Έχουμε ένα κόσμο να κερδίσουμε

Πάνος Γκαργκάνας, Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, Νο.26, Γενάρης-Φλεβάρης 1998


Η επέτειος των 150 χρόνων από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο έγινε αφορμή για να θυμηθούν οι εφημερίδες το Μαρξ. Οι ίδιες εφημερίδες, που στις αρχές της δεκαετίας του '90 συναγωνίζονταν ποια θα κλείσει πρώτη το Μαρξ και τον Ένγκελς "στο χρονοντούλαπο της ιστορίας", τώρα χαιρετίζουν τη δύναμη της γραφής και της σκέψης των συγγραφέων του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Διαπιστώνουν ότι μια νέα έκδοση στη Βρετανία πριν ένα χρόνο έγινε "μπεστ-σέλερ" με 60.000 αντίτυπα και ότι το φαινόμενο επαναλαμβάνεται στη Γαλλία φέτος με 30.000 αντίτυπα. Κι έτσι η επικαιρότητα του Μαρξ για τον 21ο αιώνα διακηρύσσεται από το περιοδικό "Νιου Γιόρκερ" της Νέας Υόρκης μέχρι την Καθημερινή και τα "Νέα". Ένα από τα πιο εντυπωσιακά εγκώμια ήρθε από το συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο, που έγραψε στο ιταλικό περιοδικό "Εσπρέσο" (και το αναδημοσιεύουν τα "Νέα"):
[Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο] αρχίζει με ένα φοβερό ήχο τυμπάνων, όπως η Πέμπτη του Μπετόβεν: "Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη"... Ύστερα μια εξιστόρηση σαν πέταγμα αετού, για τους κοινωνικούς αγώνες από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα ως τη γέννηση της αστικής τάξης... Στο τέλος αυτής της ελεγείας, ιδού η δραματική ανατροπή, ο μάγος είναι ανήμπορος να κυβέρνηση τις υποχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος ελευθέρωσε. Ο νικητής πνίγεται στην υπερπαραγωγή του. Υποχρεώνεται να βγάλει μέσα από τα στήθια του, να ξεγεννήσει μέσα από τα σπλάχνα του, τους ίδιους του τους νεκροθάφτες, προλετάριους.
Ένα μανιφέστο, λοιπόν, που στέκεται δίπλα σε κορυφαία αριστουργήματα όπως η μουσική του Μπετόβεν και η δραματική ρητορική του Σαίξπηρ, όπως συμπεραίνει ο Έκο. Κι όμως, η λογοτεχνική αξία του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ωχριά μπροστά στην πολιτική του δύναμη. Το καταπληκτικό με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι ότι η ανάλυση και οι διαπιστώσεις του για τη δυναμική του καπιταλισμού και τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, έχουν σήμερα πολύ μεγαλύτερη ισχύ απ' ότι πριν 150 χρόνια.

Κολοσσιαίες κρίσεις

Τότε, στις παραμονές των Επαναστάσεων του 1848, μόλις αχνοφαινόταν στον ορίζοντα της ιστορίας ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που προκαλεί κολοσσιαίες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις και ότι η δύναμη που μπορεί να τον αλλάξει και μάλιστα με επαναστάσεις που θα επισκιάσουν κάθε ιστορικό προηγούμενο, είναι οι απλοί εργάτες. Σήμερα αυτά τα τρία σημεία της μαρξιστικής στρατηγικής κουβαλούν τη σφραγίδα της επιβεβαίωσης ολόκληρου του αιώνα που τελειώνει.

Όταν ο Μαρξ έγραφε το Μανιφέστο, οι επαναστάσεις του 1848 δεν είχαν ξεσπάσει ακόμα. Σήμερα, ξέρουμε ότι ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε από την πάλη της εργατικής τάξης, από το μεγαλύτερο κύμα επαναστάσεων της ανθρώπινης ιστορίας το 1917-1923, από δραματικές κρίσεις όπως η δεκαετία του '30. Κανένα άλλο πολιτικό κείμενο αυτών των 150 χρόνων δεν μπορεί να συγκριθεί με το μεγαλείο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου που συμπύκνωσε προφητικά τη δύναμη της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα σε 50 σελίδες.

