνες εφοπλιστές που επένδυαν τα κέρδη τους στην Ελλάδα, σε τράπεζες, βιομηχανίες, ναυπηγεία, τουρισμό, συγκοινωνίες. Ο Ωνάσης, ο Νιάρχος, ο Ανδρεάδης, ο Μποδοσάκης, δεν περιορίζονταν μόνο στα τάνκερ και στο πετρέλαιο αλλά αγόρασαν ναυπηγεία, διυλιστήρια, σιδηρόδρομους συμμετέχοντας στο ελληνικό μπουμ του ’60. Με την Χούντα αυτές οι επενδύσεις ήρθαν ακόμα πιο μαζικά γιατί οι συνταγματάρχες τους εξασφάλισαν την διάλυση των συνδικάτων και το τσάκισμα των διεκδικήσεων.

Το πραξικόπημα της Χούντας, λοιπόν, δεν ήταν απλά μια προέκταση αντιδημοκρατικών μηχανισμών σαν κατάλοιπο προηγούμενων εποχών υπανάπτυξης και εξάρτησης. Ήταν κατοχύρωση των γεωπολιτικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης που συμβάδιζαν με τις ανάγκες των ΗΠΑ στην περιοχή. Και κατοχύρωση της οικονομικής στρατηγικής της που συμβάδιζε με τα  σχέδια της ΕΟΚ. Όλοι αυτοί ήθελαν πυγμή απέναντι στο κίνημα που απειλούσε τις επενδύσεις, τις βάσεις και την πολιτική σταθερότητα τους. Και την βρήκαν με το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών.

Και η Αριστερά;

Ο Αντόνιο Γκράμσι στο αποκορύφωμα της Κόκκινης Διετίας, το Μάη του 1920, προειδοποιούσε ότι «η παρούσα φάση της ταξικής πάλης στην Ιταλία είναι η φάση που προηγείται-είτε της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας απο το επαναστατικό προλεταριάτο είτε μιας τρομερής αντίδρασης από την πλευρά της κυρίαρχης τάξης και της κυβερνώσας κάστας. Δεν πρόκειται να διστάσουν στη χρησιμοποίηση των πιο βίαιων μέσων για να εξαναγκάσουν το βιομηχανικό και αγροτικό προλεταριάτο σε πλήρη υποταγή» (σελ.35). Μ’ αυτό τον τρόπο ο Γκράμσι προειδοποιούσε το Σοσιαλιστικό Κόμμα να στηρίξει τους εργάτες του Τορίνο και να βοηθήσει να απλωθεί η απεργία σε όλη την Ιταλία. Ο λόγος του αποδείχτηκε προφητικός για την Ιταλία της Κόκκινης Διετίας. Την ήττα των απεργών ακολούθησε η μαύρη τρομοκρατία των φασιστών και η άνοδος του Μουσολίνι στην εξουσία το 1922.

Έξι μήνες μετά τα Ιουλιανά, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ συνεδρίασε τον Γενάρη του 1966, εκτίμησε την κατάσταση και κατέληξε σε προτάσεις που απευθύνονταν προς τα μέλη του κόμματος και προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Αφού καταδίκαζε οποιαδήποτε απειλή πραξικοπήματος και ζητούσε ελεύθερες εκλογές, προχωράει στην δημόσια διαβεβαίωση οτι δεν βάζει θέμα βασιλιά. «Η 15 Ιουλίου εδημιούργησε σάλο εις την πολιτικήν ζωήν. Αι  ενέργειαι του Στέμματος έχουν θέσει εις  την συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού ακόμα και προβλήματα πολιτεύματος. Η ΕΔΑ παρά ταύτα,....θεωρεί, εκτιμημένης της καταστάσεως εις το σύνολον της, οτι μπορεί να συμφωνηθεί και να διακηρυχθεί απο τα πολιτικά κόμματα οτι δεν θέτουν πολιτειακόν ζήτημα..»

