Πολυτεχνείο και επαναστατική Αριστερά


Η «επίσημη» ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται στα ΜΜΕ, «γιορτάζεται» στον Τύπο και διδάσκεται στα σχολεία, είναι αυτή μιας πασιφιστικής φοιτητικής εκδήλωσης για την ελευθερία και τη δημοκρατία που πνίγηκε στο αίμα από τους στρατοκράτες της Χούντας. Η περιγραφή είναι όσο ελλειμματική και σχηματική χρειάζεται, ώστε να χρησιμεύει στον αστικό μύθο της Μεταπολίτευσης και όσο ουδέτερη και απολίτικη γίνεται, ώστε να ξεχνιέται μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια, ίσως η μόνη αλήθεια κάτω από τον «μύθο»: τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξαν δημιούργημα της επαναστατικής πτέρυγας του φοιτητικού κινήματος. Αν ο Νοέμβρης αποτελεί γενεσιουργό παράγοντα οποιασδήποτε ιδεολογικής έκφρασης, αυτή η ιδεολογική έκφραση είναι η επαναστατική Αριστερά.


Η μάχη του Νοέμβρη του 1973 αποφασίζεται και εξαπολύεται από ένα ισχυρό φοιτητικό κίνημα το οποίο δεν αντιπαρατίθεται στη Χούντα γενικά και αόριστα. Στην τελευταία περίοδο της Δικτατορίας, ο φοιτητικός συνδικαλισμός ο οποίος έχει ριζοσπαστικοποιηθεί, ανήκει σχεδόν αποκλειστικά, στο χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Η ιδεολογική ένταξη αντλεί από μαρξιστικές, λενινιστικές, μαοϊκές και τροτσκιστικές παραδόσεις. Ο πυρήνας του κινήματος βρισκόταν υπό την καθοδήγηση ή επιρροή των δύο παράνομων οργανώσεων της εποχής: ΚΝΕ / Αντι-ΕΦΕΕ του ΚΚΕ και Ρήγας Φεραίος του ΚΚΕ Εσωτερικού.

Μικρότερες οργανωτικά αλλά εξίσου ισχυρές ιδεολογικά ήταν και οι νέες οργανώσεις και τα νέα κινήματα της επαναστατικής Αριστεράς, όλα συγκροτημένα την περίοδο της Δικτατορίας: Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΕΚΚΕ) / Αντιιμπεριαλιστική Αγωνιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας (ΑΑΣΠΕ), Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ), Σοσιαλιστική Επαναστατική Πάλη (ΣΕΠ), «Μαχητής», «Μπολσεβίκοι» και οι τροτσκιστικές οργανώσεις Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ), Εργατική Διεθνιστική Ένωση (ΕΔΕ) και άλλες.

Αυτή η ιδεολογική σύνθεση παραπέμπει σε μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια η οποία σπάνια γίνεται παραδεκτή και ακόμα πιο σπάνια εκφράζεται: στην πρώτη περίοδο της Δικτατορίας, ομάδες και πρόσωπα από τον χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς συμμετείχαν στον αγώνα εναντίον μιας στρατιωτικής «τυραννίας» που ανέτρεψε τη Δημοκρατία. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί και η μορφή της αντιδικτατορικής πάλης άλλαξαν ριζικά, από τη στιγμή που το καθεστώς άρχιζε να σταθεροποιείται και να ασκεί πραγματική εξουσία στην οικονομική ζωή της χώρας. Από τα τέλη του 1969 άρχισε να γίνεται εμφανής η αρμονική συνεργασία της Χούντας με το μεγάλο κεφάλαιο και τους εφοπλιστές (Ωνάσης, Νιάρχος, Ανδρεάδης). Η ανοιχτή υποστήριξη του καθεστώτος από τις ΗΠΑ, μαζί με την παραχώρηση επενδυτικού δικαιώματος σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες (Τομ Πάππας, Litton), προκάλεσε τον συμβιβασμό μεγάλου μέρους του αστικού κόσμου με το φασιστικό καθεστώς και τελικά την αστική νομιμοποίηση του τελευταίου.