Ο καπιταλισμός έχει αλλάξει τρομερά από τα μέσα του 19ου αιώνα. Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραφαν το Μανιφέστο, η βιομηχανική καμινάδα ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο έξω από το ευρωπαϊκό τρίγωνο Μάντσεστερ-Λυών-Λιέγη. Κι ακόμα και μέσα σ' αυτή την καρδιά του καπιταλισμού, καμιά επιχείρηση, κανένα μεμονωμένο κεφάλαιο δεν είχε το μέγεθος και τη δύναμη να δεσπόζει στην αγορά της χώρας του, πολύ περισσότερο στην παγκόσμια αγορά. Σήμερα, αντίθετα, έχουμε φτάσει στην εποχή των πολυεθνικών που ελέγχουν την παραγωγή και κυριαρχούν στην αγορά από τον Καναδά μέχρι την Κίνα και από τη Σουηδία μέχρι τη Χιλή, την Αυστραλία και την Αφρική. Όμως πίσω από αυτές τις διαφορές ο καπιταλισμός παραμένει ένα σύστημα που οδηγεί σε κρίσεις, και μάλιστα σε κλίμακα ασύγκριτα μεγαλύτερη από το 19ο αιώνα. 

Γράφει το Μανιφέστο:
Στις κρίσεις ξεσπά κοινωνική επιδημία που σε κάθε προηγούμενη εποχή θα φαινόταν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται ριγμένη πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα 'λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός πόλεμος ερήμωσης, της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης... Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο... Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ' αυτές.
Στην αρχαιότητα και στη φεουδαρχική εποχή, οι κρίσεις, η πείνα, η εξόντωση ολόκληρων πληθυσμών, ήταν αποτέλεσμα λειψού ελέγχου της ανθρωπότητας πάνω στις δυνάμεις της φύσης. Αρκούσε μια φυσική καταστροφή για να καταδικάσει τους εργάτες στην πείνα, γιατί η σοδειά δεν ήταν αρκετή ως την επόμενη χρονιά. Στην εποχή του καπιταλισμού, το πρόβλημα είναι διαφορετικό. Ο έλεγχος της ανθρώπινης κοινωνίας πάνω στις δυνάμεις της φύσης είναι πολύ μεγαλύτερος, η παραγωγή πολύ πιο άφθονη. Αυτό όμως που παραμένει λειψό είναι ο έλεγχος της μεγάλης πλειοψηφίας των ίδιων των παραγωγών πάνω σ' αυτή την πανίσχυρη παραγωγική μηχανή. Κι έτσι εμφανίζεται αυτή η παρανοϊκή "επιδημία της υπερπαραγωγής", όπου από τη μια μεριά υπάρχουν βουνά από πορτοκάλια, λίμνες από λάδι ή ολόκληρα οικοδομικά συγκροτήματα παραμένουν κλειστά και την ίδια στιγμή υπάρχουν εκατομμύρια άνεργοι, άνθρωποι χωρίς τροφή και στέγη.

Τέτοιες κρίσεις τον περασμένο ήταν μικρής χρονικής διάρκειας και παροδικές. Οι ίδιες κρίσεις λειτουργούσαν σαν "κλαδευτήρι" που πέταγε στην άκρη μια σειρά επιχειρήσεις και άνοιγε το πεδίο για να ανθίσουν οι ανταγωνιστές τους στον επόμενο γύρο οικονομικής ανάκαμψης. Με μεγάλο κοινωνικό κόστος -τσακίζοντας τις ζωές των ανέργων, τα μεροκάματα και τις συνθήκες δουλειάς των εργαζόμενων και τα μικρομάγαζα των μικροαστών- ο καπιταλισμός ξανάπιανε το δρόμο της ανάπτυξης.