Η Αριστερά στην Ελλάδα τσακίζεται μετά τον Εμφύλιο, αλλά ξαναδυναμώνει πολύ γρήγορα. Σε λιγότερο από 10 χρόνια στις εκλογές του 1958 η ΕΔΑ θριαμβεύει, παίρνει 25%, γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση και βγάζει 78 βουλευτές. Ποτέ από τότε η Αριστερά στην Ελλάδα δεν έχει ξαναπιάσει τέτοιο ποσοστό ούτε τέτοιο αριθμό βουλευτών. Μπορεί διάφοροι εκ των υστέρων να υποστηρίζουν ότι αυτό το αποτέλεσμα ήταν συγκυριακό λόγω ανυπαρξίας αστικής αντιπολίτευσης, αλλά η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Στο έλος της δεκαετίας του ‘50 και στις αρχές του ‘60 ένα νέο κίνημα γεννήθηκε μέσα στα πανεπιστήμια και στους εργατικούς χώρους που μαζικοποίησε την ΕΔΑ. Aυτό τρομοκράτησε την κυρίαρχη τάξη και γι’ αυτό έκανε επανειλημμένες προσπάθειες να το τσακίσει: το 1961 με βία και νοθεία στις εκλογές για να μείνει η δεξιά στην κυβέρνηση, το 1963 με την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Ιούλη του 1965 με το βασιλικό πραξικόπημα. Το εντυπωσιακό ήταν ότι σε κάθε μια απ’ αυτές τις προσπάθειες ακολουθούσε ξεσηκωμός που ανέτρεπε τα σχέδια των από πάνω. Tαυτόχρονα όμως κάθε απόπειρα της κυρίαρχης τάξης να βάλει χέρι στο κίνημα και την Αριστερά κατέληγε σε μεγαλύτερη δεξιά προσαρμογή της ηγεσίας της ΕΔΑ.

Στα Ιουλιανά η ηγεσία της EΔA προσπάθησε από την αρχή να σταματήσει τις διαδηλώσεις, στο σύνθημα για «Γενική Απεργία» έστειλε τον κομματικό μηχανισμό να πείσει τους εργάτες ότι ήταν λάθος αίτημα, κι όταν φλεγόταν η Ομόνοια κατάγγελνε τους διαδηλωτές ως «προβοκάτορες». Δεν ήταν συγκυριακή η στροφή της. Ακολουθούσε την εξέλιξη των Κ.Κ. στην Ευρώπη και ιδιαίτερα του Ιταλικού. Η ΕΔΑ είχε ξεκινήσει τον ιστορικό συμβιβασμό με τα κόμματα και τους θεσμούς της αστικής τάξης πολύ πριν την ανακηρύξει ο Μπερλίγκουερ το 1974.

Στην Α’ Εβδομάδα Σύγχρονης Σκέψης που οργάνωσαν οι εκδόσεις Θεμέλιο, (ο εκδοτικός οίκος της ΕΔΑ),  το 1965 (12-20 Μάη), ένας από τους ομιλητές ήταν ο Αντόνιο Πεζέντι. Ήταν Γερουσιαστής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και μέλος της Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Ιταλικής Γερουσίας. Η ομιλία του ήταν για την διεθνή κατάσταση, για την συμμετοχή της Ιταλίας στην ΕΟΚ (η Ιταλία είναι ένα απο τα έξι ιδρυτικά μέλη) και για την στρατηγική του PCI. «Δεν μπορεί ποτέ να ξεχνιέται ο αποφασιστικός ρόλος που μπορεί να παίξει η εργατική τάξη και γενικά οι λαϊκές μάζες για την κατάκτηση μιας όλο και μεγαλύτερης οικονομικής και πολιτικής δύναμης, για να μπορέσει έτσι να διευθύνει την οικονομική και κοινωνική ζωή σε κάθε χώρα προς το εθνικό συμφέρον όλου του λαού». Ο Πεζέντι εκείνο το βράδυ ξεδίπλωνε την στρατηγική του «Ευρωκομουνισμού» και ζητούσε απ’ όλη την άλλη Αριστερά να την ακολουθήσει. Αυτή η συζήτηση γινόταν στην Αθήνα ένα μήνα πριν τα Ιουλιανά και δύο χρόνια πριν την δικτατορία.

Η αντίσταση

Η Χούντα κράτησε μόνο επτά χρόνια γιατί βρήκε μπροστά της αυτό το κίνημα που ήθελε να τσακίσει το βρήκε μπροστά της. Η δικτατορία δεν έπεσε μέσα από τις εσωτερικές αντιφάσεις και καυγάδες όπως υποστηρίζει ο Νίκος Πουλαντζας στο βιβλίο του «Η κρίση των δικτατοριών». «Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε ότι μόνο η συσσώρευση και η συμπύκνωση των αντιθέσεων μέσα στους μηχανισμούς των στρατιωτικών δικτατοριών προκάλεσαν την έναρξη της διαδικασίας για την ανατροπή αυτών των καθεστώτων» (σελ 176). Αυτή η περιγραφή είναι τελείως λανθασμένη και αγνοεί την αντίσταση που δημιουργήθηκε ενάντια στην δικτατορία.