Η γραμμή των μαζικών, εργατικών αγώνων


Με αυτά τα δεδομένα, δεν νοούταν αντιδικτατορική πάλη χωρίς εργατικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες και χωρίς αντι-ιμπεριαλιστικό προσανατολισμό. Οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα στο φοιτητικό κίνημα είχαν ακλόνητη πίστη στην ανάγκη συλλογικής μαζικής δράσης των εργατών και καλλιεργούσαν μια συνθηματολογία που έστρεφε την προσοχή στους χώρους δουλειάς, τις ανάγκες της εργατικής τάξης, το ωράριο, τις περικοπές και τις απολύσεις. Ήδη από το χειμώνα του 1970-71, στο άρθρο της Μαρίας Χατζή (ψευδώνυμο της Μαρίας Στύλλου), «Στρατιωτική Δικτατορία, μια ακόμα μορφή του αστικού κράτους» στο περιοδικό Επανάσταση, αναπτύσσονταν για πρώτη φορά οι σωστές εκτιμήσεις της κατάστασης στην Ελλάδα και χαρασσόταν η νέα στρατηγική: «Κανένας αγώνας για το γκρέμισμα της στρατιωτικής δικτατορίας δεν μπορεί να πετύχει, εκτός αν συγχρόνως είναι και κοινωνικός αγώνας εναντίον του αστικού κράτους, δηλαδή αγώνας για την οικοδόμηση θεσμών που θα στηρίζονται στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής».

Ο πρωτοπόρος αυτός αντικαπιταλισμός, που από τη Μεταπολίτευση και ύστερα, θα τροφοδοτήσει ένα ολόκληρο ρεύμα, ήταν εξαιρετικά ριζοσπαστικός για εκείνα τα χρόνια και έπαιξε καίριο ρόλο στις διαδικασίες συγκρότησης ενός μαζικού φοιτητικού κινήματος, το οποίο όμνυε στη σοσιαλιστική προοπτική και αναζητούσε συνεχώς τρόπους κινητοποίησης εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.


Τα διλήμματα, η πάλη γραμμών και οι προβοκάτορες


Ο πραγματικός χαρακτήρας της Εξέγερσης ήταν ταυτόσημος με τις εκτιμήσεις των δυναμικότερων στοιχείων του φοιτητικού κινήματος. Η απόφαση της κατάληψης ανήκε σε εκείνες τις δυνάμεις, που μέσα στον φοιτητικό συνδικαλισμό απέρριπταν οποιαδήποτε μορφή συμβιβασμού και πίεζαν για άμεση μετατροπή των φοιτητικών κινητοποιήσεων σε ανοιχτές και δυναμικές αντιχουντικές ενέργειες. Μόνο τυχαίο δεν είναι που η μικροϊστορία της Εξέγερσης και η διασταύρωση όλων των διαθέσιμων προφορικών και γραπτών μαρτυριών, αποδίδουν την πατρότητα των δυναμικών ενεργειών της Εξέγερσης στις δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς ή, για να το πούμε με τα λόγια μελών της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου, ήταν μια, εν πολλοίς, «αριστερίστικη» υπόθεση.

Η πολυσυζητημένη «ενότητα» των δυνάμεων της Αριστεράς που συνήθως αποδίδεται σε μια αυτονόητη συναίνεση μπροστά στον κοινό στόχο ανατροπής της Δικτατορίας, είναι μια περίπου μεταφυσική ερμηνεία των γεγονότων. Στις γενικές συνελεύσεις σχολών, στους κόλπους της Συντονιστικής Επιτροπής, στην εργατική συνέλευση και στις ατέλειωτες ζυμώσεις στο χώρο της κατάληψης, εξελισσόταν από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή μια ανελέητη πάλη γραμμών, στην οποία επικράτησε και επιβλήθηκε με αδιαμφισβήτητο τρόπο η αντι-καπιταλιστική και αντι-ιμπεριαλιστική γραμμή που εξέφραζαν κυρίως η ΟΣΕ και η ΑΑΣΠΕ. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις της «επίσημης» Αριστεράς (ΚΝΕ και Ρήγας Φεραίος) που ήταν αντίθετες με την κατάληψη, αναγκάστηκαν τελικά να συμμετάσχουν, με τα ίδια συνθήματα που αρχικά απέρριπταν. Σε μια εποχή που τα φοιτητικά συνθήματα ήταν το δεδομένο, αναζητούταν το στοιχείο πυροδότησης που θα προέκτεινε τον χαρακτήρα της Εξέγερσης.