Ο καπιταλισμός κατάφερε να αναπτυχθεί, αλλά δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την τάση να ρίχνει την κοινωνία "σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας". Αντίθετα, στο γερασμένο καπιταλισμό των κολοσσιαίων επιχειρήσεων, οι κρίσεις έγιναν πολύ πιο μακρόσυρτες και το ξεπέρασμά τους πολύ πιο καταστροφικό. Αρκεί να σκεφτούμε τη Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του '30 -που ονομάστηκε Μεσάνυχτα του Αιώνα" με την τεράστια ανεργία, την άνοδο του Φασισμού και τη σφαγή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και σήμερα, η επικαιρότητα της κρίσης επικρατεί ξανά στις εξελίξεις, καθώς η Ευρώπη με τα 20 εκατομμύρια ανέργους κρατάει την αναπνοή της για το πού μπορούν να φτάσουν οι μετασεισμοί από τα Κραχ της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ και ο Ένγκελς γράφουν: "Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; Από το ένα μέρος καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από το άλλο, κατακτώντας καινούριες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο πολύπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις".

Να λοιπόν ο πρώτος λόγος γιατί το Μανιφέστο είναι ακόμα πιο δραματικά  επίκαιρο απ' όσο όταν γράφτηκε. Οι θυσίες και οι καταστροφές που απαιτεί ο καπιταλισμός για να βγει από τη σημερινή κρίση του μπορεί να κάνει τις προηγούμενες να μοιάζουν μικρά επεισόδια. Όμως, το Μανιφέστο επιβεβαιώνεται και στο δεύτερο σκέλος της στρατηγικής του: οι εργάτες σήμερα όχι μόνο έχουν περισσότερους λόγους να θέλουν την αλλαγή ενός επικίνδυνου συστήματος, αλλά έχουν και περισσότερες δυνατότητες να το πετύχουν.

Η δύναμη της εργατικής τάξης

Το 1848 η εργατική τάξη ήταν μια μικρή μειοψηφία του ανθρώπινου πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Έπρεπε να διαθέτει κανείς τη μεγαλοφυΐα ενός Μαρξ για να διακηρύξει ότι οι εργάτες "έχουν να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο". Δεν ήταν το αριθμητικό μέγεθος της εργατικής τάξης εκείνης της εποχής που οδήγησε το Μαρξ σ' αυτή τη διακήρυξη, αλλά η εκτίμησή του για την ιδιαίτερη θέση της εργατικής τάξης στην παραγωγή και η πρόβλεψή του ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού κουβαλάει μαζί της την ανάπτυξη της εργατικής τάξης.

Στα 150 χρόνια που πέρασαν από το Μανιφέστο, η ανάλυση του Μαρξ για την εργατική τάξη έχει αμφισβητηθεί ξανά και ξανά. Άλλοτε με αντιλήψεις για "μικροαστικοποίηση" ολόκληρων τμημάτων της και άλλοτε με θεωρίες για "συρρίκνωσή" της ή "ξεπέρασμά" της μέσα από την προχωρημένη τεχνολογία. Σχεδόν μόνιμη ήταν η αμφισβήτηση αν αποτελεί ενιαία τάξη: στις αρχές του 20ου αιώνα έβλεπαν διασπασμένη την εργατική τάξη οι αναλύσεις για διαχωρισμό της "εργατικής αριστοκρατίας" από την υπόλοιπη τάξη και στα τέλη του αιώνα λένε το ίδιο πράμα τα ιδεολογήματα της "μεταβιομηχανικής κοινωνίας των 2/3".