Η Χούντα έβγαλε παράνομα τα συνδικάτα, την ΕΦΕΕ, έστειλε τους συνδικαλιστές στα ξερονήσια. Έβγαλε παράνομη την Αριστερά προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις για να τσακίσει κάθε προσπάθεια αναδιοργάνωσης του κινήματος. Παρόλα αυτά το 1968 ξεκινάνε ξανά. Το 1969 απεργούν οι πιλότοι της Ολυμπιακής Αεροπορίας και την ίδια χρονιά ξεκινάνε κινητοποιήσεις ενάντια στην συγχώνευση των ασφαλιστικών ταμείων. Η Χούντα αναγκάζεται να υποχωρήσει. Το 1971 κατεβαίνουν σε απεργία οι οδηγοί και οι εισπράκτορες στα πράσινα λεωφορεία και κερδίζουν. Το 1972 ξεκινάει απεργία στον Τύπο, στην Μάδεμ Λάκο, στα τρόλεϊ, στην ΔΕΗ (9). Η κατάληψη της Νομικής, οι κινητοποιήσεις των φοιτητών πριν από το Πολυτεχνείο, ανοίγουν παράθυρα ελπίδας και συντονισμού. Κάτω απ’ αυτό τον φόβο οι συνταγματάρχες συνέχιζαν έξι χρόνια μετά το πραξικόπημα να εφαρμόζουν τον στρατιωτικό νόμο σε όλες τις μεγάλες πόλεις.

Η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 σε δύο κόμματα, στο ΚΚΕ (Εσωτερικού) και στο ΚΚΕ ήταν η αναγνώριση της χρεοκοπίας της πολιτικής του κόμματος που καθοδηγούσε την Αριστερά στην Ελλάδα. Και τα δύο κόμματα παρ’ όλες τις διαφορές που είχαν, ήταν σύμφωνα στις βασικές επιλογές της Αριστεράς την δεκαετία του ’60, και γι’ αυτό υπεύθυνα για τις εξελίξεις.

Η κρίση και η διάσπαση του ’68, αποδέσμευσε μεγάλο κομμάτι από την ΕΔΑ και το ΚΚΕ, και τροφοδότησε την δημιουργία νέων επαναστατικών οργανώσεων και στην Ελλάδα. Η ΟΣΕ (αυτό ήταν το αρχικό όνομα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος) δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο από αγωνιστές που ξέκοβαν με τον ρεφορμισμό. «Γι’ αυτό κανένας αγώνας για το γκρέμισμα της στρατιωτικής δικτατορίας δεν μπορεί να πετύχει εκτός αν συγχρόνως είναι κοινωνικός αγώνας εναντίον του αστικού κράτους, δηλαδή αγώνας για την οικοδόμηση θεσμών και ιδρυμάτων που θα στηρίζονται στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και θα εξασφαλίζουν την συμμετοχή του παραγωγού σ’ όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας». Αυτή ήταν η στρατηγική πάνω στην οποία συγκροτήθηκε τότε η πρωτοβουλία να φτιάξουμε μια νέα επαναστατική οργάνωση που θα ξαναζωντάνευε μέσα από τις στάχτες της συμβιβασμένης Aριστεράς, τις ιδέες του Λένιν, του Τρότσκι, της Ρόζας και του Γκράμσι.

Η Χούντα δεν έπεσε επειδή «η πολιτική συνεργασιών της Αριστεράς βοήθησε στο να δυναμώσουν οι εσωτερικές αντιφάσεις στον στρατό», όπως υποστηρίζει ο Πουλαντζάς στο βιβλίο του (σελ.158), αλλά γιατί χιλιάδες αγωνιστές έδωσαν την ζωή τους και  συγκρούστηκαν με το πιο βάρβαρο πρόσωπο του καπιταλισμού. Eίναι αυτοί που έκαναν το Πολυτεχνείο και συνεχίζουν να παλεύουν για να αλλάζουν τον κόσμο. 


Μαρία Στύλλου, Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτωτ.62, Μάρτης-Απρίλης 2007




Σχόλια