Τα συνθήματα «Έξω το ΝΑΤΟ», «Έξω οι Αμερικάνοι», «Λαϊκή Εξουσία», «Γενική Απεργία» τα οποία, υποτίθεται, ήταν πολύ ριζοσπαστικά και δεν εξέφραζαν το γενικότερο πνεύμα, έγιναν σιωπηρά αποδεκτά από όλες τις οργανώσεις, καθώς αποδείχτηκε στην πράξη πως εξέφραζαν τις ευρύτερες μάζες που συνέρρεαν στο Πολυτεχνείο και στις οποίες βρίσκονταν εργάτες, μαθητές, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι. Αυτά τα συνθήματα κωδικοποιούσαν τη μετάβαση από την φοιτητική κινητοποίηση στην λαϊκή εξέγερση. Ακόμα και στον καταμερισμό των κεντρικών σημείων του Πολυτεχνείου, ανάμεσα στα μέλη της Συντονιστικής την Παρασκευή, η κεντρική πύλη της Πατησίων δόθηκε στους «αριστεριστές» της Ιατρικής με αποτέλεσμα το «Έξω το ΝΑΤΟ» και «Έξω οι Αμερικάνοι» που είχαν γραφτεί από την πρώτη μέρα στις μπροστινές κολώνες και το μεγάλο πανό «Λαϊκή Εξουσία» (όπως φαίνονται από φωτογραφίες), να μείνουν ως «βιτρίνα» στην Πατησίων μέχρι το τέλος. Και φυσικά, το σημαντικότερο, ήταν η απόρριψη της «συμβιβαστικής» γραμμής συνεργασίας με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, μετά από θυελλώδη ψηφοφορία στη Συντονιστική, όπου πρωτοστάτησαν ξανά τα μέλη της ΟΣΕ, κυρίως στην Φυσικομαθηματική και την Ιατρική.

Το δεύτερο στοιχείο που συστηματικά αγνοείται στην ιστορία της Εξέγερσης είναι η σύγκρουση καθ’ εαυτή. Το μεγαλειώδες στην περίπτωση του Πολυτεχνείου είναι πως την ωρίμανση των συνθηκών δεν αντιλήφθηκαν μόνο οι οργανωμένες δυνάμεις του φοιτητικού κινήματος, αλλά και ο λαϊκός παράγοντας ο οποίος αποδείχτηκε πανέτοιμος να πλαισιώσει την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Από το μεσημέρι της Παρασκευής, 16 Νοέμβρη και το πρωί του Σαββάτου 17 Νοέμβρη, μια λαϊκή μάζα που παρέμενε αόρατη στις συνθήκες τρομοκρατίας και καταστολής, βγήκε δυναμικά στην επιφάνεια και αντιμετώπισε τις δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού, με πολύωρες οδομαχίες, στήσιμο οδοφραγμάτων και πετροπόλεμο, σε όλη την έκταση του κέντρου της Αθήνας αλλά και στις συνοικίες. Έξω από τα κάγκελα, χιλιάδες άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων, κατά κύριο λόγο εργάτες, μαθητές και φοιτητές, δέχτηκαν τις σφαίρες των δολοφόνων της Χούντας, στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν με τα ίδια τους τα χέρια το καθεστώς.

Οι 24 νεκροί και οι περίπου 120 τραυματίες από σφαίρες (στο σύνολο οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 1.000) που έχουν καταγραφεί, δίνουν μια τάξη μεγέθους μιας κινηματικά μοναδικής στιγμής, που ξεπέρασε κάθε προσδοκία της οργανωμένης πρωτοπορίας, συμπεριλαβανομένων ακόμα και των πιο πρωτοποριακών ομάδων της επαναστατικής Αριστεράς. Το ανώνυμο πλήθος που πήρε στους ώμους του, την υπόθεση του Πολυτεχνείου παραμένει εκτός ιστορικής καταγραφής αλλά και πολιτικής αξιολόγησης, στο όνομα μιας πολιτικής ορθότητας που δυναστεύει τις πολιτικές μας αναλύσεις. Αποτέλεσμα αυτής της αυτολογοκρισίας να πούμε τη σύγκρουση με το όνομά της είναι αφενός να επιβιώνει ακόμα μια παλιάς κοπής «προβοκατορολογία» και αφετέρου να επιτρέπεται ακόμα, 40 χρόνια μετά, σε διάφορα ακροδεξιά σκουπίδια να ασελγούν στη θυσία των νεκρών αγωνιστών του Νοέμβρη και να μιλούν για «ανύπαρκτους νεκρούς».


ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο


Στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου το 1974, στην Εξέγερση αποδίδονται – δικαιολογημένα – διαστάσεις μυθικές. Στην απόφαση της Επιτροπής Εορτασμού διαβάζουμε πως η 17 Νοέμβρη θα καθιερωθεί για πάντα «σαν μέρα αφιερωμένη στον αγώνα του λαού και της νεολαίας μας ενάντια στο φασισμό, την αμερικανοκρατία και τον ιμπεριαλισμό». Τις διαμάχες που μαίνονταν ένα χρόνο πριν γύρω από το «τι να κάνουμε» διαδέχτηκαν οι διαφωνίες για το «τι κάνουμε από εδώ και πέρα;». Στις θυελλώδεις συζητήσεις γύρω από τον προσφορότερο τρόπο εορτασμού, ήταν και πάλι η επαναστατική Αριστερά που αμφισβήτησε έντονα τη συμβιβαστική θέση της επίσημης Αριστεράς (ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού) για μεταφορά του εορτασμού μια βδομάδα μετά την 17η Νοέμβρη, ώστε να μη συμπέσει με τις εκλογές της κυβέρνησης Καραμανλή ανήμερα.

Για την επαναστατική Αριστερά, ο Νοέμβρης έπρεπε να παραμείνει αναλλοίωτος στις νέες συνθήκες και αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο διατηρώντας το καθαρό και μακριά από τα αστικά πολιτικά παιχνίδια που έδωσαν στο Πολυτεχνείο τη θέση που του δίνουν και τώρα: μουσειακή εκδήλωση και πένθιμο μάθημα «δημοκρατίας». Η σύγκρουση για το «πριν» ή το «μετά» που μαινόταν για βδομάδες, ήταν ουσιαστικά η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις που διατηρούσαν το πολιτικό νόημα της Εξέγερσης και εκείνες που το υποβάθμιζαν στα ασφυκτικά πλαίσια μιας δημοκρατικής πολιτικής ορθότητας. Με προκήρυξή του στις 14 Νοεμβρίου, το ΕΚΚΕ επιτέθηκε έντονα στην «ξεδιάντροπη καπηλεία της πρώτης επετείου της μεγάλης Λαϊκής Εξέγερσης του Νοέμβρη» για την οποία θεωρεί υπεύθυνες τις «δυνάμεις των δύο ψευτοΚΚΕ, οι ίδιες που προσπάθησαν ένα χρόνο πριν, στην αρχή ν’ αποτρέψουν την κατάληψη του Πολυτεχνείου και στη συνέχεια να διαστρεβλώσουν τον χαρακτήρα της Λαϊκής Εξέγερσης χτυπώντας το σύνθημα ΛΑΟΚΡΑΤΙΑ».

Άλλες τάσεις διαπίστωναν την «τραγική ειρωνεία» του Νοέμβρη· «οι δυνάμεις που τον θέλησαν και πάλεψαν γι αυτόν δεν πέτυχαν παρά μέρος από τους στόχους τους. Οι δυνάμεις που δεν τον θέλησαν και τον πολέμησαν, απολαμβάνουν σήμερα τους κοινοβουλευτικούς καρπούς του ξεσηκώματος. Πολλές φορές ακόμα και οι ρεφορμιστικοί σκοποί πραγματοποιούνται μ’ επαναστατικά μέσα!» (ΣΕΠ, Το χρονικό της Εργατικής Συνέλευσης του Πολυτεχνείου, 1974).

Το αποτέλεσμα ήταν οι δύο γνωστοί εορτασμοί του 1974. Στις 15 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πορεία από το Πολυτεχνείο στο σκοπευτήριο της Καισαριανής για να τιμηθεί η «λαϊκή εξέγερση του Νοέμβρη». Εκεί γεννήθηκε και το εμβληματικό σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο» που αποτέλεσε την πρώτη πολιτική συμβολοποίηση της εξέγερσης. Ήταν και παραμένει το σύνθημα που κωδικοποιεί την κληρονομιά της επαναστατικής Αριστεράς από την Κατοχή μέχρι σήμερα και τοποθετεί τον Νοέμβρη στο πραγματικό του πλαίσιο: «Δεν υπάρχει δρόμος κοινοβουλευτικός / Ο δρόμος του Νοέμβρη επαναστατικός».


Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα ΚάτωΝο. 101, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2013

Σχόλια