Η πορεία των πραγμάτων δικαιώνει το Μαρξ και σ' αυτό το ζήτημα. Ο καπιταλισμός απλώθηκε σε όλο τον πλανήτη και αναγκαστικά έκανε την εργατική τάξη πλειοψηφία στις περισσότερες χώρες. Η αριθμητική ανάπτυξη της εργατικής τάξης είναι ιλιγγιώδης. Το 1900 υπήρχαν 14,7 εκατομμύρια εργάτες στις ΗΠΑ, το 1970 είχαν φτάσει τα 55,3 εκατομμύρια. Στη δεκαετία του '80 η Νότια Κορέα μόνη της έχει περισσότερους εργάτες απ' όσους υπήρχαν την εποχή του Μαρξ στη Βρετανία. Στη δεκαετία του 1990, η μαζική προλεταριοποίηση των αγροτών στην Κίνα σήμαινε ότι η εργατική τάξη στις κινέζικες πόλεις μεγάλωνε με ρυθμό που προσθέτει μια ολόκληρη Κορέα κάθε χρόνο!

Αλλά και ποιοτικά η εξέλιξη της εργατικής τάξης την έκανε αντικειμενικά πιο δυνατή. Το προχώρημα της τεχνολογίας αναδεικνύει νέους κλάδους της εργατικής τάξης, αλλάζει τη σύνθεσή της, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει τη συνολική συλλογική δύναμη που αντλεί από τη θέση της στην παραγωγή. Οι εργάτες όχι μόνο είναι περισσότεροι αριθμητικά, αλλά και από τα χέρια τους εξαρτάται η κίνηση μιας πολύ πιο παραγωγικής μηχανής. Οι σημερινοί βιομηχανικοί εργάτες έχουν ασύγκριτα ανώτερα επίπεδα παραγωγικότητας από τους "μουντζούρηδες" του 19ου αιώνα. Και γύρω από το βιομηχανικό προλεταριάτο σήμερα χρειάζονται τεράστια εργατικά κομμάτια που απασχολούνται στις υπηρεσίες για τη στήριξη και αναπαραγωγή αυτού του τρομερά παραγωγικού εργατικού δυναμικού. Οι εργαζόμενοι στην εκπαίδευση, στην υγεία, στον τουρισμό, στα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι αναπόσπαστα τμήματα της τάξης που ο Μαρξ τοποθέτησε σαν πρωταγωνιστή της κοινωνικής αλλαγής.

Ο Μαρξ δεν χρησιμοποίησε στατικά κριτήρια "στυλ ζωής", ειδικότητας ή μισθολογικού κλιμακίου για να ορίσει την εργατική τάξη. Αντίθετα στηρίχθηκε στο δυναμικό κριτήριο της ιδιαίτερης θέσης των εργατών στις παραγωγικές σχέσεις. Οι αλλαγές στον καπιταλισμό έχουν σημάνει αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης, αλλά το δυναμικό κριτήριο παραμένει ο καλύτερος οδηγός για να καταλάβουμε το ρόλο και τη δυναμική της εργατικής τάξης.

Είναι η τάξη των ανθρώπων που δεν έχουν άλλο τρόπο να επιβιώσουν παρά μόνο πηγαίνοντας κάθε μέρα να προσφέρουν την εργασία τους. Σε εργοδότες που τους αμείβουν με μισθούς αρκετούς μόνο για να εξασφαλίσουν την επιβίωση της τρέχουσας και της μελλοντικής γενιάς εργατών. Και σε συνθήκες όπου τα εργασιακά καθήκοντά τους αποφασίζονται από τα πάνω, από τις διευθυντικές ιεραρχίες των επιχειρήσεων, ενώ οι ίδιοι είναι υποχρεωμένοι να υφίστανται τους ρυθμούς αυτών των αποφάσεων. Αυτή η τάξη έχει κοινά συμφέροντα απέναντι στην εκμετάλλευση και την καταπίεση όλων των τμημάτων της από το κεφάλαιο και γι' αυτό ιστορικά έχει πάντοτε καταφέρει να τα συσπειρώσει στην κοινή πάλη, όπως πρόβλεπε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. 70 χρόνια μετά τη συγγραφή του, τα Σοβιέτ της ρωσικής επανάστασης συσπειρώνουν σε ενιαία εργατικά συμβούλια ολόκληρη αυτή την τάξη, από τις εργάτριες ιματισμού μέχρι τους τορναδόρους κι από τις πλύστρες μέχρι τους σιδηροδρομικούς. Δεν χωράει η παραμικρή αμφιβολία ότι μια σύγχρονη εργατική επανάσταση μπορεί να πετύχει το ίδιο με πολύ μεγαλύτερη δύναμη: από τις εργαζόμενες στο φασόν μέχρι τους πιλότους κι από τους νέους που βρίσκονται μεταξύ ανεργίας και μαύρης εργασίας μέχρι τους χειριστές των ηλεκτρονικών υπολογιστών στις πολυεθνικές. 

Το δεύτερο μισό των 150 χρόνων από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι φορτωμένο με ακόμα περισσότερες εργατικές επαναστάσεις. Η εκρηκτική δύναμη της εργατικής τάξης σε επαναστατικές συνθήκες φάνηκε το 1936 στη Γαλλία και την Ισπανία, το 1944 στην Ιταλία και την Ελλάδα, το 1956 στην Ουγγαρία, το 1968-69 ξανά στη Γαλλία και την Ιταλία, το 1974 στην Πορτογαλία, το 1979 στην Περσία, το 1980 στην Πολωνία.

Επαναστατική στρατηγική

Από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο έχουμε να αντλήσουμε όχι μόνο την εκτίμηση ότι τέτοιες εκρήξεις θα προκύψουν ξανά, αλλά και τη στρατηγική για να είναι νικηφόρες. Παρόλο που στην εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα στο προσκήνιο οι πολιτικές δυνάμεις του ρεφορμισμού που τόσες φορές οδήγησαν στην ήττα τις εργατικές επαναστάσεις, το Μανιφέστο έχει μέσα του την κεντρική αντιπαράθεση της επαναστατικής με τη ρεφορμιστική στρατηγική. 

Αυτό συγκεντρώνεται σε δύο σημεία. Πρώτο στο χαρακτήρα του κράτους και δεύτερο στη σχέση πρωτοπορίας και τάξης.

Γράφει το Μανιφέστο:
"Η σύγχρονη κρατική εξουσία είναι μονάχα μια επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις της αστικής τάξης στο σύνολό της".
Εκεί που οι ρεφορμιστές βλέπουν "θεσμούς" -Κοινοβούλιο, Δικαιοσύνη, Ένοπλες Δυνάμεις, Αστυνομία, κλπ.- και προτείνουν τη βελτίωση της θέσης των εργατών μέσα από τη δημοκρατική εκπροσώπησή τους στους "θεσμούς", ο Μαρξ βλέπει μια ενιαία κρατική μηχανή στην υπηρεσία του αντίπαλου ταξικού στρατοπέδου. Οι αυταπάτες πάνω σ' αυτό το ζήτημα έχουν κοστίσει πολύ ακριβά όλα αυτά τα 150 χρόνια.

Ήδη στις επαναστάσεις του 1848, η Γαλλική Δημοκρατία που γεννήθηκε το Φλεβάρη, είχε ονομαστεί "κοινωνική" επειδή στην κυβέρνηση συμμετείχαν για πρώτη φορά και δύο "υπουργοί των εργατών", σαν αναγνώριση του ρόλου της εργατικής τάξης στην εξέγερση. Αυτό όμως δεν εμπόδισε καθόλου τους αστούς να προχωρήσουν στη σφαγή των εξεγερμένων εργατών τον Ιούνη του 1848.

Οι εργάτες δεν μπορούν να αλλάξουν την κοινωνία βάζοντας "δικούς τους υπουργούς" επικεφαλής του αστικού κράτους. Αυτή η στρατηγική καταλήγει είτε να στραφούν οι ίδιοι οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι κατά των εργατών, όπως έκανε η Σοσιαλδημοκρατία ξανά και ξανά από τη Γερμανία το 1919-1923 μέχρι την Πορτογαλία το 1975. Είτε σε αφοπλισμό των εργατών που οδηγούνται στη σφαγή προδομένοι, όπως έγινε στην Ελλάδα της Βάρκιζας, στη Χιλή του Αλιέντε με το πραξικόπημα Πινοσέτ το 1973 ή στην Πολωνία του Λεχ Βαλέσα με το πραξικόπημα του Γιαρουζέλσκι το 1981.

Οι εργάτες είναι υποχρεωμένοι να οργανωθούν έτσι ώστε να ανατρέψουν το αστικό κράτος και το ζήτημα είναι πώς μπορεί να γίνει αυτό, τι είδους οργάνωση χρειάζεται.

Στην εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς υπήρχαν οι αντιλήψεις της "συνωμοτικής οργάνωσης" του Αύγουστου Μπλανκί και οι αντιλήψεις της "διαφωτιστικής οργάνωσης" των ουτοπιστών σοσιαλιστών σαν το Φουριέ και τον Όουεν.

Η μια αντίληψη θεωρούσε ότι ήταν αρκετή η δράση μιας χούφτας εκπαιδευμένων επαναστατών, που έχοντας κατακτήσει τη στρατιωτική τέχνη και τεχνική, θα μπορούσαν να οργανώσουν μια πετυχημένη εξέγερση.

Η δεύτερη αντίληψη πίστευε ότι η δύναμη του οράματος μιας νέας κοινωνίας μπορούσε να πείσει κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο, ακόμα κι απ' τις κυρίαρχες τάξεις.

Ο κοινός παρονομαστής και των δύο ήταν ο περιορισμός της εργατικής τάξης στο ρόλο των κομπάρσων, που στηρίζουν τις ελπίδες τους στις ενέργειες των εκπροσώπων τους "να καθαρίσουν" για λογαριασμό τους -είτε με την παρέμβαση σαν "από μηχανής θεός", είτε με τις κατάλληλες συνεργασίες και συμμαχίες.

Από τότε, πολλές πολιτικές δυνάμεις έχουν επαναλάβει τέτοιες υποσχέσεις, άλλοτε τη μία άλλοτε την άλλη, μερικές φορές και τις δύο ταυτόχρονα. Στο ρόλο του "από μηχανής θεού" αναγορεύτηκαν ο Στάλιν και ο "κόκκινος" στρατός του, οι αντάρτικοι στρατοί του Τρίτου Κόσμου από το Μάο μέχρι τον Τσε και τους Σαντινίστας, τα διαταξικά κινήματα της οικολογίας, του φεμινισμού ή της νεολαίας που ονομάστηκαν "νέες μήτρες της αριστεράς" σαν υποκατάστατα της εργατικής τάξης.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αντιπαραθέτει σε όλες αυτές τις στρατηγικές υποκατάστασης μια μορφή επαναστατικής οργάνωσης που είναι κομμάτι της ίδιας της εργατικής τάξης και βάζει στόχο να την οδηγήσει να πάρει η ίδια την εξουσία.

Ένα κόμμα που είναι "το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα εμπρός" και ξεχωρίζει μονάχα γιατί προβάλλει "τα συμφέροντα που είναι κοινά σε όλο το προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνότητα" και εκπροσωπεί πάντα "τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του".

Αυτό το πετυχαίνει γιατί οι θεωρητικές θέσεις του "δεν στηρίζονται καθόλου σε ιδέες ή αρχές που εφευρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτο ή εκείνο τον αναμορφωτή του κόσμου" αλλά "αποτελούν μονάχα τη γενική έκφραση πραγματικών σχέσεων της πάλης των τάξεων, που υπάρχει στην πραγματικότητα της ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μάτια μας". Έτσι μπορεί και προσφέρει στην "υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, για την πορεία και για τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος" και βάζει σαν σκοπό "τη συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο".

Για όσους ειλικρινά χαιρετίζουν την επικαιρότητα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου σήμερα, εδώ βρίσκεται η πρακτική αναγνώριση της επικαιρότητάς του: στην πάλη για να χτίσουμε σήμερα αυτό το κόμμα που παλεύει για την εργατική εξουσία.   

Σχόλια